Emile Durkheim
Ο Εμίλ Ντυρκέμ δε
συμμεριζόταν τον υπερενθουσιασμό του επαναστάτη Καρλ Μαρξ ούτε όμως τον πεσιμισμό
του σύγχρονού του φιλεύθερου Μαξ Βέμπερ. Παρά τις ατυχίες της ζωής του
(πρόσφυγας εβραϊκής καταγωγής από την Αλσατία, έχασε το γιο του στη διάρκεια
του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) θεωρείται ως ο κοινωνιολόγος που χαρακτηριζόταν από
μια συγκρατημένη αισιοδοξία πιστεύοντας ότι η επιστημονική κοινωνιολογία μπορεί
να συμβάλλει στην κατανόηση των προβλημάτων της νεωτερικής κοινωνίας και στην
επίλυσή τους. Ο Ντυρκέμ έζησε σε μια εποχή γεμάτη από σημαντικά γεγονότα για τη
Γαλλία (στρατιωτική ήττα από την Πρωσία, εξέγερση Παρισινής Κομμούνας,, καθιέρωση
της Γ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας, Γερμανική εισβολή 1914). Ο τρόπος με τον οποίο
αναμείχθηκε σε όλα αυτά τα γεγονότα ή βίωσε τις συνέπειές τους ήταν
καθοριστικός για τη διαμόρφωση των αντιλήψεών του.
α. Εθνικισμός.
Κατ’ αρχήν, αποδέχθηκε την ιδεολογία του «εθνικισμού». Όπως είπαμε ήταν
Εβραϊκής καταγωγής Αλσατός. Η Αλσατία περιέρχονταν μετά από κάθε πολεμική
σύγκρουση πότε στη Γαλλία και πότε στη Γερμανία. Παραχωρήθηκε στη Γερμανία το
1870 και η οικογένειά του πήρε το δρόμο για το Παρίσι, όπου τους θεωρούσαν
«περιθωριακούς Γάλλους». Όπως κάνουν πολλοί άνθρωποι σε τέτοιες περιπτώσεις για
να επιβιώσουν, τα μέλη της οικογένειάς του και, ιδιαίτερα ο Εμίλ, επέλεξαν να
ενταχθούν στην «ομάδα αναφοράς» και να ταυτιστούν μαζί της, ασπαζόμενοι τις
ιδέες και την κουλτούρα της. Έτσι, ενδιαφέρθηκε έντονα για τη σταθεροποίηση και
ανασυγκρότηση της γαλλικής πολιτικής και πνευματικής ζωής και κυρίως για το
γαλλικό τρόπο σκέψης, ιδιαίτερα των Αύγουστου Κοντ και Ανρί Σεν-Σιμόν.
β. Μεταρρυθμισμός
– Ατομικισμός. Αρνήθηκε την περαιτέρω ενασχόληση με την επαναστατική
πολιτική θεωρώντας ότι η αναγκαιότητα των καιρών επέβαλε την ανασυγκρότηση του
πολιτικού συστήματος μέσω της εργασίας στο πλαίσιο της Γ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας.
Από το Μαρξισμό δεν επηρεάστηκε παρά αργά στη ζωή του παραμένοντας σοσιαλιστής
με το δικό του ιδιόμορφο τρόπο ασπαζόμενος τις απόψεις του Ζαν Ζωρές για το
«διαχειριστικό σοσιαλισμό» που έμοιαζε με το μοντέλο της Αγγλικής Φαβιανής
Εταιρείας για την κοινωνία. Η κύρια πολιτική αντίληψή του ήταν ο «ηθικός ατομικισμός»
(ιερότητα του ατόμου, απαραβίαστο των ατομικών δικαιωμάτων) που ήταν και το
βασικό ιδεώδες της Γαλλικής Επανάστασης.
γ. Αντικληρικαλισμός.
