Wednesday, August 26, 2020

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ-ΟΙ ΜΗΤΕΡΕΣ ΜΑΣ (NUESTRAS MADRES) του Σεζάρ Ντίαζ- ΤΕΤΑΡΤΗ 02/09/2020 8.30 10.30 μμ

 l ΤΕΤΑΡΤΗ   02/09/2020       ΟΙ ΜΗΤΕΡΕΣ ΜΑΣ (NUESTRAS MADRES)

του Σεζάρ Ντίαζ (ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ/ΒΕΛΓΙΟ/ΓΑΛΛΙΑ, 2019, έγχρωμη, 78΄)

  • Χρυσή Κάμερα Καλύτερης Ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κανών

 


Μετά την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας στη Γουατεμάλα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος που τέλειωσε σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, αφήνοντας περισσότερους από 200.000 νεκρούς και 40.000 αγνοούμενους. Η ταινία του Σεζάρ Ντίαζ μοιάζει σαν μια κραυγή στο σκοτάδι που τυλίγει αυτή τη σχεδόν άγνωστη γενοκτονία, που κόστισε σε πολλούς αυτόχθονες τη ζωή τους, δημιουργώντας ένα συγκινητικό πορτρέτο μιας μητέρας και ενός γιου. Μια βαθιά οικουμενική και σπαραχτική οικογενειακή ιστορία, ένας συγκλονιστικός ύμνος στην ανάγκη διατήρησης της μνήμης με κάθε μέσο και με οποιοδήποτε κόστος.

Trailer

https://www.youtube.com/watch?time_continue=3&v=XvoqWlkqF-U&feature=emb_logo


 (Από τις 19/08/2019 στις 8:30 μ.μ. και στις 10:30 μ.μ.) ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ «ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ» (Λεωφ. Ειρήνης 50, Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, Άνω Ηλιούπολη, Τηλ.: 210 9937870, 210 9941199, 210 9914732, 6945405825, E-mail: cineclubilioupolis@gmail.com, Ιστοσελίδα: www.klh.gr)


 

Wednesday, August 19, 2020

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης--ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΡΦΕΣ του Εμίν Αλπέρ ΤΕΤΑΡΤΗ 26/08/2020 8:30 και 10:30 μμ

  ΤΕΤΑΡΤΗ   26/08/2020 ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΡΦΕΣ (KIZ KARDESLER)

του Εμίν Αλπέρ (ΤΟΥΡΚΙΑ/ΓΕΡΜΑΝΙΑ/ΟΛΛΑΝΔΙΑ/ΕΛΛΑΔΑ, 2019, έγχρωμη, 108΄)
  



Χρυσή Τουλίπα Καλύτερης Ταινίας, Βραβεία Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερης Ηθοποιού (Σεμρέ Εμπουζίγια, Ελίν Καντεμίρ, Ετσέ Γιουκσέλ), Καλύτερης Μουσικής (Γιώργος Παπαϊωάννου, Νίκος Παπαϊωάννου) και Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κωνσταντινούπολης

Τρεις αδερφές, που είχαν σταλεί παρακόρες σε πλούσιες οικογένειες στην πόλη, συναντιούνται ξανά μετά από χρόνια, όταν αναγκάζονται, για διαφορετικούς λόγους, να επιστρέψουν στο πατρικό τους σε ένα φτωχό χωριό της ορεινής Ανατολίας. Με φόντο ένα μαγευτικό τοπίο, που τη νύχτα μεταμορφώνεται σε τρομακτικό τόπο αθέατων κινδύνων, η ζωή αποτυπώνεται ως αέναη κυκλική πορεία, η οποία οδηγεί αναπόδραστα στην καταστροφή. Μία σύγχρονη ματιά στη θέση της γυναίκας στα απομακρυσμένα και ξεχασμένα χωριά της βορειοανατολικής Τουρκίας. Θαυμάσια η μουσική των Γιώργου και Νίκου Παπαϊωάννου, αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση.

TRAILER








(Από τις 19/08/2019 στις 8:30 μ.μ. και στις 10:30 μ.μ.)

ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ «ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ»

                                     (Λεωφ. Ειρήνης 50, Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, Άνω Ηλιούπολη,

Τηλ.: 210 9937870, 210 9941199, 210 9914732, 6945405825,

E-mail: cineclubilioupolis@gmail.com, Ιστοσελίδα: www.klh.gr)

 







Wednesday, August 12, 2020

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ-ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ, ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΕΤΡΟΥΝΙΑ-ΤΕΤΑΡΤΗ 19-8-2020 8:30 μμ

ΤΕΤΑΡΤΗ 19/08/2020 ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ, ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΕΤΡΟΥΝΙΑ (GOSPOD POSTOI, IMETO I’ E PETRUNIJA) της Τεόνα Στρούγκαρ Μιτέφσκα (ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ/ΒΕΛΓΙΟ/ΓΑΛΛΙΑ/ΚΡΟΑΤΙΑ/ΣΛΟΒΕΝΙΑ, 2019, έγχρωμη, 100΄) Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου





 Η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία της Τεόνα Στρούγκαρ Μιτέφσκα είναι μια πικρή κωμωδία για τη θέση της γυναίκας σε μια κοινωνία που αρνείται να την αποδεχτεί γι’ αυτό που είναι και μια σάτιρα της βαλκανικής νοοτροπίας. Την ημέρα των Θεοφανείων, μια άνεργη τριαντάχρονη γυναίκα βουτάει στο νερό και πιάνει τον σταυρό. Εξοργισμένοι που έμειναν με άδεια χέρια οι άντρες την κατηγορούν για ασέβεια. Η γυναίκα, όμως, αρνείται να παραδώσει τον σταυρό, διότι είναι πια έτοιμη να αντισταθεί στα έμφυλα στερεότυπα ενός κόσμου συντηρητικού. Ξεχωριστή η ερμηνεία της Ζόριτσα Νούσεβα στον ρόλο της Πετρούνια.

  TRAILER


https://youtu.be/l_jCaETHAT0


 (Από τις 19/08/2019 στις 8:30 μ.μ. και στις 10:30 μ.μ.) ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ «ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ» (Λεωφ. Ειρήνης 50, Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, Άνω Ηλιούπολη, Τηλ.: 210 9937870, 210 9941199, 210 9914732, 6945405825, E-mail: cineclubilioupolis@gmail.com, Ιστοσελίδα: www.klh.gr)

Thursday, August 06, 2020

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ-Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ του Ρόι Άντερσον -ΤΕΤΑΡΤΗ 12/08/2020

ΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟ, ΣΑΡΚΑΣΤΙΚΟ, ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΚΑΙ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΡΟΪ ΑΝΤΕΡΣΟΝ

 

l ΤΕΤΑΡΤΗ   12/08/2020      Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ (OM DET OÄNDLIGA)
του Ρόι Άντερσον (ΣΟΥΗΔΙΑ/ΓΕΡΜΑΝΙΑ/ΝΟΡΒΗΓΙΑ/ΓΑΛΛΙΑ, 2019, έγχρωμη, 78΄)

 

  • Ασημένιος Λέοντας Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας

 

Στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη ζωή, στην ομορφιά και τη σκληρότητά της, στο μεγαλείο αλλά και στις κοινοτοπίες της. Περιπλάνηση, μέσα σε μια ονειρική ατμόσφαιρα, με οδηγό έναν αφηγητή που θυμίζει τη Σεχραζάτ από την ανώνυμη συλλογή ιστοριών Χίλιες και μια νύχτες. Ο Σουηδός σκηνοθέτης Ρόι Άντερσον παρουσιάζει ένα ψηφιδωτό από μικρές, καθημερινές, σουρεαλιστικές και υπέροχες στιγμές, μια ατελείωτη ιστορία της ευάλωτης φύσης της ύπαρξης. Ένα κράμα ωδής και σπαραγμού για την ανθρώπινη ύπαρξη, μέσα από μια σειρά διαφορετικών μεταξύ τους περιστατικών.


Trailer


https://www.youtube.com/watch?list=PLmXEsGkAb8kxugHD-qjgj55NCh9PR2MDU&v=REdczFcYm3c



ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΤΙΣ 9:00 μ.μ. ΚΑΙ ΣΤΙΣ 11:00 μ.μ.


(Από τις 19/08/2019 στις 8:30 μ.μ. και στις 10:30 μ.μ.)


ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΗΛΙΟΥΠΟΛΗΣ «ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ»


                                     (Λεωφ. Ειρήνης 50, Πλατεία Εθνικής Αντίστασης, Άνω Ηλιούπολη,


Τηλ.: 210 9937870, 210 9941199, 210 9914732, 6945405825,


E-mail: cineclubilioupolis@gmail.com, Ιστοσελίδα: www.klh.gr)



Monday, August 03, 2020

Μέρες του ’36: Η δικτατορία

 

 

Η δικτατορία

του Θανάση Τσακίρη

 

Πρόκειται για την κυβέρνηση ενός ανθρώπου που, κατά κύριο λόγο, απέκτησε τη θέση δια της βίας ή της συναινέσεως ή συνήθως δια του συνδυασμού των δύο τρόπων και όχι δια της κληρονομικού οδού. Αυτή η κυβέρνηση, και ιδίως ο δικτάτορας, πρέπει να κατέχει την απόλυτη κυριαρχία, δηλαδή, όλη η πολιτική εξουσία πρέπει, τελικά, να πηγάζει από τη βούλησή του και της οποίας το εύρος πρέπει να είναι απεριόριστο. Πρέπει να ασκείται, λίγο ή πολύ συχνά, με αυθαίρετο τρόπο, δια διαταγμάτων κι όχι σύμφωνα με το νόμο. Και, τέλος, δεν πρέπει να περιορίζεται σε διάρκεια με όρους θητείας στο αξίωμα, ούτε ο δικτάτορας να είναι υπεύθυνος απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη αρχή γιατί τέτοιοι περιορισμοί δεν είναι συμβατοί με την απόλυτη εξουσία. Ο όρος δικτάτορας χρονολογείται από την εποχή της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, όταν τέτοιες εξουσίες παραχωρούνταν προσωρινά σε έναν Ύπατο για να αντιμετωπίσει μια επείγουσα κατάσταση. Όμως, όταν έληγε η περίοδος για την οποία έλαβε δικτατορικές εξουσία ο Ύπατος θα έπρεπε να λογοδοτήσει στο πολιτικό-νομοθετικό σώμα που ήταν αρμόδιο. Από τότε ο όρος χρησιμοποιείται για τις περιπτώσεις της κατάληψης της εξουσίας με την ένοπλη πραξικοπηματική στρατιωτική βία και την επιβολή δικτατορικού καθεστώτος.

Ι. ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ

 

Η θεωρία του ολοκληρωτισμού της Χάνα Άρεντ άνοιξε το δρόμο για μια πιο βαθιά επιστημονική συζήτηση και έρευνα για το φασισμό, το ναζισμό και το σταλινισμό. «Τα πάντα εντός του κράτους, τίποτα εκτός του κράτους, τίποτα εναντίον του κράτους» διεκήρυττε ο φασίστας Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσσολίνι.

 

Το γενικό σχήμα που περιγράφει το ολοκληρωτικό σύστημα αποτελείται από δύο ομόκεντρους κύκλους εκ των οποίων αυτός που αναπαριστά την κοινωνία πολιτών περικλείεται εντός του μεγαλύτερου που αναπαριστά το κράτος. Πρόκειται για ένα αφαιρετικό σχήμα που, με τους λοιπούς όρους να παραμένουν αμετάβλητοι, αναπαριστά το μοντέλο του ολοκληρωτισμού όπως το αντιλαμβάνεται ο πολιτικός φιλελευθερισμός και η δημοκρατική θεωρία. Η γραμμική εξέλιξη από το αρχικό μοντέλο της φιλελεύθερης κοινωνίας στην ολοκληρωτική περιλαμβάνει δύο ενδιάμεσα χρονικά και ποιοτικά στάδια. Αρχικά το κράτος επεμβαίνει ελάχιστα στην κοινωνία πολιτών και στην ιδιωτική σφαίρα (οικονομικός φιλελευθερισμός και αρνητικό κράτος). Κατόπιν το (θετικό) κράτος αρχίζει να παρεμβαίνει σε πολλές από τις δραστηριότητες και θεσμούς της κοινωνίας πολιτών και της ιδιωτικής σφαίρας. Το τελευταίο στάδιο πριν από την απαρχή του ολοκληρωτισμού χαρακτηρίζεται από τη μαζική παρέμβαση του κράτους στον οικονομικό σχεδιασμό, στις κοινωνικές υπηρεσίες, στην πρόνοια και στις ιδιοκτησιακές σχέσεις (κράτος πρόνοιας και δημοκρατικός σοσιαλισμός).

