Showing posts with label Κοινωνιολογία. Show all posts
Showing posts with label Κοινωνιολογία. Show all posts

Wednesday, March 18, 2020

Emile Durkheim και εκπαίδευση (του Θαναση Τσακίρη)



Emile Durkheim

Ο Εμίλ Ντυρκέμ δε συμμεριζόταν τον υπερενθουσιασμό του επαναστάτη Καρλ Μαρξ ούτε όμως τον πεσιμισμό του σύγχρονού του φιλεύθερου Μαξ Βέμπερ. Παρά τις ατυχίες της ζωής του (πρόσφυγας εβραϊκής καταγωγής από την Αλσατία, έχασε το γιο του στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) θεωρείται ως ο κοινωνιολόγος που χαρακτηριζόταν από μια συγκρατημένη αισιοδοξία πιστεύοντας ότι η επιστημονική κοινωνιολογία μπορεί να συμβάλλει στην κατανόηση των προβλημάτων της νεωτερικής κοινωνίας και στην επίλυσή τους. Ο Ντυρκέμ έζησε σε μια εποχή γεμάτη από σημαντικά γεγονότα για τη Γαλλία (στρατιωτική ήττα από την Πρωσία, εξέγερση Παρισινής Κομμούνας,, καθιέρωση της Γ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας, Γερμανική εισβολή 1914). Ο τρόπος με τον οποίο αναμείχθηκε σε όλα αυτά τα γεγονότα ή βίωσε τις συνέπειές τους ήταν καθοριστικός για τη διαμόρφωση των αντιλήψεών του.

α. Εθνικισμός. Κατ’ αρχήν, αποδέχθηκε την ιδεολογία του «εθνικισμού». Όπως είπαμε ήταν Εβραϊκής καταγωγής Αλσατός. Η Αλσατία περιέρχονταν μετά από κάθε πολεμική σύγκρουση πότε στη Γαλλία και πότε στη Γερμανία. Παραχωρήθηκε στη Γερμανία το 1870 και η οικογένειά του πήρε το δρόμο για το Παρίσι, όπου τους θεωρούσαν «περιθωριακούς Γάλλους». Όπως κάνουν πολλοί άνθρωποι σε τέτοιες περιπτώσεις για να επιβιώσουν, τα μέλη της οικογένειάς του και, ιδιαίτερα ο Εμίλ, επέλεξαν να ενταχθούν στην «ομάδα αναφοράς» και να ταυτιστούν μαζί της, ασπαζόμενοι τις ιδέες και την κουλτούρα της. Έτσι, ενδιαφέρθηκε έντονα για τη σταθεροποίηση και ανασυγκρότηση της γαλλικής πολιτικής και πνευματικής ζωής και κυρίως για το γαλλικό τρόπο σκέψης, ιδιαίτερα των Αύγουστου Κοντ και Ανρί Σεν-Σιμόν.

β. Μεταρρυθμισμός – Ατομικισμός. Αρνήθηκε την περαιτέρω ενασχόληση με την επαναστατική πολιτική θεωρώντας ότι η αναγκαιότητα των καιρών επέβαλε την ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος μέσω της εργασίας στο πλαίσιο της Γ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας. Από το Μαρξισμό δεν επηρεάστηκε παρά αργά στη ζωή του παραμένοντας σοσιαλιστής με το δικό του ιδιόμορφο τρόπο ασπαζόμενος τις απόψεις του Ζαν Ζωρές για το «διαχειριστικό σοσιαλισμό» που έμοιαζε με το μοντέλο της Αγγλικής Φαβιανής Εταιρείας για την κοινωνία. Η κύρια πολιτική αντίληψή του ήταν ο «ηθικός ατομικισμός» (ιερότητα του ατόμου, απαραβίαστο των ατομικών δικαιωμάτων) που ήταν και το βασικό ιδεώδες της Γαλλικής Επανάστασης.

γ. Αντικληρικαλισμός. Αποκλήθηκε «θεολόγος» της νέας «θρησκείας της ανθρωπότητας» που εγκαινίασε ο Αύγουστος Κοντ. Ο αντικληρικαλισμός και ο αντικαθολικισμός του τον ενέπνευσε στη μοναδική ηχηρή πολιτική παρέμβασή του στην «υπόθεση Ντρέιφους».[1] Έτσι, ο Ντυρκέμ ασχολήθηκε ενεργά με την καταπολέμηση του αντισημιτισμού ως έκφραση παραβίασης των ατομικών δικαιωμάτων. Παρά τα όποια προβλήματα της σκέψης του, ο Ντυρκέμ θεωρείται σημαντικός για την κοινωνιολογία γιατί λάνσαρε την ιδέα ότι ο τρόπος της κοινωνικής οργάνωσης (ordering) και ομαδοποίησης (grouping) είναι «ψυχολογικά δημιουργικός».[2]  Η δουλειά του έδινε έμφαση στις συλλογικές όψεις της υποκειμενικότητας, συμπεριλαμβανομένης της συλλογικής σκέψης και της συλλογικής εμπειρίας.


Η γενική προσέγγιση του Ντυρκέμ

Βασική θέση του Ντυρκέμ είναι ότι οι κοινωνικές δυνάμεις υπάρχουν ως ξεχωριστό επίπεδο της πραγματικότητας. Είναι, επομένως, νομιμοποιημένος και εποικοδομητικός θετικός επιστημονικός κλάδος. Αυτή ήταν και η μόνιμη έγνοια του, δηλαδή να αποδεικνύει συνεχώς ότι με τη μελέτη των θεμελιωδών όψεων της κοινωνικής πραγματικότητας με συστηματικό και πειραματικό τρόπο κατοχυρώνεται η επιστημονικότητα της κοινωνιολογίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν ο πρώτος κοινωνιολόγος που απέκτησε έδρα σε πανεπιστήμιο, οργάνωσε το πρώτο τμήμα Κοινωνιολογίας καθώς και εξέδωσε την πρώτη επιθεώρηση της κοινωνιολογικής επιστήμης. Κατά τον Ντυρκέμ, η κοινωνιολογία, ως επιστήμη αλλιώτικη από τις φυσικές επιστήμες, π.χ. βιολογία, ή από επιστήμες όπως η ψυχολογία, που εξετάζουν τα φυσικά φαινόμενα η πρώτη και τις ανθρώπινες ατομικές πράξεις, σκέψεις και συναισθήματα η δεύτερη, μελετά τα κοινωνικά γεγονότα, που είναι μια «κατηγορία γεγονότων που παρουσιάζουν πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: αποτελούνται από τρόπους δράσης, σκέψης και συναισθήματος που είναι εξωτερικοί ως προς το άτομο και που επενδύονται με καταπιεστική δύναμη βάσει της οποίας ασκούν έλεγχο πάνω στο άτομο».[3] Ενδιαφερόταν, δηλαδή, να διακρίνει τα «κοινωνικά γεγονότα» που συχνά αποκαλούσε «καταστάσεις του συλλογικού νου» από τις καταστάσεις που φανερώνονται από τον «ιδιωτικό νου». Τα ήθη και τα έθιμα, οι ηθικοί και νομικοί κανόνες, μοιάζουν να έχουν αποκτήσει μια δική τους ύπαρξη ανεξάρτητη από τις διάφορες πράξεις που προσδιορίζουν. Ας δούμε αναλυτικότερα τις απόψεις που εξέφρασε μέσω των έργων του.

α) Οι Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου. Οι απόψεις του χαρακτηρίστηκαν από ορισμένους ως «θετικιστικές». Κι αυτό γιατί δήλωνε καθαρά ότι η αρχή της αιτιότητας μπορεί να ισχύει στα κοινωνικά φαινόμενα. Ο Ντυρκέμ αρνείται ότι η άποψή του είναι θετικιστική. Ο βιογράφος του St. Lukes (1975) τις θεωρεί ότι αποτελούν δείγμα «επιστημονικού ορθολογισμού» και ότι πρόκειται για συμβουλή να αποφεύγουμε να καταφεύγουμε στο μυστικισμό για την εξήγηση και την ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων, όπως δεν κάνουμε κάτι ανάλογο με τις φυσικές επιστήμες.

