Showing posts with label ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ. Show all posts
Showing posts with label ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ. Show all posts

Wednesday, May 27, 2020

Όψεις μιας λησμονημένης ιστορίας Ο ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ (του Θανάση Τσακίρη


Όψεις μιας λησμονημένης ιστορίας

Ο ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

H 31η Μαρτίου 1946 έχει μείνει στην ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας ως το προοίμιο του Εμφυλίου Πολέμου.[1] Τα κόμματα της ΕΑΜικής Αριστεράς είχαν ήδη διχαστεί όσον αφορά στη συμμετοχή τους στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν υπό τη συμμαχική εποπτεία και με κυβέρνηση υπό τον Θ. Σοφούλη και από τις οποίες απείχε το ΚΚΕ. Την ίδια ημέρα ένα επεισόδιο στο Λιτόχωρο Πιερίας, η ένοπλη επίθεση ανταρτικής ομάδας κατά του τοπικού αστυνομικού τμήματος θα σήμανε την απαρχή της εμφύλιας σύγκρουσης. Ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίστηκε στα βουνά της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας, δεκάδες χιλιάδες ένοπλοι μαχητές και των δύο πλευρών σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ξεριζώθηκαν και οδηγήθηκαν στις εξορίες, στην εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση και στην προσφυγιά. Η στρατιωτική ήττα της αριστεράς και η υποχώρησή της στο πολιτικό και ιδεολογικό πεδίο άνοιξε το διάπλατα το δρόμο για τη συγκρότηση ενός μετεμφυλιακού αυταρχικού κράτους της δεξιάς που απέκλειε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες από το πολιτικό σύστημα.

Στα πρόσφατα συνέδρια για τον εμφύλιο[2], (Πάντειος 20-23/10/1999 και 24-26/2/2000) τονίστηκαν οι εθνοτικές, πολιτικο-ιδεολογικές και οικονομικό-κοινωνικές πλευρές καθώς και οι διεθνείς-συγκριτικές διαστάσεις του. Όμως υπήρξε ένα πεδίο το οποίο έμεινε ακάλυπτο, αυτό του εργατικού συνδικαλισμού. Σε μια εποχή κατά την οποία η Ελλάδα μεταβαλλόταν από αγροτική κοινωνία σε βιομηχανική και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ρίζωνε οριστικά, η παράλειψη αναφοράς στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα είναι ανερμήνευτη. Γι’ αυτό θα προσπαθήσουμε μέσα από τις γραμμές αυτές να αναδείξουμε, έστω και κάπως σχηματικά λόγω χώρου, κάποιες διαστάσεις του θέματος που είναι ακόμη ανεξερεύνητο[3].

Το Μάρτιο του 1946 μέσα στην «προεκλογική περίοδο» έγινε το 8ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ[4]. Σ’ αυτό πλειοψήφησαν οι παρατάξεις της Αριστεράς επιβάλλοντας πρωτοποριακό αγωνιστικό πρόγραμμα διεκδικήσεων[5], δημοκρατικό καταστατικό, την προσχώρηση στην Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία και απέστειλαν πρόσκληση στις μικροαστικές τάξεις για συντονισμό των ενεργειών τους. Απείχαν από το συνέδριο οι παρατάξεις της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς (οι αυτοαποκαλούμενοι «ρεφορμιστές» υπό το Φώτη Μακρή[6]) που προσέφυγαν στα δικαστήρια για να προσβάλουν την εγκυρότητά του επικαλούμενες παρατυπίες στην εκλογή ορισμένων αντιπροσώπων. Την ουσιαστική απάντηση ότι το συνέδριο ήταν αντιπροσωπευτικό την έδωσε ο κόσμος της εργασίας στη μεγάλη συγκέντρωση που οργάνωσε η νέα διοίκηση της ΓΣΕΕ στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στις 10 Μαρτίου.

Μετά τις βουλευτικές εκλογές και τη νίκη της δεξιάς άρχισε νέος κύκλος αμφισβήτησης της διοίκησης της ΓΣΕΕ. Στην κατεύθυνση της ανατροπής της διοίκησης βοήθησε από τη μια το κλίμα που δημιουργούσε η επιτάχυνση της ένοπλης σύγκρουσης του ΔΣΕ και των κυβερνητικών και παραστρατιωτικών δυνάμεων και από την άλλη η αυξανόμενη ένταση του Ψυχρού Πολέμου. Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την ανατροπή της διοίκησης από το κράτος και τις αγγλικές και αμερικανικές συνδικαλιστικές αντιπροσωπείες ήταν πολλά και ποικίλα. Η αίτηση ακυρώσεως που υπέβαλε ένας τυπογράφος της παράταξης Μακρή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αντιμετωπίστηκε θετικά από το δικαστήριο και έτσι τον Ιούνιο η υπ’αριθμ. 885/46 πολιτική απόφαση του ΣΤΕ ακύρωνε τις προηγούμενες υπουργικές αποφάσεις με τις οποίες διευκολυνόταν η σύγκλιση του 8ου Συνεδρίου της ΓΣΕΕ. Το σκεπτικό της απόφασης ήταν ότι με τις αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας το Δεκέμβριο του 1945 παραβιάζονταν το Σύνταγμα (Άρθρο 11 περί «ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι») και η Συμφωνία της Βάρκιζας (Άρθρο 1 της υπ’ αριθμ. 23 Συντακτικής Πράξης που την κατοχύρωνε). Μετά την ανατροπή της διοίκησης της ΓΣΕΕ και την εκδίωξη των αριστερών συνδικαλιστών άρχισαν διεργασίες μεταξύ των παραγόντων του συνδικαλιστικού τριγώνου Άγγλων - Αμερικανών και Ελλήνων «ρεφορμιστών». Οι διεργασίες κατέληξαν αρχικά στο διορισμό νέας προσωρινής διοίκησης στη ΓΣΕΕ με την υπ’ αριθμ. 28560/1946 υπουργική απόφαση (υπουργός εργασίας ο Ανδρέας Στράτος[7]) στην οποία η αριστερή παράταξη ΕΡΓΑΣ υποτίθεται ότι θα συμμετείχε με 5 αντιπροσώπους έναντι 16 της δεξιάς και των «ρεφορμιστών», δηλαδή στην πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας προχωρώντας ακόμη παραπέρα έδωσε, κατόπιν πίεσης του Στράτου, μια πρωτοφανή για τα χρονικά ερμηνεία προηγούμενης απόφασής του με την έκδοση νέας απόφασης που ακύρωνε όλες τις αποφάσεις του 8ου Συνεδρίου με το σκεπτικό ότι αφού κηρύχθηκαν άκυρες οι αποφάσεις του υπουργείου εργασίας που διευκόλυναν τη διεξαγωγή του συνεδρίου ακυρώνονται και οι αποφάσεις του συνεδρίου.

