Χωρίς επιστροφή
Μέσα στην εβδομάδα που διανύουμε θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία, από τις εκδόσεις ΚΨΜ, το βιβλίο των οικονομολόγων Χρήστου Λάσκου και Ευκλείδη Tσακαλώτου «Χωρίς επιστροφή: Από τον Κέυνς στη Θάτσερ. Καπιταλιστικές Κρίσεις, Κοινωνικές Ανάγκες, Σοσιαλισμός». Το Red Notebook δημοσιεύει τον πρόλογο της ενδιαφέρουσας έκδοσης, η παρουσίαση της οποίας θα γίνει την Τρίτη 25 Οκτωβρίου στις 7 μ.μ. στο καφέ Φλοράλ (πλ. Εξαρχείων)
Των Χρήστου Λάσκου και Ευκλείδη Τσακαλώτου
Οι γραμμές που ακολουθούν γράφονται σε μια στιγμή, κατά την οποία η κρίση στην Ευρωζώνη τείνει να αποκτήσει τερατώδεις διαστάσεις, με την επικείμενη είσοδο στο κάδρο της Ιταλίας και της Ισπανίας, ενώ η «χρεοκοπία», λέξη αυστηρώς απαγορευμένη μέχρι σήμερα, αρχίζει να κυκλοφορεί με τον πλέον επίσημο τρόπο στα ευρωπαϊκά διαβούλια.
Ένα είδος «θείας δίκης» αποδίδεται, λοιπόν. Γιατί στις αρχές του 2010, εκείνες τις ταραχώδεις μέρες στην Ελλάδα που προηγήθηκαν του Μνημονίου, η Αριστερά έθετε, μεταξύ άλλων, τα εξής ζητήματα:
Πρώτον, πως η αναγγελλόμενη τότε πολιτική δεν αφορούσε την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, αλλά την εξόντωση της εργατικής τάξης, με την επιβολή μέτρων που η ελληνική αστική τάξη επεδίωκε από δεκαετίες.
Δεύτερον, πως η χρεοκοπία θα έρχονταν ακριβώς λόγω της εφαρμογής των μέτρων, που οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια σε μια θανάσιμη υφεσιακή περιδίνηση την ελληνική οικονομία.
Τρίτον, πως η κυβέρνηση συνειδητά ενέπλεξε τον ελληνικό λαό σε μια εξοντωτική περιπέτεια δίνοντας με μεγάλη προθυμία τη δυνατότητα στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο να έχει ένα ιδανικό πειραματόζωο, που άνοιγε δρόμο για την επιβολή παντού στην Ευρώπη των πιο άγριων ταξικών πολιτικών ενός ολόκληρου αιώνα.
Τέταρτον, πως η ελληνοποίηση των προβλημάτων, τη στιγμή που προφανώς βρισκόμαστε στο εσωτερικό μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, η οποία είναι πολύ πιθανό πως θα αποδειχτεί ιστορικής σημασίας για την πορεία της ανθρωπότητας, τα έκανε απολύτως μη επιλύσιμα. Η τωρινή συζήτηση σχετικά με πιθανή στάση πληρωμών της κυβέρνησης των ΗΠΑ το αναδεικνύει με τον πιο καθαρό τρόπο.
Το βιβλίο μας είναι μια προσπάθεια να δοθεί η μεγάλη εικόνα μέσα στην οποία εξελίσσονται τα γεγονότα που τόσο δραματικά μας απασχολούν σήμερα. Ο στόχος μας είναι να δώσουμε ένα βοήθημα πολιτικής περισσότερο παρά μια εκτεταμένη τεχνική ανάλυση. Γι’ αυτό και το βιβλίο, αν κριθεί με βάση το εύρος των ζητημάτων που αναλύει, είναι μάλλον πολύ συνοπτικό. Δεν σημαίνει, ωστόσο, αυτό πως λείπει και η τεχνική τεκμηρίωση – το αντίθετο. Απλώς, φροντίσαμε όσο μπορούσαμε να είναι τέτοια, ώστε να μπορεί να την παρακολουθήσει –καταβάλλοντας τον κόπο, που απαιτείται πάντοτε- ο μη ειδικός αναγνώστης.