Ο Ντυρκέμ αντιμετωπίζει τα κοινωνικά φαινόμενα ως «πράγματα». Όταν μέσα στην πορεία της επιστημονικής ζωής του δέχτηκε ότι υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ κοινωνιολογίας και φιλοσοφίας άρχισε να ξανασκέφτεται αυτή τη θέση του. Στη δεύτερη έκδοση του έργου αυτού (1901), ο Ντυρκέμ τονίζει ότι «…το να αντιμετωπίζουμε τα γεγονότα μιας ορισμένης τάξης ως πράγματα, δε σημαίνει, επομένως, να τα τοποθετούμε σε μια ορισμένη κατηγορία της πραγματικότητας αλλά να υποθέτουμε μια συγκεκριμένη ψυχική στάση προς αυτά, με βάση την αρχή ότι όταν προσεγγίζουμε τη μελέτη τους αγνοούμε απολύτως τη φύση τους και ότι οι χαρακτηριστικές τους ιδιότητες, όπως και οι άγνωστες αιτίες τους από τις οποίες εξαρτώνται, δεν μπορούν να ανακαλυφθούν ούτε και με την πιο προσεκτική εξέταση. Ο όρος «κοινωνικά γεγονότα» θα πρέπει να ιδωθεί απ’ αυτό το πρίσμα. Τα «κοινωνικά γεγονότα» αναγνωρίζονται λόγω των ιδιοτήτων τους, δηλαδή ότι είναι «εξωτερικά» ως προς τα άτομα και ότι ασκούν «περιορισμούς» στη συμπεριφορά των ατόμων. Αργότερα σε ένα άλλο έργο του ο Ντυρκέμ τόνισε ότι ο περιορισμός δεν είναι κάτι περισσότερο από την υλική και εμφανή έκφραση εσωτερικού (υποκειμενικού) έντονου γεγονότος, δηλαδή ότι η κοινωνία κατέχει ένα βαθμό ηθικής εξουσίας πάνω στο άτομο. Η αλληλεπικοινωνία μεταξύ των «πνευμάτων» (minds) που αποτελούν την κοινωνία δεν είναι πάντοτε ένα εντελώς ατομικό ζήτημα. Επειδή επεκτείνει τις κανονικότητες (regularities) πέρα από τα άτομα του χώρου και του χρόνου ο ερευνητής πρέπει να τις αντιμετωπίσει ως γεγονότα. Η λογική του Ντυρκέμ για τα κοινωνικά γεγονότα οδήγησε στην ανάπτυξη της τάσης για «αναγωγισμό», δηλαδή στον ισχυρισμό ότι το κοινωνικό επίπεδο ανάλυσης μπορεί να εξηγήσει επαρκώς όλες τις όψεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς χωρίς την οποιαδήποτε αναφορά σε βιολογικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και άλλους παράγοντες.

β) Ηθική επιστήμη. Ο Ντυρκέμ τονίζει ότι ο λόγος ύπαρξης της επιστήμης είναι η αναγνώριση ότι οι ηθικοί κανόνες ποικίλουν ανάλογα με τις αιτίες που προέρχονται από τη συλλογικότητα ως σύνολο. Όμως, τι εννοεί με τη λέξη «ηθική»; Αναφέρεται σε δύο διαστάσεις της: έννοιας:
i) Αλληλεγγύη , δηλαδή επίτευξη συνοχής ή ολοκλήρωσης της κοινωνίας
ii) Ρύθμιση, δηλαδή περιορισμός της απόλυτης επιδίωξης ιδιοτελών σκοπών και συμπερίληψη των εννοιών του αυτοπεριορισμού και του αλτρουϊσμού.
Αυτό που απορρίπτει ο Ντυρκέμ είναι η ωφελιμιστική άποψη ότι η κοινωνία αναπτύσσεται με την απεριόριστη και ανεμπόδιστη επιδίωξη σκοπών που αφορούν το καθαρά ατομικό ιδιοτελές συμφέρον.

Η  δουλειά του ηθικού επιστήμονα ξεκινά με το γεγονός ότι  ηθικότητα ενεργεί ως ισχυρός προσδιοριστικός παράγοντας του χαρακτήρα της ατομικής ψυχικής ζωής. Διακρίνει ουσιαστικά μεταξύ «εγωισμού» και «ατομικισμού» και ορίζει την ισορροπία ως την ελευθερία που είναι το προϊόν της ρύθμισης.

γ) Η αποδοχή της βιομηχανικής κοινωνίας. Η στάση του Ντυρκέμ έναντι της βιομηχανικής κοινωνίας χαρακτηρίζεται από τα εξής στοιχεία:
i) Απόρριψη του «παραδοσιακού συντηρητισμού», γιατί υποστήριζε την επιστροφή σε μια κομφορμιστική (κοινοτιστική – gemeinschaft) ηθικότητα που ταίριαζε στον μικρής κλίμακας, αγροτικό και πλήρως αναχρονιστικό τρόπο ζωής. Η ηθικότητα αυτού του τύπου (θρησκευτική/ιερατική) ερχόταν σε αντίθεση με το ιδανικό της ατομικής ολοκλήρωσης της προσωπικότητας στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας.
ii) Απόρριψη του «φιλελευθερισμού-ωφελιμισμού» που αφαιρεί τους παραδοσιακούς περιορισμούς δίνοντας πεδίο ελεύθερο στον αχαλιναγώγητο εγωισμό και δεν βοηθάει στη διατήρηση της συνοχής της κοινωνίας.
iii) Απόρριψη των περισσότερων σχολών του μαρξιστικού σοσιαλισμού γιατί θεωρεί ότι ουσιαστικά δεν υπερβαίνουν τους περιορισμούς της ωφελιμιστικής σκέψης και με την απόδοση της προτεραιότητας στην οικονομική τάξη και στα οικονομικά συμφέροντά της θολώνουν τις πηγές των «ασθενειών» του σύγχρονου πολιτισμού, που στην ουσία είναι «ηθικές».

δ) Ο καταμερισμός της εργασίας στην κοινωνία. Σύμφωνα με τον Ντυρκέμ ο καταμερισμός της εργασίας δεν αφορά μόνο τον τομέα της οικονομίας καθώς η εξειδίκευση σε πολλές διαφορετικές δραστηριότητες έχει επεκταθεί σε άλλα κοινωνικά πλαίσια.[4] Ο καταμερισμός της εργασίας είναι προϊόν της δράσης των ατόμων, που αναγνωρίζουν ότι ο επιμερισμός των λειτουργιών αυξάνει τα πλεονεκτήματα και συμβάλλει στην οικονομική ευημερία. Ο καταμερισμός της εργασίας οφειλόταν στις διαστάσεις της κατανομής του πληθυσμού, στην ποσότητα και στο είδος των κοινωνικών σχέσεων.

Αλληλεγγύη. Με βάση τον τρόπο με τον οποίο μελετά τις κοινωνίες, ο Ντυρκέμ διακρίνει μεταξύ «μηχανικής» και «οργανικής» αλληλεγγύης. Η μηχανική αλληλεγγύη είναι η μορφή συνοχής των πρωτόγονων και παραδοσιακών συστημάτων. Δίνεται έμφαση στην ομοιογένεια της ομάδας, στις ομοιότητες μεταξύ των ατόμων και στα κοινά ηθικά συναισθήματα που δένουν τα μέλη μεταξύ τους. Περιορίζεται το άτομο σε πολύ στενά πλαίσια και έχει ελάχιστες δυνατότητες ανάπτυξης της μοναδικότητάς του και της προσωπικής τους ταυτότητας. Η Οργανική αλληλεγγύη στη σύγχρονη κοινωνία είναι προϊόν της εξάρτησης από την όξυνση των συμπληρωματικών διαφορών των ατομικών προσωπικοτήτων αλλά και των ομαδικών διαφορών στο πλαίσιο του συνόλου και της ρύθμισής τους. Στη σύγχρονη κοινωνία επομένως, υπάρχουν ποικίλα συμφέροντα και οπτικές γωνίες και προοπτικές που συνεπάγονται την ανάγκη διευθέτησής τους. Γι’ αυτό ο καταμερισμός της εργασίας έχει μεγάλη σημασία στις σύγχρονες κοινωνίες.

Συλλογική συνείδηση. Ο Ντυρκέμ ορίζει τη συλλογική συνείδηση  ως «συγκεκριμένο σύστημα που έχει τη δική του ζωή». Είναι ο ψυχικός τύπος κοινωνίας, με τις δικές του ξεχωριστές ιδιότητες, όρους ύπαρξης και τρόπους ανάπτυξης».

Διαστάσεις της συλλογικής συνείδησης:
1.    Ένταση: βαθμός στον οποίο η ατομική συνείδηση διαπερνάται από συλλογικά συναισθήματα και πρότυπα.
2.    Σφοδρότητα: η ενέργεια και  σοβαρότητα με την οποία τα άτομα (παρα)τηρούν τα συλλογικά συναισθήματα.
3.    Αυστηρότητα: η σχετική οξύτητα ή ασάφεια των συλλογικών ηθικών ιδεών.
4.    Περιεχόμενο: η πραγματική φύση των ίδιων των ηθικών ιδεών.

