To 1860 εκλέχτηκε πρόεδρος ο Ρεπουμπλικανός Αβραάμ Λίνκολν. Οι
Δημοκρατικοί κατέβηκαν με δύο ψηφοδέλτια, το Βόρειο και το Νότιο και, βεβαίως,
έχασαν το παιχνίδι και σε λίγο έγιναν υπαίτιοι (“War Democrats”) ενός από τους χειρότερους εμφυλίους πολέμους της παγκόσμιας ιστορίας. “War Democrats” από το Βορρά στήριξαν τον Λίνκολν. Υπήρξαν,
βέβαια, Δημοκρατικοί που εναντιώθηκαν στον πόλεμο.[1] Αντιπολίτευση
αντιμετώπισε και μέσα από το κόμμα του από τους «Ριζοσπάστες Ρεπουμπλικάνους»
που απαιτούσαν να αναλάβει το Κογκρέσο την ευθύνη του πολέμου, να καταργηθεί
εδώ και τώρα η δουλεία και να ανασυγκροτηθεί πολιτική ο νότος μετά τη λήξη του
πολέμου. Για να αντιμετωπίσει την αμφισβήτηση, ο Λίνκολν διεύρυνε το κόμμα του
με τους “War Democrats” και το μετονόμασε σε Union Party (Κόμμα της Ένωσης). Κι όμως, στις εκλογές του 1864
οι “War Democrats” κατέβασαν δικό τους
υποψήφιο κόντρα στον Λίνκολν αλλά μάταια. Μετά τη δολοφονία του Λίνκολν, την
Προεδρία ανέλαβε ο προερχόμενος από τους “War Democrats” Αντιπρόεδρος Άντριου Τζάκσον αλλά αντιμετώπισε σκληρή αντιπολίτευση από
τους «Ριζοσπάστες Ρεπουμπλικανούς» που πέτυχαν να υπερψηφιστεί πρόταση μομφής
εναντίον του αλλά απέτυχαν να πείσουν τους γερουσιαστές.
Με την επιστροφή των Νοτίων πολιτειών στην Ομοσπονδία το Δημοκρατικό Κόμμα
ξανάγινε «αξιωματική αντιπολίτευση». Ο ήρωας του πολέμου στρατηγός Οδυσσέας
Γκραντ ηγήθηκε των Ρεπουμπλικάνων και παρέμεινε Πρόεδρος για δύο θητείες (1868
και 1872). Έτσι, λοιπόν, το τέλος του πολέμου βρήκε τους Ρεπουμπλικανούς
νικητές και τις ΗΠΑ μια διαφορετική χώρα. Τυπικά η δουλεία καταργήθηκε στις 6
Δεκεμβρίου 1865 με την 13η Τροποποίηση του Συντάγματος ενώ η μόνη
εξαίρεση που διατηρήθηκε αφορούσε την περίπτωση διάπραξης εγκλήματος, κάτι που
προκαλούσε αρνητικές ερμηνείες και προβλήματα. Και για να μη νομίζουμε πως
επρόκειτο για μια απλή διαδικασία, η τροποποίηση έπρεπε να εγκριθεί από τα
πολιτειακά νομοθετικά σώματα. Και ποια ήταν η Πολιτεία που τελευταία κατάργησε
και τυπικά τη δουλεία μόλις το 1995; Η Πολιτεία του Μισισίπι!!!
