Friday, May 08, 2020

"Τεχνοκρατικές και τεχνολογικές ουτοπίες" του Θανάση Τσακίρη Aθήνα, Μάιος 2007


Τεχνοκρατικές και τεχνολογικές ουτοπίες



του Θανάση Τσακίρη

Aθήνα, Μάιος 2007




1.     Ορισμός της γραφειοκρατίας και της τεχνοκρατίας
2.     Θεωρίες για τη γραφειοκρατία
3.     Θεωρίες για την τεχνοκρατία
4.     Συμπεράσματα




1. Ορισμός της γραφειοκρατίας και της τεχνοκρατίας




Η εργασία αυτή αποσκοπεί να διερευνήσει το κατά πόσον στα πλαίσια του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος αναπτύσσεται τάση για υπερίσχυση της τεχνοκρατικής λογικής σε βάρος της παραδοσιακής συνδικαλιστικής λογικής της γραφειοκρατίας που θεωρείται ότι κυριαρχούσε καθ’ όλη την περίοδο, που έχει χαρακτηριστεί από τους ασχοληθέντες ως «οργανωμένος καπιταλισμός».[1]

Ο όρος γραφειοκρατία αναφέρεται στη μορφή οργάνωσης «που χαρακτηρίζεται από συγκεντρωτισμό, ιεραρχία, εξουσία, πειθαρχία, κανόνες, καριέρα, καταμερισμό εργασίας, θητεία». Προϋπόθεση είναι να ορίζονται σαφείς διαδικασίες επικοινωνίας και σαφείς προδιαγραφές εξουσίας, αρμοδιότητας και ευθύνης, που μειώνουν σε μεγάλο βαθμό, φαινόμενα ευνοιοκρατίας, διακρίσεων και εξουσιαστικών αυθαιρεσιών. Παράλληλα προϋποτίθενται οι έννοιες της ειδίκευσης και της εμπειρίας. Η εξουσία βασίζεται στην ορθολογική και κανονιστική κωδικοποίηση. Τα όρια κάθε εργασίας ορίζονται μέσω του καταμερισμού και των προδιαγραφών εργασίας και του καθορισμού λειτουργικών τμημάτων. Τα όρια της εξουσίας προσδιορίζονται για το κάθε μέλος απρόσωπα και τα μέλη είτε διορίζονται είτε εκλέγονται. Κάθε γραφειοκρατική θέση διαθέτει συγκεκριμένη εξουσία. Η εξουσιαστική ιεραρχία αποτελεί σαφώς προσδιορισμένη αλυσίδα εντολών και ελέγχου. Ο συγκεντρωτισμός παρέχει στη διεύθυνση τη δυνατότητα συντονισμού των λειτουργιών και εργασιών της οργάνωσης. Οι κανόνες, τα κίνητρα για την υποταγή στους κανόνες, η ύπαρξη χρονικά καθορισμένης θητείας και ο έλεγχος του εσωτερικού περιβάλλοντος της οργάνωσης συμβάλλουν στη σταθερότητα και στην προβλεψιμότητα. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία και λειτουργία μιας ελεγχόμενης εσωτερικά οργάνωσης που λειτουργεί αποτελεσματικά στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σταθερού περιβάλλοντος.[2]

O όρος πρωτοεμφανίστηκε σε μια επιστολή του Γάλλου Βαρόνου Ντε Γκριμ με ημερομηνία 1 Ιουλίου 1764: «Μας έχει γίνει έμμονη η ιδέα της ρύθμισης και οι Υπουργοί μας αρνούνται να καταλάβουν ότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός υποθέσεων και πραγμάτων με τα οποία η κυβέρνηση ενός μεγάλου κράτους δεν θα πρέπει να ασχολείται». Ο Ζαν Κλοντ Μαρί Βενσάν ντε Γκουρνέ τόνιζε ότι υπάρχει ένα τρίτο ή τέταρτο στρώμα κυβέρνησης, που έχει προσβληθεί από ‘γραφειομανία’, η ‘γραφειοκρατία’.

Ο όρος τεχνοκρατία αναφέρεται σε μια σειρά από καταστάσεις και παίρνει κάθε φορά θετικό ή αρνητικό πρόσημο ανάλογα με τη χρήση του. Σύμφωνα με τον Νίτσε όροι που αφορούν διαδικασίες δύσκολα συλλαμβάνονται ως έννοιες, δηλαδή οριστικά και οικουμενικά αναγόμενες σε συγκεκριμένες λειτουργίες και πράξεις. Η τεχνοκρατία είναι ένας τέτοιος όρος και γίνεται κατανοητή τόσο ως δομή/διαδικασία όσο και ως ιδεολογία/δόγμα.[3]  Έτσι, μπορούμε να αναφερθούμε στην τεχνοκρατία ως την κατάσταση εκείνη στην οποία οι «ειδικοί» (“experts”) της τεχνολογίας και των εφαρμοσμένων επιστημών διοικούν ή διαχειρίζονται την οικονομία αντί των ιδιωτών κεφαλαιοκρατών.[4] Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον William H. Smith το 1919.[5] Αυτή η άποψη στηρίχθηκε επίσης από το τεχνοκρατικό κίνημα και την οργάνωση Technocracy, Inc. που θεωρούσε ότι η σύγχρονη τεχνολογία και η κυβέρνηση που οργανώνεται σε επιστημονική βάση μπορεί να οδηγήσει στην κοινωνία της αφθονίας.


2. Θεωρίες για τη γραφειοκρατία


Μια απλή αλλά ουσιαστική περιγραφή της λέξης «γραφειοκρατία» είναι αυτή που την ορίζει ως «διακυβέρνηση που ασκείται μέσω της χρήσης του γραπτού λόγου, η οποία παρέχει τη βάση για ένα ορθολογικό-νομικό τύπο εξουσίας ή ‘εξουσίας του νόμου’».[6] Η γραφειοκρατία αφορά την οργάνωση στην οποία η εξουσία ασκείται από ένα σύνολο «γραφειοκρατών» που πίσω από τα γραφεία τους, όχι μόνο με την υλική έννοια, καταστρώνουν και θέτουν σε εφαρμογή σχέδια, στρατηγικές, πολιτικές και κανόνες και απαιτούν την προσήλωση όλων των υφιστάμενων στην τήρησή τους.  άσκηση εξουσίας σ’ αυτές τις οργανώσεις διακρίνεται από σταθερότητα και διάρκεια που αντέχει σε δύσκολες περιστάσεις (πολιτικές αναταραχές, ακόμη και μετά από επαναστατικές ανατροπές).
Σύμφωνα με τον Κ. Μαρξ, η κρατική γραφειοκρατία μιλώντας περί υπεράσπισης του γενικού συμφέροντος ουσιαστικά «φωτογραφίζει» το ιδιαίτερο συμφέρον της, δηλαδή τη διαιώνιση της ισχύος της και των επιμέρους συντεχνιακών συμφερόντων της παρουσιάζοντάς τα σαν μια πλασματική γενικότητα.[7] Στοχεύει στην παγίωση της κοινωνικής ταξικής διαίρεσης έτσι ώστε κι η ίδια ως κοινωνική κατηγορία να παραμένει απρόσβλητη. Η γραφειοκρατία παραμένει το κατεξοχήν βασίλειο της αναρμοδιότητας που ανάγεται σε σύστημα. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της γραφειοκρατίας είναι το «μυστικό», δηλαδή η γνώση των «μυστικών» της εξουσίας και των διαδρόμων της. Από αυτά τα χαρακτηριστικά πηγάζουν δύο ακόμη χαρακτηριστικά: ο φετιχισμός της εξουσίας και ένα δίπολο χυδαίο υλισμού/χυδαίου ιδεαλισμού (κυνήγι της θέσης με ισοπέδωση των υπόλοιπων ανταγωνιστών/υποκριτική επίκληση του γενικού συμφέροντος που συγκαλύπτει τη λειτουργία της γραφειοκρατίας υπέρ των ιδιοτελών συμφερόντων της). Ο Κ. Μαρξ, επομένως, θεωρεί τη γραφειοκρατία «παρασιτικό» στρώμα της κοινωνίας.

Ο M.Weber προσπαθώντας με τη σειρά του να κατανοήσει τους τρόπους λειτουργίας του καπιταλισμού και της γραφειοκρατίας ως μοναδικού φαινομένου που δεν συναντάται σε άλλη ιστορική περίοδο ή σε άλλο πολιτισμό της γης με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά χρησιμοποίησε τη γνωστή μέθοδό του για την κατασκευή των «ιδεοτύπων»: ένας ιδεότυπος κατασκευάζεται «με το μονόπλευρο τονισμό μιας ή περισσότερων απόψεων και με τη σύνθεση ενός μεγάλου αριθμού διάχυτων, ξεχωριστών, λίγο ή πολύ παρόντων, και ενίοτε απόντων, συγκεκριμένων ιδιαίτερων φαινομένων, που ταξινομούνται σύμφωνα με εκείνες τις μονόπλευρες απόψεις σε μια ενιαία αναλυτική κατασκευή (Gedankenbild). Στην εννοιολογική της καθαρότητα αυτή η πνευματική κατασκευή (Gedankenbild) δεν μπορεί πουθενά να βρεθεί εμπειρικά στην πραγματικότητα. Πρόκειται για μια ουτοπία. Η ιστορική έρευνα αντιμετωπίζει το καθήκον να προσδιορίζει, σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση, το βαθμό στον οποίο αυτή η ιδεατή κατασκευή προσεγγίζει την πραγματικότητα ή αποκλίνει από αυτήν.»[8]

Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία και λειτουργία μιας ελεγχόμενης εσωτερικά οργάνωσης που λειτουργεί αποτελεσματικά στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σταθερού περιβάλλοντος. Όμως, η γραφειοκρατία δεν είναι απλώς και μόνο ένα εργαλείο της διοίκησης, άρτιο και ουδέτερο˙ δεν είναι απλώς μια ομάδα στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου και του κάθε φορά χρήστη της υπηρεσίας. Συχνά, η γραφειοκρατία καταλήγει στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης κοινωνικής κατηγορίας που, μέσα από τη διατήρηση της και τη διεύρυνση του πλαισίου αρμοδιοτήτων της, κατοχυρώνει τυπικά και ουσιαστικά τα ιδιαίτερα συμφέροντα της, επιβάλλει τις δικές της αξίες και πρακτικές (πίστη στην ανωτερότητά της, την εμπειρογνωμοσύνη και την αμεροληψία της).[9]

Επιχειρήματα υπέρ και κατά της γραφειοκρατίας[10]


Υπέρ                                                                 Κατά
·  Τεχνική αποτελεσματικότητα
·  Καταρτισμένη ανικανότητα.
·  Μεγιστοποίηση ασφάλειας θέσεων εργασίας
·    Υπερβολικός κομφορμισμός
·  Ορθολογικότητα αντί παραδοσιοκρατίας
·    Εκπαίδευση γραφειοκρατών στην απρόσωπη μεταχείριση των πολιτών/χρηστών, στην ελαχιστοποίηση των ατομικών διαφορών, στη μεγιστοποίηση των αφηρημένων κατηγοριών.
·  Αντιμετώπιση των πολιτών/χρηστών υπηρεσιών ως ίσων κι εξάλειψη ευνοιοκρατίας και πελατειακών σχέσεων
·    Προσκόλληση στις οδηγίες/διαδικασίες ακόμη και αν οδηγούν σε παράλογες αποφάσεις
·  Καθιέρωση και αυστηρός ορισμός ξεκάθαρων και σαφών διοικητικών επιπέδων που καθιστούν τη γραφειοκρατία αξιόπιστη και αποτελεσματική οργάνωση
·    Γραφειοκράτης εκπρόσωπος του κύρους του οργανισμού/υπηρεσίας έναντι των πολιτών/χρηστών
·  Η αξία (ταλέντο, προσόντα) αντικαθιστά την καταγωγή στην πρόσληψη και την προαγωγή