Ο Ντυρκέμ συνέδεσε τον τύπο της αλληλεγγύης που επικρατεί σε μια δεδομένη κοινωνία με την ύπαρξη ανάλογου συστήματος δικαίου. Στις κοινωνίες μηχανικής αλληλεγγύης το δίκαιο είναι σε κατασταλτικό, δηλαδή αποσκοπεί στην τιμωρία του υποκειμένου που προέβη σε εγκληματική ενέργεια ή εκδήλωσε αποκλίνουσα συμπεριφορά. Στόχος η ικανοποίηση της συλλογικής συνείδησης που προσεβλήθη από την διάπραξη της εγκληματικής ενέργειας και της εκδήλωσης της αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Επομένως, η τιμωρία λειτουργεί προς όφελος της ενότητας της συλλογικής συνείδησης της κοινωνίας. Αντίθετα, στις κοινωνίες της οργανικής αλληλεγγύης το δίκαιο είναι επανορθωτικό και δεν αποσκοπεί πρωτίστως στην τιμωρία του δράστη αλλά στην επανόρθωση και αποκατάσταση της κανονικής λειτουργίας της πολύπλοκης κοινωνικής ζωής.  Η ραγδαία μεταβολή της κοινωνίας και ο ολοένα και εντεινόμενος κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας προκαλούν σύγχυση σχετικά με τους άγραφους και γραπτούς κοινωνικούς κανόνες και εντείνει τον απρόσωπο χαρακτήρα της κοινωνίας με αποτέλεσμα την χαλάρωση ως κατάρρευση των κοινωνικών προτύπων ρύθμισης της συμπεριφοράς. Στην έρευνα που διενήργησε ο Ντυρκέμ σχετικά με τις αυτοκτονίες, διαπιστώθηκε ότι στις κοινωνίες των Διαμαρτυρομένων ο αριθμός των αυτοκτονιών ήταν υψηλός ενώ στις κοινωνίες των Καθολικών ο αριθμός ήταν χαμηλός. Στις προτεσταντικές κοινωνίες υπάρχουν πολύ χαμηλά επίπεδα κοινωνικής ενσωμάτωσης καθώς το άτομο αφήνεται να τα βγάλει πέρα μόνο του και αυτό αποξενώνεται και απομονώνεται χωρίς να βρίσκει καταφύγιο παρά στην πράξη της αυτοκτονίας. Αντίθετα στις κοινωνίες των Καθολικών υπάρχει εντονότερος κοινωνικός έλεγχος και κοινωνική ενσωμάτωση με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να είναι περισσότερο δεμένοι μεταξύ τους και ο αριθμός αυτοκτονιών χαμηλός.

Η θρησκεία και ο ρόλος της απασχόλησε πολύ έντονα τον Ντυρκέμ. Προσπάθησε να απαντήσει σε δύο ερωτήματα:
Α. Πώς συμβάλλει η θρησκεία στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής;
Β. Ποια είναι η σχέση θρησκείας και καπιταλιστικής κοινωνίας;

Ο Ντυρκέμ αυτοτοποθετήθηκε στη «θετικιστική κοινωνιολογική παράδοση» για να μελετήσει την κοινωνία αποστασιοποιούμενος και με επιστημονικό τρόπο. Στο πρώτο ερώτημα απάντησε καταφατικά: Ναι! Η θρησκεία ήταν έκφραση της κοινωνικής συνοχής. Στην «τοτεμική» μορφή αναγνώρισε την αρχική μορφή των θρησκειών. Το τοτέμ ήταν η αρχική εστία θρησκευτικής δραστηριότητας επειδή επρόκειτο για το έμβλημα μιας κοινωνικής ομάδας (φυλή/πατριά/clan). Ο Ντυρκέμ θεωρούσε ότι η λειτουργία της θρησκείας ήταν να ετοιμάζει τους ανθρώπους για την κοινωνική ζωή. Τόνισε ότι το πρότυπο των σχέσεων των ανθρώπων με το «υπερφυσικό» ήταν ουσιαστικά η σχέση του ατόμου και της κοινότητας. Η θρησκεία ήταν πηγή συντροφικότητας και αλληλεγγύης στις αρχαϊκές και τις παραδοσιακές κοινωνίες τις οποίες μελέτησε. Προσπάθησε να εντοπίσει τους κοινούς παρονομαστές των διαφορετικών θρησκευτικών δογμάτων στις διαφορετικές κοινωνίες. Διέκρινε δύο κατηγορίες όψεων της ζωής, το «ιερό» και το «κοσμικό». Ο ορισμός της θρησκείας που έδωσε ο Ντυρκέμ είναι πως «είναι ένα ενιαίο σύστημα πεποιθήσεων/δοξασιών και πρακτικών που σχετίζονται με τα ιερά πράγματα, δηλαδή πράγματα ξεχωριστά και απαγορευμένα- πεποιθήσεις/δοξασίες και πρακτικές που ενώνουν σε μια ενιαία ηθική κοινότητα, που ονομάζεται Εκκλησία, όλους εκείνους που είναι πιστοί οπαδοί τους». Η κοινωνία, κατ’ αυτόν, πρέπει «να είναι παρούσα μέσα στο άτομο». Η θρησκεία είναι μηχανισμός προστασίας απέναντι σε μια απειλούμενη κοινωνική τάξη και στο παρελθόν αποτελούσε το τσιμέντο της κοινωνίας. Ο Ντυρκέμ ενδιαφερόταν για τη θρησκεία ως κοινοτική και όχι ως θρησκευτική εμπειρία. Επειδή η θρησκεία είναι ενταγμένη στο κοινωνικό σώμα είναι δύσκολο να μην υπάρχει μια μορφή σχέσης ιερού και κοσμικού έστω με τη μορφή μιας πολιτικής θρησκείας (έθνος, δημοκρατική πολιτεία) που να ενώνει τους ανθρώπους ως πολίτες. Συνοπτικά, ο Ντυρκέμ διέκρινε 4 λειτουργίες της θρησκείας:
1.    Πειθαρχική: επιβολή και διαχείριση της πειθαρχίας.
2.    Συνδετική: φέρνει κοντά τους ανθρώπους με ισχυρούς δεσμούς
3.    Αναζωογονητική: ζωντανεύει, αναζωογονεί και εξυψώνει το πνεύμα των ανθρώπων.
4.    Ευφορική: δημιουργεί συνθήκες ευτυχίας, εμπιστοσύνης, ευημερίας και καλών (συν)αισθημάτων.



Εκπαίδευση

Ο Emile Durkheim υποστήριξε ότι τα σχολεία ήταν απαραίτητα για την «αποτύπωση» κοινών κοινωνικών αξιών στο μυαλό των παιδιών. Θεωρούσε ότι τα σχολεία θα διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση σύγχρονων κοινωνιών.
Σύμφωνα με την Durkheim η κοινωνία μπορεί να επιβιώσει μόνο αν υπάρχει μεταξύ των μελών της ένα επαρκές βαθμό ομοιογένειας: η εκπαίδευση διαιωνίζει και ενισχύει αυτή την ομοιογένεια, καθορίζοντας στο παιδί από την αρχή τις ουσιαστικές ομοιότητες που απαιτεί η συλλογική ζωή. Η εκπαίδευση το κάνει αυτό με την ενδυνάμωση της αίσθησης της κοινωνικής   αλληλεγγύης στο άτομο. Αυτό συνεπάγεται την ενδυνάμωση της αίσθησης της συμμετοχής στην ευρύτερη κοινωνία, την αίσθηση δέσμευσης στη σημασία της εργασίας για τους στόχους της κοινωνίας και την αίσθηση ότι η κοινωνία είναι πιο σημαντική από το άτομο.Yποστήριξε ότι για να συνδεθεί με την κοινωνία, το παιδί πρέπει να νιώθει μέσα του ότι είναι κάτι πραγματικό, ζωντανό και ισχυρό, που κυριαρχεί στον άνθρωπο και στο οποίο οφείλει το καλύτερο μέρος του εαυτού του.

Ο Durkheim ισχυρίστηκε ότι, σε σύνθετες κοινωνίες, το σχολείο εξυπηρετεί μια λειτουργία που δεν μπορεί να εκπληρωθεί ούτε από την οικογένεια, η οποία βασίζεται στην συγγένεια ή τη φιλία, η οποία βασίζεται σε προσωπική επιλογή, ενώ η ύπαρξη μέλους της ευρύτερης κοινωνίας. Το σχολείο  μαθαίνει τα παιδιά να συνεργάζονται με ανθρώπους που δεν είναι ούτε συγγενείς μας ούτε φίλοι μας. Το σχολείο είναι το μόνο θεσμικό όργανο ικανό να προετοιμάσει τα παιδιά για ένταξη στην ευρύτερη κοινωνία. Αυτό το κάνει αυτό με την επιβολή ενός συνόλου κανόνων που εφαρμόζονται σε όλα τα παιδιά και τα παιδιά μαθαίνουν να αλληλοεπιδρούν με όλα τα άλλα παιδιά βάσει αυτών των κοινών κανόνων. ‘Έτσι το σχολείο ενεργεί όπως μια μικροσκοπική κοινωνία.

Ο Durkhiem ισχυρίστηκε ότι οι σχολικοί κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται αυστηρά - με μια σειρά τιμωριών για όσους σπάνε τους κανόνες του σχολείου που αντιστοιχούν στη σοβαρότητα της ζημίας που υπέστη η κοινωνική ομάδα από το  παιδί που έσπασε τους κανόνες. Θεωρεί ότι εξηγώντας γιατί τιμωρήθηκαν για τους διαταραγμένους κανόνες, τα παιδιά θα  μάθουν να ασκούν αυτοπειθαρχία όχι μόνο λόγω φόβου τιμωρίας αλλά και επειδή μπορούσαν να δουν τη ζημιά που είχε η αποκλίνουσα συμπεριφορά τους στην ομάδα ως σύνολο .