 

Πιο αναλυτικά, κύρια χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωτικού συστήματος (του «ολικού» κράτους) είναι η μαζική πειθάρχηση της ζωής των ανθρώπων, η δημιουργία ενός τελειοποιημένου μηχανισμού για την κατασκευή συναίνεσης μέσω της προπαγάνδας και της κατήχησης σε συνδυασμό με την καταπίεση και το κλίμα τρόμου απέναντι σε υποτιθέμενους εχθρούς της κοινωνίας, εξωτερικούς και, κυρίως, εσωτερικούς. Η βία στο αποκορύφωμά της. Το ολοκληρωτικό σύστημα ολοκληρώνεται στην εντέλεια, κατά την Arendt, όταν ακόμη και η φωνή του ανθρώπου χάνεται οριστικά, όταν ο άνθρωπος δεν θα ξέρει πια να επικοινωνήσει, όταν το μέσο της επικοινωνίας η προφορική ομιλία που ξεχωρίζει το ανθρώπινο είδος, δηλαδή ο λόγος, παύει να υφίσταται : «Πράγματι, ούτε κι οι πόλεμοι ακόμη, ας αφήσουμε τις επαναστάσεις, προσδιορίζονται πάντοτε εντελώς από τη βία. Εκεί όπου η βία κυριαρχεί απόλυτα, όπως για παράδειγμα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ολοκληρωτικών καθεστώτων, όχι μόνο οι νόμοι – οι νόμοι σιωπούν (le lois se taisent), όπως το διατύπωσε η Γαλλική Επανάσταση - αλλά τα πάντα και οι πάντες πρέπει να σιωπούν. Είναι εξαιτίας αυτής της σιωπής που η βία είναι ένα περιθωριακό φαινόμενο στην πολιτική σφαίρα και γιατί ο άνθρωπος, στο βαθμό που είναι πολιτικό ον, είναι προικισμένος με τη δύναμη του λόγου. Οι δύο φημισμένοι ορισμοί του Αριστοτέλη για τον άνθρωπο, ότι είναι πολιτικό ον και είναι ον προικισμένο με το λόγο, αλληλοσυμπληρώνονται και αναφέρονται αμφότεροι στην ίδια εμπειρία της ζωής στην Ελληνική πόλη. Το ουσιώδες εδώ είναι ότι η βία αυτή καθ’ εαυτή είναι ανίκανη να εκφέρει λόγο, και όχι απλώς ότι ο λόγος είναι ανίσχυρος σαν έρθει αντιμέτωπος με τη βία.

 

Η ιδιαίτερη ευαισθησία που χαρακτηρίζει την προσπάθεια της Hannah Arendt να αναλύσει το ολοκληρωτικό σύστημα οφείλεται τόσο στην παιδεία της όσο και στην εμπειρία της, εμπειρία που μοιράστηκε με πολλούς/ες άλλους/ες της γενιάς της και της εθνικής και θρησκευτικής της καταγωγής. Η Γερμανοεβραϊκή της καταγωγή και ο καθολικός χαρακτήρας της παιδείας της αφήνουν τα ίχνη τους στην εργασία της για τον ολοκληρωτισμό. Φτάνει να ερευνά σε βάθος μέσα στην ιστορία των μεσαιωνικών και νεότερων χρόνων για να βρει τις ρίζες του ολοκληρωτισμού. Αναζητεί όχι μόνο τη Γερμανική και Άρια καταγωγή του ναζισμού αλλά δεν αφήνει τίποτα όρθιο και στην πλευρά του Εβραϊσμού – με χαρακτηριστική την κριτική της τοποθέτηση για τον Benjamin Disraeli, τον άνθρωπο που έφτασε στην κορυφή της Βρετανικής αυτοκρατορίας στο 18ο αιώνα και ο οποίος είχε πλάσει κρυφά όνειρα για επικράτηση της «εκλεκτής Εβραϊκής φυλής» όταν εκπονούσε τα νεανικά λογοτεχνικά του έργα. Ως μια από τις τελευταίες «καθολικές διανοούμενες» του 20ού αιώνα η Arendt προσεγγίζει τον ολοκληρωτισμό από τις πλευρές της ιστορίας, της κοινωνιολογίας, της κοινωνικής και της πολιτικής ψυχολογίας και, βεβαίως, της φιλοσοφίας.

 

Οι έννοιες που κατέχουν κεντρικές θέσεις στην ανάλυση της Arendt είναι ο αντι-σημιτισμός, τα παν-κινήματα, ο ιμπεριαλισμός, η επέκταση για χάρη της επέκτασης, οι ανθρώπινες μάζες. Ο αντι-σημιτισμός γεννιέται στους μεσαιωνικούς χρόνους με δύο κύρια χαρακτηριστικά : από τη μια θρησκευτικά (η φυλή που «πρόδωσε» το Χριστό) και από την άλλη κοινωνικο-οικονομικά (οι αποδιοπομπαίοι τράγοι σε εποχές κοινωνικό-οικονομικής κρίσης ως οι διαμεσολαβητές και κάτοχοι της χρηματικής πίστης). Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά ανάλογα με τη συγκυρία άλλοτε θα τονίζονται μαζί και άλλοτε ξεχωριστά. Η απελευθέρωση των πολιτών με την είσοδο στην εποχή της νεωτερικότητας και την ανάπτυξη του καπιταλισμού θα στερήσει από τους οικονομικά ισχυρούς Εβραίους τις δυνατότητες που τους παρείχαν τα προνόμια του «ancien regime» ως των χρηματοδοτών των βασιλικών και πριγκηπικών αυλών. Τα παν-κινήματα είναι τα κινήματα εκείνα που χαρακτηρίζονται από την ιδεολογία του «φυλετικού εθνικισμού». Ο φυλετικός εθνικισμός έτεινε να συμπεριλάβει ως εν δυνάμει μέλη του κοινωνικού αυτού κινήματος όσους και όσες διέθεταν όχι μόνο τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν μια εθνότητα, δηλαδή κοινή γλώσσα, ήθη και έθιμα, κοινό έδαφος, αλλά διεύρυνε τα πλαίσια αυτά προσθέτοντας και κυρίως, προθέτοντας και προβάλλοντας με ιδιαίτερο τόνο το στοιχείο του «αίματος». Ο γερμανικής καταγωγής υπήκοος της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας που από το 1933 ως το 1945 επρόκειτο να προβληθεί ως ο πρωταγωνιστής στους χειρότερους εφιάλτες της ανθρωπότητας θα προκαθορίσει δύο στοιχεία ως βασικά προαπαιτούμενα της φυλετικής καθαρότητας : το αίμα και το χώμα. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ο φυλετικός εθνικισμός τείνει να εξαλείψει από το λεξιλόγιό του την έννοια της ανθρωπότητας & υπάρχει η ανώτατη, μόνο, φυλή και όλοι οι «άλλοι» που υποβιβάζονται στην κατηγορία του ζώου. Το ζώο στερείται της ικανότητας του λόγου και, κατά συνέπεια, πρέπει είτε να περιορίζεται είτε να εξοντώνεται ως άχρηστο. Η Arendt προσεγγίζει τον ολοκληρωτισμό και από αυτή την οδό τη βαμμένη με το αίμα των θυμάτων του φυλετικού εθνικισμού. Ο ιμπεριαλισμός έχει μια Δυτική και μια Κεντρικο-Ευρωπαϊκή χροιά. Ο Δυτικός, και κυρίως ο Βρετανικός της εποχής του 19ου αιώνα και της εποχής του ναζισμού, ιμπεριαλισμός έχει μια αίσθηση της ανθρωπότητας : τα βρετανικά εμπορικά και πολεμικά πλοία που επιβάλλουν στην Ανατολή τη θέληση της αυτοκρατορίας δια της πολιτικής της κανονιοφόρου «δαμάζουν το νερό, τον άνεμο και τον ήλιο». Ο ιμπεριαλισμός είναι σαν τον επιβάτη του ποδηλάτου, όπως και ο καπιταλισμός : και οι δύο πρέπει να κινούνται συνεχώς για να μπορούν να στέκονται. Όπως ο καπιταλιστής έχει ανάγκη από παραγωγή νέων κερδών συνεχώς για να μπορεί να αναπαράγεται έτσι και ο ιμπεριαλιστής : πρέπει να εργάζεται για την επέκταση για την επέκταση. Ο κεντρικοευρωπαϊκός, αντίθετα, ιμπεριαλισμός είναι διαφορετικός. Η αντίληψη για το χώρο είναι διαφορετική. Τόσο η Γερμανία όσο και η Ρωσία δεν έχουν τις εκτεταμένες αποικίες της Δύσης και περιορίζονται στα Ευρωπαϊκά ηπειρωτικά πλαίσια. Το πλεόνασμα χρήματος και το πλεόνασμα πληθυσμού πρέπει να διοχετευτεί στους «ζωτικούς χώρους» που περιτριγυρίζουν τη χώρα. «Η επέκταση για την επέκταση» θα ανακαλυφθεί όταν έχει ήδη ολοκληρωθεί μέσα στο ίδιο το εσωτερικό της χώρας : η καθυστερημένη ενοποίηση της Γερμανίας. Ταυτόχρονα όμως δεν πρέπει να κατανοήσουμε το ναζιστικό κίνημα ως ένα οποιοδήποτε εθνικιστικό κίνημα. Ο ναζισμός ανακαλύπτοντας τo φυλετικό geist (πνεύμα) στο ρατσισμό των Αρίων θα προσδώσει «θετική» χροιά στο κίνημα του Χίτλερ : ʼριος σημαίνει Ευγενής στη σανσκριτική γλώσσα. Η Ινδοευρωπαϊκή ομοεθνία είναι η καταγωγή των Αρίων. Η κατάδυση του ναζισμού στα βαθιά νερά του μυστικισμού θα οδηγήσει στη χαμένη ήπειρο της κοινωνίας των καστών από τις οποίες η απόπειρα εξόδου ισοδυναμεί με θάνατο. Οι ευγενείς πρέπει να μείνουν ευγενείς και να αυτοαναπαράγονται με τον επιστημονικά πιο πρόσφορο τρόπο, οι δε παρίες να εξολοθρεύονται. Οι Γερμανοί δεν αισθάνονταν όλοι άνετα. Οι διαχωρισμοί ανάμεσα στο «εμείς» και στο «αυτοί» αρχίζουν να γίνονται μετά το 1933 και στο εσωτερικό του προνομιούχου έθνους. Η ναζιστική ιδεολογία παρά το επιφανειακό της νεωτερικό στυλ δεν παύει να είναι η κατ’ εξοχήν οπισθοδρομική και αντιδραστική ιδεολογία. H 1η Σεπτεμβρίου του 1939 θα προσδιορίσει και το σημείο από το οποίο αρχίζει η εφαρμογή του σχεδίου για την υποβάθμιση της ανθρωπότητας και ως συνόλου: η έναρξη του «ολοκληρωτικού πολέμου». Η πάλη των φυλών έχει αντικαταστήσει την πάλη των τάξεων. Στις αντίπερα όχθες των κεντροευρωπαϊκών ποταμών ο παν-σλαβισμός, αν και μη επίσημη ιδεολογία του κράτους, ως παν-κίνημα θα έχει συμβάλλει στην οικοδόμηση μιας άλλης ολοκληρωτικής δικτατορίας. Ο εθνικιστικός αναπροσανατολισμός της ΕΣΣΔ και του Κομμουνιστικού Κόμματος θα προσδώσει μια νέα φυσιογνωμία στη χώρα αυτή που δεν θα έχει καμία σχέση με τη χώρα της επανάστασης του Οκτώβρη του 1917. H 1η Σεπτεμβρίου του 1939 θα προσδιορίσει και το σημείο από το οποίο αρχίζει η εφαρμογή του σχεδίου για την τελική λύση του Χίτλερ : η καταστροφή αρχίζει. Η ελευθερία του ανθρώπου δεν λογαριάζεται ως αξία μπροστά στη φυλή. Η ελευθερία χάνει τόσο το θετικό της όσο και το αρνητικό της περιεχόμενο κάτω από τη μπότα των κατακτητών.

 

 

 

 

Η Αrendt φτάνει στο σημείο να τονίσει ότι ακόμη και ανάμεσα στις κλασικές τυραννίες και στον ολοκληρωτισμό υπάρχει μια ακόμη ουσιαστική διαφορά : η τυραννία ή η στρατιωτική δικτατορία αφήνουν – συνειδητά ή ασυνείδητα, αδιάφορο, – έστω και κάποιες ελάχιστες χαραμάδες ελευθερίας στον άνθρωπο να χαρεί την ιδιωτική του ζωή, ο ολοκληρωτισμός σκοπεύει στο κλείσιμο κι αυτής της χαραμάδας. Η αρνητική ελευθερία που ένα της βασικό στοιχείο είναι το «δικαίωμα στο όνειρο» θεωρείται ως η άκρη της κλωστής που άμα την τραβήξει κανείς θα ξεσκιστεί ολόκληρο το ψεύτικο οικοδόμημα του ολοκληρωτισμού. Γι’ αυτό και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ο άνθρωπος-μάζα οδηγείται στην τέλεια απόγνωση ώστε να μην ελπίζει έστω και σε έναν θεό, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός: ο άνθρωπος, η φύση, η κοινωνία, η ακόμη κι ο «πανταχού παρών και τα πάνθ’ ορών» που από τα γεννοφάσκια του μαθαίνει να γνωρίζει ο κάθε άνθρωπος στα πλαίσια της διαδικασίας του εκ-κοινωνισμού του. Οι έγκλειστοι των στρατοπέδων οδηγούνται στην απόρριψη κάθε έννοιας περί χρησιμότητας ακόμη και του εαυτού τους. Αισθάνονται άχρηστοι. Και ως άχρηστοι, χωρίς θεό χωρίς βουλή, οδηγούνται στα κρεματόρια ή αφήνονται στο έλεος της παγωμένης φύσης. Ο ολοκληρωτισμός έκανε τους ανθρώπους να νοιώσουν πως δεν έχουν καμία αξία. Νομιμοποίησε το έγκλημα όχι μόνο για τους καθ’ έξιν κατά σύστημα εγκληματίες αλλά το έκανε αποδεκτό και από τα ίδια τα θύματα : ο «φονιάς με το θύμα αγκαλιά» κατά την παρανόηση μιας από τις εκδοχές. Η αντίστοιχη, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό τελειοποιημένη, στρατηγική ακολουθήθηκε και από την άλλη πλευρά, τη Σταλινική. Ας θυμηθούμε τις δίκες της Μόσχας: ο αθώος ομολογούσε το έγκλημα που δεν διανοήθηκε ποτέ να διαπράξει για να σώσει όχι τον εαυτό του αλλά τη «σοσιαλιστική» πατρίδα. Δεν ήταν οι ομολογίες μονάχα προϊόντα βασανιστηρίων. Οι Ναζιστές και οι Σταλινικοί βασίστηκαν στη γνήσια ανιδιοτέλεια των στρατευμένων οπαδών τους για να δηλώσουν στον έξω κόσμο ότι τα καθεστώτα τους είναι τόσο τελειοποιημένα που ακόμη και η διαφωνία ως προς μια επιμέρους πολιτική δεν μπορεί παρά να εντάσσεται σε μια ενιαία λογική. Η διαφωνία είναι και αυτή προγραμματισμένη. Αντίθετα, πολλές φορές η συμφωνία με την ολοκληρωτική ιδεολογία είναι που βάζει σε υποψία τους ολοκληρωτικούς ηγέτες. Ενώ η σκέψη απαγορεύεται ρητώς και δια ροπάλου, εν τούτοις υπαγορεύεται στην πράξη, για να είναι σε θέση ο ολοκληρωτικός ηγέτης να χρησιμοποιεί σαν πιόνια μιας πολιτικής σκακιέρας τους υποταγμένους του. Στο όνομα της αποτελεσματικότητας της πολιτικής του ο ηγέτης κάνει ρουά ματ πριν ακόμα ξεκινήσει την παρτίδα.