Η ανασυγκρότηση των υποδομών έδωσε δουλειά σε πολύ κόσμο και, κυρίως, έδωσε
νέα ορμή στην καπιταλιστική εκβιομηχάνιση καθώς η χώρα θα συνεχιζόταν να
επεκτείνεται προς τη Δύση και χρειαζόταν νέους σιδηροδρόμους, νέα εργοστάσια
και νέες αγροτικές και κτηνοτροφικές εκτάσεις που θα ετίθεντο υπό την
εκμετάλλευση των μεγάλων αγροβιομηχανικών επιχειρήσεων. Μέσα σε αυτό το
κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο θα γιγαντώνονταν τα πολιτικά κόμματα και θα άλλαζε
ο πολιτικός τους προσανατολισμός καθώς οι Ρεπουμπλικανοί θα γίνονταν το κόμμα
των βιομηχανικών και χρηματιστικών κύκλων της αστικής τάξης ενώ το Δημοκρατικό
θα ψηφιζόταν από τους «χαμένους» της διαδικασίας της εκβιομηχάνισης αγρότες και
εργάτες. Οι Ρεπουμπλικάνοι εξελίχθηκαν σε ένα άκρως εθνοκεντρικό κόμμα
επιβάλλοντας αντιμεταναστευτική πολιτική και νομοθεσία με αποτέλεσμα οι
Δημοκρατικοί να ψηφίζονται και από τους μετανάστες που ζούσαν στις μεγάλες
πόλεις. Η σύγκρουση των δύο κομμάτων ήταν σφοδρή. Ο συσχετισμός δυνάμεων έγερνε
πότε από τη μία και πότε από την άλλη πλευρά. Οι ανάγκες της πανεθνικής
πολιτικής σύγκρουσης είχε ως αποτέλεσμα την οικοδόμηση μαζικών οργανώσεων (machines) από τα κόμματα, που,
εκτός των άλλων, αποσκοπούσαν και στην πολιτική ενσωμάτωση των νέων πληθυσμών
που προέρχονταν από τις νέες πολιτείες και κτήσεις καθώς και των εκατοντάδων
χιλιάδων μεταναστών που συνέρρεαν από όλο τον κόσμο και, κυρίως, από την
Ευρώπη. Όμως, όπως παρατήρησε ο Ρόμπερτ Μίκελς, «όποιος μιλά για οργάνωση μιλά
για ολιγαρχία», δηλαδή σε κάθε πολιτική οργάνωση (κόμμα ή συνδικάτο) όσο και αν
θεωρείται δημοκρατική δημιουργούνται ηγετικές γραφειοκρατικές ολιγαρχίες.[2] Έτσι εξελίχθηκαν στη
φάση αυτή τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα. Παράλληλα, οι μηχανισμοί ανέπτυξαν
τεράστια δίκτυα πελατειακών σχέσεων (“machine politics”). «Ο μηχανισμός και οι
ηγέτες ήθελαν πολιτική δύναμη κι εξουσία. Η πολιτική εξουσία οδηγούσε σε
προσωπικό πλούτο. Για να αποκτηθούν δύναμη κι εξουσία οι μηχανισμοί χρειάζονταν
τον έλεγχο των δημοσίων αξιωμάτων οπότε όριζαν ποιοι θα ήταν οι υποψήφιοι και
τους εξασφάλιζαν πιστές και προβλέψιμες ψήφους. Σε αντάλλαγμα, η αντιπαροχή του
μηχανισμού ήταν η προσφορά σε προσωπική βάση υπηρεσιών και χειροπιαστών υλικών
ανταμοιβών σε εκείνους που τον υποστήριζαν.»[3]
Επειδή, όπως τονίσαμε, οι μηχανισμοί είχαν συχνά ανάγκη από άφθονο χρήμα,
διαφθορά επικρατούσε στις πόλεις όπου δημόσια αξιώματα έφερναν εκτός από τη
δόξα και τον πλούτο. Έτσι οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι και οι κομματικοί στρατοί
τους νόθευαν τις εκλογικές διαδικασίες («μπούκωναν» τις κάλπες με ψηφοδέλτια
δικά τους, διπλοψήφιζαν και τριπλοψήφιζαν) και τρομοκρατούσαν ανοιχτά τους αντίπαλούς τους. Προεκλογικά
βοηθούσαν τους μετανάστες, έδιναν δουλειές και άλλες παροχές στους φτωχούς για
να τους πάρουν τις ψήφους κι αυτοί λόγω έλλειψης κράτους πρόνοιας υπέκυπταν
στους εκβιασμούς. Αυτά τα συμπτώματα «άρρωστης δημοκρατίας» δεν έχουν
εξαλειφθεί, παρ’ όλο που πολλοί θεωρούν ότι κράτησαν ως τη δεκαετία 1950-1960.
Η κατάσταση στην πόλη του Σικάγο είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική και είναι πρώτη
στην πολιτική διαφθορά. Οι εργάτες και οι αγρότες ένοιωθαν αποκλεισμένοι από
τις πολιτικές και κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις και είχαν την αίσθηση ότι οι
κοινότητές τους δεν όριζαν οι ίδιες τις τύχες τους αλλά η παγκόσμια αγορά, οι
κερδοσκόποι του χρηματοπιστωτικού συστήματος και οι άπληστοι βιομηχανικοί καπιταλιστές
(robber barons).[4] Όταν εκδηλώθηκε η πρώτη
μεγάλη οικονομική κρίση το κομματικό σύστημα άρχιζε να τρίζει επικίνδυνα.
