Οι
πολιτικοί θεσμοί θεωρούνται στρόφιγγες για την ανάδυση και ενεργοποίηση
κοινωνικών κινημάτων και το βαθμό επιτυχούς αντιμετώπισης και επίλυσης δομικών
προβλημάτων. Κάποιες κοινωνικές ομάδες
μπορεί να επιθυμούν να οργανώσουν ένα κίνημα διαμαρτυρίας και
διεκδίκησης, δεν κρίνουν όμως κατάλληλη τη στιγμή για να αναλάβουν μεγάλο ρίσκο
καθώς το πολιτικό σύστημα είναι κλειστό και διατηρεί μια σημαντική συνοχή
απολαμβάνοντας παράλληλα είτε την υποστήριξη μεγάλης μερίδας του πληθυσμού είτε
τη σιωπηρή και αναγκαστική αποδοχή της ελλείψει ορατών εναλλακτικών λύσεων.
Προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση των κοινωνικών αυτών ομάδων είναι η
εξασφάλιση ορισμένων προσβάσεων στις πολιτικές αρχές, η μείωση της έντασης της
καταστολής, η διάσπαση των κυρίαρχων πολιτικών ελίτ, η υποστήριξη ορισμένων
ομάδων από κάποιες ελίτ.[1] Αυτή η προσέγγιση είναι
χρήσιμη γιατί συνεισφέρει στην εξήγηση του προβλήματος γιατί κινήματα
πετυχαίνουν σε μία χώρα και αποτυγχάνουν σε κάποια άλλη ή σε μία χρονική
περίοδο και όχι σε άλλη. Οι ευκαιρίες μελετήθηκαν κατά κόρον από τους ερευνητές
της «πολιτικής διαδικασίας» με κίνδυνο να παραλειφθούν οι «απειλές». Η έννοια
της «απειλής» έχει δύο όψεις. Απειλές είναι τόσο «τα κόστη που θα υποστούν οι
κοινωνικές ομάδες λόγω της διαμαρτυρίας» όσο και αυτά που θα επωμιστούν εάν δεν
δράσουν».[2]
Η απειλή σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για συλλογική
δράση στο βαθμό που ο παράγοντας «φόβος» καταστεί η κύρια μεσολαβούσα
μεταβλητή. Οι αλλαγές των συνθηκών σε επίπεδο κρατικής πολιτικής, οικονομίας
και κοινωνίας που πλήττουν πληθυσμιακές ομάδες -στην περίπτωσή μας τους
μισθωτούς εργαζόμενους και ιδιαίτερα τους εργαζόμενους στις τράπεζες- μπορούν
να επιφέρουν την συλλογική κινητοποίηση μέσω της παρέμβασης του αισθήματος του
φόβου. Χωρίς να θεωρηθεί ότι υπάρχει επιστροφή στις παλιότερες θεωρίες της
«συλλογικής συμπεριφοράς» που υπερτόνιζαν τους ψυχολογικούς παράγοντες, η
έννοια της «απειλής» αναφέρεται στις «απειλές εναντίον της καθημερινότητας»,
δηλαδή εναντίον όσων έχουν καθιερωθεί και θεωρούνται ως δεδομένα (μισθοί,
συντάξεις, μονιμότητα εργασίας κ.α.) για μια ολόκληρη ζωή. Τέσσερις θεωρούνται
ως βασικές απειλές: α) εναντίον των καθημερινών διαδικασιών μιας κοινότητας ή
της ύπαρξής της, β) η πραγματική ή επαπειλούμενη καταπάτηση της αίσθησης της
ασφάλειας, ιδιωτικότητας και ελέγχου των πολιτών, γ) τροποποίηση των
καθημερινών συνθηκών διαβίωσης λόγω μη ευνοϊκής κατανομής πόρων στους διεκδικούντες
