ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ
Του ΘΑΝΑΣΗ ΤΣΑΚΙΡΗ
- ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Οι γυναίκες απαρτίζουν το μισό του πληθυσμού της γης, εκτελούν σχεδόν
τα δύο τρίτα των εργατοωρών, λαμβάνουν το ένα δέκατο του παγκόσμιου εισοδήματος
και κατέχουν λιγότερο από το ένα εκατοστό της παγκόσμιας περιουσίας»
Έκθεση Ηνωμένων Εθνών 1980
Ένα χρόνο αργότερα ο Alain Touraine έγραφε ότι το κράτος είναι φορέας «μιας συμπαγούς
ιστορικής συλλογικότητας, έκθετης σε σχέση με άλλες κοινότητες και στο δικό της
μετασχηματισμό».[1] Δεν διευκρίνιζε όμως αν είναι
φορέας μιας ιστορικής συλλογικότητας σε σχέση με την τάξη, το φύλο, τη φυλή ή
με όποιο μεταξύ τους συνδυασμό… Ο Bob Conell θεωρεί ότι χρειάζεται να ξεκαθαριστεί η σχέση του κράτους
με την τάξη και το φύλο[2]. Κατ’
αυτόν υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές προσεγγίσεις στη θεωρητική φιλολογία. Η
πρώτη είναι η φιλελεύθερη θεωρία, που θεωρεί το κράτος έναν ουδέτερο ρυθμιστή,
που στην πράξη μπορεί να κατακτηθεί από ομάδες συμφερόντων – στην περίπτωση
αυτή από τους άνδρες. Ο θεσμικός σεξισμός του κράτους είναι, ως εκ τούτου,
ζήτημα ατελούς ιδιότητας του πολίτη για την αποκλεισμένη ομάδα, δηλαδή των
γυναικών. Η δεύτερη προσέγγιση, είναι αυτή που βλέπει το κράτος[3] ως
ένα μηχανισμό ρύθμισης και ελαφράς κυριαρχίας (…) ως μέρος ενός διασκορπισμένου
μηχανισμού, κοινωνικού ελέγχου, που δουλεύει και μέσω των κυρίαρχων λόγων και
μέσω της βίας. Αυτή η προσέγγιση «χρησιμεύει στο να πάμε πέρα από το κράτος
οργανισμό στη σφαίρα της λειτουργίας του, κάνοντας τη σύνδεση με την καθημερινή
ζωή».[4] Η
Τρίτη προσέγγιση διευκρινίζει καθαρότερα από τη δεύτερη τη σχέση με το φύλο ή
την τάξη και «προσδιορίζει το κράτος ως ένα ταξικό κράτος που παράγει
αποτελέσματα στο γένος και στο φύλο» στην αναζήτηση των ταξικών συμφερόντων. Η
«φροϋδική αριστερά» θεωρεί ότι το κράτος λειτουργεί σύμφωνα με τις ανάγκες του
καπιταλισμού «είτε καταπιέζοντας είτε αναδεικνύοντας προσεκτικά τη
σεξουαλικότητα».[5] Η τέταρη προσέγγιση θεωρεί
ευθύς εξαρχής το κράτος «έναν πατριαρχικό θεσμό που δημιουργήθηκε ιστορικά ως η
θεσμοποίηση της ανδρικής βίας» η Catherine Mac Kinnon εξετάζει τη «μορφή της
κρατικής δράσης, ιδιαίτερα τη νομιμοποιημένη «αντικειμενικότητα», ως τη
θεσμοποίηση μιας αρσενικής οπτικής γωνίας «και δείχνει πως σφετερίζεται και
χειρίζεται τη σεξουαλική πολιτική στο χειρισμό των υποθέσεων βιασμού» Στα ίδια
πλαίσια η Carole Pateman
ισχυρίζεται ότι το ίδιο το φιλελεύθερο κράτος «ενισχύθηκε από μια νέα μορφή
πατριαρχίας στην κοινωνία των πολιτών που αναπτύχθηκε κατά το 17ο
και 18ο αιώνα».
Μέσα στα παραπάνω πλαίσια αναπτύχθηκε ο θεωρητικός λόγος των
φεμινιστικών κινημάτων του αιώνα μας. Ιδιαίτερη συζήτηση για τη φύση και το
ρόλο του κράτους, για την παρέμβασή του στην κοινωνική παραγωγή και αναπαραγωγή
άρχισε να γίνεται στη δεκαετία του ’60, όταν το κράτος πρόνοιας στη Δύση
βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής του και ταυτόχρονα ξέσπαγαν τα νέα κοινωνικά
κινήματα που σ’ όλο τον κόσμο έθεταν υπό αμφισβήτηση τις κατεστημένες
θεωρητικές αντιλήψεις της Δεξιάς και της Αριστεράς για το κράτος και κατά
συνέπεια έβαζαν επιτακτικά το ζήτημα της νέας στρατηγικής που έπρεπε να χαράξουν
τα κινήματα κοινωνικής κριτικής και απελευθέρωσης. Στην εργασία αυτή θα
εξετάσουμε αναλυτικότερα τη θεωρητική αντίληψη κάθε τάσης του φεμινιστικού
κινήματος για το κράτος και θα παρουσιάσουμε τις κριτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ
τους.
Η εργασία θα χωριστεί σε 5 ενότητες που θα αντιστοιχούν
στις γενικότερες τάσεις; Α) Φιλελεύθερος Φεμινισμός
Β) Προνοιακός ή Σοσιαλδημοκρατικός Φεμινισμός
Γ) Σοσιαλιστικός και Μαρξιστικός Φεμινισμός
Δ) Ριζοσπαστικός Φεμινισμός
Ε) Μαύρος Φεμινισμός
2. Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ (LIBERAL FEMINISM)
α) Ο βαθμός αποδοχής του ρόλου της οικογένειας, η θέση της
γυναίκας μέσα σ’ αυτή (κεντρική ή όχι) παίζει σημαντικό ρόλο για τη διαμόρφωση
της διαφορετικής οπτικής γωνίας των τάσεων του φεμινιστικού κινήματος σε
παράλληλη σχέση με τη θέση απέναντι στο κράτος και την κυριαρχία των ανδρών
πάνω σ’ αυτό. [6]
Η φιλελεύθερη αντίληψη για το κράτος και τη σχέση του με την
κοινωνία εδράζεται πάνω στη λογική της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς και της
ατομικής πρωτοβουλίας και δράσης. Στο πολιτικό επίπεδο η φιλελεύθερη ιδεολογία
έχει έναν πυρήνα που περιλαμβάνει κυρίως τα πολιτικά δικαιώματα – το δικαίωμα
της ψήφου, της συμμετοχής της απόφασης για τα είδος της κυβέρνησης που θα
εκλεγεί και το είδος της πολιτικής που θα ακολουθήσει.[7] Ο πιο
«σκληρός» πυρήνας του φιλελεύθερου ιδεολογικού οπλοστασίου είναι ο ηθικός του
πυρήνας: «περιέχει μιαν επιβεβαίωση των βασικών αξιών και δικαιωμάτων που
αποδίδονται στη «φύση» της ανθρώπινης ύπαρξης – ελευθερία, αξιοπρέπεια, ζωή –
υποτάσσοντας όλα τ’ άλλα στην εφαρμογή τους».[8]
Στόχος, κατά συνέπεια, του φιλελεύθερου φεμινισμού είναι να
πετύχει την ισότητα των γυναικών στα νομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα:
«επιχειρεί ισότιμα τις γυναίκες σε όλους τους δημόσιους θεσμούς και να
επεκτείνει τη δημιουργία των γνώσεων ώστε να μην αγνοούνται πλέον τα γυναικεία
ζητήματα».[9]
Πρωτοποριακή φυσιογνωμία του φιλελεύθερου, αλλά και γενικότερα, φεμινισμού ήταν
αυτή της MARY WOOLSTONECRAFT
που στο έργο της “A VINDICATION OF THE RIGHTS OF THE WOMAN”
υποστήριξε το 1972 ότι «οι γυναίκες πρέπει νάχουν τις ίδιες πολιτικές
ελευθερίες καθώς και εκπαιδευτική ισότητα με τους άνδρες».[10] Το
1848 στη συνδιάσκεψη του SENECA FALLS
τέθηκαν οι βάσεις για τη διεκδίκηση του δικαιώματος της ψήφου από τις γυναίκες,
θέση που υπερκάλυψε όλα τα άλλα αιτήματα του φιλελεύθερου φεμινισμού ως το
1920. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 στις
ΗΠΑ κυριάρχησε η BETTY FRIEDMAN
και η NATIONAL ORGANIZATION OF WOMEN
(NOW) που διεκδίκησε
ίσα πολιτικά δικαιώματα, ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην υγεία – πρόνοια
και ίσο μισθό για ίση δουλειά. Σήμερα οι φιλελεύθερες φεμινίστριες της Δύσης
και κυρίως των ΗΠΑ «αγωνίζονται να ξεριζώσουν τις προκαταλήψεις και τα
στερεότυπα για τα φύλα∙ δεν προτείνουν όμως εναλλακτικές μορφές για το ζήτημα
των σχέσεων π.χ. για τον ετεροφυλικό γάμο, τα κοινόβια κλπ.[11]
Η εξασφάλιση όλων των δυνατοτήτων για την επί ίσοις όροις
είσοδο των γυναικών σε όλους τους στίβους και τα πεδία της δημόσιας ζωής
απαιτεί την υλοποίηση κυρίως των κοινωνικών δικαιωμάτων των γυναικών.