Όμως, η θεωρία της γραφειοκρατίας του Weber δεν έμεινε εκτός πεδίου κριτικής.[11] Η εικόνα της ενιαίας γραφειοκρατίας που βγαίνει μέσα από την ιδιοτυπική περιγραφή της υπέστη κριτική από μελετητές, όπως ο Michael Mann αλλά και από μαρξιστές. Βέβαια, και ο ίδιος ο Weber τόνιζε ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ιδανική γραφειοκρατική οργάνωση. Ποια προβλήματα μπορούν να προκύψουν στην πραγματικότητα; Η κάθετη εξουσιαστική ιεραρχία μπορεί να καταστεί «χαοτική», κάποια «γραφεία» να μη λαμβάνονται υπόψη στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, και τα «γραφεία» να ερίζουν μεταξύ τους για τις αρμοδιότητες. Ακόμη, μπορεί να μην είναι σαφή τα όρια των αρμοδιοτήτων, ή να δίνεται προτεραιότητα στην ίδια την απόφαση και να αγνοούνται οι συνέπειες της απόφασης (κοινωνικές, πολιτικές κ.α.). Μπορεί να κυριαρχούν ο νεποτισμός, η διαφθορά, η κομματική φατριαστική νοοτροπία, κατάστάσεις δηλαδή που ακυρώνουν την αρχή του απρόσωπου χαρακτήρα της γραφειοκρατίας και την αρχή της αξιοκρατίας των προσλήψεων και προαγωγών και ως αποτέλεσμα όλων αυτών να δημιουργείται ολιγαρχική τάση για τη θεραπεία αυτών των νοσηρών καταστάσεων. Οι γραφειοκράτες μπορεί να αποφεύγουν να πάρουν τις ευθύνες τους και να κρύβονται πίσω από την ανωνυμία ή να φροντίζουν να εξαφανίζουν τεκμήρια ή να μην τα παράγουν ποτέ. Μπορεί να υπάρχει τόσο στενή εξειδίκευση ρόλων και αρμοδιοτήτων που να ωθούν στο στένεμα των αντιλήψεων των γραφειοκρατών και να μην αντιλαμβάνονται το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο των ενεργειών τους. Μπορεί οι γραφειοκράτες να διακατέχονται από αρτηριοσκληρωτικές αντιλήψεις, να κωλυσιεργούν και να προσπαθούν να εμποδίσουν ή να καθυστερήσουν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και αλλαγών ή τέλος να αλλοιώνουν το χαρακτήρα ακόμη και των πιο ριζοσπαστικών και επαναστατικών μεταρρυθμίσεων. Μπορεί οι γραφειοκράτες να επιδεικνύουν αξιοπερίεργο ζήλο για την ενότητα της γραφειοκρατικής οργάνωσης και να αποφεύγουν την έκφραση οποιασδήποτε κριτικής είτε για τη δομή ή για τις αποφάσεις της. Εξίσου σημαντική είναι η τάση δημιουργίας φαύλων κύκλων καθώς η γραφειοκρατία προωθεί τη δημιουργία νομικά περίπλοκων κανόνων και διαδικασιών που έχουν αρνητικές συνέπειες για το συντονισμό των ενεργειών της οργάνωσης και αυτό σημαίνει τη δημιουργία νέων κανόνων και διαδικασιών που τροποποιούν, μετασχηματίζουν ή/και ακυρώνουν παλιότερους. Η συνεχής νομοπαραγωγική διαδικασία της γραφειοκρατίας παράγει ολοένα και πιο αντιφατικούς κανόνες. [12] Στην ολοένα και πιο ακραία εκδοχή της χάνονται τα άτομα και τα κοινωνικά υποκείμενα από το γραφειοκρατικό ορίζοντα καθιστάμενα άψυχα και απρόσωπα αντικείμενα.[13]

 

Από μαρξιστική σκοπιά, η καθοριστική αντίθεση στην καπιταλιστική κοινωνία είναι αυτή μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων και οι ταξικοί αγώνες που απορρέουν από αυτή την αντίθεση, η γραφειοκρατία είναι αποτέλεσμα της ασυμβίβαστης σύγκρουσης των κοινωνικών υποκειμένων για τον προσδιορισμό των αναγκών και την εξουσία για την κατανομή των πόρων. Η γραφειοκρατία, σύμφωνα με αυτή τη λογική, μεσολαβεί και μετατρέπει τα κοινωνικά προβλήματα και τις αντίστοιχες ανάγκες σε «αντικειμενικές διαδικασίες, ρόλους και διεργασίες που αποτρέπουν την έκρηξη των διαρκών  και, συχνά, αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ κοινωνικών τάξεων και ομάδων. Οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί αναδύονται όσο καμία πλευρά δεν είναι σε θέση να επιβάλλεται ανεμπόδιστα, διαρκώς και ολότελα στην άλλη κι έτσι η δύναμή της βρίσκεται στο ρόλο του «ανεξάρτητου μεσολαβητή» που παίζει. Στο φινάλε, η γραφειοκρατία ουσιαστικά εξυπηρετεί την ισχυρότερη ομάδα αλλά δεν την διευκολύνει στην άμεση και ολοκληρωτική επιδίωξή της να κατισχύσει φανερά και απόλυτα. Γι’ αυτό, σύμφωνα με την ανάλυση των μαρξιστών, η κριτική της γραφειοκρατίας πρέπει να αποτελεί μέρος της κριτικής της κατάστασης της ανισότητας και ο αγώνας εναντίον της γραφειοκρατίας καθίσταται αγώνας κατά των συστημικών ανισοτήτων. Η κριτική της γραφειοκρατίας που δε λαμβάνει υπόψη της αυτό το γενικότερο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των ανισοτήτων που επιφέρει στην κοινωνία και απλώς εκφράζει την απαίτηση της άσκησης αδιαμεσολάβητης και ανεμπόδιστης ιδιωτικοποιημένης κυριαρχίας, με άλλα λόγια ασκείται κριτική από (νέο) φιλελεύθερη σκοπιά. Στο μεταξύ τα μέσα που παρέχει η γραφειοκρατία, όσο και αντιφατικά και αν είναι, μπορεί σε κάποια φάση να φανούν χρήσιμα για την άμυνα των λιγότερο προνομιούχων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων και του «γενικού συμφέροντος» ακόμη και για την αμφισβήτηση των κυρίαρχων τάξεων και των σχέσεων εξουσίας., καθώς οι νόμοι, οι κανονισμοί και γενικότερα το συνταγματικό θεσμικό πλαίσιο μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον της κυρίαρχης τάξης επειδή θέτουν στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα του δημόσιου ελέγχου στην εξέλιξη των κοινωνικών διεργασιών  και των γενικότερων κοινωνικών διαδικασιών.[14] Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της χρήσης από το φοιτητικό και το οικολογικό κίνημα του άρθρου 16 ή του άρθρου 24 του Συντάγματος για το δημόσιο χαρακτήρα της ανώτατης παιδείας και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, ή ακόμη και των καταστατικών των εργατικών συνδικάτων για τη λήψη αποφάσεων από τη βάση τους μέσω των γενικών συνελεύσεων.

Ο «σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας» του Robert Michels


Η συζήτηση για τα συνδικάτα και τη γραφειοκρατία ξεκίνησε από το Γερμανό κοινωνιολόγο Robert Michels,[15] ο οποίος, μελετώντας αρχικά την εξέλιξη του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος των αρχών του αιώνα, τόνισε ότι, ανεξάρτητα από το αν εκφράζεται ρητά ή σιωπηρά, υπάρχει σαφής τάση ανάπτυξης «θεσμικών» συμφερόντων τόσο στα εργατικά συνδικάτα όσο και στα εργατικά κόμματα. Τα «θεσμικά» συμφέροντα έρχονται συχνά σε αντίθεση με τα συμφέροντα των μελών των εργατικών συνδικάτων. Διαμορφώνεται στα εργατικά συνδικάτα και στα εργατικά κόμματα μια εκπαιδευμένη ελίτ εργατών οι οποίοι από την ηγετική θέση τους στα συνδικάτα δημιουργούν για τους εαυτούς τους υλικές και κοινωνικές συνθήκες διαφορετικές από αυτές των εργατών –μελών των μόνιμων και θεσμοποιημένων πλέον εργατικών οργανώσεων. Ως επακόλουθο της κοινωνικής διαφοροποίησης της ηγεσίας από τη βάση θεωρείται από το Michels η συνεχής πολιτική συντηρητικοποίηση της ηγεσίας και η αποστασιοποίηση των μελών των ηγετικών ομάδων από τους αρχικούς ριζοσπαστικούς στόχους και την αριστερή πολιτική των οργανώσεών τους. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία επικαλείται, κατά το συγγραφέα, την έννοια της «αποτελεσματικότητας» (οι ηγέτες ειδικεύονται σε ορισμένα καθήκοντα και η ειδική γνώση τους καθιστά «αναντικατάστατους»). Η βάση (rank and file) του συνδικάτου τα αναθέτει όλα στους «αξιωματούχους», δεν πηγαίνει συχνά στις συνελεύσεις (ενίοτε δεν κάνει τον κόπο να εγγραφεί στο συνδικάτο ένας εργαζόμενος), αναπτύσσει στάσεις ευγνωμοσύνης και πίστης στους ηγέτες που συχνά μεγαλοπιάνονται και ενισχύουν την εξουσία τους. Από τη στιγμή δε που αρχίζουν να οι οργανώσεις να μεγαλώνουν πέρα από κάποιο όριο, συσσωρεύοντας ταυτόχρονα έσοδα και κεφάλαια, διορίζονται αξιωματούχοι πλήρους απασχόλησης, ιδρύονται συνδικαλιστικές σχολές, εκδίδονται εφημερίδες και περιοδικά κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι οι ηγέτες των συνδικάτων αποκτούν διευθυντική εξουσία πρόσληψης και απόλυσης μισθωτών που νοιώθουν ότι οφείλουν την εργασία τους στους ηγέτες και την οργάνωση και από αυτή την άποψη αποτελούν στοιχείο συντηρητικοποίησης. Η οργάνωση και ο συντονισμός είναι αναγκαίες αρχές γιατί «γλιτώνουμε από τη Σκύλλα, μόνο που τσακιζόμαστε πάνω στη Χάρυβδη», μιας και η οργάνωση είναι η πηγή από την οποία τα συντηρητικά ρεύματα χύνονται πάνω στην πεδιάδα της δημοκρατίας προκαλώντας της καταστροφικές πλημμύρες και κάνοντάς την αγνώριστη». Η ανάπτυξη των μεγάλων επιχειρηματικών οργανισμών και των πολυεθνικών ομίλων οδήγησε στη δημιουργία τεράστιων εθνικών και διεθνών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η συνέπεια ήταν η φυσική αποξένωση των μελών τους τόσο μεταξύ τους όσο και από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, που με τη σειρά τους εξελίχθηκαν σε επαγγελματικοποιημένες γραφειοκρατίες με «θεσμικά» συμφέροντα έρχονται συχνά σε αντίθεση με τα συμφέροντα των απλών μελών. Αυτός είναι ο περίφημος «σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας» του Michels. Μόνο που η διαδρομή προς τη γραφειοκρατική κυριαρχία δεν ήταν πάντοτε ευθύγραμμη αλλά χαρακτηριζόταν από συχνές «εκτροπές», όπου η βάση ανακτούσε την πρωτοβουλία, αφηνόταν στον αυθορμητισμό της αντί να υποκύπτει στους γραφειοκρατικούς ορθολογικούς τακτικισμούς και έστηνε ad hoc συντονιστικά και ανακλητά όργανα υπόλογα στη γενική συνέλευση. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν τα εργατικά συμβούλια στο Τορίνο το 1920, οι άγριες απεργίες των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας και των ταχυδρομικών στις ΗΠΑ και των ανθρακωρύχων στη Βρετανία, η εργατική εξέγερση της Ιταλίας το 1969, τα εργοστασιακά σωματεία στην Ελλάδα της δεκαετίας 1970-1980, πολλές απεργίες της ΟΤΟΕ στο μεγαλύτερο μέρος της μεταπολιτευτικής περιόδου (αποκορύφωμα η εξέγερση της βάσης της ομοσπονδίας το 1988 που υπερψήφισε πρόταση ανένταχτων και αυτόνομων συνδικαλιστών για απεργία διαρκείας παρά την αντίθεση όλων των κομματικών παρατάξεων), οι απεργίες διαρκείας των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης κ.ο.κ.

