Καρλ Μαρξ (1818-1883)
Λίγα λόγια για τον Καρλ Μαρξ και τη βιογραφία του είναι
απαραίτητα για να κατανοήσουμε το έργο του. Γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1818 και
πέθανε στις 14 Μαρτίου 1883. Ήταν το τρίτο από τα 7 παιδιά μιας οικογένειας
προσηλυτισμένων στο Χριστιανισμό (για λόγους ανάγκης συνέχισης της
επαγγελματικής δραστηριότητας του δικηγόρου πατέρα του) Εβραίων της Γερμανίας
που ζούσε στην πόλη Τρίερ της επαρχίας του Κάτω Ρήνου του Βασιλείου της
Πρωσίας. Το σπίτι της οικογένειάς του ήταν ανοιχτό και φιλοξενούσε σημαντικούς
διανοούμενους της εποχής που συνέβαλαν στην διατήρηση μιας πνευματικής
ατμόσφαιρας η οποία παρέσυρε τον Καρλ στην περιπέτεια της γνώσης. Ως τα 13
χρόνια διδάχθηκε κατ’ οίκον μαθήματα και αφού τελείωσε το Γυμνάσιο της πόλης
του εγγράφηκε σε ηλικία 17 ετών στο Πανεπιστήμιο της Βόννης όπου σπούδασε
Νομικά. Έγινε μέλος του Συλλόγου των Φίλων του Οινοπνεύματος της Ταβέρνας του
Τρίερ. Είχε χαμηλές επιδόσεις σε διάφορα μαθήματα γιατί ενδιαφερόταν κυρίως για
την πολιτική φιλοσοφία και τη φιλολογία. Όμως ο πατέρας του δεν το ανεχόταν
αυτό γιατί θεωρούσε πως δε θα μπορούσε να βγάζει τα προς το ζην μόνο με την
ιδιότητα τοπυ διανοούμενου. Γι’ αυτό τον ανάγκασε να μετεγγραφεί στο
Πανεπιστήμιο Friedrich-Wilhelms-Universität του Βερολίνου. Εκεί έγραψε πολλά
ποιήματα και δοκίμια για τη ζωή χρησιμοποιώντας τη θεολογική γλώσσα του
ντεϊσμού που ακολουθούσε ο πατέρας του. Όμως, κάνοντας παρέα με τους Νέους
Εγελιανούς που είχαν ισχυρή ομάδα στο πανεπιστήμιο αυτό, ο Μαρξ ενδιαφέρθηκε
για την αθεϊστική φιλοσοφία. Το 1841 απέκτησε το διδακτορικό δίπλωμά του με τη
διατριβή του για τη Διαφορά μεταξύ της
Δημοκρίτειας και της Επικούριας Φιλοσοφίας της φύσης την οποία όμως υπέβαλε στο Πανεπιστήμιο της Ιένας
λόγω της προειδοποίησης που του απευθύνθηκε ότι επειδή ήταν Νέος Εγελιανός
κινδύνευε με απόρριψη στο Βερολίνο. Στη διατριβή αυτή ο Μαρξ απέδειξε, κόντρα σε παλιότερες έρευνες, ότι
οι θεωρίες του Δημόκριτου και του Επίκουρου δεν ταυτίζονται. Δεν επρόκειτο όμως
για μια απλή θεωρητικού περιεχομένου εργασία αλλά για ουσιαστική παρέμβαση στο
δημόσιο θεωρητικό διάλογο ενός υπό διαμόρφωση κοινωνικού επαναστάτη. Στη δημόσια συζήτηση τότε κυριαρχούσαν οι
επίγονοι και οι μαθητές του Χέγκελ, οι λεγόμενοι «αριστεροί εγελιανοί». Το
πρόβλημα που υπήρχε ήταν η απαλλαγή από την κυριαρχία της θεολογίας και της
θρησκείας γενικότερα, ώστε να κατακτηθεί η πολλά υποσχόμενη «ατομική
αυτοσυνειδησία» του «αυτόνομου υποκειμένου». Ο Μαρξ εντάσσεται αρχικά στη
συζήτηση ως εγελιανός στο βαθμό που μάχεται τη θρησκεία. Έτσι, ο Μαρξ
υποστηρίζει τον Επίκουρο, αντιπαραθέτοντάς τον στο Δημόκριτο, θεωρώντας ότι
χρησιμεύει στην πάλη ενάντια στο απολυταρχικό πρωσικό κράτος, ενάντια στη
θρησκεία και υπέρ της αυτοσυνειδησίας, της ελευθερίας και της αυτονομίας του
ανθρώπου. Προτιμά τον Επίκουρο θεωρώντας ότι η «αισθησιοκρατία» της σκέψης του
προσφέρεται καλύτερα από τον «αγνωστικισμό» του Επίκουρου γιατί έτσι είναι
δυνατή η παραγωγή γνώσης κόντρα στην άγνοια της πίστης. Ο ηθικά ελεύθερος
άνθρωπος του Μαρξ αντιπαρατίθεται ως πρότυπο στον ηθικά υποταγμένο από φόβο
τιμωρίας ή λόγω προσδοκίας ανταμοιβής άνθρωπο της θρησκείας. Στο βιβλίο του Κριτική
της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου διαγράφονται καθαρά
ποιοι είναι οι βασικοί πόλοι θεωρητικών συγκρούσεων σε επίπεδο φιλοσοφίας που
σηματοδοτούν το πέρασμα από τον «υποκειμενικό ιδεαλισμό» (Καντ) στον
«αντικειμενικό ιδεαλισμό» (Καντ) και κατόπιν στον «ιστορικό και διαλεκτικό
υλισμό» (Μαρξ).