 

Η εξουσία έχασε την πραγματική της έννοια, κατά την Arendt, κι έγινε ωμή βία, τρόμος, σιωπή. Όμως υπήρξαν κραυγές στη σιωπή. Αν οι ιδεολόγοι του ολοκληρωτισμού νομίζουν πως ο ολοκληρωτισμός ποτέ δεν πεθαίνει, έχουν και δίκιο και άδικο. Όταν ο Αδόλφος και η Εύα αυτοκτονούσαν σ’ εκείνο το Βερολινέζικο υπόγειο για να μην δώσουν τη χαρά στους Σοβιετικούς στρατιώτες που κατελάμβαναν την πρωτεύουσα του Γ Ράιχ να τους συλλάβουν ήξεραν πως η φυσική τους παρουσία δεν ήταν πλέον απαραίτητη. Ο Αδόλφος γνώριζε πως σε κάποια άλλη στιγμή της ιστορίας, που είναι γνωστή για τα καπρίτσια της, ίσως σε κάποιο άλλο τόπο και, βεβαίως, υπό άλλες συνθήκες, κάποιος άλλος άνθρωπος με «έμφυτη προσωπικότητα» τόσο ισχυρή ώστε να ξεχωρίζει από το ασήμαντο πλήθος των μαζανθρώπων θα προσπαθήσει να ξαναοργανώσει το πλήθος των ανωνύμων σε ένα νέο ολοκληρωτικό παν-κίνημα με στόχο την κατάργηση της ανθρωπότητας, των ίδιων των ανθρώπων με τα φυσικά τους δικαιώματα. Και ο ολοκληρωτισμός που τότε δεν δεσμευόταν από τα εθνικά όρια και επεκτεινόταν για χάρη της επέκτασης σε ολόκληρο τον πλανήτη, ίσως αύριο να προσπαθήσει να διευρύνει τα όρια της επέκτασής του και πέρα από τα όρια της τόσο υποτιμημένης στην αντίληψή του ανθρωπότητας. Οι νέοι ʼριοι ίσως να είναι γήινοι στην καταγωγή αλλά όχι στην εμβέλεια.

 

Πάντως η ιδιότητα του ανθρώπου-πολίτη όπως την όρισε ο Αριστοτέλης μπορεί να αποδείξει ενεργοποιούμενη και το άδικο των ιδεολόγων του ολοκληρωτισμού. «Οι ολοκληρωτικοί υπερηφανεύονται ότι είναι ο ισχυρός βραχίονας της ιστορικής αναγκαιότητας. Αυτοαναγνωρίζονται ως οι νέες και σφριγηλές δυνάμεις που αγωνίζονται εναντίον μιας παλιάς, παρακμάζουσας τάξης πραγμάτων. Ισχυρίζονται πως πρέπει να αποδείξουν, και δεν μπορούν να αποδείξουν. Εν τούτοις πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε στο δικό τους έδαφος, και να έχουμε τις λύσεις τις δικές μας για τα δικά τους προβλήματα. Δεν θα είναι και τόσο εύκολο καθήκον. Όμως αν πετύχουμε, τότε η ελευθερία θα αποδειχτεί πάντα νέα, και η καταστροφή που βρίσκεται στη ρίζα όλων των ολοκληρωτισμών θα στραφεί εναντίον του ίδιου του ολοκληρωτισμού» έγραφε από το Λονδίνο την 1η Δεκεμβρίου του πρώτου έτους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο F. Borkenau. Το μήνυμα του ήταν ένα και μοναδικό : Αντίσταση και επανενοποίηση της κοινωνίας με βάση τη δημοκρατία και την ελευθερία.

 

Η ψυχολογική – ιστορική προσέγγιση της Σχολής της Φρανκφούρτης

 

Η ανάλυση του ολοκληρωτισμού, ιδίως της φασιστικής εκδοχής του, από την πλειοψηφία των μελών της «Σχολής της Φρανκφούρτης», της Αμερικανικής περιόδου της, χαρακτηρίζεται από την έρευνα των κοινωνιολογικών – ψυχολογικών δομών που τον συγκροτούν. Η ανάλυση για να πραγματοποιηθεί προϋποθέτει το συνδυασμό στοιχείων τόσο από τον Μαρξισμό όσο και από τον Φροϋδισμό καθώς και στοιχείων κοινωνιολογίας και πολιτικής θεωρίας. Η συνδυαστική αυτή προσπάθεια αποδίδει έναν ιδιαίτερο ρόλο στους κοινωνικούς επιστήμονες στην αντιφασιστική πάλη. Bασικός εκπρόσωπος της προσέγγισης αυτής ο Τ.W.Adorno θεωρεί ότι η προκατειλημμένη, δηλαδή η αυταρχική προσωπικότητα αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο στον επαναστατικό μετασχηματισμό των κοινωνικών και πολιτικών δομών. Η προκατειλημμένη προσωπικότητα είναι μια υπό έλεγχο προσωπικότητα. Ο προκατειλημμένος άνθρωπος στερείται της ικανότητας να ερευνά τον ίδιο του τον εαυτό, συνεπώς είναι στη δυσάρεστη, που βέβαια δεν τη συνειδητοποιεί, θέση να μην μπορεί να «δει» τον εαυτό του και να «είναι» ο εαυτός του. Ο άνθρωπος αυτός είναι, ως εκ τούτου, δεκτικός σε κάθε είδους χειραγώγηση που τον στρέφει ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό, ενάντια στα ίδια του τα βασικά συμφέροντα. Το καθήκον των κοινωνικών επιστημόνων όπως το προσδιόρισε ο Αdorno συνίσταται στην υποβοήθηση των προκατειλημμένων προσωπικοτήτων να αποβάλουν το ημιδιαφανές πέπλο της χειραγώγησης που επιβάλλεται συνήθως εκ των άνω, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκ των κάτω. Ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι οι άνθρωποι αυτοί να καταστούν ικανοί, μέσω της αυτογνωσίας, να προσδιορίσουν τους αληθινούς τους εαυτούς για να αποκτήσουν τη δυνατότητα του να συμπεριφέρονται ρεαλιστικά σύμφωνα με τα πραγματικά δεδομένα του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η μεθοδολογική συζήτηση που διεξήχθη στα πλαίσια της ερευνητικής ομάδας που υπό την επιμέλεια των Adorno, Horkheimer και S.H.Flowermann και σε συνεργασία με την Αmerican Jewish Society μελέτησε το ζήτημα της αυταρχικής προσωπικότητας κατέληξε στην απόφαση να χρησιμοποιηθούν οι τεχνικές των ερωτηματολογίων με στόχο να αποσπασθούν πληροφορίες αναφορικά με την κοινωνική κατάσταση των ατόμων χρησιμοποιώντας ως κλίμακα μέτρησης την μέθοδο Lickert. Η καταγραφή των απόψεων και προδιαθέσεων των ατόμων βοηθά στην πληρέστερη κατανόηση συνθέτοντας μια κοινωνική ψυχολογία της προκατάληψης.

 

Η απόπειρα του έτερου μέλους της σχολής της Φρανκφούρτης, του Erich Fromm εστιάζεται περισσότερο στους ψυχολογικούς παράγοντες που επιτρέπουν την αποδοχή του φασισμού. Ακόμη πιο διεισδυτικά το ερευνητικό του βλέμμα εισχωρεί στην ψυχή, όχι μόνο του «νευρωτικού ανθρώπου» αλλά και, του «κανονικού» καθημερινού ανθρώπου που διαμορφώνεται ως «αυταρχική προσωπικότητα». Η κύρια αιτία είναι ο σαδομαζοχιστικός χαρακτήρας του κανονικού ατόμου που από τη μια αρέσκεται στην λατρεία των εξουσιαστών αρχηγών και στην υποταγή σ’ αυτούς και από την άλλη επιθυμεί να υποτάξει στις δικές του εξουσιαστικές διαθέσεις τους άλλους.

 

Η τοποθέτηση του Gerald M.Platt εντάσσεται στις ψυχολογικές αναλύσεις του φασισμού από μια άλλη, ανεξάρτητη σε σχέση με τη Σχολή της Φρανκφούρτης, πλευρά. Δεν ερμηνεύει το φασισμό ως απλώς ένα φαινόμενο που αντανακλά τις διαθέσεις της «κατώτερης μεσαίας τάξης» αλλά τον τοποθετεί στο πεδίο της «κρίσης ταυτότητας». Υπό την έννοια αυτή βρίσκεται πιο κοντά στις απόψεις της Arendt. Το μοντέλο αυτό είναι ένα πλαίσιο μέσα από το οποίο ορίζονται οι ορίζουσες του ναζισμού ως νέας ιδεολογικής δύναμης που όχι μόνο προσδίδει στους οπαδούς του μια νέα αίσθηση του νοήματος του κόσμου που τους περιβάλλει, αλλά, κι αυτό είναι το επικίνδυνο, δημιουργεί κι επιβάλλει μια αυταπάτη : την αυταπάτη του ανήκειν στο «ίδιο» κίνημα. Σε μια άλλη δηλαδή εκδοχή του «εμείς» και του «αυτοί» με καθέτως προσδιορισμένες διαχωριστικές γραμμές που οριοθετούν και δημιουργούν την αίσθηση της κοινής ταυτότητας. Τότε αυτή η ταυτότητα περιελάμβανε το φυλετικό στοιχείο ως προσδιοριστικό και πρωταρχικό. Σήμερα αυτή η ταυτότητα εστιάζεται στο πολιτισμικό στοιχείο. Η ουσία όμως της επικίνδυνης και ολοκληρωτικής ομογενοποίησης του κοινωνικού είναι ίδια και απαράλλακτη. «Η απώλεια των οικείων κοινωνικών νορμών και η τοποθέτηση κάποιου εντός αυτών είναι εν δυνάμει χαοτική. Άνθρωποι που δεν μπορούν να διατηρήσουν μια βιογραφικά κεκτημένη αίσθηση προσωπικής ταυτότητας, συνέχειας, αισθημάτων αξιοσύνης, αυτοεκτίμησης, του ανήκειν σε μια κοινότητα, και άλλων πολλών, εύκολα κυριεύονται από συναισθηματικές εμπειρίες. Όταν αυτές οι συνθήκες διαχέονται ευρέως η κοινωνία υποφέρει από κρίση κατασκευής νοήματος». Το πρόσωπο που ξεπροβάλλει μέσα από αυτή την κρίση και που μπορεί να συνθέσει σ’ ένα νέο ιδεολογικό πλαίσιο την ερμηνεία της αίσθησης της κρίσης και τον σχεδιασμό των μελλοντικών ανατάσεων, έχει τη δυνατότητα, ελλείψει σημαντικών αντιστάσεων, να ελέγξει τεράστια σύνολα ανθρώπων που αναζητούν ταυτότητα και αίσθηση του ανήκειν. Ο Ναζισμός, ο Φασισμός και ο Σταλινισμός έπαιξαν επάξια, σε βάρος όμως της έννοιας της ανθρωπότητας, αυτό το παιχνίδι. Αυτή η κρίση νοήματος συνυφαίνεται με την ανάγκη που νοιώθουν στη φάση αυτή τα άτομα να τύχουν αναγνώρισης, μιας αναγνώρισης που θα τους κάνει εύπιστους απέναντι στον ολοκληρωτικό ηγέτη γιατί αυτός θα προέρχεται απ΄αυτά, θα μιλάει όπως αυτά και θα απαιτεί προσήλωση και σεβασμό που θα καταλήξει στον ολοκληρωτικό τρόμο. «Μπορεί να αισθάνομαι ανελεύθερος με τη έννοια ότι δεν με αναγνωρίζουν ως μια αυτοκυβερνώμενη ατομική ανθρώπινη ύπαρξη& όμως το ίδιο μπορεί να νοιώθω και ως μέλος μιας μη αναγνωρισμένης ή μη ικανοποιητικά εκτιμώμενης ομάδας : τότε επιθυμώ τη χειραφέτηση ολόκληρης της τάξης μου, ή της κοινότητας ή του έθνους ή της φυλής ή της επαγγελματικής ομάδας. Τόσο πολύ μπορώ να το επιθυμώ αυτό, ώστε να μπορώ, μέσα στην οδυνηρή μου λαχτάρα για status , να προτιμήσω να με κακομεταχειρίζεται και να με κακοκυβερνά κάποιο μέλος της φυλής μου ή της κοινωνικής μου τάξης, από τον οποίο παρ’ όλ’ αυτά αναγνωρίζομαι ως άνθρωπος και ως αντίπαλος – δηλαδή ως ίσος – από το να με μεταχειρίζεται καλά και υπομονετικά κάποιος από μια ανώτερη και απόμακρη ομάδα, που δεν με αναγνωρίζει γι’ αυτό για το οποίο επιθυμώ να είναι ο εαυτός μου». Ο I.Berlin είχε δίκιο να τονίζει 30 χρόνια μετά την έναρξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου πού μπορούσε να οδηγήσει μια τέτοια αντίληψη : στην άρνηση κάθε μορφής ελευθερίας, είτε θετικής είτε αρνητικής.