Εν ολίγοις, συχνά οι κατέχοντες τα αξιώματα των συνδικάτων έχουν διακριτά συμφέροντα από αυτά των μελών τους, επειδή υπάρχουν επαγγέλματα, κλάδοι και χώροι εργασίας όπου χρειάζεται η παρουσία και δραστηριότητα διαμεσολαβητών μεταξύ εργοδοσίας και εργατών, επειδή πρέπει αυτοί να καλύπτουν διεσπαρμένους ανά την επικράτεια εργαζόμενους και να εκφράζουν το «μέσο όρο», έχουν εμπειρία και πρόσβαση στην πληροφόρηση και, τέλος, είτε λόγω της συνδρομής των εργοδοτών είτε λόγω της συνδρομής των μελών είτε και τα δύο, καταφέρνουν να έχουν προνομιακούς μισθούς και σχέση εργασίας σε σύγκριση με τα μέλη τους. Αυτή η κατάσταση παγιώνεται περισσότερο όσο αυξάνουν τα παραπάνω μεγέθη με αποτέλεσμα να μειώνονται τα όρια των στρατηγικών επιλογών που έχουν στη διάθεσή τους τα συνδικάτα. Παραδείγματος χάριν, σε περιπτώσεις κοινωνικο-πολιτικής κρίσης που παίρνει το χαρακτήρα εξέγερσης ή/και επαναστατικής κατάστασης, συχνά τα μεγάλα συνδικάτα και οι συνομοσπονδίες έχουν υποστηρίξει ενεργητικά την άρχουσα τάξη της χώρας στο βαθμό που διακυβεύεται η κοινωνική θέση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας από τυχόν κατάρρευση ή ανατροπή του συστήματος. Τέτοιες περιπτώσεις υπήρξαν πολλές κατά τον 20ό αιώνα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των γερμανικών συνδικάτων κατά την επανάσταση του 1918 και η βρετανική γενική απεργία του 1926.[16] επικίνδυνη για το καπιταλιστικό σύστημα κρίση όπως αυτή της Αυστραλίας στις 11 Νοεμβρίου 1975, η ηγεσία της ACTU δεν ενδιαφέρθηκε να υποστηρίξει την κυβέρνηση Whitlam.[17] Τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η γενική απεργία της άνοιξης του 2001 κατά της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης που προσπάθησε να επιβάλει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν μια τέτοια στιγμή.[18]

Παρά τη γενίκευση της γερμανικής εμπειρίας του και την αναγωγή των συμπερασμάτων του σε θεωρία που την ονόμασε «ο σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας», πάντοτε διατηρούσε την ελπίδα ότι το δημοκρατικό σύνταγμα (το καταστατικό του κόμματος ή του συνδικάτου), αν και δεν εμποδίζει τη δημιουργία της ολιγαρχίας και της ελίτ γενικά, παρέχει τη δυνατότητα «κυκλοφορίας και ανανέωσης των ελίτ».

Το πλουραλιστικό μοντέλο


Η χαρακτηριστικότερη Hhhανάλυση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είναι αυτή των S. & B. Webb.[19] Σε σχέση με τους άλλους θεωρητικούς αναγνωρίζουν ότι τα συνδικάτα και οι αξιωματούχοι τους είναι συχνά σε θέση να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των μελών των οργανώσεών τους και στηρίζονται σε δύο παραδοχές: πρώτον, ότι υπάρχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα μεταξύ των εργοδοτών και των εργατών και, συνεπώς, οι δεύτεροι χρειάζονται την ανεξάρτητη οργάνωσή τους σε συνδικάτα και, δεύτερον, ότι η συλλογική οργάνωση των εργαζομένων αντισταθμίζει την αδυναμία του μεμονωμένου εργαζόμενου απέναντι στον εργοδότη. Η συλλογική διαπραγμάτευση αποτελεί την κύρια δραστηριότητα των συνδικάτων και τη βασική μέθοδο προώθησης των συμφερόντων των εργαζομένων. Δεν παραγνωρίζουν την ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων ηγεσίας – μελών κατά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ή ακόμη και μετά τη συμφωνία των διαπραγματευτών των δύο πλευρών για σύναψη συλλογικής σύμβασης.[20] Από τη σύγκρουση αυτή διαφαίνεται το ξεχωριστό ενδιαφέρον των δύο ομάδων του συνδικάτου: η βάση ενδιαφέρεται κυρίως για το άμεσο αποτέλεσμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης ενώ η ηγεσία προσπαθεί να μετριάσει τις απαιτήσεις της βάσης για να σιγουρέψει τη θέση του συνδικάτου μέσα στην επιχείρηση ως βασικού διαπραγματευτή με τον εργοδότη. Τα «θεσμικά συμφέροντα» της συνδικαλιστικής οργάνωσης πρέπει, σύμφωνα με τους συγκεκριμένους θεωρητικούς, να υπερασπίζονται μαζί με τα άμεσα συμφέροντα των μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Είναι στη φύση των συνδικαλιστικών οργανώσεων να υπάρχουν αυτές οι εσωτερικές συγκρούσεις που αφορούν τη σχέση της συλλογικής διαπραγμάτευσης και τη βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση των μελών.[21]

Το μοντέλο της πολιτικής οικονομίας


Το μοντέλο εισάγει την έννοια του «κορπορατισμού» που δηλώνει την ένταξη – ενσωμάτωση της οργανωμένης εργασίας στο σύστημα της τριμερούς συνεργασίας συνδικάτων – εργοδοτών - κράτους. Η διαπραγματευτική δυνατότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων μειώνεται προς όφελος της δυνατότητάς τους να ασκούν επιρροή στις κρατικές οικονομικές, δημοσιονομικές και κοινωνικές πολιτικές. Μελετώνται, ως εκ τούτου, οι συνθήκες που συμβάλλουν στην κατεύθυνση επίτευξης ενός σταθερού «ιστορικού συμβιβασμού» μεταξύ της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων τάξεων και ομάδων των καπιταλιστικών αυτών κοινωνιών. Η εστίαση των θεωρητικών φακών κατευθύνεται στα είδη των εντάσεων που προκαλούνται στις σχέσης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και μελών των συνδικάτων. Όμως, οι θεωρητικοί του μοντέλου της πολιτικής οικονομίας ασχολούνται αποκλειστικά με τις κεντρικές συνδικαλιστικές οργανώσεις και ομοσπονδίες ενώ οι πλουραλιστές δίνουν έμφαση στο μεμονωμένο συνδικάτο και τις σχέσεις της ηγεσίας με τα μέλη του. Γι’ αυτό και οι πρώτοι έχουν την τάση να ασκούν κριτική στις μεμονωμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις και συνδικάτα που αποσπούν ξεχωριστές παραχωρήσεις από τους εργοδότες μέσω των συλλογικών διαπραγματεύσεων με τους εργοδότες τους και τα κατηγορούν ότι συμβάλλουν στην αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων επιφέροντας ανεργία και συνολική υποβάθμιση της εργατικής τάξης και επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων. Υποστηρίζουν ότι μέσω της συμμετοχής στη διαμόρφωση των κρατικών πολιτικών τα συνδικάτα είναι σε θέση μεσομακροπρόθεσμα να βελτιώσουν τη θέση των μελών τους (κοινωνικός μισθός, φορολογικές ελαφρύνσεις κλπ). Εξάλλου, υποστηρίζουν, η συμμετοχή στη διαμόρφωση των κρατικών πολιτικών έχει θετικές επιπτώσεις τόσο στη θέση της εργατικής τάξης ως συνόλου (λιγότερη ανεργία, χαμηλότερος πληθωρισμός κλπ) όσο και στη θέση των λιγότερο ευνοημένων εργατικών στρωμάτων (ανειδίκευτοι, γυναίκες, νέοι) και των αποκλεισμένων από τα συνδικάτα (άνεργοι, συνταξιούχοι, νοικοκυρές κλπ.). Η κεντρική παρέμβαση των συνδικαλιστικών οργανώσεων μέσω της κορπορατιστικής συμμετοχής αναδεικνύει ολοένα και περισσότερο το ρόλο των κεντρικών γραφειοκρατιών[22] των εθνικών συνδικάτων και ομοσπονδιών. Θεσμοποιείται και υποστηρίζεται με νομικές μορφές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες η ύπαρξη, δραστηριοποίηση και ανάπτυξη των αξιωματούχων των συνδικάτων και προωθούνται οι «θεσμικές ανάγκες» τους μέσω της παραχώρησης κρατικών πόρων.

Όμως, όπως τονίσαμε πιο πάνω, εγείρονται αμφισβητήσεις και εντάσεις μεταξύ ηγεσίας και μελών και στην περίπτωση της κορπορατιστικής διευθέτησης. Πρώτα απ’ όλα, λόγω της διαφορετικής εκτίμησης σχετικά με το χρόνο όσον αφορά την αξιολόγηση του κόστους και του κέρδους που συνεπάγεται μια τέτοια συμμετοχή στη διαμόρφωση των κρατικών πολιτικών. Η μακροπρόθεσμη απόδοση των μέτρων που προσδοκούν οι συνδικαλιστές ηγέτες των εθνικών συνδικάτων δεν γίνεται άμεσα και εύκολα αποδεκτή από μεγάλο αριθμό μελών που γίνεται προσπάθεια να πειστούν για να συμφωνήσουν στην επιβράδυνση των άμεσων μισθολογικών αυξήσεων, ή ακόμη και στη μείωση των μισθών, προκειμένου να απολαύσουν στο μέλλον τις όποιες θετικές συνέπειες της κρατικής πολιτικής. Η αβεβαιότητα μπροστά σε ένα απροσδιόριστο και χαοτικό μέλλον έρχεται σε άμεση και έντονη αντίθεση με τη γραμμική αντίληψη των κρατικών τεχνοκρατών και των συνδικαλιστών ηγετών που βλέπουν την κοινωνία μέσα από το καλογυαλισμένο παράθυρο των αποστειρωμένων ουρανοξυστών των υπουργείων και των κεντρικών γραφείων των συνδικάτων. Επίσης, είναι δυνατόν να προκύπτουν νέα προβλήματα σχετιζόμενα με την «οικουμενική» φύση των παροχών που κερδίζονται λόγω της κορπορατιστικής συναλλαγής, όπως το φαινόμενο των «τσαμπατζήδων» (free-riders) ή προβλήματα σχετικά με την απόδοση προτεραιότητας στην πλήρη εκμετάλλευση της διαδικασίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων αντί της συμμετοχής στην κορπορατιστική συναλλαγή[23]. Τέλος, πολλές φορές είναι δυνατό να διακυβεύεται η ταξική αλληλεγγύη όταν υπάρχει είτε στενά ιεραρχημένη εσωτερική αγορά εργασίας στο χώρο των επιχειρήσεων είτε μεγάλη ανισότητα στη γενικότερη αγορά εργασίας με αποτέλεσμα την ύπαρξη σχετικά προνομιούχων στρωμάτων που θυσιάζουν τη στρατηγική της συμπαράστασης προς τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα μπροστά στην κατοχύρωση των στενών βραχυπρόθεσμων συντεχνιακών συμφερόντων τους. Η ερμηνεία αυτή αδυνατεί να ξεφύγει από τη στενά εννοούμενη οικονομική ορθολογική ανάλυση και να λάβει υπόψη της και άλλους κοινωνικούς παράγοντες που ενδεχομένως να επηρεάζουν τις πολιτικές συμπεριφορές της ηγεσίας και των μελών των συνδικάτων. Επομένως δεν επαρκεί για την ερμηνεία του φαινομένου της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.

Μαρξισμός


Οι περισσότεροι σύγχρονοι Μαρξιστές μελετητές του συνδικαλισμού, όπως ο R. Hyman και ο L. Panitsch, παρ’ όλο που δέχονται πως οι θεωρίες περί πλουραλισμού και περί κορπορατισμού ανέδειξαν ορισμένα στοιχεία της πραγματικότητας γύρω από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τους όρους εμφάνισης και ανάδειξής της σε κεντρικό παράγοντα ρυθμιστικής λειτουργίας, υποστηρίζουν ότι οι θεωρίες αυτές «δεν αποδίδουν παρά μέτρια ουσιαστικά αποτελέσματα».[24] Επιπλέον, το κύριο στοιχείο των θεωριών αυτών είναι ότι προωθούν την ενσωμάτωση των συνδικάτων στην καπιταλιστική κοινωνία και διευκολύνουν τη σταθεροποίηση της υπάρχουσας εκμεταλλευτικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Η συλλογική διαπραγμάτευση «εξαφάνισε ορισμένα από τα καταφανώς κτηνώδη μέσα που χρησιμοποιούσαν οι διευθυντές για τον έλεγχο των εργατών», όμως «σταθεροποίησε τη βασική δομή» της καπιταλιστικής κοινωνίας.[25] Ο δε κορπορατισμός αποδείχτηκε για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες ως ένα «πανίσχυρο μέσο για την ενίσχυση της ταξικής κυριαρχίας».[26]
Έτσι ερμηνεύεται από τους σύγχρονους Μαρξιστές η διάσταση μεταξύ των στόχων των ηγετικών συνδικαλιστικών οργάνων και των «αντικειμενικών συμφερόντων» των εργαζομένων. Θεωρούν ότι με τον αγώνα των εργαζομένων της βάσης των συνδικάτων, που αρνούνται τη δίχως όρους εμπλοκή στη συλλογική διαπραγμάτευση προβαίνοντας σε απεργιακές και άλλων μορφών κινητοποιήσεις, μπορούν να κατακτηθούν δικαιώματα και να αποσπαστούν ευνοϊκές γι’ αυτούς παραχωρήσεις από τους εργοδότες και τους διευθυντές.[27] Με την «αυθόρμητη οργάνωση των εργαζομένων στους χώρους εργασίας» που ασκούν έλεγχο πάνω στη δουλειά τους και συνήθως «έρχονται σε ρήξη με τους επίσημους θεσμούς συλλογικής διαπραγμάτευσης» διευρύνονται και διασφαλίζονται οι κατακτήσεις».[28]