Μελετώντας
τον Καντ, ο Μαρξ δεν έμεινε ικανοποιημένος από τις απαντήσεις του στα
φιλοσοφικά ερωτήματα που είχε κατά νου και ιδιαίτερα από τον «ανταγωνισμό
μεταξύ του ‘είναι’ και του ‘δέοντος’». Ο Μαρξ θεωρεί ότι ο Χέγκελ, ξεπερνώντας
τον συνδυασμό «εμπειρισμού» και «ορθολογισμού» του Καντ, άνοιξε το δρόμο στην
κατεύθυνση της εξάλειψης της αλλοτρίωσης του ανθρώπου με το να προσφέρει έναν
τρόπο υπέρβασης και κατάργησης της διχοτόμησης μεταξύ ‘είναι’ και ‘δέοντος’ και
με το να «πραγματοποιήσει τον ιδεαλισμό στην πραγματικότητα».
Ο
Χέγκελ όρισε την αλλοτρίωση ως το προϊόν της μοίρας της ανθρώπινης συνείδησης
που στην πορεία της να πραγματώσει την ιδέα και την απόλυτη γνώση έχασε την
ουσία της μέσω της θρησκείας και της πολιτικής παύοντας να ζει στα πλαίσια της
αρχαίας ελληνικής πόλης σε αρμονία με τον εαυτό του και τους συμπολίτες του.
Ο
Μαρξ αποδεχόμενος την έννοια της αλλοτρίωσης του Χέγκελ, ξεπερνά και ανατρέπει
την ιδεαλιστική λογική του Χέγκελ και την εντάσσει στο πλαίσιο του πραγματικού
ιστορικού, φυσικού και κοινωνικού χώρου. Δηλαδή διαχωρίζει και ανασυνθέτει την
έννοια μέσα από την σύνδεση θεωρίας και πράξης.
Η
αντιστροφή της εγελιανής λογικής από το Μαρξ διαφαίνεται και στην κριτική που
ασκεί στο κράτος και στο δίκαιο. Ο Χέγκελ θεωρεί ότι η κοινωνία των ιδιωτών και
η οικογένεια αποτελούν δημιουργήματα (κατηγορήματα) του κράτους που βρίσκεται
έξω και πάνω από την κοινωνία και εκτός ιστορίας ενώ ο Μαρξ θεωρεί ότι οι
κοινωνικές σχέσεις παράγουν το κράτος και εκφράζονται από αυτό. Επίσης ασκεί
κριτική στην έννοια της «γραφειοκρατίας» του Χέγκελ θεωρώντας την ως
«ιδεαλιστική» στο βαθμό που τονίζει την αφοσίωση της γραφειοκρατίας στη γενική
ευημερία της κοινωνίας. Θεωρεί, δηλαδή, ότι πρόκειται για μάσκα που καλύπτει
τους κοινούς και υλικούς σκοπούς της γραφειοκρατίας. Αντιθέτως, τονίζει ότι «η
δημοκρατία είναι η αληθινή ενότητα του γενικού και του μερικού». Το προλεταριάτο
είναι η μόνη τάξη, που κατά τον Μαρξ, μπορεί να άρει όλες τις αλλοτριωτικές
αντιθέσεις της κοινωνίας, να μετατρέψει την κριτική της θρησκείας σε κριτική
της κοινωνικής δράσης, την κριτική της φιλοσοφίας σε κριτική της ιστορίας και
την κριτική της πολιτικής ζωής σε κριτική της οικονομικής ζωής. Η σκέψη αυτή
προκύπτει από τη βασική αρχή ότι «δεν καθορίζει η συνείδηση των ανθρώπων την
ύπαρξή τους» αλλά, αντιθέτως, «η κοινωνική τους ύπαρξη καθορίζει τη συνείδησή
τους».
