Showing posts with label ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ. Show all posts
Showing posts with label ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ. Show all posts

Thursday, June 04, 2020

Κινήματα και απεργίες στη Γαλλία: Αναζητώντας την αποτελεσματικότητα (ΑΥΓΗ 31-5-2020)

ΑΥΓΗ
Ένθετα Monde Diplomatique
http://www.avgi.gr/article/10807/11135932/kinemata-kai-apergies-ste-gallia-anazetontas-ten-apotelesmatikoteta#


Κινήματα και απεργίες στη Γαλλία: Αναζητώντας την αποτελεσματικότητα
Τα συνδικάτα δεν είναι στρατοί που προελαύνουν μετακινώντας στρατεύματα κατά βούληση και οι κινητοποιήσεις επιδεικνύουν μεγάλο βαθμό αυτονομίας όσον αφορά τα συνθήματά τους. Το κίνημα του χειμώνα του 2019-2020 ενισχύει περαιτέρω αυτό το χαρακτηριστικό. Το κίνημα των «Kίτρινων Γιλέκων» είχε δείξει τον δρόμο για τρόπους δράσης απαλλαγμένους από κάθε μορφή εκπροσώπησης: το κίνημα του χειμώνα πήρε και εκείνο τη μορφή μιαw κινητοποίησης τόσο των πολιτών όσο και των συνδικάτων
Μετάφραση: Γιάννης Κυπαρισσιάδης


Καθώς η πανδημία της Covid-19 «πάγωσε» στη Γαλλία το εντυπωσιακό κίνημα του χειμώνα του 2019-2020 κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, ένα ερώτημα επανέρχεται: άραγε είναι εφικτή σήμερα μια γενική διεπαγγελματική απεργία; Η έκταση των διαμαρτυριών και ο σημαντικός βαθμός αποδοχής εκ μέρους της κοινής γνώμης αποτέλεσαν σημαντικές όψεις του κινήματος αυτού, που όμως συνάντησε σημαντικούς περιορισμούς, εξαιτίας της αδυναμίας του να συμπαρασύρει μεγάλα στρώματα μισθωτών του ιδιωτικού τομέα.

Των Sophie Béroud και Jean-Marie Pernot*

Αφού κηρύχθηκε κλινικά νεκρό μετά την κινητοποίηση των «Κίτρινων Γιλέκων», το γαλλικό συνδικαλιστικό κίνημα ανέκτησε λίγες δυνάμεις στη μάχη για την υπεράσπιση των συντάξεων, μεταξύ Δεκεμβρίου 2019 και Φεβρουαρίου 2020, πριν σταματήσει αναγκαστικά λόγω της υγειονομικής κρίσης. Μολαταύτα, ενώπιον μιας κυβέρνησης η οποία επιταχύνει (Σ.τ.Μ.: μέχρι τη στιγμή του «παγώματος» λόγω Covid-19) την πορεία των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, η απαραίτητη για την υποχώρησή της αντιπαράθεση δυνάμεων οφείλει να μεταφερθεί σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο - και ίσως, με βάση τις παρούσες συνθήκες, σε ένα επίπεδο απρόσιτο. Η γενική απεργία παραμένει παρούσα στις συλλογικές αγωνιστικές αναπαραστάσεις, φαίνεται ωστόσο ακατόρθωτη, ενώ η παρακώλυση της οικονομικής δραστηριότητας παραμένει το πιο αποφασιστικό μέσο άσκησης πίεσης στην εργοδοσία και, κατ’ επέκταση, στην κυβέρνηση.

Κατά τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια -το 1995, το 2003 και κατόπιν το 2010-, μεγάλες κινητοποιήσεις, συνοδευμένες από μια σειρά εντυπωσιακών διαδηλώσεων, έλαβαν χώρα στη Γαλλία με σκοπό τη διασφάλιση των συντάξεων. Τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1995, η συμμετοχή στις πορείες διαμαρτυρίας συνδεόταν με ένα μεγάλο απεργιακό κίνημα σε πολλές επιχειρήσεις και δημόσιες υπηρεσίες: στους γαλλικούς σιδηροδρόμους (SNCF), στα παρισινά μέσα μεταφοράς (RATP), στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού της Γαλλίας (EDF), στα Ταχυδρομεία, στη France Télécom, στην Air France και στην Air Inter (σε μικρότερο βαθμό), στις εφορίες, στην τοπική δημόσια διοίκηση... Δεν απουσίαζε και ο ιδιωτικός τομέας, με στάσεις εργασίας κάποιων ημερών στην αυτοκινητοβιομηχανία (Renault, Peugeot, Ford) και στη βιομηχανία ηλεκτρονικών προϊόντων (Alcatel, Thompson), αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό.

Το 2003, η διάρκεια των κινητοποιήσεων αυξήθηκε στους πέντε μήνες, με εννέα εθνικές ημερίδες διεπαγγελματικής δράσης, τέσσερις διαδηλώσεις στις οποίες συμμετείχαν περίπου δύο εκατομμύρια άτομα και μία απεργία περίπου έξι εβδομάδων στην εθνική εκπαίδευση. Σε αυτόν τον τομέα, η εναντίωση στην αποκέντρωση του διοικητικού, τεχνικού και εργατικού προσωπικού, καθώς και του προσωπικού του κοινωνικού τομέα και του τομέα της Υγείας (ATOSS), προστέθηκε στην απόρριψη της μεταρρύθμισης των συντάξεων, που ευθυγράμμιζε εν μέρει το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων με εκείνο των ιδιωτικών.

Η έκταση των διαδηλώσεων στο σύνολο της γαλλικής επικράτειας, ακόμη και σε μικρούς οικισμούς, αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα εκείνης της περιόδου. Μολαταύτα, τότε αρχίζουμε να βλέπουμε υπαλλήλους που συμμετέχουν σε αυτές χρησιμοποιώντας ώρες ή ημέρες μειωμένης εργασίας (RTT), αποφεύγοντας έτσι την απεργία. Η κυβέρνηση είχε προνοήσει τότε να εξαιρέσει το ζήτημα των ειδικών καθεστώτων ώστε να μην παραλύσει η χώρα.

Θα κάνει τα ίδια το 2010. Εκείνη τη χρονιά η κινητοποίηση διαρκεί έξι μήνες με δεκατέσσερις διαδηλώσεις, αλλά με μια εξαιρετικά περιορισμένη απεργιακή βάση, εκτός από την περίπτωση των κυλικείων στη Μασσαλία. Μια κυλιόμενη απεργία μικρής έκτασης διεξάγεται στη SNCF. Μετά από μερικές εβδομάδες, η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT) και η Εργατική Δύναμη (FO) στρέφονται προς τα διυλιστήρια, ελπίζοντας ότι κάποιες κινητοποιημένες ομάδες θα αποκλείσουν τον ανεφοδιασμό σε βενζίνη, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια ενός από τα σημαντικά γεγονότα του Μάη του ’68. Τότε οι συνδικαλιστικοί φορείς είδαν τους περιορισμούς στη στρατηγική τους. Από μόνη της, η δύναμη των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας δεν ισοδυναμεί με εκδήλωση δύναμης.

Από το 2003, το ζήτημα της οργάνωσης κυλιόμενων απεργιών και της σύγκλισης των αγώνων είναι παρόν στις αγωνιστικές συζητήσεις. Καθόσον μάλιστα η κυβέρνηση πολλαπλασίασε τα μέτρα ενάντια στα μπλοκαρίσματα που προκαλούνται από μικρές ομάδες: Άμεση αφαίρεση άδειας οδήγησης των επαγγελματιών οδηγών -που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις του 1995- από την αστυνομία όταν επιχειρούν να παρακωλύσουν την κυκλοφορία. Ή προσφυγή σε επιτάξεις στα διυλιστήρια και, από το 2010, πρόνοια για συγκρότηση αποθεμάτων. Η πολιτική του περιορισμού επεκτάθηκε στο δικαίωμα σε διαδηλώσεις, με την άσκηση σημαντικών πιέσεων κατά τη διάρκεια του κινήματος ενάντια στον εργασιακό νόμο, το 2016, και προπάντων με την καταστολή των «Κίτρινων Γιλέκων» και των διαμαρτυριών. Στο πλαίσιο της τήρησης της τάξης υιοθετήθηκε μια τακτική έντασης, με δυσανάλογη χρήση βομβίδων και πανίσχυρων δακρυγόνων, όπως και με το στρατηγικό «στρίμωγμα» των διαδηλωτών.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες ώθησαν τις ομάδες των μαχητικών μελών να δημιουργήσουν κινήματα κυλιόμενων απεργιών σε διάφορους κλάδους, χωρίς να καταφέρουν να συμπαρασύρουν αποφασιστικά τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.

Η αδυναμία των συνδικαλιστικών βάσεων είναι η πρώτη αιτία γι’ αυτό: στην πραγματικότητα, όταν το ζήτημα είναι η κινητοποίηση και όχι μόνο η συμμετοχή στους επίσημους φορείς της επιχείρησης, η δυνατότητα δράσης επηρεάζεται κυρίως από την παρουσία συνδικαλιστών στους κόλπους των εργαζομένων και από την ύπαρξη συλλογικοτήτων, χώρων συζήτησης και έμπνευσης. Ενώ το 2005 το 37,6% των εταιρειών του ιδιωτικού τομέα διέθετε τουλάχιστον έναν συνδικαλιστικό εκπρόσωπο, ο αριθμός αυτός μειώθηκε στο 30,6% το 2017.1 Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η συνδικαλιστική κάλυψη είναι διασφαλισμένη, τις περισσότερες φορές πρόκειται για μικρές ομάδες, ικανές να διεξαγάγουν την υποχρεωτική ετήσια διαπραγμάτευση, που σπάνια όμως είναι σε θέση να προχωρήσουν πέρα από την πληροφόρηση των εργαζομένων.

