Showing posts with label Εργασία. Show all posts
Showing posts with label Εργασία. Show all posts

Tuesday, May 15, 2018

Τsakthan Daily 16/5/2018--Οι καιροί των...μετά!

«Αν μπορείς να κάνεις μια οποιαδήποτε μισή δουλειά, είσαι ένας μονόφθαλμος σε ένα βασίλειο των τυφλών».
- Kurt Vonnegut



Με το πέρασμα των ετών, οι εργάτες μέσα από τα συνδικάτα τους αγωνίστηκαν και κέρδισαν υψηλότερους μισθούς, παροχές και επιδόματα καθώς και ομαδική ασφάλιση υγείας και ζωής και ικανοποιητικές συντάξεις. Όμως, κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990, οι περικοπές και ο περιορισμοί των μεγεθών των επιχειρήσεων και των εργασιών οδήγησαν ουσιαστικά στη μείωση πολλών από τις παροχές αυτές. Πολλές μεγάλες επιχειρήσεις επιτρέπουν την αγορά μετοχών τους από τους εργαζόμενους σ’ αυτές, ενώ άλλες φροντίζουν για την εκπροσώπηση των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλιά τους ή στις επιτροπές εργασιακών παραπόνων. Πολλές μεγάλες επιχειρήσεις επίσης παρέχουν ειδικές ευκαιρίες για κατάρτιση και προαγωγή στους εργαζόμενους που επιθυμούν να προωθηθούν, και ορισμένες έκαναν προσπάθειες για την επίλυση δύσκολων προβλημάτων όπως αυτά της εργασιακής ασφάλειας και ενός εγγυημένου ετήσιου μισθού.

Οι σύγχρονες τεχνολογικές επιστημονικές τάσεις (Η/Υ, ηλεκτρονική, θερμοδυναμική και μηχανική) έχουν κάνει πραγματικότητα τις αυτόματες και ημιαυτόματες μηχανές.
Η ανάπτυξη αυτού του αυτοματισμού επιφέρει μια «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση και προκαλεί τεράστιες αλλαγές στο εμπόριο καθώς και στους τρόπους οργάνωσης της εργασίας. Αυτές οι τεχνολογικές μεταβολές και η ανάγκη βελτίωσης της παραγωγικότητας και της ποιότητας των προϊόντων επέφεραν επίσης αλλαγές στις πρακτικές βιομηχανικής διοίκησης. Π.χ. στη Σουηδία κατά τη δεκαετία 1960-70, οι αυτοκινητοβιομηχανίες ανακάλυψαν ότι ήταν δυνατή η βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω συστήματος ομαδικής συναρμολόγησης. Σε αντίθεση με το παρελθόν όπου ένας εργάτης ήταν υπεύθυνος για την τοποθέτηση ενός μόνο κομματιού του αυτοκινήτου, η ομάδα ανέλαβε την ευθύνη για την συναρμολόγηση ενός ολόκληρου αυτοκινήτου.

Το σύστημα εφαρμόστηκε και στην Ιαπωνία, όπου οι διευθυντές ανέπτυξαν μια σειρά νέων καινοτομικών συστημάτων με στόχο τη μείωση των δαπανών και τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων.

Μια Ιαπωνική καινοτομία ήταν οι «κύκλοι ποιότητας», που επέτρεπαν στους εργάτες να προτείνουν στη διοίκηση προτάσεις για το πώς θα γίνεται πιο αποτελεσματική και αποδοτική η παραγωγή και η επίλυση προβλημάτων. Δόθηκε επίσης στους εργάτες το δικαίωμα να σταματούν την αλυσίδα συναρμολόγησης σε περίπτωση προβλήματος, σε αντίθεση με τα αμερικανικά εργοστάσια. Ελέγχοντας προσεκτικά τη διαδικασία μεταποίησης, οι Ιάπωνες διευθυντές μπόρεσαν να περικόψουν δαπάνες, να βελτιώσουν την παραγωγικότητα και να μειώσουν τα αποθέματα μειώνοντας σημαντικά το κόστος και βελτιώνοντας την ποιότητα.

Ως τις αρχές της δεκαετία 1980-90, οι Ιαπωνικές εταιρείες, που για άλλη μια φορά επικρίθηκαν για παραγωγή χαμηλής ποιότητας αγαθών, είχαν καθιερώσει τη φήμη ότι παράγουν αποτελεσματικά προϊόντα υψηλής ποιότητας και τεχνολογίας. Στις δεκαετίες του ‘80 και του ’90 πολλές εταιρείες των ΗΠΑ επεδίωκαν να αναπτύξουν την ανταγωνιστικότητά τους με την υιοθέτηση και προσαρμογή Ιαπωνικών μεθόδων βελτίωσης της ποιότητας.

ΜΕΤΑΦΟΡΝΤΙΣΜΟΣ

Κατά τη μετάβαση από το «φορντιστικό» καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής σε μια άλλη φάση που χαρακτηρίζεται από τον κυριαρχία του «μεταφορντιστικού» ή «νεοφορντιστικού» καπιταλιστικού μοντέλου η συνεχής μεταβολή των οργανωτικών δομών («καπιταλιστική αναδιάρθρωση») είναι η «νόρμα» με χαρακτηριστικά την αναδιοργάνωση (reengineering), την κατάργηση ενδιάμεσων διευθυντικών στρωμάτων (delayering), τη μείωση του μεγέθους και των εργασιών της επιχείρησης (downsizing), την ανάθεση εργασιών σε τρίτους (outsourcing) και τη δημιουργία νέων εργασιακών σχέσεων και μεθόδων εργασίας. Κυρίαρχο στοιχείο αυτής της νέας εταιρικής κουλτούρας είναι η πελατοκεντρική λογική, που διέπει όλες αυτές τις τάσεις σε αντίθεση με τη λογική της μαζικής παραγωγής του «φορντισμού».
Όλα αυτά βοηθήθηκαν από τους εξής παράγοντες:
Α. Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές. Το 1971 αρχίζει η μετάβαση σε μια νέα εποχή. Ο μικροεπεξεργαστής οδηγεί σε μικρούς, φθηνούς και ισχυρούς υπολογιστές (PC) που διαχέονται στα νοικοκυριά, καθώς και σε τεράστιο αριθμό επαγγελματιών χρηστών. Οι προσωπικοί υπολογιστές αλλάζουν τη βιομηχανία αυτή . Ο ρόλος των μεγάλων κεντρικών υπολογιστών και των συγκεντροποιημένων τμημάτων μηχανογράφησης μειώνεται, καθώς οι σταθμοί εργασίας και τα PC κερδίζουν μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς».
Β. Αλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών. Με την εισαγωγή των Η/Υ πολλοί κλάδοι των υπηρεσιών και ιδιαίτερα οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, μετατρέπονται σε εντάσεως κεφαλαίου. Οι κλάδοι των υπηρεσιών αρχίζουν να διεξάγουν δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης, καθώς και δραστηριότητες καινοτομίας προϊόντων σε μεγαλύτερο βαθμό. Εμφανίζονται φαινόμενα «διαγωνιοποίησης» των υπηρεσιών, με βάση τις υπάρχουσες δυνατότητες στον τομέα των ΤΠΕ (τουριστικές εταιρείες στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και αντίστροφα˙ τράπεζες στις κτηματομεσιτικές υπηρεσίες, κλπ.).
Γ. Οργάνωση των επιχειρήσεων. Φθηνά και ευρύτατα διαδεδομένα τερματικά υπολογιστών οδηγούν σε «επανάσταση» στις επιχειρήσεις, που βασίζεται στην αποκέντρωση ορισμένων λειτουργιών, τις οριζόντιες ροές πληροφοριών, τα λιτά συστήματα παραγωγής και τη δικτύωση στο εσωτερικό αλλά και μεταξύ επιχειρήσεων. Έντονες πιέσεις και αντιπαραθέσεις συνοδεύουν τη σύγκρουση των πολιτιστικών αντιλήψεων, την αναδιοργάνωση της παραγωγής και την οργάνωση σε συστήματα, καθώς και την εκχώρηση σε τρίτους πολλών εσωτερικών λειτουργιών..
Δ. Απασχόληση και ανεργία. Η διαρθρωτική ανεργία γίνεται εντονότερη με κάθε περίοδο οικονομικής ύφεσης, υπάρχει μεγάλη αύξηση στη μερική απασχόληση καθώς και στη συμμετοχή των γυναικών. Ο εκβιασμός της απόλυσης και η εντατικοποίηση της εργασίας μέσω του ηλεκτρονικού ελέγχου (από την επίβλεψη των χώρων εργασίας ως τον έλεγχο προσέλευσης και αποχώρησης) καταλήγουν στην πειθάρχηση των εργαζομένων. Η λιτή παραγωγή και η ηλεκτρονικοποίηση της διαχείριση έχει ως αποτέλεσμα το στένεμα της εργασιακής ιεραρχικής πυραμίδας. Διαρκής δραστηριότητα κατάρτισης και επανακατάρτισης, με σκοπό την αλλαγή των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού. Τα προβλήματα όμως παραμένουν, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις ατόμων με χαμηλό επίπεδο ειδίκευσης και μόρφωσης. Τα προβλήματα μακροχρόνιας ανεργίας και ανεργίας των νέων προσλαμβάνουν σημαντικές διαστάσεις.».

Θανάσης Τσακίρης




Η δουλειά - 1993        
 
Στίχοι:   Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική:   Σταμάτης Κραουνάκης
Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη

Μην πας μια μέρα στη δουλειά σου μη πας
Δεν ζούμε, να δούμε αν αγαπιόμαστε μην πας
Το σπίτι αυτό αν το πρωί θα τ’ ανεχτούμε
να συγυρίζω, να γελάω, να μου μιλάς

Από μακριά πως αγαπιόμαστε το ξέρω
πιστός πως είσαι και στα πάντα συνεπής
Να με ρωτήσεις τι χρειάζεται να φέρω
κι αν βρήκα κάποιο σινεμά της προκοπής
Μην πας

Τα ίδια έκανε, θυμάμαι, κι ο μπαμπάς
μα εμένα ετούτη η διαδοχή μ’ έχει τρομάξει
Ποιος ξέρει άραγε
μ’ αυτό που μ’ αγαπάς
πιο άλλο όνειρο ζωής έχεις ξεγράψει

Μην πας
να δούμε αν αγαπιόμαστε να δούμε
Μην πας μια μέρα στη δουλειά μην πας

https://www.youtube.com/watch?v=2qpFgJ5m1pU



ΕΞΟΔΟΣ

Δούλες 

Δράμα


Δύο υπηρέτριες καταστρώνουν την εξόντωση της κυρίας τους, μόνο που τα αφελή σχέδιά τους αποτυγχάνουν και γίνονται μπούμεραγκ για τις ίδιες.
Τέχνης «Κάρολος Κουν»-Υπόγειο

Μέχρι 16/5



ΕΝΤΟΣ

COSMOTE CINEMA 1HD

Παράλογος Άνθρωπος (Irrational Man)

16/05/2018 22:45 - 00:20 ( 95') κατάλληλο, απαραίτητη η γονική συναίνεση
Κατηγορία: Δραματική Κομεντί, Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν, Ηθοποιοί: Χοακίν Φίνιξ,Έμα Στόουν,Πάρκερ Πόουζι
(2015). Βυθισμένος σε μια αδιέξοδη υπαρξιακή απελπισία, ο ευφυής μα αυτοκαταστροφικός και κυνικός καθηγητής φιλοσοφίας Έιμπ Λούκας δέχεται μια θέση σε ένα μικρό πανεπιστήμιο. Εκεί, θα βρει το νόημα της ζωής με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο. Παραγωγή: ΗΠΑ. (95')

Sunday, May 13, 2018

Tsakthan Daily14/5/2018--Η "σχολή" των Ανθρωπίνων Σχέσεων από τον Elton Mayo.

"Ένα από τα συμπτώματα μιας νευρικής κατάρρευσης που πλησιάζει είναι η πεποίθηση ότι η εργασία κάποιου είναι εξαιρετικά σημαντική".
- Bertrand Russell




Η εστίαση στο τυπικό επίπεδο των οργανωτικών σχέσεων και η εργαλειακή αντιμετώπιση του ανθρώπου ως στοιχείου της παραγωγής προσδίδουν μονομέρεια στη συγκεκριμένη θεώρηση της οργάνωσης. Κι αυτό το κενό ήλθε να καλύψει η θεωρία των ανθρωπινών σχέσεων, με πρόδρομο τον Henri Fayol που ερεύνησε το φαινόμενο της οργάνωσης της εργασίας στο μακρο-επίπεδο και προσπάθησε να διατυπώσει κάποιους γενικούς αφηρημένους κανόνες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως το βασικό πλαίσιο συγκρότησης της οργανωτικής πραγματικότητας. Η ορθολογικοποίηση της οργάνωσης τόσο σε δομικό επίπεδο όσο και σε συλλογικό (ομαδικό) ή ατομικό μπορεί να οδηγήσει στη λειτουργική αναδιάρθρωση της οργάνωσης. Η πρακτική έκφραση του ορθολογισμού ήταν ο σχεδιασμός, η τμηματοποίηση και εξειδίκευση των επιμέρους έργων και καθηκόντων με σαφή και κανονιστικό τρόπο. Η πρότασή είχε δύο βασικά στοιχεία: σημασία συντονισμού και εξειδίκευσης στην ιεραρχικά δομημένη πυραμίδα. Η εκτέλεση των καθημερινών εργασιών πρέπει να γίνεται από τους υφιστάμενους και ο προϊστάμενος να μπορεί απερίσπαστος να αντιμετωπίζει τις περιπτώσεις που ξεφεύγουν από τα καθημερινά πλαίσια. Ο Fayol εισάγει στην οργανωτική θεωρία μια σειρά στοιχείων που βοηθούν στην πληρέστερη διερεύνηση της οργανωτικής συμπεριφοράς: εξουσία, πειθαρχία, καταμερισμός και εξειδίκευση, ανταμοιβή εργαζόμενου, μονιμότητα του προσωπικού. Η μονιμότητα αναλύεται ως ψυχολογικό στοιχείο που προσφέρει ουσιαστική αφοσίωση του εργαζόμενου στο καθήκον του. Παράλληλα προφέρει και στη βελτίωση των εργασιακών σχέσεων εξομαλύνοντας τις αντιθέσεις δημιουργώντας κλίμα συνέχειας και αναπαραγωγής των σχέσεων. Το πρόβλημα της θεωρίας του Fayol ήταν ότι κινιόταν σε αφηρημένο επίπεδο διατύπωσης τυποποιημένων και αφηρημένων αρχών χωρίς εξέταση ιδιομορφιών.

Συνέπεια της θεωρίας του Fayol ήταν να εγκαθιδρυθεί η νέα σχολή των Ανθρωπίνων Σχέσεων από τον Elton Mayo. Η κριτική του εστιάστηκε στο ότι η κυρίαρχη μέχρι τότε θέση στην οργανωτική θεωρία ήταν μονομερής και αντιμετώπιζε το οργανωτικό φαινόμενο στη βάση μιας ψυχρής ορθολογικότητας και υποστήριζε ότι βασική παράμετρος που κατευθύνει τις εκάστοτε συμπεριφορές ήταν η επιδίωξη του οικονομικού κέρδους.

Ο βασικός πυρήνας των απόψεων της νέας σχολής προήλθε από μια σειρά πειραμάτων που διεξήχθησαν στο πλαίσιο των ερευνών Hawthorn (προάστιο του Chicago όπου ήταν το εργοστάσιο ανταλλακτικών τηλεφωνικών συσκευών της Western Electric Co.) για τη μελέτη της στάσης και της συμπεριφοράς των εργαζομένων Έτσι συντελείται το πέρασμα από το μακροσκοπικό στο μικροσκοπικό επίπεδο. η ανθρώπινη συμπεριφορά θεωρήθηκε ως ιδιαίτερα πολύπλοκο σύνολο του οποίου η παρακίνηση μέσω οικονομικών κινήτρων αποτελούσε μόνο μία πτυχή. Ο εργαζόμενος θα μπορούσε να συμμετάσχει πιο ενεργά στην αύξηση της παραγωγικότητας με χρησιμοποίηση και άλλων τεχνικών (κοινωνικών, ψυχολογικών). Βασική θέση ήταν η αύξηση της παραγωγικότητας που επηρεάζεται από 3 παράγοντες:
α) φυσικό περιβάλλον της επιχείρησης
β) εργασιακή συμπεριφορά των εργαζομένων
γ) οικονομικά κίνητρα
Στα νέα πειράματα του Mayo διερευνάται:
α) η συμπεριφορά των εργατών απέναντι στην εργασία τους, και
β) η συμπεριφορά των εργατών όχι ως ατόμων αλλά ως μελών μιας ομάδας, δηλαδή ως συλλογικών και όχι ως ατομικών υποκειμένων.
Η δεύτερη διάσταση είναι που έφερε στην οργανωτική θεωρία την ανάλυση των άτυπων σχέσεων.
Έτσι, σημασία πλέον αποκτούν για τη εξήγηση της οργανωτικής συμπεριφοράς συνολικά η κοινωνική οργάνωση και οι κοινωνικές σχέσεις μέσα στο πλαίσιο του εργοστασίου, που περιβάλλουν και «κοινωνικοποιούν» τον εργαζόμενο διαμορφώνοντάς του μία συγκεκριμένη στάση απέναντι σε καταστάσεις και γεγονότα. Για πρώτη φορά έρχεται στο φως η οργανωτική πραγματικότητα ως ένα πολύπλοκο δίκτυο διαντιδράσεων και συμπεριφορών, δηλαδή ως ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων που δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια από καμία καταγραφή όσο λεπτομερής και αν είναι.

Οι νέες βασικές έννοιες πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η κατανόηση της εργασιακής συμπεριφοράς ήταν:
α) η ομάδα
β) οι ενδοομαδικοί κώδικες και κανόνες συμπεριφοράς
γ) η άτυπη μορφή οργάνωσης
Η καθημερινή επαφή του μεμονωμένου εργαζόμενου με την ομάδα των εργαζομένων, τα κοινά συμφέροντα και η κοινή αντίληψη «δένουν» τον εργαζόμενο.
Η ισχύς αυτών των άτυπων σχέσεων είναι τόσο δεσμευτική ώστε τις περισσότερες μορφές κυριαρχεί απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη επιθυμία του ατόμου, ακόμη και σε εντολές της διοίκησης της επιχείρησης. Η ανάγκη ένταξης σε μία ομάδα, η επιβεβαίωση, η επιβράβευση, η αποδοχή από τους ομοίους αποτελούν ισχυρούς ψυχολογικούς μηχανισμούς που εξηγούν την μη οικονομικά ορθολογική συμπεριφορά των εργαζομένων.


Θανάσης Τσακίρης





Βεβηλώσεις
2012
Παναγιωτοπούλου Δανάη



Μουσική/Στίχοι: Παναγιωτοπούλου Δανάη/Παναγιωτοπούλου Δανάη


Am (a c a b)

Am
Στο δίπλα εργοστάσιο θρέφουν χέρια κραταιά
    F
κραδαίνουνε χαρτάκια ιερά μ' ένα στόμα
Am                                     Dm
ομοίους και ανόμοιους βαφτίζουν συντροφιά
    F         Bb             E          Am
σκαρώνουν δίδυμα κελιά γι' αγέννητα παιδιά

Με έκτακτα μνημόσυνα και μύθους αβαθείς
νοθεύουν τα μυστήρια της ζωής λωτοφάγοι
δε δίνομαι από επάγγελμα στην έλξη της πληγής
ξεθάβω με τα νύχια μου διόδους διαφυγής

| Dm | G C | Am | Dm G | G C | C | C |

Am

Τροφή, περιουσία, εργασία, εκβιασμός
ζωή, δημοκρατία, φασισμός, σωτηρία
το δίκαιο, το άδικο, ο τόπος σου κοινός
νοήματα στη φάκα τους κι η γλώσσα μας καπνός

Τα σύμβολα, τα σύμβολα δεν είναι ιερά
του χρόνου είναι σκλαβάκια στη σειρά περιμένουν
να πέσουν ένα ένα στα πηγάδια στην πυρά
και γύρω να κλωτσάν και να χορεύουνε παιδιά

Τα σύμβολα, τα σύμβολα δεν είν' κληρονομιά
δεν είναι στο μανίκι σου χαρτιά, καρβουνάκια
για δες τα που όλο πέφτουν στα πηγάδια στην πυρά

κι αν κάτι ζει ακόμα θα το πούνε τα παιδιά

https://www.youtube.com/watch?v=OH2pKMl9rTo

ΕΞΟΔΟΣ

ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΟΛΔΑΒΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
Αλκυονίς, Ιουλιανού 42-46, Βικτώρια, 2108220008. Είσ.: € 5 (ανά ταινία).

Δευτέρα 14

18.30 Lautarii – Οι Τσιγγάνοι Πεθαίνουν από Αγάπη (Εμίλ Λοτεάνου, 1972)

21.00 Στις Ρεματιές με τα Βατόμουρα (Εμίλ Λοτεάνου)


ΕΝΤΟΣ


Δευτέρα 14 Μαΐου
ALPHA
23:50
Σκοτεινό Χωριό
The Village
Θρίλερ 2004 | Έγχρ. | Διάρκεια: 108'
Αμερικανική ταινία του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, με τους Γιοακίν Φίνιξ, Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, Γουίλιαμ Χαρτ.Σε μια απροσδιόριστη παρελθούσα εποχή, οι κάτοικοι ενός απομονωμένου χωριού ζουν με το φόβο της ύπαρξης τρομακτικών μυθικών πλασμάτων στο γειτονικό δάσος. Μια μυστική συμφωνία υπάρχει ανάμεσά τους να μην πλησιάζει ο ένας στην περιοχή του άλλου, όταν, όμως, ένας νεαρός τραυματίζεται σοβαρά, η τυφλή αγαπημένη του αποφασίζει να διασχίσει το δάσος για να φέρει φάρμακα.
Στην τελευταία του καλή ταινία, ο Σιάμαλαν περιγράφει μια ασυνήθιστα ειδυλλιακή κοινότητα, η οποία μοιάζει να «τρέφεται» από τα ηθικά διδάγματα των πιονιέρων που έφτιαξαν το Νέο Κόσμο. Υπάρχει ωστόσο ένα τίμημα: κανείς δεν πρέπει να παραβιάσει τα όρια του χωριού και να έλθει σε επαφή με το τρομακτικό Άλλο που ζει παράπλευρα. Πρόκειται, λοιπόν, για μια αλληγορία της σύγχρονης Αμερικής, με συντηρητικό θρησκευτικο-ηθικολογικό υπόβαθρο – κάτι ανάλογο με τον «Οιωνό», αλλά πιο πιστευτά δοσμένο.

Monday, October 12, 2015

1000 βιβλία που πρέπει να διαβάσετε πριν πεθάνετε Νο 11. "Η νεωτερικότητα σήμερα" Stuart Hall, David Held, Anthony McGrew (Επιμ.)

Η νεωτερικότητα σήμερα
Stuart Hall, David Held, Anthony McGrew (Επιμ.)
Μετάφραση: Θανάσης Τσακίρης, Βίκτωρ Τσακίρης
Επιμέλεια σειράς: Μιχάλης Σπουρδαλάκης
Εκδ. Σαββάλας, 2003