Από το σημείο αυτό και ύστερα η εκδίωξη της συνδικαλιστικής αριστεράς επεκτείνεται σε όλες τις ομοσπονδίες, εργατικά κέντρα και σωματεία. Στα διεθνή συνδικαλιστικά συνέδρια, όπως αυτό της ΠΣΟ γινόταν πραγματική μάχη. Ο Μακρής μόνο με την ψήφο των κυβερνητικών και εργοδοτικών προσώπων κατάφερε να γίνει δεκτός. Με τη διάσπαση της ΠΣΟ και τη δημιουργία από τους Αμερικανούς συνδικαλιστές και των ευρωπαίων συμμάχους τους της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Ελευθέρων Συνδικάτων (ΔΣΕΣ) αναγνωρίστηκε η διοίκηση Μακρή.

Στο μεταξύ η συνδικαλιστική αριστερά προσπαθούσε να θέσει όρους για την έξοδο από την κρίση και για μια ενωτική πορεία της ΓΣΕΕ: «να αποκατασταθούν οι εκλεγμένες διοικήσεις, να αφεθούν ελεύθεροι όλοι οι κρατούμενοι και εξόριστοι συνδικαλιστές που δεν κατηγορούνται για φόνους, να αποκατασταθεί η ελεύθερη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, η νόμιμη διοίκηση της ΓΣΕΕ - δηλαδή η έκπτωτη - ν’ αναλάβει την υποχρέωση με απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου (άρθρα 15, 16 και 25 του Καταστατικού) να συμπληρώσει τη διοίκηση με άλλα 10 μέλη από τα οποία τα 5 να είναι της δεξιάς (δηλαδή 17μελής διοίκηση) και να κληθεί αντιπροσωπεία της ΠΣΟ για να εποπτεύσει τις αρχαιρεσίες των σωματείων και τη σύγκλιση του 9ου Συνεδρίου της ΓΣΕΕ»[8].

Ακολούθησε η συμφωνία Κ. Τσαλδάρη - Μπρέιν[9] με βάση την οποία θα επανέρχονταν όλες οι έκπτωτες διοικήσεις υπό τον όρο να συμπληρωθούν από «πρόσφορο αριθμό ρεφορμιστών» και με τη συμφωνία να διεξαχθούν αρχαιρεσίες, να διατηρηθούν οι περιουσίες και να συνεχιστεί η «διεξαγωγή της τρέχουσας εργασίας». Ο Υπουργός Εργασίας Α. Στράτος που βρισκόταν στη διάσκεψη της ΠΣΟ ανακοίνωσε την παραίτησή του γιατί δεν ελήφθησαν υπόψη σε μεγάλο βαθμό οι απόψεις των αμερικανών[10]. Ο δρόμος για την ολοένα και πιο έντονη ανάμιξη των Αμερικανών στα συνδικαλιστικά πράγματα άνοιγε διάπλατα. Τα πιο γνωστά ονόματα των Αμερικανών παραγόντων που έμειναν στην ιστορία για τις καταπληκτικές δολοπλοκίες τους ήταν αυτά του Ι. Μπράουν που ήταν ο εκπρόσωπος της AFL στην Ευρώπη και του Σ. Μπέργκερ που ήταν ο εργατικός ακόλουθος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα. Η αριστερά (ΕΡΓΑΣ και σοσιαλιστές του Δ. Στρατή) μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν δέχτηκαν τη συμφωνία που ήταν στην ουσία κυβερνητικό ανακοινωθέν.

Στο δρόμο για το περιβόητο 9ο Συνέδριο (Απρίλιος 1948) χρησιμοποιήθηκαν για την επικράτηση των «ρεφορμιστών» μέσα όπως η φυσική εξόντωση και περιορισμός των συνδικαλιστών της αριστεράς, η νομοθετική εξουσία (Γ΄ Ψήφισμα , Α.Ν. 509 κλπ.), η κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους και η σύλληψη των συνδικαλιστών ώστε να διορίζονται υπάκουοι συνδικαλιστές, η διαγραφή των ανυπότακτων σωματείων κ.ο.κ.

Στο 9ο συνέδριο, εκτός των άλλων, συνέβη και το «αναπάντεχο»: η εκλογική διάσπαση των «ρεφορμιστών» (είχε προηγηθεί η ουσιαστική με την απειλή μονοήμερης απεργίας από το Μακρή για το Νοέμβριο του 1947 για μισθολογικές αυξήσεις) που επεδίωκαν ο καθείς για τον εαυτό του την εύνοια των Αμερικανών και των ... εργοδοτών[11]. Σ’ αυτό αφού έγιναν τα μύρια όσα διαδικαστικά τερτίπια με στόχο τη μείωση τόσο της δύναμης της αντίπαλης «ρεφορμιστικής» παράταξης όσο και τη μείωση της όποιας δύναμης της συνδικαλιστικής αριστεράς, όσης δηλαδή είχε απομείνει λόγω των διώξεων και των εξοριών[12], εξελέγη γενικός γραμματέας ο πρώην υπουργός εργασίας των κυβερνήσεων του δικτάτορα Ι. Μεταξά, ο Α. Δημητράτος. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη προκειμένου να αποφύγει την έκθεσή της σε κατηγορίες των Αγγλο-αμερικανών ότι υποθάλπει ένα «μισο-φασίστα»[13] επανέφερε με τον Α.Ν. 986/1945 την απλή αναλογική για την εκλογή συνδικαλιστικών οργάνων. Έτσι βοηθήθηκε ο ευνοούμενος του Λαϊκού Κόμματος Φώτης Μακρής να εκλεγεί στην ηγετική θέση του συνδικαλιστικού κινήματος και να κυριαρχήσει επί των αντιπάλων του και επί των εργαζομένων της χώρας. Η συνδικαλιστική αριστερά είχε ηττηθεί. Το πρώτο μεγάλο σκίρτημα θα έρθει στη δεκαετία του ’60 αλλά θα μείνει σκίρτημα, όπως και η πρώτη απόπειρα οικοδόμησης ενός αυτόνομου συνδικαλιστικού κινήματος αμέσως μετά τη μεταπολίτευση.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ



[1] Βλ. Μαυρογορδάτος Γ.Θ., (1984), «Οι εκλογές του 1946. Προοίμιο του εμφυλίου πολέμου», στο Τζ. Ιατρίδης (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950: Ένα Έθνος σε Κρίση, Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα. Βλ. επίσης: Νικολακόπουλος Η., (1985), Κόμματα και βουλευτικές εκλογές, Εκδ. Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα και Βερναρδάκης Χ. & Γ. Μαυρής, (1991), Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδιδακτορική Ελλάδα: Οι προϋποθέσεις της μεταπολίτευσης, Εκδ. Εξάντας, Αθήνα.
[2] Στις 18 Οκτωβρίου 1949 ο ραδιοφωνικός σταθμός του ΚΚΕ θα σήμαινε τη λήξη του πολέμου από την πλευρά των ηττημένων με το περίφημο σύνθημα «το όπλο παρά πόδα».
[3] Αναφορές βέβαια έχουν γίνει από σημαντικούς μελετητές του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος της χώρας μας: βλ. Αυγουστίδης Α., (1999), Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα κατά τη δεκαετία του ’40 και τα περιθώρια της πολιτικής, Αθήνα, Εκδ. Καστανιώτης, Κουκουλές Γ.Φ., (1995), Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα και οι ξένες επεμβάσεις (144-1948), Εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, του ίδιου (1984), Ελληνικά συνδικάτα: Οικονομική αυτοδυναμία και εξάρτηση (1938-1984), Εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα.  Βλ. επίσης και: Τζεκίνης Χρ., (1987), Το Εργατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα στην Ελλάδα (1870-1987), Εκδ. Γαλαίος, Αθήνα, και Wittner L., (1982), American Intervention in Greece 1943-1949, Columbia University Press, Nέα Υόρκη.
[4] Βλ. Κουκουλές Γ.Φ., (1997), «Αναδρομή σ’ ένα Αμφιλεγόμενο Παρελθόν» στο Κασιμάτη Κ. (επιμ.), Κέντρο Κοινωνικής Μορφολογίας και Κοινωνικής Πολιτική: Το Ελληνικό Συνδικαλιστικό Κίνημα στο Τέλος του 20ού Αιώνα, Εκδ. Gutenberg, Αθήνα και Λιβιεράτος Δ., (1998), Τα Συνέδρια της ΓΣΕΕ, Εκδ. Παρασκήνιο, Αθήνα.
[5] Τα αιτήματα ήταν: τιμαριθμική ρήτρα, ίση δουλειά και ίση αμοιβή ανδρών και γυναικών, επέκταση του 8ωρου στη βιομηχανία χωρίς μείωση των αποδοχών, αναγνώριση δικαιωμάτων στις επιτροπές εργατών και υπαλλήλων στις επιχειρήσεις, συμμετοχή των εργατικών οργανώσεων στην Επιθεώρηση Εργασίας, πλήρης συνδικαλιστική ελευθερία, κατάργηση του μέτρου της επιστράτευσης των εργατών, περιφρούρησης όλων των μορφών ανεξαρτησίας της χώρας, αναγνώριση εθνικής αντίστασης, ισοπολιτεία απέναντι σε εθνικές, γλωσσικές και θρησκευτικές μειονότητες, εξασφάλιση προϋποθέσεων για ελεύθερες και ανόθευτες εκλογές (Βλ. Κουκουλές Γ.Φ., 1995, ο.π., σελ. 102).
[6] Παλιό μέλος του Εργατικού ΕΑΜ, με κοφτερό μυαλό αλλά και καιροσκοπικό χαρακτήρα, σύμφωνα και με ερευνητές και με αντίπαλους συνδικαλιστές. Ο Φ. Μακρής θα αναλάμβανε το γενικό πρόσταγμα της συνδικαλιστικής δεξιάς για περισσότερα από 25 χρόνια. Οι πρακτικές και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσε, μαζί με τον ομογάλακτό του, και ενίοτε αντίπαλό του, από τη Θεσσαλονίκη Ε. Θεοδώρου, για να καθυποτάσσει το συνδικαλιστικό κίνημα στα μέτρα του, έμειναν στην ιστορία με τον όρο «Μακρηθοδωρισμός».
[7] Ο Α. Στράτος χρησιμοποίησε το εκπληκτικής ωμότητας επιχείρημα ότι η σύνθεση της διοίκησης της ΓΣΕΕ πρέπει να αντανακλά τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών και, συνεπώς, της κυβέρνησης ανοίγοντας το δρόμο στους επίδοξους συνεχιστές του επί μια πεντηκονταετία για την ιδεολογικοποίηση της κομματικοποίησης - κρατικοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος.
[8] Βλ. Κουκουλές Γ.Φ., 1995, ο.π., σελ. 123.
[9] Ο εργατικός ακόλουθος της Αγγλικής πρεσβείας στη Ρώμη που εκλήθη να διεξάγει διαπραγματεύσεις με την έκπτωση αριστερή διοίκηση της ΓΣΕΕ
[10] Ο ίδιος θα δημοσιεύσει την επιστολή παραίτησής του προς τον Κ. Τσαλδάρη μερικές εβδομάδες μετά σε τόμο που εξέδωσε (Α. Στράτου, Πολιτικοί Λόγοι και Άρθρα 1946, Αθήνα. Ο Γ. Κουκουλές θέτει ερωτηματικό στο έτος έκδοσης 1946) όπου έγραφε: «Δέον να προσθέσω ότι εξακολουθώ να πιστεύω ότι δια πάσης θυσίας έπρεπε υπό τις σημερινές συνθήκες να επιτευχθεί η διεύρυνση της Κυβερνήσεως. Τοιαύτη άλλωστε είναι η έκδηλος γνώμη και επιθυμία του ελληνικού λαού, των αμερικανικών κύκλων και των εν Αμερική Ελλήνων». Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Έθνος» της 18.11.46 για τη διενέργεια συνδικαλιστικών εκλογών τόνισε: «...όταν υφίσταται κομμουνιστική επίδρασις δεν υπάρχει πρόθεσις ελευθέρας εκδηλώσεως, αλλά διάθεσις κομουνιστικής επιδράσεως δι’ οιουδήποτε μέσου. Έχω υπ’ όψιν μου ότι ο αμερικανικός συνδικαλισμός συμφωνεί με τας απόψεις αυτάς» (Βλ. Κουκουλές Γ.Φ., 1995, ο.π., σ.σ. 124-5).
[11] Πιθανολογείται από τον Αμερικανό συγγραφέα Ουίτνερ ότι η CIA χρηματοδότησε με $ 2.000 το συνέδριο μέσω της «Επιτροπής Ελεύθερου Συνδικαλισμού» (Βλ. Wittner L., 1982, ο.π., σελ. 211). Επίσης χρήματα έβαλαν για να διεξαχθεί το Συνέδριο, εφοπλιστές (όπως ο Κουλουκουντής), βιομήχανοι (όπως οι Κατσάμπας, Μποδοσάκης) και, βεβαίως, η «αμαρτωλή» Εργατική Εστία (Βλ. Κουκουλές Γ.Φ., 1995, ο.π., σελ. 192.
[12] Ο αρχειομαρξιστής Κ. Θειόπουλος και η ομάδα του γλύτωσαν από τη δίωξη λόγω της αποδοχής των όρων του παιχνιδιού σε αντίθεση με τους κομμουνιστές και τους ελάχιστους τροτσκιστές που είτε απείχαν είτε έριξαν λευκά και άκυρα ψηφοδέλτια.
[13] Έτσι τον αποκαλούσαν οι Ευρωπαίοι κυρίως συνδικαλιστές. Βλ. Τζεκίνης Χ., 1987, ο.π., σ.σ. 116-8.