Κατά
τον Μαρξ μελετά την κοινωνία του 19ου αιώνα ως μια ιστορική κοινωνία
που έχει απαρχές και τέλος. Η ιστορία και η διαδοχή των κοινωνιών καθορίζονται
από την αλλαγή των τρόπων παραγωγής και την πάλη των τάξεων. Κάθε κοινωνία έχει
τις άρχουσες και τις αρχόμενες τάξεις της με βάση το ποιος κατέχει και
εκμεταλλεύεται τα μέσα παραγωγής. Αφού, λοιπόν, η ιστορία της ανθρωπότητας
είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, οι Καρλ Μαρξ και Φρήντριχ Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο διατύπωσαν την
ανάλυσή τους για τα ιστορικά στάδια ανάπτυξης του καταμερισμού της εργασίας
μεταξύ των τάξεων και της συνακόλουθης σύγκρουσής τους:
1.
Πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία: υπήρχε κοινή ιδιοκτησία στα μέσα
παραγωγής, συλλογικότητα στην κατανάλωση και στην κατανομή των αγαθών και
ισότητα μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Οι ομάδες ζούσαν νομαδική ζωή,
συλλέγοντας καρπούς, κυνηγώντας ή αλιεύοντας και πολεμώντας με τις γειτονικές
φυλές, με ισονομία ανδρών και γυναικών. Με την εμφάνιση της γεωργίας και της
κτηνοτροφίας επιβλήθηκε στοιχειώδης καταμερισμός εργασίας μέσα στο πλαίσιο της
οικογένειας-φυλής και έτσι ξεπήδησαν οι αρχηγοί που επέβαλλαν σύστημα διανομής
του παραγόμενου πλεονάσματος του προϊόντος ανάλογα με την εργασία και την
προσφορά δημιουργώντας τις πρώτες ταξικές αντιθέσεις, τόσο στο εσωτερικό της
φυλής όσο και μεταξύ των φυλών (ταξικοί ανταγωνισμοί και διαφυλετικοί πόλεμοι).
2.
Αρχαία δουλοκτητική κοινωνία: Υπάρχει πλέον ατομική ιδιοκτησία στα μέσα
παραγωγής και, συνεπώς, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Στις πόλεις-κράτη,
αλλά και στα υπόλοιπα γνωστά τότε κράτη, από τη μια πλευρά βρίσκονται οι κύριοι
(δουλοκτήτες) και από την άλλη οι δούλοι. Κατά τον Μαρξ, «ο δούλος μπαίνει σαν
ανόργανη προϋπόθεση στην ίδια μοίρα με τα άλλα φυσικά όντα, πλάι στα ζώα ή σαν
εξάρτημα της γης». Κατά τον Ένγκελς, η δουλεία «μετατρέπει την εργασία σε
υποτιμητική για τους ελεύθερους ανθρώπους απασχόληση και η αντίφαση ανάμεσα
στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις φτάνει σε αδιέξοδο, δε
βοηθάει την ανάπτυξη και πρέπει να καταργηθεί αυτή η σχέση παραγωγής». Εκτός
από τους δούλους, υπήρχαν πολλοί ελεύθεροι αγρότες και βιοτέχνες, καθώς και
όσοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα χρέη του και εκπίπτανε στο status
του προλετάριου στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μεγαλογαιοκτήμονες, έμποροι και
τοκογλύφοι από τη μια πλευρά του ταξικού φράγματος και αγρότες, χειροτέχνες,
δούλοι και προλετάριοι από την άλλη συγκρούονταν με βία (π.χ. εξέγερση δούλων
υπό την ηγεσία του Σπάρτακου) και το κράτος ενισχυόταν για την οργάνωση και
υπεράσπιση του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής και καταμερισμού εργασίας. Η
κατάρρευση του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής επιταχύνθηκε και από τις ξενικές
επιδρομές και από τα σαμποτάζ των δούλων και από την αντίσταση των αγροτών και
των βιοτεχνών.