Η ευρεία πλειοψηφία των μελών των συνδικάτων βρίσκεται στους μεγάλους οργανισμούς, κι όσοι δραστηριοποιούνται πολύ γρήγορα απορροφώνται στις δραστηριότητες της εκπροσώπησης στους φορείς. Σύμφωνα με μια μελέτη της Διεύθυνσης Αναζωογόνησης Έρευνας, Μελετών και Στατιστικών (DARES), που διεξήχθη στο 11% των συνδικαλισμένων εργαζομένων στη Γαλλία, λιγότερο από το ένα τρίτο ανάμεσά τους συμμετέχει τακτικά στις δραστηριότητες του φορέα τους.2 Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ενεργοί ομάδες περιορίζονται στον σκληρό πυρήνα των αιρετών και των εκπροσώπων, με ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο να εργαστούν για την ευαισθητοποίηση των υπόλοιπων εργαζομένων και τη συζήτηση μαζί τους.
Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε περαιτέρω με τα διατάγματα Μακρόν του 2017, τα οποία κατήργησαν τις παλιές επιτροπές επιχείρησης, τους εκπροσώπους του προσωπικού και τις Επιτροπές Υγιεινής, Ασφάλειας και Συνθηκών Εργασίας (CHSCT), προκειμένου να τις συγχωνεύσουν σε έναν νέο ενιαίο φορέα, τις Κοινωνικές και Οικονομικές Επιτροπές (CSE). Οι ενεργοί ομάδες αναλώθηκαν σε παρατεταμένες διαπραγματεύσεις με σκοπό να καθοριστεί το πεδίο δράσης και η λειτουργία τους, γεγονός που τις εξουθένωσε. Σε αυτό συνέβαλε και το ότι τα διατάγματα αυτά είχαν συνέπεια τη μείωση του αριθμού των αιρετών και του χρόνου εκπροσώπησης των εργαζομένων (μείωση έως 30% ή 40% στις περισσότερες επιχειρήσεις).
Στις μικρότερες εταιρείες, ένα αυξανόμενο μερίδιο των ενεργών συνδικαλιστών είναι «απομονωμένοι», δηλαδή οι μόνοι συνδικαλισμένοι στην επιχείρησή τους. Αυτό συμβαίνει κυρίως στην περίπτωση των εκπροσώπων της CGT, ιδίως στον τομέα του εμπορίου και των υπηρεσιών, όπου υφίστανται περιορισμένης έκτασης αγωνιστικές κινητοποιήσεις αλλά η απουσία συνδικαλισμένης κοινότητας δυσχεραίνει τη συμμετοχή σε μακροπρόθεσμη δράση. Η απόφαση για απεργία λαμβάνεται ολοένα και πιο δύσκολα όταν είναι αυστηρά ατομική και η συμμετοχή σε αυτήν γίνεται, στην καλύτερη περίπτωση, αποσπασματικά.
Η απομόνωση αυτή θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από τον ενεργό ρόλο συγγενών οργανώσεων, όπως οι τοπικές ενώσεις.3 Όμως, αυτές οι διεπαγγελματικές δομές έχουν αποδυναμωθεί. Στις περιπτώσεις που παραμένουν ενεργοί, έχουν συχνά μια πολύ περιορισμένη διάρκεια ζωής, καθώς στηρίζονται στην εμπλοκή μερικών συνταξιούχων.
Έτσι, γεννιούνται νέες πρωτοβουλίες. Στο Μαλακόφ, στην περιφέρεια του Παρισιού, η τοπική ένωση της CGT δημιούργησε ένα πολυεπιχειρησιακό συνδικάτο προκειμένου να οργανώσει τους απομονωμένους συνδικαλιστές, να τους παράσχει ένα πλαίσιο κοινού διαλόγου και λήψης αποφάσεων, να επιτρέψει την ανάπτυξη της οργάνωσης στα συνδικάτα και να προσφέρει ενέργεια και σθένος σε αυτά τα διάσπαρτα μέλη. Εντούτοις, τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύ σπάνιες ακόμη.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, δημιουργήθηκαν βάσεις σε τομείς ελάχιστα εξοικειωμένους με τους κοινωνικούς αγώνες, όπως στην κατ’ οίκον βοήθεια, στους Ξενώνες Μη Αυτοεξυπηρετούμενων Ηλικιωμένων Ατόμων (EHPAD) και στον κλάδο των διανομών μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο, στους τομείς αυτούς οι μισθοί είναι πολύ χαμηλοί και η καταπίεση πολύ ισχυρή. Η μακροχρόνια κινητοποίηση μέσω κυλιόμενων απεργιών παραμένει μια ασυνήθιστη πρακτική.
Ταυτόχρονα, στα παλιά συνδικαλιστικά οχυρά -στη βιομηχανία ή στη δημόσια διοίκηση- η ανάπτυξη της υπεργολαβίας είχε ως συνέπεια την εξωτερική ανάθεση των χειρωνακτικών θέσεων εργασίας σε μικρές επιχειρήσεις, στερούμενες εργατικών ενώσεων. Όσο για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, υφίστανται συνεχείς αναδιοργανώσεις, που οδηγούν σε διάσπαση των εργατικών συλλογικοτήτων, ενώ υπάρχει και σημαντική προσφυγή στη χρήση υπαλλήλων σε διαθεσιμότητα, προσωρινά απασχολούμενων ή με επισφαλείς συμβάσεις. Έτσι, στην EDF (Σ.τ.Μ.: δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού), οι αναδιαρθρώσεις συνέβαλαν στην αποδυνάμωση της επαγγελματικής αλληλεγγύης και της αλληλεγγύης μεταξύ εργαζομένων. Και για ποιο λόγο να απεργήσει κάποιος στην αυτοκινητοβιομηχανία όταν οι γραμμές παραγωγής, όπου το 30% με 50% και άνω των εργαζομένων είναι προσωρινά απασχολούμενοι, δεν σταματούν τη λειτουργία τους;
Πάνω απ’ όλα, τα συνδικάτα δεν έχουν πλέον αρκετή δύναμη ώστε να παρακωλύσουν τη λειτουργία της καρδιάς του γαλλικού καπιταλισμού, δηλαδή των εταιρειών του χρηματιστηριακού δείκτη CAC 40: είναι σε μεγάλο βαθμό διεθνοποιημένες και έχουν πλέον μια αρκετά αποστασιοποιημένη σχέση με την εθνική επικράτεια και τις διενέξεις της. Η Renault μετέφερε τις γραμμές παραγωγής της στην Ισπανία, στην Τουρκία, στη Σλοβενία και στο Μαρόκο: οι απεργίες στη Γαλλία επηρεάζουν ολοένα και λιγότερο τα εμβληματικά προϊόντα της. Ομοίως, σε περίπτωση διακοπής της παραγωγής σιδήρου στη Γαλλία, ο Λάκσμι Μιτάλ είναι μάλλον πρόθυμος να ανακατανείμει τις παραγγελίες του σε άλλα εργοστάσια του γιγαντιαίου ομίλου ArcelorMittal, στην Ευρώπη ή και εκτός αυτής.
Μια σταθερή βάση παραμένει στις μεταφορές. Εξάλλου, η κυβέρνηση ήταν αρκετά σοφή ώστε να υποκύψει πολύ γρήγορα στις διεκδικήσεις των εναέριων πληρωμάτων - τα οποία, στην Air France, το 2018, απέδειξαν την ικανότητά τους να υποστηρίξουν μια μακροχρόνια απεργία. Παρεμπιπτόντως, οι απεργίες θα επηρέαζαν λιγότερο τις μετακινήσεις της ελίτ από εκείνες των μεσαίων και λαϊκών τάξεων...
Όμως, οι τροχοπέδες στη μακρόχρονη δράση προέρχονται και από γενικότερους παράγοντες. Οι μορφές ατομισμού και αξιολόγησης της εργασίας και η διοίκηση μέσω του στρες και της υποβάθμισης των συνθηκών εργασίας οδηγούν έναν μεγάλο αριθμό εργαζομένων να φοβούνται τον αντίκτυπο της απεργίας, που θα αφήσει τα καθήκοντά τους να συσσωρεύονται ή θα αυξήσει τις ήδη βεβαρυμένες υποχρεώσεις συναδέλφων. Η πίεση αυτή είναι ακόμη πιο ισχυρή σε εκείνους που παρέχουν υπηρεσίες προς τρίτους (εκπαίδευση, υγεία, παροχή προσωπικής φροντίδας).4 Επιπλέον, υποχρεώνοντας μέρος των στελεχών να αναλάβουν τα καθήκοντα των απεργών -όπως στην RATP ή στην SNCF, όπου ορισμένοι έμαθαν να οδηγούν τα τρένα- ή καταφεύγοντας σε προσωρινά απασχολούμενους, οι διευθύνσεις χρησιμοποιούν κλασικές μεθόδους πλαγιοκόπησης των κινητοποιήσεων, που αναιρούν το δικαίωμα στην απεργία και στιγματίζουν εκείνους που κάνουν χρήση του.
Τέλος, η ισχνότητα του υπολειπόμενου εισοδήματος στον προϋπολογισμό των νοικοκυριών καταδείχθηκε με τα «Κίτρινα Γιλέκα». Επηρεάζει μεγάλο μέρος των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν βρίσκονται στην κατώτερη βαθμίδα της κλίμακας. Τα χρέη και η υπερχρέωση των οικογενειών έχουν γίνει πλέον μέρος της πραγματικότητας του κόσμου της εργασίας: σύμφωνα με την Τράπεζα της Γαλλίας, το 2018, ενώ το 25,7% των υπερχρεωμένων ήταν άνεργοι, το 28,6% ήταν οικονομικά ενεργοί με σύμβαση αορίστου χρόνου (CDI).5 Η απουσία ή η ανεπάρκεια των συνδικαλιστικών συλλογικοτήτων στους χώρους εργασίας δεν επιτρέπει να υπερπηδηθούν αυτά τα εμπόδια.
Επιπροσθέτως, ο τόπος κατοικίας συμπίπτει όλο και σπανιότερα με τον τόπο εργασίας. Αυτό συμβάλλει στην αποδυνάμωση όποιας τοπικής αλληλεγγύης (εκ μέρους των κοινοτήτων, των αγροτών, των εμπόρων...) εξακολουθεί να υπάρχει κατά τη διάρκεια διενέξεων σε συγκεκριμένες περιοχές εναντίον του κλεισίματος επιχειρήσεων. Η επιτυχία των απεργιακών ταμείων που συγκροτήθηκαν μέσω Διαδικτύου αναβιώνει μια μακρά παράδοση υποστήριξης των απεργών, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να αντικαθιστούν τις κοινότητες αλληλεγγύης που βασίζονταν στην εγγύτητα.6
Παρά τα μειονεκτήματα αυτά -ή εξαιτίας τους-, το κοινωνικό κίνημα του περασμένου χειμώνα αποδείχθηκε εξαιρετικά δυναμικό και ικανό να διευρύνει το παραδοσιακό ρεπερτόριο δράσης. Η ζωντάνια των διαδηλώσεων, τα flashmob, οι «παλίρροιες γυναικών», οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, τα ατομικά λάβαρα και οι αφίσες του κάθε διαδηλωτή μαρτυρούν μια εντυπωσιακή δημιουργικότητα, παρότι το φαινόμενο δεν είναι εντελώς καινούργιο: οι θορυβώδεις διαμαρτυρίες και τα καρναβάλια του παρελθόντος συνοδεύονταν συχνά από γκροτέσκες αναπαραστάσεις της εξουσίας των αρχόντων.
Το διαπιστώνουμε από το 1995: τα συνδικάτα δεν είναι στρατοί που προελαύνουν μετακινώντας στρατεύματα κατά βούληση και οι κινητοποιήσεις επιδεικνύουν μεγάλο βαθμό αυτονομίας όσον αφορά τα συνθήματά τους. Το κίνημα του χειμώνα του 2019-2020 ενισχύει περαιτέρω αυτό το χαρακτηριστικό. Φαίνεται πως δημιουργήθηκαν κοινότητες σαν να υπήρξε άμεση έλξη ανάμεσα στα δομικά στοιχεία τους, όπως, για παράδειγμα, τα Γυμνάσια και τα Λύκεια της ίδιας περιοχής ή ακόμη εκείνες οι φεμινιστικές συλλογικότητες που έδωσαν τόσο χρώμα στις πορείες. Συχνά οι συνδικαλιστές ήταν εκείνοι που προώθησαν τα τοπικά σχήματα αυτοοργάνωσης, δεν μπορούμε όμως να αποδώσουμε αυτές τις μορφές διεκδίκησης στον κλασικό συνδικαλιστικό αγώνα. Το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» είχε δείξει τον δρόμο για τρόπους δράσης απαλλαγμένους από κάθε μορφή εκπροσώπησης: το κίνημα του χειμώνα που ακολούθησε πήρε και εκείνο τη μορφή μια κινητοποίησης τόσο των πολιτών όσο και των συνδικάτων.
Βεβαίως, οι κινητοποιήσεις δεν οδήγησαν σε κάποια γενική απεργία, μια έννοια εξάλλου με μυθικές διαστάσεις,7 ωστόσο συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας διαμαρτυρόμενης κοινότητας πέρα από τις καταστατικές διαφορές και τις ανισότητες που ενυπάρχουν στη δομή του υπαλληλικού κόσμου: νοσοκομειακοί γιατροί και δικηγόροι πορεύτηκαν δίπλα σε εργάτες των υπονόμων, δημοτικούς υπαλλήλους και πολλούς άλλους, με τη σύγκλιση να είναι διασφαλισμένη από την απόρριψη του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία τους συσπείρωνε.
Υπ' αυτό το φως, αποδείχθηκε ότι οι διαδηλώσεις είχαν τόσο πολιτικό και ιδεολογικό όσο και συνδικαλιστικό χαρακτήρα. Εντούτοις, βρισκόμαστε μακριά από μια διαδικασία πολιτικοποίησης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, όπως είχε συμβεί το 2005, κατά το δημοψήφισμα για το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης, όταν οι μαχητικοί εκπρόσωποι οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, συνδικαλιστικών και πολιτικών φορέων είχαν καταφέρει να διαπεράσουν το τείχος των Μέσων ενημέρωσης και της εξουσίας. Το θέμα των συντάξεων είναι εξίσου πολιτικό και, αν εξεταστούν ξεχωριστά, τα συνδικάτα δεν είχαν έλλειψη εναλλακτικών προτάσεων. Ωστόσο, δεν κατάφεραν να τις κάνουν να ακουστούν και να γνωστοποιήσουν τις ιδέες τους στον δημόσιο χώρο. Και το θέμα της πραγματικής πίεσης στην εξουσία ή στην οικονομία παραμένει ανοιχτό.