Oι κοινωνικές επιστήμες, όπως η κοινωνιολογία, θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σοβαρό ρόλο στο να καταστήσουν σαφές στα παιδιά την ορθολογική βάση των κοινωνικών κανόνων.

Με το σεβασμό των σχολικών κανόνων, το παιδί μαθαίνει να σέβεται τους κανόνες γενικά, ότι αναπτύσσει τη συνήθεια του αυτοέλεγχου και του περιορισμού απλώς και μόνο επειδή πρέπει να ελέγχει και να συγκρατεί τον εαυτό του. Πρόκειται για μια πρώτη κίνηση στην αυστηρότητα του καθήκοντος.

Ο Durkheim υποστήριξε ότι μια δεύτερη κρίσιμη λειτουργία της εκπαίδευσης σε μια προηγμένη βιομηχανική οικονομία είναι η διδασκαλία εξειδικευμένων δεξιοτήτων που απαιτούνται για έναν περίπλοκο καταμερισμό εργασίας.

Στις παραδοσιακές, προ-βιομηχανοποιημένες κοινωνίες, οι δεξιότητες θα μπορούσαν να μεταφερθούν μέσω της οικογένειας ή μέσω άμεσης μαθητείας, πράγμα που σημαίνει ότι η επίσημη εκπαίδευση στο σχολείο δεν ήταν απαραίτητη. Ωστόσο, η παραγωγή βασισμένη στο εργοστάσιο στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία συχνά συνεπάγεται την εφαρμογή προηγμένων επιστημονικών γνώσεων, οι οποίες απαιτούν την απόκτηση ετών επίσημης εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα τα σχολεία να γίνονται πολύ πιο απαραίτητα.

Ένας άλλος παράγοντας που καθιστά το σχολείο απαραίτητο στις σύγχρονες κοινωνίες (σύμφωνα με το Durkheim) είναι ότι η κοινωνική αλληλεγγύη στις βιομηχανικές κοινωνίες βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αλληλεξάρτηση των εξειδικευμένων δεξιοτήτων - η κατασκευή ενός και μοναδικού προϊόντος απαιτεί το συνδυασμό ποικίλων ειδικών. Με άλλα λόγια, η αλληλεγγύη βασίζεται στη συνεργασία μεταξύ ανθρώπων με πολύ διαφορετικά σύνολα ικανοτήτων - και το σχολείο είναι ο τέλειος χώρος για να μάθουν τα παιδιά να προχωρούν με ανθρώπους με διαφορετικό υπόβαθρο.

Λαμβάνοντας τα δύο παραπάνω σημεία μαζί, ο Durkheim υποστηρίζει ότι τα σχολεία παρέχουν την απαραίτητη ομοιογένεια για την κοινωνική επιβίωση και την απαραίτητη ποικιλομορφία για την κοινωνική συνεργασία.

Θανάσης Τσακίρης



[1] Ο Ντρέιφους ήταν κι αυτός Αλσατός εβραϊκής καταγωγής και κατηγορήθηκε για κατασκοπεία και συνελήφθη εντελώς αυθαίρετα.
[2] Fletcher R. (1971) “The Making of Sociology” (2 τόμοι) London, UK: Nelson.
[3] The Rules of Sociological Method (1895). Jones Alun R. (1986) Emile Durkheim: An Introduction to Four Major Works. Beverly Hills, CA: Sage Publications, Inc.. σελ.. 60-81
[4] Jeffrey C. Alexander, Philip Smith (2005) The Cambridge Companion to Durkheim, Cambridge, UK: Cambridge University Press,   

Tuesday, February 18, 2020

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΤΣΑΝΤΕΣ (του Θανάση Τσακιρη)

 «Τι κουβαλάς στο μπακ-πακ κι είναι τόσο βαρύ», με ρωτάνε φίλοι και γνωστοί χρόνια τώρα. Από μικρός στα βάσανα κουβαλάω τα «υπάρχοντά» μου μιας και δεν γνώριζα τι μου ξημέρωνε. Άλλαξα γειτονιές, σχολεία και σχολές, πόλεις και χώρες θέλοντας και μη. Έγινα μέτοικος

Σαν σύννεφο απ’ τον καιρό
μονάχο μες τον ουρανό
πήρα παιδί τους δρόμους

Ένα σακίδιο, ή sackpack backsack - είναι, στην απλούστερη μορφή του, ένα σακί από ύφασμα που στερεώνεται στην πλάτη κάποιου .
Ασφαλίζονται με δύο λουριά που πηγαίνουν πάνω από τους ώμους, αλλά μπορεί να υπάρχουν διαφοροποιήσεις.
Ελαφρύ τύποι σακίδια μερικές φορές φοριούνται μόνο σε ένα λουρί ώμου.

Τα σακίδια που χρησιμοποιούνται συνήθως από τους πεζοπόρους και τους μαθητές, και προτιμώνται συχνά για τσάντες για τη μεταφορά βαρέων φορτίων ή κάθε είδους εξοπλισμού.

Τα μεγάλα σακίδια χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά φορτίων πάνω από 10 κιλά  καθώς και μικρότερα αθλητικά σακίδια (π.χ. τρέξιμο, ποδηλασία) αφήνουν τους ιμάντες ώμου κυρίως για τη σταθεροποίηση του φορτίου.

Αυτό βελτιώνει τη δυνατότητα να μεταφέρουν βαριά φορτία.,
Στην αρχαιότητα, το σακίδιο χρησιμοποιήθηκε ως μέσο μεταφοράς των θηραμάτων του κυνηγού και ως τρόπος ευκολότερης μεταφοράς για άλλα υλικά.
Ήταν επίσης εύκολο να μεταφέρουν και ήταν κατασκευασμένα από υφάσματα.
Στις περιπτώσεις των μεγαλύτερων θηραμάτων, οι κυνηγοί διαμελίζανε τη λεία τους και  μοίραζαν τα κομμάτια του ζώου, ο καθένας συσκεύαζε το κρέας σε πολλά περιτυλίγματα και στη συνέχεια σε σακούλες που τοποθετούνταν στις πλάτες τους.
Η τσάντα τους φτιανόταν από δέρμα ζώου και τα δέρματα ήταν ραμμένα μεταξύ τους με ζωικά έντερα, που υφαίνονταν μαζί σφιχτά για να κάνουν ένα ανθεκτικό νήμα.
Τα μπακ-πακ είναι μέρος του εξοπλισμού που φέρει το φορτίο των στρατιωτών, ιδιαίτερα του πεζικού, στις περισσότερες χώρες.
Για τις μονάδες που εισέρχονται καταστάσεις μάχης,  μπορούν να φορτωθούν σε μεγάλο βαθμό και μπορεί να ζυγίζει πάνω από 100 κιλά.
Κάθε στρατιώτης μπορεί να φέρει επιπλέον όπλα, πυρομαχικά, μερίδες, ιατρικές προμήθειες, σκηνές ή άλλο υλικό καταφύγιο, και επιπλέον ρούχα.
Εκτός από τις ανάγκες του στρατιώτη για μπαπ-πακ υπάρχουν οι ανάγκες  των μαθητών  και των φοιτητών.
Βέβαια, στη χώρα μας που οι δανειστικές βιβλιοθήκες είναι είδος σε ανεπάρκεια οι μικροί μαθητές είναι αναγκασμένοι να κουβαλάνε τεράστια σακίδια δυσανάλογα με τις δυνάμεις τους.
Οι φοιτητές πια κουβαλάνε λαπτοπ και τάμπλετ. βιβλία και ….προκηρύξεις και μαλόξ για τις διαδηλώσεις, ενώ οι αντίπαλοι τους των σωμάτων καταστολής στα δικά τους σακίδια αφθονούν οι χειροβομβίδες κρότου-λάμψεις και δακρυγόνα.