 

Η απάντηση του Νίκου Πουλαντζα στη θεωρία περί ολοκληρωτισμού και η εκτίμηση του για το φασιστικό φαινόμενο

 

Ο Ν.Πουλαντζάς αρνείται το ότι η H.Arendt είχε σκοπό να ερευνήσει το φαινόμενο του ολοκληρωτισμού από μια μαρξιστική σκοπιά – πόσο μάλλον από μια γενικά αριστερή σκοπιά. Θεωρεί ότι το βιβλίο της Αrendt «ήταν μια από της βίβλους της αγγλοσαξονικής και της γερμανικής δημοκρατίας στη διάρκεια των ετών του «ψυχρού πολέμου». Η κύρια ιδεολογικοπολιτική γραμμή του βιβλίου είναι γνωστή : κομμουνισμός = φασισμός, Στάλιν = Χίτλερ, οι «μη φυσιολογικοί , κομμουνιστές – φασίστες, μοιάζουν και ζήτω η αστική δημοκρατία, εδώ είναι πραγματικά η ουσία της υπόθεσης». Η Αrendt, σύμφωνα με τον Πουλαντζά, εξαφανίζει από το λεξιλόγιό της τις κοινωνικές τάξεις και την αναμεταξύ τους πάλη και επικεντρώνει την ανάλυσή της γύρω από το δίπολο «δημοκρατία-συγκεντρωτικό κράτος». Είναι αλήθεια πως η Arendt εντάσσεται σε ένα γενικώς και αορίστως αριστερό, κατά την άποψή μου, διανοητικό πόλο που έχει κύριο άξονα της σκέψης του την αντίθεση δημοκρατίας-τυραννίας και που «νοσταλγεί» την αρχαία ελληνική «πόλη» καταδικάζοντας παράλληλα τη σύγχρονη ολοκληρωτική τυραννία και βλέποντας μορφές αναβίωσης των πολιτικών σχέσεων της αρχαίας «πόλης» στα εργατικά συμβούλια που δημιουργήθηκαν στα πλαίσια της εξέγερσης της Ουγγαρίας το 1956 ενάντια στη Σοβιετική εισβολή. Αυτό το γεγονός ο Πουλαντζάς το θεωρεί αξιοσημείωτο γιατί συμβαδίζει με την φιλελεύθερη και όχι με την συντηρητική τάση των πολιτικών θεωρητικών της ψυχροπολεμικής εποχής. Οι παρατηρήσεις για το έργο της Arendt που σημειώνει ο Πουλαντζάς είναι οι εξής : «τόσο ο φασισμός όσο και οι άλλες μορφές αστικού κράτος είναι, όλες, μορφές του κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ο ύ κ ρ ά τ ο υ ς. Πράγμα, ωστόσο που δε σημαίνει επίσης, πως δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε αυτές τις μορφές, ή πως υπάρχει μια απλή γραμμική συνέχεια μεταξύ τους. Αλλά η τοποθέτηση, ακριβώς, των σχέσεων και διαφορών και η ερμηνεία τους, είναι κάτι που δεν επιτυγχάνει η Η.Arendt. Toύτου λεχθέντος, δεν υπάρχει αμφιβολία πως όταν αφοσιώνεται σε συγκεκριμένες αναλύσεις για το φασισμό, βρίσκουμε συχνά στη H.Arendt εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες και περιγραφές, οι οποίες και ξεχωρίζουν, εξάλλου, από τους παραλογισμούς των επιγόνων της : του Kornhauser, πχ. Αλλά το ζήτημα δεν είναι εκεί».

 

 

 

 

Το ζήτημα είναι πώς ο φασισμός βρήκε μαζική λαϊκή απήχηση. Ο φασισμός είναι ένα καθεστώς ανάγκης για τη σωτηρία του καπιταλισμού που, σύμφωνα με τον Πουλαντζά, διαφέρει από τις υπόλοιπες μορφές παρομοίου καθεστώτος (βοναπαρτισμός, στρατιωτικές δικτατορίες). Η ειδοποιός διαφορά συνίσταται ακριβώς στο ότι έχει λαϊκή απήχηση. Ποια ήταν η φύση και η έκταση του φαινομένου αυτού και ποιες ήταν οι αιτίες που το προκάλεσαν είναι τα δυο βασικά ερωτήματά του. Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα σχετικά με το ποιες ήταν εκείνες οι τάξεις που στήριξαν και σε ποιο βαθμό τα φασιστικά καθεστώτα. Σε σχέση με τη θεωρία περί ολοκληρωτισμού που μιλάει για μια κοινωνία χωρίς τάξεις αποτελούμενης από άτομα-μάζες αντιπαραθέτει την ταξική ανάλυση. Συμπεραίνει ότι η εργατική τάξη ήταν εκείνη που δέχτηκε τις λιγότερες επιδράσεις από το φασισμό και που, παρά τη φαινομενική έλλειψη ευκρινούς πολιτικής αντίστασης στο καθεστώς, προέβη σε κεκαλυμμένες μορφές αντίστασης (σαμποτάζ, μαζική απουσία, δολιοφθορές, αυθόρμητες απεργίες)[1][1]. Η αγροτιά υποδιαιρείται και αυτή σε επιμέρους τάξεις με λιγότερο επιδεκτικές στην αφομοίωση του φασιστικού τρόπου σκέψης και δράσης τους αγρεργάτες και τα φτωχά αγροτικά στρώματα [2][2]. Μαζική υποστήριξη στον φασισμό παρείχαν τα παλιά και νέα μικροαστικά στρώματα των πόλεων. Επίσης στο εσωτερικό των μικροαστικών στρωμάτων υπήρξε μαζική υποστήριξη από δυο κοινωνικές κατηγορίες : τους νέους και τις γυναίκες λόγω της κυριαρχίας των θεσμικών μορφών της οικογένειας και του σχολείου καθώς και των ιδεολογικών υποσυστημάτων της εποχής εκείνης στην Ιταλία και στη Γερμανία. Ο Πουλαντζάς δεν αρκείται στην κοινωνικό-ταξική ανάλυση. Κρίνει και ιστορικά το ζήτημα περιοδολογώντας τον φασισμό σε διαδικασία εκφασισμού και σε εγκατεστημένο φασισμό. Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει έντονο το φαινόμενο της μαζικής λαϊκής υποστήριξης του φασισμού ενώ στη δεύτερη μια «εξελικτική διαδικασία απομάκρυνσης». Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν συγκυρίες κατά τις οποίες σημειώνονται ανοδικές ή καθοδικές τάσεις στη υποστήριξη των καθεστώτων. Επίσης εξετάζονται οι διάφοροι βαθμοί απήχησης του φασισμού: από την ενεργητική και χωρίς όρους προσχώρηση ως την περιστασιακή υποταγή και παθητική υποστήριξη και, τελικά, στην αναγκαστική ουδετεροποίηση λόγω της έντασης της καταπιεστικής πολιτικής. Οι καταστάσεις αυτές είχαν την αντανάκλασή τους στο εσωτερικό των ηγετικών φασιστικών κύκλων προκαλώντας αντιθέσεις που, με τη βοήθεια λαθεμένων πολιτικο-στρατιωτικών αποφάσεων, οδήγησαν στην επίσπευση της κατάρρευσης.

 

Οι αιτίες του φαινομένου προσδιορίζονται από τέσσερις συντεταγμένες. Πρώτον, από την οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου του εγκατεστημένου φασισμού και συνίστατο στην σχετική και όχι απόλυτη εκμετάλλευση για ορισμένες μερίδες των εργατικών-αγροτικών τάξεων και στην πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» που αποδιοργάνωνε την ενιαία έκφραση των λαϊκών τάξεων χρησιμοποιώντας τη μία ενάντια στην άλλη (πχ άνεργοι εναντίον ήδη εργαζομένων) και βοηθούσης της νέας ανάπτυξης της οικονομίας απορρόφησε ένα μεγάλο κομμάτι της ανεργίας. Η οικονομική αυτή ανάπτυξη είχε δύο αιτίες : τη μετάβαση από τον ανταγωνιστικό και φιλελεύθερο καπιταλισμό στο μονοπωλιακό καπιταλισμό και την ενίσχυση των πολεμικών προετοιμασιών που ευνοούσαν τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και την αύξηση της απασχόλησης. Δεύτερη αιτία υπήρξε η επιτυχής εκμετάλλευση του «εθνικού ζητήματος» που ετίθετο διαφορετικά απ’ ότι στις συγκροτημένες ήδη από αιώνες σε έθνη-κράτη δυτικές εθνικές κοινωνίες. Η Ιταλία και η Γερμανία είχαν καθυστερήσει όχι μόνο στην εκβιομηχάνισή τους αλλά και στην εθνική τους ολοκλήρωση. Οι Χίτλερ και Μουσολίνι άδραξαν την ευκαιρία και έπαιξαν καλά το εθνικιστικό χαρτί με το οποίο κέρδισαν τις λαϊκές τάξεις της υπαίθρου και τις μικροαστικές της πόλης. Η παρουσίαση του ζητήματος της συμφωνίας των Βερσαλλιών με τέτοιο τρόπο ώστε να εμφανιστούν οι δύο χώρες ως «προλεταριακά έθνη» που μάχονται την ιμπεριαλιστική τάση της Αγγλίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ ήταν τέτοια που ενέταξε στις τάξεις του φασισμού μερίδες της αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς..Τρίτη αιτία ήταν ότι «μπόρεσε να ξαναπάρει στον ιδεολογικό του λόγο, διαστρέφοντάς τις, μια σειρά από βαθιές λαϊκές επιθυμίες, συχνά ειδικές σε κάθε μια από τις αναφερόμενες τάξεις, τμήματα τάξεων και κοινωνικές κατηγορίες». Η μελέτη του Πουλαντζά εντοπίζει τις συνθήκες έντονης ταξικής πάλης και στο εσωτερικό των φασιστικών μηχανισμών ως εκφράσεις της διαφοροποίησης της φασιστικής ιδεολογίας. Κατά κάποιο τρόπο συμφωνεί σε ορισμένα σημεία με τις αντίστοιχες της Αrendt όσον αφορά τις διαμάχες ανάμεσα στις διάφορες φασιστικές οργανώσεις και στις σχέσεις τους με τον κρατικό μηχανισμό, με τη μόνη διαφορά ότι εκεί που ο Πουλαντζάς βλέπει ταξική πάλη η Arendt βλέπει απλώς την κατάρρευση της έννοιας της εξουσίας και την αντικατάστασή της από το αντίθετό της, δηλαδή τη βία. Ο Πουλαντζάς αντίθετα τονίζει το διφορούμενο της λαϊκής απήχησης που εκφράζει το δίπολο υποταγή-αντίσταση. Τέλος, η τέταρτη αιτία που εξηγεί τη λαϊκή απήχηση του φασισμού είναι η πολιτική της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς και των κομμάτων της στην Ιταλία και στη Γερμανία που δεν κατάλαβαν τίποτα από το φασιστικό φαινόμενο αφήνοντας στην τύχη του το εργατικό-λαϊκό κίνημα μη διεξάγοντας αποτελεσματική ιδεολογικο-πολιτική μάχη ενάντια στο φασισμό.

 

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΄36

Το ιστορικό πλαίσιο

Από τις αρχές του 1936, μετά τις εκλογές όπου ισοψήφισαν Λαϊκοί και Βενιζελικοί, ξέσπασε ένα σωρευτικό κύμα απεργιών σε όλη τη χώρα. Στα τέλη του Απριλίου στη Θεσσαλονίκη έγινε το πρώτο Πανκαπνεργατικό Συνέδριο, στο οποίο ενώθηκαν οι δύο ομοσπονδίες που υπήρχαν ως τότε και αποφάσισαν πανελλαδική απεργία. Τα αιτήματα ήταν η αύξηση των ημερομισθίων, η εφαρμογή του νόμου, ώστε να απασχολούνται50% άντρες και 50% γυναίκες, η βελτίωση των παροχών του Ταμείου Ασφαλίσεως και ο έλεγχος των εργατών στο Ταμείο.

Στη Θεσσαλονίκη η πρώτη βδομάδα πέρασε μέσα σε ατμόσφαιρα έντασης, καθώς μέρα με τη μέρα συνεχώς και καινούργιοι κλάδοι συμμετείχαν στην απεργία είτε με δικά τους αιτήματα είτε για συμπαράσταση και ενώ οι αρχές δήλωναν ότι θα επιβάλουν την τάξη με κάθε θυσία. Επιθέσεις από τη χωροφυλακή γίνονταν καθημερινά στις συγκεντρώσεις των απεργών. Στις 7 Μαΐου του 1936 πέρασε από την πόλη ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος συμμετείχε σε σύσκεψη στο Διοικητήριο. Τα αποτελέσματα έγιναν αισθητά αμέσως την επόμενη μέρα στις 8 Μαΐου, όταν επί ώρες η πόλη έγινε πεδίο μάχης με 70 τραυματίες.