Αποκλήθηκε «θεολόγος» της νέας «θρησκείας της ανθρωπότητας» που εγκαινίασε ο
Αύγουστος Κοντ. Ο αντικληρικαλισμός και ο αντικαθολικισμός του τον ενέπνευσε
στη μοναδική ηχηρή πολιτική παρέμβασή του στην «υπόθεση Ντρέιφους».[1] Έτσι,
ο Ντυρκέμ ασχολήθηκε ενεργά με την καταπολέμηση του αντισημιτισμού ως έκφραση
παραβίασης των ατομικών δικαιωμάτων. Παρά τα όποια προβλήματα της σκέψης του, ο
Ντυρκέμ θεωρείται σημαντικός για την κοινωνιολογία γιατί λάνσαρε την ιδέα ότι ο
τρόπος της κοινωνικής οργάνωσης (ordering) και
ομαδοποίησης (grouping) είναι «ψυχολογικά
δημιουργικός».[2] Η δουλειά του έδινε έμφαση στις συλλογικές
όψεις της υποκειμενικότητας, συμπεριλαμβανομένης της συλλογικής σκέψης και της
συλλογικής εμπειρίας.
Η γενική προσέγγιση του Ντυρκέμ
Βασική θέση του
Ντυρκέμ είναι ότι οι κοινωνικές δυνάμεις υπάρχουν ως ξεχωριστό επίπεδο της
πραγματικότητας. Είναι, επομένως, νομιμοποιημένος και εποικοδομητικός θετικός
επιστημονικός κλάδος. Αυτή ήταν και η μόνιμη έγνοια του, δηλαδή να αποδεικνύει
συνεχώς ότι με τη μελέτη των θεμελιωδών όψεων της κοινωνικής πραγματικότητας με
συστηματικό και πειραματικό τρόπο κατοχυρώνεται η επιστημονικότητα της
κοινωνιολογίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν ο πρώτος κοινωνιολόγος που
απέκτησε έδρα σε πανεπιστήμιο, οργάνωσε το πρώτο τμήμα Κοινωνιολογίας καθώς και
εξέδωσε την πρώτη επιθεώρηση της κοινωνιολογικής επιστήμης. Κατά τον Ντυρκέμ, η
κοινωνιολογία, ως επιστήμη αλλιώτικη από τις φυσικές επιστήμες, π.χ. βιολογία,
ή από επιστήμες όπως η ψυχολογία, που εξετάζουν τα φυσικά φαινόμενα η πρώτη και
τις ανθρώπινες ατομικές πράξεις, σκέψεις και συναισθήματα η δεύτερη, μελετά τα
κοινωνικά γεγονότα, που είναι μια «κατηγορία γεγονότων που παρουσιάζουν πολύ
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: αποτελούνται από τρόπους δράσης, σκέψης και
συναισθήματος που είναι εξωτερικοί ως προς το άτομο και που επενδύονται με
καταπιεστική δύναμη βάσει της οποίας ασκούν έλεγχο πάνω στο άτομο».[3]
Ενδιαφερόταν, δηλαδή, να διακρίνει τα «κοινωνικά γεγονότα» που συχνά αποκαλούσε
«καταστάσεις του συλλογικού νου» από τις καταστάσεις που φανερώνονται από τον
«ιδιωτικό νου». Τα ήθη και τα έθιμα, οι ηθικοί και νομικοί κανόνες, μοιάζουν να
έχουν αποκτήσει μια δική τους ύπαρξη ανεξάρτητη από τις διάφορες πράξεις που
προσδιορίζουν. Ας δούμε αναλυτικότερα τις απόψεις που εξέφρασε μέσω των έργων
του.