πληθυσμούς και δ) εντυπωσιακές αλλαγές στις δομές κοινωνικού ελέγχου. [3]
Πέραν τούτων, θα πρέπει να
προσθέσουμε την έννοια της «γνωστικής απελευθέρωσης».[4] Οι
εκπρόσωποι της θεωρίας της «πολιτικής διαδικασίας» θεωρούν ότι εκτός των
δομικών και οικονομικών αιτιών, τρεις βασικοί αιτιακοί παράγοντες υπεισέρχονται
και συμβάλλουν στην ανάδειξη των κινημάτων διαμαρτυρίας. Πρώτον, οι αλλαγές των
ευκαιριών του πολιτικού περιβάλλοντος (δομή των πολιτικών ευκαιριών) και ειδικά
ο τρόπος ανταπόκρισης του κράτους στην ίδια τη διαμαρτυρία˙ δεύτερον, το
υφιστάμενο επίπεδο οργάνωσης της κοινότητας των ανθρώπων που θεωρεί ότι
αδικείται και, τέλος, οι εκτιμήσεις αυτών των ανθρώπων για τις πιθανότητες
επιτυχίας της συλλογικής δράσης (βαθμός εξεγερτικής συνείδησης ή γνωστικής
απελευθέρωσης). [5] Όταν οι εργαζόμενοι
συνειδητοποιούν ότι υπάρχει δυνατότητα να κερδίσουν –έστω και να αποκρούσουν
μια απειλή- έχουν ως ένα βαθμό επιτύχει τη γνωστική απελευθέρωσή τους.[6] Αυτή
βέβαια η απελευθέρωση δεν είναι ούτε αυτόματη ούτε χωρίς αντιστροφές. Κάτω από
ορισμένες προϋποθέσεις (δημοκρατικές διαδικασίες βάσης, σαφής πολιτικός λόγος,
ριζοσπαστισμός και μαχητικότητα) μπορεί να διαρκέσει δημιουργώντας νέα δεδομένα
–π.χ. η περίπτωση των ξένων εργατών στη μεταποίηση και στα ορυχεία της Μεγάλης
Βρετανίας.[7]
Με άλλα λόγια, τα κινήματα
διαμαρτυρίας πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση να διαμορφώνουν και να
ενεργοποιούν μια «ταυτότητα».[8]
Σύμφωνα με τη θεωρία της «συλλογικής ταυτότητας»[9], τα κοινωνικά κινήματα
τείνουν να διαμορφώνουν μια δική τους ομαδική εικόνα την οποία επηρεάζουν τα
συμμετέχοντα μέλη το καθένα χωριστά αλλά και επηρεάζονται από αυτή.[10] Αυτές οι συλλογικές
ταυτότητες δεν είναι πάγιες αλλά αναδιαμορφώνονται στην πράξη: «[Σ]υλλογική
ταυτότητα είναι ένας διαδραστικός και διαμοιραζόμενος ορισμός που παράγεται από
ξεχωριστά άτομα (ή ομάδες σε ένα πιο σύνθετο επίπεδο)…και πρέπει να γίνεται
αντιληπτός ως διαδικασία επειδή κατασκευάζεται και είναι υπό διαπραγμάτευση
μέσω της κατ’ επανάλήψη ενεργοποίησης των σχέσεων που συνδέουν τα άτομα (ή τις
ομάδες) με το κίνημα».[11] Η σύνθετη αυτή
διαδικασία διαμόρφωσης της συλλογικής ταυτότητας και του κοινωνικού κινήματος
αποδεικνύει, σύμφωνα με τους θεωρητικούς αυτούς, ότι «οι εκδηλώσεις της
συλλογικής δράσης τοποθετούνται σε πολιτισμικά προσδιοριζόμενους χώρους
δράσης». Η συλλογική δράση «εμπεδώνεται σε μια βασική πολιτισμική δομή».