Στις 9 Μαΐου τα γεγονότα κορυφώθηκαν, η Θεσσαλονίκη από το πρωί είχε την όψη πολιορκημένης πόλης, η χωροφυλακή και ο στρατός περιπολούσαν στους δρόμους, στις πλατείες και στα κεντρικά σημεία είχαν στηθεί πολυβόλα, είχαν σταματήσει τα πάντα, καθώς είχαν κλείσει τα μαγαζιά, είχαν κατέβει σε απεργία όλοι οι κλάδοι των εργαζομένων, είχαν σταματήσει οι συγκοινωνίες, ακόμη και οι φούρνοι είχαν διακόψει τη λειτουργία τους. Στο μεταξύ, το Γ’ Σώμα Στρατού εξέδωσε διαταγή, με την οποία καλούσε σε επιστράτευση τους εργάτες με απειλή στρατοδικείου.

Στις 10:30 σημειώθηκαν τα πρώτα επεισόδια στην Εγνατία, όπου είχε συγκεντρωθεί το μεγαλύτερο μέρος των απεργών. Ο πρώτος νεκρός είναι ο οδηγός Τάσος Τούσης. Με τον νεκρό στα χέρια πάνω σε μια πόρτα σχηματίζεται διαδήλωση, η οποία καθώς πορεύεται στους δρόμους της πόλης διαρκώς μεγαλώνει από νέες ομάδες διαδηλωτών που καταφθάνουν από όλες τις συνοικίες της, η χωροφυλακή χτυπάει και ο αριθμός των νεκρών αυξάνεται.

Ο θρήνος της μητέρας του Τούση πάνω στο πτώμα του γιου της, που καταγράφηκε φωτογραφικά, ενέπνευσε τον Γιάννη Ρίτσο στον «Επιτάφιο». Η κηδεία των θυμάτων είναι πραγματικός λαϊκός ξεσηκωμός.

 

 

Η ταινία

Oι «μέρες του ’36» είναι αυτές που προετοίμασαν την εγκατάσταση της φιλοφασιστικής δικτατορίας του στρατηγού Μεταξά. Σε μια πλατεία γεμάτη κόσμο και κάτω από έναν δυνατό ήλιο, δολοφονείται ένας συνδικαλιστής. Oι υποψίες στρέφονται στον Σοφιανό, έναν πρώην συνεργάτη της αστυνομίας που έχει πέσει σε δυσμένεια. O Σοφιανός αγωνίζεται μάταια ν' αποδείξει την αθωότητά του. Απελπισμένος, κρατάει όμηρο στο κελί του ένα φίλο βουλευτή που τον επισκέπτεται στη φυλακή, κι απειλεί να τον σκοτώσει αν δεν τον ελευθερώσουν.

Είμαστε στις παραμονές των εκλογών του 1936, και η κυβέρνηση Μεταξά, που μόλις στέκεται όρθια χάρη σ' έναν δύσκολο συμβιβασμό ανάμεσα στις δυνάμεις της Δεξιάς και του Κέντρου, βρίσκεται σε μια πολύ λεπτή θέση: αν αντισταθεί στον εκβιασμό του Σοφιανού, προκαλώντας το θάνατο του βουλευτή, θα χάσει τη στήριξη της Δεξιάς· κι αν, αντίθετα, υποκύψει στον εκβιασμό κι αφήσει ελεύθερο τον κρατούμενο, θα χάσει τη στήριξη του Κέντρου. Το ποια «τάξη» αποκαταστάθηκε τελικά, το φανερώνει ξεκάθαρα η σκηνή της εκτέλεσης των διαδηλωτών που κλείνει την ταινία.

Ο σκηνοθέτης βασίστηκε στην περίπτωση της ομηρίας  του βουλευτή  Λάμπρου Ευταξία που  έγινε  στις 17-18 1936. Βλ. Γιάννης Ραγκος «Η ομηρία του βουλευτή Λάμπρου Ευταξία», Ιστορία Εικονογραφημένη, Τεύχη 624 και 625, Ιούνιος και Ιουλίος

 

Θεσσαλονίκη, Μέρες του 36... 80 χρόνια μετά  

Ελένη Καρασαββίδου

https://tvxs.gr/news/san-simera/thessaloniki-meres-toy-36-80-xronia-meta

Αν κάποιος δει τις Μέρες του 36 του Αγγελόπουλου, εντυπωσιάζεται από τους περίτεχνους συμβολισμούς του ευρυγώνιου φακού του. Το παλίμψηστον μιας δαιδαλώδους, δύσκολης, διπλής (τι καλά να ήταν απλή η εξουσία κι ο άνθρωπος...), σκάλας που η κάμερα παίρνει από ψηλά, σαν ένα πανοπτικόν μιας φυλακής από την οποία δεν μπορείς εύκολα να ξεφύγεις...

 

Φαντάζει σχεδόν “λογικό”, κι επανέρχεται με νέα ορμή σήμερα, αφού όλη η προσπάθεια να καθιερωθεί μια ιστορία δίχως μνήμη, και μια σκέψη που θα εδράζεται στην ασθματική ταχύτητα των μονόδρομων και όχι στην ανάλυση ή στην απαίτηση των εναλλακτικών δρόμων, ίσως να γίνεται για να καθησυχαστεί τελετουργικά ο φόβος του φυγάδα. Αυτού δηλαδή που πρέπει να μάθει να εκτιμά την ασφάλεια του όλο και πιο στενάχωρου κλουβιού του. Του ίδιου πάνω κάτω φυγάδα (κι ας τον ονομάζει διαφορετικά η κάθε εποχή) που κάποτε έκανε την ιστορία να κρατά την ανάσα της, όταν αψηφούσε την δύσκολη σκάλα κι έφευγε πηδώντας απ' την κουπαστή μπροστά, από πανικό για ό,τι ζούσε, ή από επιλογή για ό,τι προσδοκούσε.

 

 

Στην Θεσσαλονίκη του 1936 αυτοί που αποπειράθηκαν να αποδράσουν από τα όρια ενός εκμαυλισμένου κόσμου, από ανάγκη ή από επιλογή, ήταν οι καπνεργάτες κι οι σύμμαχοι τους. Ήδη, ως ταραγμένα απόνερα του μεγάλου, παγκόσμιου κραχ του 1929, αλλά κι ως άμεση τριβή με τα τεράστια τοπικά κύματα της μικρασιατικής καταστροφής που έριξε μεμιάς, λόγω του προσφυγικού κύματος, στο μισό τα μεροκάματα της εποχής (από 140 δρχ μ.ο. σε 75), όλη σχεδόν την άνοιξη του 1936 σαρώνει την Ελλάδα ένα μεγαλειώδες απεργιακό κύμα με κέντρο τη Θεσσαλονίκη. Κύμα που θα αποκρυσταλωθεί στο πρώτο καπνεργατικό συνέδριο το οποίο πραγματοποιείται στην ανυπάκουη πόλη του Βορράτον Απρίλη της ίδιας χρονιάς.

 

 

Η απόφαση του Συνεδρίου να διεκδικηθούν, ως σκαπανέας για ένα ευρύτερο κίνημα, οι βασικοί όροι κάθε εργατικού αγώνα της εποχής (καλύτερα μεροκάματα, ανθρώπινα ωράρια κι ασφάλιση) με μαζική απεργία και διεκδίκηση στον “δρόμο”, αποτελεί την (πρώτη, ουσιαστικά οργανωμένη) απόπειρα του ελληνικού, και πολυπολιτισμικού ταυτόχρονα στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, εργατικού κινήματος να αντιπαρατεθεί κατά πρόσωπο με τον σχεδιασμό ενός κράτους που αντιμετώπιζε με ανταγωνιστικό δόλο τους εκτός νυμφώνος πολίτες του κι έτσι έμαθαν γενικότερα κι οι ίδιοι ως σήμερα να το αντιμετωπίζουν. Με τον σχεδιασμό δηλαδή να πέσει στους ήδη εξαντλημένους ώμους τους η αποτυχία του μεγάλου οράματος της εποχής. Όραμα που συνέδεε τότε την χώρα με την Ανατολή, ονομάζοντας την ως “μεγάλη Ελλάδα των 2 ηπείρων και των 5 θαλασσών”.

 

Οι μαζικές πορείες και διαδηλώσεις που ξεσπούν στην πόλη σαν τα λυσασμένα κύματα μιας ανέκφραστης μέχρι τότε απελπισίας, θα συνασπίσουν ως αντίπαλο δέος, (κι ως μαχητική ασπίδα μιας, κεντρικά επιλεγμένης και τοπικά διεκπεραιωμένης, ακατέργαστης βαρβαρότητας), τους έφιππους της αστυνομίας με τα αφιονισμένα μουσκέτα της 3 Ε, που θα ρίξουν, πέρα από τις γνωστές μαχαιριές και τους τραμπουκισμούς χρόνων στους “άλλους” της πόλης, για πρώτη φορά ως οργανωμένο ουσιαστικά σώμα σφαίρες ενάντια σε απελπισμένακορμιά εργατών στης 6 του Μάη στην πλατεία Βλάλη.

 

Το επόμενο διήμερο, όπως ο Γιώργος Αναστασιάδης στο “Παλίμψηστο του Αίματος” σημειώνει, οι συγκρούσεις γενικεύονται και η απεργία απλώνεται σε ακόμη περισσότερους κλάδους. Η 9η Μαίου βρίσκει την Θεσσαλονίκη σε αμήχανο και τρομώδη αναβρασμό, αφού υπάρχουν ήδη πολλοί τραυματίες. Διάσπαρτες πορείες ανθρώπων από όλες τις γειτονιές, θα βρεθούν, σαν μικρές αρτηρίες που δίνουν αίμα κρατώντας έναν αγώνα ζωντανό, στην κεντρική αρτηρία, στην κεντρική λεωφόρο της πόλης.

 

 

 

Θεσσαλονίκη, 10:30 το πρωί, 9 Μαίου του 1936, διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας. Ο 26χρονος αυτοκινητιστής Τάσσος Τούσης, ο πρώτος νεκρός, συναντιέται με την μοίρα του. Και λίγο αργότερα, σαν αδιαπέραστη στο αίνιγμα της μοίρα, η μάνα του θα συναντήσει το άψυχο κορμί του. Ένας ανώνυμος φωτογράφος της εποχής τους κάνει ιστορία, η ίδια παλιά και σπαρακτική ιστορία όπου γης, μοναδική ταυτόχρονα σε κάθε εποχή και κάθε μέρος. Ο Ρίτσος τους κάνει ποίηση, (κι ο Μίκυς μουσική) σκύβοντας στα νάματα της πολιτιστικής παράδοσης αυτής της γης, βουτώντας την πένα του στο αίμα του δεκαπεντασύλλαβου. Ο ίδιος Ρίτσος που μιλούσε για “μυστικές αρτηρίες, για σιωπηλά εφόδια, για κείνο το ανάλαφρο βάρος στις πλάτες”, μιλώντας στην “Προσέγγιση” (στον καταληκτικό σκοπό) για την αμνησίκακη θάλασσα της Μακρονήσου.

 

Η θάλασσα ναι, μπορεί να είναι αμνησίκακη. Η ιστορία όμως, ακόμη όχι. Όταν είναι ιστορία ανθρώπων. Κι ας έχει βάρος στις πλάτες. Ακριβώς επειδή έχει βάρος στις πλάτες. Υπάρχουν άραγε μυστικές αρτηρίες που μπορούν να αιμοδοτήσουν το εξαντλημένο σώμα μιας ανθρωπότητας που καταρρέει; Έχει νόημα η ιστορική μνήμη, κάποιες αποθησαυρισμένες ημερομηνίες, όταν κάθε επίσημη ιστορία, όλων των χρωμάτων, αποπειράται να κατευνάσει το τρέξιμο;

 

(Θεσσαλονίκη), Μέρες του 1936: Ο Αγγελόπουλος, σε μια ταινία ιστορική μελέτη για τους αγώνες που οδήγησαν στην δικτατορία του Μεταξά, στην πραγματικότητα μια ταινία για την σκοτεινή μα κι ελπιδοφόρα φύση του ανθρώπου και την απέλπιδα, δαιδαλώδη φύση των θεσμών του, τοποθετεί μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα τα σκαμένα (ισόποσα από την ελπίδα, την απελπισία, και τον ήλιο) πρόσωπα των από τα όρια κι όχι από την πραγματικότητα 'φυγάδων' της εποχής. Ανώνυμοι συνομιλητές και συνομιλήτριες της προσωπικής τους αξιοπρέπειας, μα και της απόλυτα ατομικής κι όμως συλλογικής ανάγκης, που προσπάθησαν να αντιπαρατεθούν στον καιρό τους στα γνωστά εργαλεία του ρετουσαρισμένου μας θανάτου στην πραγματικότητα. Στις χειραγωγήσεις μιας (όχι τοποθετημένης στον ρεαλισμό μα στην ατίμωση) προσαρμογής που για να αποδεχθεί την φρίκη του κόσμου διαχωρίζει την ελπίδα από την πραγματικότητα. Παρουσιάζοντας την πρώτη ως την μεγάλη ακύρωση, κι όχι ως την υπαρκτή ανάσα, της δεύτερης.