α) Οι Κανόνες της
Κοινωνιολογικής Μεθόδου. Οι απόψεις του χαρακτηρίστηκαν από ορισμένους ως
«θετικιστικές». Κι αυτό γιατί δήλωνε καθαρά ότι η αρχή της αιτιότητας μπορεί να
ισχύει στα κοινωνικά φαινόμενα. Ο Ντυρκέμ αρνείται ότι η άποψή του είναι
θετικιστική. Ο βιογράφος του St. Lukes (1975) τις θεωρεί ότι αποτελούν δείγμα
«επιστημονικού ορθολογισμού» και ότι πρόκειται για συμβουλή να αποφεύγουμε να
καταφεύγουμε στο μυστικισμό για την εξήγηση και την ερμηνεία των κοινωνικών
φαινομένων, όπως δεν κάνουμε κάτι ανάλογο με τις φυσικές επιστήμες.
Ο Ντυρκέμ
αντιμετωπίζει τα κοινωνικά φαινόμενα ως «πράγματα». Όταν μέσα στην πορεία της
επιστημονικής ζωής του δέχτηκε ότι υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ κοινωνιολογίας
και φιλοσοφίας άρχισε να ξανασκέφτεται αυτή τη θέση του. Στη δεύτερη έκδοση του
έργου αυτού (1901), ο Ντυρκέμ τονίζει ότι «…το να αντιμετωπίζουμε τα γεγονότα
μιας ορισμένης τάξης ως πράγματα, δε σημαίνει, επομένως, να τα τοποθετούμε σε
μια ορισμένη κατηγορία της πραγματικότητας αλλά να υποθέτουμε μια συγκεκριμένη
ψυχική στάση προς αυτά, με βάση την αρχή ότι όταν προσεγγίζουμε τη μελέτη τους
αγνοούμε απολύτως τη φύση τους και ότι οι χαρακτηριστικές τους ιδιότητες, όπως
και οι άγνωστες αιτίες τους από τις οποίες εξαρτώνται, δεν μπορούν να
ανακαλυφθούν ούτε και με την πιο προσεκτική εξέταση. Ο όρος «κοινωνικά
γεγονότα» θα πρέπει να ιδωθεί απ’ αυτό το πρίσμα. Τα «κοινωνικά γεγονότα»
αναγνωρίζονται λόγω των ιδιοτήτων τους, δηλαδή ότι είναι «εξωτερικά» ως προς τα
άτομα και ότι ασκούν «περιορισμούς» στη συμπεριφορά των ατόμων. Αργότερα σε ένα
άλλο έργο του ο Ντυρκέμ τόνισε ότι ο περιορισμός δεν είναι
κάτι περισσότερο από την υλική και εμφανή έκφραση εσωτερικού (υποκειμενικού)
έντονου γεγονότος, δηλαδή ότι η κοινωνία κατέχει ένα βαθμό ηθικής εξουσίας πάνω
στο άτομο. Η αλληλεπικοινωνία μεταξύ των «πνευμάτων» (minds) που αποτελούν την κοινωνία δεν είναι πάντοτε ένα
εντελώς ατομικό ζήτημα. Επειδή επεκτείνει τις κανονικότητες (regularities) πέρα από τα άτομα του χώρου και του χρόνου ο
ερευνητής πρέπει να τις αντιμετωπίσει ως γεγονότα. Η λογική του Ντυρκέμ για τα
κοινωνικά γεγονότα οδήγησε στην ανάπτυξη της τάσης για «αναγωγισμό», δηλαδή
στον ισχυρισμό ότι το κοινωνικό επίπεδο ανάλυσης μπορεί να εξηγήσει επαρκώς
όλες τις όψεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς χωρίς την οποιαδήποτε αναφορά σε
βιολογικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και άλλους παράγοντες.
β) Ηθική επιστήμη.