Βασίζεται, δηλαδή, σε μια πραγματικότητα, που «αποτελείται από έναν ειδικά
οργανωμένο λόγο, ο οποίος προηγείται της υποκίνησης των δρώντων προς την
κατεύθυνση της κοινής δράσης», και μάλιστα κυριαρχεί στην υποκίνηση των
δρώντων.[12] Η συλλογική ταυτότητα
δεν είναι ποτέ αποκλειστικά αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης και ορθολογικών
υπολογισμών αλλά αποτελείται και ενεργοποιείται εξίσου από αισθήματα που
εμπλέκονται στην καθημερινή ζωή.[13]
Η ισχυρή αίσθηση της αλληλεγγύης και της ενότητας αποτελεί σημαντικό απόθεμα
για τη δράση.
Το
σύνολο αυτών των παραγόντων που συμβάλλουν στην ενδυνάμωση των κοινωνικών
κινημάτων, ο Charles Tilly θα αποδώσει με τα
αρχικά WUNC, δηλαδή Αξιοσύνη,
Ενότητα, Πολυάριθμο, Δέσμευση.[14]
Η παρατεταμένη αμφισβήτηση της πολιτικής των κυριάρχων πολιτικών δυνάμεων και
κοινωνικών τάξεων και η δημόσια επίδειξη Αξιοσύνης, Ενότητας, Πολυάριθμου και
Δέσμευσης διακρίνουν τα σημερινά κοινωνικά κινήματα από παλιότερες μορφές συλλογικής
δράσης ομάδων που υφίσταντο αδικία. Αυτά τα κριτήρια που θέτει ο Tilly ως προϋπόθεση για την
αναγνώριση των κοινωνικών κινημάτων στη σημερινή εποχή και για την αξιολόγηση
του βαθμού επιτυχίας τους μας δημιουργούν ένα πλαίσιο εργασίας για να αξιολογήσουμε
το κοινωνικό κίνημα των εργαζομένων στις τράπεζες. Πρέπει να τονιστεί ότι στις
συνθήκες σχετικά δημοκρατικού καθεστώτος «ένα σημαντικό μέρος της συλλογικής
δράσης δεν επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα προγράμματα αλλά σε διεκδικήσεις
ταυτότητας, δηλαδή το δημόσιο ισχυρισμό ότι μια ομάδα ή το σώμα που η ομάδα
εκπροσωπεί είναι άξια λόγου, ενωμένη, μαζική και προσηλωμένη στο σκοπό.» [15]
Οι αξιώσεις ταυτότητας περιλαμβάνουν πορείες, διαδηλώσεις, μαζικές
συγκεντρώσεις καταλήψεις εργασιακών χώρων και δημοσίων κτιρίων κλπ. Ακόμη και
είναι νόμιμες αυτές οι μορφές διεκδίκησης, όλες εμπεριέχουν μια υπονοούμενη
απειλή χρήσης μορφών άμεσης συγκρουσιακής δράσης και διεκδίκησης επικύρωσης
πολιτικού ρόλου.
[1] Βλ. Kurzman Ch. (2003) “The Iranian Revolution” in
Goodwin J. and Jasper J. (eds), The Social Movements Reader: Cases and
Concepts. Maldem, Mass., Oxford, UK: Blackwell Publishing, σελ. 38-48.
[2] Βλ. Goldstone J. and Tilly Ch. (2001) “Threats (and Opportunity): Popular
Action and State Response in the Dynamics of Contentious Action” in Aminzade et
al (eds), Silence and Voice in the Study of Contentious Politics. Cambridge:
Cambridge University Press, σελ. 179-194.
[3] Βλ. Snow et al (1998) «Disrupting the ‘Quotidian’: Reconceptualizing
the Relationship Between Breakdown and the Emergence of Collective Action”. Mobilization.
Vol. 3, No. 1, σελ. 1-22.
[4] Βλ. McAdam D.
(1982). Political Process and the Development of Black Insurgency,
1930–1970. Chicago: University of Chicago Press.