 

Κανείς και καμιά τους δεν δέχθηκε, στην ταινία, να βάλει κορδέλα στα μάτια σ'ένα χωράφι με στάχυα, ενδεικτικό μιας πανάρχαιαης σποράς. Ίσως γιατί, παρά την πίκρα και τον φόβο, είχαν ήδη αποδεχθεί το τίμημα της απόδρασης, είχαν ήδη καταφέρει και κοιτούσαν λίγο πιο πέρα κάνοντας την ιστορία να κρατά την ανάσα της, μέχρι το επόμενο μεγάλο μέσα στον σπαραγμό του ώσπου να γίνει κάποτε επιτέλους αχρείαστο, ραντεβού... Θεσσαλονίκη, Μέρες του 36... 80 χρόνια μετά.

 

 

 

Μέρες του ’36 του Θόδωρου Αγγελόπουλου: Η ιστορία ως Κινηματογραφική Φόρμα

του Θανάση Βασιλείου*

https://barikat.gr/content/meres-toy-36-toy-thodoroy-aggelopoyloy-i-istoria-os-kinimatografiki-forma

Η αναμέτρηση της κινηματογραφικής διαδικασίας με την απόδοση τραυματικών ιστορικών στιγμών που έπληξαν τη συλλογική μνήμη ενός λαού, συνιστά ένα από τα πιο «ενδιαφέροντα» εγχειρήματα της 7ης τέχνης, γιατί ουσιαστικά τίθεται σε αμφισβήτηση η μεγάλη δύναμη του κινηματογράφου, που δεν είναι άλλη από την οπτικοακουστική καταγραφή της πραγματικότητας. Ταινίες όπως η Νύχτα και Ομίχλη (1955) του Alain Resnais, ή Shoah (1985) του Claude Lantzmann, σφράγισαν την ιστορία του κινηματογράφου αποτελώντας αποφασιστικές αισθητικές προτάσεις, γιατί αποκάλυψαν την εκπληκτική δύναμη που έχει το σινεμά όταν καταφέρνει να αγγίξει αυτό που θα ονομάζαμε «τα όρια του οπτικού». Πώς, δηλαδή, οι σκηνοθέτες αυτοί, αμφισβητώντας τη βαθιά ριζωμένη πίστη του θεατή που ορίζει το οπτικό ως ρεαλιστικό εγγυητή του αφηγούμενου γεγονότος, πρότειναν μια γραφή η οποία κατάφερε, μέσα από την αμφιβολία που επέδειξε έναντι της εικόνας ως «απόδειξη», να επικοινωνήσει μια πραγματικότητα που ξεπερνούσε τον ίδιο της τον εαυτό.

 

Η μη-αναστρέψιμη ρήξη μεταξύ του οπτικού και του πραγματικού των παραπάνω ταινιών, αλλά και άλλων[1], επήλθε ως αποτέλεσμα της απροκάλυπτης περιφρόνησης που επέδειξαν αναφορικά με τη συνήθη χρήση του αρχείου ως αποδεικτικό στοιχείο, ή με την αναπαράσταση ως ηθικά επιτρεπτή πρόταση. Κλίνοντας προς μια γραφή αλληγορική, θραυσματική, μέσω της οποίας η ιστορική γραφή θα ενσωμάτωνε το «παρόν» και δε θα περιορίζονταν στην ανασκαφή του παρελθοντικού «ήταν» ή «έγινε» του γεγονότος (μέσα σε μία μπενγιαμινική λογική), οι ταινίες αυτές αποτέλεσαν φιλμικά παραδείγματα που έστρεψαν την πλάτη τους έναντι της κατασκευής ενός ημερολογιακού χρονικού ή, αλλιώς, μιας κινηματογραφικής αναδρομής, οι οποίες θα καθορίζονταν από ένα στοίβαγμα περιγραφών και ημερομηνιών. Υιοθέτησαν έτσι μια τολμηρή κινηματογραφική (σ)τάση, που θα ορίζονταν έκτοτε, από μια «ηθική του βλέμματος» (Rollet, 2011 - Delfour, 2000 – Rivette, 1961), θα καθιστούσε τις ταινίες αυτές, ως ταινίες «μέσα» στην Ιστορία, και όχι ως ιστορικά φιλμ – ντοκιμαντέρ (Lindeperg, 2007).

 

Στην ουσία, μέσω αυτής της ρήξης του οπτικού με το πραγματικό, ή, με άλλα λόγια, του οπτικού με την δυνατότητα απόδειξης, η ποιητική των ταινιών αυτών ανέδειξε το κινηματογραφικό μέσο ως ένα συγκλονιστικό εργαλείο ιστορικής μαρτυρίας.

 

Για πρώτη φορά έτσι στην ιστορία του Κινηματογράφου, προβάλλεται το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της γνώσης και της εμπειρίας ως απαραίτητη συνθήκη μαρτυρίας ενός τραυματικού ιστορικού γεγονότος, δηλώνοντας πλέον ότι «δείχνω», δε σημαίνει απαραίτητα «αποδεικνύω», κι ότι «μαρτυρώ» σημαίνει, πάνω απ’όλα, «αδυνατώ». Το λαμβάνειν χώρα της μαρτυρίας δεν εξαντλείται έτσι σε μία «αρχειοποίηση αίσθησης», αλλά στην παραδοχή της αδυναμίας του «μαρτυρείν» η οποία χαράζει το σύνορο μεταξύ του «απόλυτου μάρτυρα» όπως τον ονομάζει ο Primo Levi (Levi, 2009) και αργότερα αναλύει ο Giorgio Agamben (Agamben, 2003), αυτού δηλαδή που δεν κατάφερε να μιλήσει, και του «ψεύτικου» μάρτυρα, ο οποίος καλείται να περιγράψει «στη θέση ενός άλλου» την αδυναμία της μαρτυρίας. Το σινεμά έτσι, καταφέρνοντας να μεταφράσει τη δομή της μαρτυρίας –δηλαδή τη δομή μιας, τελικά, αδυναμίας- και όχι τη μαρτυρία την ίδια, οδηγείται στο να αποτελέσει ένα σημαντικό παράδειγμα «τέχνης-μαρτυρίας».

 

Θυμίζω εδώ την έξοχη φράση του Marc Nichanian ο οποίος λέει ότι «η ιστοριογραφική απόφαση, στηρίζεται πάνω στην αναποφασιστικότητα της Ιστορίας» (Nichanian, 2006: 83). Κι επειδή η Ιστορία πάντα έδειχνε να διστάζει σε περιόδους καταπίεσης, δικτατοριών και κυρίως, γενοκτονιών, μιας και σε κάθε τέτοια συγκυρία όπως οι γενοκτονίες, ο Marc Nichanian συνεχίζει λέγοντας ότι η «άρνηση της γενοκτονίας, εντάσσεται στους κόλπους της σύλληψης της ίδιας της γενοκτονίας», η δομή των ταινιών αυτών αντικατοπτρίζει τη δομή της μαρτυρίας που επέζησε ως ίχνος, έπειτα από ένα ιστορικό τραυματικό γεγονός. Μια δομή που δε θα μπορούσε παρά να διέπεται από μια αρχή «δισταγμού» αλλά και μιας «επείγουσας ανάγκης» (Benjamin, Levi).

 

Τα δύο αυτά τελευταία, η «αρχή του δισταγμού» αλλά και το αίσθημα της «επείγουσας ανάγκης», καθόρισαν αδιαμφισβήτητα το πρώτο και πιο σημαντικό μέρος του έργου του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Στις έξι πρώτες ταινίες του, μέσα από μία αξιοζήλευτη υφολογική διαδρομή, ο έλληνας σκηνοθέτης καταφέρνει να προσφέρει έξι διαφορετικά πρόσωπα της Ελλάδος και της ιστορίας της, αφιερωμένα στους ηττημένους αυτής της πορείας. Από τον άλλο Αγαμέμνονα στην Αναπαράσταση (1970), μέχρι τον Σπύρο στο Ταξίδι στα Κύθηρα (1983), κι από τα μπουλούκια του Θιάσου (1975) στους πανικόβλητους αστούς των Κυνηγών (1977), περνώντας από τη θαυμάσια αλληγορία του Μεγαλέξαντρου (1980), το πρώτο αυτό μέρος του έργου του Αγγελόπουλου σκιαγράφησε τα βαθιά απωθημένα της Ελλάδας του 20ου αιώνα μέσα από μία αξιοθαύμαστη κινηματογραφική οξύνοια, αποφεύγοντας τις αναπαραστάσεις και αγνοώντας τις όποιες ιστορικές αποκαλύψεις. Οι Μέρες του ’36, είναι η ταινία με την οποία ο Έλληνας σκηνοθέτης εκκινεί την πιο γνωστή του τριλογία, που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ιστορική, αλλά τελικά ονομάζεται πολιτική, γιατί για τον Αγγελόπουλο, τουλάχιστον σε αυτό το πρώτο μέρος του έργου του, η Ιστορία δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική.

 

Σε ό,τι αφορά λοιπόν στα κείμενα που «διστάζουν», είναι, νομίζω, αρκετά διαδεδομένη η τάση του Αγγελόπουλου να αντιπαραβάλλει, όχι μόνον την Ιστορία με την Πολιτική –όπως μόλις σημειώσαμε-, αλλά επίσης το Μύθο με την πραγματικότητα, την εξορία με την πατρίδα, τη μνήμη με τη λήθη. Γι’αυτό το λόγο, μέσα από αυτή την εμμονικά διπολική δομή των σεναρίων του, καμία θεματική δε μπορεί να παρουσιαστεί τελικά ακέραια και αναγκαστικά το αποτέλεσμα, προϊόν αλλεπάλληλων εγκιβωτισμών, αγγίζει περισσότερο την αφαίρεση παρά τη μίμηση, διστάζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε, μεταξύ της αναπαραγωγής και της αλλοίωσης.

 

Σε ό,τι έχει να κάνει τώρα με την κατασκευή των ταινιών του σε κατάσταση «επείγουσας ανάγκης», ενδιαφέρον παρουσιάζει να εξετάσουμε εν τάχει το πρώτο σημαντικό μέρος του έργου του. Έτσι λοιπόν, οι συνθήκες γυρίσματος της εκάστοτε ταινίας παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, γιατί ακριβώς ο συσχετισμός τους με την αφηγούμενη ιστορία δεν είναι καθόλου αδιάφορος: η Αναπαράσταση γυρίζεται την εποχή που η ελληνική επαρχία εγκαταλείπεται, οι Μέρες του ’36 και ο Θίασος γυρίζονται επί χούντας των συνταγματαρχών, Οι Κυνηγοί γυρίζονται κατά τη διάρκεια της μουδιασμένης περιόδου της μεταπολίτευσης, ο Μεγαλέξαντρος σε μια περίοδο που η αναγνώριση της σοσιαλιστικής ουτοπίας δεν επιδέχεται πλέον αμφισβήτηση, και, τέλος, το Ταξίδι στα Κύθηρα γυρίζεται σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από την επιστροφή των πολιτικών εξόριστων. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό, ότι οι ταινίες αυτές, καθοριστικά επηρεασμένες από τις έντονες ιστορικές συγκυρίες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκαν (1970-1983), μετατρέπουν το εκάστοτε παρόν σε αναπόσπαστο «ιστοριογραφικό υλικό», δίχως την «επείγουσα ανάγκη» του οποίου, η Ιστορία, επειδή δε θα «δίσταζε», δε θα μπορούσε ίσως να γραφτεί με αυτόν τον ξεχωριστό κινηματογραφικό τρόπο.

 

Κι εδώ θα ήθελα να ανοίξω μια μικρή παρένθεση, σχολιάζοντας μια φράση του Walter Benjamin η οποία λέει ότι «η ιστορία είναι το σοκ μεταξύ της παράδοσης και της πολιτικής οργάνωσης» (Proust, 1994: 47), Δεν μπορεί έτσι να υπάρξει ιστορία παρά μόνο πολιτική, παρά μόνο κατασκευασμένη από μία παρούσα πολιτική δράση. Την ίδια στιγμή ωστόσο, και αντιστρόφως, μία παρούσα πολιτική κατάσταση δεν μπορεί να κάνει ιστορία, παρά μόνον αν καταφέρει να ενεργοποιήσει ένα κάποιο παρελθόν, παρά μόνον δηλαδή αν επιτρέψει «να υπάρξει ένας ιστορικός χρόνος» (χρόνος διαλεκτικός: το παρελθοντικό παρόν δεν (ξανα)ζεί παρά μόνον όταν υπάρξει μία «παρούσα» παρέμβαση η οποία αναγνωρίζεται σε αυτό).

 

Εξού και η μπενγιαμινική θέση σύμφωνα με την οποία το παρελθόν είναι μπροστά μας και το μέλλον πίσω μας και προχωράμε οπισθοδρομώντας υπό την πίεση της προόδου. Αυτή η διαλεκτική κατασκευή, τόσο αγαπημένη στον Benjamin, βρίσκει μία αξιοσημείωτη κινηματογραφική απόληξη στο έργο του Αγγελόπουλου, καθώς, στις ταινίες του είναι σα να επιχειρείται αυτή η αναβίωση του παρελθόντος μέσα απ’το βλέμμα του παρόντος. Η χαοτική δομή του Θιάσου, τα εγκιβωτισμένα φλας-μπακ των Κυνηγών, το κλείσιμο του Μεγαλέξαντρου στην Αθήνα του ’80, η φαντασιακή ενσωμάτωση της ταινίας μέσα στην ταινία στο Ταξίδι στα Κύθηρα, ενώνουν και απομακρύνουν με όλους τους δυνατούς τρόπους διάφορες ημερομηνίες καθορίζοντας έτσι τη φυσιογνωμία τους όχι τόσο απ’το περιεχόμενο των γεγονότων που αφηγούνται, αλλά από τους εφιαλτικούς συσχετισμούς και τις αλληλεπιδράσεις τις οποίες δημιουργούν.