Ο τόμος αφορά τη μεταβολή που βιώνουν στη Δύση οι δικές μας οι γενιές στην οικονομία, την κοινωνία, την πολιτική και την κουλτούρα. Το πρώτο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Φιλελευθερισμός, μαρξισμός και δημοκρατία». Κατίσχυσε το 1989 ο «φιλελευθερισμός» και επήλθε το τέλος των ταξικών συγκρούσεων και της ιστορίας; Ήρθε το τέλος του μαρξισμού ως κοσμοθεωρία ή υπάρχει μέλλον γι’ αυτόν; Θεωρείται, δηλαδή, αναγκαίος; Κι αν το θέμα δεν είναι αυτό αλλά η μετάβαση από τη νεωτερικότητα σε κάτι που ονομάστηκε μετανεωτερικότητα αλλά ακόμη μας προβληματίζει γιατί έχει χιλιάδες ανεξερεύνητες όψεις; Τι είναι σήμερα πολιτικά επιθυμητό αλλά και εφικτό; Υπάρχει μέλλον για τη δημοκρατία ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία των πολιτών;
Το δεύτερο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην πιο κρίσιμη έννοια της περιόδου, δηλαδή την «παγκοσμιοποίηση».Υπάρχει μία «παγκόσμια κοινωνία» με τα δικά της ξεχωριστά χαρακτηριστικά; Ποια είναι η λογική και η δυναμική της παγκοσμιοποίησης; Έχει παγκοσμιοποιηθεί ο πολιτισμός, η οικονομία, η πολιτική; Το εθνικό κράτος τι ρόλο παίζει; Διαλύθηκε ή ανανεώθηκε; Μπορεί να αναθεωρηθεί η έννοια της κυριαρχίας και της πολιτικής κοινότητας όπως τη γνωρίζουμε τα τελευταία 200 χρόνια; Πώς τοποθετείται η κοινωνιολογία απέναντι στο φαινόμενο της «παγκοσμιοποίησης»;
Το τρίτο κεφάλαιο ασχολείται με τον κατ’ εξοχήν παγκόσμιο πλέον πρόβλημα, δηλαδή τις «περιβαλλοντικές προκλήσεις». Ρυπαίνεται η ατμόσφαιρα; Τι γίνεται με τα γήινα απόβλητα και με την εξάντληση των πόρων; Πώς προσεγγίζεται η οικολογία, από την πλευρά του δρώντος υποκειμένου ή από την πλευρά της δομικής μεθοδου; Πώς συγκροτείται και πώς διαμορφώνεται η πράσινη πολιτική ιδεολογία απέναντι στην ανάγκη της κινητοποίησης των πολιτών όπου γης; Μπορεί να συνυπάρξουν καπιταλισμός με οικολογία, είναι δηλαδή εφικτός ένας πράσινος καπιταλισμός ή μήπως πρέπει να επιβληθούν όρια μέσα από διαρκή συλλογική επαγρύπνηση και κοινωνική κινητοποίηση;
Το τέταρτο κεφάλαιο είναι επικεντρωμένο στα ιδιαίτερα στοιχεία που διαμορφώνουν την εργασία στο σύγχρονο καπιταλισμό, δηλαδή ο «μεταβιομηχανισμός» και ο μεταγοφορντισμός. Εξετάζονται οι εξελίξεις στην οικονομία, το εύρος των αλλαγών και η ταχύτητα και ο ρυθμός τους. Ο πληροφοριακός τρόπος ανάπτυξης προσδιορίζει κατά βάση τις εργασιακές σχέσεις που διέπουν τη διαμάχη κεφαλαίου εργασίας σήμερα.
Το πέμπτο κεφάλαιο καταπιάνεται με τη σχέση κοινωνικού πλουραλισμού και μετανεωτερικότητας. Η πρώτη ματιά μας δείχνει ότι ο «μεταμοντερνισμός» που τείνει να κυριαρχήσει αποτελεί έκφραση της πολιτιστικής λογικής του «ύστερου καπιταλισμού». Γι’ αυτό και ένα πολύμορφο ρεύμα αντιστέκεται στο μεταμοντερνισμό και απορρίπτει τόσο ως μέθοδο ανάλυσης όσο και ως ουσιαστική ανάλυση της πραγματικότητας. Περαιτέρω ερωτήματα αφορούν τη σχέση μεταξύ κατανάλωσης και αναπαραστάσεων και της μετανεωρικότητας, τις νέες συνάφειες του μεταμοντερνισμού.
Το έκτο κεφάλαιο έρχεται ς ένα βαθμό να προεκτείνει την έρευνα του προηγούμενου κεφαλαίου, θέτοντας ευθαρσώς το «ζήτημα της πολιτιστικής ταυτότητας που βρίσκεται πια σε βαθιά κρίση, όπως σε κατάσταση κρίσης είναι και το ίδιο το «ορθολογικό» νεωτερικό υποκείμενο, που πλέον θεωρείται «αποκεντρωμένο». Οι εθνικοί πολιτισμοί είναι ένα καλό παράδειγμα. Αποτελούν «αφήγηση», δηλαδη μια «φαντασιακή κοινότητα;» Ποιο ρόλο παίζει κι εδώ η παγκοσμιοποίηση; Πώς αναδιαμορφώνονται οι σχέσεις παγκόσμιου, τοπικού και εθνικού;. Οι «λοιποί» εισβάλλουν σήμερα στη «Δύση»; Τι σημαίνει αυτό για τη διαλεκτική των ταυτοτήτων; Αποτελεί ο «φονταμενταλισμός» κατάλληλη απάντηση στην παγκοσμιοποίηση ή παρακολουθούμε ένα ιδιαίτερο υβρίδιο;
Τέλος, το έβδομο κεφάλαιο, το «πρόταγμα του Διαφωτισμού που βρίσκεται σε φάση επανεξέτασης τίθεται υπό εντονότατη αμφισβήτηση. Έτσι πρέπει να διαβάσουμε πίσω από τις λέξεις που είναι γραμμένες στα άρθρα των Λυοτάρ, Χαμπερμας κ.α. και να πάρουμε θέση απέναντι στα ηθικο-πολιτικά ιδεολογήματα του μεταμοντερνισμού και των υπερασπιστών της νεωτερικότητας αλλά και των μαρξιστών που συνηθίζουν να μην δίνουν εύκολα στον καπιταλισμό και τους εκπροσώπους του τα διαπιστευτήριά τους αλλά μένουν απ’ έξω από το χώρο που δεν τους παρέχει πλέον ιδεολογικο-θεωρητικό κίνητρο.
Για να μη μακρηγορώ άλλο, θα δώσω το λόγο στον Ανδρέα Πανταζόπουλο για να μας μιλήσει πιο αναλυτικά και με κριτικό πνεύμα για τις περιπέτειες της πολιτικής φιλοσοφίας και θεωρίας στην μακρά περιπλάνηση από την εποχή της νεωτερικότητας σε αυτή της μετανεωτερικότητας. Κατόπιν η Γιάννα Αθανασάτου θα μας μιλήσει για την κριτική του «ορθολογικού υποκειμένου» που δομήθηκε ως «υποκείμενο» με βάση το φύλο και τις συνέπειες που είχε αυτή η κατασκευή για τη διαμόρφωση της νεωτερικότητας και των κοινωνιών στις οποίες ζούμε, δρούμε, εργαζόμαστε και ολοκληρωνόμαστε ως πολίτες.
Από τη δική μου πλευρά θα ήθελα να τονίσω ορισμένες όψεις αυτής της συζήτησης που σχετίζονται με την εργασία και τους τρόπους με τους οποίους μεταλλάσσεται ως έννοια σήμερα.
Κεντρικό στοιχείο κάθε οργανωμένης κοινωνίας είναι η «εργασία».Στη νεωτερικότητα, που για ένα μεγάλο αριθμό στοχαστών ταυτίζεται με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η μισθωτή εργασία βρίσκεται στο επίκεντρο της οικονομίας και των κοινωνικών σχέσεων που συγκροτεί, δηλαδή την αντίθεση του κεφαλαίου και της εργασίας. Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής στα χέρια μιας άρχουσας τάξης κεφαλαιοκρατών και η μαζικοποίηση των γραμμών της προλεταριακής τάξης των εργατών δίνει το στίγμα των κοινωνικών αγώνων και των ταξικών συγκρούσεων του 19ου και του 20ού αιώνα. Η μετάβαση από το φιλελεύθερο καπιταλισμό στο βιομηχανικό καπιταλισμό και το διαχωρισμό της διοίκησης των επιχειρήσεων από την ιδιοκτησία, δηλαδή με τη δημιουργία των μεγάλων πολυμετοχικών επιχειρήσεων και ορίζει την καπιταλιστική νεωτερικότητα του 20ού αιώνα. Η πλειονότητα των εργατών και των υπαλλήλων οργανώνονται στα συνδικάτα και στα εργατικά, σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα για τη διεκδίκηση των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων τους και μέσα από αυτούς τους αγώνες δημιουργούν τη δική τους κοινωνική ταυτότητα. Ορισμένες πρωτοποριακές ομάδες της εργατικής τάξης θα προχωρήσουν παραπέρα και θα προσπαθήσουν από κοινού με διανοούμενους, που δεν βρίσκονταν υπό την επιρροή ή την καθοδήγηση είτε των δυνάμεων του παλιού καθεστώτος είτε της καπιταλιστικής ηγεμονίας, να ανατρέψουν ή, έστω, να μεταρρυθμίσουν την καπιταλιστική κοινωνική δομή με κατεύθυνση το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Η καταστροφή ολόκληρων κοινωνιών και η εξολόθρευση εκατομμυρίων ανθρώπων στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, παράλληλα με τη δράση των συνδικάτων και των εργατικών κομμάτων και την απειλητική ύπαρξη του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οδήγησαν στη μεταβολή της πολιτικής των καπιταλιστικών αρχουσών μερίδων και τάξεων στον ταξικό συμβιβασμό του κοινωνικού κράτους πρόνοιας που συγκροτήθηκε μετά το 1945. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ενισχύθηκε με τον ταξικό συμβιβασμό, την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στο πολιτικό σύστημα και τη μείωση του επαναστατικού δυναμισμού της μιας και πια όλο και κάτι είχε να χάσει «εκτός από τις αλυσίδες της».
Η μεγάλη οικονομική κρίση που ξέσπασε στη δεκαετία του ’70 και η οποία συνοδευόταν από το πετρελαϊκό σοκ οδήγησε τις αστικές τάξεις και τους πολιτικούς εκπροσώπους της σε αλλαγή στρατηγικής, με σκοπό την ανασυγκρότηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και την ανασύνθεση της άρχουσας τάξης. Η στασιμότητα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» τόσο από οικονομική όσο και από κοινωνικο-πολιτική άποψη, και η τελική κατάρρευσή του το 1989, συνέβαλε στην όξυνση της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής κρίσης των εργατικών συνδικάτων και των σοσιαλδημοκρατικών και των κομμουνιστικών κομμάτων που επαγγέλονταν μια εντελώς διαφορετική κοινωνία. Άλλα δείγματα της κρίσης είναι: η μαζικοποίηση της εφεδρικής στρατιάς των ανέργων και η μεγάλη χρονική διάρκειά της, η μείωση των μόνιμων θέσεων πλήρους απασχόλησης και η υπερβολική αύξηση των αριθμών των απασχολούμενων με ελαστικές σχέσεις εργασίας (part-time, προσωρινά απασχολούμενοι, ενοικιαζόμενοι εργαζομενοι κλπ.), η αφαίρεση συμμετοχικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των ήδη εργαζομένων, η μείωση δικαιωμάτων και παροχών στους συνταξιούχους και τους ασφαλισμένους, η τεχνολογική επανάσταση των υπολογιστώ και των δικτύων που δημιουργούν νέες τάξεις και στρώματα ενώ ταυτόχρονα καταστρέφουν ολόκληρους κλάδους εργαζομένων, ανειδίκευτων και ειδικευμένων. Όλα αυτά τα γεγονότα δείχνουν ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει και τίποτε δεν είναι όπως παλιά. Η εκμετάλλευση εντείνεται και η νέα άρχουσα τάξη των κεφαλαιούχων και των διαχειριστών των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και του κράτους ιδιοποιείται ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό του παγκόσμιου παραγόμενου πλούτου. Αυτές οι εξελίξεις εξετάζονται και ερευνώνται στις σελίδες των κεφαλαίων που ασχολούνται με τα θέματα της οικονομίας και της εργασίας. Οι αντιθέσεις με τη μορφή των διπόλων είτε του τύπου «φορντισμός-μεταφορντισμός» είτε του «μοντερνισμού-μεταμοντερνισμού» αλλά και οι έννοιες της κοινωνίας της πληροφορίας και της γνώσης, το τέλος της εργασίας και της εργατικής τάξης ως του επαναστατικού υποκειμένου συζητώνται στους δύο τόμους από στοχαστές όπως ο Μάνουελ Καστέλς, ο Ντείβιντ Χαρβεϋ, ο Αντρέ Γκορζ, ο Γιούρκεν Χάμπερμας, ο Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ κ.α.
Ας τους διαβάσουμε και ας προβληματιστούμε για τις επερχόμενες αλλαγές και ας συζητήσουμε τρόπους αντιμετώπισής τους.

Καλή Ανάγνωση

Θανάσης Τσακίρης

Friday, September 18, 2015

1000 βιβλία που πρέπει να διαβάσετε πριν πεθάνετε. Νο 7."Εργασία, εκπαίδευση και κοινωνικές τάξεις: Το ιστορικό-θεωρητικό πλαίσιο" του Θανάση Αλεξίου




Θανάσης Αλεξίου, (2002) Εργασία, εκπαίδευση και κοινωνικές τάξεις: Το ιστορικό-θεωρητικό πλαίσιο, Εκδόσεις Παπαζήζη, Αθήνα.


Ο καθηγητής κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Θανάσης Αλεξίου στο βιβλίο αυτό αναφέρεται στο (αιώνιο) πρόβλημα του ντετερμινιστικού τρόπου προσέγγισης των αλλαγών που λαμβάνουν χώρα στην εργασία και στην κοινωνία. Αυτή η προσέγγιση είναι χαρακτηριστική ορισμένων, κυρίαρχων σήμερα, θεωριών, όπως ο «μεταβιομηχανισμός, ο «μεταφορντισμός» η «μετανεωτερικότητα» και άλλες θεωρίες περί «μετά». Ο Θ. Αλεξίου θεωρεί ότι αυτές οι θεωρίες δεν κατορθώνουν να εντοπίσουν τις δομικές διαμορφώσεις που προκάλεσαν και προκαλούν ακόμη τις αλλαγές αυτές και απομονώνουν τις αιτίες από τις συνέπειες. Ως αποτέλεσμα εμφανίζονται και διαιωνίζονται εννοιολογικά χάσματα και ασυνέχειες.

Ο συγγραφέας επανέφερε στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου την θεωρία περί αντικειμενικής υπόστασης των τάξεων και αφού την επεξεργάστηκε κριτικά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η «απαξίωση της εργατικής δύναμης (ανεργία, υποαπασχόλησης κλπ) ή η κοινωνική έκπτωση του υποκείμενου φορέα της εργατικής δύναμης (φτώχεια, περιθωριοποίηση) αποτελεί γι’ αυτά τα τμήματα του πληθυσμού κοινό ενδεχόμενο, το οποίο δύναται να ενσκήψει ανά πάσα στιγμή.» Εν τούτοις, «όλα αυτά τα κοινά στοιχεία που προσιδιάζουν στη σημερινή εργατική τάξη, αποτελούσαν και θα αποτελούν διαχρονικά δομικά χαρακτηριστικά, με διαφοροποιήσεις στη μορφή (μορφή εργασίας ή απασχόλησης) μιας κοινωνικής τάξης, η οποία συγκροτείται γύρω από έναν τρόπο εργασίας που οργανώνεται καπιταλιστικά. Δεν είναι, επομένως, ούτε η υποκειμενική αντίληψη του ατόμου ούτε οι πολιτισμικές συμπεριφορές ούτε το επίπεδο μισθών αλλά ούτε και οι συνθήκες και οι μορφές εργασίας το κριτήριο ένταξης των ατόμων στη μία ή στην άλλη κοινωνική τάξη. Είναι, όμως, οι αντικειμενικές συνθήκες που προσδιορίζονται από τη μορφή αξιοποίησης του κεφαλαίου και από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής.»

Η εργασία του Θ. Αλεξίου κινείται σε δύο επίπεδα. Από τη μια σ’ ένα ιστορικό-θεωρητικό επίπεδο που αποσαφηνίζει τις έννοιες με τις οποίες προσεγγίζει την εργασία, την εκπαίδευση και τη δόμηση των  κοινωνικών τάξεων, και από την άλλη σ’ ένα κοινωνιολογικό επίπεδο, συνδέει τις έννοιες αυτές με τον προσδιορισμό διεργασιών και αλλαγών στην εργασία και στην παραγωγή, που διαμορφώνουν την κοινωνική δομή (συρρίκνωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης, συνεχής εμφάνιση νέων μεσαίων στρωμάτων) και αντανακλώνται στην υπερδομή (εκπαιδευτική πολιτική, τρόποι ζωής, μορφές δράσης κ.ο.κ.).

Καλή Ανάγνωση
Θανάσης Τσακίρης

Monday, February 07, 2011

Αντισταθείτε στη μέρα της μαρμότας



Αντισταθείτε στη μέρα της μαρμότας

Πώς ήταν ο τίτλος εκείνης της ασπρόμαυρης παλιάς ελληνικής ταινίας που δεν χορταίνουμε να τη βλέπουμε ξανά και ξανά; “Οι Γερμανοί ξανάρχονται“. Έτσι δεν είναι; Με τους αξέχαστους Βασίλη Λογοθετίδη, Μίμη Φωτόπουλο και Χρίστο Τσαγανέα.

Μην μπερδεύεστε. Δεν μπήκαμε στην ενότητα των Πολιτιστικών. Είναι οι Τροικανοί που ξανάρχονται. Έρχεται, λοιπόν, η Τρόικα γι’ άλλη μια φορά στα μέρη μας για να μας δημιουργήσει εφιάλτες σαν του Λογοθετίδη. Μόνο που τώρα τον εφιάλτη τον βλέπουμε στον…ξύπνιο μας. Όπως γράφουν οι εφημερίδες, ο γαλλο-γερμανικός άξονας μέσω της πρότασης για ένα “σύμφωνο ανταγωνιστικότητας” αποβλέπει σε δημιουργία 27 μικρών Γερμανιών στον χώρο της ευρωζώνης. Η πρόταση “προβλέπει μείωση μισθών, σύνταξη στα 67, σύνδεση μισθών με την παραγωγικότητα, εξομοίωση του φόρου, αλλά και μηδενισμό των ελλειμμάτων” (Εποχή, 6/2/2011). Στη σύνοδο της 25ης Μαρτίου θα επιβεβαιωθεί η κυριαρχία των αγορών επί των κρατών και ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ευρωπαϊκούς δήθεν “υψηλούς μισθούς”, το “πανάκριβο” ευρωπαϊκό “κοινωνικό κράτος”, για τα “χαμηλά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης” από τη μια και για την αύξηση του πλούτου και της ευημερίας των τραπεζών που είναι αυτές που δημιούργησαν και συνεχίζουν να εντείνουν την κρίση από την άλλα. Όπως έλεγε ο βάρδος μας: “ο φονιάς και το θύμα αγκαλιά”.

Η πρόταση Σαρκοζί-Μέρκελ για τη δημιουργία “ταμείου ύστατου δανεισμού” και “εγγυήσεων” αποκαλεί τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή από την εφαρμογή του “Συμφώνου Οικονομικής Διακυβέρνησης”. Καταλύει τους εθνικούς δημοκρατικούς θεσμούς από τη στιγμή που έχοντας ψηφίσει τη συμφωνία τα κοινοβούλια αποκλείονται και αυτά από την εφαρμογή και τον έλεγχο. Και δεν είναι μόνο αυτά. Είναι και η προσπάθεια να κατοχυρώσουν συνταγματικά τον περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος με αποτέλεσμα την επιβολή μονόδρομης πολιτικής μείωσης του ρόλου του κράτους και την απόσυρσή του από την παραγωγή δημοσίων αγαθών (πλην της επιβολής του “νόμου” και της “τάξης” με την ισχυροποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών). Επίσης, επιδιώκουν την διαρκή μείωση του εργασιακού κόστους των επιχειρήσεων με τον περιορισμό των αυξήσεων ή ακόμα με μειώσεις των μισθών και με την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης για τη μείωση του κόστους των ασφαλιστικών εισφορών τους στα ταμεία. Ενόψει, λοιπόν, της έγκρισης της 4ης δόσης (15 δισεκατ. ευρώ) του περιβόητου δανείου, η Τρόικα θα ζητήσει την πλήρη επικράτηση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών, την κατάργηση εργατικών δικαιωμάτων (άρση των εμποδίων για τις καταγγελίες συμβάσεων ορισμένου χρόνου και πριν την λήξη τους χωρίς να καταβάλλεται το σύνολο των μισθών, διεύρυνση της μερικής απασχόλησης με ωριαία ασφάλιση αντί της ελάχιστης τετράωρης που ισχύει ακόμα, ενίσχυση του διευθυντικού δικαιώματος καθορισμού επιπλέον ωρών και ημερών εργασίας χωρίς υπερωριακή αμοιβή κ.ά). Ο διαβόητος “τσάρος” του Υπουργείου Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου έσπευσε να υπερθεματίσει: “ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά του και μέρος αυτής περνάει και μέσω του κόστους εργασίας”. Καταλάβετε, λοιπόν, περί τίνος πρόκειται!

Για τις επικουρικές συντάξεις, όσες ξεπερνούν το 30% της κύριας σύνταξης θα μειωθούν στο 20% και στα “προβληματικά ταμεία” οι μηνιαίες αποδοχές θα μειωθούν ακόμη περισσότερο.

Το σήριαλ “Τρόικα” που παίζεται για τέταρτη περίοδο με ελάχιστες παραλλαγές στο σενάριο μάς δίνει την εντύπωση ότι ζούμε μια διαρκή “μέρα της Μαρμότας“. Εμείς, όμως, δε θέλουμε να ζούμε “δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα” και να “προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!”

Ανάβουμε πράσινο στην πολιτική ανυπακοή. Ας πάρουμε τον αγώνα και τη ζωή μας στα χέρια μας.



Θανάσης Τσακίρης
http://easpemporiki.wordpress.com/ και http://www.easp.gr/


Μέλος Δ.Σ. ΣΕΕΤ εκ μέρους της ΕΑΣ και διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθήνας



Σαν σήμερα

1992. Δυστυχώς τότε άρχισαν τα περισσότερα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα όταν ψηφίστηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ.



Τι έγραψαν οι έντυπες και ηλεκτρονικές εφημερίδες του Σαββατοκύριακου για τα θέματα οικονομίας, εργασίας και συνδικαλισμού;

Κίτρινη κάρτα από την τρόικα για μισθούς και μεταρρυθμίσεις

Μια ζωή την έχουμε και δε θα τη γλεντήσουμε ;

Επειτα από 14 ημέρες εξονυχιστικού ελέγχου των δημοσίων οικονομικών των υπουργείων, των ΔΕΚΟ, των νοσοκομείων και των ΟΤΑ από τους λογιστές της τρόικας, αύριο έρχονται στην Αθήνα οι «αρχηγοί» της αποστολής, ο Πόουλ Τόμσεν του ΔΝΤ και ο Σερβάζ Ντερούζ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για να μιλήσουν με το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης και να συμφωνήσουν στα μέτρα που πρέπει να υλοποιηθούν το επόμενο τρίμηνο.

Παρ´ ότι τα δημόσια οικονομικά βρίσκονται μέσα στους στόχους, η τρόικα, όπως φάνηκε και από τις ερωτήσεις των λογιστών, θα εντείνει τις πιέσεις της προς την Ελλάδα να προχωρήσει σε νέο «κούρεμα» των δαπανών του Δημοσίου με την εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου από 1ης Ιουλίου και των αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα με την εφαρμογή των ειδικών συμβάσεων εργασίας. Την πολιτική ελάφρυνσης των επιχειρήσεων από το μισθολογικό κόστος υποστηρίζει ο υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος προχώρησε στη μείωση της φορολογίας των κερδών στο 20% με προφανή στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και τη δημιουργία κατάλληλου περιβάλλοντος για την αναθέρμανση των επενδύσεων.

Κρίσιμο θεωρείται το ραντεβού που θα έχουν αύριο οι κκ. Τόμσεν και Ντερούζ με την υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης κυρία Λούκα Κατσέλη, από την οποία ζητούν παρεμβάσεις για επέκταση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και την προώθηση ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Διαβάστε περισσότερα στο Βήμα της Κυριακής.

“Κούρεμα” στις επικουρικές συντάξεις

Ο κουρέας των…Βρυξελλών

Περικοπές ακόμη και στις επικουρικές συντάξεις που καταβάλλονται ήδη στους συνταξιούχους περιλαμβάνει το σχέδιο της επόμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης η οποία επικεντρώνεται στα επικουρικά ταμεία, πολλά από τα οποία βρίσκονται στο κόκκινο. Η κυβέρνηση, υπό την ασφυκτική πίεση της τρόικας στον έλεγχο που ολοκληρώθηκε σε τεχνικό επίπεδο την περασμένη Παρασκευή, σχεδιάζει τη μείωση όλων των συντάξεων (χορηγούμενων και μελλοντικών) από το 2012 για τα Ταμεία που βρίσκονται σε οικονομικό αδιέξοδο και καθιέρωση ενιαίου τρόπου υπολογισμού των παροχών στο μέλλον. Διαβάστε περισσότερα στο Βήμα της Κυριακής

Στο στόχαστρο και το εφάπαξ

Σχεδιάζεται υπολογισμός των συνολικών παροχών βάσει των εισφορών που καταβλήθηκαν στο σύνολο του εργασιακού βίου

ΜΑΖΙ με τα επικουρικά και τα ταμεία του εφάπαξ μπαίνουν στο μικροσκόπιο των αναλογιστών και της τρόικας, με στόχο την περικοπή των αποδόσεων και συντάξεων στις περιπτώσεις που δεν προκύπτει πλεονασματική λειτουργία για τα επόμενα… 50 χρόνια.

Οι τεχνοκράτες της τρόικας που βρίσκονται εδώ και 15 ημέρες στην Αθήνα, ενώ σήμερα αναμένονται και οι επικεφαλής (Τόμσεν, Ντερούζ και Μαζούχ), ζήτησαν και εξασφάλισαν από το υπουργείο Εργασίας ενιαία αντιμετώπιση τόσο για τα επικουρικά όσο και για τα ταμεία του εφάπαξ και, κυρίως, το Ταμείο Πρόνοιας των Δημόσιων Υπαλλήλων, το οποίο παρουσιάζει έλλειμμα 1,5 δισ. ευρώ, καθώς αναμένουν το εφάπαξ πάνω από 33.000 συνταξιούχοι, ορισμένοι εκ των οποίων για περισσότερους από 26 μήνες. Μάλιστα η τρόικα κατέγραψε μέρος του συγκεκριμένου ελλείμματος (500 εκατ. ευρώ) στο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας (στο πλαίσιο του συνυπολογισμού των ελλειμμάτων όλων των δημόσιου ενδιαφέροντος επιχειρήσεων, ΔΕΚΟ και υπηρεσιών). Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου του Χρήστου Μέγα στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.

Αρνούνται δάνεια ακόμη και στους… τραπεζοϋπαλλήλους

Σπίτι μου, σπιτάκι μου και φτωχοκαλυβάκι μου

“ΛΕΠΙΔΙ” έχει πέσει στις εγκρίσεις νέων δανείων, καθώς η έκρηξη των επισφαλειών αναγκάζει τις τράπεζες να εφαρμόζουν ακόμη πιο αυστηρά κριτήρια.

Ετσι από την «κρησάρα» των περισσότερων τραπεζών δεν περνούν πλέον και αιτήματα υπαλλήλων, κυρίως πρώην, καθώς ο εισοδηματικός πήχης έχει πλέον ανέβει σε δυσθεώρητα ύψη. Η «αυστηρότητα» των τραπεζών εξαντλείται στα καταναλωτικά δάνεια, τα οποία, επειδή χορηγούνται χωρίς εμπράγματες εξασφαλίσεις, ενέχουν υψηλότερο κίνδυνο, με αποτέλεσμα να υποχρεώνονται οι τράπεζες να δεσμεύουν στην Τράπεζα της Ελλάδος περισσότερες καταθέσεις, οι οποίες όμως και αυτές φυλλορροούν.

Μια από τα ίδια το 2011. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου του Χρ. Ζιώτη στηνΚυριακάτικη Ελευθεροτυπία

Εν ονόματι της ανταγωνιστικότητας…

Η Σύνοδος Κορυφής της Παρασκευής δεν κατέληξε σε αποφάσεις, προδιέγραψε όμως με μεγάλη ακρίβεια το περιεχόμενο του περιβόητου Σύμφωνου Ανταγωνιστικότητας

Παρ’ ότι η ανεργία και η επισφαλής εργασία αποτελούν τις πληγές της Ε.Ε., οι ιθύνοντες προσπερνούν ή μάλλον υιοθετούν πολιτικές που θεριεύουν το πρόβλημα. Το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας καθορίζει το δημόσιο χρέος ως βασικό κριτήριο για την “νομιμοφροσύνη” των χωρών – μελών και την οικονομική διακυβέρνηση της Ε.Ε. Καθιερώνει μηχανισμό τιμωρίας των δημοσιονομικά απείθαρχων χωρών.

Με όχημα το δημόσιο χρέος επιχειρείται, και μάλιστα με συνοπτικές διαδικασίες (πίσω από τις πλάτες των λαών), να ανατραπούν τα κεκτημένα του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Συζητούν ακόμη και για εργασία μέχρι τον θάνατο, συνδέοντας το όριο συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο επιβιώσεως. Η ανατροπή, μάλιστα, θα είναι θεσμικά υπερενισχυμένη, καθώς οι νέες ρυθμίσεις θα περιβληθούν συνταγματική ισχύ. Διαβάστε τη συνέχεια στο ρεπορτάζ της Αυγής της Κυριακής

Μέτρα – φωτιά οριστικοποιούν αυτή την εβδομάδα κυβέρνηση – τρόικα

Πάρε ό,τι θέλεις, παλιατζή, το κάναμε τώρα;

Ακόμη σκληρότερα μέτρα, τα οποία θα κάνουν περισσότερο δύσκολη την καθημερινότητα εκατομμυρίων ελληνικών νοικοκυριών μέσα από νέες μειώσεις εισοδημάτων και πρόσθετες αυξήσεις στις φορολογικές επιβαρύνσεις, επεξεργάζονται κυβέρνηση και τρόικα.

Οι απεσταλμένοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που θα βρεθούν στην Αθήνα έως τις 11 Φεβρουαρίου, θα ζητήσουν -μεταξύ πολλών άλλων- μείωση μισθών κατά 25% στο Δημόσιο έως το 2014, περικοπή κοινωνικών επιδομάτων, κλείσιμο δημοσίων οργανισμών και μεγάλες αυξήσεις στα τιμολόγια όλων των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών.