Οι πρώιμοι σύγχρονοι Ευρωπαίοι φόρεσαν πορτοφόλια-τσαντάκια για έναν και μοναδικό σκοπό: να μεταφέρουν νομίσματα.
Τα πορτοφόλια/τσαντάκια φτιάχνονταν από μαλακό ύφασμα ή δέρμα τα φορούσαν τόσο άνδρες όσο και γυναίκες.
Το σακίδιο της Σκωτίας είναι μια επιβίωση αυτού του εθίμου.
Τον 17ο αιώνα, τα νεαρά κορίτσια διδάσκονταν το κέντημα ως απαραίτητη δεξιότητα για το γάμο.
Αυτό βοήθησε να φτιάχνονται πολύ όμορφες τσάντες.
Από τα τέλη του 18ου αιώνα, της μόδας στην Ευρώπη ήταν πιο λεπτά σχήματα για αυτά τα εξαρτήματα.
Οι εμπνεύσεις έρχονταν  τις σιλουέτες της Αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης.
Οι γυναίκες ήθελαν πορτοφόλια/τσαντάκια που δεν θα ήταν ογκώδη ή με ακατάστατη εμφάνιση, έτσι άρχισε η κατασκευή όμορφων τσαντών.
Τα τσαντάκια και τα δικτυωτά σακίδια  ήταν φτιαγμένα από φίνα υφάσματα όπως το μετάξι και το βελούδο, με ιμάντες στον καρπό.
Πρώτα γίνεται μόδα στη Γαλλία, και μετά πέρασαν στη Βρετανία,
Οι άνδρες, όμως, δεν ακολούθησαν την τάση. Χρησιμοποίησαν απλά πορτοφόλια και τις τσέπες σε ανδρικά παντελόνια.
Η τσάντα καθιερώθηκε στην Αγγλία κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, εν μέρει λόγω της αύξησης των ταξιδιών με σιδηρόδρομο.
Το 1841 ο βιομήχανος από το Doncaster και επιχειρηματίας ζαχαροπλαστικής Samuel Πάρκινσον παράγγειλε μια σειρά κάσες και μπαούλα ταξιδιού και επέμεινε για μια κάσα ή τσάντα ταξιδιού για τα ιδιαίτερα πράγματα της συζύγου του.
Έλεγε ότι η τσάντα της ήταν πολύ μικρη και ήταν κατασκευασμένα από υλικό που δεν θα αντέξει το ταξίδι.
Παράγγειλε, λοιπόν, διάφορες τσάντες για τη σύζυγό του, που ποικίλλαν σε μέγεθος για διαφορετικές περιστάσεις και ζήτησε να γίνουν από το ίδιο δέρμα που χρησιμοποιείται για τις κάσες και τα μπαούλα για να ξεχωρίζουν από τις σακούλες από πανί των ταξιδιωτών  που ήταν μέλη των λαϊκών τάξεων.
Η εταιρεία του Η J. Cave (Λονδίνο) έτσι παρήγαγε το πρώτο σύγχρονο σετ με τσάντες πολυτέλειας, που μπορείτε να τις δείτε στο μουσείο με τσάντες και πορτοφόλια στο Άμστερνταμ.




1) ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΤΣΑΝΤΕΣ ΤΙΣ ΘΕΛΩ
JACOBBI PAOLA
Εκδότης ΚΕΔΡΟΣ
Χρονολογία Έκδοσης Νοέμβριος 2008

Παρουσίαση

Η Πάολα Τζακόμπι διασχίζει αιώνες γυναικείας φιλαρέσκειας ψαχουλεύοντας το πιο πολύτιμο και πιο τυραννικό συγχρόνως αξεσουάρ: την τσάντα. Περιεργάζεται διάφορα μοντέλα και ξεχωρίζει τις τσάντες που άφησαν εποχή. Διεισδύει στα άδυτα της γυναικείας τσάντας για να ανακαλύψει την ιστορία που κρύβει για τη ζωή και την προσωπικότητα της ιδιοκτήτριάς της: επίδειξη ισχύος και κοινωνικής δύναμης, επιθυμία και εμμονή. (. . .) (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)


2) Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΤΣΑΝΤΑ
ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
KAUFMANN JEAN-CLAUDE
.Εκδότης ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Χρονολογία Έκδοσης Οκτώβριος 2011
Παρουσίαση

"...Είναι πολύ σπάνιο για μια γυναίκα να μην έχει τσάντα. Η τσάντα είναι για τη γυναίκα ό,τι είναι για το σαλιγκάρι το καβούκι. Με τη διαφορά ότι ξέρουμε τι υπάρχει μέσα στο καβούκι. Και ότι τα σαλιγκάρια μοιάζουν μεταξύ τους. Υπάρχουν όμως τσάντες μικρές (ίσα ίσα για τα απαραίτητα), μεγάλες (ολόκληρη η ζωή της σε μία τσάντα), σκληρές, μαλακές, που κρατιούνται στον ώμο ή στο χέρι, εμφανώς τακτοποιημένες ή χαώδεις. Τσάντες που προκαλούν εκνευρισμό (όταν το τηλέφωνο παίζει μέσα τους κρυφτό) ή γεννούν κεραυνοβόλο έρωτα και επιδεικνύονται ως τρόπαια αποκαλυπτικά της ταυτότητας της γυναίκας (η τσάντα μου είναι ο εαυτός μου). Σύντομες εκρήξεις μίσους και τρελού έρωτα. Όλες οι συγκινήσεις του κόσμου βρίσκονται σε μία τσάντα..." (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)



3) Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΗΣ ΤΣΑΝΤΑΣ
ΛΙΒΑΝΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Εκδότης ΜΥΡΤΟΣ
Χρονολογία Έκδοσης Μάρτιος 2017

Παρουσίαση

Η κατασκευή της χειροποίητης τσάντας είναι τέχνη!
Ένας όμορφος τρόπος για να εκφράσετε την έμπνευση και τη δημιουργικότητά σας και να εξερευνήσετε τις δυνατότητές σας. Η τσάντα είναι ένα ξεχωριστό αξεσουάρ που συμπληρώνει την εμφάνιση κάθε γυναίκας. Η ποιότητα και η αισθητική κρύβονται πίσω από τις λεπτομέρειες, όπως το σωστό νήμα, η τεχνοτροπία και τα φινιρίσματα.
Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας είναι ένας πολύτιμος οδηγός, με σημαντικές πληροφορίες και πρακτικές συμβουλές, που θα σας μυήσει στις τεχνικές της πλεκτής τσάντας και της τσάντας με βασικό υλικό τον πλαστικό καμβά.
Μέσα στις σελίδες του, θα δείτε τις σχετικές συντομογραφίες, σύμβολα και σχεδιαγράμματα, πρωτότυπες ιδέες και σχέδια με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και λεπτομερείς περιγραφές για να φθάσετε στο τελικό αποτέλεσμα.
Εμπνευστείτε από τις προτάσεις μας και δημιουργήστε τη δική σας μοναδική και ξεχωριστή χειροποίητη τσάντα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)



4)ΤΟ ΔΙΣΑΚΙ
NAKHJAVANI BAHIYYIH
Εκδότης ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Σειρά ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Χρονολογία Έκδοσης Δεκέμβριος 2001


Αραβική έρημος... Κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα... Ένας κλέφτης, ένα δισάκι... εννιά άνθρωποι στο ραντεβού με το πεπρωμένο και το θάνατο. «Το δισάκι» είναι μια ιστορία αλλεπάλληλων υποσχέσεων και απογοητεύσεων, που ξεδιπλώνεται στα μέσα του 19ου αιώνα, με πρωταγωνιστές εννιά διαφορετικά άτομα που ταξιδεύουν στην έρημο μεταξύ Μέκκας και Μεδίνας. Ο καθένας τους, όταν έρχεται αντιμέτωπος με ένα μυστηριώδες δισάκι, μεταβάλλεται. Όταν ο Κλέφτης το αρπάζει από έναν Προσκυνητή, μοιάζει κοινό ταξιδιωτικό δισάκι. Ποιο είναι, όμως, το περιεχόμενό του, τόσο πολύτιμο και ισχυρό, που μπορεί από αυτό να προέλθει ο θάνατος ή η χαρά, ο όλεθρος ή η σωτηρία; Μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη στιγμή που κλέβουν το δισάκι, οι ζωές των ανθρώπων που έρχονται σε επαφή μαζί του συνυφαίνονται για να δημιουργήσουν μια κυκλική και ατέρμονη ιστορία. Με κάθε υφάδι της ιστορίας ένας άλλος κόμπος λύνεται, μια άλλη ζωή αναλύεται στο Δρόμο του Μεταξιού, στην Κίνα, στην Ινδία, στο Ιράν και στην Κωνσταντινούπολη, ακόμη και στο Λονδίνο. Η Μπαχιγί Ναχτζαβανί, με γλώσσα που πάλλεται, συνθέτει ένα αλησμόνητο ψηφιδωτό, στο πρώτο σπάνιας ομορφιάς, πρωτοτυπίας και δύναμης μυθιστόρημά της.
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

5)ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)
ΤΟ ΔΙΣΑΚΙ ΤΟΥ ΑΣΚΗΤΗ
ΜΑΤΣΑΣ ΝΕΣΤΟΡΑΣ
Εκδ. Εστία

Το μονοπάτι

22-3-2017 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΙΣ ΤΣΑΝΤΕΣ 



Wednesday, December 04, 2019

Παρουσίαση του βιβλίου του Μ. Αχείμαστου Εισαγωγή στις «Στοιχειώδεις μορφές του θρησκευτικού βίου» του Εμίλ Ντυρκέμ

Tο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας μας προσκαλεί την Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019, στις 7.00 μμ, στο βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ, Αμερικής 13, Αθήνα, στην παρουσίαση του βιβλίου του Μ. Αχείμαστου

Εισαγωγή στις «Στοιχειώδεις μορφές του θρησκευτικού βίου» του Εμίλ Ντυρκέμ.