Ο Ντυρκέμ τονίζει ότι ο λόγος ύπαρξης της επιστήμης είναι η αναγνώριση ότι οι
ηθικοί κανόνες ποικίλουν ανάλογα με τις αιτίες που προέρχονται από τη
συλλογικότητα ως σύνολο. Όμως, τι εννοεί με τη λέξη «ηθική»; Αναφέρεται σε δύο
διαστάσεις της: έννοιας:
i) Αλληλεγγύη , δηλαδή επίτευξη
συνοχής ή ολοκλήρωσης της κοινωνίας
ii) Ρύθμιση, δηλαδή περιορισμός
της απόλυτης επιδίωξης ιδιοτελών σκοπών και συμπερίληψη των εννοιών του
αυτοπεριορισμού και του αλτρουϊσμού.
Αυτό που απορρίπτει ο
Ντυρκέμ είναι η ωφελιμιστική άποψη ότι η κοινωνία αναπτύσσεται με την
απεριόριστη και ανεμπόδιστη επιδίωξη σκοπών που αφορούν το καθαρά ατομικό
ιδιοτελές συμφέρον.
Η δουλειά του ηθικού επιστήμονα ξεκινά με το
γεγονός ότι ηθικότητα ενεργεί ως ισχυρός
προσδιοριστικός παράγοντας του χαρακτήρα της ατομικής ψυχικής ζωής. Διακρίνει
ουσιαστικά μεταξύ «εγωισμού» και «ατομικισμού» και ορίζει την ισορροπία ως την
ελευθερία που είναι το προϊόν της ρύθμισης.
γ) Η αποδοχή της
βιομηχανικής κοινωνίας. Η στάση του Ντυρκέμ έναντι της βιομηχανικής
κοινωνίας χαρακτηρίζεται από τα εξής στοιχεία:
i) Απόρριψη του «παραδοσιακού
συντηρητισμού», γιατί υποστήριζε την επιστροφή σε μια κομφορμιστική
(κοινοτιστική – gemeinschaft) ηθικότητα που
ταίριαζε στον μικρής κλίμακας, αγροτικό και πλήρως αναχρονιστικό τρόπο ζωής. Η
ηθικότητα αυτού του τύπου (θρησκευτική/ιερατική) ερχόταν σε αντίθεση με το
ιδανικό της ατομικής ολοκλήρωσης της προσωπικότητας στο πλαίσιο της σύγχρονης
κοινωνίας.
ii) Απόρριψη του «φιλελευθερισμού-ωφελιμισμού»
που αφαιρεί τους παραδοσιακούς περιορισμούς δίνοντας πεδίο ελεύθερο στον
αχαλιναγώγητο εγωισμό και δεν βοηθάει στη διατήρηση της συνοχής της κοινωνίας.
iii)
Απόρριψη των περισσότερων σχολών του μαρξιστικού σοσιαλισμού γιατί θεωρεί ότι
ουσιαστικά δεν υπερβαίνουν τους περιορισμούς της ωφελιμιστικής σκέψης και με
την απόδοση της προτεραιότητας στην οικονομική τάξη και στα οικονομικά
συμφέροντά της θολώνουν τις πηγές των «ασθενειών» του σύγχρονου πολιτισμού, που
στην ουσία είναι «ηθικές».
Αλληλεγγύη. Με βάση τον τρόπο με τον οποίο μελετά τις κοινωνίες,
ο Ντυρκέμ διακρίνει μεταξύ «μηχανικής» και «οργανικής» αλληλεγγύης. Η μηχανική
αλληλεγγύη είναι η μορφή συνοχής των πρωτόγονων και παραδοσιακών συστημάτων.
Δίνεται έμφαση στην ομοιογένεια της ομάδας, στις ομοιότητες μεταξύ των ατόμων
και στα κοινά ηθικά συναισθήματα που δένουν τα μέλη μεταξύ τους. Περιορίζεται
το άτομο σε πολύ στενά πλαίσια και έχει ελάχιστες δυνατότητες ανάπτυξης της
μοναδικότητάς του και της προσωπικής τους ταυτότητας. Η Οργανική αλληλεγγύη στη
σύγχρονη κοινωνία είναι προϊόν της εξάρτησης από την όξυνση των συμπληρωματικών
διαφορών των ατομικών προσωπικοτήτων αλλά και των ομαδικών διαφορών στο πλαίσιο
του συνόλου και της ρύθμισής τους. Στη σύγχρονη κοινωνία επομένως, υπάρχουν
ποικίλα συμφέροντα και οπτικές γωνίες και προοπτικές που συνεπάγονται την
ανάγκη διευθέτησής τους. Γι’ αυτό ο καταμερισμός της εργασίας έχει μεγάλη
σημασία στις σύγχρονες κοινωνίες.