1 Έρευνες Reponse, έτη 1999 έως 2017, Διεύθυνση Έρευνας, Μελετών και Στατιστικών (DARES).
2 Maria-Teresa Pignoni, «De l’adhérent au responsable syndical. Quelles évolutions dans l’engagement des salariés syndiqués ?», «DARES Analyses», αρ. 15, Παρίσι, Μάρτιος 2017.
3 Σ.τ.Μ.: Στη Γαλλία, ο όρος τοπική ένωση (union locale) σημαίνει το τοπικό παράρτημα της Συνομοσπονδίας Εργασίας. Το ανάλογο στην Ελλάδα θα ήταν ένα τοπικό παράρτημα της ΓΣΕΕ.
4 Πρβλ. Danièle Linhart, «La Comédie humaine du travail. De la déshumanisation taylorienne à la surhumanisation managériale», Érès, Τουλούζη, 2015.
5 «Le surendettement des ménages», ετήσια έκθεση, Τράπεζα της Γαλλίας, Παρίσι, Ιανουάριος 2019.
6 Βλ. Xavier Vigna, «Tenir une grève longue», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2020. Πρβλ. επίσης Nicolas Delalande, «La Lutte et l’Entraide. L’âge des solidarités ouvrières», Seuil, συλλ. «L’univers historique», Παρίσι, 2019.
7 Πρβλ. Xavier Vigna, «La grève générale introuvable. France, 1968-1995», στο Anne Morelli και Daniel Zamora (επιμ.), «Grève générale, rêve général. Espoir de transformation sociale», L’Harmattan, συλλ. «Logiques sociales», Παρίσι, 2016.

* Η Sophie Béroud είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Lumière-Lyon II και μέλος της μεικτής ερευνητικής μονάδας Triangle. Ο Jean-Marie Pernot είναι ερευνητής στο Ινστιτούτο Κοινωνικών και Οικονομικών Ερευνών (IRES) και στο Κέντρο Κοινωνικής Ιστορίας των Σύγχρονων Κόσμων

Monday, July 08, 2019

Τα κινηματικά κόμματα (του Θανάση Τσακίρη)

Σύμφωνα με τον Χέρμπερτ Κίτσελτ τα κινηματικά κόμματα είναι «συνασπισμοί πολιτικών ακτιβιστών που προέρχονται από κοινωνικά κινήματα και προσπαθούν να εφαρμόσουν τις οργανωτικές και στρατηγικές πρακτικέςτων κοινωνικών κινημάτων στο πεδίο
του κομματικού ανταγωνισμού.
Αυτό συνεπάγεται μια σειρά πράγματα.



Πρώτα απ’ όλα, δεν επενδύουν ιδιαίτερα σε μια επίσημη οργανωτική κομματική δομή. Τα κινηματικά κόμματα ενδέχεται να μη διαθέτουν τυπικό ορισμό του ρόλου του μέλους. Οποιοσδήποτε μπορεί να προσέλθει στη συνέλευση ή δραστηριότητα του κόμματος θεωρείται «μέλος, με την έννοια του δικαιώματος συμμετοχής (και ψήφου για δράση σε περίπτωση που κληθεί να το κάνει). Επίσης,
τα κινηματικά κόμματα δεν διαθέτουν εκτεταμένη και εντατική τυπική οργανωτική κάλυψη. ∆εν διαθέτουν σώματα επαγγελματικών στελεχών και υλική επικοινωνιακή υποδομή (γραφεία, αυτοκίνητα κ.λπ.), σύστημα συνάρθρωσης συμφερόντων μέσω καθιερωμένων οργάνων και αξιωματούχων εξουσιοδοτημένων για τη διατύπωση δεσμευτικών αποφάσεων και εντολών για λογαριασμό του κόμματος. Οι τρόποι, όμως, με τον οποίο τα κινηματικά κόμματα διαφέρουν από τον θεσμοποιημένο τύπο κομμάτων ποικίλουν πολύ.

Στο ένα άκρο τα κινηματικά κόμματα μπορεί να καθοδηγούνται από ένα χαρισματικό ηγέτη με κληρονομικό «πολιτικό προσωπικό» και προσωπικό «ποίμνιο» επί των οποίων ασκεί έλεγχο άνευ όρων και αμφισβήτησης.

Στο άλλο άκρο τα κινηματικά κόμματα προσπαθούν να πραγματοποιήσουν έναν από τα κάτω δημοκρατικό συμμετοχικό συντονισμό των ακτιβιστών. Εδώ όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται σε συνελεύσεις ακτιβιστών κι εφαρμόζονται από εκπροσώπους που εκλέγονται για πολύ σύντομες και μη ανανεώσιμες θητείες σε αξιώματα πολιτικής αντιπροσώπευσης είτε εσωκομματικά είτε νομοθετικά.

Τόσο ο χαρισματικός κληρονομικός τύπος όσο και η δημοκρατία της βάσης οδηγούν σε ένα πρόγραμμα συλλογικών προτιμήσεων ασταθές, ευμετάβλητο και ατελές. ∆ίνεται προσοχή σε ένα μικρό αριθμό διακυβευμάτων ενώ πολλά άλλα παραμελούνται. Η επιδίωξη αυτών των βασικών αντικειμενικών σκοπών μπορεί να είναι ασυνεπής και ασυνεχής. Τρίτον, με όρους εξωτερικής πολιτικής πρακτικής τα κινηματικά κόμματα επιχειρούν μια διπλή πορεία με
τον συνδυασμό δραστηριοτήτων στο πλαίσιο των πεδίων του επίσημου δημοκρατικού ανταγωνισμού και της εξωθεσμικής κινητοποίησης. Τη μια μέρα μπορεί οι νομοθέτες να
αντιπαρατίθενται σχετικά με ένα νομοσχέδιο στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, αλλά την
επόμενη μέρα να συμμετέχουν σε συγκρουσιακές διαδηλώσεις ή σε μη
βίαιες καταλήψεις κυβερνητικών κτηρίων.

Η μετάβαση από το κινηματικό κόμμα σε οποιαδήποτε άλλη μορφή κόμματος αφορά τότε επενδύσεις είτε σε οργανωτική δομή ή σε τρόπους συνάρθρωσης συμφερόντων. Το κατά
πόσο, όμως, είναι έτοιμοι ή όχι οι ακτιβιστές να κάνουν αυτές τις επενδύσεις εξαρτάται από συγκεκριμένες συνθήκες.