Friday, January 12, 2018

Τσακίρης Θανάσης (2010) «Άρθρο 4: Οι κοινωνικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων και η απόπειρα χειραγώγησης του συνδικαλιστικού κινήματος»,

Τσακίρης Θανασης (2010) «Άρθρο 4: Οι κοινωνικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων και η απόπειρα χειραγώγησης του συνδικαλιστικού κινήματος», στο Παναγιωτόπουλος Παναγής και Βαμβακάς Βασίλης (επιμ.) Λεξικό της Δεκαετίας του ’80. Αθήνα: Εκδ. Το Πέρασμα, σελ. 40-42.
              Ένα άρθρο νόμου που έμεινε στην ιστορία με τον αριθμό του ήταν το «άρθρο 4» του Νόμου 1365/1983 «περί κοινωνικοποιήσεων», που ψήφισε η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ (πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύνταξη και προώθησή του είχαν ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας Γεράσιμος Αρσένης και ο Υπουργός Εργασίας Ευάγγελος Γιαννόπουλος). Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μέτραγε ενάμιση χρόνο θητείας και στα θετικά της πεπραγμένα καταγράφονταν το άνοιγμα του πολιτικού συστήματος σε καινούργιους δρώντες και η χορήγηση διαφόρων κοινωνικών δικαιωμάτων (ψήφος στα 18, αναγνώριση της εθνικής αντίστασης,  υψηλές αυξήσεις σε κατώτερους μισθούς και ημερομίσθια και συντάξεις, μείωση των ωρών εργασίας σε 40, αύξηση ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών σε 4 εβδομάδες, συγκρότηση επικουρικών ταμείων,  τυπική ισότητα των δύο φύλων).  Αυτή η αναδιάταξη της  πολιτικής εξουσίας που έλαβε χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 80, ευνόησε το συνδικαλιστικό κίνημα στο μέτρο που υπήρχε πλέον μια φίλια δύναμη στην εξουσία, μια κυβέρνηση με «φιλεργατικό πρόγραμμα» που διατηρούσε οργανικές σχέσεις με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα μέσα από την επιρροή που της ασκούσε η μεγαλύτερη συνδικαλιστική παράταξη (ΠΑΣΚΕ). Με νόμους μάλιστα όπως ο 1264/1982 που επέβαλε ένα εκλογικό σύστημα «απλής αναλογικής» στα συνδικάτα και με μια σειρά άλλα μέτρα αναδιάρθρωσης των κατασταλτικών μηχανισμών (όπως η κατάργηση του «συνδικαλιστικού» τμήματος της Ασφάλειας) η κυβέρνηση της «Αλλαγής» προωθούσε την άμβλυνση των πολιτικών καταστολής και αποκλεισμού, ευνοώντας δε την ανάπτυξη της συνδικαλιστικής (κλαδικής) πολιτικής κυρίως σε χώρους της δημόσιας διοίκησης.
              Η ψήφιση του Ν. 1365/83 περί “κοινωνικοποιήσεων” των δημοσίων επιχειρήσεων -δηλαδή της ΔΕΗ, του ΟΤΕ και της ΕΥΔΑΠ σε πρώτη φάση και κατόπιν των τραπεζών που ελέγχονταν από το δημόσιο (ΕΤΕ, ΑΤΕ, Εμπορική, ΕΤΒΑ κ.α.)- ήρθε να συμπληρώσει αλλά και να αποκαλύψει τις βαθύτερες προθέσεις αυτής της πολιτικής. Παρά την σοσιαλιστική ρητορική (για συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων δημόσιας ωφέλειας) και τις λαϊκιστικές κορώνες (για «εμπιστοσύνη στη σοφία του λαού») που ακολούθησε την ψήφιση του, ο νόμος αυτός αποσκοπούσε ουσιαστικά στη δημιουργία ενός ασφυχτικού πλαισίου λειτουργίας για το συνδικαλιστικό κίνημα κυρίως σε κλάδους που είχaν σημειώσει δυναμικές κατακτήσεις δικαιωμάτων χάρη στη κομβική θέση τους στην ελληνική κρατικοδίαιτη οικονομία. Το διπλό παιχνίδι της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα αποκρυσταλλώνονταν με το Ν.1355/83, ο οποίος, από τη μια μεριά εισήγαγε το θεσμό της μειοψηφικής συμμετοχής εκπροσώπων των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων  (οι οποίοι εκλέγονταν μέσα από κομματικά παραταξιακά ψηφοδέλτια) ενώ από την άλλη μεριά, με το άρθρο 4 έθετε περιορισμούς στο δικαίωμα της απεργίας στις επιχειρήσεις αυτές καθώς και στις υπό δημόσιο έλεγχο τράπεζες.
              Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 4 όριζε ότι τα τοπικά σωματεία ή συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορούν να κηρύξουν απεργία μόνο κατόπιν απόφασης που θα συγκένρωνε το 50%+1 των εγγεγραμμένων μελών ανεξάρτητα από το αν αυτοί ήταν παρόντες στη συνέλευση ή όχι˙ για τις δε ομοσπονδίες μόνον κατόπιν θετικής απόφασης του 50+1% των μελών της διοίκησης. Παράλληλα, η απόφαση της συνέλευσης ήταν υπό αίρεση καθώς μπορούσε να απορριφθεί από τα τοπικά σωματεία εντός των επόμενων πέντε ημερών. Η απεργία απαγορευόταν για χρονικό διάστημα παραπάνω των πέντε ημερών. Επίσης το 10% των μελών του σωματείου μπορούσε να συγκεντρώσει υπογραφές για διεξαγωγή συνέλευσης ώστε να μπλοκαριστεί η απόφαση για απεργία.
              Η ΟΤΟΕ (Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδας) και οι σύλλογοι προσωπικού των τραπεζών αποφάσισαν να κρατήσουν την ίδια τακτική που εφάρμοσαν επτά χρόνια πριν απέναντι στο νόμο 330/1976 της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή την κατάργηση του «άρθρου 4» στην πράξη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η κινητοποίηση των συλλόγων της Εθνικής Τράπεζας. Συγκεκριμένα, ο Σύλλογος Υπαλλήλων Εθνικής Τράπεζας (ΣΥΕΤΕ) -σε συνεργασία με άλλους συλλόγους της ίδιας τράπεζας, π.χ. Σύλλογος Φροντιστών- αντιδρώντας στην αναβλητικότητα της διοίκησης της τράπεζας, όσον αφορά τις απαντήσεις στα αιτήματα που είχε υποβάλει ο ΣΥΕΤΕ, αποφάσισε την πραγματοποίηση τρίωρης απεργίας σε ορισμένες μονάδες της τράπεζας. Η συμμετοχή στην 3ωρη απεργία ήταν σχεδόν καθολική. Η διοίκηση της τράπεζας (Πρόεδρος Στ. Παναγόπουλος) προσέφυγε στα δικαστήρια με το επιχείρημα της μη εφαρμογής του «άρθρου 4» και απαιτούσε «να διαταχθεί: η διακοπή της απεργιακής εκδηλώσεως της 28.9.1983». Οι ομοσπονδίες των οργανισμών κοινής ωφέλειας, όπου πλειοψηφούσε η ΠΑΣΚΕ (π..χ. ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ) και που θίγονταν από το άρθρο 4 προέβησαν σε αποστολή δελτίων τύπου και έκδοση ανακοινώσεων διαμαρτυρίας χωρίς να συντονιστούν με την ΟΤΟΕ και άλλες δευτεροβάθμιες οργανώσεις (π.χ. Οικοδόμοι, Λογιστές, που δε θίγονταν) στην αγωνιστική κινητοποίηση. Στη διοίκηση της ΓΣΕΕ προκλήθηκε κρίση καθώς παραιτήθηκαν από τα αξιώματά τους ο Πρόεδρος Ορέστης Χατζηβασιλείου και οι εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών παρατάξεων της αριστεράς (ΕΣΑΚ-Σ, ΑΕΜ). 