Έτσι, στο εσωτερικό των συνδικάτων υπάρχει μια διαρκής σύγκρουση μεταξύ της ηγετικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (που περιλαμβάνει τόσο τους ανώτερους ιεραρχικά συνδικαλιστές και τους πλήρους απασχόλησης επαγγελματίες συμβούλους και υπαλλήλους των συνδικάτων) από τη μια πλευρά και τμημάτων της εργατικής τάξης από την άλλη. Οι μεν παραμένουν δεσμευμένοι στην υπόθεση της κανονικής και συνεχούς συνδιαλλαγής με τους εργοδότες και το κράτος μέσω της διαδικασίας συλλογικής και οι δε αρνούνται τη συνέχιση της εκμετάλλευσής τους είτε με άμεσους είτε με έμμεσους τρόπους.[29]

Γιατί όμως η γραφειοκρατία καταφέρνει να κυριαρχεί; Έχουν διατυπωθεί τρεις απαντήσεις. Η πρώτη τονίζει την απομόνωση των αξιωματούχων των συνδικάτων από τα μέλη τους, την απομάκρυνσή τους από τις εκμεταλλευτικές συνθήκες της καθημερινής εργασίας και την ύπαρξη ενός συνόλου συμφερόντων διαφορετικών από αυτά των απλών εργαζομένων.[30] Η δεύτερη τονίζει την αποδοχή, εκ μέρους των αξιωματούχων των συνδικάτων, της ιδεολογίας της σοσιαλδημοκρατίας, που απορρίπτοντας το Μαρξισμό και την πάλη των τάξεων υιοθετεί την άποψη της ουδετερότητας του κράτους και αντιλαμβάνεται ως πανάκεια τον κεντρικό σχεδιασμό προδιαθέτοντας το συνδικαλιστικό κίνημα να δεχτεί τον κορπορατισμό ως το ανώτατο στάδιο της συνδικαλιστικής πάλης.[31] Η τρίτη απάντηση θεωρεί ότι τα συνδικάτα είναι σε δυσμενή θέση απέναντι στους εργοδότες και το κράτος, που είναι σε θέση να τους υπαγορεύσουν τη μείωση των επιδιώξεων, τον καθορισμό των στόχων του συνδικαλιστικού κινήματος και την αποδοχή της συλλογικής διαπραγμάτευσης σε αντάλλαγμα για την ασφάλεια και επιβίωση των οργανώσεων και των ηγεσιών τους.[32]

 

Συντηρητισμός


Την κεντρική ιδέα της διάστασης συμφερόντων υιοθετούν και οι συντηρητικοί αλλά οι προτεινόμενες λύσεις είναι άκρως διαφορετικές από αυτές των σύγχρονων Μαρξιστών. Η ερμηνεία της νεο-συντηρητικής τάσης που στήριξε τις κυβερνήσεις Thatcher και Reagan στις επιθετικές πολιτικές τους κατά των συνδικάτων έχει τρεις βάσεις. Πρώτα απ’ όλα, υποστηρίζεται ότι δεν είναι αποκλειστικά το συνδικάτο που θα προστατέψει τα συμφέροντα του μεμονωμένου εργαζόμενου και ότι ο εργαζόμενος δεν είναι σε τόσο μειονεκτική θέση απέναντι στον εργοδότη όταν συναντώνται στην αγορά εργασίας. Υπάρχουν εξελίξεις στην αγορά εργασίας και αλλαγές στη δομή των επιχειρήσεων και της κοινωνίας που, κατά τους νέο-συντηρητικούς θεωρητικούς,[33] στηρίζουν αυτή τη θέση: αύξηση επιπέδων εργασιακών δεξιοτήτων, αυτο-απασχόληση, προσωρινή εργασία και δεύτερη δουλειά στην πρώτη περίπτωση, διασπορά ιδιοκτησίας και διανομή μετοχών με ευνοϊκούς όρους (stock option plans) στους εργαζόμενους που τους καθιστούν ως ένα βαθμό «καπιταλιστές» στη δεύτερη περίπτωση. Επιπλέον, δεν υφίσταται πλέον ζήτημα μειονεκτικότητας στην πώληση της εργατικής δύναμης σε κάποιον ισχυρότερο αγοραστή χωρίς εναλλακτικές επιλογές και χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Υποστηρίζεται επίσης ότι η μονοπωλιακή θέση των συνδικάτων στην αγορά εργασίας μπορεί να επιφέρει βραχυπρόθεσμα οφέλη υπέρ των εργαζομένων αλλά σε μακροπρόθεσμη βάση το αποτέλεσμα είναι αρνητικό επειδή η συλλογική διαπραγμάτευση συμπιέζει τις επενδύσεις συμβάλλοντας στη δημιουργία άσχημων οικονομικών αποτελεσμάτων και στη διατήρηση οικονομίας χαμηλόμισθων υπαλλήλων και εργαζομένων. Το ίδιο υποτίθεται ότι συμβαίνει και στην περίπτωση που τα συνδικάτα πιέζουν για την προστασία των υπαρχουσών θέσεων εργασίας αρνούμενα να βοηθήσουν στην εξέλιξη της τεχνολογίας και επιβάλλοντας περιορισμούς στο διευθυντικό δικαίωμα. Επίσης εκτός από τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μελών των συνδικάτων θίγονται και τα συμφέροντα όσων δεν είναι μέλη τους και ιδιαίτερα των ανέργων. Αποτέλεσμα θεωρείται η αύξηση της ανεργίας και η διεύρυνση του κοινωνικού χάσματος και των ανισοτήτων εντός και εκτός αγοράς εργασίας. Τέλος αμφισβητείται ο συγκρουσιακός χαρακτήρας που αποδίδουν όλες οι προηγούμενες τάσεις στη σχέση απασχόλησης. Η εργασιακή ειρήνη μπορεί να υπάρξει εφόσον υιοθετηθούν νέες διευθυντικές πρακτικές «διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων»: νέα συστήματα αμοιβής (συμμετοχή στα κέρδη, σύνδεση μισθού με την απόδοση), τονισμός της ανάγκης ένταξης του εργαζόμενου στη λειτουργία της επιχείρησης και έμφαση στις ατομικές ανάγκες και ικανότητες, ανταγωνισμός των επιχειρήσεων με βάση την ποιότητα αντί με βάση τις τιμές. Στις περιπτώσεις αυτές τα συνδικάτα έχουν μικρές δυνατότητες παρέμβασης στο βαθμό που δεν συσσωρεύονται πολλά παράπονα που να την δικαιολογούν).[34]

Υποχρεώνονται τα συνδικάτα να «αλλάξουν νοοτροπία» μεταβαλλόμενα σε παροχείς υπηρεσιών και πληροφόρησης σχετικά με την μετεκπαίδευση και την αγορά εργασίας. Επιπλέον, αμφισβητείται ανοιχτά η ύπαρξη βούλησης των εργαζομένων περί συμμετοχής τους στα συνδικάτα και όπου βρέθηκαν στην εξουσία (κυρίως σε Η.Π.Α. και Βρετανία) είτε επιτέθηκαν στα συνδικάτα με το πρόσχημα της «απελευθέρωσης» των εργαζομένων από την υποχρέωση συμμετοχής τους σ’ αυτά[35] είτε δημιούργησαν ζώνες δίχως συνδικάτα. Ουσιαστικά, τα συνδικάτα ανακηρύχθηκαν σε «εσωτερικούς εχθρούς».

Φεμινισμός


Οι φεμινιστικές κριτικές επικεντρώνουν και αυτές τα βέλη τους στο θέμα της απόκλισης συμφερόντων μεταξύ συνδικάτου και μελών, ιδιαίτερα των γυναικών.[36] Το κύριο στοιχείο είναι ότι η αναγνώριση της ανάγκης οργάνωσης για την κατάκτηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων γυναικών δεν προέρχεται τόσο από την ιδιότητά τους ως εργαζομένων σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των εργοδοτών όσο από το γεγονός ότι είναι γυναίκες. Έτσι, διαπιστώνονται διαφορετικά συμφέροντα μεταξύ ανδρών και γυναικών στο πλαίσιο του συνδικάτου, που οι πρώτοι έχουν φτιάξει με τα δικά τους μέτρα και σταθμά συμβάλλοντας παράλληλα στην ανάλογη διαμόρφωση της αγοράς εργασίας. Η φεμινιστική κριτική εστιάζεται στον αποκλεισμό που επιβάλλεται στις άνεργες γυναίκες αλλά και στις εργαζόμενες που είναι μέλη των συνδικάτων.

Η συλλογική διαπραγμάτευση συχνά έχει ως κύριο χαρακτηριστικό τη δόμηση τόσο του χώρου εργασίας όσο και της αγοράς εργασίας με βάση τη λογική της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των «ειδικευμένων» ανδρών που εργάζονται με πλήρη απασχόληση σε βάρος των «ανειδίκευτων» γυναικών που εργάζονται με μερική απασχόληση. Μόνο μετά από τους σκληρούς φεμινιστικούς αγώνες τα συνδικάτα έθεσαν στην ημερήσια διάταξη των συλλογικών διαπραγματεύσεων τις συγκεκριμένες ανάγκες των γυναικών εργαζομένων (φροντίδα των παιδιών, άδεια μητρότητας, ίση αμοιβή, ευκαιρίες κατάρτισης και εκπαίδευσης, προώθηση αιτημάτων των εργαζομένων με μερική απασχόληση, πάλη κατά των σεξουαλικών παρενοχλήσεων, θέματα υγείας των γυναικών κλπ). Παράλληλα η φεμινιστική κριτική τονίζει ότι η στρατηγική των συνδικάτα αυτής της αντίληψης εστιάζεται στη διεκδίκηση του «οικογενειακού μισθού» που ενισχύει τη λογική του υφιστάμενου οικιακού καταμερισμού εργασίας και την υποταγή των γυναικών στην ιδιωτική σφαίρα.

Δύο είναι οι βασικές φεμινιστικές κριτικές τάσεις.. Η πρώτη τονίζει τη διαιωνιζόμενη κυριαρχία των ανδρών στο πλαίσιο του συνδικαλιστικού κινήματος και την αναπόφευκτη ύπαρξη ορίων στις διεκδικήσεις των γυναικών όσο οι άνδρες κατέχουν τις θέσεις – κλειδιά των συνδικάτων και η κυριαρχία αυτή δεν ανατρέπεται. Η δεύτερη αποδέχεται την έννοια της «σχετικής αυτονομίας» της γραφειοκρατίας ως σε σχέση με το κυρίαρχο σύστημα σχέσεων των φύλων και υποστηρίζει ότι υπάρχουν πεδία πρόσφορα για μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις. Όμως και οι δύο απόψεις  προϋποθέτουν την ύπαρξη κοινωνικού κινήματος που να στηρίζει την ανατροπή ή τις μεταρρυθμίσεις.

Η  γραφειοκρατικοποίηση των συνδικάτων δεν είναι ούτε αναπόφευκτη ούτε αιώνια. Η πεσιμιστική άποψη του Michels εκφράστηκε σε μια εποχή που ο κρατισμός, σε όλες τις μορφές του, κέρδιζε γρήγορα έδαφος υποβοηθούμενος από τη μεσοπολεμική οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση. Η ήττα των δυνάμεων της διεθνιστικής επαναστατικής αριστεράς υποβοήθησε τη νίκη των δυνάμεων του φασισμού και του ναζισμού από τη μια μεριά και των διάφορων μορφών σοσιαλδημοκρατίας και κεϋνσιανισμού από την άλλη. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι εργατικοί αγώνες από τα κάτω, οι εξεγέρσεις της δεκαετίας του ’60 σε Δύση και Ανατολή, τα νέα κοινωνικά κινήματα αμφισβήτησαν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, το «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας», την «κορπορατιστική διευθέτηση» και, εσχάτως, τη νέο-φιλελεύθερη αντεπανάσταση. Δεν είναι, συνεπώς, τυχαία η αναζωπύρωση της συζήτησης για τις δυνατότητες ανατροπής της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του εκδημοκρατισμού των συνδικάτων.[37]

Στις κοινωνίες που έχουν τις δυνατότητες δυναμικής αλλαγής των θεσμών τους τίποτα δεν μένει για πάντα σταθερό. Συνεπώς, κανένας θεσμός δεν είναι ασφυκτικά αποκλεισμένος από τον κοινωνικό περίγυρό του και τόσο αποστειρωμένος ώστε να μην επηρεάζεται από τις εξελίξεις. Κάθε εξουσιαστικός θεσμός αποτελεί σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή την συμπύκνωση ενός κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων.[38] Τα συνδικάτα είτε είναι εκ φύσεως δημοκρατικοί θεσμοί είτε μπορούν να εκδημοκρατιστούν με τη μεταρρύθμιση των εσωτερικών διαδικασιών τους ανταποκρινόμενα στις κοινωνικές επιταγές μέσα από πολιτικές συγκρούσεις.[39]

Από τις θεωρίες στις οποίες αναφερθήκαμε μπορούμε να αντλήσουμε κάποια κριτικά συμπεράσματα που θα μας βοηθήσουν στη συγκρότηση μιας πιο ολοκληρωμένης θεωρίας σε στενή συνάφεια με την πραγματικότητα.