 

Ωστόσο, οι Μέρες του ’36, παρότι εντάσσονται σε ένα πλαίσιο εξέλιξης (τριλογία), αποτελούν ένα μοναχικό παράδειγμα στη φιλμογραφία του Αγγελόπουλου αφού μια σειρά αδιαμφισβήτητων διαφορών καθιστά την ταινία αυτή ως την πιο ξεχωριστή του έλληνα σκηνοθέτη, τόσο σε αισθητικο-κινηματογραφικό επίπεδο, αλλά και όσο, κυρίως, ιστοριογραφικό.

 

Η ταινία αυτή λοιπόν, θα δείξει για πρώτη και τελευταία φορά μια Ελλάδα πνιγμένη κυριολεκτικά στο ελληνικό φως, θυμίζοντας τους πίνακες του Τσαρούχη με την εντονότατη χρήση του αγαπημένου του συνδυασμού, αυτόν του γαλάζιου-ώχρας. Ποτέ ξανά, ούτε ο ήλιος, ούτε τα ζωντανά χρώματα που θυμίζουν ακουαρέλα, δε θα έχουν τόσο σημαντική παρουσία σε άλλη του ταινία.

 

Ποτέ ξανά δε θα υπάρξει αυτός ο τόσο τολμηρός αφηγηματικός συνδυασμός, το γεγονός δηλαδή ότι συνδυάζεται η ομαλότητα της γραμμικής αφήγησης με την παράλυση που επιτυγχάνει στο κείμενο η απουσία του ήρωα.

 

Ποτέ ξανά η κάμερα δε θα έχει τόσο «αδιάφορο» ρόλο, όσον αφορά στις κινήσεις της στο χώρο: υπάρχουν αρκετά τράβελινγκ, καθώς και κάποια πανοραμίκ 360 μοιρών, ωστόσο η κάμερα μένει συνήθως πεισματικά ακίνητη, αποφεύγοντας τις περίπλοκες κινήσεις, σήμα κατατεθέν του υπόλοιπου έργου του Αγγελόπουλου.

 

Τέλος, ποτέ ξανά, ο ρόλος της μνήμης ως αφηγηματικό υλικό, δε θα απουσιάσει τόσο εμφαντικά από κάποιο σενάριό του.

 

Βασικά, έχουμε να κάνουμε με ένα απογυμνωμένο, κυνικό φιλμ, κατά τη διάρκεια του οποίου η αίσθηση αδράνειας νικά ακόμη και τις ελάχιστες σκηνές έντασης, στραγγίζοντας και τα τελευταία απομεινάρια αφηγηματικού ενδιαφέροντος το οποίο θα προέκυπτε από τις σχέσεις αιτίας-αιτιατού. Τα μεγάλα, στιβαρά μπλοκ αφήγησης, αδιαφορούν για οτιδήποτε ψυχολογικό ή δραματικό των χαρακτήρων, εστιάζοντας στην κλινική περιγραφή ενός γεγονότος που εκτυλίσσεται λίγο πριν τη δικτατορία του Μεταξά.

 

Θα σπαταλήσω τον ελάχιστο χρόνο που χρειάζεται για να σας περιγράψω την ιστορία: έχει σημασία.

 

Η ταινία ανοίγει με τη δολοφονία ενός συνδικαλιστή τη στιγμή που είναι έτοιμος να μιλήσει στους εργάτες ενός εργοστασίου. Συλλαμβάνεται ως βασικός ένοχος και κρατείται στη φυλακή ένας κάποιος Σοφιανός, πρώην συνεργάτης της αστυνομίας που έχει πέσει σε δυσμένεια. Ο κρατούμενος δε σταματά να υποστηρίζει την αθωότητά του και, τελικά, κρατά όμηρο τον Κριεζή, έναν βουλευτή της δεξιάς με τον οποίο διατηρεί κάτι περισσότερο από φιλική σχέση, όταν ο τελευταίος τον επισκεφτεί στο κελί του. Στρατιωτική και δικαστική ηγεσία συγκεντρώνονται στο γραφείο του διευθυντή της Φυλακής προσπαθώντας να βρουν μια λύση στην εύθραυστη αυτή περίοδο (που θα μπορούσε να είναι από το θάνατο του Δεμερτζή και την ανάληψη της εξουσίας από τον Μεταξά, μέχρι το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου), διστάζοντας μεταξύ δύο επιλογών: αν σκοτωθεί ο όμηρος βουλευτής θα χαθεί η στήριξη της Δεξιάς, ενώ αντιστρόφως αν ελευθερωθεί ο Σοφιανός θα χαθεί η στήριξη απ’το Κέντρο. Ο δισταγμός θα λυθεί με τη σκηνή της δολοφονίας του Σοφιανού καθώς και της εκτέλεσης διαδηλωτών, αποκαθιστώντας τη νέα τάξη πραγμάτων και ανοίγοντας ουσιαστικά το δρόμο για το πραξικόπημα.

 

Το ενδιαφέρον συνίσταται στο ότι η περίληψη της ταινίας ισοδυναμεί σχεδόν με τη γραφή του σεναρίου. Πολύ λίγα συμβάντα εμπλουτίζουν την ιστορία που μόλις σας θύμισα. Πρόκειται, βασικά, για το πιο λιτό σενάριο του Αγγελόπουλου γιατί αφενός, σπάνια υπάρχει μια ολοκληρωμένη δράση, κι ακόμη πιο σπάνια ένας ολοκληρωμένος διάλογος. Από τα εκατόν τέσσερα λεπτά της ταινίας, θα πρέπει να περιμένουμε πάνω από τριάντα για να ακούσουμε την πρώτη ολοκληρωμένη φράση η οποία θα μας πληροφορήσει σχετικά με σημαντικά στοιχεία της υπόθεσης: είναι όταν ο διευθυντής της φυλακής ενημερώνει τη στρατιωτική και δικαστική ηγεσία για το προφίλ του Σοφιανού και την ομηρία του Κριεζή.

 

Η ταινία εξελίσσεται με τέτοιο τρόπο, που τα σεναριακά κενά, οι ελλείψεις, και οι λεγόμενοι «νεκροί χρόνοι», από στοιχεία των οποίων η υπολογισμένη χρήση  αυξομειώνει παραδοσιακά το ενδιαφέρον της αφήγησης για το θεατή, μετατρέπονται σε βασικούς πρωταγωνιστές, αντιστρέφοντας ολοκληρωτικά τη δομή της κλασσικής ιστορικής αναδρομής.

 

Στην πραγματικότητα όμως, είναι κυρίως το ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, όλα εκτυλίσσονται στον εκτός κάδρου χώρο, όλα ειπώνονται πίσω από πόρτες και τοίχους, ή τόσο μακριά από την κάμερα και το μικρόφωνο, που καθίσταται αδύνατον να ακουστούν, υποχρεώνοντας το θεατή σε μια θέση άβολη και παράξενη, καθώς του αφαιρείται το δικαίωμα να αναγνωρίσει τους πρωταγωνιστές της Iστορίας ή να ακούσει τα λεγόμενά τους. Η κάμερα, σαν πάντα σε λάθος θέση τη λάθος στιγμή, περιγράφει μια ιστορική πραγματικότητα απαγορευμένη, μετατρέποντας την αφήγηση, από όχημα κατανόησης, σε ξεχαρβαλωμένη γλώσσα, δύσκολα κωδικοποιήσιμη. Η συνεχής αξιοποίηση του εκτός κάδρου χώρου, μετατρέπει το σύμπαν της ταινίας σε ιδανικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να ανθίσει μία αισθητική απορίας, χάρη στην οποία ο Αγγελόπουλος αγγίζει κινηματογραφικά αυτό που πριν περιγράψαμε ως αδυναμία της μαρτυρίας. Ο ίδιος ομολογεί: «Γυρίστηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ό,τι είναι σημαντικό στην ταινία, προσπάθησα να το τοποθετήσω πίσω από τις πόρτες, να ειπώνεται πίσω από αυτές, ή στο τηλέφωνο, που δεν ειπώνεται ακριβώς ή ψιθυρίζεται. Η δικτατορία εγγράφεται στη φόρμα της ταινίας. Αυτές ήταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δούλευα: δεν μπορούσα να μιλήσω» (Ciment & Tierchant, 1989: 52).

 

Η ενσωμάτωση του περιορισμού και της απαγόρευσης ως κινηματογραφικές συνθήκες που, από το παρόν, καθορίζουν τον τρόπο μιας «ιστορικής ανάγνωσης», αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τη σπουδαιότερη κινηματογραφική αναμέτρηση με κομμάτι της ελληνικής ιστορίας. Δεν είναι μόνον το ότι κανένα γεγονός δε φέρει μια «χρονολογική ετικέτα», όπως γίνεται αρκετά συχνά στο Θίασο και στους Κυνηγούς. Δεν είναι μόνον το γεγονός ότι απουσιάζει παντελώς ο οποιοσδήποτε υπαινιγμός σε υπαρκτές ιστορικές φιγούρες ή γεγονότα, όπως συμβαίνει επίσης στις άλλες δύο ταινίες της τριλογίας. Δεν είναι ούτε το γεγονός ότι η μεταφορά και η αλληγορία δεν καταλαμβάνουν ούτε ένα δευτερόλεπτο της φιλμικής διάρκειας, σε αντιδιαστολή με όλο το υπόλοιπο έργο του Αγγελόπουλου.

 

Είναι το ότι ο έλληνας σκηνοθέτης, διαλέγει να δώσει για πρώτη και τελευταία φορά σε ταινία του έναν τίτλο που ορίζει μία συγκεκριμένη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, και την ίδια στιγμή, να δημιουργήσει ένα σύμπαν που παραμένει πεισματικά αδιαφανές ιστοριογραφικά. Είναι η πρώτη φορά δηλαδή που ο τίτλος της ταινίας επιλέγεται για να αποτύχει, που η ρεαλιστική προσέγγιση των σκηνών αδυνατεί να συντάξει μια αφήγηση, και που η επείγουσα ανάγκη του τότε παρόντος (1972), μετατρέπει την ιστορική μαρτυρία, σε λογοκριμένη πράξη. Δεν υπάρχει ίσως πιο δραστική κινηματογραφική γραφή από αυτή: η Ιστορία συνθλίβεται κάτω από τη δύναμη της απορίας, και η μαρτυρία υποκύπτει κάτω από τη δύναμη της σιωπής.

 

Προσωπικά θα περίμενα με μεγάλο ενδιαφέρον μία ταινία, η οποία, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, θα μπορούσε να επιχειρήσει κάτι ανάλογο, προσεγγίζοντας τις «Μέρες του ‘67»…

 

[1] Όπως οι: Images of the world and inscription of war (1988), En sursis (2007), του Harun Farocki, Calendar (1993), Ararat (2002) του Atom Egoyan, ή S21 (2002) του Rithy Pann μεταξύ άλλων. Βλ. Σχετικά στη βιβλιογραφία: Sylvie Rollet (2011).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Agamben Giorgio, Ce qui reste d’Auschwitz, Rivages, Paris, 2003.

 

Ciment Michel & Tierchant Hélène, Théo Angelopoulos, 1989, Edilig, Paris.

 

Delfour Jean-Jacques, La pellicule maudite στο L’Arche, Ιούνιος 2000.

 

Levi Primo, Εάν Αυτό είναι ο Άνθρωπος, Άγρα, Αθήνα, 2009.

 

Lindeperg Sylvie, Nuit et Brouillard, Un Film dans l’Histoire, Odile Jacob, Paris, 2007.

 

Nichanian Marc, La Perversion Historiographique, Lignes, Paris, 2006.

 

Rivette Jacques, De l’Abjection στο Cahiers du Cinéma, No 120, Ιούνιος 1961.

 

Rollet Sylvie, Une Ethique du Regard, Hermann, 2011.

 

 

 

*Ο Θανάσης Βασιλείου είναι Δρ. Κινηματογραφικών Σπουδών και διδάσκει Θεωρία και Πρακτική του Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Aix-Marseille (Γαλλία).

 

 

 


ΗΠΑ: Το εξεγερμένο ρόδο (του Θανάση Τσακίρη, Εποχή 2-8-2020)

Του Θανάση Τσακίρη

Η ακροδεξιά κυβέρνηση Τραμπ εντείνει την επίθεση εναντίον της εξέγερσης των «καταραμένων», αλλά και όσων δεν αντέχουν την πολιτική της απαξίωσης της δημοκρατίας, που αγγίζει τα όρια του φασισμού και δεν μπορούν να πάρουν ανάσα.
Οι διαδηλωτές κατά του ρατσισμού επανειλημμένα συγκρούστηκαν με ομοσπονδιακούς αξιωματικούς και πράκτορες στην πόλη του Πόρτλαντ της πολιτείας Όρεγκον των ΗΠΑ τις τελευταίες ημέρες. Επί 2 μήνες με ημερήσιες και, κυρίως, νυχτερινές πορείες καταγγέλλουν τη δολοφονία του Τζορτζ Φρόιντ στα χέρια της αστυνομίας τον Μάιο.