«Σημαντικό ρόλο παίζει εδώ η δυνατότητα ανάδειξης των γυναικών σε διευθυντικές
θέσεις στους επαγγελματικούς τομείς της υγείας και πρόνοιας, με το σκεπτικό ότι
θα συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ευαίσθητης και ανθρώπινης διοίκησης, ενώ
συγχρόνως θα προωθούν στόχους του φεμινιστικού κινήματος και θα παρέχουν
κατάλληλα μοντέλα για την κοινωνικοποίηση των παιδιών, μακριά από τα
αναχρονιστικά πρότυπα που αναπαράγονται».[12]
β) Η κριτική προς το φιλελεύθερο φεμινισμό και το λόγο του.
Πρώτα απ’ όλα αποδίδεται στο φεμινιστικό φιλελεύθερο λόγο το
ότι αδυνατεί να αντιληφθεί την πραγματική σχέση του φύλου και της τάξης με το
κράτος, στο βαθμό που οι φιλελεύθερες φεμινίστριες «θεωρούν την κυβέρνηση ως
ισοδύναμη με το κράτος και τις πολλαπλές σχέσεις εξουσίας που αντιπροσωπεύει».[13]
Ένα κράτος ξεχωριστό από την κοινωνία και τους αγώνες που τη
διαπερνούν. Κατά συνέπεια, νομίζουν πως με την είσοδο όλο και περισσότερων
γυναικών αναιρείται η φύση και τροποποιείται ο ρόλος του κράτους. Μια τέτοια
λογική όμως δεν εξηγεί γιατί η νεότερη τάση του φιλελευθερισμού δηλαδή η νέα
δεξιά ή απλά νεοφιλελεύθερος φεμινισμός, ουσιαστικά ζητά την κατάργηση του
κράτους πρόνοιας: ενός κράτους που ήδη έχει προσφέρει πολλά από την άποψη των
γυναικών στο βαθμό που αυτές αποτελούν κιόλας ένα μεγάλο ποσοστό του δυναμικού
του και ταυτόχρονα απαιτεί την επιστροφή της υπόθεσης πρόνοια στην ίδια την
πυρηνική οικογένεια, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της τον παράγοντα τάξη. Πώς μπορεί να ζητάει ισότητα στον
ανταγωνισμό όταν εκ των προτέρων αυτός είναι σημαδεμένος εις βάρος των
γυναικών; Συνεπώς κάθε διεκδίκηση υπονομεύεται έτσι εκ των ένδον.
Ενδεχομένως οι στόχοι του φιλελεύθερου φεμινισμού να «μπορούν να έχουν νόημα
για καριερίστριες γυναίκες της μεσαίας αστικής τάξης» γιατί αγνοούν «τις
πραγματικότητες μιας ανταγωνιστικής ιεραρχικής κοινωνίας στην οποία πρέπει να
υπάρχουν χαμένοι και στην οποία πολλοί άνδρες όπως και οι γυναίκες
καταπιέζονται λόγω τάξης και φυλής…». Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες ασκούν
κριτική στο φιλελεύθερο φεμινισμό τονίζοντας ότι «οι άνδρες έχουν ίδιο συμφέρον
στη διατήρηση της εξουσίας τους κι ότι αυτό είναι σύμφυτο στους θεσμούς του
κράτους και της κοινωνίας» και κατά συνέπεια κρίνουν αφελή τη φιλελεύθερη
φεμινιστική άποψη για το «ουδέτερο κράτος».[14]
Αντίθετη είναι και η άποψη των μαρξιστριών και σοσιαλιστριών φεμινιστριών όσον
αφορά τη θέση των φιλελευθέρων για το ουδέτερο κράτος.[15]
Επίσης η θεωρία του ουδέτερου κράτους έχει σαν συνέπεια και τη διατήρηση των
στεγανών ανάμεσα στη δημόσια και στην ιδιωτική ζωή. Οι γυναίκες πρέπει να
κατακτήσουν τη δημόσια ζωή όχι μεταφέροντας και εισάγοντας τις φεμινιστικές
αξίες αλλά αποδεχόμενες τις ανδρικές ανταγωνιστικές αξίες. Με αυτή την έννοια
τα κοινωνικά δικαιώματα που παρέχει το κράτος-πρόνοια ουσιαστικά δεν απαλλάσσουν
τις γυναίκες από το ρόλο τους στην οικογένεια ως μητέρες-τροφοί για να
αντεπεξέλθουν στις ανάγκες της εισόδου στην παραγωγική διαδικασία και τη
δημόσια ζωή. Τέλος, ο φιλελεύθερος φεμινισμός δεν μπορεί να δει τη σχέση
καπιταλισμού-κοινωνίας-κράτους ως ένα ενιαίο σύνολο το οποίο ρυθμίζει μέσω των
κρατικών παρεμβάσεων την κοινωνική αναπαραγωγή του.
3. O ΠΡΟΝΟΙΑΚΟΣ Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ
Α) Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στους δύο
παγκοσμίους πολέμους, στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, οι φιλελεύθερες φεμινίστριες
ήρθαν αντιμέτωπες με την άνοδο του ρεύματος των σοσιαλδημοκρατικών ή προνοιακών
φεμινιστριών. Αυτές θεωρούσαν ότι «οι γυναίκες έχουν ιδιαίτερες εκ του φύλου
ανάγκες και ιδιότητες, ότι ο κύριος ρόλος τους είναι αυτός της μητέρας και της
συζύγου και ότι η κρατική παρέμβαση χρειάζεται για την προώθηση τςη ευημερίας
των γυναικών».[16] Το κράτος εθεωρείτο ως
αρωγός στην προσπάθεια να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες προστασίας των
γυναικών από τις δυσάρεστες συνέπειες της εργασίας και της συνεπαγόμενης
μακρόχρονης απουσίας τους από τις φροντίδες του σπιτιού και της οικογένειας.