Η τρόικα, που αναμένεται αύριο στην Αθήνα, θα επισκεφθεί υπουργεία και φορείς του Δημοσίου και θα ελέγξει όλες τις πτυχές της οικονομίας, δράσεις που είναι συνδεδεμένες με την τέταρτη δόση του δανείου, η οποία ανέρχεται σε 15 δισ. ευρώ. Παράλληλα, μαζί με τον υπουργό Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου, θα εξειδικεύσει το «πακέτο» των μέτρων των 12 δισ. ευρώ (5% του ΑΕΠ) που θα λάβει η κυβέρνηση την τριετία 2012-2014 για να μειώσει το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Έτσι το υπουργείο Οικονομικών θα ενσωματώσει στο επόμενο Μνημόνιο, που θα υπογράψει σύντομα με την «τρόικα», τα μέτρα της τριετίας.

Τα μέτρα θα συζητηθούν την ερχόμενη εβδομάδα…Διαβάστε τη συνέχεια στην Αυγή της Κυριακής.

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Έκθεση της Βασιλικής Γεροκώστα

Την Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου στις 21:00 εγκαινιάζεται η έκθεση ζωγραφικής Βασιλικής Γεροκώστα στο “Αγγέλων Βήμα” (Σατωβριάνδου 36, Αθήνα, τηλ. 210-5242211 ). Έως 6 Μαρτίου.

ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΑΓΓΕΛΑΚΑ

Η Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης σας προσκαλεί την ΚΥΡΙΑΚΗ 13/02/2011 (8μμ) στην εκδήλωση ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΑΓΓΕΛΑΚΑ

Θα προβληθεί η ταινία ΤΑΞΙΔΙΑΡΑ ΨΥΧΗ της Αγγελικής Αριστομενοπούλου (ΕΛΛΑΔΑ, 2009, έγχρωμη, 65´)

Η εκδήλωση θα γίνει στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Οργανισμού Προώθησης Εξαγωγών (Μαρίνου Αντύπα 86, Ανω Ηλιούπολη, λεωφορείο 237 από σταθμό μετρό Δάφνης).

Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ, του Μπρεχτ στο θέατρο του Γ. Αρμένη

Επ’ ευκαιρίας της συμπλήρωσης 10 χρόνων από την ίδρυση της Ανώτερης Σχολής Δραματικής Τέχνης του Νέου Ελληνικού Θεάτρου – Γ. Αρμένη, το Τρίτο Έτος, παρουσιάζει την παράσταση «ΤΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΡΑΙΧ», του Bertold Brecht, την Τετάρτη 9 και την Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου στην Κεντρική Σκηνή του Νέου Ελληνικού Θεάτρου – Γ. Αρμένη, με είσοδο ελεύθερη για το κοινό.

Δώδεκα από τις περίφημες εικοσιτέσσερις σκηνές, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος, ανάμεσα στο 1935 και το 1939. Μερικές απ’ αυτές τις σκηνές ανεβάστηκαν για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1937, σε σκηνοθεσία του συγγραφέα.Όταν ο Μπρεχτ έγραφε αυτά τα μονόπρακτα, δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί όλη η φρίκη της φασιστικής εξουσίας. Ήταν όμως αισθητή στη βαριά ατμόσφαιρα της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής, στην προετοιμασία της τρομοκρατίας με την κατασκευασμένη εκ των άνω διαστροφή της γλώσσας, με την καταπίεση, τη δυσπιστία και την υποκρισία, που κάποτε στάθηκαν πιο καταλυτικές κι από την ίδια την ωμή τρομοκρατία. Ο Μπρεχτ μας δείχνει σ’ αυτές τις σκηνές, με διαύγεια που φτάνει ως τη φρίκη, πως «πολύ πριν φανούν από πάνω μας τα βομβαρδιστικά», οι γερμανικές πόλεις δεν ήταν κατοικήσιμες.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ: Γιώργος Αρμένης

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ : Μάρω Θεοδωράκη

ΧΟΡΟΓΡΑΦΙΕΣ: Ειρήνη Γκουρνέλου

ΠΑΙΖΟΥΝ ΟΙ ΤΕΛΕΙΟΦΟΙΤΟΙ:

Αρμένης Κωνσταντίνος – Κάρολος, Γαλουτζής Βασίλειος, Γκουρνέλου Ειρήνη, Δουράτσος Ιωάννης, Θεοδώρου Ελισάβετ, Κοροβίλας Χρήστος, Κοντός Γιώργος, Μακρυγεώργου Γεωργία, Παναγόπουλος Μιχαήλ, Παπαδοπούλου Γλυκερία, Πηγαδιώτη Αλεξία, Τρουμπουνέλης Παναγιώτης

Tuesday, September 22, 2009

Περί συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και δημοκρατίας




Δημοκρατία στα συνδικάτα


του Θανάση Τσακίρη

Ξεχασμένη στην εποχή των Webb, η Αλέκα Παπαρήγα στο ντιμπέιτ της Δευτέρας (21/9/2009) μίλησε για την "εργατική αριστοκρατία" της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Δεν εξήγησε τι εννοούσε -εξάλλου μέσα σε 120 δευτερόλεπτα τι θα προλάβαινε να πει. Ας δούμε όμως πώς είχαν και έχουν τα πράγματα με τα συνδικάτα, τη γραφειοκρατία, την ολιγαρχία και τη δημοκρατία;

Στην εποχή των μαζικών οργανώσεων και των μεγάλων επιχειρήσεων που αρχικά οργάνωσαν την εργασία σε φορντιστική/ταιηλορική βάση αντιστοιχεί μια ορισμένη συνδικαλιστική οργανωτική δομή. Όπως πολύ χαρακτηριστικά περιγράφει ένα ηγετικό στέλεχος του γερμανικού συνδικάτου εργατών μετάλλου IG Metall: «Εξαιτίας της καταγωγής των συνδικάτων, η εσωτερική οργάνωσή τους ανταποκρίνεται σ’ αυτήν ενός κλασικού Ταιηλορικού εργοστασίου μαζικής παραγωγής: ο έλεγχος ασκείται από την κορυφή προς τη βάση της πυραμίδας εξουσίας(…)όσο οι αγορές και οι δομές της δύναμης των μελών παρέμεναν σταθερές και εύκολες στο χειρισμό τους, ήταν δυνατό να λειτουργούν επιτυχώς μ’ αυτή την αρχή. Έκτοτε, όμως, το περιβάλλον άλλαξε δραματικά. Τα συνδικάτα ολοένα και περισσότερο γίνονται αντιληπτά από τα (δυνητικά) μέλη ως παροχείς υπηρεσιών. Όμως, για να επιτύχουν οι παροχείς υπηρεσιών απαιτείται μια εντελώς διαφορετική δομή…». Συνεπώς, στο Φορντικό πρότυπο, όπου κυριαρχεί η γραφειοκρατία, αντιστοιχούν μαζικά συνδικάτα και συγκεντρωτική διαπραγμάτευση των αμοιβών. Στη σημερινή εποχή του επαγγελματισμού και της επιχειρηματικότητας που κυριαρχούν στο λεγόμενο μεταφορντιστικό πρότυπο αντιστοιχούν διαπραγματεύσεις σε ατομικό επίπεδο, διαίρεση του εργατικού δυναμικού σε κεντρικό και περιφερειακό και ο συνδικαλισμός εμφανίζεται είτε ως αδύναμος είτε ως ανύπαρκτος. Εκεί όπου κυριαρχούσε ένας «ενιαίος ταξικός σχηματισμός» που χαρακτηριζόταν από δυαδικά πολιτικά συστήματα, θεσμοποιημένους ταξικούς συμβιβασμούς και τυποποιημένες μορφές πρόνοιας, τη θέση τους παίρνουν οι πλουραλιστικοί ταξικοί σχηματισμοί που χαρακτηρίζονται από πολυκομματικά συστήματα, κατακερματισμένες πολιτικές αγορές και πρόνοια κατ’ επιλογή των καταναλωτών.

Βέβαια, όπως υπάρχει αμφισβήτηση του κατά πόσο το Φορντιστικό πρότυπο είχε γενική εφαρμογή έτσι και το μεταφορντιστικό πρότυπο δεν έχει πουθενά εφαρμοστεί κατ’ αυτό τον τρόπο. Απλώς χρησιμεύει ως ιδεότυπος για να διαπιστώνουμε τις κατευθύνσεις των κοινωνικών σχηματισμών και μας βοηθά στον εντοπισμό ορισμένων αντιστοιχιών.


Η ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ

Αυτή η εξέλιξη, δηλαδή η γραφειοκρατικοποίηση των πολιτικών οργανώσεων (κομμάτων και συνδικάτων) είχε ήδη προβλεφθεί από τρεις σημαντικούς στοχαστές από ισάριθμα πολιτικο-ιδεολογικά ρεύματα: τον Μ. Βέμπερ, τη Ρ. Λούξεμπουργκ και τον Ρ. Μίκελς.

Η έννοια της γραφειοκρατίας διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Max Weber και αναφέρεται στη συνηθέστερη μορφή οργάνωσης «που χαρακτηρίζεται από συγκεντρωτισμό, ιεραρχία, εξουσία, πειθαρχία, κανόνες, καριέρα, καταμερισμό εργασίας, θητεία». Οι υποστηρικτές της γραφειοκρατίας τονίζουν τις σαφείς διαδικασίες επικοινωνίας καθώς και τις σαφείς προδιαγραφές εξουσίας, αρμοδιότητας και ευθύνης, που μειώνουν σε μεγάλο βαθμό, φαινόμενα ευνοιοκρατίας, διακρίσεων και εξουσιαστικών αυθαιρεσιών. Παράλληλα προϋποτίθενται οι έννοιες της ειδίκευσης και της εμπειρίας. Η εξουσία βασίζεται στην ορθολογική και κανονιστική κωδικοποίηση. Τα όρια κάθε εργασίας ορίζονται μέσω του καταμερισμού και των προδιαγραφών εργασίας και του καθορισμού λειτουργικών τμημάτων. Τα όρια της εξουσίας προσδιορίζονται για το κάθε μέλος απρόσωπα και τα μέλη είτε διορίζονται είτε εκλέγονται. Κάθε γραφειοκρατική θέση διαθέτει συγκεκριμένη εξουσία. Η εξουσιαστική ιεραρχία αποτελεί σαφώς προσδιορισμένη αλυσίδα εντολών και ελέγχου. Ο συγκεντρωτισμός παρέχει στη διεύθυνση τη δυνατότητα συντονισμού των λειτουργιών και εργασιών της οργάνωσης. Οι κανόνες, τα κίνητρα για την υποταγή στους κανόνες, η ύπαρξη χρονικά καθορισμένης θητείας και ο έλεγχος του εσωτερικού περιβάλλοντος της οργάνωσης συμβάλλουν στη σταθερότητα και στην προβλεψιμότητα. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία και λειτουργία μιας ελεγχόμενης εσωτερικά οργάνωσης που λειτουργεί αποτελεσματικά στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σταθερού περιβάλλοντος. Όμως, η γραφειοκρατία δεν είναι απλώς και μόνο ένα εργαλείο της διοίκησης, άρτιο και ουδέτερο˙ δεν είναι απλώς μια ομάδα στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου και του κάθε φορά χρήστη της υπηρεσίας. Συχνά, η γραφειοκρατία καταλήγει στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης κοινωνικής κατηγορίας που, μέσα από τη διατήρηση της και τη διεύρυνση του πλαισίου αρμοδιοτήτων της, κατοχυρώνει τυπικά και ουσιαστικά τα ιδιαίτερα συμφέροντα της, επιβάλλει τις δικές της αξίες και πρακτικές (πίστη στην ανωτερότητά της, την εμπειρογνωμοσύνη και την αμεροληψία της).

Έτσι, όσον αφορά τα συνδικάτα, ο Μ. Βέμπερ, από την πολιτικό-ιδεολογικά φιλελεύθερη σκοπιά, τόνιζε το 1917 ότι «οργανώσεις όπως τα εργατικά συνδικάτα (…) είναι πολύ σημαντικά αντίβαρα απέναντι στην ιδιαζόντως πραγματική και παράλογη εξουσία των όχλων του δρόμου σε καθαρά δημοψηφισματικά έθνη», στην «τυφλή μαζική οργή» και τις «αναρχσυνδικαλιστικές εξεγερσιακές τάσεις».

Η Μαρξίστρια Ρόζα Λούξεμπουργκ από τη δική της σκοπιά παρατηρούσε ήδη από το 1906 ότι υπάρχει τάση στις οργανώσεις της εργατικής τάξης να ακολουθούν εξειδικευμένες στρατηγικές σύμφωνα με ένα σιωπηρό καταμερισμό εργασίας που αποτελεί μορφή κυριαρχίας των ηγεσιών των οργανώσεων επί των μελών τους. Η τάση είναι να καταστούν τα στελέχη της γραφειοκρατίας ανεξάρτητα, να εξειδικεύονται οι μέθοδοί τους όσον αφορά τον αγώνα και την επαγγελματική δραστηριότητα, να υπερεκτιμώνται οι οργανώσεις που καθίστανται πλέον αυτοσκοποί και καθορίζονται ως το ύψιστο αγαθό. Παράλληλα, με την «απώλεια μιας γενικής άποψης της συνολικής κατάστασης» η μάζα των μελών των εργατικών οργανώσεων «υποβαθμίζεται σε μια μάζα που είναι ανίκανη να διατυπώσει μια κρίση».


Η πλέον συγκροτημένη συζήτηση ξεκίνησε από το Γερμανό κοινωνιολόγο Ρ. Μίκελς ο οποίος, μελετώντας αρχικά την εξέλιξη του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος των αρχών του αιώνα, τόνισε ότι, ανεξάρτητα από το αν εκφράζεται ρητά ή σιωπηρά, υπάρχει σαφής τάση ανάπτυξης «θεσμικών» συμφερόντων τόσο στα εργατικά συνδικάτα όσο και στα εργατικά κόμματα. Τα «θεσμικά» συμφέροντα έρχονται συχνά σε αντίθεση με τα συμφέροντα των μελών των εργατικών συνδικάτων. Διαμορφώνεται στα εργατικά συνδικάτα και κόμματα μια εκπαιδευμένη ελίτ εργατών οι οποίοι, από την ηγετική θέση τους στα συνδικάτα, δημιουργούν για τους εαυτούς τους υλικές και κοινωνικές συνθήκες διαφορετικές από αυτές των εργατών-μελών των μόνιμων και θεσμοποιημένων πλέον εργατικών οργανώσεων. Τόνισε επίσης ότι λόγω του διαχωρισμού ηγεσίας-βάσης επέρχεται αναγκαστικά η συνεχής πολιτική συντηρητικοποίηση της ηγεσίας και η αποστασιοποίηση των μελών των ηγετικών ομάδων από τους αρχικούς ριζοσπαστικούς στόχους και την αριστερή πολιτική των οργανώσεών τους. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία επικαλείται την έννοια της «αποτελεσματικότητας» (οι ηγέτες ειδικεύονται σε ορισμένα καθήκοντα και η ειδική γνώση τους καθιστά «αναντικατάστατους»). Η βάση του συνδικάτου τα αναθέτει όλα στους «αξιωματούχους», δεν πηγαίνει συχνά στις συνελεύσεις (ενίοτε δεν κάνει τον κόπο να εγγραφεί στο συνδικάτο ένας εργαζόμενος), αναπτύσσει πελατειακές σχέσεις και στάσεις υποταγής στους ηγέτες, που συχνά μεγαλοπιάνονται και ενισχύουν την εξουσία τους. Από τη στιγμή δε που αρχίζουν οι οργανώσεις να μεγαλώνουν πέρα από κάποιο όριο, συσσωρεύοντας ταυτόχρονα έσοδα και κεφάλαια, διορίζονται αξιωματούχοι πλήρους απασχόλησης, ιδρύονται συνδικαλιστικές σχολές, εκδίδονται εφημερίδες και περιοδικά κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι οι ηγέτες των συνδικάτων αποκτούν διευθυντική εξουσία πρόσληψης και απόλυσης μισθωτών που νοιώθουν ότι οφείλουν την εργασία τους στους ηγέτες και την οργάνωση και από αυτή την άποψη αποτελούν στοιχείο συντηρητικοποίησης.

Παρά τη γενίκευση της γερμανικής εμπειρίας του και την αναγωγή των συμπερασμάτων του σε θεωρία που την ονόμασε «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας», πάντοτε διατηρούσε την ελπίδα ότι το δημοκρατικό σύνταγμα (το καταστατικό του κόμματος ή του συνδικάτου), αν και δεν εμποδίζει τη δημιουργία της ολιγαρχίας και της ελίτ γενικά, παρέχει τη δυνατότητα «κυκλοφορίας και ανανέωσης των ελίτ».

Η χαρακτηριστικότερη ανάλυση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είναι αυτή των S. & B. Webb. Σε σχέση με τους άλλους θεωρητικούς, παρά την αποδοχή της θεωρίας περί της απόκλισης των σκοπών, αναγνωρίζουν ότι συχνά τα συνδικάτα και οι αξιωματούχοι τους είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα και τις ανάγκες των μελών τους. Παραδέχονται πρώτον, ότι υπάρχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα μεταξύ των εργοδοτών και των εργατών και, συνεπώς, οι δεύτεροι χρειάζονται την ανεξάρτητη οργάνωσή τους σε συνδικάτα και, δεύτερον, ότι η συλλογική οργάνωση των εργαζομένων αντισταθμίζει την αδυναμία του μεμονωμένου εργαζόμενου απέναντι στον εργοδότη. Υποστηρίζουν, επίσης, ότι η συλλογική διαπραγμάτευση αποτελεί την κύρια δραστηριότητα των συνδικάτων και τη βασική μέθοδο προώθησης των συμφερόντων των εργαζομένων, χωρίς να παραγνωρίζουν την ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων ηγεσίας – μελών κατά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ή ακόμη και μετά τη συμφωνία των διαπραγματευτών των δύο πλευρών για σύναψη συλλογικής σύμβασης.

Από τη σύγκρουση αυτή διαφαίνεται το ξεχωριστό ενδιαφέρον των δύο ομάδων του συνδικάτου: η βάση ενδιαφέρεται κυρίως για το άμεσο αποτέλεσμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης ενώ η ηγεσία προσπαθεί να μετριάσει τις απαιτήσεις της βάσης για να σιγουρέψει τη θέση του συνδικάτου μέσα στην επιχείρηση ως βασικού διαπραγματευτή με τον εργοδότη. Τα «θεσμικά συμφέροντα» της συνδικαλιστικής οργάνωσης πρέπει, σύμφωνα με τους συγκεκριμένους θεωρητικούς, να υπερασπίζονται μαζί με τα άμεσα συμφέροντα των μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Είναι στη φύση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, τονίζουν, να υπάρχουν αυτές οι εσωτερικές συγκρούσεις που αφορούν τη σχέση της συλλογικής διαπραγμάτευσης και τη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση των μελών.

οι θεωρητικοί του μοντέλου της πολιτικής οικονομίας ασχολούνται αποκλειστικά με τις κεντρικές συνδικαλιστικές οργανώσεις και ομοσπονδίες ενώ οι πλουραλιστές δίνουν έμφαση στο μεμονωμένο συνδικάτο και τις σχέσεις της ηγεσίας με τα μέλη του. Γι’ αυτό και οι πρώτοι έχουν την τάση να ασκούν κριτική στις μεμονωμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις και στα συνδικάτα που αποσπούν ξεχωριστές παραχωρήσεις από τους εργοδότες μέσω των συλλογικών διαπραγματεύσεων με τους εργοδότες τους και τα κατηγορούν ότι συμβάλλουν στην αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων επιφέροντας ανεργία και συνολική υποβάθμιση της εργατικής τάξης και επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων. Υποστηρίζουν ότι μέσω της συμμετοχής στη διαμόρφωση των κρατικών πολιτικών τα συνδικάτα είναι σε θέση μεσομακροπρόθεσμα να βελτιώσουν τη θέση των μελών τους (κοινωνικός μισθός, φορολογικές ελαφρύνσεις κλπ). Εξάλλου, υποστηρίζουν, η συμμετοχή στη διαμόρφωση των κρατικών πολιτικών έχει θετικές επιπτώσεις τόσο στη θέση της εργατικής τάξης ως συνόλου όσο και στη θέση των λιγότερο ευνοημένων εργατικών στρωμάτων και των αποκλεισμένων από τα συνδικάτα. Η κεντρική παρέμβαση των συνδικαλιστικών οργανώσεων μέσω της κορπορατιστικής συμμετοχής αναδεικνύει ολοένα και περισσότερο το ρόλο των κεντρικών γραφειοκρατιών των εθνικών συνδικάτων και ομοσπονδιών. Θεσμοποιείται και υποστηρίζεται με νομικές μορφές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες η ύπαρξη, δραστηριοποίηση και ανάπτυξη των αξιωματούχων των συνδικάτων και προωθούνται οι «θεσμικές ανάγκες» τους μέσω της παραχώρησης κρατικών πόρων.

Οι περισσότεροι σύγχρονοι Μαρξιστές μελετητές του συνδικαλισμού, όπως ο R. Hyman και ο L. Panitsch, παρ’ όλο που δέχονται πως οι θεωρίες περί πλουραλισμού και περί κορπορατισμού ανέδειξαν ορισμένα στοιχεία της πραγματικότητας γύρω από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τους όρους εμφάνισης και ανάδειξής της σε κεντρικό παράγοντα ρυθμιστικής λειτουργίας, υποστηρίζουν ότι οι θεωρίες αυτές «δεν αποδίδουν παρά μέτρια ουσιαστικά αποτελέσματα» Επιπλέον, το κύριο στοιχείο των θεωριών αυτών είναι ότι προωθούν την ενσωμάτωση των συνδικάτων στην καπιταλιστική κοινωνία και διευκολύνουν τη σταθεροποίηση της υπάρχουσας εκμεταλλευτικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων.

Η συλλογική διαπραγμάτευση «εξαφάνισε ορισμένα από τα καταφανώς κτηνώδη μέσα που χρησιμοποιούσαν οι διευθυντές για τον έλεγχο των εργατών», όμως «σταθεροποίησε τη βασική δομή» της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο δε κορπορατισμός αποδείχτηκε για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες ως ένα «πανίσχυρο μέσο για την ενίσχυση της ταξικής κυριαρχίας».

Έτσι ερμηνεύεται από τους σύγχρονους Μαρξιστές η διάσταση μεταξύ των στόχων των ηγετικών συνδικαλιστικών οργάνων και των «αντικειμενικών συμφερόντων» των εργαζομένων. Θεωρούν ότι με τον αγώνα των εργαζομένων της βάσης των συνδικάτων, που αρνούνται τη δίχως όρους εμπλοκή στη συλλογική διαπραγμάτευση προβαίνοντας σε απεργιακές και άλλων μορφών κινητοποιήσεις, μπορούν να κατακτηθούν δικαιώματα και να αποσπαστούν ευνοϊκές γι’ αυτούς παραχωρήσεις από τους εργοδότες και τους διευθυντές. Με την «αυθόρμητη οργάνωση των εργαζομένων στους χώρους εργασίας» που ασκούν έλεγχο πάνω στη δουλειά τους και συνήθως «έρχονται σε ρήξη με τους επίσημους θεσμούς συλλογικής διαπραγμάτευσης» διευρύνονται και διασφαλίζονται οι κατακτήσεις».

Έτσι, στο εσωτερικό των συνδικάτων υπάρχει μια διαρκής σύγκρουση μεταξύ της ηγετικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (που περιλαμβάνει τόσο τους ανώτερους ιεραρχικά συνδικαλιστές και τους πλήρους απασχόλησης επαγγελματίες συμβούλους και υπαλλήλους των συνδικάτων) από τη μια πλευρά και τμημάτων της εργατικής τάξης από την άλλη. Οι μεν παραμένουν δεσμευμένοι στην υπόθεση της κανονικής και συνεχούς συνδιαλλαγής με τους εργοδότες και το κράτος μέσω της διαδικασίας συλλογικής και οι δε αρνούνται τη συνέχιση της εκμετάλλευσής τους είτε με άμεσους είτε με έμμεσους τρόπους.

Γιατί όμως η γραφειοκρατία καταφέρνει να κυριαρχεί; Έχουν διατυπωθεί τρεις απαντήσεις. Η πρώτη τονίζει την απομόνωση των αξιωματούχων των συνδικάτων από τα μέλη τους, την απομάκρυνσή τους από τις εκμεταλλευτικές συνθήκες της καθημερινής εργασίας και την ύπαρξη ενός συνόλου συμφερόντων διαφορετικών από αυτά των απλών εργαζομένων. Η δεύτερη τονίζει την αποδοχή, εκ μέρους των αξιωματούχων των συνδικάτων, της ιδεολογίας της σοσιαλδημοκρατίας που, απορρίπτοντας το Μαρξισμό και την πάλη των τάξεων, υιοθετεί την άποψη της ουδετερότητας του κράτους και αντιλαμβάνεται ως πανάκεια τον κεντρικό σχεδιασμό προδιαθέτοντας το συνδικαλιστικό κίνημα να δεχτεί τον κορπορατισμό ως το ανώτατο στάδιο της συνδικαλιστικής πάλης. Η τρίτη απάντηση θεωρεί ότι τα συνδικάτα είναι σε δυσμενή θέση απέναντι στους εργοδότες και το κράτος, που είναι σε θέση να τους υπαγορεύσουν τη μείωση των επιδιώξεων, τον καθορισμό των στόχων του συνδικαλιστικού κινήματος και την αποδοχή της συλλογικής διαπραγμάτευσης σε αντάλλαγμα για την ασφάλεια και επιβίωση των οργανώσεων και των ηγεσιών τους.

Την κεντρική ιδέα της διάστασης συμφερόντων υιοθετούν και οι συντηρητικοί αλλά οι προτεινόμενες λύσεις είναι άκρως διαφορετικές από αυτές των σύγχρονων Μαρξιστών. Η ερμηνεία της νεο-συντηρητικής τάσης που στήριξε τις κυβερνήσεις Thatcher και Reagan στις επιθετικές πολιτικές τους κατά των συνδικάτων έχει τρεις βάσεις. Πρώτα απ’ όλα, υποστηρίζεται ότι δεν είναι αποκλειστικά το συνδικάτο που θα προστατέψει τα συμφέροντα του μεμονωμένου εργαζόμενου και ότι ο εργαζόμενος δεν είναι σε τόσο μειονεκτική θέση απέναντι στον εργοδότη όταν συναντώνται στην αγορά εργασίας. Υπάρχουν εξελίξεις στην αγορά εργασίας και αλλαγές στη δομή των επιχειρήσεων και της κοινωνίας που, κατά τους νέο-συντηρητικούς θεωρητικούς, στηρίζουν αυτή τη θέση: αύξηση επιπέδων εργασιακών δεξιοτήτων, αυτο-απασχόληση, προσωρινή εργασία και δεύτερη δουλειά στην πρώτη περίπτωση, διασπορά ιδιοκτησίας και διανομή μετοχών με ευνοϊκούς όρους (stock option plans) στους εργαζόμενους που τους καθιστούν ως ένα βαθμό «καπιταλιστές» στη δεύτερη περίπτωση. Επιπλέον, δεν υφίσταται πλέον ζήτημα μειονεκτικότητας στην πώληση της εργατικής δύναμης σε κάποιον ισχυρότερο αγοραστή χωρίς εναλλακτικές επιλογές και χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Υποστηρίζεται επίσης ότι η μονοπωλιακή θέση των συνδικάτων στην αγορά εργασίας μπορεί να επιφέρει βραχυπρόθεσμα οφέλη υπέρ των εργαζομένων αλλά σε μακροπρόθεσμη βάση το αποτέλεσμα είναι αρνητικό επειδή η συλλογική διαπραγμάτευση συμπιέζει τις επενδύσεις συμβάλλοντας στη δημιουργία άσχημων οικονομικών αποτελεσμάτων και στη διατήρηση οικονομίας χαμηλόμισθων υπαλλήλων και εργαζομένων. Το ίδιο υποτίθεται ότι συμβαίνει και στην περίπτωση που τα συνδικάτα πιέζουν για την προστασία των υπαρχουσών θέσεων εργασίας αρνούμενα να βοηθήσουν στην εξέλιξη της τεχνολογίας και επιβάλλοντας περιορισμούς στο διευθυντικό δικαίωμα.