Στη θεωρία των πλουραλιστών μπορούμε να ασκήσουμε κριτική για την αμέλεια που δείχνουν σχετικά με τη συμμετοχή των μελών των συνδικάτων στη λήψη των αποφάσεων και για την αδιαφορία τους για την ευθύνη των συνδικαλιστικών ηγεσιών να απολογούνται ενώπιον των μελών της βάσης των συνδικάτων.[40] Το επιχείρημά τους ότι, έτσι κι αλλιώς, προέχει το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης που είναι αναπόφευκτα προς το συμφέρον των μελών και, κατά συνέπεια, ότι πρέπει να πειθαρχούν τα μέλη προς τις ισχυρές ηγεσίες τους καταρρίπτεται στην πράξη από την ίδια την εμπειρία των Βρετανικών συνδικάτων στη διάρκεια της θατσερικής διακυβέρνησης της χώρας και της εμπειρίας των συνδικάτων των Η.Π.Α. που προέβησαν σε τέτοιες υποχωρήσεις προς την εργοδοσία κατά τη διάρκεια της Ρεηγκανικής διακυβέρνησης ώστε να οδηγήσουν τα συνδικάτα στην παρακμή από την οποία προσπαθούν σήμερα να βγουν εκδημοκρατιζόμενα και φεμινιστικοποιούμενα.

Στη θεωρία της πολιτικής οικονομίας και του «κορπορατισμού», που εστιάζεται κυρίως στην ικανότητα της συνδικαλιστικής ηγεσίας να συναλλάσσεται πολιτικά με την κυβέρνηση και τους εργοδότες σε εθνικό επίπεδο, προκαλώντας τη λήψη μέτρων για την πλήρη απασχόληση και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, μπορεί να αντιτάξει κανείς την εμπειρία των κορπορατιστικών διευθετήσεων της δεκαετίας του ’70 στη Βρετανία, που οδήγησαν σε ταυτόχρονη αύξηση της ανεργίας και του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα τη γενική δυσαρέσκεια, την κινητοποίηση των κλαδικών και τοπικών συνδικάτων και την τελική εξόρμηση του Συντηρητικού Κόμματος και των θατσερικών στην κυβερνητική εξουσία.[41] Μια από τις σοβαρότερες συνέπειες της «κορπορατιστικής διευθέτησης» ήταν ο ιδεολογικός και πολιτικός αφοπλισμός μεγάλου μέρους της συνδικαλιστικής βάσης μπροστά στην επέλαση του θατσερισμού.[42]

Οι θεωρίες των σύγχρονων Μαρξιστών θεωρητικών του συνδικαλισμού, αν και πιο κοντά στην πραγματικότητα, αντιμετωπίζουν και αυτές προβλήματα. Οι θέσεις τους, βέβαια, περί δημοκρατικής μεταρρύθμισης των συνδικάτων ώστε να είναι υποχρεωμένες οι συνδικαλιστικές ηγεσίες να απολογούνται ενώπιον των μελών των συνδικάτων, περί του δικαιώματος των μελών να εκλέγουν και να ανακαλούν τους αντιπροσώπους τους και τους ηγέτες τους καθώς και περί του δικαιώματος των μελών να συμμετέχουν άμεσα στην εκπόνηση στρατηγικών και τακτικών των συνδικάτων και στην εφαρμογή των αποφάσεών τους, είναι, πέρα για πέρα, σωστές. Το πρόβλημα τίθεται κυρίως όταν υπερεκτιμούν τις δυνατότητες των ίδιων των μελών της βάσης και τις μυθοποιούν. Τόσο στη χώρα μας όσο και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης έχουν υπάρξει περιπτώσεις που η βάση αρνήθηκε να ακολουθήσει τις ηγεσίες των συνδικάτων σε απεργίες που θεωρούσε εκ των προτέρων χαμένες ή που θεωρούσε υπερβολικές ως μορφή αντίστασης.[43] To ζήτημα της γραφειοκρατίας είναι σημαντικό για μια εξ αριστερών κριτική της συνδικαλιστικής και της γενικότερης οργάνωσης της εργατικής τάξης, καθόσον ότι διαπιστώνεται ότι αποτελεί σημείο αναφοράς για τη συγκρότηση νέων πολιτικών στρατηγικών και οργανωτικών μορφών.  Ένα σημαντικό τμήμα της νέας (ελευθεριακής) αριστεράς, που έχει την προέλευσή του από τα κοινωνικά κινήματα τα οποία εκδηλώθηκαν στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική των δεκαετιών του 1960 και 1970, ασκεί έντονη κριτική στη γραφειοκρατικοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων υποστηρίζοντας ότι αυτές έχουν ενσωματωθεί στο θεσμικό πλέγμα του δυτικού καπιταλιστικού συστήματος και αρνούνται την ανατροπή του status-quo. Οι λόγοι είναι πολλοί. Πρώτον με την ίδια τους την επιτυχία κατά την μεταπολεμική περίοδο με τον ταξικό συμβιβασμό του κράτους πρόνοιας τα συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα ευνόησαν τα ήδη ευνοημένα τμήματα της εργατικής τάξης που έχουν συμφέρον από τη διατήρησή του.      Έπειτα, η έμφαση που δίνουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις σε πρακτικούς και υλικούς στόχους (υψηλότεροι μισθοί, εκλογή εκπροσώπων στα διάφορα κρατικά και ημικρατικά όργανα κ.α.) αναγκαστικά υποτάσσουν κάθε άλλο αίτημα στις ανάγκες των προτεραιοτήτων του καπιταλιστικού συστήματος για «αποτελεσματικότητα», «αποδοτικότητα», «κερδοφορία» και «συνεχή κατανάλωση», όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω στη συζήτηση για την «τεχνοκρατία». Από αυτή την κριτική προκύπτουν πολλές κατευθύνσεις πολιτικής: απομάκρυνση από τα υπάρχοντα συνδικάτα και δημιουργία καινούργιων με ανατρεπτικούς στόχους και στρατηγικές, συγκρότηση νέων μορφών συνδικαλιστικής οργάνωσης με τη μορφή των εργατικών συμβουλίων και με στόχο την εργατική αυτοδιαχείριση, παρέμβαση μέσω συνεταιρισμών στις ίδιες τις δομές της αγοράς, ακόμη και κάθετη απόρριψη κάθε σχέσης με την εργατική τάξη και τις οργανώσεις προς αναζήτηση νέων κοινωνικών υποκειμένων που μπορούν να παίξουν επαναστατικό ρόλο (φοιτητές, λούμπεν αποκλεισμένοι από το σύστημα προλετάριοι, μετανάστες, απελευθερωτικά κινήματα κ.ο.κ.).[44] Αν και πολλοί, κατά βάθος θεωρούν, αναπόφευκτη τη γραφειοκρατικοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, επηρεαζόμενοι άμεσα ή έμμεσα από τη θεωρία του Michels, γιατί δρουν στην καπιταλιστική κοινωνία ως μεσολαβητές μεταξύ διαφόρων τμημάτων της εργατικής τάξης που δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες κινητοποίησης αλλά και διαμεσολαβητές τους απέναντι σε άλλες τάξεις και στρώματα, ιδιαίτερα των καπιταλιστών εργοδοτών ή του κράτους-εργοδότη, δεν πρόκειται για μια μονόδρομη διαδικασία προς την κυριαρχία της γραφειοκρατικής δομής. Εναλλακτική κατεύθυνση είναι η οριζόντια διασύνδεση των εργατικών στρωμάτων και η ανάδειξη στρατηγικών και τακτικών που προσιδιάζουν στην πάλη της εργασίας εναντίον του κεφαλαίου. 


Η συντηρητική θεωρία για το συνδικαλισμό, που υποστηρίζει τα δικαιώματα των μελών ως ατόμων απέναντι στο συνδικάτο, βρήκε την πολιτική της έκφραση στη Θατσερική διακυβέρνηση και το νομοθετικό έργο της. Στα μέλη των συνδικάτων χορηγήθηκαν νέα δικαιώματα ώστε να είναι σε θέση να αρνούνται να υπακούουν στις πιέσεις των συνδικάτων και των ηγετών τους. Επιβλήθηκε η μυστική ψηφοφορία των μελών των συνδικάτων προκειμένου για τις περιπτώσεις της έναρξης απεργιακής δράσης, της εκλογής με πενταετή θητεία των συνδικαλιστικών στελεχών, γενικών γραμματέων και προέδρων. Χτυπήθηκε η λογική του closed shop συνδικάτου[45], που σήμαινε ότι τα μέλη τους δεν θα είχαν πλέον προτεραιότητα στις προσλήψεις σε θέσεις εργασίας. Τέλος, δημιουργήθηκε ο θεσμός του Επιτρόπου για τα Δικαιώματα των Μελών των Συνδικάτων. Οι Συντηρητικοί, όμως, είδαν τις νομοθετικές παρεμβάσεις τους να αχρηστεύονται πολιτικά με την μαζική προσκόλληση των εργαζομένων στην «παραδοσιακή» συνδικαλιστική πρακτική υπερψηφίζοντας προτάσεις απεργιακών κινητοποιήσεων στις δεκαετίες του ’80[46] και του ’90.[47]

Τα κύρια συστατικά των προτάσεων της φεμινιστικής θεωρίας για τα συνδικάτα ήταν τα εξής: α) αλλαγή στα συστήματα διοίκησης των συνδικάτων ώστε να μπορούν οι γυναίκες να ανέλθουν στις θέσεις εξουσίας, β) λήψη μέτρων ώστε να υποστηριχτεί η άνοδος του γενικού επιπέδου συμμετοχής των γυναικών στις συνδικαλιστικές δραστηριότητες, και γ) συλλογική οργάνωση των γυναικών μέσω δικτύων γυναικών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο ώστε να αγωνιστούν για τα συμφέροντά τους μέσα στα συνδικάτα. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι υπάρχει μια κοινή γραμμή που διατρέχει τόσο τις φεμινιστικές όσο και τις σύγχρονες μαρξιστικές θεωρίες για το συνδικαλισμό, δηλαδή η προτίμηση για τις άτυπες οργανώσεις, την άμεση δράση των μελών της βάσης των συνδικάτων και την αποδοχή ενός συμμετοχικού μοντέλου συνδικαλιστικής δημοκρατίας αντί του αντιπροσωπευτικού. Η φεμινιστική κριτική τόσο προς τα παραδοσιακά όσο και προς τα σοσιαλδημοκρατικής ή αριστερής μαρξιστικής επιρροής συνδικάτα εστιάζεται στο ότι δεν δίνουν την πρέπουσα σημασία στο γεγονός ότι η πλειονότητα των γυναικών κινητοποιούνται μέσω των συνδικάτων κυρίως όταν αυτά προβάλλουν νέα αιτήματα που σχετίζονται με τα συμφέροντα και ενδιαφέροντα των γυναικών τόσο ως εργαζομένων όσο και ως μελών  της οικογένειας και της ευρύτερης κοινότητας.[48] Βέβαια, εκείνο που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται μια ορισμένη φεμινιστική οπτική γωνία είναι το γεγονός ότι η ίδια η φεμινιστική κριτική και δράση αλλά και ορισμένα προοδευτικά συνδικαλιστικά στελέχη αρσενικού φύλου – προσκείμενα πάντα στην ευρύτερη αριστερά – έχουν καταφέρει να εντάξουν γυναικεία αιτήματα στην ημερήσια διάταξη των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων.[49]