Επικεντρώνεται, κατ’ αυτό τον τρόπο, η συζήτηση στο βιολογικό στοιχείο της
μητρότητας και κατά συνέπεια η φιλοσοφία των αιτημάτων είναι διαφορετική: «οι
αξίες των γυναικών είναι διαφορετικές από αυτές των ανδρών, επειδή ακριβώς
δίνουν ζωή».[17]
Αυτή η τάση του φεμινιστικού κινήματος έπαιξε σπουδαίο ρόλο
για την ανάπτυξη των κοινωνικών ασφαλίσεων στο βαθμό που επέδρασε στις
συνειδήσεις και ενός μεγάλου αριθμού ανδρών που βρήκαν συμμάχους στους
συλλογικούς αγώνες για απόσπαση νέων κοινωνικών δικαιωμάτων από το κράτος και
το κεφάλαιο. Ακόμη, στα πλαίσια των κρατικών κινητοποιήσεων για την πολεμική νίκη, τα κράτη της
καπιταλιστικής δύσης προώθησαν, από τη μια πλευρά την ένταξη των γυναικών στην
παραγωγική δραστηριότητα και από την άλλη δημιούργησαν ένα εκτεταμένο πλέγμα
κοινωνικών υπηρεσιών πρόνοιας και παροχών καθώς και εκπαιδευτικών ευκαιριών για
το γυναικείο πληθυσμό. Στις ΗΠΑ με την πολιτική του New Deal και στην Αγγλία με την
άνοδο του Εργατικού Κόμματος στην κυβερνητική εξουσία ο προνοιακός φεμινισμός
βρέθηκε στο αποκορύφωμα και στο απόγειο της δύναμής του κατορθώνοντας να
αποσπάσει όλο και περισσότερες ικανοποιητικές λύσεις στα αιτήματα των γυναικών.
Β) Η κριτική προς τον προνοιακό φεμινισμό προήλθε από πολλές
διαφορετικές πλευρές. Από τη μια οι φιλελεύθερες φεμινίστριες κατηγόρησαν την
τάση αυτή ότι από τη μια απεμπολεί τα αιτήματα για πολιτική και όχι μόνο,
ισότητα των γυναικών με το να στηρίζει υπέρμετρα το κράτος πρόνοιας. Η στήριξη
αυτή του κράτους πρόνοιας είχε σαν συνέπεια την ολοένα και μεγαλύτερη αποδοχή
της κρατικής παρέμβασης στη ζωή των ανθρώπων, παρέμβαση ου δεν γινόταν δεκτή
από τις φιλελεύθερες φεμινίστριες γιατί νόθευε τον «υγιή ανταγωνισμό της αγοράς»
και πολλές φορές δημιούργησε άτομα παθητικά και πλήρως εξαρτημένα από την
κρατική παροχή.
Από την άλλη μεριά του λόφου οι σοσιαλίστριες-μαρξίστριες
φεμινίστριες, αλλά και οι μαύρες φεμινίστριες, άσκησαν κριτική στις απόψεις των
προνοιακών γιατί βοήθησαν «στον εγκλωβισμό των αιτημάτων στη λογική της
μητρότητας» και ότι ευθύνονται για την «έλλειψη κριτικής στο κράτος πρόνοιας ως
μέσου αναπαραγωγής της κοινωνικής ανισότητας και κοινωνικού ελέγχου, καθώς και
στην έλλειψη κατανόησης της κοινωνικής αναπαραγωγής και της θέσης των γυναικών
σ’ αυτήν».[18]
Όπως και οι φιλελεύθερες φεμινίστριες έτσι και οι προνοιακές
δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν την αντίληψη του «ουδέτερου κράτους» και τα πλαίσια
του ρεφορμισμού ως στρατηγικής.
4. ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΟΣ ΚΑΙ
ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ (MARXIST AND SOCIALIST FEMINISM)
Δεν πρόκειται για μια ενιαία τάση του φεμινιστικού
κινήματος. Οι ανάγκες όμως της εργασίας μας υποχρεώνουν να εντάξουμε τόσο τις
παραδοσιακές μαρξιστικές όσο και τις ανανεωτικές σοσιαλιστικές στην κατηγορία
αυτή δεδομένου ότι οι γυναίκες, εκτός από την καταπίεση που ασκείται στο φύλο
τους από την αντρική κυριαρχία, βιώνουν και την οικονομική-ταξική καταπίεση ως
μέλη μιας ευρύτερης εργατικής τάξης σε μια ταξική κοινωνία όπως είναι η
καπιταλιστική αλλά και στις προγενέστερες ιστορικές ταξικές κοινωνίες (π.χ. στη
ρωμαϊκή περίοδο όταν θεωρούνταν RES
δηλ. πράγματα).
H Mary Mc Intosh
θεωρεί ότι η καπιταλιστική κοινωνία είναι μια κοινωνία στην οποία οι άνδρες
κυριαρχούν επί των γυναικών∙ εν τούτοις, δεν είναι παρά η ταξική κυριαρχία που
είναι θεμελιώδης στην κοινωνία. Είναι μία κοινωνία στην οποία η κυρίαρχη τάξη
απαρτίζεται κυρίως από άνδρες∙ παρόλα αυτά δεν είναι ως άνδρες αλλά ως
καπιταλιστές κυρίαρχοι.[19]
Το κράτος παρεμβαίνει καταρχήν στη θέση τους (των γυναικών)
με την οικογένεια και τη «μισθωτή εργασία» με έναν απλό σκοπό: μόνο για να
διατηρήσει τις κοινωνικές συνθήκες της αναπαραγωγής. Η εξέταση των μορφών αυτής
της παρέμβασης θα πρέπει να λάβει υπόψη της πέρα από την έννοια της πατριαρχίας
(βλ. επόμενο κεφάλαιο)και κυρίως τη σχέση του κράτους με τον καπιταλιστικό
τρόπο παραγωγής. Τα δύο ζητήματα με τα οποία ασχολείται η κρατική παρέμβαση στο
θέμα της διατήρησης της οικογένειας ως κυττάρου αναπαραγωγής, είναι το «ποσοστό
της γονιμότητας» και η «συνακόλουθη φροντίδα των παιδιών»: δηλαδή παρεμβαίνει
για να στηρίζει την εργατική οικογένεια που δεν μπορεί με το κάθε δοσμένο
εισόδημα από μισθό να αυτοαναπαραχθεί. Με αυτή την έννοια το κράτος λειτουργεί
συμπληρωματικά σε σχέση με τον εργασιακό μισθό για να παρέχεται επαρκής στο μέλλον
εργατική δύναμη για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτό έχει σαν συνέπεια
την υποβάθμιση της γυναίκας στην οικογένεια τόσο από πλευράς συμμετοχής της
στην παραγωγή εισοδήματος (μειωμένος μισθός) όσο και από την πλευρά εκείνη που
δείχνει ότι οι γυναίκες διατηρούνται ως εφεδρικός στρατός εργασίας για τις
περιόδους που χρειάζεται η εύρυθμη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος.[20]
H Mc Intosh
υποστηρίζει ότι «το κράτος αρνείται, φαίνεται, την ελευθερία της γυναίκας να
επιλέξει την άμβλωση, να μιλάει, να αποφασίζει για το αν θα δουλέψει με μισθό ή
ως νοικοκυρά στο σπίτι∙ μοιάζει σαν προωθητής καταπιεστικών σεξιστικών
ιδεολογικών στην εκπαίδευση, στις κοινωνικές υπηρεσίες, στην ιατρική∙ θέτει
στην πράξη οικονομικές και νομικές διακρίσεις εναντίον των γυναικών σε σχέση με
τα κοινωνικά δικαιώματα, την κοινωνική ασφάλιση και φορολογία και σε σχέση με
το βιασμό, την εσωτερική οικιακή βία και την πορνεία».
Η σχέση του κράτους προς τις γυναίκες και η θέση των
γυναικών «δομούνται από τις αντιθετικές τάσεις που πηγάζουν από συσχέτιση
ανάμεσα στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας και στη δημόσια σφαίρα της γενικής
παραγωγής» σύμφωνα με την Margaret Coulson.
Κατά συνέπεια, είναι και πολύ διαφορετικό το είδος και η
μορφή της καταπίεσης που υφίστανται οι γυναίκες. Τέτοιες μορφές μπορεί να
είναι: η εξάρτηση των γυναικών από τους άνδρες σε ότι αφορά τις φορολογικές
δηλώσεις της οικογένειας, τη συμμετοχή τους στην κοινωνική ασφάλιση και την
απόλαυση των συνεπαγομένων προνομίων. Η διαφορετική αντιμετώπιση από τους σχετικούς
κρατικούς φορείς της «εγκληματικότητας των γυναικών στο βαθμό που τους
αναγνωρίζονται ελαφρυντικά (βιολογικά, ψυχικά και κοινωνικοπνευματικά) που δεν
αναγνωρίζονται με την ίδια ευκολία στους άνδρες, είναι ενδεικτική. Εν τούτοις
θεωρείται πιο σκληρή η καταπίεση που ασκούν οι κοινωνικοί έλεγχοι εκτός νομικού
πλαισίου – «η οικογένεια, η κοινωνική εργασία και φυσικά, η ψυχανάλυση.