[5] Σε περιπτώσεις όπως η απόσυρση του Νόμου Πρώτης
Πρόσληψης στη Γαλλία το Μάρτιο 2006, όπου πραγματοποιήθηκε αυτό που δεν συνέβη
στην εξέγερση του Γαλλικού Μάη το 1968, η ταυτόχρονη κινητοποίηση φοιτητών και
εργαζομένων γιατί από τα μια επρόκειτο ακριβώς για μια επίθεση στους όρους της
καθημερινότητας (ένα μέλλον προσωρινής και μερικής απασχόλησης) και από την
άλλη συνειδητοποιήθηκε ότι δεν πρόκειται για «εξέγερση μικροαστών» όπως
εθεωρούντο από το τότε κυρίαρχο ΚΚΓ οι φοιτητικές κινητοποιήσεις. Βλ. Bensaid D. (2006) “The question of a link between workers and
students is immediate.” Interview by Jim Wolfreys in Socialist Worker,
no. 1993, 25.3.06.
[6] Κατά τον St. Lukes, υπάρχουν τρεις διαστάσεις εξουσίας: α) εστίαση
στη συμπεριφορά κατά τη λήψη αποφάσεων για ζητήματα για τα οποία υπάρχει
παρατηρήσιμη σύγκρουση συμφερόντων, β) εστίαση στην δημιουργία της πολιτικής
ατζέντας μέσω και της άτυπης επιρροής με αποκλεισμό φανερών και λανθανόντων
συμφερόντων και απόψεων, γ) περιλαμβάνει
στοιχεία των β΄ και γ΄ και αφορά τη διαμόρφωση προτιμήσεων μέσω επιβολής αξιών,
κανόνων και ιδεολογιών που γίνονται ρουτίνα καθώς οι υποταγμένες ομάδες ούτε
καν τις σκέφτονται για να αναζητήσουν διαφορετική πολιτική (λανθάνουσες
συγκρούσεις) -έτσι η επιβολή πολιτικών ιδεολογιών στη χάραξη πολιτικών δεν
γίνεται αντιληπτή (νεοφιλελευθερισμός). Lukes S. (1974)
Power: A Radical View. London: Macmillan, σελ. 24-25.
[7] Βλ. Hirschsohn Ph. (2002) “From grassroots democracy to national mobilization: COSATU
as a model of social movement unionism” in Kelly J. (ed.). Industrial
Relations: Critical Perspectives. Vol.2, London: Routledge, σελ. 441-469. Βλ. επίσης Gall Gr. (2003) Organizing in the
offshore oil and gas industry in Britain, c. 1972-1990: a long burning flame or
a spark that has gone out?” in Gall Gr. And Dawson P. (eds.) Union
Organizing. London: Routledge, σελ. 39-55.
[8] Βλ. McAdam D. McCarthy J. and Zald M. (1988) “Social Movements”, in
Smelser N. (ed.) Handbook of Sociology. Newbury, CA: Sage, σελ. 695-737.
[9] Βλ. Melucci Alb. (1988), «Getting Involved:
Identity and Mobilization in Social Movements» στο Klandermans B, Kriesi H. and
Tarrow S. (Eds.), From Structure to
Action: Comparing Social Movements Across Cultures, International Social
Movement Research I, Greenwich, CT: JAI, σελ. 329-48 και του ιδίου (1995), «The Process of Collective
Identity» στο Johnston H. and Klandermans B. Social Movements and Culture, Minneapolis, University of Minnesota
Press, σελ.41-64.
[10] Βλ. Melucci Alb. (1989), Nomads of the present: social movements and individual needs in
contemporary society, London, Hutchinson.
[12] Βλ. Eder Kl. (1993). The New Politics of Class: Social Movements and
Dynamics in Advanced Societies. London: Sage, σελ.1-15.