3.
Φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής: Αγροτικό σύστημα όπου κυριαρχούν οι
φεουδάρχες-γαιοκτήμονες σε βάρος των δουλοπάροικων-αγροτών. Ο καταμερισμός της
εργασίας είναι μικρός. Η εκμετάλλευση των δουλοπάροικων από τους φεουδάρχες (με
τη βοήθεια της εκκλησίας) εκφραζόταν με τη μορφή της γαιοπροσόδου (αγγαρεία /
προσωπική εργασία σε όφελος του αφέντη, προϊόντα / δοσίματα στον αφέντη,
χρήμα). Στις μεσαιωνικές πόλεις υπήρχαν τα στρώματα των χειρωνακτών – τεχνιτών
που ήταν οργανωμένοι σε κλειστές και ιεραρχικά δομημένες συντεχνίες και
προέρχονταν από τις τάξεις των απελεύθερων δουλοπάροικων. Οι έμποροι και οι
χειρώνακτες / βιοτέχνες των πόλεων θα αποτελέσουν τη μαγιά από την οποία θα
δημιουργηθεί η αστική τάξη που θα παίξει επαναστατικό ρόλο στην ιστορία,
σύμφωνα με τους Μαρξ και Ένγκελς ανατρέποντας το φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής
και θα τον αντικαταστήσει με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
4.
Αστική καπιταλιστική κοινωνία: Η κυρίαρχη τάξη είναι η αστική τάξη που
εκμεταλλεύεται το προλεταριάτο, κατέχοντας τα μέσα παραγωγής και ιδιοποιούμενη
την υπεραξία, δηλαδή το μέρος εκείνο της εργασίας του προλεταριάτου που είναι
απλήρωτο. Η νίκη των αστών κεφαλαιοκρατών σε βάρος τόσο της φεουδαρχίας όσο και
των προλεταριακών μαζών επήλθε με την πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου, τις
αποικίες και τη διάλυση των συντεχνιών που προστάτευαν ως ένα βαθμό τους
εργάτες.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Μαρξ προσπαθεί αφ’ ενός να
εξηγήσει τις μεταβολές που υφίσταται η κοινωνική δομή μέσω ενός συστήματος
αιτιών και αποτελεσμάτων που το ονόμασε «διαλεκτικό υλισμό». Στην ουσία, ο Μαρξ
με την επινόηση του όρου αυτού προσπαθεί να μας εξηγήσει ότι υπάρχει ένας
κοινωνικός «νόμος» που εκφράζεται ως «θέση, αντίθεση και σύνθεση».
Αντιστρέφοντας την ιδέα της διαλεκτικής του Χέγκελ για την αιώνια διαδοχή της
θέσης, της αντίθεσης και της σύνθεσης την έστησε στα πόδια της, δηλαδή στο
έδαφος της υλικής πραγματικότητας. Τι συμβαίνει σ’ αυτόν τον κόσμο της υλικής
πραγματικότητας; Κάθε κοινωνικός σχηματισμός διακρίνεται από τον τρόπο
παραγωγής του. Ο τρόπος παραγωγής αποτελεί την οικονομική βάση των μηχανισμών
εκμετάλλευσης. Ο Μαρξ δίνει σ’ αυτό τον παράγοντα την προτεραιότητα. Αυτός
είναι που καθορίζει τα στοιχεία της «υπερδομής», δηλαδή το δίκαιο, την
πολιτική, την κουλτούρα και την ιδεολογία. Όμως, τα στοιχεία της υπερδομής
έχουν τη σχετική αυτονομία τους και δεν αποτελούν άμεση αντανάκλαση των μετασχηματισμών
της οικονομικής δομής, δηλαδή της βάσης του εποικοδομήματος. Το περιεχόμενο του
εποικοδομήματος της κοινωνίας καθορίζεται από τη βάση, όμως η ανάπτυξή του έχει
μια σχετική αυτονομία και το εποικοδόμημα επηρεάζει ενεργά την όλη εξελικτική
πορεία μιας κοινωνίας. Έχουμε μια αλληλεπίδραση όλων των στοιχείων του
εποικοδομήματος. Η αλληλεπίδραση βάσης-οικοδομήματος (ύλης-ιδέας) υπάρχει, τον
καθοριστικό όμως ρόλο τον παίζει η βάση. Σύμφωνα με τον ίδιο το Μαρξ «στην
κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι συνάπτουν συγκεκριμένες σχέσεις
που είναι θεμελιακές και ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, σχέσεις παραγωγής που
ανταποκρίνονται σε ένα συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών
δυνάμεών τους. Το γενικό σύνολο αυτών των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την
οικονομική δομή της κοινωνίας, το πραγματικό θεμέλιο που πάνω σ’ αυτό υψώνεται
μια νομική και πολιτική υπερδομή και στην οποία ανταποκρίνονται συγκεκριμένες
μορφές κοινωνικής συνείδησης.[1]
Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής διαμορφώνει γενικώς τις διαδικασίες της
κοινωνικής, πολιτικής και πνευματικής ζωής. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων
που καθορίζει την ύπαρξή τους αλλά, αντιθέτως, η κοινωνική τους ύπαρξη
καθορίζει τη συνείδησή τους.»