Το πρώτο συμπέρασμα της Mc Intoch έχει να κάνει με την παρατήρηση ότι όλα τα παραπάνω,
δηλαδή οι παρεμβάσεις του κράτους στην κοινωνική αναπαραγωγή έρχονται στο
σημερινό στάδιο του καπιταλισμού, ήτοι στο στάδιο του κρατικού-μονοπωλιακού
καπιταλισμού και όχι σε προηγούμενα στάδια του ανταγωνιστικού καπιταλισμού με
μικρότερη κρατική παρέμβαση.
Το γενικότερο όμως συμπέρασμα είναι ότι: το καπιταλιστικό
κράτος «παίζει ρόλο στην παραγωγή και αναπαραγωγή των όρων για την
καπιταλιστική συσσώρευση σε όποιο δοσμένο στάδιο». Αυτός ο ρόλος του κράτους
στην αναπαραγωγική διαδικασία επιβλήθηκε τόσο ιστορικά όσο και λόγω των
συγκεκριμένων αναγκών του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Η αντίληψη
αυτή έρχεται να «διορθώσει» την κλασική μαρξιστική άποψη που κατηγορείται για
οικονομισμό στο βαθμό που δίνει τις πολιτικο-ιδεολογικές και ιστορικές
διαστάσεις της καπιταλιστικής εξουσίας. Η Mc Intoch δέχεται ως ορθή αυτή τη σκέψη, προειδοποιεί όμως ότι η
άποψη του Althusser για
το ρόλο των ΙΜΚ και του Ν. Πουλαντζά για τις «κρατικές λειτουργίες» ενέχει τον
κίνδυνο μιας απομάκρυνσης από τη μαρξιστική ανάλυση κι ενός γλιστρήματος στο
λειτουργισμό. Η ίδια επιστρέφει στις οικονομικές λειτουργίες του κράτους και
περιγράφει τους τέσσερις τρόπους που κατ’ αυτήν, συντηρούν τον κόσμο: «μισθωτή
εργασία, εξάρτηση από την κρατική στήριξη, εξάρτηση από συγγενείς, εξάρτηση από
ιδιωτικές συντάξεις και αποταμιεύσεις». Η σχετική ελαστικότητα των δύο
τελευταίων μας οδηγεί στην εξέταση του κρατικού συστήματος παροχών και της
επίδρασής τους στις γυναίκες. «Από τη μια μεριά, για την αναπαραγωγή της
εργατικής δύναμης, το κράτος στηρίζεται σε ένα σύστημα νοικοκυριού στο οποίο ένας
αριθμός ανθρώπων εξαρτώνται για οικονομική στήριξη από τους μισθούς λίγων
ενηλίκων μελών (κυρίως ανδρών) και «στο οποίο όλοι εξαρτώνται για καθάρισμα,
προετοιμασία φαγητού και τόσα άλλα από την απλήρωτη εργασία κυρίως μιας
γυναίκας».
Παρά το γεγονός όμως ότι το κράτος έρχεται να αναλάβει την
ευθύνη για τη λειτουργία πολλών κοινωνικών υπηρεσιών παροχής φροντίδας κλπ, η
κυρίαρχη ιδεολογία τονίζει ότι αυτές οι λειτουργίες «κανονικά ανήκουν στην
οικογένεια» και ότι «υποκαθιστούν την εργασία που θα έπρεπε αν κάνει μια
νοικοκυρά».
Όσον αφορά στη δημιουργία της οικογένειας το κράτος
παρεμβαίνει όπως στα χρόνια του φεουδαρχισμού παρενέβαινε η Εκκλησία, για να
είναι νομιμοποιημένη η απόκτηση–μεταβίβαση της ιδιοκτησίας. Κατά κύριο λόγο η
δημιουργία της οικογένειας παρέχει ένα πεδίο μέσα στο οποίο ο άνδρας–εργάτης με
τη σειρά του εκμεταλλεύεται τη γυναίκας με τη μορφή της εκμετάλλευσης της
απλήρωτης εργασίας και παροχής ψυχικής ηρεμίας και φροντίδας και διαιώνισής
της. Για αυτό η Mc Intoch
θεωρεί ότι, παρά τις όποιες δευτερεύουσες διευκολύνσεις παρέχονται στη γυναίκα
μέσω του γάμου, είναι «μακροπρόθεσμα καλύτερα για τις γυναίκες ως συν να μην
υπάρχει ο θεσμός του γάμου όπως είναι σήμερα».
Η οικιακή εργασία μετατρέπει τα αγαθά που αγοράζει ο
εργατικός μισθός σε ιδιωτική κατανάλωση εντός του νοικοκυριού ούτως ώστε να
θεωρείται «η μοναδική παραγωγική δραστηριότητα του νοικοκυριού». Έτσι ο
άνδρας-σύζυγος δεν χρειάζεται για την αναπαραγωγή της εργασιακής του δύναμης
μεγάλα ποσά χρημάτων όπως στην περίπτωση της εκτός έδρας μετακίνησης κλπ. Να
λοιπόν πώς η εσωτερική οικιακή εργασία διατηρεί χαμηλά τους μισθούς.
Η βιολογική αναπαραγωγή είναι κι αυτή μια υπόθεση στην οποία
παρεμβαίνει το κράτος ούτως ώστε ν ρυθμίζεται χωρίς προβλήματα το ποσοστό στο
οποίο θα παραχθεί η μελλοντική στρατιά των εργατών στην καπιταλιστική κοινωνία.
Παρεμβαίνει είτε με τη μορφή της «προπαγάνδας υπέρ της γεννητικότητας» (Αγγλία)
είτε μέσω των κοινωνικών επιδομάτων και παροχών, των επιδομάτων ανεργίας κλπ
που αντιπροσωπεύουν «μιαν αναγνώριση των αναγκών που δεν αναγνωρίζει το σύστημα
του μισθού και που αναδεικνύονται από το «ρευστό» και το «σταθερό» εφεδρικό
στρατό εργασίας του Marx».
Η πρόσφατη νίκη του νεοφιλελευθερισμού επί της
σοσιαλδημοκρατικής άποψης και ιδεολογίας περί κράτους πρόνοιας και οι τεράστιες
περικοπές που επιβλήθηκαν στα κοινωνικά επιδόματα, στο σύστημα υγείας και στην
εκπαίδευση δείχνουν ότι, πράγματι, το καπιταλιστικό κράτος παρενέβαινε στο
επίπεδο της κοινωνικής αναπαραγωγής για τη στήριξη του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής. Σήμερα ένα μέρος αυτής της «αποστολής» επανεντάσσεται στα
οικογενειακά και ιδιωτικά πλαίσια.
Όλη αυτή η ανάλυση που υποθέτει ότι το κράτος πρόνοιας του
20ου αιώνα είναι, στην ουσία, λειτουργικό για τον καπιταλιστικό
τρόπο παραγωγής, θυμίζει έντονα τη δομολειτουργική θεωρία που δίνει βάρος στην
ισορροπία κι όχι στην ανατροπή με συνέπειες αντιδιαλεκτικές. Η Mary Mc Intoch εισάγει δυο διαλεκτικά
στοιχεία στην ανάλυση: «Το ένα είναι να επανεκτιμήσουμε τις θεμελιώδεις
αντιθέσεις του τρόπου παραγωγής- να αποδείξουμε π.χ. ότι η συσσώρευση του
κεφαλαίου εντείνει την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής
και στον ιδιωτικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης». Το δεύτερο επεξηγεί την πολιτική
του κράτους για την πρόνοια, την εκπαίδευση, τις γυναίκες. «Ο άλλος κοινός τρόπος
είναι η αντιπαράθεση του αγώνα της εργατικής τάξης στις προσπάθειες της
άρχουσας τάξης να ικανοποιήσει τις ανάγκες του κεφαλαίου και να θεωρήσει την κο ινωνική πολιτική
ως τρόπο εγγύησης των κοινωνικών συνθηκών για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου που
οι ειδικότερες μορφές τους είναι το αποτέλεσμα της ταξικής πάλης».