Συλλογική
συνείδηση. Ο Ντυρκέμ ορίζει τη
συλλογική συνείδηση ως
«συγκεκριμένο σύστημα που έχει τη δική του ζωή». Είναι ο ψυχικός τύπος
κοινωνίας, με τις δικές του ξεχωριστές ιδιότητες, όρους ύπαρξης και τρόπους
ανάπτυξης».
Διαστάσεις
της συλλογικής συνείδησης:
1.
Ένταση: βαθμός
στον οποίο η ατομική συνείδηση διαπερνάται από συλλογικά συναισθήματα και
πρότυπα.
2.
Σφοδρότητα: η
ενέργεια και σοβαρότητα με την οποία τα
άτομα (παρα)τηρούν τα συλλογικά συναισθήματα.
3.
Αυστηρότητα: η
σχετική οξύτητα ή ασάφεια των συλλογικών ηθικών ιδεών.
4.
Περιεχόμενο: η
πραγματική φύση των ίδιων των ηθικών ιδεών.
Ο
Ντυρκέμ συνέδεσε τον τύπο της αλληλεγγύης που επικρατεί σε μια δεδομένη
κοινωνία με την ύπαρξη ανάλογου συστήματος δικαίου. Στις κοινωνίες μηχανικής
αλληλεγγύης το δίκαιο είναι σε κατασταλτικό, δηλαδή αποσκοπεί στην τιμωρία του
υποκειμένου που προέβη σε εγκληματική ενέργεια ή εκδήλωσε αποκλίνουσα
συμπεριφορά. Στόχος η ικανοποίηση της συλλογικής συνείδησης που προσεβλήθη από
την διάπραξη της εγκληματικής ενέργειας και της εκδήλωσης της αποκλίνουσας
συμπεριφοράς. Επομένως, η τιμωρία λειτουργεί προς όφελος της ενότητας της
συλλογικής συνείδησης της κοινωνίας. Αντίθετα, στις κοινωνίες της οργανικής
αλληλεγγύης το δίκαιο είναι επανορθωτικό και δεν αποσκοπεί πρωτίστως στην
τιμωρία του δράστη αλλά στην επανόρθωση και αποκατάσταση της κανονικής
λειτουργίας της πολύπλοκης κοινωνικής ζωής.
Η ραγδαία μεταβολή της κοινωνίας και ο ολοένα και εντεινόμενος
κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας προκαλούν σύγχυση σχετικά με τους άγραφους
και γραπτούς κοινωνικούς κανόνες και εντείνει τον απρόσωπο χαρακτήρα της
κοινωνίας με αποτέλεσμα την χαλάρωση ως κατάρρευση των κοινωνικών προτύπων
ρύθμισης της συμπεριφοράς. Στην έρευνα που διενήργησε ο Ντυρκέμ σχετικά με τις
αυτοκτονίες, διαπιστώθηκε ότι στις κοινωνίες των Διαμαρτυρομένων ο αριθμός των
αυτοκτονιών ήταν υψηλός ενώ στις κοινωνίες των Καθολικών ο αριθμός ήταν
χαμηλός. Στις προτεσταντικές κοινωνίες υπάρχουν πολύ χαμηλά επίπεδα κοινωνικής
ενσωμάτωσης καθώς το άτομο αφήνεται να τα βγάλει πέρα μόνο του και αυτό
αποξενώνεται και απομονώνεται χωρίς να βρίσκει καταφύγιο παρά στην πράξη της
αυτοκτονίας. Αντίθετα στις κοινωνίες των Καθολικών υπάρχει εντονότερος
κοινωνικός έλεγχος και κοινωνική ενσωμάτωση με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να είναι
περισσότερο δεμένοι μεταξύ τους και ο αριθμός αυτοκτονιών χαμηλός.