Επιλέξαμε να αναλύσουμε τα χρόνια από την κρίση της μεταπολεμικής εποχής και μέχρι τις μέρες μας ως μια ενιαία περίοδο και η επιλογή αυτή μπορεί να δικαιωθεί μόνο μέσα από την ίδια την ανάλυση. Εάν η ενιαία ερμηνεία είναι λογικά και πραγματολογικά συνεκτική, όπως νομίζουμε πως συμβαίνει, έχουμε μια επιβεβαίωση της ορθότητας της επιλογής. Αιτία αυτής της επιλογής υπήρξε η αρχική αίσθηση πως όσα συμβαίνουν στον κόσμο μετά από το 2008 είναι άμεσα συνδεδεμένα με τις μεθόδους που επιλέχθηκαν ως απάντηση στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση των χρόνων της δεκαετίας του ’70. Αν ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός επιβλήθηκε ως η «λύση» εκείνης της συστημικής κρίσης, η σημερινή κρίση θα μπορούσε να θεωρηθεί προανάκρουσμα μετασχηματισμών τεραστίων διαστάσεων, χωρίς τους οποίους τίθεται σε αμφισβήτηση ίσως και η ίδια η βιωσιμότητα του καπιταλισμού. Βέβαια, σε αυτά τα πρώτα χρόνια η κατάσταση φαίνεται να εξελίσσεται προς την ενίσχυση των πιο άγριων πλευρών του νεοφιλελευθερισμού. Είναι δύσκολο, ωστόσο, να αποδειχτεί διατηρήσιμη μια τέτοια πορεία του συστήματος στο μέτρο που αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα νομιμοποίησης. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως ο άνεμος της ιστορίας νομοτελειακά ευνοεί τις προοδευτικές δυνάμεις, εν τέλει. Κάθε άλλο. Καταστροφικές εξελίξεις, με την πιο ζοφερή έννοια της λέξης, δεν αποκλείονται καθόλου. Αυτό που λέμε είναι πως επιστροφή σε μια κατάσταση σαν αυτή που επικρατούσε πριν από το 2008 έστω, δεν φαίνεται να είναι εφικτή.
Η ανάλυσή μας δεν είναι αποκλειστικά –ούτε και κυρίως– οικονομική. Βεβαίως, η οικονομική πλευρά έχει την θέση που της ανήκει. Είναι, όμως, βασική μεθοδολογική μας επιλογή να θεωρούμε την οικονομική ως μια στιγμή ανάμεσα σε άλλες, με τις οποίες διαρκώς διαπλέκεται, τις επηρεάζει και επηρεάζεται –καθοριστικά, πολλές πλευρές– από αυτές. Έτσι, δίνουμε αντίστοιχο βάρος στην πολιτική και την ιδεολογική στιγμή της κρίσης, χωρίς τις οποίες η οποιαδήποτε συνεκτική ερμηνεία μας φαίνεται αδύνατη.
Γι’ αυτό και θεωρούμε προβληματικές όλες τις μονοπαραγοντικές εξηγήσεις των καπιταλιστικών κρίσεων, που περισσότερο θολώνουν παρά ξεκαθαρίζουν την εικόνα. Αν οι καπιταλιστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί είναι σύνθετες ολότητες, που δεν υπακούουν σε γραμμικές αιτιότητες, δεν μπορεί να εντοπιστεί μια «μοναδική» αιτία των καπιταλιστικών κρίσεων ή των όποιων άλλων κοινωνικών φαινομένων. Και, κυρίως, στο μέτρο που, ως μαρξιστές, αναγνωρίζουμε τους ταξικούς και κοινωνικούς αγώνες ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, δεν θα μπορούσαμε να μην θέτουμε την ταξική σύγκρουση -με τις διακριτές, αλλά ισχυρά συνδεδεμένες, πολιτικές και ιδεολογικές διαστάσεις της- στο κέντρο κάθε ερμηνευτικής προσπάθειας. Αν η ταξική πάλη, δηλαδή το πολιτικό και ιδεολογικό στοιχείο, είναι η «απούσα αιτία» των ιστορικών συμβάντων, τότε το αστάθμητο έχει ένα ρόλο καθοριστικό.
