Τσακίρης Θανασης (2010) «Άρθρο 4: Οι κοινωνικοποιήσεις δημοσίων επιχειρήσεων και η απόπειρα χειραγώγησης του συνδικαλιστικού κινήματος», στο Παναγιωτόπουλος Παναγής και Βαμβακάς Βασίλης (επιμ.) Λεξικό της Δεκαετίας του ’80. Αθήνα: Εκδ. Το Πέρασμα, σελ. 40-42.
Ένα άρθρο νόμου που έμεινε στην ιστορία με τον αριθμό του ήταν το «άρθρο 4» του Νόμου 1365/1983 «περί κοινωνικοποιήσεων», που ψήφισε η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ (πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύνταξη και προώθησή του είχαν ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας Γεράσιμος Αρσένης και ο Υπουργός Εργασίας Ευάγγελος Γιαννόπουλος). Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μέτραγε ενάμιση χρόνο θητείας και στα θετικά της πεπραγμένα καταγράφονταν το άνοιγμα του πολιτικού συστήματος σε καινούργιους δρώντες και η χορήγηση διαφόρων κοινωνικών δικαιωμάτων (ψήφος στα 18, αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, υψηλές αυξήσεις σε κατώτερους μισθούς και ημερομίσθια και συντάξεις, μείωση των ωρών εργασίας σε 40, αύξηση ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών σε 4 εβδομάδες, συγκρότηση επικουρικών ταμείων, τυπική ισότητα των δύο φύλων). Αυτή η αναδιάταξη της πολιτικής εξουσίας που έλαβε χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 80, ευνόησε το συνδικαλιστικό κίνημα στο μέτρο που υπήρχε πλέον μια φίλια δύναμη στην εξουσία, μια κυβέρνηση με «φιλεργατικό πρόγραμμα» που διατηρούσε οργανικές σχέσεις με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα μέσα από την επιρροή που της ασκούσε η μεγαλύτερη συνδικαλιστική παράταξη (ΠΑΣΚΕ). Με νόμους μάλιστα όπως ο 1264/1982 που επέβαλε ένα εκλογικό σύστημα «απλής αναλογικής» στα συνδικάτα και με μια σειρά άλλα μέτρα αναδιάρθρωσης των κατασταλτικών μηχανισμών (όπως η κατάργηση του «συνδικαλιστικού» τμήματος της Ασφάλειας) η κυβέρνηση της «Αλλαγής» προωθούσε την άμβλυνση των πολιτικών καταστολής και αποκλεισμού, ευνοώντας δε την ανάπτυξη της συνδικαλιστικής (κλαδικής) πολιτικής κυρίως σε χώρους της δημόσιας διοίκησης.
Η ψήφιση του Ν. 1365/83 περί “κοινωνικοποιήσεων” των δημοσίων επιχειρήσεων -δηλαδή της ΔΕΗ, του ΟΤΕ και της ΕΥΔΑΠ σε πρώτη φάση και κατόπιν των τραπεζών που ελέγχονταν από το δημόσιο (ΕΤΕ, ΑΤΕ, Εμπορική, ΕΤΒΑ κ.α.)- ήρθε να συμπληρώσει αλλά και να αποκαλύψει τις βαθύτερες προθέσεις αυτής της πολιτικής. Παρά την σοσιαλιστική ρητορική (για συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων δημόσιας ωφέλειας) και τις λαϊκιστικές κορώνες (για «εμπιστοσύνη στη σοφία του λαού») που ακολούθησε την ψήφιση του, ο νόμος αυτός αποσκοπούσε ουσιαστικά στη δημιουργία ενός ασφυχτικού πλαισίου λειτουργίας για το συνδικαλιστικό κίνημα κυρίως σε κλάδους που είχaν σημειώσει δυναμικές κατακτήσεις δικαιωμάτων χάρη στη κομβική θέση τους στην ελληνική κρατικοδίαιτη οικονομία. Το διπλό παιχνίδι της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα αποκρυσταλλώνονταν με το Ν.1355/83, ο οποίος, από τη μια μεριά εισήγαγε το θεσμό της μειοψηφικής συμμετοχής εκπροσώπων των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων (οι οποίοι εκλέγονταν μέσα από κομματικά παραταξιακά ψηφοδέλτια) ενώ από την άλλη μεριά, με το άρθρο 4 έθετε περιορισμούς στο δικαίωμα της απεργίας στις επιχειρήσεις αυτές καθώς και στις υπό δημόσιο έλεγχο τράπεζες.
Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 4 όριζε ότι τα τοπικά σωματεία ή συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορούν να κηρύξουν απεργία μόνο κατόπιν απόφασης που θα συγκένρωνε το 50%+1 των εγγεγραμμένων μελών ανεξάρτητα από το αν αυτοί ήταν παρόντες στη συνέλευση ή όχι˙ για τις δε ομοσπονδίες μόνον κατόπιν θετικής απόφασης του 50+1% των μελών της διοίκησης. Παράλληλα, η απόφαση της συνέλευσης ήταν υπό αίρεση καθώς μπορούσε να απορριφθεί από τα τοπικά σωματεία εντός των επόμενων πέντε ημερών. Η απεργία απαγορευόταν για χρονικό διάστημα παραπάνω των πέντε ημερών. Επίσης το 10% των μελών του σωματείου μπορούσε να συγκεντρώσει υπογραφές για διεξαγωγή συνέλευσης ώστε να μπλοκαριστεί η απόφαση για απεργία.
Η ΟΤΟΕ (Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδας) και οι σύλλογοι προσωπικού των τραπεζών αποφάσισαν να κρατήσουν την ίδια τακτική που εφάρμοσαν επτά χρόνια πριν απέναντι στο νόμο 330/1976 της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή την κατάργηση του «άρθρου 4» στην πράξη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η κινητοποίηση των συλλόγων της Εθνικής Τράπεζας. Συγκεκριμένα, ο Σύλλογος Υπαλλήλων Εθνικής Τράπεζας (ΣΥΕΤΕ) -σε συνεργασία με άλλους συλλόγους της ίδιας τράπεζας, π.χ. Σύλλογος Φροντιστών- αντιδρώντας στην αναβλητικότητα της διοίκησης της τράπεζας, όσον αφορά τις απαντήσεις στα αιτήματα που είχε υποβάλει ο ΣΥΕΤΕ, αποφάσισε την πραγματοποίηση τρίωρης απεργίας σε ορισμένες μονάδες της τράπεζας. Η συμμετοχή στην 3ωρη απεργία ήταν σχεδόν καθολική. Η διοίκηση της τράπεζας (Πρόεδρος Στ. Παναγόπουλος) προσέφυγε στα δικαστήρια με το επιχείρημα της μη εφαρμογής του «άρθρου 4» και απαιτούσε «να διαταχθεί: η διακοπή της απεργιακής εκδηλώσεως της 28.9.1983». Οι ομοσπονδίες των οργανισμών κοινής ωφέλειας, όπου πλειοψηφούσε η ΠΑΣΚΕ (π..χ. ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ) και που θίγονταν από το άρθρο 4 προέβησαν σε αποστολή δελτίων τύπου και έκδοση ανακοινώσεων διαμαρτυρίας χωρίς να συντονιστούν με την ΟΤΟΕ και άλλες δευτεροβάθμιες οργανώσεις (π.χ. Οικοδόμοι, Λογιστές, που δε θίγονταν) στην αγωνιστική κινητοποίηση. Στη διοίκηση της ΓΣΕΕ προκλήθηκε κρίση καθώς παραιτήθηκαν από τα αξιώματά τους ο Πρόεδρος Ορέστης Χατζηβασιλείου και οι εκπρόσωποι των συνδικαλιστικών παρατάξεων της αριστεράς (ΕΣΑΚ-Σ, ΑΕΜ).