Τι ρόλος επιφυλάσσεται για τα συνδικάτα; Υποχρεώνονται να «αλλάξουν νοοτροπία» μεταβαλλόμενα σε παροχείς υπηρεσιών και πληροφόρησης σχετικά με την μετεκπαίδευση και την αγορά εργασίας. Επιπλέον, αμφισβητείται ανοιχτά η ύπαρξη βούλησης των εργαζομένων περί συμμετοχής τους στα συνδικάτα και όπου βρέθηκαν στην εξουσία (κυρίως σε Η.Π.Α. και Βρετανία) είτε επιτέθηκαν στα συνδικάτα με το πρόσχημα της «απελευθέρωσης» των εργαζομένων από την υποχρέωση συμμετοχής τους σ’ αυτά είτε δημιούργησαν ζώνες δίχως συνδικάτα. Ουσιαστικά, τα συνδικάτα ανακηρύχθηκαν σε «εσωτερικούς εχθρούς».

Οι φεμινιστικές κριτικές επικεντρώνουν και αυτές τα βέλη τους στο θέμα της απόκλισης συμφερόντων μεταξύ συνδικάτου και μελών, ιδιαίτερα των γυναικών. Το κύριο στοιχείο είναι ότι η αναγνώριση της ανάγκης οργάνωσης για την κατάκτηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων γυναικών δεν προέρχεται τόσο από την ιδιότητά τους ως εργαζομένων σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των εργοδοτών όσο από το γεγονός ότι είναι γυναίκες. Έτσι, διαπιστώνονται διαφορετικά συμφέροντα μεταξύ ανδρών και γυναικών στο πλαίσιο του συνδικάτου, που οι πρώτοι έχουν φτιάξει με τα δικά τους μέτρα και σταθμά συμβάλλοντας παράλληλα στην ανάλογη διαμόρφωση της αγοράς εργασίας. Η φεμινιστική κριτική εστιάζεται στον αποκλεισμό που επιβάλλεται στις άνεργες γυναίκες αλλά και στις εργαζόμενες που είναι μέλη των συνδικάτων.

Δύο είναι οι βασικές φεμινιστικές κριτικές τάσεις.. Η πρώτη τονίζει τη διαιωνιζόμενη κυριαρχία των ανδρών στο πλαίσιο του συνδικαλιστικού κινήματος και την αναπόφευκτη ύπαρξη ορίων στις διεκδικήσεις των γυναικών όσο οι άνδρες κατέχουν τις θέσεις – κλειδιά των συνδικάτων και η κυριαρχία αυτή δεν ανατρέπεται. Η δεύτερη αποδέχεται την έννοια της «σχετικής αυτονομίας» της γραφειοκρατίας ως σε σχέση με το κυρίαρχο σύστημα σχέσεων των φύλων και υποστηρίζει ότι υπάρχουν πεδία πρόσφορα για μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις. Όμως και οι δύο απόψεις προϋποθέτουν την ύπαρξη κοινωνικού κινήματος που να στηρίζει την ανατροπή ή τις μεταρρυθμίσεις.

Η γραφειοκρατικοποίηση των συνδικάτων δεν είναι ούτε αναπόφευκτη ούτε αιώνια. Η πεσιμιστική άποψη του Michels εκφράστηκε σε μια εποχή που ο κρατισμός, σε όλες τις μορφές του, κέρδιζε γρήγορα έδαφος υποβοηθούμενος από τη μεσοπολεμική οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση. Η ήττα των δυνάμεων της διεθνιστικής επαναστατικής αριστεράς υποβοήθησε τη νίκη των δυνάμεων του φασισμού και του ναζισμού από τη μια μεριά και των διάφορων μορφών σοσιαλδημοκρατίας και κεϋνσιανισμού από την άλλη. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι εργατικοί αγώνες από τα κάτω, οι εξεγέρσεις της δεκαετίας του ’60 σε Δύση και Ανατολή, τα νέα κοινωνικά κινήματα αμφισβήτησαν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, το «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας», την «κορπορατιστική διευθέτηση» και, εσχάτως, τη νέο-φιλελεύθερη αντεπανάσταση. Δεν είναι, συνεπώς, τυχαία η αναζωπύρωση της συζήτησης για τις δυνατότητες ανατροπής της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του εκδημοκρατισμού των συνδικάτων.

Σύμφωνα με την κλασική φιλελεύθερη αντίληψη η (αντιπροσωπευτική) δημοκρατία ορίζεται ως ένα σύνολο ρητών και προεγκατεστημένων κανόνων για την πολιτική συμμετοχή, τον ανοιχτό ανταγωνισμό και την ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων. Οι πολιτικές ρυθμίσεις είναι με την σειρά τους αποτέλεσμα συμβιβασμού, του οποίου η ουσιαστική έκβαση δεν είναι απόλυτα βέβαιη. Ως κύριοι φορείς αυτού του συμβιβασμού ορίζονται οι δομές πολιτικής διαμεσολάβησης που συνδέονται συχνά με τα ποικίλα συμφέροντα με ποικίλους τρόπους. Οι πολιτικοί διαμεσολαβητές είναι απαραίτητοι στο βαθμό που παίζουν καθοδηγητικό ρόλο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και τη λειτουργία ενός δημοκρατικού καθεστώτος. Ένα από τα βασικότερα εκ των ων ουκ άνευ χαρακτηριστικά της δημοκρατίας είναι η ύπαρξη μιας ελεύθερα εκλεγμένης κυβέρνησης που μπορεί να θεωρηθεί υπόλογη για τις πράξεις της. Κατά συνέπεια, οι εκλογές αποτελούν θεμελιώδη προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό μιας πολιτείας ως δημοκρατικής. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί όσον αφορά το σχηματισμό των νομοθετικών σωμάτων και τη συγκρότηση και κατάργηση των κυβερνήσεων. Όμως, η δημοκρατία ως έννοια είναι ευρύτερη από τη στοιχειώδη προϋπόθεση των εκλογικών διαδικασιών. Με την ευρύτερη έννοια είναι η κυριαρχία ή εξουσία του δήμου, λαϊκή κυριαρχία ή κυριαρχία των πολλών. Η δημοκρατία «προέρχεται από το λαό, ασκείται από το δήμο (ή τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του) και, κατά τεκμήριο, εξυπηρετεί τα συμφέροντά του». Αυτός ο ορισμός δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε τη διάκριση της άμεσης δημοκρατίας από την (έμμεση) αντιπροσωπευτική δημοκρατία της κλασικής φιλελεύθερης σκέψης. Η άμεση δημοκρατία εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία. Επί δύο αιώνες οι άρρενες πολίτες μέσω γενικών συνελεύσεων ασκούσαν τη διακυβέρνηση της πόλης και σπάνια εξέλεγαν δημόσιους αξιωματούχους. Εκτός από την Αθήνα μια μορφή άμεσης δημοκρατίας εφαρμόστηκε στα πλαίσια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας μεταξύ 449 π.Χ. και 43 π.Χ. όταν καταργήθηκε με το νόμο Lex Titia. Η συγκεκριμένη μορφή άμεσης δημοκρατίας προέβλεπε τη «νομοθεσία των πολιτών» (citizen lawmaking), δηλαδή τη διατύπωση από τους πολίτες και την ψήφιση των νόμων καθώς και το δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) των πολιτών επί των ψηφιζόμενων νόμων. H σύγχρονη μορφή άμεσης δημοκρατίας πρωτοεφαρμόστηκε το 13 αιώνα στις πόλεις της Ελβετίας. Το 1847 ψηφίστηκε ο «Νόμος περί Δημοψηφισμάτων» που έδινε δικαίωμα στους πολίτες να ασκούν veto στις αποφάσεις του Κοινοβουλίου και το 1891 ψηφίστηκε ο νόμος για την «Πρωτοβουλία Συνταγματικών Αναθεωρητικών Τροποποιήσεων» που έδινε στους πολίτες το δικαίωμα να διατυπώνουν και να προτείνουν νομοσχέδια προς έγκριση δια δημοψηφίσματος.

Όπως τονίσαμε, το κεντρικό επιχείρημα που επικαλούνται οι συνδικαλιστές εκείνοι που εγκαλούνται ως υπεύθυνοι για τη διαιώνιση στα συνδικάτα της λογικής της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είναι η «αποτελεσματικότητα».

Οι S. and B. Webb έθεσαν πρώτοι το ζήτημα της δημοκρατίας στα εργατικά συνδικάτα, αμφισβητώντας την αποτελεσματικότητα των γραφειοκρατικών οργανώσεων και ιδιαίτερα σε μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα. Η θέση τους στηρίζεται σε δύο βασικές έννοιες: ανταποκρισιμότητα (responsiveness) και αντιπροσωπευτικότητα (representativeness). Η πρώτη προωθείται με την πλάγια επικοινωνία (lateral communication) και η δεύτερη διευκολύνεται από την ύπαρξη κάθετων διαύλων επικοινωνίας (vertical communication channels). Ο ρόλος του μεγέθους της συνδικαλιστικής οργάνωσης είναι σημαντικός, σύμφωνα με τους Webbs, καθόσον ότι στα μεν μικρά συνδικάτα είναι δυνατή η επικράτηση της αρχέγονης (άμεσης) δημοκρατίας (primitive democracy) με συνέπεια να ισχύει η έννοια της αντιπροσωπευτικότητας, στα δε μεγάλα συνδικάτα δίνεται περισσότερη σημασία στην ανταποκρισιμότητα των εκλεγμένων συνδικαλιστικών οργάνων απέναντι στις ανάγκες και τα συμφέροντα των μελών των συνδικάτων.

Από την πλευρά του ο C. Summers θεωρεί ότι η αντιπροσωπευτικότητα και η ανταποκρισιμότητα αποτελούν ουσιαστικά τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Πρόκειται, δηλαδή, για αλληλένδετες έννοιες. Η συνδικαλιστική δημοκρατία εμπεριέχει τόσο την αρχή της ανταποκρισιμότητας όσο και την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων των μελών, όπως η ελευθερία του συνέρχεσθαι, η ίση μεταχείριση και οι δίκαιες διαδικασίες. Η ουσία του επιχειρήματος είναι ότι η αντιπροσωπευτικότητα είναι στοιχείο της ανταποκρισιμότητας. Οι δύο μορφές της αντιπροσωπευτικότητας είναι η ανακλαστική (reflective) αντιπροσώπευση και η προστακτική (authoritative) αντιπροσώπευση. Η πρώτη είναι η διαδικασία λήψης αποφάσεων με βάση τις επιθυμίες των μελών ενώ η δεύτερη είναι η διαδικασία λήψης αποφάσεων με βάση ποιες νομίζουν τα στελέχη των διοικήσεων των συνδικαλιστικών οργανώσεων ότι είναι οι επιθυμίες των μελών. Το δίδυμο των αρχών αυτών είναι, συνεπώς, η αποδοχή και η νομιμοποίηση των διοικητικών στελεχών των συνδικάτων από τα μέλη τους.

Το 1979 E. Davis μελέτησε οχτώ συνδικάτα με βάση τρία ερωτήματα στηριζόμενα στην υπάρχουσα τότε συνδικαλιστική βιβλιογραφία: τύποι αποφάσεων που παίρνουν τα ηγετικά στελέχη των συνδικάτων και κατά πόσο εκφράζουν τις επιθυμίες των μελών (τη «βάση του συνδικάτου»), τρόποι λήψης αποφάσεων και κατά πόσο μπορούν και συμμετέχουν τα μέλη σ’ αυτή, ποιοι λαμβάνουν τις αποφάσεις και κατά πόσο είναι αντιπροσωπευτικές των επιθυμιών των μελών.

Οι S. Lipset, M. Crow και J. Coleman μελετώντας το συνδικάτο των τυπογράφων των Η.Π.Α. συμπέραναν ότι η συνδικαλιστική δημοκρατία αρχίζει από τη στιγμή που ένας απερχόμενος αξιωματούχος του συνδικάτου μπορεί να ηττηθεί σε μια εκλογική διαδικασία. Την εποχή της έρευνας αυτής, στο συνδικάτο των τυπογράφων των Η.Π.Α. (ITU) ίσχυε εκλογικό σύστημα με δύο ψηφοδέλτια. Κατά τους εν λόγω ερευνητές, ο ανταγωνισμός αυτός για τις ανώτερες θέσεις εξουσίας στο μηχανισμό του συνδικάτου αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα που συντελεί στην ύπαρξη συνθηκών συνδικαλιστικής δημοκρατίας. Σε άλλη μελέτη του, ο Lipset αμφισβήτησε τη σχέση μεταξύ συνδικαλιστικής δημοκρατίας και ανταποκρισιμότητας με το αιτιολογικό ότι υπάρχει συνεχής σύγκρουση μεταξύ της ανάγκης για δράση υπέρ των βραχυπρόθεσμων (ανταποκρισιμότητα) συμφερόντων και της ανάγκης για δράση υπέρ των μακροπρόθεσμων (δημοκρατία) συμφερόντων των μελών. Στηρίχτηκε στη βάση μιας στενής αντίληψης για τη δημοκρατία υπονοώντας ότι η ανταποκρισιμότητα δεν αποτελεί σύγχρονη αρχή στο βαθμό που υπάρχουν συνθήκες για την εκδήλωση της πάλης για την εξουσία στο πλαίσιο των συνδικάτων.

Ένα βήμα παραπέρα, σε σχέση με την άποψη αυτή, κάνουν οι J. Edelstein και M. Warner, οι οποίοι θεωρούν ότι στοιχείο που δείχνει την ύπαρξη συνθηκών συνδικαλιστικής δημοκρατίας είναι η εγγύτητα των αποτελεσμάτων των εκλογικών διαδικασιών, στο βαθμό, βέβαια, που αυτές έχουν διεξαχθεί επί ίσοις όροις. Η εμπειρία όμως δείχνει ότι οι απερχόμενοι αξιωματούχοι διαθέτουν τους μηχανισμούς, την πείρα και τα μέσα που τους δίνουν το πλεονέκτημα στην εκλογική μάχη και τους φέρνουν ένα βήμα πιο μπροστά από τους εκλογικούς ανταγωνιστές τους. Τα κριτήρια που, κατ’ αυτούς, χρειάζονται ώστε να μπορεί κανείς να μιλήσει περί συνδικαλιστικής δημοκρατίας είναι συμμετοχή των μελών στην κατάρτιση και εφαρμογή της στρατηγικής, η ευθύνη λογοδοσίας των αξιωματούχων, η νομιμότητα των αντιπολιτευτικών ομάδων, η ύπαρξη διαδικασιών για την προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων και των μειονοτήτων.

Κατά την C. Dickenson, μέσω της εκλογικής διαδικασίας τα μέλη των συνδικάτων παρέχουν ενδείξεις για το βαθμό ικανοποίησής τους από την ανταπόκριση των ηγετικών στελεχών και των αξιωματούχων και την προώθηση των συμφερόντων τους. Ακούγεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η «φωνή» των μελών των συνδικάτων και για το λόγο αυτό προτείνει την εξασφάλιση μέσων και τρόπων για τη μαζική συμμετοχή τους στις εκλογικές διαδικασίες.

Τέλος, κατά τον J. Anderson τα επιθυμητά συστατικά στοιχεία της συνδικαλιστικής δημοκρατίας είναι η συμμετοχή των μελών στις διαδικασίες των συνδικάτων και η ανταπόκριση των αξιωματούχων στις επιθυμίες των μελών.

Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των προηγούμενων θεωρήσεων για τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και αυτών στις οποίες θα αναφερθούμε είναι η γραμμή «ατομικό-συλλογικό».

Στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης της συνδικαλιστικής δημοκρατίας από τη σκοπιά του «συλλογικού», ο P. Fairbrother θεωρεί ότι πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη ο δομικός ρόλος των συνδικάτων στο πλαίσιο της «ταξικής πάλης». Η συμμετοχή και η εμπλοκή των μελών σε όλες τις πλευρές της ζωής και δράσης των συνδικάτων καθώς και η κάθετη και οριζόντια ενεργή επικοινωνία μεταξύ αξιωματούχων και μελών είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες προώθησης της συνδικαλιστικής δημοκρατίας. Πρόκειται για μια διαδικασία μάθησης και κατανόησης των δημοκρατικών διαδικασιών, κάτι που άλλωστε είναι χαρακτηριστικό για τις περισσότερες ομάδες πίεσης και κινηματικούς φορείς της «κοινωνίας των πολιτών».

Κατά τον R. Hyman, στο μέτρο που, πράγματι, υπάρχει συνδικαλιστική δημοκρατία, αυτή θα πρέπει να προωθεί την ενεργό συμμετοχή των απλών μελών του συνδικάτου. Οι εκλογές για την ανάδειξη αιρετών οργάνων του συνδικάτου θα πρέπει να γίνονται συχνά ώστε να δίνεται δυνατότητα στα απλά μέλη να ελέγχουν τους εκλεγμένους αξιωματούχους, να προλαβαίνουν την ανάπτυξη συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και να αποτρέπουν τις καταχρήσεις εξουσίας εκ μέρους των εκλεγμένων και διορισμένων αξιωματούχων. Από την άλλη μεριά όμως ο Hyman επισημαίνει ότι τα συνδικάτα δεν λειτουργούν σε κοινωνικο-πολιτικό κενό. Περιβάλλονται και πιέζονται από τη μόνιμη δύναμη ισχυρών εξωτερικών θεσμών που υπαγορεύουν το πλαίσιο νομιμότητας των ενεργειών και δραστηριοτήτων των συνδικάτων. Άρα, συμπεραίνει ο Hyman, η συνδικαλιστική δημοκρατία παραμένει ακόμη στη φάση του οράματος και δεν είναι η καθημερινή πραγματικότητα για τα συνδικάτα.

Μια παρόμοια συγκροτημένη θέση για τη συνδικαλιστική δημοκρατία διατύπωσε o J. Hughes. Η συνδικαλιστική δημοκρατία μπορεί να επιτευχθεί όταν πληρούνται τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, η ενεργός συμμετοχή των μελών στη ζωή του συνδικάτου και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων συμβάλλει στην άσκηση ελέγχου των συνθηκών εργασίας. Είτε άμεσα είτε έμμεσα δι’ εκπροσώπων, η άσκηση της συνδικαλιστικής δημοκρατίας σημαίνει ενίσχυση της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης έναντι του εργοδότη και προστασία των συμφερόντων των μελών. Οι διαφορετικές μορφές διακυβέρνησης των συνδικάτων και η ύπαρξη διαφορετικών εκλογικών συστημάτων επηρεάζουν το επίπεδο συμμετοχής των μελών στα συνδικάτα. Δεύτερον, η ύπαρξη συνδικαλιστικών εκπροσώπων στους χώρους εργασίας, είτε πρόκειται για τα Διοικητικά Συμβούλια σωματείων είτε για επιτροπές εκπροσώπησης με ανακλητότητα των μελών τους από το σώμα που τις εκλέγει κάθε φορά, που διαπραγματεύονται για λογαριασμό του προσωπικού με τον εργοδότη. Τέλος, είναι σημαντικότατος όρος για την ύπαρξη συνδικαλιστικής δημοκρατίας, η διενέργεια τακτικών εκλογών ανάδειξης ηγεσιών με ανταγωνιζόμενα ψηφοδέλτια και πλήρη ελευθερία λόγου για όλα τα μέλη σε όλα τα επίπεδα.

Σύμφωνα με τον R. Undy και τους συνεργάτες του, η διαδικασία λήψης των αποφάσεων στα συνδικάτα περνάει μέσα από κάθετους και οριζόντιους διαύλους επικοινωνίας. Στον κάθετο δίαυλο λαμβάνονται οι αποφάσεις και στον οριζόντιο διεξάγεται η διαδικασία διαλόγου και διαπραγμάτευσης μεταξύ των μελών του συνδικάτου. Ο βαθμός ανάπτυξης της συνδικαλιστικής δημοκρατίας εξαρτάται από την έκταση ελέγχου των αξιωματούχων και την συγκεντροποίηση μέσα στους διαύλους αυτούς.

Στην ίδια κατεύθυνση, ο W.Howard επικεντρώνει τους φακούς του στη συμμετοχή των μελών στη συνδικαλιστική δράση και στις διαδικασίες και τη ζωή του συνδικάτου ως δείκτη συνδικαλιστικής δημοκρατίας. Ένα σοβαρό πρόβλημα που εντοπίζει ο Howard στην προσπάθεια εμπέδωσης θεσμών συμμετοχικής συνδικαλιστικής δημοκρατίας είναι η απάθεια πολλών μελών που δεν συμμετέχουν στις διαδικασίες αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στην κατάχρηση της εξουσίας εκ μέρους αξιωματούχων των συνδικάτων και συνδικαλιστικών παρατάξεων. Για την αποφυγή τέτοιων καταστάσεων ο Howard επιφορτίζει τους συνδικαλιστές με το καθήκον της καθιέρωσης θεσμών, κανόνων και διαδικασιών που να προστατεύουν την πλειοψηφία των μελών από τις ανεξέλεγκτες μειοψηφίες.

Η κριτική της Α. Glenane και των συνεργατριών της τονίζει ότι τόσο οι οπαδοί της φιλελεύθερης όσο και οι οπαδοί της συμμετοχικής συνδικαλιστικής δημοκρατίας αγνοούν τις απόψεις και τις αντιλήψεις των μελών των συνδικάτων όσον αφορά τις μορφές συνδικαλιστικής δημοκρατίας που επιλέγουν. Αντιθέτως, αντλούν θεωρητικά επιχειρήματα κυρίως από το χώρο της πολιτικής επιστήμης και της κοινωνιολογίας με τυπικό τρόπο. Για να υπερβούν τα προβλήματα αυτά οι ερευνήτριες της ομάδας κατέβαλαν προσπάθεια να αναζητήσουν, να καταγράψουν και να αναλύσουν τις γνώμες των εργατών / τριών μελών ενός βιομηχανικού συνδικάτου της Αυστραλίας. Χρησιμοποιώντας ερευνητικά εργαλεία τόσο ποιοτικής όσο και ποσοτικής ανάλυσης κατάφεραν να συμπεράνουν, χωρίς όμως να γενικεύουν, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, και με όλους τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν από το χαρακτήρα της έρευνας , επικρατούσε η λογική της φιλελεύθερης αντίληψης για τη συνδικαλιστική δημοκρατίας χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα στοιχεία της συμμετοχικής αντίληψης αφήνονται στο περιθώριο, καθόσον από τις απαντήσεις έβγαινε το συμπέρασμα ότι τα μέλη του συνδικάτου επιθυμούσαν την ενίσχυση των διαύλων οριζόντιας επικοινωνίας.

Μια πολλαπλών αποδεκτών έρευνα αναλόγου περιεχομένου με αυτή της ομάδας Glenane et al αλλά με πανεθνικής εμβέλειας φιλοδοξίες διεξήχθη στις Η.Π.Α. από την ερευνητική ομάδα των R. Freeman και J. Rogers. Η έρευνα αυτή έπρεπε πρώτα απ’ όλα να αναμετρηθεί με τη δύναμη των «επιχειρημάτων» που προέβαλλαν οι αντίπαλοί της: «Γιατί να ασχοληθούμε με το τι επιθυμούν οι εργάτες στο χώρο εργασίας όταν οι θέσεις εργασίας αορίστου διαρκείας (πλήρους απασχόλησης) ανήκουν στο παρελθόν;», «Γιατί να ασχοληθούμε με το πότε είναι δυσαρεστημένοι οι εργάτες όταν ο χώρος εργασίας τους μπορεί πάντοτε να είναι κάποιος άλλος;», «Γιατί να ασχοληθούμε αφού η συνολική απασχόληση και τα εισοδήματα αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς;» και «Γιατί να ασχοληθούμε με το τι θέλουν οι απλοί εργάτες, όταν οι διοικήσεις των επιχειρήσεων και οι ειδικοί των συνδικάτων γνωρίζουν καλύτερα πώς να σχεδιάζουν συστήματα διακυβέρνησης του χώρου εργασίας και να νομοθετούν;». Στα ερωτήματα αυτά αποτυπώνονται με σαφή τρόπο τόσο τα προβλήματα που προκύπτουν από την ύπαρξη του εξωτερικού περιβάλλοντος των συνδικάτων, δηλαδή το πολιτικό-οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο, όσο και τα προβλήματα που προαναφέραμε εξετάζοντας τις κυριότερες απόψεις περί συνδικαλιστικής δημοκρατίας, ειδικά αυτών της φιλελεύθερης αντίληψης.

Είναι σαφές ότι η ολοένα και πιο ραγδαία μεταβαλλόμενη κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα και η αναδιάρθρωση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων επιβάλλουν την ανασυγκρότηση, ανασύνταξη και αντεπίθεση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Είναι, επίσης, σαφές ότι χρειάζεται ταυτόχρονα ο εκδημοκρατισμός της οργάνωσής τους και το άνοιγμα των συνδικάτων στα νέα κοινωνικά στρώματα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της νέας καπιταλιστικής οικονομίας (νέοι, γυναίκες, μετανάστες, πρόσφυγες, εργαζόμενοι με πρόσκαιρη και μερική απασχόληση, τηλεργαζόμενοι κ.α.) και απαιτούν την συνδικαλιστική ένταξή τους. Η εισαγωγή της νέας τεχνολογίας στο χώρο της οικονομίας και των επιχειρήσεων δεν έχει αποκλειστικά αρνητικές συνέπειες (απολύσεις και αποειδίκευση) καθώς παρέχει τις αυξημένες δυνατότητες οριζόντιας επικοινωνίας και διασύνδεσης των εργαζομένων μέσω των ψηφιακών δικτύων συμβάλλοντας στην ενεργοποίηση των μελών των συνδικάτων, τη συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων και τον έλεγχο της υλοποίησής τους από τις εκλεγμένες ηγεσίες τους. Οι δυνατότητες κατοχύρωσης της συνδικαλιστικής δημοκρατίας και αυτοδιαχείρισης των συνδικάτων είναι σήμερα μεγαλύτερες από ό,τι στο παρελθόν και η αποτελεσματικότητα και η δημοκρατία μπορούν πλέον να συνυπάρχουν.