Θα μιλήσουν:

Μύρων Αχείμαστος, Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης

Δημήτρης Κυρτάτας, Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Γιώργος Φαράκλας, Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών


Thursday, October 03, 2019

40 χρόνια χωρις τον Νίκο Πουλαντζά


40 χρόνια πέρασαν από εκείνο το πρωί που μάθαμε το θλιβερό μαντάτο ότι ο Νίκος Πουλαντζάς ήταν νεκρός. Από τότε μέχρι σήμερα ο κόσμος άλλαξε και αλλάξαν μαζί του οι καιροί. Ας δούμε, όμως, ορισμένες βασικές θέσεις που διατύπωσε ο Νίκος Πουλαντζάς και που έμειναν ζωντανές στο δημόσιο διάλογο και έτυχαν παραπέρα επεξεργασίας από όσους/ες ακολούθησαν τα δύσβατα μονοπάτια στις "Άνδεις" της πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας.




O Νίκος Πουλαντζάς απορρίπτοντας την άποψη του απολύτως οικονομικού χαρακτήρα των τάξεων και τον μυθολογικό δυισμό τους, θεωρεί ότι οι ιδεολογικοί και πολιτικοί παράγοντες στη συγκυρία επηρεάζουν τη συγκρότηση και δράση των κοινωνικών τάξεων. Οι τάξεις δεν μπορούν να οριστούν ξέχωρα από την πάλη. Έτσι ο Πουλαντζάς απορρίπτει ουσιαστικά μια στενή δομική αντίληψη για τις τάξεις υπέρ μιας πιο ευρείας σχεσιακής δομικής αντίληψης. Οι τάξεις, μόνο κατ’ αρχήν, προσδιορίζονται δομικά, δηλαδή υπάρχουν αντικειμενικά και ανεξάρτητα από τη θέληση ή τη συνείδηση των ατόμων. Στον προσδιορισμό των τάξεων τον κύριο ρόλο τον παίζουν οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής και οι πολιτικές ιδεολογικές σχέσεις αποτελούν μέρος αυτών των σχεσιακών δομικών προσδιορισμών. Συνεπώς, τα κριτήρια είναι οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Στα οικονομικά κριτήρια προτείνει το διαχωρισμό των βιομηχανικών χειρωνάκτων «παραγωγικών εργατών» και των «μη παραγωγικών εργατών» με το κριτήριο της παραγωγής υπεραξίας και όχι με το κριτήριο του αν είναι κανείς μισθωτός ή μη.[1] Την εργατική τάξη την αποτελούν αυτοί που παράγουν άμεσα υπεραξία παράγοντας υλικά εμπορεύματα και όχι οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες, στο εμπόριο και στο κράτος. Οι τελευταίες ομάδες είναι που αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα αυτού του κοινωνικού χώρου που ονομάζει «νέα μικροαστική τάξη». Είναι η τάξη των επαγγελματιών, των τεχνικών και των υπόλοιπων πνευματικά εργαζομένων, που είναι φορείς των κυρίαρχων ιδεολογικών σχέσεων. Οι ιδεολογικές και πολιτικές σχέσεις είναι οι κοινωνικές σχέσεις που διασφαλίζουν την αναπαραγωγή του κυρίαρχου τρόπου εκμετάλλευσης. Στο πολιτικό επίπεδο η διασφάλιση αυτή επιτυγχάνεται μέσω των σχέσεων εποπτείας και εξουσίας στο εσωτερικό των δημοσίων οργανισμών και των ιδιωτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Οι μισθωτοί διευθυντές-διαχειριστές και οι επόπτες βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού με την εργατική τάξη ακόμα και αν εμπλέκονται στη διαδικασία της άμεσης παραγωγικής εργασίας. Στο ιδεολογικό επίπεδο η διάκριση «χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας» παίζει σημαντικότατο ρόλο στην υποταγή της εργατικής τάξης αποκλείοντάς την από τα «μυστικά» της γνώσης της παραγωγικής εργασίας στο σύνολό της. Αυξάνεται έτσι η εξάρτηση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο. Αυτοί οι μισθωτοί διευθυντές και επόπτες δεν είναι αντικείμενα εκμετάλλευσης με τη μορφή της κυρίαρχης καπιταλιστικής αλλά είναι συμμέτοχοι στην κυριαρχία πάνω στην εργατική τάξη είτε πολιτικά είτε ιδεολογικά. Μαζί με τους παραδοσιακούς μικροαστούς, όπως οι μικροκαταστηματάρχες και οι παλιοί τεχνίτες, αποτελούν μια ενιαία αλλά ετερογενή μικροαστική τάξη, που χαρακτηρίζεται από τα ιδεολογικά στοιχεία του ατομικιστικού ανταγωνισμού, του ρεφορμισμού και της πίστης σε ένα «ουδέτερο» κράτος, διαιτητή ανάμεσα στα αντιμαχόμενα ταξικά συμφέροντα.[2] Η θέση για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία αντιμετωπίστηκε αρκετά κριτικά από πολλούς.[3] Πρώτον, πολλές, αν όχι οι περισσότερες θέσεις στο πλαίσιο του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας περιλαμβάνουν τόσο παραγωγικές όσο και μη παραγωγικές δραστηριότητες. Δεύτερον, δεν ξεκαθαρίζεται γιατί και πώς αυτή η διάκριση οδηγεί αναγκαστικά σε τόσο θεμελιακές διαφορές συμφερόντων και εμπειριών των εργαζομένων. Ο Καρλ Μαρξ είχε ήδη επισημάνει ότι από τους μη παραγωγικούς εργάτες η υπεραξία αποσπάται με την απλήρωτη εργασία τους που μειώνει το κόστος για τους καπιταλιστές.[4]

Ένα άλλο στοιχείο της συζήτησης που άνοιξε ο Πουλαντζάς στα πλαίσια του μαρξιστικού διαλόγου ήταν (τι άλλο;) το κράτος. Στις ΗΠΑ η συζήτηση διεξαγόταν με ζητούμενο αν το κράτος είναι εκπρόσωπος του λαού και αν λογοδοτεί σε αυτόν (φιλελεύθεροι και πλουραλιστές) ή αν είναι εργαλείο στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης ή ελίτ (ριζοσπάστες, ελιτιστές), στο χώρο της Μαρξιστικής διανόησης, ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής, το ζήτημα αυτό ήταν ήδη λυμένο. Το κράτος ήταν έτσι κι αλλιώς εργαλείο ταξικού ελέγχου και το ζήτημα ήταν πώς το κράτος κυβερνά και πώς ασκείται ο ταξικός έλεγχος. Η παραδοσιακή μαρξιστική αντίληψη θεωρούσε το κράτος καπιταλιστικό απλώς και μόνο γιατί τις περισσότερες θέσεις σε αυτό τις καταλάμβαναν (ειδικά στη Βρετανία) μέλη των ανώτερων αστικών τάξεων και στρωμάτων που είχαν διαπαιδαγωγηθεί στα καλά δημόσια σχολεία και είχαν αποφοιτήσει από τα καλύτερα πανεπιστήμια (Οξφόρδη, Καίμπριτζ στη Βρετανία, Εκόλ Νορμάλ, Κολέζ ντε Φρανς στη Γαλλία) έχοντας ασπαστεί και εργάζονται με ένα κοινό κώδικα και διαθέτουν μια κοινή πολιτική-κοινωνική κουλτούρα για την υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων τους.[5]

Από τη δική του πλευρά ο Νίκος Πουλαντζάς με την έννοια της «σχετικής αυτονομίας» του κράτους πρότεινε μια πιο «δομική» μέθοδο προσέγγισης του κράτους, που, όπως, θα δούμε γίνεται πιο «σχεσιακή» στην πορεία. Ο Νίκος Πουλαντζάς ορίζει κατ’ αρχήν την εξουσία ως «την ικανότητα μιας κοινωνικής τάξης να πραγματοποιήσει τα ειδικά αντικειμενικά συμφέροντά της». Αναφέρεται στις δομές του πολιτικο-κοινωνικού σχηματισμού στον οποίο κάθε φορά αναφέρεται και ο οποίος χαρακτηρίζεται από την διαρκή ταξική πάλη. Η έννοια της εξουσίας που συνήθως χρησιμοποιείται στην περίπτωση μιας νομιμοποιημένης δύναμης, δηλαδή, εντός ενός πλαισίου ελάχιστης συναίνεσης εκ μέρους των υφισταμένων στη σχέση εξουσίας, ενώ θεωρείται από τον Πουλαντζά χρήσιμη, εν τούτοις σχετίζεται μόνο με τη διάκριση των μορφών της εξουσίας.