              Το άρθρο 4 καταργήθηκε στην πράξη καθώς δεν υπήρξαν παρά ελάχιστες απόπειρες εφαρμογής του. Επισήμως, καταργήθηκε με το νόμο 1766/1988. Η μη επέκταση των κοινωνικοποιήσεων (π.χ. στο χώρο των τραπεζικών, ασφαλιστικών εταιρειών κ.α.) και η, έστω και μειοψηφική, συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων αυτών έφθειρε το θεσμό. Σύμφωνα, εξάλλου, με μια κριτική που διατυπώθηκε, η «κοινωνικοποίηση» που προωθούσε ο Ν.1365/1983 σήμαινε απλά και μόνο τη συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων και άλλων οργανισμών κοινών συμφερόντων (όπως το κράτος, ο δήμος, ή ακόμη το σύνολο των χρηστών των υπηρεσιών τους) στα όργανα των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας και δημόσιου τομέα.  Στις κοινωνικοποιηθείσες επιχειρήσεις (ΟΤΕ, ΟΣΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ και πέντε ακόμη εταιρείες) αυτή η συμμετοχή  αφορούσε ουσιαστικά τις Αντιπροσωπευτικές Συνελεύσεις Κοινωνικού Ελέγχου (ΑΣΚΕ). Η έλλειψη ενός οργανωμένου συστήματος ενημέρωσης και πληροφόρησης των εργαζομένων από την πλευρά των διοικήσεων καθώς και η έλλειψη της απαιτούμενης παιδείας και εμπειρίας από τα συνδικαλιστικά στελέχη που αντιπροσώπευαν τους εργαζόμενους οδήγησαν σε ανεπαρκή εκτέλεση των καθηκόντων τους στη συνδιοίκηση των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων. Το αποτέλεσμα ήταν οι συνδικαλιστικοί αντιπρόσωποι να προωθούν τις εκάστοτε κυβερνητικές και παραταξιακές επιλογές, με ό,τι αυτό σήμαινε για την ίδια την επιχείρηση και το συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων.




Θανάσης Τσακίρης





Βαρδακούλας Γ. (1989) Συμμετοχή, κοινωνικοποίηση, αυτοδιαχείριση. Πάτρα: Αχαϊκές Εκδόσεις, Κραβαρίτου-Μανιτάκη Γ., (1986) «Οι εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα» στο Μάνεσης Α. και Βεργόπουλος Κ. (επιμ).Η Ελλάδα σε εξέλιξη. Αθήνα: Εκδ. Εξάντας, σελ. 287-306., Μαστραντώνης Τ., (1983) «Για την πολιτική συγκυρία και τις ‘κοινωνικοποιήσεις’», Θέσεις, Τεύχ. 4, Ιούλιος-Σεπτέμβριος, Μουδόπουλος Στ. (2001) Κανόνες προστασίας των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, Αθήνα: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα., Νικολάου-Σμοκοβίτη Λ. (1987) Νέοι θεσμοί στις εργασιακές σχέσεις: Συμμετοχή και αυτοδιαχείριση. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση., Σακελλαρόπουλος Σπ. (2001) Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση: Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις 1974-1988 Αθήνα:  Εκδ. Λιβάνη Στεργίου Α. (2002) «Ελληνικό εργατικό κίνημα: Παθογένειες και προοπτικές», Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, τ. 33, σελ. 5-34. Τσακίρης, Θ. (2004) «Κράτος-κόμμα-συνδικάτο 1980-2001: μεταξύ ενσωμάτωσης και αμφισβήτησης» στο Σπουρδαλάκης Μ. (επιμ.) Κοινωνική αλλαγή στη σύγχρονη Ελλάδα. Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, σελ. 177-240. Το κείμενο της ζωντανής τηλεοπτικής συζήτησης μεταξύ των κ. κ. Γερ. Αρσένη, Kων. Μητσοτάκη, Αντ. Αμπατιέλου, για το νομοσχέδιο περί Κοινωνικοποίησης των επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας που μεταδόθηκε από την EPT1 την Kυριακή 29 Μαίου 1983. Συντονιστής ο δημοσιογράφος κ. Θ. Καλούδης (http://www.garsenis.gr/content/03/03c/04/29_5_1983.htm)

Wednesday, March 08, 2017

Συνδικαλιστική Δημοκρατία - 10ο μέρος (του Θανάση Τσακίρη)

Συνέχεια από το προηγούμενο  http://tsakthan.blogspot.gr/2017/03/1979-e-davis-s-lipset-m-crow-j-coleman.html

Ένα βήμα παραπέρα, σε σχέση με την άποψη αυτή, κάνουν οι J. Edelstein και M. Warner,[1] οι οποίοι θεωρούν ότι στοιχείο που δείχνει την ύπαρξη συνθηκών συνδικαλιστικής δημοκρατίας είναι η εγγύτητα των αποτελεσμάτων των εκλογικών διαδικασιών, στο βαθμό, βέβαια, που αυτές έχουν διεξαχθεί επί ίσοις όροις. 



Η εμπειρία όμως δείχνει ότι οι απερχόμενοι αξιωματούχοι διαθέτουν τους μηχανισμούς, την πείρα και τα μέσα που τους δίνουν το πλεονέκτημα στην εκλογική μάχη και τους φέρνουν ένα βήμα πιο μπροστά από τους εκλογικούς ανταγωνιστές τους.[2] Τα κριτήρια που, κατ’ αυτούς, χρειάζονται ώστε να μπορεί κανείς να μιλήσει περί συνδικαλιστικής δημοκρατίας είναι συμμετοχή των μελών στην κατάρτιση και εφαρμογή της στρατηγικής, η ευθύνη λογοδοσίας των αξιωματούχων, η νομιμότητα των αντιπολιτευτικών ομάδων, η ύπαρξη διαδικασιών για την προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων και των μειονοτήτων.