Στο πλαίσιο αυτό, παίρνει συγκεκριμένη μορφή το σχήμα
διαλεκτικής του Μαρξ. «Σε ένα ορισμένο στάδιο της ανάπτυξής τους οι υλικές
παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε σύγκρουση με τις υπάρχουσες
σχέσεις παραγωγής…Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αυτές οι
σχέσεις μετατρέπονται σε εμπόδιά τους. Αρχίζει τότε μια εποχή κοινωνικής
επανάστασης. Με την αλλαγή του οικονομικού θεμελίου ολόκληρη η μεγάλη υπερδομή
μετασχηματίζεται με λιγότερο ή περισσότερο ραγδαίους ρυθμούς.»
Έτσι, ο κάθε φορά ιστορικός τρόπος παραγωγής μιας
ορισμένης εποχής και ενός ορισμένου τόπου δημιουργεί τη δική του κοινωνική δομή
και το εποικοδόμημά της (θέση). Με τη
μορφή της τεχνολογικής προόδου, των νέων βελτιωμένων και αποτελεσματικότερων
μέσων παραγωγής καθώς και των νέων μεθόδων οργάνωσης και διοίκησης της
παραγωγής εμφανίζεται η αντίθεση. Η σύνθεση προκύπτει όταν οι αναδυόμενες
κοινωνικές τάξεις ισχυροποιούν τον πόλο της αντίθεσης σε τέτοιο βαθμό ώστε να
ξεπερνιέται και να καταστέλλεται η αντίσταση και η αντίδραση του παλιού τρόπου
παραγωγής και των τάξεών του και επιβάλλουν τελικά νέο τρόπο παραγωγής και νέα
κοινωνική τάξη πραργμάτων.
Το προλεταριάτο είναι εκείνη η κοινωνική τάξη που
επιφορτίζεται από τους Μαρξ και Ένγκελς με ένα ιστορικό καθήκον, αυτό της
ανατροπής της αστικής τάξης για λογαριασμό τόσο της ίδιας όσο και ολόκληρης της
κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Ένγκελς: «Η βασική ιδέα που κυριαρχεί στο ‘Μανιφέστο’
είναι η ιδέα ότι η οικονομική παραγωγή και η κοινωνική διάρθρωση κάθε ιστορικής
εποχής που προέρχεται απ’ αυτήν αναγκαστικά αποτελούν τη βάση για την πολιτική
και πνευματική ιστορία αυτής της εποχής, ότι σύμφωνα μ’ αυτά…όλη η ιστορία ήταν
ιστορία ταξικών αγώνων…Η εκμεταλλευόμενη και καταπιεζόμενη τάξη (το
προλεταριάτο) δεν μπορεί πια να απελευθερωθεί από την τάξη που την
εκμεταλλεύεται και την καταπιέζει (από την αστική τάξη), χωρίς να απελευθερώσει
σύγχρονα και για πάντα ολόκληρη την κοινωνία από την εκμετάλλευση, την
καταπίεση και τους ταξικούς αγώνες. Αυτή η βασική ιδέα ανήκει αποκλειστικά και
μόνο στον Μαρξ». Αυτή η αποστολή που ανατίθεται στο προλεταριάτο, αν εκπληρωθεί
θα οδηγήσει την ανθρώπινη κοινωνία στην έξοδό της από την προϊστορία και την
είσοδό της στην ιστορία.