Για να καταλάβουμε τι συμβαίνει στην πόλη, πρέπει να δούμε την ιστορία του Όρεγκον -και την πολιτική του παρόντος. Το Πόρτλαντ είναι μια από τις λιγότερο πολυπολιτισμικές πόλεις στις ΗΠΑ (98% λευκοί το 1940 και 78% το 2010) και έχει ιστορία διαχωρισμού και φυλετικών διχαστικών πολιτικών που επέβαλλε με τη βία η πολύ ισχυρή τότε Κου Κλουξ Κλαν (ΚΚΚ). Όμως, μετά τη δεκαετία του 1960 το Πόρτλαντ έγινε γνωστό για τις προοδευτικές πολιτικές του αξίες και πρακτικές, κερδίζοντας τη φήμη του ως προμαχώνας της αντι-κουλτούρας.
Η πόλη λειτουργεί με μια τοπική κυβέρνηση που βασίζεται σε επιτροπές καθοδηγούμενη από ένα δήμαρχο και τέσσερις επιτρόπους, καθώς και τη Metro, τον μοναδικό άμεσα εκλεγμένο μητροπολιτικό οργανισμό σχεδιασμού και περιβάλλοντος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η δημοτική κυβέρνηση είναι αξιοσημείωτη για το σχεδιασμό της χρήσης γης και τις επενδύσεις της στις δημόσιες συγκοινωνίες. Το Πόρτλαντ συχνά αναγνωρίζεται ως μία από τις πιο πράσινες πόλεις στον κόσμο και ήταν η πρώτη πόλη που θέσπισε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για τη μείωση των εκπομπών CO2. Το κλίμα του χαρακτηρίζεται από ζεστά, ξηρά καλοκαίρια και δροσερούς, βροχερούς χειμώνες. Αυτό το κλίμα είναι ιδανικό για την καλλιέργεια τριαντάφυλλων και το Πόρτλαντ ονομάζεται «Πόλη των ρόδων» για πάνω από έναν αιώνα.

Βία και απαγωγές εναντίον των διαδηλωτών

Έτσι η πόλη των ρόδων φιλοξενεί επίσης χιλιάδες νέους που αντιδρούν στη φυλετική ανισότητα και την πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ. Τι συμβαίνει στο Πόρτλαντ; Οι διαμαρτυρίες είχαν ήδη αρχίσει για εβδομάδες, όταν οι ομοσπονδιακοί πράκτορες στάλθηκαν στο Πόρτλαντ στις 4 Ιουλίου για τη φύλαξη των ομοσπονδιακών κτιρίων.



Tοπικοί αξιωματούχοι λένε ότι οι διαδηλώσεις ήταν ειρηνικές μέχρι να εμφανιστούν οι ομοσπονδιακοί πράκτορες, αλλά το υπουργείο Δικαιοσύνης λέει ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Από τον Μάιο του 2020 πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις για τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ στην αστυνομία στην πόλη του Πόρτλαντ του Όρεγκον, ταυτόχρονα με διαδηλώσεις σε άλλες πόλεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε όλο τον κόσμο. Από τον Ιούλιο του 2020, πολλές από τις διαμαρτυρίες, που διεξάγονται καθημερινά από τις 28 Μαΐου, έχουν προσελκύσει πάνω από 10.000 συμμετέχοντες. Οι περισσότερες από τις διαδηλώσεις στο Πόρτλαντ ήταν ειρηνικές, αλλά ορισμένες χτυπήθηκαν από την αστυνομία με χρήση δακρυγόνων, χειροβομβίδων και άλλων όπλων που υποτίθεται ότι δεν είναι φονικά. Στις αρχές Ιουλίου, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έστειλε αξιωματικούς επιβολής του νόμου στο Πόρτλαντ . Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει αναπτύξει ομάδες πρακτόρων, μερικές φορές βαριά οπλισμένων και ντυμένων με καμουφλάζ, για να καταστείλουν τις διαμαρτυρίες του Πόρτλαντ. Όπως καταγγέλθηκε, οι πράκτορες βουτάνε διαδηλωτές και τους κλείνουν σε βανάκια που δεν έχουν καμία σήμανση πως ανήκουν σε κάποιο αστυνομικό φορέα. Ασκήθηκε κριτική από ομάδες Δημοκρατών και οργανώσεις πολιτικών ελευθέριών που ισχυρίζονται ότι έγινε χρήση υπερβολικής βίας από ομοσπονδιακούς. Στις 11 Ιουλίου, ο διαδηλωτής Donavan La Bella πυροβολήθηκε στο κεφάλι με ένα «λιγότερο θανατηφόρο» όπλο από την ομοσπονδιακή αστυνομία. Υπέφερε κατάγματα προσώπου και κρανίου και έπρεπε να υποβληθεί σε ανακατασκευή προσώπου με χειρουργική επέμβαση.
Αυτές οι τακτικές επικρίθηκαν από το δήμαρχο του Πόρτλαντ και το μεγαλύτερο μέρος της αντιπροσωπείας του Κογκρέσου της πολιτείας. Αρκετές αγωγές έχουν κατατεθεί, συμπεριλαμβανομένων αγωγών από και για λογαριασμό δημοσιογράφων και νομικών παρατηρητών κατά της τοπικής και ομοσπονδιακής επιβολής του νόμου.

Ο πανικός του Τραμπ για τις εκλογές

Ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στους δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο την Τετάρτη ότι ομοσπονδιακοί πράκτορες που έχουν αναπτυχθεί εν μέσω των αντιρατσιστικών διαδηλώσεων στο Πόρτλαντ, θα παραμείνουν για τώρα. «Δεν θα φύγουμε μέχρι να ασφαλίσουν την πόλη τους. Είπαμε στον κυβερνήτη, είπαμε στο δήμαρχο: ασφαλίστε την πόλη σας», δήλωσε ο Τραμπ, επαναλαμβάνοντας την απειλή του να στείλει περισσότερους ομοσπονδιακούς πράκτορες εάν η κατάσταση επιδεινωθεί. Δήλωσε επίσης ότι το Πόρτλαντ πρόκειται να απαλλαγεί από αυτό που ονόμασε «αναρχικοί και ταραχοποιοί» ή «θα πρέπει να το κάνουμε για αυτούς».
Ο Τραμπ παρακολουθεί τις επιδεινούμενες εκλογικές δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι ο Δημοκρατικός Μπάιντεν προηγείται με 10 μονάδες. Έτσι απελπισμένος προσπαθεί να ανταποκριθεί στον ισχυρισμό του ότι είναι πρόεδρος «νόμου και τάξης», καθώς επιβάλλει κυρώσεις στην εξαιρετικά ασυνήθιστη ανάπτυξη ομοσπονδιακών στρατευμάτων στην πόλη -που διοικείται από τους Δημοκρατικούς- ενάντια στις επιθυμίες του δημάρχου της.

Οι τελευταίες ειδήσεις

Διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στο Πόρτλαντ την Πέμπτη 30 Ιουλίου, για ένα νέο γύρο διαμαρτυριών σχετικά με την παρουσία και τη χρήση βίας από ομοσπονδιακούς πράκτορες εναντίον διαδηλωτών. Επίσης, διαδηλωτές σε άλλες πόλεις βγαίνουν στους δρόμους τους με αλληλεγγύη στους εξεγερμένους της πόλης των ρόδων.
Οι συγκεντρώσεις πραγματοποιούνται μετά από ανακοίνωση «σταδιακής απόσυρσης» ομοσπονδιακών αντιπροσώπων από το κέντρο της πόλης.
Μετά από συμφωνία μεταξύ τοπικών και ομοσπονδιακών αξιωματούχων, ο κυβερνήτης του Όρεγκον, Κέιτ Μπράουν, ανακοίνωσε ότι οι ομοσπονδιακοί αξιωματικοί θα αρχίσουν να εγκαταλείπουν την πόλη του Πόρτλαντ την Πέμπτη.

Saturday, August 01, 2020

Στην «Εποχή» που κυκλοφορεί την Κυριακή ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΤΙΤΛΟΣ: Δημόσια υγεία και οικονομία πάνε μαζί

ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΤΙΤΛΟΣ: Δημόσια υγεία και οικονομία πάνε μαζί 

 



 

 

 

 

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ευκλείδης Τσακαλώτος: «Είναι επιτακτικό πια να μιλήσουμε για αλλαγή μοντέλου»

Ανδρέας Ξανθός: «Οι ανεπάρκειες της κυβέρνησης είναι πλέον εμφανείς»

Σωτήρης Βαλντέν: «Ανοίγεται σήμερα μια δυνατότητα στα ελληνοτουρκικά που πρέπει να αξιοποιήσουμε»

Τζαβέντ Ασλάμ: «Θέλω να είμαι ζωντανός, δημιουργικός, ελεύθερος»

 

 

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Κούρεμα αναδρομικών: «Σκηνή από το μέλλον όσον αφορά την οικονομική πολιτική» του Παύλου Κλαυδιανού

«Θ’ αφήσουμε πάλι τους ίδιους να πληρώσουν το μάρμαρο;» του Χ. Γεωργούλα

ΝΔ: «Εξωτερική εικόνα μακαριότητας και εσωτερική αναμπουμπούλα» του Ρένου Γεωργίου

«Ανταπόδοση της ΝΔ στους σχολάρχες-χορηγούς» της Μερόπης Τζούφη

«Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και οι θεσμοί διαχείρισής τους» της Ελευθερίας Αγγέλη

 

 

 

 

ΔΙΕΘΝΗ

Απάτη Wirecard: «Είναι ο κερδοσκοπικός καπιταλισμός ανόητε!» του Δημήτρη Σμυρναίου

«Πίεση πίσω από την φιέστα στην Αγιά Σοφιά» της Ιωάννας Κλεφτόγιαννη

ΗΠΑ: «Το εξεγερμένο ρόδο» του Θανάση Τσακίρη

«Ο Λίβανος ανάμεσα σε Συμπληγάδες και πάλι» της Βιβής Κεφαλά

 

 

 

 

 

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

«Εργαζόμενοι ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη» του Τάσου Γιαννόπουλου

«Επιστρέφουν οι υπαίθριες διαφημιστικές πινακίδες» της Ζωής Γεωργούλα

«Ο εφιάλτης στο δρόμο με τις ανεμογεννήτριες» της Γεωργίας Σίμωση

«Έκρυψαν τη φωτιά, δεν την έσβησαν» της Μαρίας Θελερίτη

Πρώην φυλακές Ωρωπού: «Ένα χρέος προς την κοινωνία και ένα προς τα ιδιωτικά συμφέροντα» του Στρατή Λουπάτατζη

«Το υδρογόνο στο δρόμο της ενεργειακής μετάβασης» του Ιωσήφ Σινιγάλια

Σφαγεία Ταύρου: «Ζώσα ιστορία που δεν πρέπει να αφεθεί στις στάχτες» της Μαρώς Τριανταφύλλου

«Το Δημόσιο Αδέσποτο» του Ανδρέα Σινιγάλια

Προσφυγικό: «Καλοκαίρι χωρίς σκίαστρα ή κλιματισμό, αλλά με εκβιασμό» της Τζ. Α.

 

 

 

 

ΘΕΜΑΤΑ

«Οι γυναίκες ξανά στους δρόμους ενάντια στη βία» της Αφροδίτης Σταμπουλή

«Πλέοντας ανοιχτά προς το Ντακάρ» του Θωμά Τσαλαπάτη

«Μνήμη Παναγιώτη Αγγέλη»

 

 

 

 

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

«Η εποχή των βιβλίων», στο μηνιαίο 8σέλιδο ένθετο της Εποχής για το βιβλίο:

* «Εκεί που η πολιτική και η ζωή συναντιούνται»: η Λουτσιάνα Καστελίνα μιλά στον Χάρη Γολέμη με αφορμή τους «Έρωτες κομμουνιστών»

* Ο Δημήτρης Μπαχάρας γράφει εν αναμονή του εορτασμού των 200 χρόνων από την Επανάσταση του ’21 «Πρόκριτοι και Επανάσταση: σωτήρες ή εκμεταλλευτές;»

* Ο Κώστας Αθανασίου και ο Μανώλης Πιμπλής παρουσιάζουν βιβλία με δοκίμια
* Στη στήλη «Κλασικοί live», ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γράφει για το βιβλίο του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ «Λολίτα»

 

Καλοκαιρινή υπενθύμιση: «Στηρίζουμε αυτή που μας στηρίζει, την τέχνη» της Ζ.Γ.

 

«110 κλικ λίγο πριν πεθάνεις» με αφορμή μια έκθεση φωτογραφίας και ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του Πιερ Πάολο Παζολίνι, της Σοφίας Ξυγκάκη

 

Αποχαιρετισμός στο σπουδαίο εικαστικό και ακούραστο αγωνιστή Γιώργο Φαρσακίδη

 

Εδώ «Τα θρανία της άνοιξης»!  του Μπάμπη Μπαλτά

 

Η Φένια Χρήστου μιλά στην Ράνια Παπαδοπούλου για την παράσταση «Στα όνειρα των ποιητών», σε σύλληψη, σύνθεση και μουσική διδασκαλία δικής της 

 

Μια επίκαιρη έκδοση προτείνει η Ελένη Πορτάλιου

 

Η Λιάνα Μαλανδρενιώτη μας κάνει Μουσικές Προτάσεις αλλά και μια αναγνωστική πρόταση

 

 

 

 

 

 

ΙΔΕΕΣ

Ζοάο Πέντρο Στέντιλε: «Η ανάγκη της διατροφικής κυριαρχίας και της αγροοικολογίας»

 

 

 

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ

«Ποδόσφαιρο και Κομιντέρν!» του Μ. Διόγου

 

 

 

Στην ΕΠΟΧΗ της Κυριακής διαβάζετε και τις στήλες:

«Στα δίκτυα του κόσμου» από τον Δημήτρη Γκιβίση

Δαιμονικά από τον δικηγόρο του διαβόλου.

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...