Κατά την C. Dickenson,[3] μέσω της εκλογικής διαδικασίας τα μέλη των συνδικάτων παρέχουν ενδείξεις για το βαθμό ικανοποίησής τους από την ανταπόκριση των ηγετικών στελεχών και των αξιωματούχων και την προώθηση των συμφερόντων τους. Ακούγεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η «φωνή» των μελών των συνδικάτων και για το λόγο αυτό προτείνει την εξασφάλιση μέσων και τρόπων για τη μαζική συμμετοχή τους στις εκλογικές διαδικασίες.[4]

Τέλος, κατά τον J. Anderson,[5] τα επιθυμητά συστατικά στοιχεία της συνδικαλιστικής δημοκρατίας είναι η συμμετοχή των μελών στις διαδικασίες των συνδικάτων και η ανταπόκριση των αξιωματούχων στις επιθυμίες των μελών. [6]


Συνεχίζεται...


Θανάσης Τσακίρης




[1]  Edelstein J.D. & Warner M. (1975) Comparative Union Democracy: Organization and Opposition in British and American Unions, London, Allen and Unwin
[2] Βλ. Μαυρογορδάτος Γ. (2001), Ομάδες πίεσης και δημοκρατία. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση, σελ. 195-224
[3] Dickenson C. (1982), Democracy in Trade Unions, St. Lucia: University of Queensland Press
[4] Βλ. O‟Brien J. (1999), «The Strategic Legitimacy of Union Democracy in a Fragmented Bargaining Environment: The NTEU and Enterprise Bargaining in Universities», Current Research in Industrial Relations, Volume 1, Adelaide, University of South Wales Press σελ. 169-180. (http://www.mngt.waikato.ac.nz/depts/sml/airaanz/conferce/adelaide1999/fullrefabstracts.htm#o'brien).
[5] Anderson J.C. (1978), «A Comparative Analysis of Local Union Democracy», Industrial Relations, Vol. 17 No.3, σελ. 278-295.
[6]Glenane A., Hanley G. and Teicher J. (2000), «Union Democracy: Competing Theories And Members‟ Opinions», AIRAANZ – Conference Newcastle 2000, Vol.III, Non-refereed papers, http://www.mngt.waikato.ac.nz/depts/sml/airaanz/conferce/newscastle2000/volumeIII.htm 

Tuesday, March 07, 2017

Συνδικαλιστική Δημοκρατία - 9ο μέρος (του Θανάση Τσακίρη)

Συνέχεια από το προηγούμενο http://tsakthan.blogspot.gr/2017/03/8.html


 Από την πλευρά του ο C. Summers θεωρεί ότι η αντιπροσωπευτικότητα και η ανταποκρισιμότητα αποτελούν ουσιαστικά τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Πρόκειται, δηλαδή, για αλληλένδετες έννοιες. Η συνδικαλιστική δημοκρατία εμπεριέχει τόσο την αρχή της ανταποκρισιμότητας όσο και την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων των μελών, όπως η ελευθερία του συνέρχεσθαι, η ίση μεταχείριση και οι δίκαιες διαδικασίες. Η ουσία του επιχειρήματος είναι ότι η αντιπροσωπευτικότητα είναι στοιχείο της ανταποκρισιμότητας. Οι δύο μορφές της αντιπροσωπευτικότητας είναι η ανακλαστική (reflective) αντιπροσώπευση και η προστακτική (authoritative) αντιπροσώπευση. Η πρώτη είναι η διαδικασία λήψης αποφάσεων με βάση τις επιθυμίες των μελών ενώ η δεύτερη είναι η διαδικασία λήψης αποφάσεων με βάση ποιες νομίζουν τα στελέχη των διοικήσεων των συνδικαλιστικών οργανώσεων ότι είναι οι επιθυμίες των μελών. Το δίδυμο των αρχών αυτών είναι, συνεπώς, η αποδοχή και η νομιμοποίηση των διοικητικών στελεχών των συνδικάτων από τα μέλη τους. [1]





Το 1979 E. Davis μελέτησε οχτώ συνδικάτα με βάση τρία ερωτήματα στηριζόμενα στην υπάρχουσα τότε συνδικαλιστική βιβλιογραφία: τύποι αποφάσεων που παίρνουν τα ηγετικά στελέχη των συνδικάτων και κατά πόσο εκφράζουν τις επιθυμίες των μελών (τη «βάση του συνδικάτου»), τρόποι λήψης αποφάσεων και κατά πόσο μπορούν και συμμετέχουν τα μέλη σ’ αυτή, ποιοι λαμβάνουν τις αποφάσεις και κατά πόσο είναι αντιπροσωπευτικές των επιθυμιών των μελών.

Οι S. Lipset, M. Crow και J. Coleman μελετώντας το συνδικάτο των τυπογράφων των Η.Π.Α. συμπέραναν ότι η συνδικαλιστική δημοκρατία αρχίζει από τη στιγμή που ένας απερχόμενος αξιωματούχος του συνδικάτου μπορεί να ηττηθεί σε μια εκλογική διαδικασία. Την εποχή της έρευνας αυτής, στο συνδικάτο των τυπογράφων των Η.Π.Α. (ITU) ίσχυε εκλογικό σύστημα με δύο ψηφοδέλτια. Κατά τους εν λόγω ερευνητές, ο ανταγωνισμός αυτός για τις ανώτερες θέσεις εξουσίας στο μηχανισμό του συνδικάτου αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα που συντελεί στην ύπαρξη συνθηκών συνδικαλιστικής δημοκρατίας. Σε άλλη μελέτη του, ο Lipset αμφισβήτησε τη σχέση μεταξύ συνδικαλιστικής δημοκρατίας και ανταποκρισιμότητας με το αιτιολογικό ότι υπάρχει συνεχής σύγκρουση μεταξύ της ανάγκης για δράση υπέρ των βραχυπρόθεσμων (ανταποκρισιμότητα) συμφερόντων και της ανάγκης για δράση υπέρ των μακροπρόθεσμων (δημοκρατία) συμφερόντων των μελών. Στηρίχτηκε στη βάση μιας στενής αντίληψης για τη δημοκρατία υπονοώντας ότι η ανταποκρισιμότητα δεν αποτελεί σύγχρονη αρχή στο βαθμό που υπάρχουν συνθήκες για την εκδήλωση της πάλης για την εξουσία στο πλαίσιο των συνδικάτων. [1]

Συνεχίζεται...


Θανάσης Τσακίρης



 [1] Summers. C. (1988) “Trade Union Democracy and Industrial Relations”, Bulletin of Comparative
Labour Relations, No.17, σελ 146-148.
Davis E. (1979) “A Decision-Making Approach to Trade Union Democracy”, New Zealand Journal of Industrial Relations, Vol.4, No.2, σελ. 26-39.
Davis E. (1986) “Unions and Industrial Democracy” στο E. Davis and R. Lansbury (eds), Democracy and Control in the Workplace, Melbourne: Longman Chesire,  133-145
Davis E.M. (1987), Democracy in Australian Unions: A Comparative Study of Six Unions, Sydney, Allen and Unwin.
  Lipset S.M., Trow M.A. & Coleman J.S. (1956), Union Democracy: The Internal Politics of the International Typographical Union, Glencoe, Free Press.
Lipset  S. (1960), «The Political Process in Trade Unions: A Theoretical Statement», στο W. Galenson and Lipset  S.  (eds), Labor and Trade Unionism: An Interdisciplinary Reader, NY and London: John Wiley and Sons Ltd,σελ.. 216-242.