Τα
Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα τροφοδότησαν έντονους διαλόγους και
αναθεωρήσεις απόψεων σε όλα τα ρεύματα της αριστεράς και όχι μόνο. Μετά την
ανάγνωση των «Χειρογράφων» δημιουργείται στον αναγνώστη η εντύπωση ότι υπάρχει
μια «τομή» στο έργο του Μαρξ: νεότερος Μαρξ vs. ύστερος Μαρξ. Ο βασικός
υποστηρικτής της θέσης περί «τομής», σε αντίθεση με την επίσημη σταλινική θέση,
ο Λουί Αλτουσέρ, τόνισε ότι πρόκειται για πολιτική διαμάχη που επίδικο
αντικείμενό της έχει την «επαναστατική απελευθέρωση του προλεταριάτου» και ότι
επανεντάσσονται στη συζήτηση οι έννοιες της αλλοτρίωσης και της αποξένωσης που
λείπουν στο έργο ολόκληρων γενιών μαρξιστών από τον Ένγκελς και την Α΄ Διεθνή
ως τη Β΄ Διεθνή και τον Λένιν.
Η
έννοια της αποξένωσης του εργάτη είναι βασική. Ο Μαρξ θεωρεί ότι «όσο αυξάνεται
η αξία του κόσμου των πραγμάτων τόσο ευθέως ανάλογα προχωρά η απαξίωση του
κόσμου των ανθρώπων. Η εργασία δεν παράγει μόνο εμπορεύματα αλλά παράγει τον
εαυτό της και τον εργάτη ως εμπόρευμα». Έτσι, «το αντικείμενο που παράγεται από
την εργασία αντιμετωπίζεται ως κάτι ξένο, ως μια δύναμη ανεξάρτητη από τον
παραγωγό». Ο εργάτης, συνεπώς, ούτε ελέγχει τη μοίρα του προϊόντος που παράγει
ούτε έχει κάποιο όφελος απ’ αυτό. Εξάλλου, από τη στιγμή που η εργασία είναι
υποχρεωτική δεν προσφέρει ουσιαστική ικανοποίηση και γίνεται μέσο για ένα σκοπό
αντί να γίνεται σκοπός η ίδια. Η αλλοτριωμένη εργασία μετατρέπει το ανθρώπινο
γένος σε ένα απλό μέσο της ατομικής ύπαρξης και αποξενώνει τον άνθρωπο από τα
κοινωνικώς δημιουργούμενα χαρακτηριστικά του. Ο άνθρωπος αποξενώνεται από τον
άνθρωπο καθώς όλες οι ανθρώπινες σχέσεις στον καπιταλισμό τείνουν να αναχθούν
σε λειτουργίες της αγοράς παρ’ όλο που το σύνολο των οικονομικών σχέσεων
αποτελούν κοινωνικές σχέσεις. Και σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Μαρξ: «Η
αποξενωμένη δηλαδή εργασία αποξενώνει τη φύση, από τον άνθρωπο, τον άνθρωπο από
τον εαυτό του, αλλά και τον άνθρωπο από το είδος του…Τα ζώα παράγουν σύμφωνα με
τα πρότυπα και τις ανάγκες του είδους στο οποίο ανήκουν, ενώ ο άνθρωπος είναι
ικανός να παράγει σύμφωνα με τα πρότυπα κάθε είδους και να επιβάλλει σε κάθε
αντικείμενο το φυσικό του πρότυπο. Γι’ αυτό ο άνθρωπος παράγει επίσης σύμφωνα
με τους νόμους της ομορφιάς…μέσα από την εργασία του η φύση εμφανίζεται σαν
δικό του έργο και δική του πραγματικότητα. Το αντικείμενο της εργασίας είναι,
άρα, η αντικειμενοποίηση της ειδολογικής ζωής του ανθρώπου: γιατί ο άνθρωπος
αναπαράγει τον εαυτό του όχι μόνο πνευματικά στη συνείδησή του, αλλά δραστήρια
και ουσιαστικά και μπορεί έτσι να κοιτάζει τον εαυτό του, σ’ ένα κόσμο που ο
ίδιος δημιούργησε…Τελικά αποξενώνεται ο άνθρωπος και από τους άλλους ανθρώπους,
όταν συγκρούεται με τον εαυτό του και έτσι όλοι οι άνθρωποι είναι αποξενωμένοι
από την ουσία του ανθρώπου».