Η
θρησκεία και ο ρόλος της απασχόλησε πολύ έντονα τον Ντυρκέμ. Προσπάθησε να
απαντήσει σε δύο ερωτήματα:
Α.
Πώς συμβάλλει η θρησκεία στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής;
Β.
Ποια είναι η σχέση θρησκείας και καπιταλιστικής κοινωνίας;
Ο
Ντυρκέμ αυτοτοποθετήθηκε στη «θετικιστική κοινωνιολογική παράδοση» για να
μελετήσει την κοινωνία αποστασιοποιούμενος και με επιστημονικό τρόπο. Στο πρώτο
ερώτημα απάντησε καταφατικά: Ναι! Η θρησκεία ήταν έκφραση της κοινωνικής
συνοχής. Στην «τοτεμική» μορφή αναγνώρισε την αρχική μορφή των θρησκειών. Το τοτέμ
ήταν η αρχική εστία θρησκευτικής δραστηριότητας επειδή επρόκειτο για το έμβλημα
μιας κοινωνικής ομάδας (φυλή/πατριά/clan). Ο
Ντυρκέμ θεωρούσε ότι η λειτουργία της θρησκείας ήταν να ετοιμάζει τους
ανθρώπους για την κοινωνική ζωή. Τόνισε ότι το πρότυπο των σχέσεων των ανθρώπων
με το «υπερφυσικό» ήταν ουσιαστικά η σχέση του ατόμου και της κοινότητας. Η
θρησκεία ήταν πηγή συντροφικότητας και αλληλεγγύης στις αρχαϊκές και τις
παραδοσιακές κοινωνίες τις οποίες μελέτησε. Προσπάθησε να εντοπίσει τους
κοινούς παρονομαστές των διαφορετικών θρησκευτικών δογμάτων στις διαφορετικές
κοινωνίες. Διέκρινε δύο κατηγορίες όψεων της ζωής, το «ιερό» και το «κοσμικό».
Ο ορισμός της θρησκείας που έδωσε ο Ντυρκέμ είναι πως «είναι ένα ενιαίο σύστημα
πεποιθήσεων/δοξασιών και πρακτικών που σχετίζονται με τα ιερά πράγματα, δηλαδή
πράγματα ξεχωριστά και απαγορευμένα- πεποιθήσεις/δοξασίες και πρακτικές που
ενώνουν σε μια ενιαία ηθική κοινότητα, που ονομάζεται Εκκλησία, όλους εκείνους
που είναι πιστοί οπαδοί τους». Η κοινωνία, κατ’ αυτόν, πρέπει «να είναι παρούσα
μέσα στο άτομο». Η θρησκεία είναι μηχανισμός προστασίας απέναντι σε μια
απειλούμενη κοινωνική τάξη και στο παρελθόν αποτελούσε το τσιμέντο της
κοινωνίας. Ο Ντυρκέμ ενδιαφερόταν για τη θρησκεία ως κοινοτική και όχι ως
θρησκευτική εμπειρία. Επειδή η θρησκεία είναι ενταγμένη στο κοινωνικό σώμα
είναι δύσκολο να μην υπάρχει μια μορφή σχέσης ιερού και κοσμικού έστω με τη
μορφή μιας πολιτικής θρησκείας (έθνος, δημοκρατική πολιτεία) που να ενώνει τους
ανθρώπους ως πολίτες. Συνοπτικά, ο Ντυρκέμ διέκρινε 4 λειτουργίες της
θρησκείας:
1.