Tuesday, April 07, 2009

"Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΩΣ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ ΣΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ"

Πέρασαν εννέα χρόνια από τότε που ο Κ. Σημίτης κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές του 2000. Έκτοτε το ΠΑΣΟΚ ακολούθησε ως κυβέρνηση και ως κόμμα τη μεγάλη πτώση του. Σήμερα οι δημοσκοπήσεις το φέρνουν ξανά στην πρώτη θέση και μάλιστα το δείχνουν να φλερτάρει (όχι μόνο με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και) με την κυβερνητική αυτοδυναμία. Λένε ότι "ο λαός ξεχνάει". Μεγάλο λάθος, όχι γιατί "ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά" και η Δεξιά του μικρού Καραμανλή που κυβερνά για λίγες εβδομάδες ακόμη του το θυμίζει, αλλά γιατί δεν υπάρχει ένας "ενιαίος λαός". Ο λαός είναι μια πλασματική οντότητα. Υπάρχουν κοινωνικές τάξεις και στρώματα που τα συμφέροντά τους διακυβεύονται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, ανεξάρτητα από το βάθος των διαιρέσεων και των αντιθέσεων που χωρίζουν τα κόμματα εξουσίας. Ας δούμε, λοιπόν, τι παιζόταν στις εκλογές της 9ης Απριλίου 2000. Πρώτα-πρώτα,ιδού τα αποτελέσματα:

Αποτελέσματα (από τη Βικιπέδια)
Κόμματα Αρχηγοί Ψήφοι Έδρες
Αριθμός % +− % Αριθμός +−
Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) Κωνσταντίνος Σημίτης 3.007.596 43,79 +2,30 158 -4
Νέα Δημοκρατία Κωνσταντίνος Α. Καραμανλής 2.935.196 42,74 +4,62 125 +17
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Κ.Κ.Ε.) Αλέκα Παπαρήγα 379.454 5,52 -0,09 11 0
Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου (ΣΥΝ) Νίκος Κωνσταντόπουλος 219.880 3,20 -1,92 6 -4
Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα (ΔΗ.Κ.ΚΙ.) Δημήτρης Τσοβόλας 184.598 2,69 -1,74 0 -9
Δημοκρατική Περιφερειακή Ένωση (Δ.Π.Ε.) Μιχάλης Χαραλαμπίδης 32.068 0,47 - 0 -
Ένωση Κεντρώων Βασίλης Λεβέντης 23.228 0,34 -0,38 0 0
Ένωση Οικολόγων Δημοσθένης Βεργής 20.446 0,30 +0,01 0 0
Εθνική Συμμαχία Γρηγόρης Μιχαλόπουλος 14.703 0,21 - 0 -
Πρώτη Γραμμή Κωνσταντίνος Πλεύρης 12.125 0,18 - 0 -
Μέτωπο Ριζοσπαστικής Αριστεράς 8.132 0,12 -0,03 0 0
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας μαρξιστικό-λενινιστικό (ΚΚΕ-μλ) 7.301 0,11 - 0 -
Κόμμα Ελληνισμού Σωτήρης Σοφιανόπουλος 6.272 0,09 -0,09 0 -
Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Μ.Λ.-Κ.Κ.Ε.) 5.866 0,09 +0,03 0 -
Οικολόγοι Εναλλακτικοί 3.321 0,05 -0,03 0 0
Κόμμα Φιλελευθέρων 2.091 0,03 - 0 -
Αγωνιστικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας 2.026 0,03 +0 0 0
Αυτόνομο Κίνημα Εργατικής Πολιτικής (Α.Κ.Ε.Π.) 1.145 0,02 - 0 -
Οργάνωση για την Ανασυγκρότηση του ΚΚΕ (Ο.Α.Κ.Κ.Ε.) 1.126 0,02 - 0 -
Άλλα 1.437 0,0 - - -
Έγκυρες ψήφοι 6.868.011 100,00 300
Άκυρες ψήφοι 158.516
Σύνολο 7.026.527(74,96%)

Αυτά όσον αφορά τα αριθμητικά στατιστικά στοιχεία. Παρακάτω δημοσιεύω ένα παλιό μου σεμιναριακό κείμενο που αφορά την εργασία και πώς την αντιλαμβάνονταν τα πολιτικά κόμματα και πώς εκφραζόταν αυτό στις προγραμματικές διακηρύξεις τους.

Θανάσης Τσακίρης

Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΩΣ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ ΣΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2000

του Θανάση Τσακίρη


Το άρθρο αυτό αναφέρεται στις αντιλήψεις των πολιτικών κομμάτων της χώρας μας, σχετικά με την εργασία και τις προτάσεις τους στο θέμα αυτό, όπως αποτυπώνονται στα προγράμματα και τις διακηρύξεις τους κατά την προεκλογική περίοδο Μαρτίου – Απριλίου 2000. Θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε στοιχεία από τις θεωρίες που επηρεάζουν τον πολιτικό προγραμματικό λόγο των κομμάτων στη συγκεκριμένη περίοδο ώστε να μπορέσουμε σε επόμενη φάση να κρίνουμε τις δυνατότητες εφαρμογής των προτεινόμενων μέτρων μέσα από τις προγραμματικές δηλώσεις και τις πράξεις της κυβέρνησης καθώς και τις αντιπροτάσεις και τη δραστηριότητα της αντιπολίτευσης.

Η αντιμετώπιση του θέματος δεν θα είναι ολοκληρωμένη αν δεν αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται η «ατζέντα» των «διακυβευμάτων» στην προεκλογική περίοδο. Γιατί η διαδικασία διαμόρφωσης ενός πολιτικού προγράμματος δεν είναι μια διαδικασία που αφορά μόνο το ανώτερο πολιτικό προσωπικό των κομμάτων αλλά προσδιορίζεται από πολλές παραμέτρους που έχουν αναφορά στην κοινωνία και τις διεργασίες της που άμεσα ή έμμεσα επιδρούν.

ΤΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ

Όταν μια κατάσταση προκαλεί δυσφορία σε ένα τμήμα ή ομάδα του κοινωνικού συνόλου και αυτή η δυσφορία εκφράζει «αρνητική αξιολόγηση των υφιστάμενων σχέσεων ή της συλλογικής ενέργειας που παράγει, συντηρεί ή επιτείνει μια δυσάρεστη κατάσταση» τότε μιλάμε για «κοινωνικό πρόβλημα» . Ήδη από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης η «εργασία» αποτελεί το μείζον «κοινωνικό πρόβλημα» . Πάνω στη βάση αυτή συγκροτήθηκε από την ολοένα και διογκούμενη εργατική τάξη το εργατικό κίνημα με τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα που την εκπροσωπούσαν. Η παρουσία στο πολιτικό προσκήνιο των εργατικών και σοσιαλδημοκρατικών μαζικών κομμάτων από τα τέλη του περασμένου αιώνα έφερε στην ημερήσια πολιτική διάταξη το ζήτημα της εργασίας ως «διακύβευμα» (issue) των εκλογικών αναμετρήσεων.

Τι είναι, όμως, και πώς διαμορφώνεται η πολιτική ημερήσια διάταξη (ατζέντα); «Ως ημερήσια διάταξη (ατζέντα), ορίζεται το σύνολο των προβλημάτων που θεωρούνται ότι απαιτούν δημόσια συζήτηση ή ακόμη την παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας» . Η δομο-λειτουργική θεωρία του T.Parsons το πολιτικό σύστημα αποτελεί υποσύστημα του κοινωνικού συστήματος. Το πολιτικό σύστημα επικοινωνεί με το γενικό σύστημα της κοινωνικής δράσης και μέσω αυτού με το αρχικό εξωτερικό περιβάλλον του κοινωνικού συστήματος. Στη συστημική θεωρία για την πολιτική η έννοια του αιτήματος κατέχει κεντρική θέση γιατί είναι, τρόπον τινά, η «πρώτη ύλη» των εισροών (inputs) του πολιτικού συστήματος που τις μετατρέπει (conversion process) σε εκροές (outputs) που είναι οι αποφάσεις των κοινοβουλίων, των κυβερνήσεων και της κρατικής μηχανής. Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν τους κύριους «θυροφύλακες» (gatekeepers) του πολιτικού συστήματος. Αντίθετα με τους T. Parsons και D. Easton , οι μελέτες των οποίων για το πολιτικό σύστημα αδυνατούν να διεισδύσουν στις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα της πραγματικότητας και να περιγράψει τις λειτουργίες στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος, τους τρόπους σύνδεσης των διαφοροποιημένων μερών του, τους τόπους άρθρωσης των γεγονότων στο εσωτερικό του με τις δυνάμεις που δρουν στα όρια εντός κι εκτός του συστήματος αυτού και των μεταξύ τους συνδετικών αρμών, οι R. Cobb και C. Elder μελετώντας το πολιτικό σύστημα αναλυτικά και διεξοδικά, διέκριναν δυο είδη πολιτικής ατζέντας : τη δημόσια (ή συστημική) ατζέντα και τη θεσμική (ή κυβερνητική ή επίσημη) ατζέντα. Η διάκριση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί μας επιτρέπει να εστιάσουμε τους φακούς της ανάλυσης εκεί ακριβώς όπου εμφανίζεται η πολιτική αντιπαράθεση και τα κοινωνικά ζητήματα μετατρέπονται και αναβαθμίζονται σε πολιτικά "διακυβεύματα". Ένα κοινωνικό πρόβλημα μεταβάλλεται σε πολιτικό διακύβευμα όταν γύρω από αυτό συγκρούονται δυο ή και περισσότερες ομάδες και η σύγκρουση αναφέρεται στα ουσιαστικά ή στα διαδικαστικά ζητήματα που συνδέονται με την κατανομή πόρων ή θέσεων . Αυτή η σύγκρουση λαμβάνει χώρα συνήθως κατά τη συγκρότηση της ημερήσιας διάταξης του πολιτικού (δια)λόγου ή και αντιπαράθεσης. Ένα θέμα πρώτα εγγράφεται σ’ αυτήν και κατόπιν στη θεσμική ατζέντα, δίχως βέβαια και να αποκλείεται η άμεση εγγραφή του στη θεσμική. Η δομή της θεσμικής ατζέντας εκφράζει στην ουσία τα θεσμικά και δομικά εμπόδια και τη γενικότερη προδιάθεση του πολιτικού συστήματος απέναντι σε κάποιου τύπου προβλήματα και τα οποία εμπόδια σχετίζονται με την άνιση ικανότητα πρόσβασης των ατόμων ή ομάδων σ’ αυτό. Στη διαδικασία προώθησης των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης στους θεσμούς, εκτός από τα ίδια τα μέλη της κρατικής εξουσίας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σημαντικός είναι ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων, των ομάδων πίεσης ή ομάδων συμφερόντων, των κινήσεων πολιτών για την προώθηση του όποιου κοινωνικού ζητήματος.

Ως εκ τούτου προκύπτει από τα παραπάνω ένα διπλής όψεως ερώτημα: πώς συμβάλλει ένα πολιτικό κόμμα στη διαμόρφωση της δημόσιας ατζέντας και πώς διαμορφώνεται η δική του ατζέντα, ή αλλιώς το εκλογικό πρόγραμμά του και η γενικότερη κομματική πολιτική του; Στην παρούσα εργασία θα ασχοληθούμε μόνο με τη μία όψη του ερωτήματος, δηλαδή τη διαμόρφωση του πολιτικού προγράμματος του κόμματος.

Είναι αυτονόητο ότι μιλάμε για ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα στο οποίο τα κόμματα αποτελούν «το πλέον σημαντικό τμήμα των αντιπροσωπευτικών δομών στις σύνθετες δημοκρατικές κοινωνίες» , χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζουμε πλευρές της κριτικής που έχει υποστεί αυτή η κάπως «απόλυτη» διατύπωση» . Η ύπαρξη του κομματικού συστήματος έρχεται να αναδείξει την ιστορική μεταβολή του πολιτικού συστήματος, όπου η προγενέστερη κυρίαρχη σχέση μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας και της νομοθετικής εξουσίας ήταν σε βάρος της δεύτερης αλλοιώνεται, με την καθολίκευση του δικαιώματος της ψήφου και την ορμητική είσοδο της εργατικής τάξης στο προσκήνιο, υπέρ της νομοθετικής εξουσίας και την συγκέντρωση της εκτελεστικής εξουσίας στην κυβέρνηση, η οποία έχει την πολιτική ευθύνη της διακυβέρνησης μετά από την έγκρισή της από την πλειοψηφία του κοινοβουλίου (αρχή της δεδηλωμένης). Ο πολιτικός αγώνας μεταξύ ανωτάτου άρχοντος και κοινοβουλίου μεταβλήθηκε σε πολιτικό αγώνα μεταξύ της κυβερνώσας πλειοψηφίας και της αντιπολιτευόμενης μειοψηφίας (ή μειοψηφιών). Τα πολιτικά κόμματα και η λειτουργία του πολιτικού συστήματος αποτελούν την «κεντρική συνιστώσα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και βασικό παράγοντα για τη διαμόρφωση της θεσμικής ισορροπίας στο πολιτικό σύστημα».

Στη σημερινή ελληνική πολιτική πραγματικότητα συναντάμε, κατά τη γνώμη μου, όλων των ειδών τα πολιτικά κόμματα που έχουν ιστορικά χαρακτηριστεί ανάλογα με τον τύπο της οργάνωσής τους: κόμματα καρτέλ (cartel parties) πανσυλλεκτικά κόμματα (catch-all parties), κόμματα μαζών (mass parties) και κόμματα στελεχών (notables parties or cadre parties). Τα πολιτικά κόμματα είναι, πρώτα απ’ όλα, οργανώσεις μέσω των οποίων η κοινωνία συναντά την πολιτική και τα κοινωνικά προβλήματα και αιτήματα μετατρέπονται σε πολιτικά. Συνεπώς, το κύριο καθήκον τους είναι η συνάρθρωση των αιτημάτων σε πρόγραμμα προτάσεων κυβερνητικής πολιτικής. Έτσι, τα κόμματα οργανώνονται με τρόπο τέτοιο ώστε να υποδέχονται και να διηθούν τα κοινωνικά αιτήματα καταστρώνοντας αποτελεσματικότερους τρόπους προώθησή τους στο εσωτερικό του πολιτικού και κρατικού συστήματος. Τα κόμματα αποτελούν, εκτός των άλλων, και παράγωγα της «δομής πολιτικών ευκαιριών» .

Στην ελληνική μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία, το κόμμα που αξιοποίησε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την αλλαγή της δομής των πολιτικών ευκαιριών ήταν το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα σε αντίθεση με τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο. Η οργανωτική του συγκρότηση και η πολιτική του σύνθεση, ο εσωτερικός συσχετισμός δυνάμεων και η δυναμική του αντανακλώνται κάθε φορά στον τρόπο διατύπωσης και καταγραφής των κοινωνικών αιτημάτων στο πολιτικό του πρόγραμμα. Με τα δεδομένα αυτά μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ως ένα κόμμα το οποίο στην 26ετή πορεία του συμπύκνωσε όλα τα παραπάνω ιστορικά στάδια της εξέλιξης των πολιτικών κομμάτων: 1974-κόμμα στελεχών, 1975 ως 1977 κόμμα μαζών, 1977 ως 93-πανσυλλεκτικό και 1993-2000 κόμμα-καρτέλ . Κατά τη διάρκεια αυτής της ιστορικής διαδρομής, ο συνεχής επαναπροσδιορισμός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο επίπεδο των προγραμματικών θέσεων οφείλεται στην αλλαγή των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών μεταξύ των τριών διαφορετικών συνιστωσών του («αριστεροί-σοσιαλιστές», «παλαιοκομματικοί-κεντρώοι», «τεχνοκράτες»). Δείγμα της δυναμικής ανασύνθεσης και αναδιάρθρωσης του εσωτερικού συσχετισμού δυνάμεων αποτελεί και το πρόγραμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που παρουσιάστηκε για τις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου 2000 στο οποίο θα αναφερθούμε στο επόμενο κεφάλαιο.

Η περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας είναι σχετικά διαφορετική. Αν και συγκεντρώνει πολλά από τα χαρακτηριστικά του κόμματος-καρτέλ, εν τούτοις θα μπορούσαμε με μεγαλύτερη ακρίβεια να την χαρακτηρίσουμε ως πανσυλλεκτικό κόμμα λόγω της μακρόχρονης παραμονής στην αντιπολίτευση, κατάσταση που δυσκολεύει το κόμμα να αξιοποιήσει πλήρως τους πόρους και τους μηχανισμούς του κράτους . Για την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης, κατά την οποία κυριαρχούσε πολιτικά η ΝΔ υπό την ηγεσία του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κόμμα αυτό είχε θεωρητικοποιήσει την πανσυλλεκτικότητα με την ταύτιση του λαού με το έθνος και την επιδίωξή της να εκφράσει αυτή την ταύτιση. Όπως έχουν δείξει αρκετές μελέτες , η σημερινή ΝΔ διευρύνει ξανά, μετά το (νέο)φιλελεύθερο πείραμα της περιόδου 1989-1993, το εκλογικό της ακροατήριο προς τις λαϊκές τάξεις των πόλεων και της υπαίθρου , με αποτέλεσμα τόσο στο επίπεδο της οργάνωσης όσο και του προγραμματικού λόγου να συνυπάρχουν στοιχεία του παραδοσιακού της ακροατηρίου (προερχόμενα από τις αμιγώς αστικές και μικροαστικές τάξεις και περιοχές) όσο και των νέων εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.

Με τη σειρά τους τα κόμματα της αριστεράς – παραδοσιακής και ανανεωτικής – αναπτύχθηκαν ιστορικά σύμφωνα με το πρότυπο του κόμματος μαζών. Βέβαια, η ελληνική πολιτική παράδοση και κουλτούρα καθώς και η ιδιαίτερη ιστορία των κομμάτων αυτών είχε ως αποτέλεσμα στη μεταπολιτευτική περίοδο να αναπτυχθούν με ιδιότυπο τρόπο. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας , το οποίο κατά το μεγαλύτερο διάστημα της μεταπολιτευτικής περιόδου ηγεμονεύει, πολιτικά και ιδεολογικά, στο χώρο της αριστεράς, αποπειράθηκε με ένα ιδιόμορφο τρόπο να προβληθεί ως ένα μεσαίου μεγέθους «πολυσυλλεκτικό» κόμμα συμβάλλοντας στη δημιουργία του ενιαίου «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» κατά την τριετία 1988-1991. Μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τη συμμετοχή του κόμματος στις κυβερνήσεις Τζαννετάκη (συγκυβέρνηση με ΝΔ) και Ζολώτα (οικουμενική κυβέρνηση) και τις αλλεπάλληλες διασπάσεις (νεολαία-1989, αποχώρηση ανανεωτικής πτέρυγας-1991) το ΚΚΕ αποσύρθηκε από το «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου» αρνούμενο τη μετεξέλιξη του τελευταίου σε ενιαίο κομματικό οργανισμό. Η οργανωτική και πολιτική ανασυγκρότηση του ΚΚΕ στη δεκαετία του ’90 είχε μεν ως αποτέλεσμα τη μαζικοποίησή του στο χώρο της νεολαίας, των επαγγελματοβιοτεχνών και των εργατών σε φθίνοντες και μη ανταγωνιστικούς βιομηχανικούς κλάδους αλλά δεν στάθηκε δυνατό να προσεγγίσει τα επίπεδα των δεκαετιών ’80 και ’90. Η διαδικασία εκπόνησης του προγράμματος του ΚΚΕ διαφέρει από αυτή των πανσυλλεκτικών κομμάτων και κομμάτων – καρτέλ, που αναθέτουν τη διαδικασία σε ειδικούς τεχνοκράτες ή σε εταιρείες πολιτικής έρευνας, και προσιδιάζει περισσότερο στα ιεραρχικά και γραφειοκρατικά οργανωμένα κόμματα μαζών που έχουν έντονες ιδεολογικές αναφορές: εισήγηση – έγκριση του προγράμματος ή των τροποποιήσεών του από το Πολιτικό Γραφείο και την Κεντρική Επιτροπή και προώθηση για τελική έγκριση στο Συνέδριο του Κόμματος. Ανάλογη είναι η διαδικασία που ακολουθείται στα άλλα δύο κόμματα της σημερινής κοινοβουλευτικής αριστεράς. Βέβαια, υπάρχουν διαφορές: π.χ. στο σημερινό «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου» το πρόγραμμα αποφασίζεται μετά από εισήγηση της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής στο Διαρκές Συνέδριο που ενδέχεται να κληθεί εκτάκτως για το σκοπό αυτό.



Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ

ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Τα ζητήματα της εργασίας, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Πρωθυπουργού και Προέδρου του Ε.Γ. του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κ. Κώστα Σημίτη, εντάσσονται στη γενικότερη προγραμματική αντίληψη του κινήματος που προκρίνει «την πορεία εκσυγχρονισμού της χώρας, "την άλλη σύγκλιση", τη μεταρρύθμιση σε κρίσιμους τομείς, όπως η Δημόσια Διοίκηση, η Παιδεία, η Υγεία, το Κοινωνικό Κράτος». Στα δε πλαίσια της «ισχυρής και δίκαιας» Ελλάδας εντάσσεται ο προγραμματισμός για «δυνατότητες απασχόλησης, νέες ευκαιρίες δημιουργίας, μια καλύτερη ζωή, προοπτική για τη νέα γενιά». Η επιλογή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για συμμετοχή της Ελλάδας στην Οικονομική Νομισματική Επιτροπή (ΟΝΕ) αποτελεί το πλαίσιο «προστασίας της χώρας από τους κραδασμούς της διεθνοποίησης» και μοχλό «ανάπτυξης, ταυτόχρονα στο εσωτερικό της χώρας».

Πώς όμως αντιλαμβάνεται το ΠΑ.ΣΟ.Κ. την ίδια την εργασία στο πλαίσιο αυτό; Στη συγκεκριμένη ομιλία του Πρωθυπουργού δεν διατυπώνεται σαφώς το «νέο όραμα». Η νέα αντίληψη για την εργασία αποσαφηνίζεται πολύ παραστατικά στο αναλυτικό πρόγραμμα για τη νέα τετραετία :«…πιστεύουμε ότι η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα συνδέεται αναπόσπαστα με την απόρριψη της αντίληψης που κατατέμνει τη ζωή στον κλειστό και στεγανό κύκλο: εκπαίδευση – εργασία – συνταξιοδότηση». Επίσης αναφέρεται ότι το γενικό πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑ.ΣΟ.Κ. «σηματοδοτείται από μεταρρυθμίσεις του θεσμικού πλαισίου προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης "ευελιξίας γνώσης" στην αγορά εργασίας και την ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού με νέες κομβικές δεξιότητες, ώστε να καθίσταται ικανό να ανταπεξέρχεται στις νέες απαιτήσεις που δημιουργεί η εφαρμογή νέων τεχνολογιών σε όλο και περισσότερους τομείς της οικονομίας» .

Η κεντρική ιδέα, λοιπόν, είναι αυτή της απόρριψης του παλιότερου προτύπου ζωής που αντιστοιχούσε, σε γενικές γραμμές, στην «παλιά οικονομία» του βιομηχανικού καπιταλισμού και της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης και η αντικατάστασής της από το νέο πρότυπο της «νέας οικονομίας» που στηρίζεται στη «γνώση» και την τεχνολογία της πληροφορικής. Στο πρόγραμμα καθίσταται σαφής η ιδέα αυτή: «Η "νέα οικονομία" απαιτεί στέρεες, γενικές γνώσεις, αλλά και εξειδίκευση. Βασίζεται στο πνεύμα πρωτοβουλίας, την ευελιξία, τη δυνατότητα δημιουργικής προσαρμογής σε συνθήκες που μεταβάλλονται ραγδαία».

Με βάση την παραπάνω συλλογιστική προκύπτουν οι προτεινόμενοι κεντρικοί άξονες χάραξης της πολιτικής για την εργασία. Πρώτος άξονας είναι αυτός της ανάπτυξης: υψηλότεροι ρυθμοί, ισχυροποίηση της εθνικής ανταγωνιστικότητας και της εγχώριας ζήτησης, ανάπτυξη επιχειρησιακού πνεύματος για ενίσχυση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, τόνωση της επιχειρηματικότητας για τις μεγαλύτερες μονάδες ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητά τους. Δεύτερος άξονας θεωρείται η επένδυση στη γνώση: κατοχύρωση του κοινωνικού δικαιώματος στην ελεύθερη πρόσβαση, αναδιάρθρωση προγραμμάτων σπουδών σε όλες τις βαθμίδες, βελτίωση εκπαιδευτικού αποτελέσματος της διδασκαλίας και της αξιολόγησης, σύνδεση της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής κατάρτισης με την αγορά εργασίας, προώθηση της δια βίου εκπαίδευσης. Τρίτος άξονας είναι η δυναμική αναπροσαρμογή της εργασίας στην κοινωνία της πληροφορίας: ένταξη της τηλεργασίας με ταυτόχρονη κατοχύρωση των εργατικών δικαιωμάτων και μεταρρύθμιση του συνολικού θεσμικού πλαισίου. Τέταρτος άξονας θεωρείται η διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου συνεργασίας με το ιδιωτικό κεφάλαιο: «θέσπιση ειδικών κινήτρων και επενδύσεων για προγράμματα ανάπτυξης ανθρωπίνου δυναμικού, προώθηση της εταιρικότητας του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στην ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση». Πέμπτος άξονας είναι η πρόληψη: πέρασμα από «τη λογική των επιδοτήσεων στην προληπτική δράση» στην «έγκαιρη διάγνωση των αναγκών και εξελίξεων στην αγορά εργασίας» και με «ενεργά μέτρα προώθησης της απασχόλησης, στη βάση της εξατομικευμένης προσέγγισης και της ισότητας στην πρόσβαση». Ο έκτος και τελευταίος, αλλά σημαντικότερος κατά το πρόγραμμα, άξονας είναι η διασφάλιση των ίσων ευκαιριών: καταπολέμηση κάθε μορφής διάκρισης και διαχωρισμού και ένταξη στην ενεργό ζωή των νέων, των γυναικών, των εργαζομένων μεγάλης ηλικίας, των ατόμων με ειδικές ανάγκες και ικανότητες και αποτροπή του κοινωνικού αποκλεισμού τους.

Στη συνέχεια του προγράμματος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. προτείνονται διάφορα γενικά μέτρα όπως το «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Απασχόληση», το «Εθνικό σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης και δια βίου μάθησης», η «Ποιότητα στην επαγγελματική κατάρτιση και σύνδεση με την απασχόληση», οι «Ενέργειες υπέρ της απασχόλησης και της προστασίας των ανέργων», οι «Ίσες ευκαιρίες για τις γυναίκες» και οι «Ίσες ευκαιρίες για τα άτομα με ειδικές ανάγκες».

Ένας από τους στόχους του ΠΑ.ΣΟ.Κ., όπως περιγράφεται στο πρόγραμμα, είναι η μετατροπή του ρόλου κράτους σε αυτόν του ευέλικτου μηχανισμού και στρατηγείου ανάπτυξης» που θα συνεργάζεται με τους «κοινωνικούς εταίρους» . Στο πλαίσιο αυτό προτείνει προς την πλευρά των επιχειρήσεων να προχωρήσουν σε μέτρα συμμετοχής των εργαζομένων «στο θετικό αποτέλεσμα που παράγει μια επιχείρηση»,δηλαδή «χορήγηση μετοχών / συμμετοχή στα κέρδη». Στο 35ωρο αφιερώνεται όλη κι όλη μία γραμμή: «Το 35ωρο εξακολουθεί να είναι στόχος. Συνεχίζουμε και διευρύνουμε τις πιλοτικές εφαρμογές του».

Τέλος, αναφέρεται ότι ως αποτέλεσμα της πολιτικής του ΠΑ.ΣΟ.Κ., κατά την επόμενη τετραετία, θα δημιουργηθούν, με τη βοήθεια του ΟΑΕΔ και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και χάρη στην εκταμίευση του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (15,7 τρις. Δρχ.), 300.000 νέες ευκαιρίες πρόσβασης στην αγορά εργασίας, 300.000 νέες ευκαιρίες κατάρτισης για ανέργους, 300.000 ευκαιρίες κατάρτισης που απευθύνονται σε ήδη εργαζόμενους.

ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η ΝΔ θεωρεί ότι «ο κόσμος ολόκληρος βρίσκεται στο τέλος μιας εποχής και στην αρχή μιας άλλης». Διανύουμε το πρώτο στάδιο της μεταβιομηχανικής εποχής» που είναι «το στάδιο της παγκοσμιότητας, της τεχνολογίας και της γνώσης». Χαρακτηριστικό της εποχής αυτής είναι ότι οι εξελίξεις σε όλους τους τομείς «προσλαμβάνουν μια πρωτόγνωρη ταχύτητα» και επηρεάζονται «οι συνήθειες, οι συμπεριφορές, οι νοοτροπίες των ανθρώπων». Στα πλαίσια της προσπάθειας ένταξης στην ΟΝΕ η ΝΔ θεωρεί ότι έπρεπε να είχε καταρτιστεί «πλήρες και εφαρμόσιμο πρόγραμμα σύγκλισης» που θα είχε ως στόχο την «ταχύρυθμη ανάπτυξη της οικονομίας» με αναγκαία συνθήκη την «ανακούφιση των οικονομικά ασθενέστερων» σε συνεργασία «με όλους τους κοινωνικούς εταίρους και τους φορείς». Η ΝΔ τονίζει ότι επιβάλλεται «ένα νέο ποιοτικό άλμα» ώστε να γίνει δυνατή η λύση των προβλημάτων που έρχονται από το παρελθόν και να αντιμετωπίζονται οι καινούργιοι κίνδυνοι της νέας εποχής κατά την οποία υπάρχει μια «διαρκής αναζήτηση στο χώρο του συγκεκριμένου και του αποτελεσματικού». Γι’ αυτό επισημαίνεται ότι πρέπει να υιοθετηθεί ουσιαστικά ο φιλελευθερισμός και οι βασικές αρχές του από τις κύριες πολιτικές δυνάμεις.

Η ΝΔ αναγνωρίζει ότι «το σοβαρότερο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας στο ξεκίνημα του νέου αιώνα είναι η έκρηξη της ανεργίας». Η αιτία, σύμφωνα με τη ΝΔ, βρίσκεται στο ότι «η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να ικανοποιήσει τα ονομαστικά κριτήρια σύγκλισης» άφησε την ανεργία «να πάρει τρομακτικές διαστάσεις».

Μετά την παράθεση μιας σειράς στοιχείων, σχετικά με την οικονομική κατάσταση των εργαζόμενων και των ανέργων, στο πρόγραμμα αντιπαρατίθενται οι στόχοι της ΝΔ. Πρώτη προτεραιότητα αποδίδεται στην αντιμετώπιση του προβλήματος της απασχόλησης και στη διασφάλιση του δικαιώματος στην εργασία μέσα σε ένα πλαίσιο ίσων ευκαιριών. Για την επίτευξη του στόχου αυτού απαιτείται μια πολιτική που «να προσανατολίζεται προς την οικονομική ανάπτυξη, τη μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και την αύξηση της απασχόλησης». Η ΝΔ στο πρόγραμμά της δεν κρύβει την αγωνία της για τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που «οδηγεί στην κοινωνία των 2/3, με αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών εθνικής διχοστασίας» που τη θεωρεί ως την πλέον σοβαρή απειλή της νέας εποχής. Η ΝΔ δηλώνει ότι, με την οικονομική πολιτική που προτείνει, στοχεύει «στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης». Οι άξονες του προγράμματος της ΝΔ αφορούν την προώθηση «μιας δυναμικής και ισόρροπης ανάπτυξης», την εφαρμογή ενεργητικών μορφών απασχόλησης «με έμφαση στην εκπαίδευση και την κατάρτιση», την άρση «των γραφειοκρατικών και φορολογικών αντικινήτρων» που δυσχεραίνουν τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και την ενίσχυση νέων δραστηριοτήτων».

Τα άμεσα μέτρα που προτείνονται είναι: η αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης, η στήριξη του αγροτικού και κτηνοτροφικού τομέα για να σταματήσει η φυγή κυμάτων ανέργων προς τις πόλεις, η αποφασιστική ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις οποίες δημιουργούνται, σύμφωνα με τη ΝΔ, 7 στις 10 νέες θέσεις εργασίας, η αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και η επέκταση της μερικής απασχόλησης, η δυναμική παρέμβαση στο πλαίσιο της Ε.Ε. για την ενίσχυση των προγραμμάτων απασχόλησης στην κατεύθυνση μιας πιο κοινωνικής και πιο ανθρώπινης Ευρώπης, η εξυγίανση του χώρου της υγείας και η αξιοποίηση του ιατρικού δυναμικού της χώρας στην κατεύθυνση μετατροπής της Ελλάδας σε κέντρο υπηρεσιών στον άνθρωπο, η εξασφάλιση των δυνατοτήτων στον τομέα της Παιδείας, η πραγματοποίηση αποτελεσματικών επενδύσεων στην εκπαίδευση, στην πληροφορική, στις νέες τεχνολογίες και στη μόρφωση.

Η ΝΔ δηλώνει ότι δεσμεύεται να προβεί στις ακόλουθες ενέργειες: Αύξηση του ύψους του επιδόματος ανεργίας σε πρώτη φάση στο 60% του βασικού μισθού και παροχή πλήρους ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης όλων των ανέργων με επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, επίσπευση της οικονομικής ανάπτυξης και ταυτόχρονη αύξηση της απασχόλησης μέσω της φορολογικής μεταρρύθμισης, δυναμική φορολογική παρέμβαση για την ανάπτυξη και την απασχόληση μέσω της δημιουργίας τριών τεχνολογικών πάρκων για την εγκατάσταση εταιριών δημιουργίας προγραμμάτων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, πλήρης φοροαπαλλαγή των κερδών που μπορεί να διανέμουν οι επιχειρήσεις σε εργαζόμενους, διαδικασία συνδιαμόρφωση κοινών αποφάσεων για την αξιοποίηση καινοτόμων ιδεών, απελευθέρωση της αγοράς από τον κρατικό εναγκαλισμό και ιδιαίτερα απελευθέρωση των επικοινωνιών, των μεταφορών και της ηλεκτρικής ενέργειας, ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης μέσω της περιφερειακής ανάπτυξης και αξιοποίηση του περιφερειακού σκέλους του Γ΄ ΚΠΣ, θέσπιση αυξημένων επενδυτικών κινήτρων σε περιοχές με ιδιαίτερα προβλήματα και ιδιαίτερη μέριμνα για τη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα, ενίσχυση της απασχόλησης μέσω της συμμετοχής των εργαζομένων στα κέρδη των επιχειρήσεων, διεξαγωγή ευρέως κοινωνικού διαλόγου μεταξύ όλων των κοινωνικών εταίρων (σε θέματα όπως οι ώρες εργασίας και η ελαστικότερη διευθέτησή τους, η αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, η ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών για την τόνωση της απασχόλησης και η εφαρμογή προγραμμάτων κατάρτισης), εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος με αιχμές την επαγγελματική κατάρτιση και τη δια βίου εκπαίδευση, χρηματοδότηση και επιδότηση των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών ώστε οι μαθητές να αποκτήσουν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, διάθεση σημαντικών για προγράμματα επαγγελματικής επανακατάρτισης και διαρκούς επανεκπαίδευσης του προσωπικού (τα χορηγούμενα από την Ε.Ε. κονδύλια να κατευθύνονται αποκλειστικά στους ανέργους), οργανωτική αναδιάρθρωσης του Ο.Α.Ε.Δ., επιβολή αυστηρών ελέγχων σε ό,τι αφορά τη φύλαξη των συνόρων αλλά και την παράνομη απασχόληση λαθρομεταναστών, τόνωση της απασχόλησης μέσω της ουσιαστικής και άμεσης πληροφόρησης με τη χρήση του Διαδικτύου, θεσμοθέτηση κινήτρων εθελουσίας πρόωρης συνταξιοδότησης , γενναία στήριξη της μητρότητας σε άνεργες μητέρες που δεν διαθέτουν εναλλακτικές πηγές εισοδήματος και λήψη αυστηρών νομοθετικών μέτρων για την αντιμετώπιση των άμεσων και έμμεσων διακρίσεων κατά των γυναικών και, τέλος, ενθάρρυνση της αυτοαπασχόλησης με τη διευκόλυνση των αναγκαίων χρηματοδοτήσεων.

Η παρουσίαση του προγράμματος της ΝΔ για τις βουλευτικές εκλογές 2000 δεν θα ήταν ολοκληρωμένη αν δεν λαμβάναμε υπόψη το γεγονός ότι στο ψηφοδέλτιό της συμπεριλαμβάνονται ως υποψήφιοι και μέλη του κόμματος «Οι Φιλελεύθεροι» που διαθέτουν δικές τους προγραμματικές, ιδεολογικές και πολιτικές κατευθύνσεις, που συχνά έρχονται σε αντίθεση με αυτές της ΝΔ.

Σύμφωνα με το πρόγραμμα των Φιλελευθέρων, στις μέρες μας η ανάπτυξη της τεχνολογίας «καταργεί στην πράξη πολλά από τα παραδοσιακά φυσικά μονοπώλια και έναν ακόμα μεγαλύτερο αριθμό τοπικών μονοπωλίων». Όπως το κεφάλαιο και η πληροφόρηση έτσι και η εργασία «γίνονται ολοένα και πιο ευέλικτα» μέσα σε ένα κλίμα εσωτερικών κοινωνικών διαφοροποιήσεων και διαρκούς αμφισβήτησης του κράτους και του ρόλου του. Η θέση των Φιλελευθέρων σχετικά με την εργασία προσδιορίζεται από την ανάγκη «να προχωρήσουν οι απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές» παρά και ενάντια στην «αντίδραση των οργανωμένων συντεχνιών και του κομματισμού» που αγωνίζονται «για τη διατήρηση του STATUS QUO και των ισχυρών κρατικοδίαιτων οικονομικών δυνάμεων». Το τρίπτυχο των αρχών τους είναι «λιγότερη κρατική παρέμβαση, περισσότερη ελευθερία και υπευθυνότητα για τους πολίτες» . Οι διαρθρωτικές αλλαγές, που υποτίθεται ότι θα εξυπηρετήσουν τους στόχους που προκύπτουν από τις αρχές αυτές, αφορούν την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων ιδίως στους τομείς της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και μεταφορών, της ανώτατης εκπαίδευσης και της υγείας. Ως αποτέλεσμα των ιδιωτικοποιήσεων θα καταστεί δυνατόν να επικεντρωθεί η οικονομική πολιτική «στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, διότι οι νέες επιχειρήσεις και όχι οι παλαιές δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας» και κυρίως στους κλάδους της πληροφορικής όπου δημιουργούνται «θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης». Τονίζεται επίσης ότι δεν πρέπει οι επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν τον παγκόσμιο ανταγωνισμό με χαμηλούς μισθούς και δεξιότητες αλλά «στις αυξημένες ικανότητες και δεξιότητες» που θα αποκτούν οι πολίτες από «ένα σύγχρονο και ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα» που «θα ενισχύει την επιχειρηματικότητα». Ο ρόλος της ελεύθερης αγοράς, που υπόσχονται οι Φιλελεύθεροι, είναι καθοριστικός και στην πρότασή τους για την αναδιαμόρφωση του κοινωνικού κράτους και των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης.

Εν κατακλείδι, η κοινωνική αλληλεγγύη πρέπει να στοχεύει όχι στη συνεχή επιδότηση αλλά στην «μελλοντική εργασία που θα αποφέρει ικανοποιητικό μισθό».

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας υποστηρίζει στο πρόγραμμά του ότι κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα επήλθαν σημαντικές μεταβολές στην καπιταλιστική κοινωνία. «Διαμορφώθηκε ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Διαμορφώθηκαν τα μονοπώλια που διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή, γεννώντας την τάση για στασιμότητα και σήψη. Η καπιταλιστική οικονομία πέρασε σε μια νέα βαθμίδα διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της παραγωγής. Το τραπεζικό κεφάλαιο συγχωνεύτηκε με το βιομηχανικό. Δημιουργήθηκε το χρηματιστικό κεφάλαιο και η ολιγαρχία. Απέκτησε εξαιρετική σημασία η εξαγωγή κεφαλαίων σε σχέση με την εξαγωγή εμπορευμάτων. Συγκροτήθηκαν διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών για το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις. Διαμορφώθηκε ο κρατικο-μονοπωλιακός καπιταλισμός (ΚΜΚ)». Με την «αντεπανάσταση» που έλαβε χώρα, κατά το ΚΚΕ, στις «σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης» ανατράπηκε ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων υπέρ των ιμπεριαλιστικών κρατών που ανταγωνίζονται για το μοίρασμα νέων αγορών προκαλώντας νέες εστίες τοπικών πολεμικών συγκρούσεων. Στα πλαίσια αυτά «η δράση των μονοπωλίων συνοδεύεται από μια πρωτόγνωρη επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων, στις εργασιακές και κοινωνικές κατακτήσεις τους, καθώς και από την καταλήστευση των πηγών του πλανήτη». Το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι τη δράση αυτή των μονοπωλίων, και κατά κύριο λόγο των μονοπωλίων των Η.Π.Α., στηρίζουν οι παλαιοί και νέοι υπερεθνικοί θεσμοί όπως ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ του «νέο δόγματος», ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, η NAFTA και η Ε.Ε. Οι «εγχώριες ολιγαρχίες» των χωρών του δεύτερου κύκλου που συγκεντρώνονται «γύρω από τις ηγέτιδες δυνάμεις του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος» αναλαμβάνουν να παίξουν το ρόλο «του περιφερειάρχη και του διαμεσολαβητή, με στόχο να αναβαθμίσουν τη θέση τους και να αποσπάσουν μέρος των υπερκερδών». Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής, σύμφωνα με το ΚΚΕ, είναι «η σχετική και απόλυτη εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων», η ένταση «της μεταναστευτικής έκρηξης», «η ανεργία, (…) η έλλειψη στέγης η μαύρη εργασία, η εγκληματικότητα» κ.ο.κ. Επισημαίνεται επίσης ότι «η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών συμβαδίζει με την καταστροφή άλλων».

Το ΚΚΕ θεωρεί ότι «η Ελλάδα βρίσκεται σε ενδιάμεση και εξαρτημένη θέση στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα» και ότι «ο μονοπωλιακός καπιταλισμός στη χώρα μας αναπτύχθηκε αργότερα από ό,τι στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και ενώ είχε ήδη διαμορφωθεί το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, με αποτέλεσμα να στηριχθεί σε σχετικά χαμηλή υλικοτεχνική βάση». Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και, ιδιαίτερα, μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ «οι πολυεθνικές και τα μονοπώλια κατάκτησαν νέες θέσεις, διείσδυσαν βαθύτερα και ασκούν άμεσο ρόλο σε τομείς καίριους για τη διαμόρφωση της πολιτικής συμπεριφοράς, της κοινωνικής συνείδησης της εργατικής τάξης και του λαού». Συνέπειες της προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσια αυτά, κατά το ΚΚΕ, είναι η στροφή προς τον τομέα των υπηρεσιών, η συρρίκνωση της βιομηχανικής παραγωγικής βάσης της χώρας, η ένταση των φαινομένων χρεοκοπίας εξαγορών και συγχωνεύσεων, τα βαριά πλήγματα κατά της γεωργίας, η διεύρυνση του χάσματος που χωρίζει την Ελλάδα από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και οι δυσβάστακτες αρνητικές εξελίξεις για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, του λιγότερου κράτους και της απελευθέρωσης της αγοράς.

Το ΚΚΕ θεωρεί ότι είναι «ο δρόμος της συγκρότησης της αντιιμπεριαλιστικού δημοκρατικού μετώπου πάλης, που μπορεί να δόσει προοπτική για την εργατική τάξη, τα μικρομεσαία λαϊκά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου και τη νεολαία» με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Το Μέτωπο, σύμφωνα με το ΚΚΕ, «πραγματοποιείται στο έδαφος του αγώνα για τα οξυμένα προβλήματα που απασχολούν το λαό και τη χώρα, της πολιτικής και ιδεολογικής αναμέτρησης με την ολιγαρχία του τόπου, τους πολύμορφους μηχανισμούς του κράτους της» κ.ο.κ. Στην αρχική φάση του Μετώπου επέρχεται «συσπείρωση κυρίως κοινωνικών δυνάμεων γύρω από αντιιμπεριαλιστικά αντιμονοπωλιακά αιτήματα και στόχους, από επιμέρους μέτωπα πάλης που κινητοποιούν διάφορα τμήματα των εργαζομένων προς ένα ενιαίο ισχυρό λαϊκό ρεύμα».

Η πραγματοποίηση της συμμαχίας αυτής κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων επιτεύχθηκε, σύμφωνα με το ΚΚΕ, στις βουλευτικές εκλογές 2000, με τη συνεργασία πολιτικών παραγόντων και πολιτικών σχημάτων όπως η Κομμουνιστική Ανανέωση . Η δράση του Μετώπου, σύμφωνα με το ΚΚΕ, έχει στόχο να αντιμετωπίσει «το εκρηκτικό πρόβλημα της ανεργίας», να αγωνιστεί για την «προστασία και πραγματική αύξηση του λαϊκού εισοδήματος», να προωθήσει την «αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή στους μισθούς, συντάξεις και επιδόματα», να συντονίσει την πάλη «κατά της επιβολής των νέων εργασιακών σχέσεων» για τη «μείωση των ωρών εργασίας με πλήρη διασφάλιση των οικονομικών, κοινωνικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, Ελλήνων και αλλοδαπών», για την «κατάργηση των υπερωριών», για τη «λήψη μέτρων που αντιπαλεύουν και καταργούν τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών και των νέων», για την «ανάπτυξη και χρήση των νέων τεχνολογιών σε όφελος των εργαζομένων», για «μέτρα για την υγιεινή και ασφάλεια στους εργασιακούς χώρους», για να καθιερωθούν «θεσμοί εργατικού και λαϊκού ελέγχου», για να παρέχεται «ίση αμοιβή για ίση δουλιά ανδρών και γυναικών, νέων και αλλοδαπών εργαζομένων», για να χορηγείται «επιδότηση αόριστης διαρκείας στους άνεργους, επιδόματα στο 80% του βασικού μεροκάματου», για να υπάρχει «διασφάλιση των κοινωνικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των ανέργων στη διάρκεια της ανεργίας» κ.ο.κ.

Απώτερος στόχος του ΚΚΕ είναι η σοσιαλιστική επανάσταση, δηλαδή «η επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη σε συνεργασία με τους συμμάχους της», η «κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής» και «ο σοσιαλιστικός σχεδιασμός της οικονομίας». Στο σοσιαλισμό «τα επιτεύγματα της επιστήμης και των νέων τεχνολογιών θα χρησιμοποιούνται για την ολόπλευρη ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας και της κοινωνικής παραγωγής, για την εξασφάλιση δουλιάς σε όλους τους ικανούς προς εργασία, για τη συνεχή βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων, για την άνοδο του επιπέδου της κοινωνικής και πολιτιστικής ευημερίας του λαού με βάση τη σοσιαλιστική αρχή: στον καθένα ανάλογα με την ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας του». Μέσα στο σοσιαλιστικό καθεστώς, που στο επίπεδο οργάνωσης της κρατικής εξουσίας θα έχει τη μορφή της «δικτατορίας του προλεταριάτου», «οι μαζικές κοινωνικές οργανώσεις, ιδιαίτερα, τα εργατικά συνδικάτα, είναι οι φορείς με τους οποίους η εργατική τάξη ελέγχει το κράτος της, προστατεύεται από κινδύνους αυθαιρεσίας, γραφειοκρατίας, απόσπασης από το γενικό συμφέρον». Το ΚΚΕ, στην περίπτωση αυτή, θα παίζει το ρόλο του βασικού κόμματος εξουσίας που θα καθοδηγεί και θα ελέγχει την πορεία της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας σε συνεργασία με τα συνδικάτα των εργαζομένων και τους φορείς των κοινωνικών κινημάτων.

ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ

Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου, που στις εκλογές αυτές συμπεριέλαβε στους συνδυασμούς του υποψήφιους προερχόμενους από την Ανανεωτική Κομμουνιστική Οικολογική Αριστερά και τους χώρους των Οικολόγων – Εναλλακτικών και των κοινωνικών κινημάτων, τονίζει στο πρόγραμμά του ότι «αγωνίζεται για την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, για την εξασφάλιση του πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου επί των διαδικασιών και των δυνάμεων της αγοράς» και ότι η Ελλάδα μπαίνει στην ΟΝΕ «με αυξημένα ποσοστά ανεργίας, με διευρυμένες κοινωνικές ανισότητες, με τις περισσότερες περιφέρειες της χώρας να αποκλίνουν (…) με ένα κοινωνικό κράτος ανίκανο να στηρίζει τους κοινωνικά αδύναμους και με ένα δημόσιο χρέος, μεγαλύτερο του εθνικού εισοδήματος». Τέλος, επισημαίνει στον αναγνώστη – ψηφοφόρο ότι το πρόγραμμα σύγκλισης που πρότεινε και ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ελλάδα πρόκειται να επιφέρει: «τη συνέχιση της μονομερούς λιτότητας σε βάρος των μισθών και των συντάξεων, την πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, την εκχώρηση του 51% των στρατηγικής σημασίας δημοσίων επιχειρήσεων στα χέρια ιδιωτών, την σε βάρος των εργαζομένων αλλαγή του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος».

Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., κινούμενη στο πλαίσιο αυτό, «επέλεξε το δρόμο της επίτευξης των ονομαστικών δεικτών μέσα από πολιτικές μονόπλευρης πίεσης των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων και μέσα από πολιτικές που περιορίστηκαν στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερης έμπνευσης υποδείξεων των ευρωπαϊκών οικονομικών οργάνων». Απέναντι στην πολιτική στην οποία ασκεί κριτική ο ΣΥΝ αντιπροτείνει, στα πλαίσια της ΟΝΕ, «τη γενικότερη στροφή στο σχεδιασμό της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, με προτεραιότητες στην αντιμετώπιση της ανεργίας, την ανθεκτική οικονομία στο ανταγωνιστικό περιβάλλον, τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, που θα αποτρέπει τον κοινωνικό ανταγωνισμό και το κοινωνικό "ντάμπινγκ"». Προτείνεται, δηλαδή, ένα «σύνολο διαρθρωτικών αλλαγών που θα αναβαθμίζουν την παραγωγικότητα της οικονομίας και θα δημιουργούν ένα ανθεκτικό κοινωνικό κράτος».

Το πρόγραμμα του ΣΥΝ έχει ως κεντρικό πυλώνα την καταπολέμηση της ανεργίας και την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης. Η αντιμετώπιση της ανεργίας στηρίζεται στους εξής άξονες πολιτικής: «α). Συγκεκριμένοι στόχοι και χρονοδιάγραμμα για τη μείωση της ανεργίας. β) Μέτρα και πολιτικές για την υλοποίηση των στόχων με πυρήνα την νομοθετική κατοχύρωση του 35ωρου χωρίς μείωση των αποδοχών και αύξηση των θέσεων εργασίας. γ) Διπλασιασμός των πόρων που διατίθενται από το κράτος για την απασχόληση. δ) Αύξηση και χρονική επιμήκυνση της χορήγησης των επιδομάτων ανεργίας. Ειδική μέριμνα για τους νέους, μακροχρόνια και ηλικιωμένους άνεργους. ε) Ειδικές πολιτικές για την καταπολέμηση της ανεργίας των γυναικών και την ισότιμη πρόσβασή τους στην απασχόληση. στ) Ενίσχυση της απασχόλησης στους τομείς του περιβάλλοντος, των κοινωνικών υπηρεσιών, της ποιότητας ζωής. ζ) Αναδιάρθρωση του συστήματος «εκπαίδευση –κατάρτιση - επανακατάρτιση» εργαζομένων και ανέργων που να συνδυάζεται με την απασχόληση».

Στα πλαίσια αυτά ο ΣΥΝ με ειδικό φυλλάδιο αλλά και με ειδική σελίδα στο site του κόμματος στο διαδίκτυο προβάλλει τις «προτάσεις νόμων για το 35ωρο, για τους ηλικιωμένους και τους μακροχρόνια ανέργους, και για την αύξηση και χρονική επιμήκυνση των επιδομάτων ανεργίας» τις οποίες υπέβαλε στην απερχόμενη Βουλή. Ειδικά για το 35ωρο προτείνεται «νομοθετική ρύθμιση πλαισίου εφαρμογής του με άμεση εφαρμογή στο Δημόσιο, ΔΕΚΟ, Τράπεζες και επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου και τεχνολογίας και σταδιακή εφαρμογή του, με ειδική στήριξη στις μικρές επιχειρήσεις (…) δραστικός περιορισμός των υπερωριών και αύξηση της αμοιβής τους και κατάργηση της υπερεργασίας». Θεωρώντας ότι η συνεχιζόμενη πτώση των επιτοκίων ελαφρύνει το δημόσιο προϋπολογισμό και, συνεπώς, είναι δυνατή η χορήγηση των «ουσιαστικών διορθωτικών αυξήσεων» σε χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους. Προτείνει επίσης «την κατοχύρωση ενός ικανοποιητικού ελάχιστου εισοδήματος για όλους (…) την ανασυγκρότηση του ασφαλιστικού συστήματος (…) καθιέρωση κατώτατου μισθού και κατώτατης σύνταξης» και «ειδικά μέτρα (…) για τους ημερομίσθιους εργαζόμενους». Πώς θα χρηματοδοτηθεί αυτή η πολιτική; Προτείνεται η «δημιουργία ταμείου αλληλεγγύης (…) με ειδική φορολογία στις χρηματιστηριακές πράξεις, στις επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου και τεχνολογίας καθώς και στα υψηλά εισοδήματα».

Χρειάζεται επίσης να αναφερθεί και η ειδική θέση του ΣΥΝ σχετικά με την «ανάπτυξη κινήματος για: 1) Σταμάτημα της επέκτασης των ιδιωτικοποιήσεων και σε άλλες δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και τομείς κοινωνικής πολιτικής. 2) Αποτελεσματικό Δημόσιο Management με πλήρη και διοικητική αυτοτέλεια. 3) Μη επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων στις ήδη μετοχοποιημένες ΔΕΚΟ και αποτροπής εκχώρησης πλειοψηφικού πακέτου τους και του Management σε ιδιώτες. 4) Ανάπτυξη και πραγματικός εκσυγχρονισμός των ΔΕΚΟ με κριτήριο τη συμβολή στη γενικότερη ανάπτυξη της χώρας, στην αύξηση της απασχόλησης, στην εξυπηρέτηση των πολιτών, στην προστασία και αναβάθμιση του περιβάλλοντος και 5) Ολοκληρωμένη πολιτική ανθρώπινου δυναμικού στην κατεύθυνση της αξιοποίησης και αναβάθμισής του».