 Επιπλέον, τι ακριβώς σημαίνει ότι οι πολιτικοί επενδύουν στην οργανωτική δομή και σε τρόπους
συνάρθρωσης εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντεςόπως είναι η τεχνολογία
(τρόποι επικοινωνίας, μεταφορές) και το ανθρώπινο κεφάλαιο (π.χ. μορφωτικό επίπεδο εκλογικού σώματος). Το συμβατικό μοντέλο του κόμματος μαζών που ενσαρκώνουν τα σοσιαλιστικά εργατικά κόμματα και ευρωπαϊκά χριστιανικά κόμματα από τον ύστερο 19ο αιώνα
ως το τελευταίο τρίτο του 20ού αιώνα αποτελεί, από αυτή τη σκοπιά, μια συγκεκριμένη
έκφραση επένδυσης που ήταν συνδεδεμένη με μια εποχή αδύναμων ηλεκτρονικών ΜΜΕ κι
ενός σχετικά ανεκπαίδευτου πληθυσμού σύμφωνα με τα μέτρα και σταθμά των αρχών του
21ου αιώνα.»

Γιατί τα κοινωνικά κινήματα ορισμένες φορές δημιουργούν κινηματικά κόμματα; Σύμφωνα με τον Χ. Κίτσελτ έχουν διατυπωθεί τέσσερις θεωρίες.

«Η εξέλιξη των πολιτικών μορφών μπορεί να είναι ζήτημα πολιτικής μάθησης μέσω δοκιμασίας
και λάθους. Οι κοινωνικο-κινηματικοί ακτιβιστές μπορεί να συνειδητοποιήσουν ότι τα
διακυβεύματά τους πράγματι συνεπάγονται μια γενική αναδιοργάνωση της κοινωνίας αντί για μεμονωμένα μέτρα πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Καθώς διατυπώνουν και αναπτύσσουν ευρείας κλίμακας ιδεολογίες και προγράμματα, έρχονται σε σύγκρουση με τα κατεστημένα πολιτικά κόμματα και προγράμματα σε μια μεγάλη σειρά πολιτικών
ζητημάτων.

 Σε αυτό το σημείο κινηματικοί εγχειρηματίες ενδέχεται να αποφασίσουν να
μπουν στην ανταγωνιστική εκλογική αρένα με ένα νέο κόμμα.
Η μετάβαση από το κίνημα στο κινηματικό κόμμα μπορεί να είναι ειδική περίπτωση ενός
παιγνίου με ατελή και ασύμμετρη ενημέρωση.

Οι κινηματικοί εγχειρηματίες έχουν «ιδιωτική ενημέρωση» σχετικά με το μέγεθος του εκλογικού σώματος που θα τους υποστήριζε αν
επρόκειτο να μπουν στην αρένα του κομματικού ανταγωνισμού με τις πολιτικές εκκλήσεις
του κινήματος. Το κατά πόσο θα μπουν οι κινηματικοί εγχειρηματίες στο εκλογικό πολιτικό παιχνίδι ή όχι εξαρτάται από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην ένταση και στα κύρια χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων μελών κατά τη διεκδίκηση του συμφέροντος του κινήματος και
των ορίων για την ένταξη που δημιουργούνται από τους εκλογικούς νόμους και τα άλλα
επίσημα ή ανεπίσημα κατώφλια που περιορίζουν την ανάπτυξη του νέου διεκδικητή (τα
κομματικά οικονομικά, η πρόσβαση στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ κ.ά.). Ένας κινηματικός εγχειρηματίαςα μπει στην αρένα του κομματικού ανταγωνισμού με κάποια προσδοκία επιτυχίας
μόνο αν τα εκλογικά εμπόδια είναι αρκετά χαμηλά έτσι ώστε το αναμενόμενο επίπεδο εκλογικής υποστήριξης προσφέρει μια λογική προσδοκία κατάκτησης ενός εκλογικού ποσοστού που να εντάσσει το νέο κόμμα στη νομοθετική αντιπροσωπία.

Η χωρική θεωρία του κομματικού ανταγωνισμού που αντλεί από την κοινωνική και πολιτική κινητοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων στην κοινωνία (cleavages-διαιρετικές τομές). Μόνο όπου για ένα σημαντικό πολιτικό συμφέρον το οποίο ενστερνίζεται ένα αριθμητικά σημαντικό εκλογικό σώμα γίνεται έντονα αισθητή η έλλειψη αντιπροσώπευσής
του στο υφιστάμενο πολιτικό σύστημα, είναι πιθανή η κινητοποίηση των κινηματικών εγχειρηματιών για την είσοδό τους στην εκλογική αρένα.»

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι δεν είναι αδιαμεσολάβητη η σχέση ύπαρξης ενός κοινωνικού προβλήματος και της αντίστοιχης κομματικής-εκλογικής εκπροσώπησης του αντίστοιχου κοινωνικού σώματος που το βιώνει. Το εργατικό
και το οικολογικό κίνημα πέρασαν από διάφορες φάσεις μέχρι να δημιουργηθεί η αντίστοιχη κοινωνική συνείδηση και να υπάρξει δυνατότητα συγκρότησης φορέα επιτυχούς πολιτικής και εκλογικής παρέμβασης με χειροπιαστά θετικά αποτελέσματα για τα τμήματα αυτά του πληθυσμού.


Θανάσης Τσακίρης


ΠΗΓΗ

     H. Kitschelt (2006) "Movement parties "  Richard S Katz, William J Crotty  (επιμ.), Handbook of Party Politics,  SAGE,   



Tuesday, March 12, 2019

ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΓΙΛΕΚΑ Ο ΘΕΡΜΟΣ ΓΑΛΛΙΚΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ '18-'19 - ΤΟΝΙ NEGRI

ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΓΙΛΕΚΑ
Ο ΘΕΡΜΟΣ ΓΑΛΛΙΚΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ '18-'19

ΤΟΝΙ NEGRI 

 

Παρουσίαση
«...Όλα αυτά είναι πολύ σημαντικά, αφού περιγράφουν μια οργανωτική διαδικασία εν εξελίξει, απολύτως οριζόντια, χωρίς leadership, που μοιάζει με την κίνηση ενός θρόμβου σε σχέση με τις γνώμες και τους στόχους. Ποια θα είναι τελικά η εξέλιξη δεν το ξέρω· στην πραγματικότητα κανείς δεν το ξέρει. Κι αυτό γιατί υπάρχει μια δομή που συγκροτείται με εργαλεία άμεσης δημοκρατίας και κυρίως είναι αυτή η ίδια που τα χειρίζεται. Πρέπει να περιμένουμε από Κυριακή σε Κυριακή, δηλαδή την επόμενη ημέρα του Σαββάτου, για να καταλάβουμε πώς πάνε τα πράγματα. Όμως μου φαίνεται ότι τα σημαντικά στοιχεία είναι τα εξής: πανεθνική διάσταση, εναντίωση στην προσπάθεια του Μακρόν να υπάρξει αφομοίωση μέσω μιας κάποιας συζήτησης, εξωστρέφεια, διατήρηση ενός οριζόντιου πλαισίου χωρίς leadership, ανάπτυξη της οργάνωσης με όρους οριζοντιότητας και εσωτερικής σύνδεσης, πρόκειται για ένα πλήθος που συντίθεται. Όλα αυτά μου φαίνονται κάθε άλλο παρά περιστασιακά και, προς στιγμή, προσλαμβάνουν μια πραγματική όψη αντιεξουσίας στη γαλλική κοινωνία». (Τόνι Νέγκρι, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περιεχόμενα

Η γαλλική εξέγερση
Προϊστορία
Γαλλικά χρονικά
Τα Κίτρινα Γιλέκα: μια αντιεξουσία;
Σκέψεις για τα Κίτρινα Γιλέκα μετά το έβδομο ραντεβού
Κίτρινα Γιλέκα: η αντιεξουσία του πλήθους. Συνέντευξη με τον Τόνι Νέγκρι
«Βρισκόμαστε στο χείλος ενός παγκόσμιου μετασχηματισμού»
Χρήσιμο Χάος: Κίτρινα Γιλέκα, Ιταλία, CGT

Λεπτομέρειες
Εκδότης ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ
Χρονολογία Έκδοσης Μάρτιος 2019
Αριθμός σελίδων 58


Friday, March 08, 2019

Φεμινισμός, του Θανάση Τσακίρη

Ο βασικότερος ορισμός της λέξης «φεμινισμός» είναι η αναγνώριση πως, στην ουσία σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους, οι άνδρες και οι γυναίκες δεν έχουν την ίδια δύναμη τόσο στην κοινωνία όσο και πάνω στην ίδια τους τη ζωή και πως το λογικό επακόλουθο είναι η διεκδίκηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών.


            Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στο διεθνές επίπεδο το λεγόμενο δεύτερο κύμα του φεμινισμού ελκύει ακόμα μεγάλο αριθμό φεμινιστριών. Τα δικαιώματα της αναπαραγωγής γίνονται το βασικό ζήτημα του δεύτερου κύματος σε σχέση με τα δικαιώματα στην παραγωγή που ήταν το κύριο θέμα του πρώτου κύματος. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η βασική διαχωριστική τομή που συνεχώς μετατίθεται οριζοντίως, καθέτως αλλά και σε πολλά ταυτόχρονα πεδία είναι αυτή ανάμεσα σε «ισότητα»» και «διαφορά». Έτσι, η πρώτη διαχωριστική γραμμή που εμφανίζεται διαφοροποιεί τις “μινιμαλίστριες” από τις “μαξιμαλίστριες” φεμινίστριες. Οι μινιμαλίστριες επιδιώκουν να υποβαθμίσουν τη σημασία της έννοιας “γυναίκα” και να ελαχιστοποιήσουν το ρόλο του φύλου στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή. Αντίθετα, οι μαξιμαλίστριες αποδέχονται τη σημασία της έννοιας “γυναίκα” και επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν σε μέγιστο βαθμό το ρόλο της διαφοράς των φύλων, δίνοντας νέες σημασιοδοτήσεις, χαρακτηριστικά και ιδιότητες στις γυναίκες .
            Η δεύτερη διαιρετική τομή είναι ανάμεσα σε “ριζοσπαστικές” και “πολιτισμικές” φεμινίστριες. Η δεύτερη τάση εμπεριεχόταν σε εμβρυακή μορφή στα πλαίσια της έννοιας της γυναικείας αδελφοσύνης ενάντια στην καταπίεση από την πατριαρχία που διατύπωσε η πρώτη τάση των ριζοσπαστριών φεμινιστριών. Η ξεχωριστή πολιτική δράση των γυναικών εθεωρείτο αναγκαία επειδή μόνο μια φεμινιστική πολιτική οργάνωση θα μπορούσε να υπονομεύσει την πατριαρχία και να αποδιαρθρώσει τις δομές της. Η αντίθεση στις μικτές οργανώσεις και στην παραδοσιακή ηγεμόνευση των γυναικών μέσα στο κίνημα της αριστεράς και στα κόμματα της επέβαλε ξεχωριστές πολιτικές και οργανωτικές δομές και, συνεπώς, την επεξεργασία μιας νέας επαναστατικής φεμινιστικής πολιτικής στρατηγικής που περνά μέσα από τις βασικές συνεισφορές του ριζοσπαστικού φεμινισμού που ήταν η αφύπνιση της συνείδησης (consciousness raising) με τη λειτουργία των ομάδων αυτοσυνείδησης. Η τάση του πολιτισμικού φεμινισμού θεωρήθηκε ως υποχώρηση σε σχέση με το ριζοσπαστικό φεμινισμό και στόχευε στην αποκατάσταση και όχι στην εξάλειψη του ρόλου των φύλων. Η τάση αυτή στηρίχτηκε κυρίως σε έρευνες φεμινιστριών ανθρωπολόγων που υποστήριξαν την άποψη ότι η γυναικεία βιολογία είναι η βάση των γυναικείων εξουσιών˙ αντιπαρέθεσε μια διαφορετική λογική κατευθύνοντας το ερευνητικό βλέμμα στη διάχυση των εξουσιών στο μικρο – επίπεδο όπου η παρουσία των γυναικών έπαιρνε ένα διαφορετικό χαρακτήρα που δεν ανταποκρινόταν στα γνωστά εξουσιαστικά και ιεραρχικά μοντέλα  που προσφέρουν οι κυρίαρχες δυτικές αντιλήψεις.
Μια νέα διαφορά που θα συζητηθεί εκτενώς και θα παραχθεί πλούσια βιβλιογραφία είναι ανάμεσα στις «εσσενσιαλίστριες» και στις «κοινωνικές κονστρουκτιβίστριες». Η ουσιοκρατική αντίληψη των πρώτων, που υποστηρίζουν την αιώνια ύπαρξη της ουσίας της γυναικείας φύσης, θα ηττηθεί κατά κράτος, από την πλευρά που υποστηρίζει ότι το γυναικείο και εν γένει το φύλο είναι μια κοινωνική κατασκευή και η οποία με τα ερωτήματα που θέτει καταφέρνει ισχυρά χτυπήματα στις αιώνιες αλήθειες περί φύλων δίχως όμως να προσφέρει έναν ασφαλή οριοθετημένο χώρο για τη μελέτη των φύλων. Πάλι και εδώ η αντίθεση ανάμεσα στη διαφορά και στην ισότητα υπονοείται, έστω και με λιγότερη σαφήνεια τουλάχιστον όσον αφορά τον κοινωνικό κονστρουκτιβισμό.
            Γύρω από το ζήτημα των σταθερών ή ασταθών εννοιολογικών κατηγοριών θα στηθεί για άλλη μια φορά ένα σκηνικό διενέξεων : πάλι οι “πολιτισμικές” φεμινίστριες θα σταθούν αντιμέτωπες αυτή τη φορά με την τάση του “μεταστρουκτουραλισμού”. Τα βασικά στοιχεία του μεταστρουκτουραλισμού ή μεταδομισμού θεωρείται ότι έλκουν την καταγωγή τους ήδη από την πρακτική του φιλελεύθερου και του ριζοσπαστικού φεμινισμού, δηλαδή ότι η κατηγορία “γυναίκα” είναι κατασκευή και ότι το “υποκείμενο” ήταν ένα ζήτημα υπό συζήτηση όπως και οι κοινωνικοί θεσμοί. Αυτή η τάση καταγράφεται κυρίως ως «Γαλλική» και ενδιαφέρεται λιγότερο για την γυναίκα ως υποκείμενο, χαρακτηρίζει απαξιωτικά τις λέξεις εξουσία, γνώση και υψηλή κουλτούρα ως “φαλλογοκεντρική”, αμφισβητεί τον Καρτεσιανό ορθολογισμό. Το γυναικείο θεωρείται ως κατακερματισμένο και απόν.
            Η αρχή της δεκαετίας του ‘80 σημαδεύτηκε επίσης και από τη διαμάχη φεμινιστριών και ματερναλιστριών. Οι τελευταίες έθεσαν νέα ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα των εκτός δημοσίου χώρου γυναικών που αγωνίζονται καθημερινά για την επιβίωση τη δική τους και των παιδιών τους να βγουν στο προσκήνιο. Πολλές φορές βγαίνουν στο προσκήνιο κατά την υποχρεωτική απουσία των ανδρών ή σε στιγμές μεγάλων οικονομικό – κοινωνικών κρίσεων με δυναμικές μορφές αγώνα. Η περίπτωση των Μητέρων της Πλατείας του Μάη στην Αργεντινή κατά τη φασιστική δικτατορία Vidella είναι χαρακτηριστική. Ο λόγος που εξέπεμψαν αυτές οι γυναίκες υπέκρυπτε την υιοθέτηση του “φυσικού ρόλου της μητέρας”.  Χαρακτηριστικές επίσης κινητοποιήσεις των ματερναλιστριών φεμινιστριών ήταν οι κινητοποιήσεις στις περιπτώσεις της μεγάλης απεργίας των ανθρακωρύχων της Βρετανίας το 1984.
            Πάνω απ’ όλα όμως βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή που διαπερνά όλες τις συζητήσεις και διαμάχες που αναφέρθηκαν : «ισότητα ή διαφορά». Η τάση του σοσιαλιστικού / μαρξιστικού φεμινισμού είναι στο κέντρο αυτής της διαχωριστικής γραμμής προσπαθώντας να ισορροπήσει ενσωματώνοντας στοιχεία και από τις δυο πλευρές της διαχωριστικής γραμμής. H αρχική συζήτηση στους κόλπους του σοσιαλιστικού / μαρξιστικού φεμινισμού στηρίζεται στην απόπειρα διεύρυνσης των εννοιολογικών εργαλείων για την εκμετάλλευση και στις γυναίκες και μελέτης της φεμινιστικής ιστορίας ως  της υλικής και οικονομικής υποταγής των γυναικών. Η πιο παραγωγική συζήτηση για το “γυναικείο ζήτημα” εμφανίζεται στο χώρο της Βρετανικής αριστεράς ανάμεσα στις φεμινίστριες που δέχτηκαν ως πλαίσιο το Μαρξισμό λόγω της ιδιαίτερης μακρόχρονης σοσιαλιστικής παράδοσης της χώρας. Εξ άλλου είναι και η χώρα στην οποία γίνεται και η μακροβιότερη συζήτηση για το ρόλο και τις σχέσεις της ιστορίας των γυναικών και του εργατικού κινήματος με επίκεντρο τη σχέση τάξης και φύλου. Η συμβολή των γυναικών μέσω της απλήρωτης οικιακής εργασίας στην αναπαραγωγή της εργατικής τάξης και του καπιταλισμού γενικότερα δεν είχαν τύχει ως τότε της προσοχής των μαρξιστών θεωρητικών. Η φεμινιστική παρέμβαση κάνει ορατό το ζήτημα αυτό όπως και την ιδιαίτερη σύνθεση του “εφεδρικού στρατού εργασίας” και των χαμηλόμισθων θέσεων εργασίας μερικής απασχόλησης την πλειοψηφία των οποίων αποτελούν οι γυναίκες. Οι βασικές συμβολές στη σοσιαλιστική / μαρξιστική φεμινιστική σκέψη προήλθαν από τα έργα της Juliet Mitchell που θεώρησε ότι η γυναικεία υποταγή είναι αποτέλεσμα ιστορικών αλλαγών στην παραγωγή και ιδιαίτερα σε τέσσερις δομές : αναπαραγωγή, παραγωγή, παιδική κοινωνικοποίηση και σεξουαλικότητα.  Επίσης συμβάλει στο να ξεκαθαριστεί ότι επειδή αυτές οι δομές συμπυκνώνονται στο χώρο της οικογένειας τότε η γυναικεία απελευθέρωση δεν είναι συνεπαγόμενο αποτέλεσμα της ανατροπής του καπιταλισμού ανοίγοντας το δρόμο για την υιοθέτηση της άποψης για την αυτονομία του φεμινιστικού κινήματος που στοχεύει στην ανατροπή και μετασχηματισμό των δομών που αναφέρθηκαν (υλικές αλλά και ψυχικές δομές). Η Sheila Rowbotham άσκησε μεγάλη επίδραση στη σοσιαλιστική / μαρξιστική φεμινιστική σκέψη με τη θέση της ότι μόνο οι εργάτριες είναι εκείνες που μπορούν να τεθούν στην πρωτοπορία του φεμινισμού στο βαθμό που είναι εκείνες που βιώνουν τη διπλή καταπίεση του φυλετικού καταμερισμού εργασίας τόσο στο χώρο εργασίας όσο και στο χώρο του σπιτιού και της οικογένειας . Σημαντική ήταν η θέση της Rowbotham για την άποψη περί πατριαρχίας ως όρου που δεν καταφέρνει να δείξει ποιες είναι μέσα σε διαφορετικά ιστορικά συμφραζόμενα οι σχέσεις των γυναικών με την παραγωγή. Στις ΗΠΑ η Heidi Hartmann μιλά για τον ατυχή γάμο μαρξισμού και φεμινισμού και θεωρεί ότι η κριτική τόσο της πατριαρχίας όσο και του καπιταλισμού είναι αναγκαία γιατί είναι διακριτά συστήματα εξουσίας αλλά ταυτόχρονα αλληλοδιαπλεκόμενες μορφές υποταγής και καταπίεσης των γυναικών. Γίνεται έτσι κατανοητό ότι στο βαθμό που ο σοσιαλιστικός / μαρξιστικός φεμινισμός διευρύνει ως τα έσχατα όριά τους τις κλασικές μαρξιστικές έννοιες καταφέρνει ως ένα σημείο να ξεπεράσει το δυαδικό δίπολο ισότητας και διαφοράς. Το πρόβλημα είναι πώς η θεωρία γίνεται πράξη; Η ιστορία, ή καλύτερα οι ιστορίες, των σοσιαλιστικών, κομμουνιστικών και αριστερίστικων κομμάτων, οργανώσεων και ομάδων δείχνει πως μπορούν στα λόγια να υιοθετήσουν και την πιο μαξιμαλιστική φεμινιστική γραμμή στην πράξη όμως να υπερισχύει η παραδοσιακή αντίληψη για το ρόλο των γυναικών και ο αγώνας των φεμινιστριών να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολος στο βαθμό που έχουν να αντιμετωπίσουν στο πρόσωπο των “προοδευτικών” συντρόφων τους την πατριαρχία.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