Ας συνοψίσουμε. Ως ξεχωριστό στρώμα, με συμφέροντα διακριτά από αυτά των εργαζομένων-μελών των συνδικάτων, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία υφίσταται αντιφατικές και αντιθετικές πιέσεις, από τα κάτω λόγω των μελών και από τα πάνω λόγω του κράτους και της εργοδοσίας.  Όταν οι εργοδότες βρίσκονται σε καλύτερη θέση στο συσχετισμό δυνάμεων οι γραφειοκράτες θα προσπαθούν να επηρεάζουν την κατάσταση προς μια καλυτέρευση με την πίεση για μείωση της έντασης (μείωση αιτημάτων, επίδειξη «ρεαλισμού» κλπ). Στην περίπτωση που η βάση είναι μαχητική και απαιτεί περισσότερα αιτήματα με μαχητικούς αγώνες η γραφειοκρατία προσπαθεί να δείξει ευαισθησία, τουλάχιστον στο φραστικό επίπεδο. Η διαφορετικότητα της ανταπόκρισης στις πιέσεις της μίας ή της άλλης πλευράς και οι διαφορές στην σχετική δύναμη των εργοδοτών και των εργατών κατά  κλάδο ανοίγουν το δρόμο για διαφοροποίηση στο εσωτερικό της γραφειοκρατίας όσον αφορά το κατά πόσον υπάρχει πρόθεση και δυνατότητα απόδοσης σημασίας στις ανησυχίες της βάσης (δεξιάς ή αριστερής). Ο διαμεσολαβητικός και τύπου Ιανού χαρακτήρας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της δίνει πλεονεκτήματα στη σύγκρουση με τους μαχητικούς συνδικαλιστές με θέμα την κατεύθυνση που πρέπει να χαράξει όσον αφορά τις στρατηγικές και τακτικές διεκδικήσεων. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία έχει τη δυνατότητα να κερδίζει την υποστήριξη μεγάλου μέρους της βάσης προς τα σκοπό της διατήρησης των θέσεών της. Υπόκειται, λοιπόν, στις πιέσεις των από πάνω αλλά και των από κάτω. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας περίπτωσης επηρεασμού των κινήσεων της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είναι το γεγονός ότι κατά την τελευταία διακυβέρνηση της χώρας από το κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας» η συνδικαλιστική παράταξη ΔΑΚΕ ταλαντεύεται πολύ έντονα μεταξύ της στήριξης των βασικών μεταρρυθμίσεων που προωθεί η κυβέρνηση και της στήριξης των κινητοποιήσεων των εργαζομένων που αμφισβητούν την πολιτική αυτή και δηλώνει ενεργά παρούσα σε ορισμένες κινητοποιήσεις (π.χ. ΔΕΚΟ και ελεγχόμενες από το Δημόσιο τράπεζες).[50]

Θεωρίες για την τεχνοκρατία


Ας ορίσουμε ξανά τη λέξη «τεχνοκρατία»˙ σημαίνει «διακυβέρνηση που ασκείται μέσω της χρήσης της γνώσης, της ισχύος των ειδικών, και της ικανότητας κάποιων ατόμων να επιλύουν τα σχετικά προβλήματα.»[51] Η θεωρία για την τεχνοκρατία δεν είναι ενιαία και μονοσήμαντη, όπως αφήνει να εννοηθεί η λέξη. Ενώ όλοι συμφωνούν στο ότι η τεχνοκρατία αφορά τη διακυβέρνηση από ειδικούς και τεχνικούς, οι διαφορετικές προσεγγίσεις διαφωνούν ως προς το ποιοι τύποι ειδικών και τεχνικών πρέπει να κυβερνούν, δηλαδή οι επιστήμονες γενικά, οι τεχνολόγοι, οι κοινωνιολόγοι και οι οικονομολόγοι ή άλλοι;

Κατά κάποιο τρόπο, η συζήτηση αρχίζει από πολύ παλιά με το έργο του Πλάτωνα για την Πολιτεία.[52] Έχει επίσης τονιστεί ότι όλη η σύγχρονη συζήτηση θα μπορούσε να είναι μια σειρά «υποσημειώσεων» του εν λόγω έργου.[53] Ο Πλάτων θεωρούσε ότι την κυβερνητική εξουσία της ιδανικής πολιτείας θα έπρεπε να την ασκούν οι φιλόσοφοι-βασιλιάδες. Στο πρόγραμμα εκπαίδευσης των υποψηφίων φιλοσόφων-βασιλέων ο Πλάτων περιλάμβανε τα Μαθηματικά, γιατί πίστευε ότι υπήρχαν πραγματικές δομές και φύσεις πραγμάτων που αποκαλούσε ιδανικές «μορφές» των σχημάτων (γεωμετρικές μορφές) και φυσικών αντικειμένων καθώς και μορφές ηθικών εννοιών (κουράγιο, πίστη, δικαιοσύνη). Μόνο διανοητική θα μπορούσε να είναι η σύλληψη των μορφών και δεν μπορούσαν να προσληφθούν μέσω των αισθήσεων. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Πολιτεία του Πλάτωνα ήταν η πρώτη θεωρία περί τεχνοκρατίας που την ορίζει ουσιαστικά ως κυβέρνηση μιας ελίτ εκπαιδευμένης με την υψηλότερη μορφή συλλογιστικής. Ενδιαφερόμενος για τις μορφές της δικαιοσύνης και των υπόλοιπων ηθικών εννοιών, θεωρούσε ότι τα Μαθηματικά ήταν η ακριβέστερη διανοητική (intellectual) γνώση των μορφών (των αριθμών και της γεωμετρίας). Επίσης τα Μαθηματικά αποτελούν αυστηρό τρόπο συλλογισμού από καθορισμένες υποθέσεις και παραμένουν το πρότυπο της τέλειας ορθολογικότητας για πολλούς φιλόσοφους (π.χ. Ευκλείδης). Ωστόσο, για τον Πλάτωνα τα Μαθηματικά είναι μόνο προκαταρκτική προϋπόθεση για την περαιτέρω ενασχόληση με τις φιλοσοφικές σπουδές.

Ο Άγγλος φιλόσοφος –και θεωρούμενος από αρκετούς συγγραφέας και των έργων του Shakespeare- Francis Bacon συνέβαλε τη σειρά του στη θεωρία της τεχνοκρατίας και την ανάδειξη της επιστήμης σε λόγο εξουσίας με την περιγραφή μιας ουτοπικής κοινωνίας στο πλαίσιο της οποίας κυριαρχούν οι ορθολογικά σκεπτόμενοι επιστήμονες στον Οίκο του Solomon με το σύνθημα «η γνώση είναι δύναμη».[54] Στη Νέα Ατλαντίδα η πολιτική αντικαθίσταται από την επιστημονική διαχείριση και μη υπαρχούσης της πολιτικής διαδικασίας οι αποφάσεις λαμβάνονται «για το καλό του συνόλου» από τους επιστήμονες, που υποτίθεται ότι αυτοί και μόνο γνωρίζουν τα μυστικά της φύσης. Ο επιστήμονας της Νέας Ατλαντίδας ήταν κάτι σαν τον «Νεοπλατωνικό Μάγο», ο οποίος επιδίωκε να αποκτήσει έλεγχο και εξουσία πάνω στη φύση.[55]Με το έργο του αυτό ο F. Bacon προεξόφλησε την έμφαση στην επιστήμη και την τεχνολογία που δόθηκε στα κατοπινά έργα ουτοπικών συγγραφέων καθώς και τη συζήτηση που θα γινόταν στον 20ό αιώνα και που συνεχίζεται στις ημέρες μας για τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις της αυξανόμενης εξάρτησης από την τεχνολογία.[56]

Περίπου δύο αιώνες αργότερα, το νήμα θα έπιανε ο Claude Henri de Rouvroy, δούκας του Saint-Simon, που έμεινε στην ιστορία με το όνομα Σεν Σιμόν και θεωρείται ως ο πατέρας του γαλλικού σοσιαλισμού. Ο Σεν Σιμόν οραματίστηκε ένα νέο τύπο κοινωνίας που αποτελούσε ουσιαστικά προσαρμογή και περαιτέρω επεξεργασία της Νέας Ατλαντίδας στο πλαίσιο του ενθουσιασμού που προκάλεσε το φιλοσοφικό κίνημα του Διαφωτισμού με την επιστημονική ορθολογικότητα. Βασικό στοιχείο του οράματός του ήταν η δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία θα κυβερνούσε μια άρχουσα ελίτ αποτελούμενη από τους επιστήμονες, τους βιομήχανους και τους καλλιτέχνες. Η πνευματική εξουσία θα ανήκε στους καλλιτέχνες, η κοσμική-υλική εξουσία στους βιομήχανους και εξουσία επιλογής των όσων θα ασκούσαν το λειτούργημα του ηγέτη της ανθρωπότητας θα είχαν οι πάντες. Η ανταμοιβή που θα ελάμβαναν οι ηγέτες θα ήταν ο σεβασμός. Ο λόγος που ο Σεν Σιμόν προτιμούσε την εξουσία μιας «εκπαιδευμένης ελίτ» ήταν η «λειτουργικότητά» της μιας και θεωρούσε ότι επιστήμονες, καλλιτέχνες και βιομήχανοι ήταν τα πλέον ικανά και παραγωγικά μέλη της κοινωνίας. Αν εξέλιπε αυτή η «διαφωτισμένη ελίτ», σύμφωνα με τον Σεν Σιμόν, θα μετατρεπόταν η Γαλλία σε ένα άψυχο σώμα.[57] Αντίστροφα αν χάνονταν τα βασικά μέλη της αριστοκρατίας, θα ήταν σε θέση να αναπληρωθούν από την «διαφωτισμένη ελίτ». Το δυστύχημα, κατά τον Σεν Σιμόν, ήταν ότι αυτή η ελίτ υπόκειτο στην εξουσία των μελών του διοικητικού μηχανισμού. Η λύση ήταν η ανοικοδόμηση της κοινωνίας στη βάση του ορθολογισμού και της επιστήμης. Η φιλοσοφία του 19ου αιώνα σημείωνε ο Σεν Σιμόν ήταν κριτική και επαναστατική ενώ στον 19ο αιώνα θα ήταν καινοτόμα, εφευρετική και δημιουργική. Ένθερμος υποστηρικτής οράματος ήταν ο πατέρας του θετικισμού στην κοινωνιολογία, δηλαδή ο Αύγουστος Κοντ. Άσκησε κριτική στην κριτική όσων μιλούσαν για «επιστημονικό δεσποτισμό» λέγοντας ότι «ο φόβος ενός δεσποτισμού θεμελιωμένου στην επιστήμη αποτελεί γελοία φαντασίωση, επειδή η πίστη των πολιτών στους νέους επιστημονικούς ηγέτες τους θα είναι αρκετά διαφορετικού χαρακτήρα από την αναιτιολόγητη υποταγή στους ιερείς της θεολογικής φάσης».[58] 

Όταν πλέον μπαίνουμε στον 20ό αιώνα, η τεχνοκρατία αποκτά συγκεκριμένη υλική  έκφραση με τη λογική του Frederick Taylor για την «επιστημονική οργάνωση της εργασίας». Από ουτοπία η τεχνοκρατία γίνεται πραγματικότητα στο χώρο του εργοστασίου στην αρχή και στον τριτογενή τομέα της οικονομίας αργότερα. Ο γενικός στόχος κάθε επιχείρησης είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους.  Την εποχή που ο Taylor ήταν εργάτης στο εργοστάσιο παραγωγής ακατέργαστου μολύβδου Bethlehem παρατηρούσε τη διαδικασία εκτέλεσης των διαφόρων εργασιών, αναζητώντας τον άριστο τρόπο πραγματοποίησής τους. Επεδίωκε να βελτιωθεί η αμοιβή του εργαζόμενου με παράλληλη αύξηση της παραγωγικής απόδοσής τους. Οι εργαζόμενοι έπρεπε να εκτελούν την εργασία τους πιο έξυπνα και πιο συνειδητά. Οι επιμέρους στόχοι ήταν η μείωση των άσκοπων καθυστερήσεων και της σπατάλης του χρόνου με μελέτη του χρόνου και των κινήσεων. Ο εργάτης αντιμετωπίστηκε ως εργαλείο της παραγωγής, το οποίο αφού γίνει γνωστό σε κάθε λεπτομέρειά του μπορεί με τις κατάλληλες επεμβάσεις, οι οποίες προκύπτουν από τις συγκεκριμένες έρευνες, να αποδώσει τα μέγιστα. Παρά τον εργαλειακό χαρακτήρα τους, αυτές οι έρευνες στα πλαίσια της οργανωτικής θεωρίας ανέδειξαν τον παράγοντα εργασιακή συμπεριφορά σε ένα ακόμη στοιχείο της οργανωτικής δομής. Σημαντικό στοιχείο στη θεωρία του Taylor αποτελεί η έννοια του ελέγχου. Δείχνει ανοιχτή δυσπιστία απέναντι στις προθέσεις, πόσο μάλλον στη δράση, των εργατών. Η διοίκηση δεν πρέπει να εμπιστεύεται τον εργάτη γιατί μεταξύ αυτού και του εργοδότη υπάρχει συγκρουσιακή κατάσταση που πηγάζει από την προτεραιότητα του κέρδους στον καπιταλισμό σε σχέση με την ικανοποίηση των αναγκών του ανθρώπου. Άμεση συνέπεια της εστίασης και της προβολής του ελέγχου ήταν ο διαχωρισμός του σχεδιασμού από την εργασία και της πνευματικής από την χειρωνακτική εργασία. Επήλθε διαχωρισμός και υποβάθμιση της εργασίας σε ένα μονότονο σύνολο με την ταυτόχρονη αναβάθμιση του διοικητικού έργου που με τη σειρά της επέφερε την αποειδίκευση του εργάτη. [59]