Στο
τέλος των Χειρογράφων, ο Μαρξ
επανέρχεται στην κριτική της διαλεκτικής του Χέγκελ και της φιλοσοφίας γενικά,
με αφορμή την Φαινομενολογία του
Πνεύματος. «Ο Hegel διαπράττει ένα διπλό σφάλμα…όντας ο ίδιος ως
φιλόσοφος μια αφηρημένη μορφή αποξενωμένου ανθρώπου, ορθώνει τον εαυτό του σαν
μέτρο του αποξενωμένου κόσμου. Ολόκληρη η ιστορία της αλλοτρίωσης και ολόκληρη
η αναίρεση αυτής της αλλοτρίωσης δεν είναι έτσι τίποτα περισσότερο από την
ιστορία της παραγωγής της αφηρημένης, δηλαδή της απόλυτης σκέψης, της λογικής,
θεωρητικής σκέψης…Η ανθρωπιά της φύσης και της φύσης όπως παράχθηκε από την
ιστορία των προϊόντων του ανθρώπου είναι φανερή από το γεγονός ότι είναι
προϊόντα του αφηρημένου πνεύματος, οντότητες της σκέψης. Η Φαινομενολογία είναι συνακόλουθα κρυφή και απατηλή κριτική, κριτική
που δεν κατάκτησε την αυτοσαφήνεια…δηλαδή το αποτέλεσμα είναι η διαλεκτική της
καθαρής σκέψης…Η μόνη εργασία που ξέρει να αναγνωρίζει ο Hegel
είναι η αφηρημένη πνευματική εργασία… έτσι παρουσιάζει και τη δική του
φιλοσοφία σαν ολόκληρη τη φιλοσοφία…Ακόμη και ο άνθρωπος θεωρείται σαν μη
αντικειμενική, πνευματική ύπαρξη…Για τον Hegel, η ανθρώπινη φύση, ο
άνθρωπος, είναι ισοδύναμος προς την αυτοσυνείδηση…Μια μη αντικειμενική ύπαρξη
είναι μια μη ύπαρξη…Η ιστορία είναι η αληθινή φυσική ιστορία του ανθρώπου…Ο
τρόπος με τον οποίο η συνείδηση υπάρχει, και με τον οποίο υπάρχει κάτι για τη
συνείδηση, είναι η γνώση. Η γνώση είναι η μοναδική της πράξη…Μπορούμε τώρα να
εξετάσουμε τις θετικές ροπές της χεγκελιανής διαλεκτικής, μέσα στα
προσδιοριστικά όρια της αποξένωσης…όπως ο αθεϊσμός σαν ξεπέρασμα του Θεού είναι
η εμφάνιση στο προσκήνιο του θεωρητικού ανθρωπισμού κι ο κομμουνισμός σαν
ξεπέρασμα της ατομικής ιδιοκτησίας είναι η διεκδίκηση της πραγματικής
ανθρώπινης ζωής σαν ιδιοκτησία του ανθρώπου, η εμφάνιση δηλαδή του πρακτικού
ανθρωπισμού. Ο αθεϊσμός είναι ο ανθρωπισμός που συνδέεται με τον εαυτό του μέσα
από το ξεπέρασμα της ατομικής ιδιοκτησίας…αλλά ο αθεϊσμός και ο κομμουνισμός
δεν είναι φυγή, δεν είναι αφαίρεση, δεν είναι απώλεια του αντικειμενικού κόσμου
που δημιούργησε ο άνθρωπος, ή των ουσιαστικών του δυνάμεων που προεκτείνονται
στην αντικειμενικότητα, δεν είναι μια άθλια επιστροφή στην αφύσικη, πρωτόγονη
απλότητα. Είναι μάλλον η πρώτη πραγματική εμφάνιση, η αληθινή πραγμάτωση του
ανθρώπου, η επαλήθευση της ανθρώπινης ουσίας του…Ο Hegel όμως βλέπει την εργασία –
μέσα στην αφαίρεση – σαν πράξη αυτοδημιουργίας του ανθρώπου, τη σχέση του
ανθρώπου προς τον εαυτό του τη βλέπει σαν αλλότρια ύπαρξη και την εκδήλωση του
εαυτού του σαν αλλότρια ύπαρξη, σαν την εμφάνιση της ειδολογικής συνείδησης και
ειδολογικής ζωής…Είναι η αφηρημένη, καθαρή απόλυτη ύπαρξη του ανθρώπου (σε
διάκριση από τον εαυτό του), που περνά μέσα από τη διαδικασία αυτή…αλλά για το Hegel το
υποκείμενο που γνωρίζει τον εαυτό του σαν απόλυτη αυτοσυνείδηση είναι έτσι ο
Θεός, απόλυτο πνεύμα, η αυτογνωριζόμενη και αυτοεκδηλωνόμενη ιδέα. Ο
πραγματικός άνθρωπος και η πραγματική φύση γίνονται απλά κατηγορούμενα, σύμβολα
αυτού του άδηλου, μη πραγματικού ανθρώπου και αυτής της μη πραγματικής φύσης.