Αναδημοσίευση από το femininmasculin.wordpress.com


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

  • De Beauvoir Simone (1972). The Second Sex.N.Y.: Penguin [Ελλ. Έκδ.: Beauvoir S. (1979). Το δεύτερο φύλο. Αθήνα: Εκδ. Γλάρος]
  • Eisenstein Hester. (1984). Contemporary Feminist Thought.  London, Unwin.
  •       Irigaray Luce (1985). This Sex Which Is Not One. Ithaca, NY: Cornell University Press. 
  • Kristeva Julia, (1980), «Desire in Language : A Semiotic Approach to Literature and Art». New York : Columbia University Press,
  • Millet Kate, (1970), Sexual Politics:The Classic Analysis of the Interplay Between Men, Women, and Culture. N.Y.: Doubleday.
  • Rowbotham Sheila, Segal Lynne and Wainright Hilary. (1979). Βeyond the Fragments : Feminism and the Making of Socialism. London: Merlin Press.
  • Shulasmith Firestone (1970) The Dialectic of Sex. The Case for Feminist Revolution. London: The Women’s Press.
  • Snitow Ann (1996). “A Gender Diary” στο Scott W. Joan (ed.) Feminisms and History, Oxford – N.Υ.: Oxford University Press σελ. 505 – 546.

Thursday, November 15, 2018

ΤΟ ΑΝΤΙΔΙΚΤΑΤΟΡΙΚΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΙΔΩΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΩΝ του Θανάση Τσακίρη Μέρος 2ο



ΤΟ ΑΝΤΙΔΙΚΤΑΤΟΡΙΚΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΙΔΩΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΩΝ

του Θανάση Τσακίρη

Μέρος 2ο


Κάθε κίνημα, κατά συνέπεια, βιώνει τους δικούς του «κύκλους διαμαρτυρίας» που σημαίνει ότι η δράση του ακολουθεί μια κυκλική πορεία από την ένταση και την αύξηση της μαζικότητας ως την εσωστρέφεια και τη μείωση της μαζικότητας ανάλογα με τη συγκυρία και τις υποκειμενικές δυνατότητές του. Τα κινήματα έχουν την τάση να εξαπολύουν νέα κύματα συλλογικών αγώνων και σε άλλες περιόδους να εκφράζουν μια σιωπηλή, λανθάνουσα διαμαρτυρία.[1] Μπορεί, επίσης, να υπάρξουν χρονικά διαστήματα -και μάλιστα μεγάλα- κατά τα οποία, ενώ υπάρχουν καταστάσεις «δομικής έντασης» και αδικίες, να μην εκφράζονται ανοιχτά τα παράπονα και οι διαμαρτυρίες. Ακόμη, υπάρχει ενδεχόμενο, οι πάσης φύσεως εξουσίες να είναι σε θέση να χαλιναγωγούν τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων σε βαθμό που να πείθονται ότι δεν υπάρχουν αδικίες και παράπονα.[2]  Έτσι, λοιπόν, για να εκδηλωθούν τα κοινωνικά κινήματα είναι αναγκαίες ορισμένες προϋποθέσεις, καθώς δεν είναι αδιαμεσολάβητη η σχέση κοινωνικού προβλήματος ή κοινωνικής ανισότητας και συλλογικής έκφρασης παραπόνων ή διαμαρτυρίας υπό τη μορφή κινήματος. Πρώτον πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλοι «εξωτερικοί», ως προς την κοινωνική ομάδα που κινητοποιείται, πόροι.  Πρώτα απ’ όλα είναι αναγκαία η ύπαρξη της κατάλληλης «δομής πολιτικών ευκαιριών», δηλαδή να υπάρχουν «εκείνες οι σταθερές -αλλά όχι αναγκαστικά επίσημες, μόνιμες, εθνικές- διαστάσεις του πολιτικού περιβάλλοντος που είτε ενθαρρύνουν τους ανθρώπους σε συλλογική δράση είτε τους αποθαρρύνουν από αυτήν.» Παραθέτω την άποψη του Tarrow γιατί τη θεωρώ πιο ολοκληρωμένη σε σχέση με αυτή του πρωτεργάτης της σχολής της «Κινητοποίησης Πόρων» Doug McAdam που ενδιαφέρεται κυρίως για την επίσημη πολιτική δομή ευκαιριών. Όμως, και αυτός δεν παραλείπει να τονίσει ότι επίσημη δεν μόνο η πολιτική στο εθνικό επίπεδο αλλά και σε τοπικό, περιφερειακό ή ομοσπονδιακό επίπεδο.[3]  Στην περίοδο της προσπάθειας «ομαλοποίησης» της στρατιωτικής δικτατορίας ως καθεστώτος, η «κυβέρνηση» Παπαδόπουλου αναζητούσε απεγνωσμένα κοινωνική συναίνεση στην πολιτική της. Στην κατεύθυνση αυτή προχώρησε στην άρση του στρατιωτικού νόμου,[4] υποσχόμενη τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών σε ένα μέλλοντα χρόνο και εκλογές για τα διοικητικά συμβούλια των υπαρχόντων φοιτητικών συλλόγων. Ανεξάρτητα από το ότι επρόκειτο για «κόλπο» και «στημένη υπόθεση» της Ασφάλειας, της ΚΥΠ και του «υπουργείου» Παιδείας, η κίνηση για τις εκλογές ήταν μια μικρή μεταβολή της «δομής πολιτικών ευκαιριών» που αξιοποιήθηκε από τις φοιτητικές μάζες για τη διεκδίκηση στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων.[5] Σε αυτή τη μάχη για την απόκρουση των σχεδίων της δικτατορικής κυβέρνησης και την ανασύνταξη του φοιτητικού κινήματος φάνηκε ότι μπορεί να υπάρξει ενδοκυβερνητική σύγκρουση πάνω στο θέμα της ακολουθητέας πολιτικής ή συγκρούσεις μεταξύ μερίδων των κυβερνώντων ελίτ, όπως στην περίπτωση του «υπουργού Παιδείας» Γεράσιμου Φραγκάτου με την κυρίαρχη καθηγητική ελίτ των ΑΕΙ σχετικά με το θέμα των «επικουρικών καθηγητών» ή την παρέμβαση του «υφυπουργού Τύπου» Βύρωνα Σταματόπουλου, ο οποίος, μη εμπιστευόμενος το μηχανισμό του «υπουργού Παιδείας», προσπαθεί με ομιλίες του στα ΑΕΙ να επηρεάσει τους φοιτητές να ψηφίσουν υπέρ των χουντικών φοιτητών για τα διοικητικά συμβούλια των φοιτητικών συλλόγων.[6] Η αποτυχία του καθεστώτος να επιβάλει τελικά τη δική του γραμμή στους φοιτητές, παρά τα σκαμπανεβάσματα, αποτέλεσε νίκη των κινητοποιημένων φοιτητών και δημιούργησε νέες ευκαιρίες μεταβάλλοντας ακόμη περισσότερο τη «δομή των πολιτικών ευκαιριών». Επίσης το κίνημα δημιούργησε συμμάχους στον ευρύτερο πολιτικό κόσμο («πεφωτισμένη δεξιά», πολιτικά κόμματα κεντροαριστεράς και αριστεράς). Διευρύνονται, επίσης, τα ρήγματα στο εσωτερικό του καθεστώτος καθώς ολόκληρες στρατιωτικές μονάδες (π.χ. βασιλικό «κίνημα του Ναυτικού) στασιάζουν ενώ άλλες, πιο «εσωτερικές» αντιθέσεις γίνονται γνωστές και αφορούν τη διαμάχη «σκληρών» χουντικών και οπαδών της συνέχισης της ελεγχόμενης «ομαλοποίησης».[7]