Δεν είναι ούτε τα άτομα ούτε τα πολιτικά κόμματα που ορίζουν τον καπιταλιστικό χαρακτήρα του κράτους. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αποτελείται από τρία βασικά επίπεδα ή υποσυστήματα, δηλαδή το οικονομικό, το πολιτικό και το ιδεολογικό. Τα επίπεδα είναι αλληλεξαρτώμενα αλλά διαθέτουν μια σχετική αυτονομία. Το καπιταλιστικό κράτος παίζει το ρόλο του ρυθμιστή του συστήματος ως συνόλου: προστατεύει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του, διατηρεί την αστική κυριαρχία, τα υγιή επιχειρηματικά κέρδη, και, τέλος, κρατά την εργατική τάξη υπό έλεγχο –αν χρειαστεί δια της βίας αλλά το επιθυμητό είναι δια της ιδεολογίας. Ρυθμίζει την αναπόφευκτη ταξική πάλη μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας ώστε αυτή να διεξάγεται εντός ορίων και να ελαχιστοποιούνται οι δυνατότητες εξέγερσης. Στην εποχή της φιλελεύθερης μαζικής δημοκρατίας αυτό δεν επιτυγχάνεται με την άμεση καταπίεση αλλά με τον έμμεσο έλεγχο που προϋποθέτει τη σχετική αυτονόμηση του κράτους από την εξυπηρέτηση των βραχυπρόθεσμων αστικών συμφερόντων, την τήρηση των ενδοαστικών ισορροπιών, την ικανοποίηση ορισμένων αστικών μερίδων εις βάρος άλλων ανάλογα με τη συγκυρία (π.χ. χρηματιστικού κεφαλαίου εναντίον μη παραγωγικών βιομηχανικών). Έτσι το καπιταλιστικό κράτος πατώντας σε τεντωμένο σχοινί διατηρεί την εύθραυστη ισορροπία που αναταράσσεται από τον εκάστοτε συσχετισμό ταξικών δυνάμεων. Αυτή η ισορροπία αντανακλάται στο εσωτερικό του κράτους: κοινοβούλιο, κυβέρνηση, δημόσιος τομέας. Για το λόγο ετούτο σε μια μεταγενέστερη αναδιατύπωση της έννοιας του κράτους ως τόπο άσκησης της εξουσίας θα αναφερθεί σ’ αυτό ως συμπύκνωση των ταξικών συσχετισμών.[6] Όταν η αστική τάξη αισθάνεται πιο ισχυρή επιτίθεται στην εργατική τάξη αρχικά ψηλαφίζοντας το έδαφος και απομονώνοντας τα πιο αδύναμα στρώματα της εργατικής τάξης και αργότερα προωθεί την κατά μέτωπο επίθεση στα συνολικά εργατικά δικαιώματα αφαιρώντας το έδαφος κάτω από τα πόδια της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι η κορύφωση αυτής της διατάραξης της ταξικής ισορροπίας.


ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ
[1] Poulantzas Ν. (1975) Classes in Contemporary Capitalism. London, UK: NLB.
[2] Milios J. (2000) “Social classes in classical and Marxist political economy.” American Journal of Economics and Sociology. Vol. 59.No.2. σελ 283-302.
[3] Burris V. (2004) “Class Structure and Political Ideology” στο Levin R. (επιμ.) Enriching the Sociological Imagination: How Radical Sociology Changed the Discipline. Leiden, Holland and Boston, MA: Brill Publishers, σελ. 139-164. [4] Marx K. (1967) Capital, Vol. 1, Ν.Υ.: International Publishers, σελ.300.
[5] Βλ. Aaronwitz S. (1961/1979) The Ruling Class: A Study of British Finance Capital. N.Y.: Greenwood Press. Miliband R. (1969) The State in Capitalist Society, N.Y. Basic Books.
[6] Πουλαντζάς Ν. (1984) Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός. Αθήνα: Εκδ. Θεμέλιο,

Monday, August 19, 2019

Με αφορμή μια ταινία "Η κοινωνική ΜακΝτοναλντοποίηση" (του Θανάση Τσακίρη)


Η κοινωνική ΜακΝτοναλντοποίηση

Μακντοναλντοποίηση είναι η διαδικασία με βάση την οποία οι αρχές των εστιατορίων ταχυφαγίας (fast-food restaurants) επεκτείνονται και τείνουν να κυριαρχήσουν σε πολύ περισσότερους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας, τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε όλο τον κόσμο. Δεν είναι μόνο τα ταχυφαγεία που εφαρμόζουν αυτές τις αρχές αλλά και:
  • Καταστήματα παιχνιδιών (π.χ. Toys-R-Us[1])
  • Βιβλιοπωλεία (B. Dalton’s),
  • Εφημερίδες (USA Today)
  • Βρεφονηπιακή και παιδική φροντίδα (Kinder Care)
  • Εκπαίδευση-κατάρτιση-φροντιστήρια (Sylvan Learning Centers) και άλλες υπηρεσίες, δημόσιες και ιδιωτικές.

Όλα αυτά αποτελούν δείγματα αυτής της Μακντοναλντοποίησης, της «διαδικασίας εξορθολογισμού», σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ στο έργο του για τη «γραφειοκρατία». Τα πλεονεκτήματά της διαδικασίας αυτής είναι τα εξής:
  • Αποτελεσματικότητα/αποδοτικότητα
  • Προβλεψιμότητα
  • Υπολογισιμότητα
  • Έλεγχος.
Ως μεγάλο μειονέκτημα θεωρείται ο «παραλογισμός της ορθολογικότητας.»

Ας τα δούμε λίγο αναλυτικότερα.
1)             Αποτελεσματικότητα. Είναι η επιλογή των μέσων που απαιτούνται για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου με το ελάχιστο δυνατό κόστος ή με τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια. Στο όνομα της αποτελεσματικότητας, ο πελάτης κάνει τη δουλειά που πριν θα έκαναν οι υπάλληλοι. Όσον αφορά τους υπαλλήλους, αυτοί συχνά βρίσκονται να δουλεύουν σε ένα περιβάλλον εργασίας χωρίς δυνατότητες συμμετοχής σε διαδικασία λήψης αποφάσεων. Το εργασιακό αυτό περιβάλλον χαρακτηρίζεται κυρίως από τον πολύ έντονο καταμερισμό εργασίας, την επαναληπτικότητα των κινήσεων και την έλλειψη υποκίνησης προς εργασία.
2)             Υπολογισιμότητα. Δίνεται έμφαση σε ό,τι μπορεί να υπολογιστεί, να μετρηθεί και να ποσοτικοποιηθεί. Η ποσοστικοποίηση αναφέρεται στην τάση να δίνεται έμφαση στην ποσότητα έναντι της ποιότητας. Αυτή η τάση μας οδηγεί στην πρόσληψη της ιδέας της ποιότητας ως ισοδύναμης με τις μεγάλες ποσότητες πραγμάτων. Οι μεγάλες αναλογίες και κλίμακες συγκαλύπτουν συχνά την έλλειψη ποιότητας των προϊόντων, όπως αυτά των εστιατορίων ταχυφαγίας. Ο χρόνος είναι μια ακόμη σημαντική διάσταση της υπολογισιμότητας. Τα εστιατόρια ταχυφαγίας χρησιμοποιούν φούρνους μικροκυμάτων για την επιτάχυνση της ετοιμασίας και παράδοσης του φαγητού με αποτέλεσμα την πτώση της ποιότητάς του. Ανάλογο παράδειγμα είναι η περίπτωση εφημερίδων τύπου USA Today, που ο Ritzer την θεωρεί ως το κατ’ εξοχήν παράδειγμα της “junk-food δημοσιογραφίας”, γιατί δεν έχει ουσία στην αρθρογραφία της. Περιλαμβάνει μικρά κομματάκια ενημέρωσης αλλά πολλή αθλητική ύλη κι αυτή με πληθώρα ποσοτικών δεδομένων, στατιστικών πινάκων, διαγραμμάτων, βαθμολογιών και εικόνων. Η υπολογισιμότητα αφήνει ελάχιστο ή καθόλου χώρο στους εργαζόμενους για ανάπτυξη σκέψεων, διαλόγου και συμμετοχής σε λήψη αποφάσεων. Το αποτέλεσμα είναι να αναπτύσσονται αισθήματα αποξένωσης, η αίσθηση της αλλοτρίωσης, και, πέραν τούτων, η απογοήτευση που επέρχεται λόγω της ολοένα και μεγαλύτερης και εντονότερης αυτοματοποίησης της εργασίας που οδηγεί και σε απώλειες θέσεων εργασίας. Από όλη αυτή τη διαδικασία οι μόνοι που επωφελούνται είναι οι εργοδότες, οι μεγάλες επιχειρήσεις και γενικώς οι κάτοχοι των μέσων παραγωγής της περιόδου της “service by numbers”.
3)             Προβλεψιμότητα Ο εξορθολογισμός αφορά μια εντεινόμενη προσπάθεια διασφάλισης της προβλεψιμότητας, δηλαδή την  προσπάθεια δόμησης του περιβάλλοντος κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι εξωγενείς δυνάμεις να μην είναι σε θέση να προκαλούν ανισορροπία στο εσωτερικό του συστήματος. Οι «ορθολογικοί άνθρωποι» έχουν ανάγκη να ξέρουν τι να αναμένουν , πότε να το αναμένουν και ποιες πορείες δράσης πρέπει να ακολουθήσουν σε περίπτωση που επέλθει το αναμενόμενο. Οι Αμερικανοί βολεύονται με τα McDonalds στην Αθήνα, στη Μόσχα ή στο Πεκίνο, γιατί τους θυμίζει ακριβώς τις οικείες τους γεύσεις. Το ίδιο γίνεται με τα κινηματογραφικά sequel όπου μπορείς να προβλέψεις πάνω-κάτω το τέλος χωρίς κόπο. Το ίδιο συμβαίνει και με τα εμπορικά κέντρα και τα shopping malls. Oι ΗΠΑ είναι μια χώρα που δοξάζει τον ατομικισμό και που οι ατομιστές πολίτες της υποφέρουν από τη διαδικασία της Μακντοναλντοποίησης. Ο Ρίτσερ θεωρεί ότι αυτή η διαδικασία έχει μειώσει τους «ζωντανούς ανθρώπους» σε μια ομάδα ομοειδών ανθρώπων με το ίδιο ντύσιμο, την ίδια αντίληψη για τα πράγματα και τον ίδιο τρόπο δράσης. Ακόμη και η αρχιτεκτονική των McDonalds είναι σχεδόν παντού η ίδια.
4)             Έλεγχος και αντικατάσταση των ανθρώπων με μη ανθρώπινες τεχνολογίες (“nonhuman technologies)”. Τα δύο προηγούμενα στοιχεία συνδυαζόμενα, κατά τον Ritzer, μας δείχνουν ότι η αντικατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από την μη ανθρώπινη τεχνολογία συχνά οδηγεί σε μεγαλύτερο και στενότερο έλεγχο. Η μεγάλη αιτία για την αβεβαιότητα και την αδυναμία προβλεπτικότητας σε ένα σύστημα εξοορθολογισμού είναι οι άνθρωποι, τόσο οι εντός του συστήματος εργαζόμενοι όσο και οι εξυπηρετούμενοι από αυτούς. Γι’ αυτό, τα πάντα προσυσκευάζονται, προμετρώνται, ελέγχονται αυτόματα. Ο άνθρωπος που εργάζεται δεν είναι υποχρεωμένος να σκέφτεται, αλλά απλώς να ακολουθεί και να εφαρμόζει τις οδηγίες και πού και πού να πατάει κάποιο κουμπί. Για σκεφτείτε! Τι κάνουν οι ταμίες στα σούπερ-μάρκετ; Σκανάρουν το barcode της συσκευασίας του προϊόντος χωρίς να χρειαστεί να σκεφτούν ή να υπολογίσουν κάτι καθώς όλα τα προϊόντα είναι προζυγισμένα και προκοστολογημένα. Σε λίγο καιρό, όπως τρέχει η τεχνολογική εξέλιξη, ο ίδιος ο πελάτης θα υποχρεωθεί να σκανάρει αυτός τα προϊόντα που θα αγοράζει. Καθώς αντικαθίστανται οι ταμίες από τα scanner χάνουμε από τα μάτια μας τις τιμές των προϊόντων και αντί να ελέγχουμε εμείς την εταιρεία αυτή ελέγχει εμάς τους πελάτες. Αποδεχόμαστε, έτσι, το «αλάνθαστο του Πάπα»˙ συγνώμην, το «αλάνθαστο του υπολογιστή». Θέλετε, ένα ακόμη πιο «τρελό σενάριο»;  Οι επιβάτες να «ελέγχουν» τα ηλεκτρονικά όργανα και τον αυτόματο πιλότο του αεροπλάνου. Έτσι, καθώς προχωρά η τεχνολογία ερωτήματα του τύπου «ποιοι είμαστε» και «πώς αλληλεπιδρούμε» επιδέχονται απαντήσεις ανάλογα με το βαθμό εξάρτησης και υποταγής στις μηχανές, με αποτέλεσμα την απαξίωση δεξιοτήτων και ικανοτήτων των ανθρώπων που καθίστανται «μουσειακά είδη».