Friday, March 03, 2017

Συνδικαλιστική δημοκρατία - 7ο μέρος (του Θανάση Τσακίρη)

Συνέχεια από το προηγούμενο http://tsakthan.blogspot.gr/2017/03/6.html

Οι φεμινιστικές κριτικές επικεντρώνουν και αυτές τα βέλη τους στο θέμα της απόκλισης συμφερόντων μεταξύ συνδικάτου και μελών, ιδιαίτερα των γυναικών. Το κύριο στοιχείο είναι ότι η αναγνώριση της ανάγκης οργάνωσης για την κατάκτηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων γυναικών δεν προέρχεται τόσο από την ιδιότητά τους ως εργαζομένων σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των εργοδοτών όσο από το γεγονός ότι είναι γυναίκες. Έτσι, διαπιστώνονται διαφορετικά συμφέροντα μεταξύ ανδρών και γυναικών στο πλαίσιο του συνδικάτου, που οι πρώτοι έχουν φτιάξει με τα δικά τους μέτρα και σταθμά συμβάλλοντας παράλληλα στην ανάλογη διαμόρφωση της αγοράς εργασίας. Η φεμινιστική κριτική εστιάζεται στον αποκλεισμό που επιβάλλεται στις άνεργες γυναίκες αλλά και στις εργαζόμενες που είναι μέλη των συνδικάτων.

Δύο είναι οι βασικές φεμινιστικές κριτικές τάσεις.. Η πρώτη τονίζει τη διαιωνιζόμενη κυριαρχία των ανδρών στο πλαίσιο του συνδικαλιστικού κινήματος και την αναπόφευκτη ύπαρξη ορίων στις διεκδικήσεις των γυναικών όσο οι άνδρες κατέχουν τις θέσεις – κλειδιά των συνδικάτων και η κυριαρχία αυτή δεν ανατρέπεται. Η δεύτερη αποδέχεται την έννοια της «σχετικής αυτονομίας» της γραφειοκρατίας ως σε σχέση με το κυρίαρχο σύστημα σχέσεων των φύλων και υποστηρίζει ότι υπάρχουν πεδία πρόσφορα για μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις. Όμως και οι δύο απόψεις προϋποθέτουν την ύπαρξη κοινωνικού κινήματος που να στηρίζει την ανατροπή ή τις μεταρρυθμίσεις.



Η γραφειοκρατικοποίηση των συνδικάτων δεν είναι ούτε αναπόφευκτη ούτε αιώνια. Η πεσιμιστική άποψη του Michels εκφράστηκε σε μια εποχή που ο κρατισμός, σε όλες τις μορφές του, κέρδιζε γρήγορα έδαφος υποβοηθούμενος από τη μεσοπολεμική οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση. Η ήττα των δυνάμεων της διεθνιστικής επαναστατικής αριστεράς υποβοήθησε τη νίκη των δυνάμεων του φασισμού και του ναζισμού από τη μια μεριά και των διάφορων μορφών σοσιαλδημοκρατίας και κεϋνσιανισμού από την άλλη. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι εργατικοί αγώνες από τα κάτω, οι εξεγέρσεις της δεκαετίας του ’60 σε Δύση και Ανατολή, τα νέα κοινωνικά κινήματα αμφισβήτησαν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, το «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας», την «κορπορατιστική διευθέτηση» και, εσχάτως, τη νέο-φιλελεύθερη αντεπανάσταση. Δεν είναι, συνεπώς, τυχαία η αναζωπύρωση της συζήτησης για τις δυνατότητες ανατροπής της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του εκδημοκρατισμού των συνδικάτων.


Συνεχίζεται....


Θανάσης Τσακίρης


Wednesday, March 01, 2017

Συνδικαλιστική δημοκρατία - 6ο μέρος (του Θανάση Τσακίρη)

Συνέχεια από το προηγούμενο   http://tsakthan.blogspot.gr/2017/02/5.html



Γιατί όμως η γραφειοκρατία καταφέρνει να κυριαρχεί; 

 Έχουν διατυπωθεί τρεις απαντήσεις. Η πρώτη τονίζει την απομόνωση των αξιωματούχων των συνδικάτων από τα μέλη τους, την απομάκρυνσή τους από τις εκμεταλλευτικές συνθήκες της καθημερινής εργασίας και την ύπαρξη ενός συνόλου συμφερόντων διαφορετικών από αυτά των απλών εργαζομένων. Η δεύτερη τονίζει την αποδοχή, εκ μέρους των αξιωματούχων των συνδικάτων, της ιδεολογίας της σοσιαλδημοκρατίας που, απορρίπτοντας το Μαρξισμό και την πάλη των τάξεων, υιοθετεί την άποψη της ουδετερότητας του κράτους και αντιλαμβάνεται ως πανάκεια τον κεντρικό σχεδιασμό προδιαθέτοντας το συνδικαλιστικό κίνημα να δεχτεί τον κορπορατισμό ως το ανώτατο στάδιο της συνδικαλιστικής πάλης. Η τρίτη απάντηση θεωρεί ότι τα συνδικάτα είναι σε δυσμενή θέση απέναντι στους εργοδότες και το κράτος, που είναι σε θέση να τους υπαγορεύσουν τη μείωση των επιδιώξεων, τον καθορισμό των στόχων του συνδικαλιστικού κινήματος και την αποδοχή της συλλογικής διαπραγμάτευσης σε αντάλλαγμα για την ασφάλεια και επιβίωση των οργανώσεων και των ηγεσιών τους.