Μεταξύ 1870 και 1896 οι αγρότες των μεσοδυτικών, δυτικών και νότιων πολιτειών
δημιούργησαν οργανώσεις εκπροσώπησης των συλλογικών συμφερόντων τους. Το Greenback Party που υποστήριζε το αίτημα έκδοσης χάρτινου χρήματος
και το αγροτικό κίνημα Granger που αγωνιζόταν εναντίον
των μονοπωλίων των σιδηροδρόμων και προωθούσε την ιδέα των αγροτικών
μεταφορικών συνεταιρισμών και ταχυδρομείων κατέβασαν κοινούς υποψηφίους στις
εκλογές (1876, 1880, 1884). Όμως, τη μεγάλη απειλή για τα δύο μεγάλα κόμματα
την αντιμετώπισαν όταν το 1892 το Κόμμα του Λαού (People’s Party ή Populists) με υποψήφιο πρόεδρο τον
Τζέιμς Γουήβερ πήρε 8% και εξέλεξε 22
εκλογείς στο Εκλεκτορικό Κολέγιο, 6 κυβερνήτες και αρκετούς δημάρχους μικρών
πόλεων. Οι Δημοκρατικοί εξέλεξαν Πρόεδρο τον Γκρόουβερ Κλήβελαντ και κατέκτησαν
την πλειοψηφία στο Κογκρέσο. Όμως, ο Κλήβελαντ ήταν ανοιχτά άνθρωπος των
βιομηχάνων και των τραπεζιτών. Έτσι, υπεράσπισε με νύχια και με δόντια το
«χρυσό κανόνα» αρνούμενος σθεναρά να υιοθετήσει την πρόταση των αγροτών, των
εργατών και των μικρεμπόρων και μικροβιοτεχνών. Έτσι, χειροτέρεψε η οικονομική
κατάσταση, κατέρρευσαν τράπεζες, χρεοκόπησαν επιχειρήσεις, μειώθηκε η
βιομηχανική παραγωγή, εκατοντάδες χιλιάδες έμειναν άνεργοι. Επί 30 χρόνια οι
Δημοκρατικοί θα αντιμετωπίζονταν από τα λαϊκά στρώματα ως το κόμμα που πρόδωσε
τις ελπίδες τους και έφερε φτώχεια και μιζέρια. Το 1894 οι Ρεπουμπλικάνοι
επανάκτησαν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο και η αυτοπεποίθηση των Δημοκρατικών
έπεσε στο ναδίρ. Στη συνδιάσκεψη του 1896 ένας πρώην βουλευτής από τη Νεμπράσκα
έκανε την εμφάνισή του και με το λόγο του ξεσήκωσε το παθιασμένο χειροκρότημα
της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών συνέδρων. Ο Γουίλιαμ Τζένινγκς Μπράιαν
επιτέθηκε στους υποστηρικτές του «χρυσού κανόνα» λέγοντας: «Δεν θα σταυρώσετε την
ανθρωπότητα πάνω σε ένα χρυσό σταυρό.» Οι σύνεδροι κατενθουσιασμένοι
υπερψήφισαν την υποψηφιότητά του. Το Δημοκρατικό Κόμμα τάχθηκε με τα
εκατομμύρια των εργατών και αγροτών και γενικότερα με τη «φτωχολογιά». Το
«Κόμμα του Λαού» στη δική του συνδιάσκεψη που έλαβε χώρα μερικές μέρες αργότερα
τάχθηκε και αυτό υπέρ του Μπράιαν. Όμως, η ρητορική του Μπράιαν ξέφυγε από το
πλαίσιο «τάξη εναντίον τάξη» και έγινε «ύπαιθρος εναντίον πόλεων», με
αποτέλεσμα οι Ρεπουμπλικανοί με τον Γουίλιαμ ΜακΚίνεϋ, που τον χρηματοδοτούσαν
φανερά και ξεδιάντροπα οι κεφαλαιοκράτες,να καταφέρουν να κερδίσουν τον κόσμο
των εργαζομένων των πόλεων με το επιχείρημα ότι μόνο με την ανάπτυξη των
μεγάλων επιχειρήσεων των πόλεων θα μπορέσουν να κρατήσουν τις δουλειές τους,
και τους υποσχέθηκαν να επιβάλλουν υψηλούς βιομηχανικούς δασμούς στις
εισαγωγές. Έτσι έχασαν οι Δημοκρατικοί και οι «Λαϊκιστές» έσβησαν ως κόμμα.
[1] Τους έμεινε η ονομασία Copperhead (αγκιστρόδους)
που τους είχαν αποδώσει οι Ρεπουμπλικάνοι γιατί, τάχα, μου χτυπούσαν
χωρίς να τους καταλαβαίνουν όπως κάνει το συγκεκριμένο φίδι σε αντίθεση με τον
κροταλία.
[2] Βλ. Michels Robert (1915) Political Parties: A Sociological Study of the
Oligarchical Tendencies of Modern Democracy. London : Jarrold & sons.
[3] Βλ. Crotty William (1994) “Urban Political Machines” in L. Sandt
Maisel and William G.Shade (eds.) Parties
and Politics in American History, New York, NY: Garland, σελ. 134-135.
[4] Josephson
Matthew (1962) The Robber Barons: The
Great American Capitalists, 1861- 1901
No comments:
Post a Comment