Το ζήτημα της σοσιαλιστικής φεμινιστικής στρατηγικής
παραμένει άλυτο στο βαθμό που η εμπειρία των κρατών της ανατολικής Ευρώπης
απέδειξε τις τεράστιες δυσκολίες για το απελευθερωτικό εγχείρημα όταν ο
οικονομισμός κυριαρχεί στη θεωρία.
H Varda Burstyn
επιχείρησε να αναλύσει την πραγματικότητα στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού»
από την πλευρά των γυναικών. Κατ’ αρχήν δεν υπάρχει καμιά σημαντική διαφορά (σε
όλες ανεξαίρετα τις χώρες του «υπαρκτού»)σ’ ότι αφορά το κοινωνικό status των γυναικών απ’ ότι
στις δυτικές καπιταλιστικές χώρες, εκτός ίσως από το αυξημένο ποσοστό παντρεμένων
γυναικών που συμμετέχουν στο επί μισθώ εργατικό δυναμικό. Έτσι, οι γυναίκες
«γκετοποιήθηκαν σε επαγγέλματα όπου η εργασία τους τείνει να αντανακλά τους
ρόλους τους ως συντηρήτριες και είλωτες». Αδιάψευστος μάρτυρας της υποδεέστερης
θέσης της γυναίκας, όπως γράφει η Burstyn, έτσι η «πυραμιδωτή έλλειψη των γυναικών από τη βάση της
παραγωγής ως την ελίτ, στις γραμμές της οποίας βρίσκεται απειροελάχιστος
αριθμός γυναικών. Δεν φτάνει μόνο αυτό για να περιγραφεί η κατάσταση των
γυναικών. Στις «μεταβατικές» κοινωνίες, όπως αποκαλεί η Burstyn τις χώρες του «υπαρκτού
σοσιαλισμού» οι γυναίκες υφίστανται και εκεί τη διπλή καταπίεση της μισθωτής
σκλαβιάς και της καταναγκαστικής εσωτερικής οικιακής εργασίας που επιτείνετο
από την έλλειψη καταναλωτικών αγαθών (από το φαγητό ως τις οικιακές συσκευές).
Από την πλευρά της συμμετοχής στην πολιτική ζωή παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο
όπως και στο χώρο της παραγωγής. Έτσι, λοιπόν, γράφει η Burstyn: «Αν και το ποσοστό τους σε
εκλεγμένες θέσεις στα περιφερειακά και εθνικά επίπεδα είναι κάπως μεγαλύτερο
από αυτό των γυναικών στα καπιταλιστικά νομοθετικά σώματα, η ομοιότητα με τα
υπό αμφισβήτηση πολιτικά συστήματα αποκαλύπτει ότι οι θέσεις αυτές είναι
συμβολικές, χωρίς πραγματική εξουσία και επιλεγμένες για την ιδεολογική τους αξία
που καθιστά ικανή την ελίτ να θεωρεί την αντιπροσώπευση των γυναικών ως μια
κατάκτηση της «σοσιαλιστικής κοινωνίας».
Τι ειρωνεία! Λίγα χρόνια μόλις πριν την Burstyn το ΚΚ Ισπανίας στην Απόφαση της
2ης Συνδιάσκεψης για τη Γυναίκα (1978) τόνιζε ότι «με τον
κομμουνισμό θα εμφανιστεί μια γυναίκα καινούρια και οι σχέσεις ανάμεσα σε
άνδρες και γυναίκες θα αποκτήσουν άλλη διάσταση που θα ανεβάσει την ανθρώπινη
ζωή σε ανώτερο επίπεδο».
Η ερμηνεία, και ταυτόχρονα κριτική, που εκφράζεται από την
ανανεωτική, φεμινιστική μαρξιστική άποψη συνοψίζεται στα εξής σημεία:
Α. Η ορθόδοξη παραδοσιακή μαρξιστική άποψη για την ισότητα
της γυναίκας σε αντίθεση με τη φεμινιστική-ριζοσπαστική αλλά και «ανανεωτική»
μαρξιστική άποψη περί γυναικείας απελευθέρωσης, «αρνείται τη δυναμική του
μετασχηματισμού στο γυναικείο αγώνα (…) θέτει το πρόβλημα ως εξομοίωση των
γυναικών προς τους άνδρες αντί για ένα πρόβλημα γυναικών και ανδρών που θα το
επιλύσουν από κοινού αλλάζοντας τις συνθήκες και τις σχέσεις ζωής που
μοιράζονται- από τις απόκρυφες ιδιωτικές ως τις μεγάλης κλίμακας κοινωνικές
αλληλεπιδράσεις τους.
Β. Η «ισότητα» αυτού του τύπου μαζί με τη δέσμευση για μια
«οικογένεια» έστω και «σοσιαλιστικού τύπου» έχουν εξυπηρετήσει την
επανενίσχυση, τη νομιμοποίηση και αναπαραγωγή της διαίρεσης των 2 φύλων στην
εργασία και όχι την αλλαγή της, ενώ ταυτόχρονα απέκρυψε την πραγματικότητά της
και τις δυνατές λύσεις. Το ΚΚΜΒ και η Franky Rickford τονίζουν ξεκάθαρα: «το κίνημα των γυναικών τονίζει την
ενεργητική συμμετοχή στην αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών και απορρίπτει τις
ιεραρχικές δομές, γιατί θεωρεί την υπερνίκηση της αδράνειας και της αδυναμίας,
απαραίτητο στοιχεία για το ξεπέρασμα της καταπίεσης».
Το κράτος όπως αναπτύχθηκε στις κοινωνίες του «υπαρκτού
σοσιαλισμού» στην υπηρεσία της κυρίαρχης γραφειοκρατικής και κομματικής ελίτ
έπρεπε να δημιουργήσει τους θεσμούς εκείνους που θα ενσωμάτωναν στα πλαίσιά του
τις γυναικείες αντιδράσεις και θα προωθούσαν την ισορροπία στο εσωτερικό του,
φροντίζοντας για την παραγωγή όσο και για την κοινωνική αναπαραγωγή. Ταυτόχρονα
η ανδρική κυριαρχία επί των γυναικών ενδυναμωνόταν. Αυτό γινόταν: α) με τον
τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε η δημογραφική επιστήμη και με τη λήψη αποφάσεων
για τη δημογραφική πολιτική στα πλαίσια των πολιτικών γραφείων των κυρίαρχων ΚΚ
στα οποία ούτε λόγος να γίνεται για παρουσία γυναικών (μικρότερη από 2%). Β) με
τον αποκλεισμό από το ιδεολογικό πεδίο του δικαιώματος των γυναικών να ελέγχουν
οι ίδιες τα σώματά τους και τις αναπαραγωγικές τους δυνατότητες και την
εκχώρησή του στην κρατική αρμοδιότητα. Γ) με την έλλειψη μέσων αντισύλληψης (σε
χώρες όπου υποτίθεται ότι η ιατρική επιστήμη σημείωνε τεράστιες προόδους). Δ)
με τη σεξουαλική εκπαίδευση που απέκρυπτε πολλές πλευρές του ζητήματος και ε)
με την καταδίκη της ερωτικής ελευθερίας και του δικαιώματος επιλογής
σεξουαλικού προσανατολισμού ως «αστικής παρακμής».
Συνολικά, η καταπίεση των γυναικών στη σφαίρα της
οικονομίας, του κοινωνικού και του πολιτικού καθώς και του σεξουαλικού
προσανατολισμού, σε συνδυασμό με τις γενικότερες ιστορικές και δομικές
εξελίξεις δεν οδήγησε στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό αλλά στην κυριαρχία του
κόμματος και του κράτους επί της κοινωνίας και διαιώνιση της ανδρικής
κυριαρχίας. Η ομοιότητα με το κράτος πρόνοιας στη Δύση είναι εμφανής. Όπως
εμφανέστερη είναι και η τεράστια διαφορά του βιοτικού επιπέδου που εντείνει την
καταπίεση των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων και ακόμη πιο πολύ των γυναικών.