Το άρθρο 4 καταργήθηκε στην πράξη καθώς δεν υπήρξαν παρά ελάχιστες απόπειρες εφαρμογής του. Επισήμως, καταργήθηκε με το νόμο 1766/1988. Η μη επέκταση των κοινωνικοποιήσεων (π.χ. στο χώρο των τραπεζικών, ασφαλιστικών εταιρειών κ.α.) και η, έστω και μειοψηφική, συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων αυτών έφθειρε το θεσμό. Σύμφωνα, εξάλλου, με μια κριτική που διατυπώθηκε, η «κοινωνικοποίηση» που προωθούσε ο Ν.1365/1983 σήμαινε απλά και μόνο τη συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων και άλλων οργανισμών κοινών συμφερόντων (όπως το κράτος, ο δήμος, ή ακόμη το σύνολο των χρηστών των υπηρεσιών τους) στα όργανα των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας και δημόσιου τομέα. Στις κοινωνικοποιηθείσες επιχειρήσεις (ΟΤΕ, ΟΣΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ και πέντε ακόμη εταιρείες) αυτή η συμμετοχή αφορούσε ουσιαστικά τις Αντιπροσωπευτικές Συνελεύσεις Κοινωνικού Ελέγχου (ΑΣΚΕ). Η έλλειψη ενός οργανωμένου συστήματος ενημέρωσης και πληροφόρησης των εργαζομένων από την πλευρά των διοικήσεων καθώς και η έλλειψη της απαιτούμενης παιδείας και εμπειρίας από τα συνδικαλιστικά στελέχη που αντιπροσώπευαν τους εργαζόμενους οδήγησαν σε ανεπαρκή εκτέλεση των καθηκόντων τους στη συνδιοίκηση των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων. Το αποτέλεσμα ήταν οι συνδικαλιστικοί αντιπρόσωποι να προωθούν τις εκάστοτε κυβερνητικές και παραταξιακές επιλογές, με ό,τι αυτό σήμαινε για την ίδια την επιχείρηση και το συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων.
Θανάσης Τσακίρης
Βαρδακούλας Γ. (1989) Συμμετοχή, κοινωνικοποίηση, αυτοδιαχείριση. Πάτρα: Αχαϊκές Εκδόσεις, Κραβαρίτου-Μανιτάκη Γ., (1986) «Οι εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα» στο Μάνεσης Α. και Βεργόπουλος Κ. (επιμ).Η Ελλάδα σε εξέλιξη. Αθήνα: Εκδ. Εξάντας, σελ. 287-306., Μαστραντώνης Τ., (1983) «Για την πολιτική συγκυρία και τις ‘κοινωνικοποιήσεις’», Θέσεις, Τεύχ. 4, Ιούλιος-Σεπτέμβριος, Μουδόπουλος Στ. (2001) Κανόνες προστασίας των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, Αθήνα: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα., Νικολάου-Σμοκοβίτη Λ. (1987) Νέοι θεσμοί στις εργασιακές σχέσεις: Συμμετοχή και αυτοδιαχείριση. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση., Σακελλαρόπουλος Σπ. (2001) Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση: Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις 1974-1988 Αθήνα: Εκδ. Λιβάνη , Στεργίου Α. (2002) «Ελληνικό εργατικό κίνημα: Παθογένειες και προοπτικές», Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, τ. 33, σελ. 5-34. , Τσακίρης, Θ. (2004) «Κράτος-κόμμα-συνδικάτο 1980-2001: μεταξύ ενσωμάτωσης και αμφισβήτησης» στο Σπουρδαλάκης Μ. (επιμ.) Κοινωνική αλλαγή στη σύγχρονη Ελλάδα. Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, σελ. 177-240. Το κείμενο της ζωντανής τηλεοπτικής συζήτησης μεταξύ των κ. κ. Γερ. Αρσένη, Kων. Μητσοτάκη, Αντ. Αμπατιέλου, για το νομοσχέδιο περί Κοινωνικοποίησης των επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας που μεταδόθηκε από την EPT1 την Kυριακή 29 Μαίου 1983. Συντονιστής ο δημοσιογράφος κ. Θ. Καλούδης (http://www.garsenis.gr/conten t/03/03c/04/29_5_1983.htm)
No comments:
Post a Comment