Η προσέγγιση του Taylor είναι εμπειριστική και κυριαρχείται από το ευρύτερο θετικιστικό μοντέλο στο πλαίσιο του οποίου η ανθρώπινη συμπεριφορά -συνεπώς και η εργασιακή συμπεριφορά- κυριαρχείται από κανονικότητες, νομοτέλειες και νόμους που, αν ανακαλυφθούν με τη βοήθεια των επιστημονικών μεθόδων (παρατήρηση και πείραμα), μπορούν να κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά στην άριστη επίτευξη του καθήκοντος. Η ύπαρξη αντικειμενικών τρόπων μέτρησης μπορεί να οδηγήσει στην διατύπωση των νόμων που κατευθύνουν και προδιαγράφουν την ανθρώπινη εργασιακή συμπεριφορά. Ο Harry Braverman ασκώντας κριτική θεώρησε ότι ο Τεϋλορισμός είναι «ο καπιταλιστικός τρόπος διοίκησης».[60]Ουσιαστικά ο Braverman ανέδειξε μια πλευρά της κριτικής του Karl Marx που είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την κλασική οικονομίστικη παράδοση στο Μαρξισμό.[61]

Στη βάση αυτή το φορντικό μοντέλο παραγωγής επεξέτεινε το σχήμα του Taylor σε επίπεδο κοινωνίας. Στο φορντικό εργοστάσιο συναρμολογούνταν προτυποποιημένα προϊόντα σε προκαθορισμένες μαζικές ποσότητες˙ η οργάνωση της εργασίας βασιζόταν στη χρήση μεγάλων αριθμών, ως επί το πλείστον ανειδίκευτων, εργατών˙
η σχεδίαση των προϊόντων ήταν απολύτως κρίσιμος παράγοντας καθώς τα προϊόντα έπρεπε να είναι έτσι σχεδιασμένα ώστε να συναρμολογούνται εύκολα˙ στην παραγωγή χρησιμοποιούνταν εξειδικευμένα μηχανήματα σχεδιασμένα για ένα δεδομένο προϊόν και σύστημα παραγωγής˙ η εργασιακή διαδικασία ελεγχόταν στενά με συστήματα μέτρησης εργασίας και την «επιστημονική οργάνωση της εργασίας» που προέβλεπε το διαχωρισμό της σύλληψης από την εκτέλεση στη βάση μιας ριζικότερης σχεδίασης του συγχρονισμού της εργασίας και των διαδικασιών παραγωγής: ανάλυση της εργασίας στα συστατικά μέρη της και δημιουργία της γραμμής παραγωγής/συναρμολόγησης (assembly line), ιεραρχικά δομημένη ηγεσία, σταθερότητα, ξεχωριστοί τόποι εργασίας μεταποίησης και εργασίας γραφείου, τμηματοποίηση των γραφείων, εξειδίκευση της εργασίας, προϊοντοκεντρική αντί πελατοκεντρικής προσέγγισης, ζήτηση υπερβαίνουσα την προσφορά.

Η τεχνοκρατία ως η κυριαρχία των ειδικών στην τεχνολογία και τις κοινωνικές επιστήμες αποτέλεσε μια πρώτη θεωρητική και πολιτική απάντηση στο ερώτημα τι μπορεί να γίνει στην περίπτωση των σύγχρονων κοινωνιών που έχουν καταστεί πολύπλοκες και είναι δύσκολη η  διακυβέρνησή τους με τις παραδοσιακές μορφές της εκλεγμένης πολιτικής ηγεσίας. Τονίσαμε ήδη ότι ο Th. Veblen διέκρινε την αντίθεση μεταξύ των παραδοσιακών ιδιοκτητών των επιχειρήσεων που ενδιαφέρονται κυρίως για τη μεγιστοποίηση του κέρδους και των μηχανικών και λοιπών τεχνιτών της βιομηχανίας που ενδιαφέρονται για την αποδοτικότητα αυτή καθαυτή και για την παραγωγή για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών.[62] Έχοντας κατά νου αυτή τη θετική έννοια της τεχνοκρατίας ο Veblen πρότεινε τη σύσταση των «σοβιέτ των τεχνικών» να αναλάβουν την εξουσία και να διαχειριστούν το βιομηχανικό οικονομικό σύστημα ορθολογικά και αποδοτικά. Αυτή η πρόταση στηρίχθηκε στη νευραλγική θέση που κατέχουν μηχανικοί και τεχνικοί στο ίδιο το βιομηχανικό καπιταλιστικό σύστημα και στη γνώση τους τόσο για τη λειτουργία όσο και για τη διόρθωση ή το μετασχηματισμό του. Αν αυτή η πρόταση φάνταζε «υπερεπαναστατική» για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, δεν συνέβαινε το ίδιο με τις προτάσεις των περισσότερων νέων επιστημόνων και πολιτικών καθώς μετά την πρώτη εμφάνιση του κοινωνικού κινήματος υπέρ της τεχνοκρατίας στη δεκαετία του 1920 διαδόθηκαν ευρέως τεχνοκρατικές ιδέες και αντιλήψεις. Στη διάρκεια της Προοδευτικής Εποχής και του New Deal στις ΗΠΑ του Φ. Ρούζβελτ και στη Δυτική Ευρώπη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την εγκαθίδρυση του κράτους πρόνοιας, για την επέκταση του διοικητικού μηχανισμού του κράτους χρειαζόταν μεγάλης κλίμακας συντονισμός πόρων και έμπειρων και καταρτισμένων τεχνικών. Το κίνημα δεν προχώρησε, όμως, πολύ μακριά ώστε να απαιτήσει την υποχρεωτική εγκατάσταση των τεχνικών και των επιστημόνων στα υπουργεία αλλά, τουλάχιστον, τη χρήση στη διακυβέρνηση των ίδιων μεθοδολογικών κριτηρίων: ιδεολογική ουδετερότητα και χρήση μεθόδων συλλογής δεδομένων και τεκμηρίων που θα συνέβαλλαν στην παραγωγή σύγχρονων τεχνολογιών.

Ταυτόχρονα με την έναρξη της εφαρμογής της τεχνοκρατικής λογικής, άρχισαν οι κριτικές και οι επικριτικές έως και δυστοπικές αναλύσεις και καταγγελίες. Η πρώτη αυστηρή κριτική ασκήθηκε από τον θεωρούμενο πραγματιστή και συντηρητικό Ισπανό φιλόσοφο Orttega Y Gasset, ο οποίος απέρριπτε την ορθολογισμό γιατί θεωρούσε ότι συνέχεε τη λογική με την κατάχρησή της και τόνιζε επίσης ότι οι τεχνικοί και οι επιστήμονες δεν πρέπει να εγκλωβίζονται στη στενή εξειδίκευσή τους αλλά να διαθέτουν ευρύτητα πνεύματος και παιδείας.[63] Θεωρούσε απίθανη την τελική επικράτησης της τεχνοκρατίας για το λόγο ότι εξ ορισμού οι μηχανικοί δεν μπορούν να κυβερνήσουν καθώς χρήσιμοι και αξιολάτρευτοι αλλά «αθεράπευτα δευτερεύοντες», δηλαδή «μαζάνθρωποι».[64]  Για τον ίδιο λόγο ο C.S Lewis παρατήρησε ότι εάν κάποιος θέλει σήμερα να κυριαρχήσει στην κοινωνία αυτός μπορεί να το κάνει με το ένδυμα της επιστήμης για να καλύψει τις πραγματικές προθέσεις του και απηύθυνε προειδοποίηση: « …η νέα ολιγαρχία πρέπει ολοένα και περισσότερο να βασίζει την αξίωσή της να μας προγραμματίζει στην επίκληση της γνώσης (…) Αυτό σημαίνει ότι ολοένα και περισσότερο πρέπει να εξαρτώνται από τις συμβουλές των επιστημόνων, ώσπου στο τέλος οι ίδιοι οι πολιτικοί να καταλήξουν να γίνουν πιόνια των επιστημόνων.(…) Τώρα, φοβάμαι τους ειδικούς στην εξουσία γιατί είναι ειδικοί που ομιλούν εκτός του πεδίου των ειδικών αντικειμένων τους. Ας μας μιλήσουν οι επιστήμονες για τις επιστήμες».[65] Ασκήθηκε επίσης κριτική ότι, ειδικά στις ΗΠΑ, η τεχνοκρατία αποτελεί μια από τις λιγότερο εξελιγμένες μορφές πρωτόγονων Αμερικανικών διευθυντικών ιδεολογιών.[66] Αυτό σήμαινε ότι εξαιτίας της επερχόμενης «επανάστασης των διευθυντών» θα μειώνονταν οι εξουσίες και η δύναμη των υφιστάμενων θεσμών και ιδεολογιών στην καπιταλιστική κοινωνία, θα ελέγχονταν οι μάζες κατά τρόπο ώστε να αποδέχονται την κυριαρχία των διευθυντών και των τεχνοκρατών ως φυσικό φαινόμενο. Η υπόθεση περί της «τεχνολογικής ελίτ» που θα κατακυρίευε τον κόσμο έγινε κυρίαρχη κατά τη δεκαετία του 1960 αλλά και αργότερα. Ξεκινώντας από την ακραία δυστοπική θεωρία του George Orwell για την κοινωνία του πανοπτικού ελέγχου του «1984» και φτάνοντας στην άλλη ακραία διατύπωση του David Burnam περί «τεχνολογικού απαρτχάιντ» εκφράστηκαν μια σειρά από κοινωνικές φοβίες.

Πέραν τούτων, η τεχνοκρατία αποτελεί ένα σύνθετο τύπο οργανωτικού ελέγχου, που ενσωματώνει ορισμένες από τις όψεις των προγενέστερων μορφών ελέγχου (τεχνικός, γραφειοκρατικός, επαγγελματικός. Ως επί το πλείστον συναντάται σε χώρους εργασίας που είναι προηγμένοι τεχνολογικά (π.χ. τράπεζες, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια κλπ.). Τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα αυτού του είδους επιχειρηματικής οργάνωσης είναι:[67]
Α) πόλωση μεταξύ «ειδικών» και «μη ειδικών»
Β) ισοπέδωση των γραφειοκρατικών ιεραρχιών
Γ) αποσάρθρωση των εσωτερικών κλιμάκων θέσεων εργασίας
Δ) αυξανόμενη έμφαση στα προσόντα και στο διαχωρισμό τους
Ε) αυξανόμενη στήριξη στην τεχνική δαημοσύνη ως πρωταρχικής προέλευσης νομιμοποίησης
ΣΤ) ευέλικτες διαμορφώσεις συγκέντρωσης/αποκέντρωσης

Ο όρος «τεχνοκρατία» επανεμφανίστηκε στη δεκαετία του 1960 στις κριτικές εναντίον αυτών των όψεων της σύγχρονης τεχνολογικής κοινωνίας τόσο από διανοούμενους όσο και από τα κοινωνικά κινήματα (φοιτητικό, εργατικό, οικολογικό, αντιπυρηνικό κ.α.).[68] Επισημάνθηκε από ορισμένες κριτικές ότι οι τεχνοκράτες αναλαμβάνουν ολοένα και σημαντικότερους ρόλους και θέσεις εξουσίας χωρίς να έχουν επιλεχθεί από δημόσια καθολική ψηφοφορία και λαϊκή νομιμοποίηση και δίχως να διαθέτουν επαρκή «ηθική φαντασία» για να ασκούν υπεύθυνα την εξουσία και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας.[69] Έτσι, τέθηκε υπό διερεύνηση ο τρόπος με τον οποίο οι τεχνικές λογικές αντικαθιστούν την πολιτική λήψη αποφάσεων σε τομείς όπως η απασχόληση ή η δημόσια υγεία και πρόνοια.[70] Τέλος, πολλοί θεωρητικοί και πολιτικοί έχουν προειδοποιήσει για την «αποικιοποίηση» της κοινωνικής ζωής από τεχνικές λογικές σε ζητήματα που είναι κατεξοχήν πολιτικά και αφορούν τις βασικές αρχές τις οποίες επιλέξουν οι κοινωνίες για να ζήσουν και να αναπτυχθούν.[71] 