Την κεντρική ιδέα της διάστασης συμφερόντων υιοθετούν και οι συντηρητικοί αλλά οι προτεινόμενες λύσεις είναι άκρως διαφορετικές από αυτές των σύγχρονων Μαρξιστών. Η ερμηνεία της νεο-συντηρητικής τάσης που στήριξε τις κυβερνήσεις Thatcher και Reagan στις επιθετικές πολιτικές τους κατά των συνδικάτων έχει τρεις βάσεις. Πρώτα απ’ όλα, υποστηρίζεται ότι δεν είναι αποκλειστικά το συνδικάτο που θα προστατέψει τα συμφέροντα του μεμονωμένου εργαζόμενου και ότι ο εργαζόμενος δεν είναι σε τόσο μειονεκτική θέση απέναντι στον εργοδότη όταν συναντώνται στην αγορά εργασίας. Υπάρχουν εξελίξεις στην αγορά εργασίας και αλλαγές στη δομή των επιχειρήσεων και της κοινωνίας που, κατά τους νέο-συντηρητικούς θεωρητικούς, στηρίζουν αυτή τη θέση: αύξηση επιπέδων εργασιακών δεξιοτήτων, αυτο-απασχόληση, προσωρινή εργασία και δεύτερη δουλειά στην πρώτη περίπτωση, διασπορά ιδιοκτησίας και διανομή μετοχών με ευνοϊκούς όρους (stock option plans) στους εργαζόμενους που τους καθιστούν ως ένα βαθμό «καπιταλιστές» στη δεύτερη περίπτωση. Επιπλέον, δεν υφίσταται πλέον ζήτημα μειονεκτικότητας στην πώληση της εργατικής δύναμης σε κάποιον ισχυρότερο αγοραστή χωρίς εναλλακτικές επιλογές και χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Υποστηρίζεται επίσης ότι η μονοπωλιακή θέση των συνδικάτων στην αγορά εργασίας μπορεί να επιφέρει βραχυπρόθεσμα οφέλη υπέρ των εργαζομένων αλλά σε μακροπρόθεσμη βάση το αποτέλεσμα είναι αρνητικό επειδή η συλλογική διαπραγμάτευση συμπιέζει τις επενδύσεις συμβάλλοντας στη δημιουργία άσχημων οικονομικών αποτελεσμάτων και στη διατήρηση οικονομίας χαμηλόμισθων υπαλλήλων και εργαζομένων. Το ίδιο υποτίθεται ότι συμβαίνει και στην περίπτωση που τα συνδικάτα πιέζουν για την προστασία των υπαρχουσών θέσεων εργασίας αρνούμενα να βοηθήσουν στην εξέλιξη της τεχνολογίας και επιβάλλοντας περιορισμούς στο διευθυντικό δικαίωμα.



Τι ρόλος επιφυλάσσεται για τα συνδικάτα; Υποχρεώνονται να «αλλάξουν νοοτροπία» μεταβαλλόμενα σε παροχείς υπηρεσιών και πληροφόρησης σχετικά με την μετεκπαίδευση και την αγορά εργασίας. Επιπλέον, αμφισβητείται ανοιχτά η ύπαρξη βούλησης των εργαζομένων περί συμμετοχής τους στα συνδικάτα και όπου βρέθηκαν στην εξουσία (κυρίως σε Η.Π.Α. και Βρετανία) είτε επιτέθηκαν στα συνδικάτα με το πρόσχημα της «απελευθέρωσης» των εργαζομένων από την υποχρέωση συμμετοχής τους σ’ αυτά είτε δημιούργησαν ζώνες δίχως συνδικάτα. Ουσιαστικά, τα συνδικάτα ανακηρύχθηκαν σε «εσωτερικούς εχθρούς».


Συνεχίζεται....

Θανάσης Τσακίρης



Tuesday, February 28, 2017

Συνδικαλιστική δημοκρατία - 5ο μέρος (του Θανάση Τσακίρη)

Συνέχεια από το προηγούμενο   http://tsakthan.blogspot.gr/2017/02/4_24.html

Οι περισσότεροι σύγχρονοι Μαρξιστές μελετητές του συνδικαλισμού, όπως ο Richard Hyman [1] και ο Leo Panitsch,[2] παρ’ όλο που δέχονται πως οι θεωρίες περί πλουραλισμού και περί κορπορατισμού ανέδειξαν ορισμένα στοιχεία της πραγματικότητας γύρω από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τους όρους εμφάνισης και ανάδειξής της σε κεντρικό παράγοντα ρυθμιστικής λειτουργίας, υποστηρίζουν ότι οι θεωρίες αυτές «δεν αποδίδουν παρά μέτρια ουσιαστικά αποτελέσματα» Επιπλέον, το κύριο στοιχείο των θεωριών αυτών είναι ότι προωθούν την ενσωμάτωση των συνδικάτων στην καπιταλιστική κοινωνία και διευκολύνουν τη σταθεροποίηση της υπάρχουσας εκμεταλλευτικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων.



Η συλλογική διαπραγμάτευση «εξαφάνισε ορισμένα από τα καταφανώς κτηνώδη μέσα που χρησιμοποιούσαν οι διευθυντές για τον έλεγχο των εργατών», όμως «σταθεροποίησε τη βασική δομή» της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο δε κορπορατισμός αποδείχτηκε για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες ως ένα «πανίσχυρο μέσο για την ενίσχυση της ταξικής κυριαρχίας».



Έτσι ερμηνεύεται από τους σύγχρονους Μαρξιστές η διάσταση μεταξύ των στόχων των ηγετικών συνδικαλιστικών οργάνων και των «αντικειμενικών συμφερόντων» των εργαζομένων. Θεωρούν ότι με τον αγώνα των εργαζομένων της βάσης των συνδικάτων, που αρνούνται τη δίχως όρους εμπλοκή στη συλλογική διαπραγμάτευση προβαίνοντας σε απεργιακές και άλλων μορφών κινητοποιήσεις, μπορούν να κατακτηθούν δικαιώματα και να αποσπαστούν ευνοϊκές γι’ αυτούς παραχωρήσεις από τους εργοδότες και τους διευθυντές.[3] Με την αυθόρμητη οργάνωση των εργαζομένων στους χώρους εργασίας που ασκούν έλεγχο πάνω στη δουλειά τους και συνήθως έρχονται σε ρήξη με τους επίσημους θεσμούς συλλογικής διαπραγμάτευσης διευρύνονται και διασφαλίζονται οι κατακτήσεις.



Έτσι, στο εσωτερικό των συνδικάτων υπάρχει μια διαρκής σύγκρουση μεταξύ της ηγετικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (που περιλαμβάνει τόσο τους ανώτερους ιεραρχικά συνδικαλιστές και τους πλήρους απασχόλησης επαγγελματίες συμβούλους και υπαλλήλους των συνδικάτων) από τη μια πλευρά και τμημάτων της εργατικής τάξης από την άλλη. Οι μεν παραμένουν δεσμευμένοι στην υπόθεση της κανονικής και συνεχούς συνδιαλλαγής με τους εργοδότες και το κράτος μέσω της διαδικασίας συλλογικής και οι δε αρνούνται τη συνέχιση της εκμετάλλευσής τους είτε με άμεσους είτε με έμμεσους τρόπους.



Συνεχίζεται...


Θανάσης Τσακίρης

[1] Hyman R. (2001) Understanding European Trade Unionism: Between Market,
Class, and Society. London, Thousand Oaks, New Delhi: Sage. Επίσης α) Hyman R. (1989) The Political Economy of Industrial Relations. London: Macmillan και β) Hyman R. (1989) Strikes, London: Macmillan
[2] Panitch L. (1986) Working Class Politics in Crisis. London: Verso
[3] Jeffreys S. (1986) Management and Managed: Fifty Years of Crisis at Chrysler.Cambridge: Cambridge University Press,

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...