Πειθαρχική:
επιβολή και διαχείριση της πειθαρχίας.
2.
Συνδετική: φέρνει
κοντά τους ανθρώπους με ισχυρούς δεσμούς
3.
Αναζωογονητική:
ζωντανεύει, αναζωογονεί και εξυψώνει το πνεύμα των ανθρώπων.
4.
Ευφορική:
δημιουργεί συνθήκες ευτυχίας, εμπιστοσύνης, ευημερίας και καλών
(συν)αισθημάτων.
Εκπαίδευση
Ο Emile Durkheim υποστήριξε
ότι τα σχολεία ήταν απαραίτητα για την «αποτύπωση» κοινών κοινωνικών αξιών στο
μυαλό των παιδιών. Θεωρούσε ότι τα σχολεία θα διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στη
διαμόρφωση σύγχρονων κοινωνιών.
Σύμφωνα με την Durkheim η
κοινωνία μπορεί να επιβιώσει μόνο αν υπάρχει μεταξύ των μελών της ένα επαρκές
βαθμό ομοιογένειας: η εκπαίδευση διαιωνίζει και ενισχύει αυτή την ομοιογένεια,
καθορίζοντας στο παιδί από την αρχή τις ουσιαστικές ομοιότητες που απαιτεί η
συλλογική ζωή. Η εκπαίδευση το κάνει αυτό με την ενδυνάμωση της αίσθησης της
κοινωνικής αλληλεγγύης στο άτομο. Αυτό συνεπάγεται
την ενδυνάμωση της αίσθησης της συμμετοχής στην ευρύτερη κοινωνία, την αίσθηση
δέσμευσης στη σημασία της εργασίας για τους στόχους της κοινωνίας και την
αίσθηση ότι η κοινωνία είναι πιο σημαντική από το άτομο.Yποστήριξε ότι για να συνδεθεί με την κοινωνία, το
παιδί πρέπει να νιώθει μέσα του ότι είναι κάτι πραγματικό, ζωντανό και ισχυρό,
που κυριαρχεί στον άνθρωπο και στο οποίο οφείλει το καλύτερο μέρος του εαυτού
του.
Ο Durkheim ισχυρίστηκε ότι, σε σύνθετες κοινωνίες, το σχολείο
εξυπηρετεί μια λειτουργία που δεν μπορεί να εκπληρωθεί ούτε από την οικογένεια,
η οποία βασίζεται στην συγγένεια ή τη φιλία, η οποία βασίζεται σε προσωπική
επιλογή, ενώ η ύπαρξη μέλους της ευρύτερης κοινωνίας. Το σχολείο μαθαίνει τα παιδιά να συνεργάζονται με
ανθρώπους που δεν είναι ούτε συγγενείς μας ούτε φίλοι μας. Το σχολείο είναι το
μόνο θεσμικό όργανο ικανό να προετοιμάσει τα παιδιά για ένταξη στην ευρύτερη
κοινωνία. Αυτό το κάνει αυτό με την επιβολή ενός συνόλου κανόνων που
εφαρμόζονται σε όλα τα παιδιά και τα παιδιά μαθαίνουν να αλληλοεπιδρούν με όλα
τα άλλα παιδιά βάσει αυτών των κοινών κανόνων. ‘Έτσι το σχολείο ενεργεί όπως
μια μικροσκοπική κοινωνία.
Ο Durkhiem ισχυρίστηκε ότι οι
σχολικοί κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται αυστηρά - με μια σειρά τιμωριών για
όσους σπάνε τους κανόνες του σχολείου που αντιστοιχούν στη σοβαρότητα της
ζημίας που υπέστη η κοινωνική ομάδα από το παιδί που έσπασε τους κανόνες. Θεωρεί ότι
εξηγώντας γιατί τιμωρήθηκαν για τους διαταραγμένους κανόνες, τα παιδιά θα μάθουν να ασκούν αυτοπειθαρχία όχι μόνο λόγω
φόβου τιμωρίας αλλά και επειδή μπορούσαν να δουν τη ζημιά που είχε η
αποκλίνουσα συμπεριφορά τους στην ομάδα ως σύνολο .