Έτσι υποκείμενο και κατηγορούμενο στέκονται σε μια σχέση απόλυτης αντιστροφής
μεταξύ τους…Το θετικό επίτευγμα του Hegel στη θεωρητική του λογική
είναι που παρουσιάζει καθορισμένες έννοιες, τις παγκόσμιες σταθερές
μορφές-σκέψεις, ανεξάρτητες από τη φύση και το πνεύμα, σαν αναγκαίο αποτέλεσμα
της καθολικής αποξένωσης της ανθρώπινης ύπαρξης και σκέψης και τις
αντιλαμβάνεται σαν ροπές στη διαδικασία της αφαίρεσης. Για παράδειγμα, ύπαρξη
ξεπερασμένη είναι η ουσία, ουσία ξεπερασμένη είναι η αντίληψη, η αντίληψη
ξεπερασμένη είναι…η απόλυτη ιδέα. Αλλά τι είναι η απόλυτη ιδέα; Είναι
υποχρεωμένη να ξεπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό ξανά για να μη μείνει μια
αφαίρεση. Πρέπει η αφαίρεση να εγκαταλείψει τον εαυτό της – την αφαίρεση – κι
έτσι φτάνει σε κάτι που είναι ακριβώς το αντίθετό της, στη φύση…Η αφηρημένη
ιδέα, που άμεσα γίνεται ενόραση δεν είναι, εντελώς απλά, τίποτες περισσότερο
από αφηρημένη σκέψη, που εγκαταλείπει τον εαυτό της και αποφασίζει να ασχοληθεί
με την ενόραση…Το μυστικιστικό συναίσθημα που οδηγεί το φιλόσοφο από την
αφηρημένη σκέψη στην ενόραση είναι η ανία, η επιθυμία για κάποιο περιεχόμενο…Οι
σκέψεις του είναι έτσι σταθερά φαντάσματα που υπάρχουν έξω από τη φύση και τον
άνθρωπο…Ο αφηρημένος στοχαστής που καταφεύγει στην ενόραση ενοράται τη φύση
αφηρημένα».[2]
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ
[1] Εδώ χρειάζεται να ειπωθεί
ότι η θεωρία για τη σχέση βάσης-εποικοδομήματος έχει προκαλέσει πολλές
παρερμηνείες και έχει συμβάλλει στη δημιουργία διαφορετικών σχολών μαρξιστικής
σκέψης. Η κύρια διαμάχη αφορά το κατά πόσον υπάρχει ολοκληρωτικός καθορισμός του
εποικοδομήματος από τη βάση ή το εποικοδόμημα διαθέτοντας σχετική αυτονομία
καθορίζεται μόνο σε τελευταία ανάλυση από την οικονομική βάση. Οι διαφορετικές
αυτές προσεγγίσεις είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία διαφορετικών πολιτικών
ρευμάτων και τη διατύπωση διαφορετικών πολιτικών στρατηγικών.
[2] Μαρξ-Ένγκελς, (χ.χ.) Διαλεκτά έργα. Αθήνα:
Εκδ. Γνώσεις. Μαρξ Κ. (1995), Οικονομικά και Φιλοσοφικά χειρόγραφα.
Αθήνα: Εκδ. Γλάρος. Marx Κ. (1974) Θέσεις πάνω στον Φόιερμπαχ. Αθήνα:
Εκδ. Διογένης. Marx K. & Engels Fr., (1978) Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του
Δικαίου. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση. Marx K. & Engels F. (1979) Η Γερμανική Ιδεολογία. 2 τόμοι.
Αθήνα:. Εκδ. Gutenberg Marx K. & Engels Fr. (1983) Το
Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος. Αθήνα: Εκδ. Θεμέλιο.
No comments:
Post a Comment