Στα πλαίσια της παρουσίασης του προγράμματος του ΣΥΝ αξίζει να αναφερθεί και η ειδικότερη παρέμβαση της Νομαρχιακής Επιτροπής Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Ασφαλιστικών Εταιρειών που με φυλλάδιό της παρουσιάζει τους υποψήφιους του κλάδου και τις θέσεις του κόμματος. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι χρειάζεται «να συνεχιστεί η ανάπτυξη του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού συστήματος (…) με απαραίτητη προϋπόθεση τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, με ειδικό νόμο για τις συγχωνευθείσες και τις συγχωνευθεισόμενες Τράπεζες». Ιδιαίτερη μνεία γίνεται για την Εμπορική Τράπεζα για την οποία προτείνεται να συγχωνευθεί με την Εθνική Τράπεζα και άλλες σε ένα ισχυρό όμιλο κρατικού ελέγχου «ώστε να αποτελέσει πρότυπο εφαρμογής καλών εργασιακών σχέσεων και αναπτυξιακής λειτουργίας, χαμηλών τιμών προϊόντων και άριστης εξυπηρέτησης των πελατών». Επισημαίνεται ότι πρέπει «να θεσπιστούν ριζικές αλλαγές στον Προγραμματισμό, τη Διοίκηση, τη λειτουργία και τον έλεγχο των τραπεζών κρατικής ευθύνης που σήμερα λεηλατούνται από την πολιτική των πελατειακών σχέσεων» και ότι υπάρχει ανάγκη «να ιδρυθεί ενιαίος ασφαλιστικός φορέας κύριας και επικουρικής σύνταξης για τον χρηματοπιστωτικό τομέα».

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Το Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα, που ιδρύθηκε στις 20 Δεκέμβρη 1995 και είναι το νεότερο από τα κόμματα που συμμετέχουν στην απερχόμενη Βουλή, είναι, σύμφωνα με την ιδρυτική διακήρυξή του, «πολιτική κίνηση, ανοιχτή σε όλους τους Έλληνες, χωρίς κανέναν αποκλεισμό, ανεξάρτητα από προηγούμενες πολιτικές εντάξεις» . Αναλύοντας τη σημερινή κατάσταση του καπιταλισμού διαπιστώνει ότι «το έθνος είναι αυτό που πρέπει να συκοφαντηθεί, να τιθασευτεί, να εκφυλιστεί, να γίνει μουσειακό είδος, για να επιτύχει το νέο στάδιο του καπιταλισμού, τη μεταβιομηχανική εποχή» . Για την αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης το ΔΗΚΚΙ καλεί σε συσπείρωση και αγώνα τους «μη προνομιούχους» που «είναι όσοι δεν μπορούν να αντέξουν στον τύπο της μεταβιομηχανικής εποχής που το κεφάλαιο μεθοδεύει». Στη συσπείρωση αυτή εντάσσονται όσοι θεωρούν ότι η εθνική ανεξαρτησία αποτελεί «προϋπόθεση για κάθε άλλη αξία εντός εθνικής κοινότητας» και «παίρνει, στην εποχή μας, το περιεχόμενο της Εθνικής Επιβίωσης και οδηγεί σε μια στρατηγική συμμαχία επιβίωσης των δυνάμεων της εργασίας με τις δυνάμεις της παραγωγής σε εθνικό επίπεδο». Αξίζει να τονιστεί ότι το ΔΗΚΚΙ προβλέπει ότι «η εθνικής κλίμακας επιχείρηση θα είναι και αυτή ο προλετάριος της μεταβιομηχανικής εποχής, αν πετύχουν τα σχέδια του διεθνούς κεφαλαίου», ο δε ρόλος του ελληνικού κράτους «θα είναι ρόλος μακρινής Νομαρχίας των Βρυξελλών» και οι εθνικές δυνάμεις θα «διεκδικούν, στην καλύτερη περίπτωση, ρόλο υπεργολάβου».

Μέσα στο πλαίσιο της πρότασης του ΔΗΚΚΙ περί «εθνικής οικονομικής ανάπτυξης» πρωτεύουσα θέση κατέχει, ως προϋπόθεση, η «εθνική ομοψυχία», η οποία στηρίζεται στη «βεβαιότητα του λαού μας, ότι η δημοκρατική πολιτεία και η κοινωνία, που του προτείνουμε, δίνει θέση και ρόλους σε όλους, δείχνει στοργή προς όλους, ιδιαίτερα στους απόμαχους της εργασίας και τους πάσχοντες». Όσον αφορά τη σταθεροποίηση της «εθνικής οικονομίας», το ΔΗΚΚΙ θεωρεί ότι «θα επιδιώκεται μέσα από ανάπτυξη με κοινωνική προστασία και όχι με μείωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών». Ο αναγκαίος, κατά το ΔΗΚΚΙ, εκσυγχρονισμός που σκοπεύει στην επιτάχυνση της ανάπτυξης πρέπει να στηρίζεται σε μη διαπραγματεύσιμες αρχές που είναι «η ανθρωπιά, ο σεβασμός στον άνθρωπο και η κοινωνική δικαιοσύνη». Γι’ αυτό, υποστηρίζει το ΔΗΚΚΙ, «η ανεργία αποτελεί τη μεγαλύτερη κοινωνική αδικία». Το ΔΗΚΚΙ επαναφέρει την συνδιαχειριστική λογική της δεκαετίας του ’80 και της κλασικής ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, με αιτιολογικό την «εθνική επιβίωση» που «επιβάλλει την εθνική συνεννόηση μεταξύ των δυνάμεων της εργασίας και των δυνάμεων της παραγωγής, στα πλαίσια ενός αποκεντρωμένου δημοκρατικού προγραμματισμού, με τη συμμετοχή όλου του λαού, μέσα από θεσμούς λαϊκής συμμετοχής». Στη διαδικασία της ανάπτυξης αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στη συμμετοχή των μαζικών κινημάτων και, ειδικά στο συνδικαλισμό που πρέπει να είναι «χειραφετημένος από κόμματα και εξαρτήσεις» και καλείται «να αναδειχτεί σε γνήσια πρωτοπορία, χαράσσοντας στρατηγική σαν αυτόνομο, δομικό στοιχείων της Δημοκρατικής Πολιτείας». Η ίδια η επιχείρηση ως θεσμός αυτής της πολιτείας, που οραματίζεται το ΔΗΚΚΙ, «θα πρέπει να αντιληφθεί, ότι ο κοινωνικός της ρόλος αποδεικνύεται μόνον με τις επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας» στα πλαίσια μιας «επιθετικής παραγωγικής αναπτυξιακής πολιτικής, που θα φέρει απασχόληση με κοινωνική προστασία».

Ενώ στις προγραμματικές διακηρύξεις και στις προεκλογικές ομιλίες του Προέδρου και των υποψηφίων βουλευτών του ΔΗΚΚΙ δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στη λογική που πρέπει να διέπει τις εργασιακές σχέσεις αλλά και σε επιμέρους πολιτικές αντιμετώπισης της ανεργίας, πέραν της ανάγκης η (δημόσια) παιδεία «να εφοδιάζει με άριστα στελέχη την αναπτυξιακή προσπάθεια κυρίως στους τομείς που δίνεται η μάχη», εν τούτοις, σε αντίθεση με τη ΝΔ και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. που δεν έχουν ιδιαίτερα συγκεκριμένες αναφορές, στον τομέα του ασφαλιστικού το ΔΗΚΚΙ έχει συγκεκριμένες προτάσεις που πηγάζουν από την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική λογική : «καμία αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, γιατί κάτι τέτοιο θα συμβάλει στην αύξηση της ανεργίας», «καμία αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, εργαζομένων και εργοδοτών», «θεσμοθέτηση της τριμερούς συμμετοχής κράτους – εργαζομένων – εργοδοτών στις δαπάνες του ασφαλιστικού συστήματος, κατά 1/3 για κάθε μέρος», «εκσυγχρονισμός, αναδιάρθρωση και ενίσχυση των αρμόδιων υπηρεσιών της Πολιτείας, με το απαιτούμενο κατάλληλο προσωπικό, αλλά και τεχνολογικό εξοπλισμό», «είσπραξη των εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ληξιπρόθεσμων χρεών των μεγαλοφειλετών προς τα Ασφαλιστικά Ταμεία» και, τέλος, «προγραμματισμένη και ελεγχόμενη υποδοχή οικονομικών μεταναστών, για τους οποίους θα ισχύει ασφαλιστικά, ό,τι και για τους Έλληνες εργαζομένους».

Αυτά τα αιτήματα θα μπορούν να γίνουν πράξη, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΔΗΚΚΙ, όταν υπάρξει «αλλαγή προσανατολισμού και περιεχομένου της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, ώστε να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη της παραγωγικής οικονομίας, με στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας».


ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΕΝΩΣΗ

Η Δημοκρατική Περιφερειακή Ένωση είναι ο πιο πρόσφατα δημιουργημένος πολιτικός κομματικός οργανισμός. Συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία ομάδας πολιτών γύρω από το πάλαι ποτέ μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου της Κ.Ε. του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Μιχάλη Χαραλαμπίδη . Το ελληνικό ιστορικό πρόβλημα, σύμφωνα με το πρόγραμμα του κόμματος, είναι η «απουσία της πολιτικής στις μεγάλες της διαστάσεις, της πολιτικής ως πρόβλεψη και σχέδιο». Με βάση αυτή την κεντρική θέση, η ΔΗ.ΠΕ.Ν. κατάρτισε ένα πρόγραμμα για μια διαφορετική οργάνωση της Ελληνικής κοινωνίας, η οποία σήμερα «στις αρχές του νέου αιώνα αντιμετωπίζει κρίση εθνικής κυριαρχίας στον τόπο όπου γεννήθηκε ιστορικά». Απόδειξη του ολοένα και συρρικνούμενου ρόλου του ελληνισμού, θεωρείται από τη ΔΗ.ΠΕ.Ν., η συνεχής μείωση του αριθμού των προϊόντων «που παράγονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα». Στη μεταπολιτευτική περίοδο κυριάρχησαν πολιτικά κόμματα που σήμερα «δεν έχουν τη μορφή αυτού που ονομάστηκε πολιτικό κίνημα και πολιτικό κόμμα. Πρόκειται για μη-κόμματα. Αποτελούν και αντιπροσωπεύουν ένα στρώμα που κινείται ανάμεσα στο κράτος, τα λόμπι και τα λεγόμενα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η αιχμαλωσία αυτή της πολιτικής βάζει σε κρίση τη Δημοκρατία και το Σύνταγμα (…) αντί για τους συνταγματικούς κανόνες καθορίζει την πολιτική ζωή και την οικονομία ένα αδιαφανές, σιωπηλό και κρυφό σύνταγμα».

Εκείνο που χρειάζεται, κατά τη ΔΗ.ΠΕ.Ν., είναι η «έναρξη μιας διαδικασίας που θα αποκαταστήσει, με την επανακατοίκηση της ελληνικής περιφέρειας , την αρμονία του ελληνικού κοινωνικο-οικονομικού, χωροταξικού, πολεοδομικού, φυσικού σώματος». Η ΔΗ.ΠΕ.Ν. υποστηρίζει ότι πρέπει να στηριχτεί η τάση «που παρατηρείται ειδικά στους νέους ανθρώπους για μια νέα, γόνιμη, απελευθερωμένη και δημιουργική σχέση με την εργασία που τροφοδοτεί μια έννοια ζωής, ανθρώπινης ύπαρξης και ολοκλήρωσης. Σε σύγκρουση με τη μέχρι σήμερα παθητική στάση του βολέματος».

Στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση η ΔΗ.ΠΕ.Ν. αντιπαραθέτει την «παγκοσμιοποίηση από τα κάτω», τη δημιουργία «των θεσμών μιας παγκόσμιας κοινωνικής και οικονομικής διακυβέρνησης για μια Κοσμοπολιτική Οικουμενική Δημοκρατία» που θα δημιουργήσει ένα «νέο νομισματικό και χρηματιστικό καθεστώς που θα στηρίζεται στην αρχή της πρωτοκαθεδρίας της πολιτικής επί των χρηματιστηριακών αγορών, τη θεσμοθέτηση κανόνων, όρων και ρυθμίσεων». Στα πλαίσια αυτά, η ΔΗ.ΠΕ.Ν. θεωρεί ότι με τις προτάσεις της για την θεσμική και γεωγραφική «περιφερειακότητα» και την «πολυκεντρικότητα» αναδεικνύεται και τροφοδοτείται η αναπτυξιακή διάσταση. Έτσι, θα αναγεννηθούν «τα τοπικά και περιφερειακά παραγωγικά συστήματα που αποδιαρθρώθηκαν και εξαφανίστηκαν τις δεκαετίες του συγκεντρωτισμού», η εθνική οικονομία «θα αποτελεί σύνθεση των περιφερειακών παραγωγικών συστημάτων που σήμερα είναι αδύναμα και συρρικνωμένα» και τα οποία «θα εξελιχθούν σε σύγχρονα συστήματα και προϊόντα δια μέσου της σύνδεσής τους με την κωδικοποιημένη γνώση των συστημάτων εκπαίδευσης, των πανεπιστημίων, των Πόλων Τεχνολογίας, των Περιφερειακών Κέντρων Έρευνας». Κατά τη ΔΗ.ΠΕ.Ν., «το πλούσιο θεσμικά, ανθρώπινο, επιστημονικό και τεχνολογικό περιβάλλον της κάθε περιφέρειας θα αποτελεί ένα βασικό θεμέλιο της ανάπτυξής της» και «θα δημιουργεί προϋποθέσεις έλξης και διαρκούς παραμονής μονάδων και επιχειρήσεων σε αυτήν». Για κάθε περιφέρεια, η «ιστορική πολιτισμική συνείδησή» της αποτελεί «το μεγαλύτερο εφόδιο, το μεγαλύτερο κεφάλαιο για την παραγωγική, δημογραφική και πολιτική ολοκλήρωση».

Τοποθετώντας σε ένα τέτοιο προγραμματικό πλαίσιο το θεμελιώδες πεδίο της κοινωνικής εξέλιξης, δηλαδή την οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής και της σχέσης τους με τη γνώση, η ΔΗ.ΠΕ.Ν. τονίζει ότι «η γνώση, το πνεύμα αποτελεί την κυρίαρχη σήμερα μορφή κεφαλαίου». Απορρίπτοντας το Φορντισμό και τον Ταιηλορισμό ως ξεπερασμένα συστήματα εργασίας, η ΔΗ.ΠΕ.Ν. θεωρεί ότι με τη συμβολή των νέων τεχνολογιών δημιουργούνται «συνθήκες αναζήτησης, επανακατάκτησης από τον άνθρωπο των γνώσεων και του ελέγχου των διαδικασιών παραγωγής των προϊόντων». Προτείνει τη ρύθμιση των μετασχηματισμών αυτών μέσω κοινωνικών «αντιπροσωπευτικών, αυτοκυβερνητικών και αυτοδιαχειριστικών θεσμών» ώστε να αρχίσει περίοδος «απελευθέρωσης της εργασίας και του ανθρώπου». Αυτές «οι διαδικασίες αποκέντρωσης της παραγωγής αποτελούν τη βάση για την επανεμφάνιση των νέων δημιουργών, μαστόρων με νέες σύγχρονες μορφές». Η οργάνωση αυτού του τύπου παραγωγής «θα στοχεύει στην παραγωγή προσωποποιημένων προϊόντων ποιότητας» που για την Ελλάδα αποκτούν ζωτική σημασία στο βαθμό που γίνεται δυνατή «η ανάκτηση της ιστορικής εθνικής παραγωγικής μνήμης, που χαρακτηριζόταν από την ποιότητα» ώστε να «συμβάλλει στην ανάκτηση της ανθρωπολογίας» η οποία «υπέστη μεγάλες αλλοιώσεις τις τελευταίες δεκαετίες».

Η σχέση των πολιτών με την εργασία και τη γνώση «θα στηρίζεται στην εκπαίδευση όλων των πολιτών, στη συνάντηση – ταύτιση των στιγμών γνώσης και εργασίας, στην εναλλαγή των περιόδων εργασίας και εκπαίδευσης, στη συνεχή δια βίου εκπαίδευση».

Μέσα στο πλαίσιο αυτό «η κινητικότητα, η ελαστικότητα στην εργασία που προκαλείται δια μέσου των αλλαγών στην τεχνολογία θα κυβερνάται σε μία προοπτική εγγυημένης επιμόρφωσης, επανεκπαίδευσης, ολοκλήρωσης των εργαζομένων, των δημιουργών και όχι στην περιθωριοποίηση και αποκλεισμό τους». Οι εργαζόμενοι θα «εμβαθύνουν στη γνώση και την εργασία», θα έχουν «διαρκή, πλήρη απασχόληση στους τομείς παραγωγής και αναπαραγωγής του ελεύθερου χρόνου και όχι ανεργία, πλήξη και καταναλωτική αλλοτρίωση».

ΕΞΩΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

1. ΜΕΤΩΠΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Η σημαντικότερη δύναμη του Μετώπου Ριζοσπαστικής Αριστεράς , το Νέο Αριστερό Ρεύμα ,συγκροτήθηκε το 1990, αρχικά ως οργάνωση των διαφωνούντων της ΚΝΕ και του ΚΚΕ μετά τη συμμετοχή του κόμματος στην κυβέρνηση Τζαννετάκη και την οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα και κατόπιν συσπείρωσε στις γραμμές του αρκετούς ανένταχτους αριστερούς. Το ΝΑΡ αναφέρει στην «Εκλογική Διακήρυξη» ότι βουλευτικές εκλογές στις 9 Απριλίου είναι μια κρίσιμη πολιτική μάχη που φέρνει επί τάπητος την ανάγκη για ‘εφ’ όλης της ύλης’ απαντήσεις στα προβλήματα του καιρού μας» και ότι «κάτω από τη σημαία της OΝΕ, οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις ετοιμάζουν νέες σταυροφορίες εναντίον των ιστορικών κατακτήσεων και των σημερινών αναγκών των εργαζομένων και της νεολαίας σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής» και ότι πρόκειται για μια μάχη με μακροπρόθεσμο, στρατηγικό ορίζοντα, για τη διαμόρφωση ενός ισχυρού πολιτικού πόλου της ανεξάρτητης, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, ενός νέου κομμουνιστικού, εργατικού κινήματος, ικανού να κερδίσει πολλά διεκδικώντας τα πάντα». Ανεξάρτητα από το αν θα νικήσει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ή η ΝΔ, τονίζει πώς είναι αναπόφευκτο ότι θα επέλθουν τα ακόλουθα: «η εκθεμελίωση του συστήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η λεγόμενη ‘απελευθέρωση της αγοράς εργασίας’ που μεταφράζεται σε απολύσεις χωρίς φραγμούς, ελαστικά ωράρια χωρίς όρια, γενίκευση της προσωρινής και της εποχιακής απασχόλησης με μισθούς πείνας, η ιδιωτικοποίηση του OΤΕ, της ΔΕΗ και των Τραπεζών, η βίαιη αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής, που θα στείλει στις πόλεις στρατιές ξεκληρισμένων αγροτών, και η διαρκής κατάψυξη των μισθών, αποτελούν βασικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης στις Βρυξέλλες, τον ‘ακάνθινο στέφανο’ της OΝΕ που θα κληθούν να φορέσουν τα λαϊκά στρώματα». Τονίζεται επίσης ότι «ποτέ στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, η εργατική τάξη δεν παρήγαγε τόσο πλούτο, ικανό να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή, ελεύθερη από τα δεσμά της ανέχειας, της ανασφάλειας και της καταπίεσης, στο σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού». Αλλά και «ποτέ η ανισότητα στη ζωή και στο θάνατο δεν ήταν τόσο κραυγαλέα, τόσο βάρβαρη, τόσο προκλητική για κάθε έννοια πολιτισμού, όσο είναι σήμερα».
Ως λύση προτείνεται η δημιουργία «ενός νέου εργατικού κινήματος». Αυτό το κίνημα έχει, κατά τους συντάκτες της διακήρυξης, ήδη αρχίσει να συγκροτείται: «Μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο, η κερδισμένη ‘μάχη του Σιάτλ’ έφερε στο προσκήνιο την αναγκαιότητα ενός νέου αντικαπιταλιστικού συνασπισμού των εργατών, της επιστημονικοτεχνικής διανόησης και της νεολαίας του αναπτυγμένου Βορρά, των προλετάριων του Τρίτου Κόσμου και του διεθνούς οικολογικού κινήματος. Oλοένα και πιο καθαρά, ολοένα και πιο μόνιμα, η ‘παγκοσμιοποίηση’ της εκμετάλλευσης σέρνει μαζί της, σαν δυσοίωνη σκιά από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει, τη διεθνοποίηση της ταξικής πάλης. Ακόμα και στις παγωμένες κορφές των ελβετικών Άλπεων, στο Νταβός». Στη διακήρυξη τονίζεται επίσης ότι τόσο το ΝΑΡ όσο και το ΜΕ.Ρ.Α. θα επιχειρήσουν να συμβάλλουν «στην επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής προοπτικής με την πεποίθηση ότι η χειραφέτηση των εργαζομένων είτε θα είναι έργο των ίδιων των εργαζομένων είτε δεν θα υπάρξει καθόλου».
Το σύνθημα του κομματικού αυτού φορέα είναι: «Για μια νέα ζωή, σε μια Εργατική Δημοκρατία». Το γεγονός ότι οραματίζεται το κόμμα αυτό μια μελλοντική κοινωνία τέτοιου τύπου δεν σημαίνει, όπως τονίζει, δραπέτευση «από το σκληρό παρόν και τα αγωνιώδη προβλήματα επιβίωσης του λαού και της νεολαίας» και δεν υποτιμάται «η σημασία, έστω μικρών αλλά χειροπιαστών, κατακτήσεων της εργατικής πάλης προς όφελος της ενότητας, της αυτοπεποίθησης, της αυτοπεποίθησης και της μαχητικής ικανότητας του λαϊκού κινήματος». Η εργατική πάλη, για την οποία κάνει λόγο η διακήρυξη, πρέπει να ενταχτεί σήμερα «[σ]την πολιτική του Αντικαπιταλιστικού Εργατικού Μετώπου» που δεν θα είναι «σημαία ευκαιρίας για τις εκλογικές ανάγκες της στιγμής» αλλά θα είναι «στην κατεύθυνση της απόκρουσης, ρήξης και ανατροπής της καπιταλιστικής επίθεσης και των όποιων κυβερνητικών διαχειριστών της, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πολέμου και της NATOϊκής Νέας Τάξης» και θα μπορεί «να επιβάλλει κατακτήσεις και να συγκεντρώνει τις πιο ζωντανές, κριτικές και μαχόμενες δυνάμεις του λαού και της νεολαίας για την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την εργατική δημοκρατία».
Τα αιτήματα που προωθούνται για διεκδίκηση έχουν ως εξής: «Διεκδικούμε την επιστροφή των «λαφύρων» από την τελευταία δεκαπενταετία της διαρκούς ληστείας των εργαζομένων. Πενθήμερη εργασία τριάντα ωρών, με σταθερό ωράριο (έξι ώρες την ημέρα), χωρίς ελαστική εργασία και ατομικές συμβάσεις, με αυξήσεις αποδοχών πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας, ώστε να ζούμε αξιοπρεπώς με ένα μισθό. Επίδομα ανεργίας ίσο με το βασικό μισθό και εργατικό βέτο στις απολύσεις (…)Απαιτούμε την πλήρη κοινωνική και ιατροφαρμακευτική ασφάλιση όλων των εργαζομένων και των ανέργων, Ελλήνων και ξένων, και την κατάργηση της συνεισφοράς των εργαζομένων στην ασφάλισή τους. Μείωση των ορίων συνταξιοδότησης. Απαλλαγή των χαμηλόμισθων μισθοσυντήρητων από τη φορολογία και δραστική αύξηση των φόρων εισοδήματος, ακίνητης περιουσίας και κατανάλωσης για τα προνομιούχα στρώματα, φορολόγηση κάθε χρηματιστηριακής συναλλαγής, κατάργηση της έμμεσης φορολογίας στα είδη πρώτης ανάγκης. Δήμευση της περιουσίας των καπιταλιστών που φοροδιαφεύγουν (…) Τασσόμαστε υπέρ της πλήρους κοινωνικοποίησης της ενέργειας, του ορυκτού πλούτου, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, των τραπεζών, της Χημικής Βιομηχανίας, των πετρελαιοειδών, της Παιδείας, της Υγείας, της Ναυτιλίας και άλλων κλάδων στρατηγικής σημασίας για τη ζωή των εργαζομένων και τη λειτουργία τους υπό καθεστώς εργατικής διεύθυνσης και κοινωνικού ελέγχου. Ζητάμε την καθιέρωση ουσιαστικού εργατικού ελέγχου στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας».

2. ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ (μαρξιστικό-λενινιστικό)

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (μαρξιστικό-λενινιστικό) δημιουργήθηκε το 1976 ως αποτέλεσμα της διάσπασης της μαοϊκής Οργάνωσης Μαρξιστών Λενινιστών Ελλάδας (ΟΜΛΕ). Παρά τις αλλεπάλληλες διασπάσεις που έχει υποστεί διατηρεί μια μικρή οργάνωση έτοιμη για δράση τόσο σε προεκλογικές περιόδους όσο και στη διάρκεια αγωνιστικών κινητοποιήσεων. Η ιδεολογική του αναφορά είναι ο «μαρξισμός-λενινισμός», όπως κωδικοποιήθηκε σε γενικές γραμμές στην εποχή του σταλινισμού. Στηριγμένο στις αναλύσεις περί «κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού» το ΚΚΕ (μ-λ) θεωρεί ότι «ζούμε στην εποχή της επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στον κόσμο της δουλειάς, της επέλασης της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας ενάντια στους λαούς σε παγκόσμια κλίμακα, της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών με αντικείμενο μια νέα διανομή του κόσμου, της έξαρσης της επιθετικής πολιτικής των ΗΠΑ με στόχο την παγκόσμια κυριαρχία» . Στο πλαίσιο αυτό «στόχος της επίθεσης είναι η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων μαζών μέσα από την πλήρη συμμόρφωσή τους στους όρους του κεφαλαίου», η «καθυπόταξή τους μέσα από τη διάλυση κάθε δυνατότητας οργανωμένης αντίστασης, η αφαίρεση και ο ευνουχισμός κάθε δικαιώματος και στα όρια της μετατροπής των εργαζομένων μαζών σε σύγχρονους δουλοπάροικους του νέου καπιταλιστικού μεσαίωνα».

Η ελληνική μεγαλοαστική τάξη που, κατά το ΚΚΕ (μ-λ) είναι εκμεταλλεύτρια τάξη και ταυτόχρονα έχει μεταπρατικό εμπορομεσιτικό χαρακτήρα επιδιώκει με την ένταξη στην ΟΝΕ και την προσαρμογή στις επιταγές των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ να διασφαλίσει «την κυριαρχία της πάνω στην εργατική τάξη, το λαό και τη χώρα». Το πολιτικό προσωπικό του ΠΑ.ΣΟ.Κ., της Ν.Δ. και άλλων συγγενών κομμάτων που παίζουν το ρόλο «οργάνων του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου αναλαμβάνει δράση «αναπτύσσοντας και κλιμακώνοντας την επίθεση ενάντια στις εργαζόμενες μάζες και για λογαριασμό του κεφαλαίου», με τις «πολιτικές λιτότητας και τη συνεχή μείωση των αμοιβών και συνολικά του εισοδήματος των εργαζομένων, με τις απολύσεις, τη θεσμοποίηση της ανεργίας, το χτύπημα του δικαιώματος στη δουλειά, με την προώθηση ‘νέων σχέσεων’ εργασίας, τα ελαστικά ωράρια και τους ‘απασχολήσιμους’ που θεσμοθετούν τη μετατροπή των εργαζομένων σε αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιούνται ή να ‘αποσύρονται’ κατά τη βούληση και τα συμφέροντα της εργοδοσίας, με το χτύπημα των δικαιωμάτων περίθαλψης και ασφάλισης και την παράδοση των αντίστοιχων πεδίων στην αδηφάγα κερδοσκοπική διάθεση του κεφαλαίου».

Απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου και των πολιτικών του το ΚΚΕ (μ-λ) δεν αντιτάσσει πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων των εργαζομένων και της εργατικής τάξης μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού. Αντιθέτως, προτάσσει ένα «διεθνές μέτωπο πάλης των λαών» το οποίο «θα στηρίζεται στην τεράστια πλειοψηφία των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων της γης», θα «χαρακτηρίζεται από την ιδεολογία της απόλυτης άρνησης ενός συστήματος που στηρίζεται και εκφράζει την εκφράζει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, την καταπίεση και τον πόλεμο» και θα «καθοδηγείται από την κατεύθυνση της ασυμβίβαστης πάλης και της ανατροπής της κυριαρχίας του καπιταλιστικού – ιμπεριαλιστικού συστήματος». Οι διεκδικήσεις των εργαζομένων για τη βελτίωση της θέσης τους εντάσσονται στα πλαίσια μιας τέτοιας προοπτικής.

3. ΕΝΩΤΙΚΟΣ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ! Μ-Λ ΚΚΕ

Ο ενωτικός αυτός συνδυασμός περιλαμβάνει δύο οργανώσεις της «μαοϊκής» αριστεράς που προέκυψαν και αυτές μετά από τη διάσπαση της ΟΜΛΕ. Συγκεκριμένα, άμεσα από την ΟΜΛΕ, εκτός του ΚΚΕ (μ-λ), προέκυψε το Μαρξιστικό-Λενινιστικό ΚΚΕ . Μετά τις εκλογές του 1981 και την αποτυχία της «Κίνησης για μια Επαναστατική Αριστερά» να πραγματοποιήσει μια αξιοπρεπή καταγραφή ενός «αριστερού πόλου» πέρα από το ΚΚΕ και το ΚΚΕ (εσωτ.) πραγματοποιήθηκε συνέδριο του ΚΚΕ (μ-λ) που δεν είχε θετική κατάληξη. Από το συνέδριο αυτό προέκυψαν τρεις, ισοδύναμες αρχικά, οργανώσεις: ΚΚΕ (μ-λ) με την εφημερίδα Αριστερή Πολιτική και δυνάμεις κυρίως στην Αθήνα, ΚΚΕ (μ-λ) με την εφημερίδα Προλεταριακή Σημαία και δυνάμεις κυρίως στη Θεσσαλονίκη και, τέλος, η εκδοτική ομάδα «Α/Συνέχεια». Το ΚΚΕ (μ-λ) – Αριστερή Πολιτική δεν υπάρχει πλέον και η «Α/Συνέχεια» εξελίχθηκε σε πολιτική οργάνωση και εκδίδει τη μηνιαία εφημερίδα Αριστερά! και την τριμηνιαία επιθεώρηση Α/Συνέχεια. Οι δύο οργανώσεις Μ-Λ ΚΚΕ και «Α/Συνέχεια» έχοντας δράσει από κοινού στο αντιπολεμικό κίνημα το 1999 και στις εργατικές κινητοποιήσεις της ίδιας χρονιάς αποφάσισαν την κάθοδό τους στις βουλευτικές εκλογές 2000.

Στην εκλογική διακήρυξη του συνδυασμού αναφέρεται ότι «φιλοδοξεί να θέσει τις βάσεις ενός νέου κύκλου διεργασιών και αγώνων που θα ανασυγκροτούν την κομμουνιστική Αριστερά, σε αντιπαράθεση με τη συμβιβαστική πολιτική των ρεφορμιστικών κομμάτων που τόση ζημιά προξένησαν στο αριστερό κίνημα» καθώς και «να διαμoρφώσει τoυς όρoυς πoυ θα επιτρέψoυν στo κίνημα να μάχεται και να συγκρoύεται με την πoλιτική της αστικής τάξης και τoυ ιμπεριαλισμoύ, να έχει την ικανότητα να κινητoπoιεί και να εμπνέει όλo και περισσότερoυς αγωνιστές στη χώρα μας, να κατoρθώνει να δίνει διέξoδo στη δυσαρέσκεια και βήμα - βήμα να ξαναχτίζει την εμπιστoσύνη των λαϊκών μαζών στo δρόμo τoυ αγώνα». Ο συνδυασμός απευθύνει έκκληση στους οποαδούς της «πραγματικής αριστεράς» για εκλογική συστράτευση αλλά και «τους λαούς, τα κινήματα, τους σκεπτόμενους ανθρώπους» σε καθημερινή κινητοποίηση ενάντια στο δρόμο «της παγκοσμιοποίησης, του ‘αποφασίζομεν και διατάσσομεν’ των 200 πολυεθνικών, των 3-4 βασικών ιμπεριαλιστικών χωρών, των διεθνών οικονομικών, πολιτικών και πληροφοριακών χωροφυλάκων». Τονίζεται ότι «η ΟΝΕ και τo ΕΥΡΩ σε συνδυασμό με την καπιταλιστική αναδιάρθρωση, τις συγχωνεύσεις και τις εξαγoρές των επιχειρήσεων, την ‘απελευθέρωση των αγoρών’ και τις ιδιωτικoπoιήσεις, oδήγησαν στην κατεδάφιση τoυ κράτoυς πρόνoιας (δημόσια παιδεία, δημόσια υγεία και κoινωνική ασφάλιση), στην εκτίναξη της ανεργίας, στoν πoλλαπλασιασμό της φτώχειας, στην αύξηση τoυ χρόνoυ εργασίας (όταν υπάρχει) για μια στoιχειώδη επιβίωση. Η κoινωνία των 2/3 είναι ήδη πραγματικότητα, μόνo πoυ τα 2/3 και όχι τo 1/3 βρίσκεται στην κατάσταση πoυ αναφέραμε και πoυ πρέπει ακόμη κι άλλo να χειρoτερεύσει για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και των κερδών των πoλυεθνικών. Αυτή είναι η αλήθεια για τoν δήθεν παράδεισo πoυ μας τάζoυν. Στη χώρα μας oι συνέπειες είναι ακόμη βαρύτερες μια και η επίτευξη τoυ ‘εθνικoύ στόχoυ’ της, έχει σαν απoτέλεσμα εκτός από τη φτώχεια, την ανεργία και τη διάλυση κάθε ίχνoυς κράτoυς πρόνoιας, την απoβιoμηχάνιση και τη διάλυση τoυ παραγωγικoύ ιστoύ της χώρας, την ερήμωση της υπαίθρoυ, την εξόντωση των μικρών επαγγελματιών. Η ένταξη στην ΟΝΕ είναι ένας ακόμη σταθμός στην ατελείωτη πoρεία πρoς την oικoνoμική και κoινωνική περιθωριoπoίηση χιλιάδων ανθρώπων της δoυλειάς, για να εξασφαλίζoνται τα υπερκέρδη μιας μικρής μειoψηφίας και των μονοπωλίων πoυ βρίσκoνται πίσω τους». Τέλος, προτείνεται ένα πρόγραμμα πάλης που περιλαμβάνει τους εξής στόχους για τους εργαζόμενους: «Να αντισταθoύμε στην αντιδραστική πoλιτική πoυ απoρρίπτει και περιθωριoπoιεί oλόκληρα κoμμάτια των εργαζoμένων από την παραγωγή και τη ζωή. Κάτω η αντεργατική πoλιτική. Ενιαίoς, μαζικός, απoφασιστικός αγώνας: Ενάντια στην κατάπνιξη και τo ξεθεμελίωμα των εργατικών δικαιωμάτων, την ανατρoπή των εργασιακών σχέσεων, την κατεδάφιση της κoινωνικής ασφάλισης, της υγείας, της πρόνoιας, ενάντια στις ιδιωτικoπoιήσεις. Όχι στo συνδικαλισμό της υπoταγής - Συνδικάτα ταξικά. Όχι στις νέες ευλύγιστες - εκμεταλλευτικές εργασιακές σχέσεις. Όχι στις συμφωνίες εργασιακής ειρήνης, συμφωνίες υπoταγής των εργαζoμένων. Όχι στα τoπικά σύμφωνα απασχόλησης. Ενάντια στις απoλύσεις, την κρατική και εργoδoτική τρoμoκρατία. Ενάντια στην ανεργία και την εξαθλίωση, δoυλειά για όλoυς. Να καταργηθoύν όλoι oι αντεργατικoί νόμoι και διατάξεις. Πραγματικές αυξήσεις σε μισθoύς, συντάξεις και στα επιδόματα των ανέργων. Πλήρης δωρεάν δημόσια ιατρoφαρμακευτική περίθαλψη για όλo τo λαό. Να υπερασπίσoυμε τα δικαιώματα των μεταναστών κόντρα στo ρατσισμό και την ξενoφoβία. Ίσα δικαιώματα για όλoυς τoυς ξένoυς εργάτες - Νoμιμoπoίηση όλων των μεταναστών. Όχι στην αστυνόμευση και την κoρoϊδία μέσω της άσπρης και πράσινης κάρτας. Άδεια παραμoνής και άδεια εργασίας σε όλoυς τoυς ξένoυς μετανάστες. Δωρεάν ιατρoφαρμακευτική περίθαλψη για τoυς μετανάστες και αλλoδαπoύς. Μόνo ένα ενιαίo μέτωπo εργαζoμένων, αγρoτών, ανέργων, μεταναστών μπoρεί να εναντιωθεί απoφασιστικά και απoτελεσματικά στo εφιαλτικό μέλλoν πoυ πρoετoιμάζoυν για τo λαό κυβέρνηση -κεφάλαιo - ΕΕ.»

ΑΚΡΑ ΔΕΞΙΑ

1. ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ

Το ψηφοδέλτιο αυτό αποτελεί συμμαχία ακροδεξιών οργανώσεων και παραγόντων που «έρχεται να σηματοδοτήσει την εξέλιξη του πατριωτικού χώρου και να του δώσει αυτό που τόσα χρόνια του έλλειπε, την Οργάνωση» με στόχο «την αντιμετώπιση της κρίσης που πλήττει τη χώρα σε όλους τους τομείς». Η κύρια απειλή που αντιμετωπίζει η χώρα, κατά το συνδυασμό, είναι η υπογεννητικότητα σε συνδυασμό με την αύξηση της παρουσίας λαθρομεταναστών που «προξενεί μη αναστρέψιμα προβλήματα». Λύση που προτείνει ο συνδυασμός είναι η «απέλαση των λαθρομεταναστών» γιατί προκαλείται «περαιτέρω έξαρση της εγκληματικότητας, της ανεργίας, της ανασφαλείας (…) αλλοίωση της δημογραφικής συστάσεως του Ελληνισμού (…) αποσάρθρωση της ελληνικής ταυτότητας και του Ελληνικού Πολιτισμού» . Εκτός από την πρόταση για απέλαση των λαθρομεταναστών και τη χάραξη «ορθολογικής μεταναστευτικής πολιτικής» για την αντιμετώπιση της ανεργίας μεταξύ των Ελλήνων ο συνδυασμός αγωνίζεται «για την δημιουργία μιας επιθετικής οικονομίας προσαρμοσμένης στις απαιτήσεις του γεωπολιτικού μας χώρου, που θα επιτρέψει στους Έλληνες να ξαναζήσουν ως μέλη ενός έθνους κυριάρχων και ηγετών», για «την απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από τον ασφυκτικό έλεγχό της από το Κράτος, για «την κατάργηση των συνθηκών του Σένγκεν και του Μάαστριχτ» και για την κατάργηση των οικονομικών προνομίων των δημοσίων υπαλλήλων».

2. ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ

Η «Εθνική Συμμαχία» είναι το κόμμα των «καθαρόαιμων» χουντικών υπό την ηγεσία του Γρ. Μιχαλόπουλου, ιδιοκτήτη της εφημερίδας Ελεύθερη Ώρα και του τηλεοπτικού σταθμού Τηλετώρα. Υποψήφιοι στο ψηφοδέλτιο αυτό είναι και νεοναζιστές της οργάνωσης «Χρυσή Αυγή». Το κεντρικό σύνθημα του συνδυασμού είναι: «Όχι στην αλλοίωση του εθνικού πληθυσμιακού στοιχείου» . Με βάση αυτή τη θέση συγκροτείται, όπως και στην περίπτωση της «Πρώτης Γραμμής», το στοιχειώδες πρόγραμμα του συνδυασμού και το οποίο περιγράφεται καθαρά από τη «Χρυσή Αυγή» . Σχετικά με το ζήτημα της εργασίας αναφέρονται τα εξής: «Άμεση εφαρμογή των νόμων για απέλαση όλων των λαθρομεταναστών που οδηγούν τους Έλληνες στην ανεργία, αυξάνουν την εγκληματικότητα και οδηγούν τα ασφαλιστικά ταμεία στη χρεοκοπία (…) δίωξη των εργοδοτών που απασχολούν παράνομα ξένους εργαζόμενους.» Σύμφωνα με τη «Χρυσή Αυγή», τα «φτηνά εργατικά χέρια των εγχρώμων, και η παραοικονομία, εξυπηρετούν μόνο τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών. Έξω τώρα όλοι οι ξένοι. Ανάπτυξη των παραδοσιακών τομέων της Ελληνικής Οικονομίας (γεωργία, αλιεία, κτηνοτροφία και σχετικές βιομηχανίες, τουρισμός, πολιτισμός). Προστασία των ανέργων, ταχύρρυθμη επανένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία. Επιδόματα και δουλειά με κοινωνική ευαισθησία. Η εργασία είναι δικαίωμα και υποχρέωση όλων των Ελλήνων».


Κριτήρια αξιολόγησης

Η αξιολόγηση των προγραμμάτων των κομμάτων σχετικά με το θέμα της εργασίας πρέπει να γίνει με βάση ορισμένα κριτήρια που να σχετίζονται με τη γενικότερη ιδεολογική τοποθέτησή τους και την προσπάθεια σύλληψης της κοινωνικο-πολιτικής πραγματικότητας στη σημερινή συγκυρία ώστε να σταθεί δυνατή η καταγραφή και κατάταξή τους. Η σύγχρονη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, στην ομάδα των οποίων ανήκει πλέον και η Ελλάδα, οδηγεί στην αναδιάρθρωση των κοινωνικών τάξεων και του πολιτικού και κομματικού συστήματος. Ποια είναι, όμως, σε γενικές γραμμές, αυτή η πραγματικότητα και με ποιους τρόπους εκφράζονται οι κοινωνικές μεταβολές στο κομματικό σύστημα;

Το κεντρικό σύνθημα του νέου ΠΑ.ΣΟ.Κ επί προεδρίας Κ. Σημίτη είναι ο «εκσυγχρονισμός». Το διακύβευμα της στρατηγικής αυτής επιλογής αφορά ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων που αναφέρονται στο στόχο της αλλαγής του τρόπου λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Οι πολιτικοί στόχοι του εκσυγχρονισμού είναι η ενίσχυση της πολιτικής θέσης των διοικήσεων σε οργανισμούς και επιχειρήσεις του Δημοσίου και η εξαίρεση του κράτους από το πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού. Οι μεταρρυθμίσεις που εξυπηρετούν την επίτευξη των δύο αυτών στόχων είναι οι εξής: όσον αφορά τον πρώτο στόχο, αλλαγή νομικού καθεστώτος, ανατροπή εργασιακών σχέσεων, περιορισμένες ιδιωτικοποιήσεις και όσον αφορά το δεύτερο, θέσπιση αντικειμενικών κριτηρίων, αυτόνομο σώμα προσλήψεων, κατάργηση αναχρονιστικών διαδικασιών πρόσληψης, μη πολιτικά διοριζόμενες διοικήσεις σε Δ.Ε. και οργανισμούς, επανίδρυση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., κατάργηση προνομίων.

Το «νέο ΠΑ.ΣΟ.Κ.» ορίζει ως «εκσυγχρονισμό» της αντίληψης για την εργασία την «ευελιξία» και την «προσαρμοστικότητα» σε αντίθεση, όπως τονίστηκε παραπάνω, με την νοοτροπία του κλειστού κύκλου «εκπαίδευση – εργασία – συνταξιοδότηση», που χαρακτήρισε την εποχή του κεϋνσιανισμού ή, στην ελληνική περίπτωση, του «λαϊκισμού».

Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει στο πρόγραμμά του σχετικά με την εργασία εμφορούνται από την αντίληψη ότι η «ευελιξία γνώσης» είναι ένα σημαντικό περιουσιακό στοιχείο (asset) για τη σημερινή επιχείρηση και προσωπικό πλεονέκτημα (asset) για το εργατικό δυναμικό στην αγορά εργασίας. Οι νέες τεχνολογίες και η εφαρμογή τους σε επιχειρήσεις και οργανισμούς δημιουργούν νέες απαιτήσεις και δεξιότητες για τους εργαζόμενους. Η άποψη αυτή κυριαρχεί στους κύκλους της κεντροαριστεράς αλλά και στη νέο-φιλελεύθερη πανεπιστημιακή διανόηση, με την τελευταία να επικρατεί στις Η.Π.Α και τη Βρετανία. Κατά τη δεκαετία του ’80 στο διεθνή διάλογο για την εργασία κατατέθηκαν αρκετές απόψεις που αντιμετώπιζαν υπ’ αυτό το πρίσμα το θέμα. Ο Peter Glotz θεωρείται, κατά κάποιο τρόπο, ο εισηγητής πολλών από τις θέσεις που σήμερα κυριαρχούν στα προγράμματα των κομμάτων της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη. Η θέση για την «κοινωνία των 2/3» πρωτοδιατυπώθηκε από τον Peter Glotz , η δε βασική του μέριμνα είναι η ταυτόχρονη προώθηση του «εκσυγχρονισμού» και της «κοινωνικής ευαισθησίας», μια «κοινωνική ευαισθησία» που δεν διαθέτουν, σύμφωνα με την άποψή του, οι διευθυντικές ομάδες. Η κατάρρευση των παλιών δομών, που για τη στήριξή τους απαιτούσαν την ύπαρξη κοινωνικών συλλογικοτήτων, δημιούργησε το έδαφος για την οικοδόμηση ενός νέου μοντέλου εργασίας το οποίο είναι παράγωγο της «τρίτης βιομηχανικής επανάστασης» και στηρίζεται στην «υποκειμενικοποίηση» η οποία σημαίνει «νέα κινητικότητα ή απομόνωση, πολλαπλασιασμό των ευκαιριών ή εξοστρακισμό από κάθε κοινότητα». «Υποκειμενικοποίηση», κατά τον Glotz, είναι «η ευκαιρία απελευθέρωσης από πολλούς εξαναγκασμούς της εργασίας, της οικογένειας, της καθημερινής κουλτούρας, αλλά ενέχει τον κίνδυνο της πλήρους απομόνωσης, της μοναχικότητας και της καταστροφής της αλληλεγγύης». Η ελληνική λέξη για την ίδια έννοια θα μπορούσε να είναι «εξατομίκευση». Στο σημείο αυτό συναντάμε το πνεύμα των προτάσεων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για την εργασία και την ανεργία, όταν μιλάει για πέρασμα από τη λογική των επιδοτήσεων στην προληπτική δράση, στην έγκαιρη διάγνωση των αναγκών και εξελίξεων στην αγορά εργασίας και στη λήψη ενεργών μέτρων για την προώθηση της απασχόλησης με βάση την εξατομικευμένη προσέγγιση και την ισότητα στην πρόσβαση. Θα μπορούσαμε επίσης να τονίσουμε ότι το πρόγραμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. διέπεται από μια νέα αρχή ή μάλλον από μια νέα μορφή ερμηνείας της αρχής της ισότητας: από την γενική ισότητα στην ισότητα των ευκαιριών.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Glotz επηρεασμένος ακόμα από τον απόηχο του Γαλλικού Μάη του ’68 αλλά και από τα διάφορα πειράματα εργατικής συμμετοχής σε ορισμένους τομείς των επιχειρήσεων προβαίνει στη διατύπωση προτάσεων οικονομικής δημοκρατίας και ιδιαίτερα συνδιαχείρισης των επιχειρήσεων από τους εργαζόμενους και το κεφάλαιο. Η πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., που σε ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα και του πιστωτικού συστήματος έχουν ήδη γίνει πράξη, είναι αυτή της χρηματοοικονομικής συμμετοχής των εργαζομένων υπό τη μορφή της αγοράς μετοχών σε μειωμένες τιμές και του «κοινωνικού διαλόγου».

Η Ν.Δ., έχοντας μείνει εκτός κυβερνητικής εξουσίας για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά το 1981 χωρίς να χάσει την πολυσυλλεκτικότητά της, δυσκολεύεται να προσδιορίσει ένα κομματικό πρόγραμμα για την εργασία και την ανεργία που, από τη μια μεριά, να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της φιλελεύθερης οικονομικής ιδεολογίας της και από την άλλη να διαφοροποιείται σε κύρια σημεία από το αντίστοιχο κομματικό πρόγραμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Οι αντιφάσεις αυτές είναι εμφανείς στο πρόγραμμά της. Ενώ από τη μια αναγνωρίζει την ανάγκη να αναφερθεί στο πνεύμα και τους κανόνες που διέπουν τη «μεταβιομηχανική κοινωνία» και θεωρεί ότι πρέπει να εφαρμοστούν οι αρχές του φιλελευθερισμού από την άλλη εγκαλεί την κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. με το επιχείρημα ότι άφησε την ανεργία «να πάρει τρομακτικές διαστάσεις». Από μια άποψη πρόκειται για αντίφαση στο βαθμό που η ΝΔ, ως φιλελεύθερο κόμμα, ζητά την παρέμβαση του κράτους σε ένα πρόβλημα για το οποίο, σύμφωνα με τον οικονομικό φιλελευθερισμό θα βρει λύση η ίδια η αγορά.
Οι θέσεις του ΚΚΕ και των μικρών κομμάτων του μ-λ χώρου έχουν κοινές αφετηρίες. Στηριζόμενη η παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση στην θεωρία του κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού προσπαθεί να εντοπίσει τα χαρακτηριστικά της νέας συγκυρίας στην «πάλη των τάξεων». Κατά τους θεωρητικούς του Κ.Κ.Ε. ζούμε σε μια εποχή που τη χαρακτηρίζει η όξυνση της βασικής αντίθεσης αλλά και του συνόλου των αντιθέσεων του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η αξιοποίηση της πληροφορικής και των νέων τεχνολογιών οδηγεί σε αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης του προλεταριάτου από την αστική τάξη και ταυτόχρονα σε αύξηση του εφεδρικού στρατού των εργαζομένων, δηλαδή των ανέργων. Αντίθετα με όσα πρεσβεύουν οι μη μαρξιστές θεωρητικοί, «οι σχέσεις μισθωτής εργασίας επεκτείνονται και επιβάλλονται σε ευρύτερα τμήματα της οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με το παρελθόν» ενώ παράλληλα «η διαδικασία της πλήρους υποταγής της εργασίας στο κεφάλαιο είναι βασικό γνώρισμα του καπιταλισμού που ‘σαπίζει και πεθαίνει’. Η συνέπεια της θέσης αυτής μπορεί εύκολα να αναγνωριστεί: «Ωστόσο αυτό που νομίζουμε ότι πρέπει να κατανοηθεί βαθιά από τους εργαζόμενους είναι ότι η αναμφισβήτητη αλματώδης τεχνολογική πρόοδος όχι μόνο δε δίνει ανάσα ζωής στο γερασμένο καπιταλισμό αλλά αντίθετα αποτελεί το αντικειμενικό έδαφος επιτάχυνσης της σήψης του». Το Κ.Κ.Ε. στοχεύοντας στην ανάπτυξη του «ταξικού ρεύματος» στο συνδικαλισμό «θα πρωτοστατεί στην οργάνωση της πάλης και στην ανάπτυξη των αγώνων με βάση τα προβλήματα με αντιμονοπωλιακούς και αντιιιμπεριαλιστικούς στόχους». Η θέση αυτή του Κ.Κ.Ε., παρά τη φαινομενικά λογική συνέπειά της ως προς τη γενική στρατηγική του, έρχεται σε αντίθεση με τη λογική του «καταστροφισμού» που διακρίνει τη θεωρία του κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού που «σαπίζει και πεθαίνει». Κι αυτό γιατί η κύρια κατεύθυνση είναι η ανάπτυξη κοινωνικού κινήματος μαζών που θα παλέψει για τους αντι-ιμπεριαλιστικούς και αντι-μονοπωλιακούς στόχους οξύνοντας τις αντιθέσεις του συστήματος (ανάδειξη – ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα που ενισχύει τη συνολική αντι-καπιταλιστική / σοσιαλιστική πάλη). Όμως, από το σημείο αυτό, αρχίζουν τα σοβαρά προβλήματα της στρατηγικής και της τακτικής του Κ.Κ.Ε. όσον αφορά την εργασία και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, τους στόχους και τα αιτήματα που θέτει προς διεκδίκηση στη σημερινή συγκυρία, και είναι θέμα που δεν μπορεί να αναλυθεί στα πλαίσια του παρόντος άρθρου.

Ο «Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου», αντίθετα από το ΚΚΕ που υποβαθμίζει στο πρόγραμμά του τους άμεσους και ενδιάμεσους στόχους υπέρ του αντι-ιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού μετώπου, κατέθεσε πρόγραμμα με κεντρικό άξονα την αντιμετώπιση της ανεργίας στα πλαίσια της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ. Χωρίς να διαφαίνεται υιοθέτηση των απόψεων κάποιου από τους θεωρητικούς της εργασίας από τους συντάκτες του προγράμματος του ΣΥΝ, εν τούτοις μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία από τη γαλλική συζήτηση για το θέμα. Το 35ωρο ως μέτρο που συμβάλλει με τη γενικευμένη εφαρμογή του στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στη μείωση της ανεργίας, η κατοχύρωση ικανοποιητικού εισοδήματος για όλους, η καθιέρωση κατώτατου μισθού και κατώτατης σύνταξης, η δημιουργία ταμείου αλληλεγγύης και άλλες προτάσεις που έχουν διατυπωθεί με πιο λεπτομερή τρόπο στα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων της αριστεράς και των συνδικάτων στη γαλλική πολιτική σκηνή, βρίσκουν τη θέση του στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του ΣΥΝ. Οι προτάσεις αυτές καθώς και αυτές για την ανάπτυξη κινήματος για αποτροπή της επέκτασης των ιδιωτικοποιήσεων, την αποδοτική διαχείριση του δημόσιου τομέα, την ανάπτυξη και των εκσυγχρονισμό των ΔΕΚΟ με κριτήρια την αύξηση της απασχόλησης, την προστασία και αναβάθμιση του περιβάλλοντος, την εξυπηρέτηση των χρηστών των υπηρεσιών τους και την αντιμετώπισή τους ως πολιτών με δικαιώματα, δεν αποτελούν ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα με την κλασική έννοια του όρου, προδιαγράφουν όμως ένα πλαίσιο για την κινητοποίηση κοινωνικών ομάδων και κινημάτων που συγκροτούνται μέσα από την κριτική της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και στοχεύουν στην υπέρβασή της.

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...