Επιπλέον, τα ζητήματα που αφορούν τις ταξικές σχέσεις είναι κεντρικής σημασίας και γιατί στις εποχές μεγάλων μετασχηματισμών το ποιός είναι με ποιόν και ποιός είναι αντίπαλος είναι το θεμελιώδες ερώτημα. Και, παρ’ όλες τις διακηρύξεις, η πρόσφατη ιστορία της Αριστεράς δείχνει πως τα ζητήματα αυτά λύνονται με τρόπο εμπειρικό και εύκολο –βάσει, πολύ συχνά, όχι αυτού που ισχύει, αλλά αυτού που φαίνεται να συμφέρει συγκυριακά. Αν σε αυτό προστεθεί και το βάρος της κυρίαρχης αντιμονοπωλιακής παράδοσης της Αριστεράς, που συμπιέζει το πλήθος των αντιπάλων σε πολύ περιορισμένες διαστάσεις, κατανοούμε τη στρατηγική σημασία αυτού του στοιχείου. Γιατί προϋπόθεση για οποιαδήποτε αποτελεσματική πολιτική οικοδόμησης κοινωνικών συμμαχιών είναι η διασφάλιση της ταξικής συνοχής των εκμεταλλευομένων.
Τέλος, αλλά όχι το λιγότερο σημαντικό, η έρευνα επιβεβαίωσε την πεποίθησή μας πως η διεθνιστική οπτική είναι η περισσότερο αποδοτική –και όχι μόνο πολιτικά– στο μέτρο που αντιστοιχεί στις καταστατικά παγκόσμιες προκείμενες των όσων εκτυλίσσονται. Η φύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε –οι διαστάσεις και αλληλοδιαπλοκές της κρίσης, η απόλυτη σχεδόν ελευθερία του κεφαλαίου να διαμορφώνει το δικό του χωροχρόνο σε πλανητικό επίπεδο, το διατροφικό και ενεργειακό αδιέξοδο, ο οικολογικός εφιάλτης– μας αναγκάζουν να σκεφτόμαστε παγκόσμια και να επιδιώκουμε, ως όρο για στοιχειώδη αποτελεσματικότητα των προσπαθειών μας, τη διεθνή δράση των εργαζομένων. Αν δεν υπήρχαν, όπως αποδείχτηκε, εθνικές απαντήσεις στην αρχή της περιόδου, στην δεκαετία του ’70, σήμερα δεν υφίστανται τέτοιες σε πολλαπλάσιο βαθμό.
Μέσα στην εβδομάδα που διανύουμε θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία, από τις εκδόσεις ΚΨΜ, το βιβλίο των οικονομολόγων Χρήστου Λάσκου και Ευκλείδη Tσακαλώτου «Χωρίς επιστροφή: Από τον Κέυνς στη Θάτσερ. Καπιταλιστικές Κρίσεις, Κοινωνικές Ανάγκες, Σοσιαλισμός». Το Red Notebook δημοσιεύει τον πρόλογο της ενδιαφέρουσας έκδοσης, η παρουσίαση της οποίας θα γίνει την Τρίτη 25 Οκτωβρίου στις 7 μ.μ. στο καφέ Φλοράλ (πλ. Εξαρχείων)
Των Χρήστου Λάσκου και Ευκλείδη Τσακαλώτου
Οι γραμμές που ακολουθούν γράφονται σε μια στιγμή, κατά την οποία η κρίση στην Ευρωζώνη τείνει να αποκτήσει τερατώδεις διαστάσεις, με την επικείμενη είσοδο στο κάδρο της Ιταλίας και της Ισπανίας, ενώ η «χρεοκοπία», λέξη αυστηρώς απαγορευμένη μέχρι σήμερα, αρχίζει να κυκλοφορεί με τον πλέον επίσημο τρόπο στα ευρωπαϊκά διαβούλια.
Ένα είδος «θείας δίκης» αποδίδεται, λοιπόν. Γιατί στις αρχές του 2010, εκείνες τις ταραχώδεις μέρες στην Ελλάδα που προηγήθηκαν του Μνημονίου, η Αριστερά έθετε, μεταξύ άλλων, τα εξής ζητήματα:
Πρώτον, πως η αναγγελλόμενη τότε πολιτική δεν αφορούσε την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, αλλά την εξόντωση της εργατικής τάξης, με την επιβολή μέτρων που η ελληνική αστική τάξη επεδίωκε από δεκαετίες.
Δεύτερον, πως η χρεοκοπία θα έρχονταν ακριβώς λόγω της εφαρμογής των μέτρων, που οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια σε μια θανάσιμη υφεσιακή περιδίνηση την ελληνική οικονομία.