Oι κοινωνικές επιστήμες, όπως η
κοινωνιολογία, θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σοβαρό ρόλο στο να καταστήσουν
σαφές στα παιδιά την ορθολογική βάση των κοινωνικών κανόνων.
Με το σεβασμό των σχολικών
κανόνων, το παιδί μαθαίνει να σέβεται τους κανόνες γενικά, ότι αναπτύσσει τη
συνήθεια του αυτοέλεγχου και του περιορισμού απλώς και μόνο επειδή πρέπει να
ελέγχει και να συγκρατεί τον εαυτό του. Πρόκειται για μια πρώτη κίνηση στην
αυστηρότητα του καθήκοντος.
Ο Durkheim υποστήριξε ότι μια
δεύτερη κρίσιμη λειτουργία της εκπαίδευσης σε μια προηγμένη βιομηχανική
οικονομία είναι η διδασκαλία εξειδικευμένων δεξιοτήτων που απαιτούνται για έναν
περίπλοκο καταμερισμό εργασίας.
Στις παραδοσιακές, προ-βιομηχανοποιημένες
κοινωνίες, οι δεξιότητες θα μπορούσαν να μεταφερθούν μέσω της οικογένειας ή
μέσω άμεσης μαθητείας, πράγμα που σημαίνει ότι η επίσημη εκπαίδευση στο σχολείο
δεν ήταν απαραίτητη. Ωστόσο, η παραγωγή βασισμένη στο εργοστάσιο στη σύγχρονη
βιομηχανική κοινωνία συχνά συνεπάγεται την εφαρμογή προηγμένων επιστημονικών
γνώσεων, οι οποίες απαιτούν την απόκτηση ετών επίσημης εκπαίδευσης, με
αποτέλεσμα τα σχολεία να γίνονται πολύ πιο απαραίτητα.
Ένας άλλος παράγοντας που
καθιστά το σχολείο απαραίτητο στις σύγχρονες κοινωνίες (σύμφωνα με το Durkheim)
είναι ότι η κοινωνική αλληλεγγύη στις βιομηχανικές κοινωνίες βασίζεται σε
μεγάλο βαθμό στην αλληλεξάρτηση των εξειδικευμένων δεξιοτήτων - η κατασκευή
ενός και μοναδικού προϊόντος απαιτεί το συνδυασμό ποικίλων ειδικών. Με άλλα
λόγια, η αλληλεγγύη βασίζεται στη συνεργασία μεταξύ ανθρώπων με πολύ
διαφορετικά σύνολα ικανοτήτων - και το σχολείο είναι ο τέλειος χώρος για να
μάθουν τα παιδιά να προχωρούν με ανθρώπους με διαφορετικό υπόβαθρο.
Λαμβάνοντας τα δύο παραπάνω
σημεία μαζί, ο Durkheim υποστηρίζει ότι τα σχολεία παρέχουν την απαραίτητη
ομοιογένεια για την κοινωνική επιβίωση και την απαραίτητη ποικιλομορφία για
την κοινωνική συνεργασία.
Θανάσης Τσακίρης
[1] Ο Ντρέιφους ήταν κι αυτός
Αλσατός εβραϊκής καταγωγής και κατηγορήθηκε για κατασκοπεία και συνελήφθη
εντελώς αυθαίρετα.
[3] The Rules of Sociological Method (1895). Jones Alun R. (1986) Emile Durkheim: An Introduction to Four Major Works.
Beverly Hills, CA: Sage Publications, Inc.. σελ.. 60-81
[4] Jeffrey C. Alexander, Philip Smith (2005) The
Cambridge Companion to Durkheim, Cambridge, UK: Cambridge University Press,
No comments:
Post a Comment