Ας δούμε μια ακόμη διάσταση της έννοια των «πόρων» στην περίπτωση των φοιτητών. Ως «πόροι» εννοούνται, επίσης, παράγοντες όπως το χρηματικό κεφάλαιο, το ανθρώπινο κεφάλαιο, η ύπαρξη αυξημένου ελεύθερου χρόνου, η αύξηση του εύρους των δεξιοτήτων των φοιτητών και των συμμετοχών τους ως μελών διαφόρων ομάδων και κοινωνικών συστημάτων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, διαμορφώνεται ένα πολυάριθμο σύνολο ατόμων που διαθέτουν οργανωτικές ικανότητες.[8]Στα πλαίσια της σχολής της «κινητοποίησης πόρων» κυκλοφορούν επίσης απόψεις που αναλύουν τη συμμετοχή των φοιτητών στο κίνημα με όρους «ρίσκου/ανταμοιβής». Με άλλα λόγια, όσο η συμμετοχή στις κινητοποιήσεις -ακόμα και σε «ακραίες»- δεν «στοιχίζει» πολύ από την άποψη του «ρίσκου» που αναλαμβάνουν οι συμμετέχοντες, τόσο οργανώνονται σε μεγάλες και μαχητικές συλλογικότητες που διεκδικούν όλο και πιο ριζοσπαστικά αιτήματα.[9] Στις ΗΠΑ, λόγου χάριν, ως τις συγκρούσεις στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Κεντ του Οχάϊο και τη δολοφονία 4 φοιτητών που διαδήλωναν εναντίον της στρατιωτικής εισβολής των ΗΠΑ στην Καμπότζη, ήταν σχετικά χαμηλού ρίσκου η συμμετοχή στις διαδηλώσεις και γενικότερα στο φοιτητικό αντιπολεμική κίνημα. [10]  Μετά από αυτό το περιστατικό (4 Μαΐου 1969) και τις πανεθνικές απεργίες στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, οι φοιτητές άρχισαν να προβληματίζονται σχετικά με την προσωπική τους ασφάλεια και ακεραιότητα, θεωρώντας ότι το ρίσκο γινόταν ολοένα και μεγαλύτερο, πολλοι/ές δε εξ αυτών αντιλαμβάνονταν ότι ενδεχομένως διακυβευόταν η μελλοντική καριέρα τους. Η δικτατορική κυβέρνηση στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα καταπιεστική στα πρώτα χρόνια και μετά το 1971-2 με την χαλάρωση της λογοκρισίας και την πολιτική «ομαλοποίησης» χρησιμοποιούσε την τακτική του «καρότου και του μαστιγίου»: π.χ. αποβολές και στρατεύσεις ανεξάρτητων αριστερών συνδικαλιστών φοιτητών που πρωτοστατούσαν σε συνελεύσεις, πορείες και διαδηλώσεις, δίκες για ασήμαντες και σημαντικές αφορμές. Αυτή η πολιτική είχε συνέπειες. Τρομοκρατούνταν οι λιγότερο πολιτικοποιημένοι/ες φοιτητές/τριες, εξαφανίζονταν από τις σχολές οι ενεργοί/ές φοιτητές/τριες και επιβίωναν οργανωτικά μόνο οι κομματικές οργανώσεις και ομάδες της παραδοσιακής αριστεράς που γνώριζαν τους κανόνες της «παρανομίας». Ιδιαίτερα μετά το νέο πραξικόπημα της χούντας με επικεφαλής τον Δ. Ιωαννίδη που ανέτρεψε την κυβέρνηση Παπαδόπουλου και Μαρκεζίνη, η κατασταλτική πολιτική εντάθηκε με την σύλληψη εκατοντάδων συνδικαλιστικά οργανωμένων φοιτητών και φοιτητριών και την επέκταση των βασανιστηρίων στην ΕΑΤ/ΕΣΑ.[11]



Παράλληλα, το φοιτητικό κίνημα εμπλουτίζει το «ρεπερτόριο» των παραδοσιακών συμβατικών μορφών πάλης (συλλογή υπογραφών, δικαστικές προσφυγές, συγκεντρώσεις σε κλειστούς χώρους κ.α.) με νέες ή με παλαιότερες μορφές που δεν χρησιμοποιούνταν λόγω της κατασταλτικής πολιτικής του δικτατορικού καθεστώτος (πορείες, διαδηλώσεις, καταλήψεις, θεαματικές συμβολικές ενέργειες, χρήση ερασιτεχνικών ραδιοφωνικών σταθμών κ.α.).[12] Η χρήση των μορφών πάλης εξαρτάται από την ιστορία και τις παραδόσεις του συγκεκριμένου κοινωνικού χώρου αναφοράς, την συλλογική και ατομική επεξεργασία τους αλλά και από τις στρατηγικές και τις τακτικές του αντιπάλου. Ακόμη, η χρήση των μορφών πάλης εξαρτάται και από την ύπαρξη ενός κοινού που δεν έχει εμπλακεί σε πρώτη φάση στη διαμάχη, τον πολιτικό λόγο και την ιδεολογία των συγκρουόμενων ομάδων.

Καλά ως εδώ. Τα άτομα διακρίνουν τις μικρορωγμές και τις μικρομετατοπίσεις των στοιχείων της δομής των πολιτικών ευκαιριών και διαθέτουν την ιστορική μνήμη των ρεπερτορίων δράσης και των σχετικά αποτελεσματικών μορφών πάλης. Αφού εμφανιστούν οι μεταβολές και γίνουν αντιληπτές οι ευκαιρίες, πώς είναι δυνατή η διάδοση και ο συντονισμός της συλλογικής δράσης και η διατήρηση των επιπέδων κινητοποίησης και η εκ νέου ανάπτυξη των «επεισοδίων» του συλλογικού αγώνα, (δηλαδή των συνεχών «ροών» της κοινωνικής ζωής);[13] Ποιες είναι οι «δομές κινητοποίησης» (mobilizing structures);

Μολονότι είναι τα άτομα αυτά τα οποία αποφασίζουν για το αν θα δράσουν από κοινού ή όχι, οι αποφάσεις τους αυτές λαμβάνονται στο γενικότερο πλαίσιο διαδικασιών που οργανώνονται με την πρόσωπο με πρόσωπο επαφή των  ατόμων μέσα σε ομάδες, κοινωνικά δίκτυα και θεσμικές οντότητες, που ενεργοποιούνται για αυτό το σκοπό.



Το  δρόμο της αναζήτησης των «δομών κινητοποίησης» τον άνοιξε ο Mancur Olson[14]  καθώς μελετούσε τους προσοδοθήρες («τζαμπατζήδες»)[15], οι οποίοι απέχουν από τη συλλογική δράση και προσδοκούν οφέλη ως αποτέλεσμα της κινητοποίησης των μεγάλων κοινωνικών οργανώσεων. Κατ’ αυτόν, οι μεγάλες οργανώσεις αντιμετωπίζουν εξορισμού αυτό το πρόβλημα ενώ οι μικρές ομάδες μπορούν να προσφέρουν επιλεκτικά κίνητρα στα μέλη τους και προσδοκούν την πλήρη συμμετοχή τους στη δράση. Αυτή η άποψη μεθοδολογικά στηρίζεται σε ατομικιστική βάση και αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως απολύτως ιδιοτελή όντα, παραβλέποντας τις κοινωνικές σχέσεις και τα κοινωνικά δίκτυα, τις ιδεολογίες και εισάγει τη λογική του homo economicus στην πολιτική και γενικότερα τις κοινωνικές επιστήμες ως αναλυτική μέθοδο. Αυτή η θέση δεν μπορεί να εξηγήσει τις κινητοποιήσεις του φοιτητικού κινήματος, ιδιαίτερα υπό συνθήκες δικτατορικής καταπίεσης, καθώς δεν μπορεί να αντιληφθεί τις έννοιες της «εμπιστοσύνης» και της ανιδιοτελούς «αμοιβαιότητας» που είναι απαραίτητες. Η μετατόπιση της ανάλυσης από το ατομικιστικό επίπεδο ξεκίνησε με την ανάλυση του Doug McAdam που υποστήριξε ότι, κατά τη διάρκεια των αγώνων του κοινωνικού κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών, οι φοιτητές των πανεπιστημίων των βορείων πολιτειών που έλαβαν μέρος στις κινητοποιήσεις στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ (“freedom summer”) επηρεάστηκαν περισσότερο από τη συμμετοχή τους στα «κοινωνικά δίκτυα» παρά από την μεσοαστική κοινωνική προέλευσή τους ή την ιδεολογική τοποθέτησή τους και που δεν προσδοκούσαν κάποια οφέλη˙ αντιθέτως, αναλάμβαναν ρίσκα εμπλεκόμενοι σε συγκρούσεις με ρατσιστές. Στην ελληνική περίπτωση, ανάλογο ρόλο φαίνεται ότι έπαιξαν οι «εθνικοτοπικοί σύλλογοι» φοιτητών και, ιδιαίτερα κατά την κατάληψη του Πολυτεχνείου, οι «ανώνυμες παρέες» που δημιουργούνται και καθίστανται «υποκείμενα της ιστορικής διαδικασίας».[16]Η παρέα είναι μια βασική ανεπίσημη μονάδα «μικρο-κινητοποίησης». Οι παρέες λειτουργούν ως πρόσκαιρα άτυπα «κοινωνικά δίκτυα» που δίχως άλλη κεντρική ή περιφερειακή πολιτική-κομματική καθοδήγηση καταφέρνουν να εμπνεύσουν τα «μέλη» τους και να προσδώσουν νόημα στις καθημερινές δραστηριότητές τους στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης «συλλογικής δράσης».[17] Έτσι, λοιπόν, μέσω των μικρών άτυπων ομάδων που συνδέονται σε μορφή δικτύου με ακτιβίστικες ομάδες τα άτομα προθυμοποιούνται πιο εύκολα να πάρουν μέρος στις δράσεις διαμαρτυρίας και διεκδίκησης. Η συζήτηση αυτή μας φέρνει σε μια επιπλέον διάσταση, αυτή των «κοινωνικών κινήτρων» για τη συμπεριφορά των ατόμων που συνεργάζονται στη συλλογική δράση.[18] Ένα απαραίτητο υποστηρικτικό ομαδικό πλαίσιο είναι όρος για την ανάπτυξη της βούλησης των ατόμων για να μπορέσουν να εξεγερθούν εναντίον αυτής που αντιλαμβάνονται ως «άδικη, παράνομη εξουσία». Η θέληση των ανθρώπων να αγωνιστούν ανιδιοτελώς για χάρη των συνανθρώπων τους μέσω ομάδων ομοίων τους είναι σημαντικότατος παράγοντας κινητοποίησης. Αυτή είναι η περίπτωση ανθρώπων που ενδεχομένως δημιουργούν παρόμοιες ομάδες ώστε να αποκτήσουν δύναμη κινητοποίησης σε μη φιλικά ή, έστω, ουδέτερα περιβάλλοντα που δεν τρέφουν αισθήματα συλλογικότητας ή ανήκουν σε στρώματα των αρχουσών ελίτ. Μια περίπτωση τέτοιου τύπου κατά την περίοδο επώασης των μαζικών κινητοποιήσεων του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος ήταν η Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων (ΕΚΙΝ).[19]