Συνοπτικά λοιπόν και με τον κίνδυνο της απλουστευτικής
σχηματοποίησης: η παραδοσιακή ορθόδοξη μαρξιστική άποψη που θεωρεί ότι όλα τα
επίπεδα της κοινωνικής δράσης προσδιορίζονται από το οικονομικό αγνοεί τις
ιδιαίτερες μορφές καταπίεσης και ιδιαίτερα των γυναικών και υποστηρίζει την
εξομοίωση ανδρών και γυναικών με την αποδοχή από τις δεύτερες των κυρίαρχων
ανδρικών αξιών, ενώ η ανανεωτική, ριζοσπαστική για τα δεδομένα του μαρξισμού,
άποψη φέρνει στο προσκήνιο και τη γυναικεία καταπίεση ως πρόβλημα μέσα στο
καπιταλιστικό σύστημα και τροποποιεί την παραδοσιακή στρατηγική δίνοντας βάρος
στο συνολικό κοινωνικό μετασχηματισμό με πρωταγωνιστές τα κοινωνικά κινήματα
των πολιτών και με ουσιαστική συνιστώσα το κίνημα της γυναικείας απελευθέρωσης.
V) ΡΙZΟΣΠΑΣΤΙΚΟΣ
ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ (RADICAL FEMINISM)
Το ρεύμα του ριζοσπαστικού φεμινισμού ξεκίνησε ουσιαστικά
μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και πολλές από τις ιδέες του μπορούν να εντοπιστούν
στο έργο των Simon De Beauvoir,
Germaine Greer
κ.α. Η ανάπτυξη αυτού του ρεύματος συντελείται στη δεκαετία 1960-70 και η
κεντρική του θέση καταγράφεται στο μανιφέστο της γυναικείας ομάδαRADICAL FEMINISM)ς NEW YORK REDSTOCKINGS το 1969: «οι
γυναίκες είναι μια καταπιεσμένη τάξη. Η καταπίεσή μας είναι ολική, επιδρώντας
σε κάθε όψη της ζωής μας… Αναγνωρίζουμε ως φορείς της καταπίεσής μας τους
άνδρες. Η ανδρική κυριαρχία είναι η
παλαιότερη, βασικότερη μορφή κυριαρχίας…
Όλοι οι άνδρες αντλούν οικονομικά, σεξουαλικά και ψυχολογικά προνόμια λόγω
της ανδρικής κυριαρχίας. Όλοι οι άνδρες έχουν καταπιέσει τις γυναίκες».Από τότε
ο όρος ριζοσπαστικός φεμινισμός κάλυψε δεκάδες επιμέρους τάσεις που είχαν ένα
βασικό κοινό χαρακτηριστικό: την αντίθεση στην πατριαρχία. Είναι όρος που
καλύπτει θεωρίες των γυναικών, από τις γυναίκες και για τις γυναίκες, οι οποίες
θεωρούνται ως ομάδα κοινών συμφερόντων αντιθετικών ως προς αυτά των ανδρών,
ομάδα που ξεπερνά τα όρια τρων τάξεων και των φυλών. Τέλος, αποδεικνύουν ότι η
ανδρική κυριαρχία δεν είναι πολιτική προορισμένη μόνο για τη δημόσια σφαίρα
αλλά διεισδύει και στις πιο στενές και απόκρυφες σχέσεις των δύο φύλων. Η
πατριαρχία είναι αποτέλεσμα της μυϊκής δύναμης των ανδρών και της αποδοχής της
κοινωνικής βίας. Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός δεν αναγνωρίζει το κράτος ως
καπιταλιστικό που εντείνει την ανδρική κυριαρχία και καταπίεση των γυναικών
αλλά θεωρεί ότι διαμέσου των αιώνων όλα τα κράτη, όλα τα συστήματα (οικονομικά
και πολιτικά) έχουν λειτουργήσει ως μηχανισμού φυλετικής καταπίεσης των
γυναικών υπό την ανδρική κυριαρχία. Αναδεικνύεται έτσι μια νέα ιδεολογία, μια
νέα κουλτούρα, η οποία δεν είναι άλλη από την γυναικεία ιδεολογία και τη
γυναικεία κουλτούρα. Η πατριαρχία στη σύγχρονη εποχή αντιμετωπίστηκε με σκληρούς
γυναικείους αγώνες που είχαν κεντρικό στόχο την εξάλειψη της βίας. Τα κοινωνικά κινήματα για την ειρήνη, για την
παροχή βοήθειας στα θύματα της βίας (ανδρικής και πολεμικής), για την ανάπτυξη
μεθόδων αυτοπροστασίας απέναντι στους βιαστές, ήταν πλαισιωμένα στο συντριπτικά
μεγαλύτερο μέρος τους από ριζοσπάστριες φεμινίστριες. Η ανάπτυξη της επιστήμης
έδινε και δίνει όπλα στις ριζοσπάστριες φεμινίστριες στον αγώνα για τον έλεγχο
της γυναικείας σεξουαλικότητας από τις ίδιες τις γυναίκες καθώς και της βιολογικής
αναπαραγωγής της κοινωνίας μέσα από συλλογική δράση. Προτάθηκαν επίσης
εναλλακτικές μορφές οικογενειακής συμβίωσης. Η Sarah Perrigo γράφει: «ένα μεγάλο
τμήμα της ριζοσπαστικής φεμινιστικής στρατηγικής είναι η οικοδόμηση μιας
εναλλακτικής κουλτούρας- μια αντιηγεμονία στην κυρίαρχη, ανδρικά
προσανατολισμένη κουλτούρα και μια εναλλακτική βιώσιμη θέση έναντι του
σημερινού οικογενειακού συστήματος όπου οι γυναίκες να μπορούν να υποστηρίξουν
η μία την άλλη, να αναθρέψουν αν επιθυμούν τα παιδιά τους και να μάθουν να
αγαπούν και να σέβονται η μία την άλλη, ελεύθερες από ανδρικές παρενοχλήσεις».
Παράλληλα αναπτύχθηκε στις αγγλοσαξονικές χώρες το κίνημα των λεσβιών και ο
λεσβιασμός θεωρήθηκε ως πολιτική πράξη.
Είναι πλέον σαφές ότι η ριζοσπαστική φεμινιστική άποψη για
το κράτος σχετίζεται κυρίως με την αντίθεση ανδρών και γυναικών σε μια δυαδική
κοινωνία στην οποία οι άνδρες κυριαρχούν ως «τάξη» επί της «τάξης» των
γυναικών. Έτσι, το κράτος και ιδιαίτερα το κράτος πρόνοιας θεωρείται ως «η
οργανωμένη από το κράτος ανδρική κυριαρχία πάνω στις γυναίκες, με
εξειδικευμένες πρακτικές στο χώρο της υγείας, των προσωπικών υπηρεσιών και της
παρέμβασης στις ιδιωτικές σχέσεις και την οικογένεια». Οι ριζοσπάστριες
φεμινίστριες θεωρώντας το κράτος ως τον τόπο μέσα στον οποίο ασκείται κατά βάση
η αντρική κυριαρχία που επεκτείνεται ως και στις προσωπικές σχέσεις των δύο
φύλων, αποδέχονται στην ουσία την εργαλειακή αντίληψη για το κράτος. Η τακτική
τους, συνεπώς, συνίσταται στο να αποδείξουν και να καταγγείλουν την πατριαρχική
λογική που διέπει όλες τις παρεμβάσεις των μηχανισμών και υπηρεσιών του κράτους
πρόνοιας.
