Οι θέσεις των θεωρητικών ρευμάτων σε διεθνές επίπεδο μας είναι χρήσιμες για να εξετάσουμε το κατά πόσο τα ελληνικά πολιτικά κόμματα ενημερώνονται κι αφομοιώνουν κριτικά αυτούς τους προβληματισμούς.
Πρώτα απ’ όλα, η φιλελεύθερη θέση
συνοψίζεται στη φράση «ο ρυπαίνων πληρώνει». Η λογική αυτή
επισημαίνει πως οι εξωτερικές επιβαρύνσεις λόγω της ρύπανσης που επιφέρει η
οικονομική δράση πρέπει να αντιμετωπίζονται από τα ενδιαφερόμενα μέρη και μόνο
μέσα από ελεύθερες διαπραγματεύσεις. Η ίδια η αγορά με τη δική της λογική
μπορεί να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά το ζήτημα αν συμφωνηθεί να δοθούν
τιμές στα ελεύθερα αγαθά που πρόσφερε στο παρελθόν απλόχερα η φύση και με κατεύθυνση
την ιδιοποίηση με τη λογική της ατομικής ιδιοκτησίας των πηγών αυτών. Η
συνεπαγωγή της σκέψης αυτής είναι να ρυθμίζονται οι ρυθμοί ανάλωσής τους
σύμφωνα με τους ρυθμούς της ζήτησής τους. Η νεο-φιλελεύθερη αυτή αντίληψη είναι
φανερό ότι υπερβαίνει τη θέση του J. Locke και ωθεί στην εμπορευματικοποίηση
όλων των ελεύθερων αγαθών που αναγνώριζε η κλασική πολιτική οικονομία [1]
και τα οποία ήταν ιδιοκτησία του συνόλου της ανθρωπότητας και της φύσης. Άρα
για τους νέους φιλελεύθερους ο πράσινος καπιταλισμός είναι το μέλλον της
ανθρωπότητας και της φύσης [2].
Ο
μηχανισμός της αγοράς, θεωρούν οι σοσιαλδημοκρατικής προέλευσης και οι
νεοκεϋνσιανοί πολιτικοί και οικονομολόγοι, όπως λειτουργεί σύμφωνα με τους
κανόνες του οικονομικού φιλελευθερισμού αδυνατεί να λάβει υπ’ όψιν του τις
εξωτερικές επιβαρύνσεις της παραγωγής στην κοστολόγηση και τιμολόγηση του
προϊόντος, με συνέπεια να πρέπει το κράτος να αναλάβει να παρέμβει για την
προστασία του περιβάλλοντος. Ο πράσινος φόρος είναι η βασική πολιτική
παρέμβασης του κράτους που βοηθάει στην εσωτερίκευση της εξωτερικής επιβάρυνσης
στην τιμή του προϊόντος ώστε να εξισωθούν τα δυο κόστη : το ιδιωτικό και το
κοινωνικό. Η κρατική παρέμβαση, εθνική αλλά και διεθνής στο βαθμό που
διεθνοποιείται η οικολογική κρίση θεωρείται απαραίτητη, γιατί η μεγαλύτερη
αδυναμία της αγοράς είναι κυρίως η αδυναμία επακριβούς εξακρίβωσης και μέτρησης
της εξωτερικής επιβάρυνσης, που μπορεί να γίνει μόνο μέσω των συγκεντρωμένων, ή
και αποκεντρωμένων, θεσμών του κράτους (υπουργεία, τοπική αυτοδιοίκηση, πανεπιστημιακές
μονάδες και ινστιτούτα ερευνών) [3].
[1]
Βλ Λοκ Τζων, (1990), Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως, Αθήνα, Εκδόσεις Γνώση και για κριτική
επισήμανση των μεθοδολογικών και πολιτικών προβλημάτων που σημαδεύουν τη
γέννηση του φιλελευθερισμού βλ. Αγγελίδης Μανόλης, (1994), Η γένεση του φιλελευθερισμού : προβλήματα σύστασης του πολιτικού σε θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου, Αθήνα, Εκδόσεις Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα. ιδίως σ.σ. 161 -
192.
[2]
Για την κριτική από τη σκοπιά
της πολιτικής οικολογίας βλ. Μαντότο Ρίτα, (1996), Ο οικοκαπιταλισμός : Το περιβάλλον ως μεγάλη επιχείρηση, Αθήνα, Εκδόσεις Στάχυ, Σειρά: Κοινωνία και Περιβάλλον 2. ιδίως σ.σ. 139 - 158.
[3]
Για κριτική από τη σκοπιά
της πολιτικής οικολογίας βλ. Γκορζ Αντρέ, (1993), Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός, Οικολογία, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις / Σειρά Θεωρία 16.σ.σ. 80 - 88.
No comments:
Post a Comment