Ένας εξίσου βασικός παράγοντας που βοηθάει την ανάπτυξη κινημάτων είναι ο θεσμικός. Στις προαστικές κοινωνίες τα τοπικά κοινοβούλια αποτελούσαν εστίες όπου φιλοξενούνταν και κυκλοφορούσαν οι φιλελεύθερες ιδέες και συγκεντρώνονταν αντίστοιχες πολιτικές φυσιογνωμίες και ομάδες που αργότερα θα προκαλούσαν την ανατροπή των απολυταρχικών κρατών και θα άνοιγαν το δρόμο για τις νεωτερικές καπιταλιστικές δημοκρατίες. Οι τοπικές εκκλησίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη και επώαση του κινήματος των Αφροαμερικανών για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματά τους στις ΗΠΑ καλύπτοντας το κενό πανεθνικού πολιτικού φορέα εκπροσώπησης και προβολέα των διεκδικήσεων της μειονότητας αυτής. Τον ίδιο ρόλο έπαιξαν και οι περισσότερες Ρωμαιοκαθολικές εκκλησίες σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής που, υπό την πίεση και του θρησκευτικού ρεύματος της «Θεολογίας της Απελευθέρωσης», πρόσφεραν υποστήριξη και άσυλο στο εργατικό και στο αντιδικτατορικό κίνημα.[20] Το Πανεπιστημιακό Άσυλο χρησιμοποιήθηκε επίσης ως θεσμική εγγύηση που συνεισφέρει στην ανάπτυξη ευκαιριών για αξιοποίηση από το αναδυόμενο φοιτητικό κίνημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του φοιτητικού κινήματος για την κατοχύρωση του δικαιώματος του λόγου και για την ανάπτυξη αντιπολεμικών αγώνων στις ΗΠΑ. Στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ , το Κίνημα για την Ελευθερία του Λόγου αγωνιζόταν για την κατοχύρωση και διεύρυνση των χώρων ελεύθερης διακίνησης ιδεών που ήδη υπήρχε και κατοχυρωνόταν ως «άσυλο», δηλαδή στην συγκεκριμένη περίπτωση του χώρους του πανεπιστημίου στην διασταύρωση των λεωφόρων Bancroft και Telegraph.[1] Στην ελληνική περίπτωση ο ίδιος αυτός ρόλος παίζεται από τα ίδια τα ΑΕΙ και τη νομοθεσία περί ασύλου που σε γενικές γραμμές, παρά τις παραβιάσεις του έμμεσες και άμεσες όπως στην περίπτωση της καταστολής της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, διατηρήθηκε. Αυτή την ευκαιρία το φοιτητικό κίνημα την αξιοποίησε άριστα στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.


[1] Βλ. Gamson W., Fireman B., and Rytina S. (1982) ο.ε.π, σελ D4-3 κ.ε. και  Savio, Mario. (2002) “Thirty Years Later.” The Free Speech Movement: Reflections on Berkeley in the 1960s in Robert Cohen and Reginald E. Zelnik. (eds)  Berkeley, CA: University of California Press.. Βλ. επίσης Ράσης Σπυρίδων και Μαρία Αδάμου-Ράση (α.χ.) «Το φοιτητικό κίνημα του 60 στις Η.Π.Α.: Ελπιδοφόρα αρχή– Άδοξη κατάληξη»  www.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio4/praktika1/rasis_adamou.htm καθώς και Λήμμα “Free Speech Movement” στο http://en.wikipedia.org/wiki/Free_Speech_Movement


[1] Tarrow S. (1991) Struggles, Politics and Reform: Collective Action, Social Movements and Cycles of Protest, Ithaca NY, Cornell University Press
[2] McCarthy John and Mayer Zald. 1973. The Trend of Social Movements in America: Professionalization and Resource Mobilization. McCarthy John and Mayer Zald. 1977. "Resource Mobilization and Social Movements: A Partial Theory." American Journal of Sociology 82:1212-1241. Jenkins J. Craig, and Charles Perrow. 1977. "Insurgency of the Powerless: Farm Worker Movements, 1946-1972." American Sociological Review 42:249-268. Rose Arnold. 1967. The Power Structure: Political Process in American Society. New York: Oxford University Press. Wilson John. 1973. Introduction to Social Movements. New York: Basic Books. Βλ. επίσης και Lukes St. (2007) Εξουσία: μια ριζοσπαστική θεώρηση. Αθήνα: Εκδ. Σαββάλας.
[3] Βλ. McAdam A. (1999) Political Process and the Development of Black Insurgency, 1930-1970. Chicago, Ill: University of Chicago Press.
[4] Για τις αιτίες της στρατιωτικής δικτατορίας και τους παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στη σχετικά μακρόχρονη επικράτησή της, βλ. Ρήγος Αλ. (α.χ.) Ιστορικο- πολιτική προσέγγιση επταετούς στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα 1967-1974. www.sfea.gr
[5] Για τις επιμέρους φοιτητικές κινητοποιήσεις βλ. Κοσμόπουλος Δ. (2003) Δικτατορία και αντίσταση στην Πάτρα. Πάτρα: Έκδ. Π.Τ.Α.Π.Δ.Ε         
[6] Για λεπτομέρειες, βλ. Κοσμόπουλος Δ., (2003), ο.ε.π. και Λυγερός Στ. (1977) Φοιτητικό κίνημα και ταξική πάλη στην Ελλάδα. Τόμος Α΄, Αθήνα: Εκδοτική Ομάδα «Εργασία».
[7] Για τις λοιπές ενδοκαθεστωτικές συγκρούσεις, βλ. Ρήγος Αλ. (α.χ.) Ιστορικο- πολιτική προσέγγιση επταετούς στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα 1967-1974
[8] John Meyer and Richard Rubinson. 1972  "Structural Determinants of Student Political Activity: A
Comparative Interpretation." Sociology of Education 45, (Winter) σελ. 23-46.
[9] Βλ. Donald E Phillips.(1985) Student Protest, 1960-1970: an analysis of the issues and speeches.
Lanham: University Press of America, Inc., και Joseph A. Califano. (1969) The Student Revolution: a global confrontation. New York, ΝΥ: Norton.
[10] Stone, I. F. (1971). The Killings at Kent State: How Murder Went Unpunished. New York: Review Book. Hensley, Thomas R. and Lewis, Jerry M. (1978). Kent State and May 4th: A Social Science Perspective
[11] Για λεπτομέρειες, βλ. Κοσμόπουλος Δ., (2003), ο.ε.π. και Λυγερός Στ. (1977), ο.ε.π.
[12]  Ο Charles Tilly σε ένα παλαιό κείμενό του [βλ. Tilly Ch. (1981) “Nineteenth-century origins of our twentieth-century collective action repertoire”. Conference on Economy and Society in the Twentieth Century in honor of Tom Burns, University of Edinburgh, deepblue.lib.umich.edu/bitstream/2027.42/51016/1/244.pdf] τονίζει ότι το ρεπερτόριο της συλλογικής δράσης που χρησιμοποιούμε σήμερα στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική (πορείες, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις) ανάγεται στον 19ο αιώνα. Όμως, τα ρεπερτόρια συλλογικής δράσης είναι τόσο «δομικού» όσο και «πολιτισμικού» τύπου, δηλαδή είναι προσδιορισμένα τόσο από το πολιτικό όσο και κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο ανάλογα με το χώρο και το χρόνο. Όπως γράφει ο S. Tarrow (1994, ο.ε.π., σελ. 19) «οι εργάτες γνωρίζουν πώς να απεργούν επειδή γενεές εργατών έχουν απεργήσει πριν από αυτούς˙ οι Παριζιάνοι σηκώνουν οδοφράγματα επειδή τα οδοφράγματα είναι εγγεγραμμένα στην ιστορία των Παριζιάνικων συγκρούσεων…». Έτσι, παρ’ ότι πρόκειται για αναβάθμιση των μορφών πάλης, οι διαδηλώσεις, οι πορείες και οι συγκεντρώσεις αποτελούν αναπόσπαστο ιστορικό μέρος της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας της δημόσιας έκφρασης συλλογικής διαμαρτυρίας. Καινοτομία αποτελεί η μορφή της κατάληψης των πανεπιστημιακών χώρων.   
[13] Για την έννοια του «επεισοδίου», βλ. Tilly C. (2000) “Mechanisms in Political Process” Columbia University http://www.asu.edu/clas/polisci/cqrm/papers/Tilly/TillyMechs.pdf και Tilly C. (2007) Κοινωνικά κινήματα, 1768-2004. Αθήνα: Εκδ. Σαββάλα.
[14] Βλ. Olson M. (1991) Η λογική της συλλογικής δράσης. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήσης.
[15] Τσουκαλάς, Κ. (1993) « Τζαμπατζήδες στη χώρα των θαυμάτων», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τεύχ. 1 σελ. 9-52.
[16] Για τους εθνικοτοπικούς συλλόγους, βλ. Λυγερός Στ. (1977), ο.ε.π.. Για τις «ανώνυμες παρέες», βλ. Οικονόμου Γ. (2004) «Πολυτεχνείο: Αυτοοργάνωση και αυτονομία» στο Παπαχρήστος Δ. (επιμ.) Το Πολυτεχνείο ζει; Όνειρα-μύθοι-αλήθειες. Αθήνα: Εκδ. Α.Α. Λιβάνη, σελ. 172-181.
[17] Η Margaret Mead είχε τονίσει ότι δεν πρέπει ποτέ να αμφιβάλουμε πως μια μικρή ομάδα σκεπτόμενων και δεσμευμένων πολιτών μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και ότι πράγματι, είναι οι μόες που το έχουν καταφέρει. Mead M. (1964) Continuities in Cultural Evolution. New Haven, CT: Yale University Press
[18] Βλ. Gamson W., Fireman B., and Rytina S. (1982) Encounters with Unjust Authorities. Homewood, Ill.: Dorsey Press.
[19] Σύμφωνα με τον εφοπλιστή Γιώργο Βερνίκο, που ήταν ένας από τους ιδρυτές της ΕΚΙΝ, η οργάνωση ήταν καταφύγιο των νέων που ανήκαν στα μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα της Αθήνας όπου δεν ευδοκιμούσαν οι δημοκρατικές ιδέες ενώ η στήριξη της δικτατορίας από εφοπλιστές, τραπεζίτες και μεγάλους βιομήχανους ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Βλ. Βερνίκος Γ. (2003) «Τον Απρίλη του 1967» στο Παπαχρήστος Δ. (επιμ.) ο.ε.π., σελ. 97-100.
[20] Βλ. Tarrow S. (1988) “Old movements in new cycles of protest. The career of an Italian Religious Community” στο  Klandermans. B., Kriesi H., Tarrow S. (eds.). From Structure to Action: Comparing Social Movements across Cultures. International Social Movement Research. Vo.1, Greenwich, CT: JAI, σελ. 281-304.



Θανάσης Τσακίρης

Συνεχίζεται....

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...