Τρίτον, πως η κυβέρνηση συνειδητά ενέπλεξε τον ελληνικό λαό σε μια εξοντωτική περιπέτεια δίνοντας με μεγάλη προθυμία τη δυνατότητα στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο να έχει ένα ιδανικό πειραματόζωο, που άνοιγε δρόμο για την επιβολή παντού στην Ευρώπη των πιο άγριων ταξικών πολιτικών ενός ολόκληρου αιώνα.
Τέταρτον, πως η ελληνοποίηση των προβλημάτων, τη στιγμή που προφανώς βρισκόμαστε στο εσωτερικό μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, η οποία είναι πολύ πιθανό πως θα αποδειχτεί ιστορικής σημασίας για την πορεία της ανθρωπότητας, τα έκανε απολύτως μη επιλύσιμα. Η τωρινή συζήτηση σχετικά με πιθανή στάση πληρωμών της κυβέρνησης των ΗΠΑ το αναδεικνύει με τον πιο καθαρό τρόπο.
Το βιβλίο μας είναι μια προσπάθεια να δοθεί η μεγάλη εικόνα μέσα στην οποία εξελίσσονται τα γεγονότα που τόσο δραματικά μας απασχολούν σήμερα. Ο στόχος μας είναι να δώσουμε ένα βοήθημα πολιτικής περισσότερο παρά μια εκτεταμένη τεχνική ανάλυση. Γι’ αυτό και το βιβλίο, αν κριθεί με βάση το εύρος των ζητημάτων που αναλύει, είναι μάλλον πολύ συνοπτικό. Δεν σημαίνει, ωστόσο, αυτό πως λείπει και η τεχνική τεκμηρίωση – το αντίθετο. Απλώς, φροντίσαμε όσο μπορούσαμε να είναι τέτοια, ώστε να μπορεί να την παρακολουθήσει –καταβάλλοντας τον κόπο, που απαιτείται πάντοτε- ο μη ειδικός αναγνώστης.
Επιλέξαμε να αναλύσουμε τα χρόνια από την κρίση της μεταπολεμικής εποχής και μέχρι τις μέρες μας ως μια ενιαία περίοδο και η επιλογή αυτή μπορεί να δικαιωθεί μόνο μέσα από την ίδια την ανάλυση. Εάν η ενιαία ερμηνεία είναι λογικά και πραγματολογικά συνεκτική, όπως νομίζουμε πως συμβαίνει, έχουμε μια επιβεβαίωση της ορθότητας της επιλογής. Αιτία αυτής της επιλογής υπήρξε η αρχική αίσθηση πως όσα συμβαίνουν στον κόσμο μετά από το 2008 είναι άμεσα συνδεδεμένα με τις μεθόδους που επιλέχθηκαν ως απάντηση στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση των χρόνων της δεκαετίας του ’70. Αν ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός επιβλήθηκε ως η «λύση» εκείνης της συστημικής κρίσης, η σημερινή κρίση θα μπορούσε να θεωρηθεί προανάκρουσμα μετασχηματισμών τεραστίων διαστάσεων, χωρίς τους οποίους τίθεται σε αμφισβήτηση ίσως και η ίδια η βιωσιμότητα του καπιταλισμού. Βέβαια, σε αυτά τα πρώτα χρόνια η κατάσταση φαίνεται να εξελίσσεται προς την ενίσχυση των πιο άγριων πλευρών του νεοφιλελευθερισμού. Είναι δύσκολο, ωστόσο, να αποδειχτεί διατηρήσιμη μια τέτοια πορεία του συστήματος στο μέτρο που αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα νομιμοποίησης. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως ο άνεμος της ιστορίας νομοτελειακά ευνοεί τις προοδευτικές δυνάμεις, εν τέλει. Κάθε άλλο. Καταστροφικές εξελίξεις, με την πιο ζοφερή έννοια της λέξης, δεν αποκλείονται καθόλου. Αυτό που λέμε είναι πως επιστροφή σε μια κατάσταση σαν αυτή που επικρατούσε πριν από το 2008 έστω, δεν φαίνεται να είναι εφικτή.