Ο «παραλογισμός της ορθολογικότητας»

 «Ό,τι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο» λέει ένα λαϊκό άσμα.[2] Η Μακντοναλντοποίηση δεν είναι μονόπλευρα σκοτεινή υπόθεση˙ έχει και ορισμένα καλά να επιδείξει: ποικιλία προϊόντων, 24ωρη λειτουργία ορισμένων τραπεζικών εργασιών (π.χ. συναλλαγές μέσω αυτόματων ταμειακών μηχανών, - ΑΤΜ- και μέσω διαδικτύου) και εμπορικών αγορών, πολύ ταχύτερη εξυπηρέτηση. Κι, όμως, όπως ο Μαξ Βέμπερ, έτσι κι εμείς διαπιστώνουμε στην καθημερινή μας ζωή ότι ακόμη και τα πλέον «ορθολογικά συστήματα» καταλήγουν σε παράλογα αποτελέσματα και μας στέλνουν στο ντιβάνι του ψυχίατρου. 

Ο Ritzer επισημαίνει ότι ο «παραλογισμός» είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα ορθολογικά συστήματα είναι μη λογικά συστήματα, δηλαδή αρνούνται τη βασική ανθρώπινη ιδιότητα, την ανθρώπινη λογική όσων εργάζονται στα πλαίσιά τους ή εξυπηρετούνται από αυτές. Για θυμηθείτε τις ατέλειωτες ουρές στα McDonalds, στα drive-thru καταστήματα και τις βλαστήμιες που έχετε εκστομίσει περιμένοντας στην ουρά ενώ αν είχατε μπει στο κατάστημα θα είχατε εξυπηρετηθεί πιο γρήγορα. Ρίξτε μια ματιά στα συστατικά του γρήγορου φαγητού και θα διαπιστώσετε ότι είναι λιγότερο θρεπτικό, έχει τόσους «σταθεροποιητές», «συντηρητικά», «ενισχύσεις» γεύσεων, λίπη, αλάτι και ζάχαρη που συμβάλλουν σημαντικά στην επιδείνωση των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι λόγω των επιπτώσεων που έχουν πάνω τους άλλοι παράγοντες όπως π.χ. η ατμοσφαιρική ρύπανση, τα «άρρωστα κτήρια» στα οποία εργάζονται κ.α. Τα συστατικά, λοιπόν, του γρήγορου φαγητού είναι, εν τέλει, «απάνθρωπα». Όσο περισσότερα παιδιά μεγαλώνουν μέσα σε αυτά τα συστήματα τόσο αυξάνεται η συνολική κοινωνική εξάρτηση από τέτοια συστήματα. Σκεφθείτε, παρακαλώ, τη συμβολή των συσκευασιών των προϊόντων, ειδικά των ταχυφαγείων, στη μόλυνση του περιβάλλοντος. Σκεφθείτε, επίσης, πως η παλιότερη μορφή κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής ήταν η συγκέντρωση της οικογένειας γύρω από το τραπέζι του φαγητού. 

Όλα αυτά που αναφέραμε δεν αποσκοπούν στην υπόσκαψη του ηθικού του/της αναγνώστη/ριας. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι που ευθύνεται πρώτα και κύρια λόγω της λογικής της άντλησης κέρδους από κάθε ανθρώπινη ενέργεια και σκέψη και αυτός είναι ο στόχος της κριτικής. Όμως, κάπου ελλοχεύουν κίνδυνοι να ξεφύγουν εντελώς τα «ορθολογικά συστήματα» από τον οποιοδήποτε έλεγχο των πολιτών. Σε ποιο βαθμό έχει προχωρήσει κάτι τέτοιο ως σήμερα; Τι μπορεί να συμβεί αν αυτοί που τα ελέγχουν υποκύψουν και γίνουν ελεγχόμενοι από άλλους; Μπορεί να αναπτυχθεί μέσα στα συστήματα που αλληλεπιδρούν, σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, μια μικρή ελίτ που να ελέγχει σχεδόν τους πάντες και τα πάντα, σε στυλ Γενναίου, Καινούργιου Κόσμου;

Θα μπορούσαμε να ασκήσουμε πολύ έντονη κριτική στη θέση περί Μακντοναλντοποίησης (π.χ. ότι αγνοεί τις συγκεκριμένες διαμορφώσεις των ταξικών κοινωνικών συσχετισμών δυνάμεων, τις έννοιες του φύλου, της ιστορίας, της φυλής, ότι διακρίνεται για μια γραμμική αντίληψη των εξελίξεων κ.ο.κ.). Όμως, ας κρατήσουμε προς το παρόν τα θετικά σημεία της, που μας δείχνουν τη γενική τάση των κοινωνικών συστημάτων.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

Βιβλιογραφία:

·                Ritzer George (2008) The McDonaldization of Society.  Thousand Oaks, CA: Pine Forge Press.
·                Ritzer George (1994) Sociological Beginnings: On the Origins of Key Ideas in Sociology. New York, NY: McGraw-Hill
·                Smart Barry (1999) Resisting McDonaldization. Thousand Oaks, CA: Sage

Ο ιδρυτής μιας αυτοκρατορίας
2016 Δραματική ταινία/Ιστορική μυθοπλασία 1 ώ. 55 λ.





[1] Να σημειωθεί ότι η ToysRUs χάνει συνεχώς έδαφος στην αγορά λόγω της ραγδαίας ανόδου της πιο… Μακντοναλντικοποιημένης Wal-Mart.
[2] Ό,τι αρχίζει ωραίο Στίχοι: Νταϊνά Ελένη Μουσική: Σκορδίλης Σπύρος Πρώτη εκτέλεση: Στέλιος Καζαντζίδης. Έγινε επίσης επιτυχία και με τον Μπάμπη Τσετίνη

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...