Η κριτική που ασκήθηκε στο ρεύμα αυτό προήλθε κυρίως από το
χώρο των σοσιαλιστριών και μαρξιστριών φεμινιστριών. Οι φεμινίστριες του ΚΚΜΒ
άσκησαν κριτική στην πολιτική της
απομόνωσης: «Για αυτές τις γυναίκες αυτή η φυγή αντιπροσωπεύει μια δειλή
άρνηση στο να επικοινωνήσουν με τους άνδρες. Πρόκειται για μια απομονωτική
θεώρηση μιας κοινωνίας χωρίς άνδρες(…). Ιστορικά, η πιο βλαβερή επίδραση της
απομονωτικής πολιτικής πάνω στο κίνημα των γυναικών υπήρξε ο καθαρός κι
επίμονος αποκλεισμός των γυναικών που διατηρούσαν σχέσεις με τους άνδρες. (Ο
απομονωτισμός δεν ενδιαφέρεται για καμιά άλλη πλευρά της κοινωνίας παρά μόνο
για εκείνη που αφορά τη σχέση ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες, για αυτό
και δεν υπολογίζει καθόλου τη δουλειά των φεμινιστριών σε κινήματα στα οποία
μετέχουν και οι άνδρες και ιδιαίτερα στα πολιτικά κόμματα». Άρα, λένε οι
μαρξίστριες φεμινίστριες, ο ριζοσπαστικός φεμινισμός δεν ενδιαφέρεται για μια ουσιαστική
πολιτική παρέμβασης στις κρατικές δομές με στόχο την αλλαγή τους στο βαθμό που
θεωρούν το κράτος ως τόπο, ή καλύτερα όργανο, της ανδρικής κυριαρχίας. Η βάση
της στήριξης των «πολεμικών» επιχειρημάτων κατά της πατριαρχίας είναι για τις
ριζοσπάστριες, ο βιολογικός καθορισμός του φύλου και όχι ο κοινωνικός
προσδιορισμός του, όπως αυτή της «απομόνωσης» και της οργάνωσης ενός
«γυναικείου κόσμου» πάνω σε μια «γυναικεία ιδεολογία» και «γυναικεία κουλτούρα»
δεν φαίνεται να έχει λάβει υπόψη της το γεγονός ότι στα πλαίσια πολλών
«αντι-ιεραρχικών» συνομαδώσεων αναπτύσσονται εκ νέου ιεραρχικές σχέσεις που
χαρακτηρίζουν το ανταγωνιστικό σύστημα των ανδρών. Μια κατεύθυνση που μπορεί να
πάρει μια τέτοια στρατηγική μπορεί κάλλιστα να καταλήξει σε ένα σύστημα μητριαρχικής
οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων που, ενδεχομένως, να μην διαφέρει επί της
ουσίας από την πατριαρχική μορφή οργάνωσης.
VI) ΜΑΥΡΟΣ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ (BLACK FEMINISM)
«Οι μαύρες γυναίκες ένοιωσαν να τους έχει ζητηθεί να
εκλέξουν ανάμεσα σε ένα μαύρο κίνημα που πρωταρχικά εξυπηρετούσε τα συμφέροντα
μαύρων αρσενικών πατριαρχών και σε ένα γυναικείο κίνημα που πρωταρχικά
εξυπηρετούσε τα συμφέροντα ρατσιστριών λευκών γυναικών».
Το απόσπασμα αυτό εκφράζει καθαρά τη θέση των «κολασμένων»
της Δύσης και ιδιαίτερα των μαύρων γυναικών στις αγγλοσαξονικές χώρες (κυρίως
ΗΠΑ και Αγγλία). Η τριπλή καταπίεση που υφίστανται οι μαύρες γυναίκες (αλλά και
οι προερχόμενες από Λατινική Αμερική, Ασία κλπ) δηλαδή από εργοδοσία, ρατσιστές
και άνδρες δεν είχε γίνει ως τη δεκαετία του ’60 συνείδηση στο φεμινιστικό
κίνημα. Όπως έγραψε και η Angela Davis: «οι θεωρίες και οι
πρακτικές τους συχνά υπονοούν ότι η καθαρότερη και αμεσότερη πρόκληση στο
σεξισμό είναι εκείνη που δεν σχετίζεται με τη φυλετική και την οικονομική
καταπίεση – λες και θα μπορούσε ποτέ να συμβεί, κάποιες γυναίκες γενικά και
αόριστα, να καταπιέζονται γενικά και αόριστα από το σεξισμό και να αντιδρούν σε
κάποιο γενικό και αόριστο ιστορικό πλαίσιο. Στην πραγματικότητα αυτό το
καθεστώς της αοριστολογίας απαρτίζεται από ένα πολύ συγκεκριμένο σύνολο
συνθηκών: λευκές, μεσοαστές γυναίκες που καταπιέζονται και αντιδρούν στη
σεξιστική συμπεριφορά λευκών μεσοαστών, ανδρών, απαιτούν ισότητα με αυτούς τους
συγκεκριμένους άνδρες. Η προσέγγιση αυτή αφήνει άθικτο το υπάρχον κοινωνικοοικονομικό
σύστημα που υποθάλπει τις ταξικές και φυλετικές προκαταλήψεις». Είναι σαφές ότι
η Davis Μιλάει για το
τμήμα εκείνο του φεμινιστικού κινήματος στις ΗΠΑ που αντιλαμβάνεται το ρόλο του
ως συμπληρωματικού του ανδρικού φιλελεύθερου προτύπου (οργάνωση NOW αρχές δεκαετίες ’60) και
που θεωρούσε ως μεγάλη κατάκτηση του την είσοδο (με διορισμό) στο ανώτατο
δικαστήριο της χώρας μιας γυναίκας (Sandra Day O Connor) ως μέλους του, παραβλέποντας τις πραγματικές συνθήκες
διαβίωσης των εκατομμυρίων μαύρων, αλλά και λευκών, γυναικών. Η αύξηση της
φτώχειας στα στρώματα των μαύρων, η αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών στα
γκέτο των μεγαλουπόλεων και κατά συνέπεια των γυναικών-μητέρων που εξαρτώνται
από τα κοινωνικά επιδόματα τις οδηγούν στην καθημερινή επαφή με τους
μηχανισμούς και τις υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας. Η επαφή αυτή αποδεικνύει
στις μαύρες γυναίκες ότι «ούτε σαν πολίτες αναγνωρίζονται ίσες, ούτε σαν
γυναίκες έχουν το βαθμό της κοινωνικής εξύψωσης που επιφυλάσσει η λευκή
κοινωνία στα πρότυπά της».
Ο μαύρος φεμινισμός αντιτάσσει τον αγώνα ενάντια στο
ρατσιστικό κράτος πρόνοιας. Ο αγώνας αυτός δίνεται από κοινού με τους άνδρες
της εργατικής τάξης, τις λευκές και μαύρες γυναίκες, εργαζόμενες και άνεργες.
Ταυτόχρονα όμως στο εσωτερικό αυτού του μετώπου δίνεται και η μάχη των μαύρων
φεμινιστριών για την απόκρουση της ανδρικής καταπίεσης εναντίον των γυναικών.
«Μερικές συγγραφείς έχουν πρόσφατα προτείνει ότι η κατανόηση των διαφορών των
γυναικών σημαίνει πως η ριζοσπαστική φεμινιστική ιδέα της αδελφότητας, που υποδηλώνει
μια καταπίεση που τη μοιράζονται όλες οι γυναίκες θα ’πρεπε να υποχωρήσει
μπροστά σε αυτήν της αλληλεγγύης που βασίζεται στην πίστη ότι οι αγώνες όλων
των γυναικών διασυνδέονται αλλά δεν είναι οι ίδιοι. Μια τέτοια προσέγγιση θα
επέτρεπε στις γυναίκες να ενωθούν πάνω σε μερικά αιτήματα, θα τους έδινε όμως
προοπτική συμμαχίας τους με άνδρες της δικής τους φυλής ή τάξης πάνω σε άλλα
ζητήματα».