Η ανάλυσή μας δεν είναι αποκλειστικά –ούτε και κυρίως– οικονομική. Βεβαίως, η οικονομική πλευρά έχει την θέση που της ανήκει. Είναι, όμως, βασική μεθοδολογική μας επιλογή να θεωρούμε την οικονομική ως μια στιγμή ανάμεσα σε άλλες, με τις οποίες διαρκώς διαπλέκεται, τις επηρεάζει και επηρεάζεται –καθοριστικά, πολλές πλευρές– από αυτές. Έτσι, δίνουμε αντίστοιχο βάρος στην πολιτική και την ιδεολογική στιγμή της κρίσης, χωρίς τις οποίες η οποιαδήποτε συνεκτική ερμηνεία μας φαίνεται αδύνατη.
Γι’ αυτό και θεωρούμε προβληματικές όλες τις μονοπαραγοντικές εξηγήσεις των καπιταλιστικών κρίσεων, που περισσότερο θολώνουν παρά ξεκαθαρίζουν την εικόνα. Αν οι καπιταλιστικοί κοινωνικοί σχηματισμοί είναι σύνθετες ολότητες, που δεν υπακούουν σε γραμμικές αιτιότητες, δεν μπορεί να εντοπιστεί μια «μοναδική» αιτία των καπιταλιστικών κρίσεων ή των όποιων άλλων κοινωνικών φαινομένων. Και, κυρίως, στο μέτρο που, ως μαρξιστές, αναγνωρίζουμε τους ταξικούς και κοινωνικούς αγώνες ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, δεν θα μπορούσαμε να μην θέτουμε την ταξική σύγκρουση -με τις διακριτές, αλλά ισχυρά συνδεδεμένες, πολιτικές και ιδεολογικές διαστάσεις της- στο κέντρο κάθε ερμηνευτικής προσπάθειας. Αν η ταξική πάλη, δηλαδή το πολιτικό και ιδεολογικό στοιχείο, είναι η «απούσα αιτία» των ιστορικών συμβάντων, τότε το αστάθμητο έχει ένα ρόλο καθοριστικό.
Επιπλέον, τα ζητήματα που αφορούν τις ταξικές σχέσεις είναι κεντρικής σημασίας και γιατί στις εποχές μεγάλων μετασχηματισμών το ποιός είναι με ποιόν και ποιός είναι αντίπαλος είναι το θεμελιώδες ερώτημα. Και, παρ’ όλες τις διακηρύξεις, η πρόσφατη ιστορία της Αριστεράς δείχνει πως τα ζητήματα αυτά λύνονται με τρόπο εμπειρικό και εύκολο –βάσει, πολύ συχνά, όχι αυτού που ισχύει, αλλά αυτού που φαίνεται να συμφέρει συγκυριακά. Αν σε αυτό προστεθεί και το βάρος της κυρίαρχης αντιμονοπωλιακής παράδοσης της Αριστεράς, που συμπιέζει το πλήθος των αντιπάλων σε πολύ περιορισμένες διαστάσεις, κατανοούμε τη στρατηγική σημασία αυτού του στοιχείου. Γιατί προϋπόθεση για οποιαδήποτε αποτελεσματική πολιτική οικοδόμησης κοινωνικών συμμαχιών είναι η διασφάλιση της ταξικής συνοχής των εκμεταλλευομένων.
Τέλος, αλλά όχι το λιγότερο σημαντικό, η έρευνα επιβεβαίωσε την πεποίθησή μας πως η διεθνιστική οπτική είναι η περισσότερο αποδοτική –και όχι μόνο πολιτικά– στο μέτρο που αντιστοιχεί στις καταστατικά παγκόσμιες προκείμενες των όσων εκτυλίσσονται. Η φύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε –οι διαστάσεις και αλληλοδιαπλοκές της κρίσης, η απόλυτη σχεδόν ελευθερία του κεφαλαίου να διαμορφώνει το δικό του χωροχρόνο σε πλανητικό επίπεδο, το διατροφικό και ενεργειακό αδιέξοδο, ο οικολογικός εφιάλτης– μας αναγκάζουν να σκεφτόμαστε παγκόσμια και να επιδιώκουμε, ως όρο για στοιχειώδη αποτελεσματικότητα των προσπαθειών μας, τη διεθνή δράση των εργαζομένων. Αν δεν υπήρχαν, όπως αποδείχτηκε, εθνικές απαντήσεις στην αρχή της περιόδου, στην δεκαετία του ’70, σήμερα δεν υφίστανται τέτοιες σε πολλαπλάσιο βαθμό.
No comments:
Post a Comment