[13] Σε αντίθεση με τον M. Olson και τη θεωρία της «ορθολογικής επιλογής» που τονίζει ότι ένα ορθολογικό και ιδιοτελές άτομο
(ο «λαθρεπιβάτης») δεν θα δράσει για το κοινό καλό ή για τα κοινά ομαδικά
συμφέροντα παρά μόνο αν ο αριθμός των μελών της ομάδας είναι μικρός ή αν υπάρχει
μηχανισμός εξαναγκασμού. Βλ. Olson M. (1965) The Logic of Collective Action: Public Goods and the Theory of Groups, Cambridge, Massachusetts, Harvard University Press [Ελλ. έκδοση: Olson M., (1991) Η λογική της συλλογικής δράσης: Δημόσια αγαθά και η θεωρία των ομάδων. Αθήνα:
Εκδ. Παπαζήση]. Για κριτική της θεωρίας της «ορθολογικής επιλογής» ως
ανεπαρκούς για την εξήγηση και ερμηνεία των κοινωνικών κινημάτων, βλ.
Αλεξανδρόπουλος Στ. (1993), «Η οικονομική λογική της συλλογικής δράσης» στην Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης,
Νο. 7, σελ. 82-123 και Τσουκαλάς Κ. (1991), «Τσαμπατζήδες στη χώρα των
θαυμάτων», στην Ελληνική Επιθεώρηση
Πολιτικής Επιστήμης Νο.1, σελ 9-52
[14] «Ο όρος ‘Αξιοσύνη, Ενότητα, Πολυάριθμο και
Δέσμευση’ ηχεί παράξενα αλλά αναπαριστά κάτι οικείο. Οι
επιδείξεις αυτές μπορεί να πάρουν τη μορφή δηλώσεων, συνθημάτων και επωνυμιών
που υπονοούν Αξιοσύνη, Ενότητα, Πολυάριθμο και Δέσμευση: Ενωμένοι Πολίτες για
τη Δικαιοσύνη, Υπογράφοντες την Υπόσχεση, Υποστηρικτές του Συντάγματος κ.ο.κ.
Επιπλέον, οι συλλογικές αυτοεκπροσωπήσεις συχνά τα μετατρέπουν σε ιδιώματα που
θα αναγνωριστούν από τα τοπικά ακροατήρια, για παράδειγμα:
αξιοσύνη: σοβαρή προσπάθεια, κομψός ρουχισμός, παρουσία του κλήρου,
μεγαλοσχημόνων, αξιωματούχων, και μητέρων με παιδιά,
ενότητα: ταιριαστές κονκάρδες αναγνώρισης, κεφαλόδεσμοι, πανό, ή αμφιέσεις,
στοιχισμένες πορείες, τραγούδια και ρυθμικά συνθήματα,
πολυάριθμο: καταμέτρηση συμμετεχόντων, υπογραφές σε αιτήσεις, μηνύματα από
υποστηρικτές, γέμισμα δρόμων,
δέσμευση: αγνόηση του κακού καιρού, ορατή συμμετοχή
ηλικιωμένων και ατόμων με ειδικές ανάγκες, αντίσταση στην καταπίεση,
επιδεικτική θυσία, συνεισφορά ή/και αγαθοεργία.
Τα ιδιαίτερα
ιδιώματα ποικίλουν σε πολύ μεγάλο βαθμό από το ένα πλαίσιο στο άλλο, αλλά η
γενική επικοινωνιακή διάδοση Αξιοπιστίας, Ενότητας, Πολυάριθμου και Δέσμευσης
συνδέει αυτά τα ιδιώματα.». Βλ. Tilly Ch. (2004) Social
Movements 1768-2004. Boulder, CO: Paradigm Publishers, σελ. 4.
[15] Βλ. Tilly Ch. (2003) The Politics of Collective Violence.
Cambridge: Cambridge University Press, σελ. 197.
Συνεχίζεται....
Θανάσης Τσακίρης
No comments:
Post a Comment