Η ρατσιστική ιδεολογία που φαίνεται να κατευθύνει το κράτος
πρόνοιας στις ΗΠΑ και στη Βρετανία προλειαίνει το έδαφος για να αναδειχθούν
ακροδεξιές απόψεις για τη σεξουαλικότητα των μαύρων γυναικών, να λοιδωρείται ο
τρόπος δημιουργίας των οικογενειών τους και να χαρακτηρίζεται αντεθνική και
αντικοινωνική η συμπεριφορά τους και ο τρόπος ζωής τους. Αποτέλεσμα μιας
τέτοιας αντιμετώπισης είναι η εκμετάλλευση των μαύρων γυναικών ως εργατριών
στον κρατικό μηχανισμό (φθηνά μεροκάματα), η δημιουργία κλίματος διαχωρισμού
και καχυποψίας ανάμεσα στους εργαζόμενους/ες με το σύστημα της
«δειγματοληπτικής» (tokenism)
μεθόδου προσλήψεων. Η προσπάθεια αποκλεισμού τους από τα εκπαιδευτικά
προγράμματα τους αποστερεί την προοπτική κοινωνικής ανόδου. Κατά τη διάρκεια
των οικονομικών κρίσεων μαύρες γυναίκες, ισπανόφωνες και ασιάτισσες, είναι από
τα πρώτα θύματα των μαζικών απολύσεων από τις κρατικές υπηρεσίες.
Μια απόπειρα ανάλυσης από την πλευρά των μαύρων γυναικών του
ρατσιστικού χαρακτήρα του κράτους έγινε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της
Βρετανίας από το Συντηρητικό κόμμα με επικεφαλής την κα Thatcher από την Αγγλονιγηριανή Amina Mama. Η κατεδάφιση του
κράτους πρόνοιας αντιμετωπίστηκε χωρίς ιδιαίτερες κινητοποιήσεις από το
φεμινιστικό κίνημα. H Amina Mama θεώρησε ότι η υποβάθμιση
από τη γραφειοκρατική ρατσιστική διοίκηση των υπηρεσιών πρόνοιας και η βαθμιαία
ιδιωτικοποίηση τους υπονόμευσαν την όποια αξιοπιστία του κράτους πρόνοιας στα
μάτια των μαύρων και γενικότερα των ξένων γυναικών. Η συνέπεια ήταν να θεωρούν
πολλοί, ακόμα και από τους αποδέκτες των υπηρεσιών του κράτους πρόνοιας, ότι
αυτό που δίνεις παίρνεις» ανεξάρτητα από το αν η πραγματικότητα είναι
διαφορετική γιατί και η δημόσια κατοικία και η δημόσια υγεία και όλες οι
υπηρεσίες που πριμοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό έχουν προπληρωθεί
από τους χρήστες μέσω της φορολογίας εισοδήματος και των έμμεσων φόρων. Οι
επιθέσεις της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης στο κράτος πρόνοιας ήταν
αποτελεσματικές γιατί οι νεοφιλελεύθεροι κατανόησαν πολύ σωστά το χαρακτήρα
του. Γράφει η Amina Mama:
«οι διανοούμενες του «δεύτερου κύματος»» του σοσιαλισμού και του φεμινισμού
αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να ανταποκριθούν στην πρόκληση της σύγχρονης
αντίδρασης τουλάχιστον γιατί εν μέρει οι προσεγγίσεις τους δεν έχουν ακόμα
ενσωματώσει τις θεμελιώδεις αντιθέσεις που προκύπτουν από μιαν ανάλυση
φύλου/φυλής/τάξης. Για παράδειγμα, εάν είχαν καταλάβει τι έλεγαν οι μαύρες
γυναίκες για τη διάκριση που έχουν αντιμετωπίσει και αντιμετωπίζουν ακόμη, σε
όλες τις μορφές της διανομής υπηρεσιών θα ήταν ικανές να εξετάσουν το
επιχείρημα που τίθεται εδώ: ότι οι δημόσιες υπηρεσίες ποτέ δεν σκόπευαν να φτάσουν
σε κάποιες ιδιαίτερες ομάδες κοινού. Οι «άξιες» και «ευυπόληπτες» ομάδες,
αναγνωρισμένες προς παροχή καλών υπηρεσιών πρόνοιας, δεν περιλαμβάνουν τις
γυναίκες που δεν ζουν σε παραδοσιακές πυρηνικές οικογένειες και όσους είναι
μαύροι/ες. Πάντοτε υπήρχαν διαβαθμίσεις καταλληλότητας για τους αποκαλούμενους
«δημόσιους πόρους». Παραδείγματα για τη ρατσιστική αντιμετώπιση των μαύρων
γυναικών στη Βρετανία: οι μαύρες γυναίκες με παιδιά που γεννήθηκαν στην ίδια τη
Βρετανία απελαύνονται ή απειλούνται με απέλαση στην περίπτωση που εγκαταλείψουν
την οικογενειακή στέγη λόγω συζυγικής βαναυσότητας ή τοποθετούνται σε καταφύγια
γυναικών που έχουν υποστεί συζυγική βία και τα οποία βρίσκονται στα γκέτο, με
αποτέλεσμα (η συζυγική βία σ.τ.μ.) να παίρνει το χαρακτήρα «μαύρου εγκλήματος».
Η ίδια συγγραφέας παραθέτει στο ίδιο άρθρο την εμπειρία των
γυναικών που δουλεύουν στο κράτος και συμπεραίνει ότι «παρά το ότι εργάζονται
στο δημόσιο τομέα οι γυναίκες και βεβαίως οι μαύρες γυναίκες, δεν έχουν
αναμιχθεί στην επεξεργασία της πολιτικής και στη λήψη των αποφάσεων που αφορούν
την ανάπτυξη των προνοιακών παροχών. Η οργανωσιακή κουλτούρα του δημόσιου τομέα
έχει αναπτυχθεί έτσι ώστε όταν μια παροχή αποφασίζεται να δοθεί, ταυτόχρονα
λαμβάνεται πρόνοια ούτως ώστε αυτοί/ες οι οποίοι/ες θεωρούνται ότι αδικούν
«άλλους/ες να μην απολαμβάνουν τίποτα από την παροχή» με το σκεπτικό ότι «αν
δώσουμε σε έναν από αυτούς ένα σπίτι κατοικήσιμο τότε όλοι θα απαιτήσουν» μιας
και «ο ένας παραμένει πιστός στον άλλο».
Ο μαύρος φεμινισμός, λοιπόν, εγκαλεί τις λευκές φεμινίστριες
όλων των τάσεων γιατί δεν λαμβάνουν υπόψη τους την πολλαπλότητα των παραγόντων
που προσδιορίζουν την κοινωνική καταπίεση των γυναικών. Συνεπώς ένα γυναικείο
κίνημα απελευθέρωσης πρέπει να στοχεύει στην ανατροπή όλων των θεσμών καταπίεσης
και να δίνει μια αντιρατσιστική και αντισεξιστική προοπτική.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ
ΙΟΥΝΙΟΣ 1993
[1] ALAIN
TOURAINE(1981) “THE VOICE ND THE EYE: ANALYSIS OF SOCIAL MOVEMENTS” CAMBRIDGE
UNIVERSITY PRESS
[7] ROY C. MAKRIDΙS (1992) “CONTEMPORARY POLITICAL
IDEOLOGIES: MOVEMENTS AND REFIMES” NEW YORK, HARPER COLLINS, σελ. 120
[9] Α. PHILLIPS (1987) “FEMINISMS AND
EQUALITY” OXFORD BLACKWELL. Περιλαμβάνεται στο “FEMINISMS:
A READER” (1992) MAGGIE HUMM, E. LONDON HARVESTER WHEATSHEAF
[13] ZILLAH
EISENSTEIN (1981) “THE RADICAL FUTURE OF LIBERAL FEMINISM” στο “FEMINISMS: A READER” οεπ
[14] VALERIE BRYSON
“FEMMINISM” (1993) στο συλλογικό “CONTEMPORARY POLITCAL IDEOLOGIES” των ROGER EATWELL και ANTHONY WRIGHT, LONDON, PINTER PUBLISHERS
[17] πρβλ. Στασινοπούλου οεπ
σελ. 122-4
[18] πρβλ. Στασινοπούλου οεπ
σελ. 122-4
[19] MARY Mc INTOSH
“THE STATE AND THE OPPRESSION OF WOMEN” στο A. KYHN AND
A.M. WOLE “FEMINISM AND MATERIALISM” LONDON (1978) ROUTLEDGE AND KEGAN PAUL
No comments:
Post a Comment