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του προβλήματος και της λογικής που διέπει την τεχνοκρατία είναι η ακόλουθη είδηση που ήλθε στη θυρίδα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του γράφοντος την ώρα που έγραφε αυτές τις γραμμές: « NEWS ALERT from The Wall Street Journal, Aug. 17, 2006. Ford, under pressure to speed up its restructuring after reporting a $254 million loss in the second quarter, is looking to close more factories, eliminate more white-collar jobs in North America to cut salaried costs by another 10% to 30%, and scale back benefits, say people familiar with the auto maker’s plans. The cuts would be on top of previously announced reductions.»[72] Ούτε λίγο-ούτε πολύ, η σύντομη είδηση μας λέει ότι επειδή σε ένα τριμηναίο απολογισμό, η ισχυρότερη βιομηχανία αυτοκινήτων πλανήτη που ίδρυσε ο Ford παρουσίασε ζημιές, θα αχρηστευθούν θέσεις εργασίας, ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, θα περικοπούν μισθοί και επιδόματα γιατί η τεχνοκρατική λογική που διέπει τη σκέψη και την πολιτική των μετόχων και των διευθυντών αφήνει έξω από την οπτική της τους πραγματικούς ανθρώπους και τα πραγματικά προβλήματά τους.[73] Την αμέσως επόμενη ημέρα ήρθε το sequel της είδησης και, όπως κάθε sequel που σέβεται την «παράδοση» του Hollywood, ήταν χειρότερο από το πρώτο: «Ford announced plans to reduce its North American fourth-quarter production by 21%, or 168,000 units, as it tries to accelerate its Way Forward plan. The auto maker is also cutting third-quarter output and said it will unveil further moves in September. People familiar with its plans say Ford is looking to close more factories and cut salaried jobs and benefits.» [74] Οπότε τίθεται το βασικό ερώτημα του κατά ποίον τρόπο μπορεί να διατηρούνται οι δημοκρατικές αξίες της κοινωνίας όταν η επιστήμη και η τεχνολογία καθίστανται ολοένα και πιο πολύ κυρίαρχοι θεσμοί; Εντοπίζονται ισχυρές συγκρούσεις μεταξύ της αντίληψης της «αποδοτικότητας» (“efficiency”) και της δημοκρατικής ιδεολογίας. Αντιπαρατίθενται έτσι από τη μια μεριά ο προσδιορισμός των προβλημάτων ως τεχνικού χαρακτήρα για την επίλυση των οποίων πρέπει να επιλαμβάνονται οι «ειδικοί» και από την άλλη τα ιδεώδη της συμμετοχής των πολιτών στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων.[75]

Αυτή η συζήτηση συνέπεσε με την εμφάνιση των απόψεων περί «τέλους της ιδεολογίας» και «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» και με τον «εξορθολογισμό» της πολιτικής με την αυξανόμενη σημασία της τεχνικής δαημοσύνης.[76] Σύμφωνα με τη θεωρία της περί «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» του D. Bell έχει επέλθει «η τελική κατίσχυση του τομέα των υπηρεσιών έναντι της βιομηχανίας» με αποτέλεσμα την απόδοση κεντρικής θέσης στην πληροφορία και τη θεωρητική γνώση, [77]  οι φορείς της οποίας ελέγχουν αποφασιστικά τις καινοτομίες που συντελούνται στο χώρο μιας νέας πνευματικά προσδιορισμένης τεχνολογίας.[78] Έτσι, στην εν λόγω κοινωνία επικρατούν αριθμητικά οι πνευματικά εργαζόμενοι (knowledge workers) ενώ μειώνεται ο αριθμός των χειρωνακτών και των ανειδίκευτων εργαζομένων.  
Σ’ αυτό το πλαίσιο, τα κριτήρια για την κοινωνική άνοδο δεν είναι πια αυτά της κατοχής πλούτου ή της πολιτικής. Αναγκαίο αλλά όχι ικανό προσόν είναι η επαγγελματική και τεχνική εξειδίκευση˙ ικανό προσόν είναι η δημιουργικότητα. Η ιδεολογία της μεταβιομηχανικής κοινωνίας είναι η τεχνική ορθολογικότητα στην οικονομία, στην κοινωνία και στην πολιτική. Κυρίαρχοι είναι οι τεχνοκράτες, οι σχεδιαστές/προγραμματιστές και οι επιστήμονες. Οι τεχνοκράτες ασκούν εξουσία ένεκα της τεχνικής δαημοσύνης τους. Η ανάδειξή τους σε θέσεις, τυπικής ή άτυπης εξουσίας σηματοδοτεί την ανάδειξη της αποδοτικότητας, της εργαλειακότητας και του πραγματισμού ως λογικών επίλυσης προβλημάτων. Επιπλέον, επιταχύνεται η «μηχανή του χρόνου» και μειώνονται εντυπωσιακά τα μεσοδιαστήματα μεταξύ της έναρξης μιας αλλαγής και της εφαρμογής της με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να προεξοφλούν την αλλαγή, να υπολογίζουν την πορεία της κατεύθυνσής της και τις επιπτώσεις της, να την ελέγχουν και να την διαμορφώνουν ανάλογα με τους προκαθορισμένους σκοπούς. Βασικά σημεία-κλειδιά της μετάβασης στη μεταβιομηχανική κοινωνία είναι η ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας που καθιέρωση τη σχέση μεταξύ επιστήμης και διακυβέρνησης, η εισαγωγή της «κοινωνικής φυσικής» με την ανάπτυξη της επιστήμης της κυβερνητικής και μια νέα ώθηση του ιδεολογήματος περί «προσανατολισμού προς το μέλλον» («φουτουρισμός»). Καθιερώθηκαν, επομένως, τα βασικά θέματα της «τεχνοκρατικής εποχής» (ορθολογικότητα, σχεδιασμός και πρόβλεψη).  Το περιεχόμενο της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας», κατά τον Bell, προσδιορίζεται από τις εξής παραμέτρους:
i)               Μετάβαση από τη δευτερογενή παραγωγή αγαθών στην οικονομία των υπηρεσιών.
ii)             Στροφή στην επαγγελματική και τεχνική ειδίκευση, ως αναγκαίο προσόν για την επιτυχία.
iii)           Πρωτεύουσα σημασία της θεωρητικής γνώσης ως παράγοντα επίτευξης σημαντικών καινοτομιών αλλά και παραγωγικής δύναμης για την πρακτική άσκηση κοινωνικής πολιτικής.
iv)            Δημιουργία μιας νέας «διανοητικής τεχνολογίας» και νέων πολιτικών διαδικασιών για τη λήψη των αποφάσεων.
v)             Έλεγχος της τεχνολογίας και των επιτευγμάτων.
Τα στοιχεία για τα κράτη – μέλη του ΟΟΣΑ που παραθέτει ο Bell είναι εντυπωσιακά: κατά μέσο όρο για όλα τα κράτη – μέλη του οργανισμού το ποσοστό των απασχολουμένων στον αγροτικό τομέα μειώθηκε σε 9.2% του συνόλου της απασχόλησης (μείωση κατά 15%), στο βιομηχανικό τομέα σε 33,4% (μείωση κατά 4,1%) ενώ, αντιθέτως, στον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών το ποσοστό αυξήθηκε κατά 21% φτάνοντας στο 57,4%. Πολιτικές συνέπειες αυτής της κοινωνικής μεταλλαγής είναι η στασιμότητα και η παρακμή των κινημάτων της εργατικής τάξης για υπεράσπιση και διεύρυνση των κατακτήσεών τους, η ανάπτυξη ενδο-συστημικών κινημάτων «αντιθετικής κουλτούρας» από τα μέλη της ίδιας της αστικής τάξης  και εξω-συστημικών κινημάτων «αντι-κουλτούρας». Τα πρώτα προέρχονται από την ίδια την αστική τάξη και την ικανότητά της να ανανεώνεται και να ριζοσπαστικοποιείται ενώ τα δεύτερα από την άρνηση όχι μόνο της αστικής κουλτούρας αλλά και κάθε κατάκτησης του παρελθόντος που συνδέθηκε με, και στηρίζεται σε, στερητικές διαδικασίες και αλλοτριωτικές σχέσεις. [79]

Ένας άλλος μελλοντολόγος, οπαδός της τεχνολογικής επανάστασης και «γκουρού» του νέου οικονομικού φιλελευθερισμού, ο Alvin Toffler, μιλά για τις 3 φάσεις-κύματα της ανάπτυξης της κοινωνίας, που το καθένα με τη σειρά του σπρώχνει στην άκρη τις παλιές κοινωνίες και κουλτούρες: 
·       Το πρώτο κύμα είναι αυτό της κοινωνίας που προέκυψε από την έκρηξη της αγροτικής επανάστασης και αντικατέστησε τις πρώτες  κοινωνίες των κυνηγών-συλλεκτών.
·       Τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνίας του δεύτερου κύματος είναι η πυρηνική οικογένεια, το εκπαιδευτικό σύστημα εργοστασιακού τύπου και η μεγάλη επιχείρηση. Στηρίζεται στη μαζική παραγωγή, τη μαζική διανομή, τη μαζική εκπαίδευση, τη μαζική εκπαίδευση, η μαζική διασκέδαση και, το τραγικότερο, στη διασπορά των όπλων μαζικής καταστροφής. Όλα αυτά συνδυάζονται με την τυποποίηση, την συγκεντροποίηση, τη συγκέντρωση  και το συγχρονισμό που οδηγούν στη σταθεροποίηση της γραφειοκρατίας ως τρόπου οργάνωσης.
·       Το τρίτο κύμα είναι αυτό της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Από τα τέλη της δεκαετίας 1950-1960 η κοινωνία κινείται σε μια νέα εποχή που χαρακτηρίζεται και ως «εποχή της πληροφορίας». Αντίθετα από το δεύτερo κύμα, στη μεταβιομηχανική κοινωνία υπάρχει τάση πολλαπλασιασμού των διαφορετικών τρόπων ζωής, περισσότερων οργανώσεων που συγκροτούνται για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό και μόνο για να διαλυθούν μόλις αυτός επιτευχθεί με αποτέλεσμα οι αλλαγές να είναι καθεστώς που προκαλεί τους πάντες να προσαρμόζονται σ’ αυτές. Η πληροφορία υποκαθιστά τους περισσότερους υλικούς πόρους και αποτελεί την κύρια πρώτη ύλη των εργατών νέου τύπου (cognitarians αντί προλεταρίων) που είναι χαλαρά συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Η μαζική customization προσφέρει δυνατότητες παροχής φθηνών, προσωποποιημένων προϊόντων και υπηρεσιών σε συγκεκριμένους τομείς της αγοράς με τη μέθοδο της άμεσης παραγωγής και παράδοσης (just-in-time production). Το κενό που υπάρχει μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή γεφυρώνεται μέσω της τεχνολογίας. Οι καταναλωτές (prosumers αντί consumers) μπορούν να ικανοποιούν μόνοι τις ανάγκες τους (π.χ. ανεξάρτητη – free lance – εργασία, open source κώδικες λογισμικού, «καν’ το μόνο σου» assembly kits τύπου ΙΚΕΑ).  

Έτσι, με αυτά τα δεδομένα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η «μεταβιομηχανική κοινωνία» αποτελεί σύνθεση των βασικών αρχών που διατύπωσαν για τη βιομηχανική κοινωνία οι M. Weber (εξορθολογισμός), Μ. Durkheim, Saint-Simon (που θεωρείται ο πρώτος θεωρητικός της τεχνοκρατίας) και του F. Taylor (επιστημονικό μάνατζμεντ). O Weber, όμως, προειδοποίησε ότι οι γραφειοκράτες της μεταβιομηχανικής κοινωνίας εξελίσσονται σε «ειδικούς χωρίς καρδιά» που ασκούν εξουσία χωρίς να έχουν εκλεγεί από το λαό και συχνά αποφασίζουν με βάση τα τεχνικά δεδομένα αντί να λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις των πολιτών.[80] Αυτό είναι το αποτέλεσμα της σύλληψης της έννοιας της ορθολογικότητας ως λειτουργικής, ως εξορθολογισμού των πραγμάτων και όχι ως Λόγου.[81] Ο Bell προέβλεψε ότι η οργάνωση-κλειδί στο μέλλον θα είναι το πανεπιστήμιο που θα αντικαταστήσει την επιχείρηση, ενώ το κοινωνικό κύρος θα είναι υψηλότερο για τις κοινότητες των διανοουμένων και των επιστημόνων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι διανοούμενοι και οι επιστήμονες καθίστανται η κυρίαρχη ή κυβερνώσα τάξη αλλά ότι αλλάζει η λογική του πολιτικού συστήματος που στηρίζεται πια στην τεχνοκρατική αντίληψη. Σύμφωνα με τον Bell οι διαφορές των προηγούμενων κοινωνιών με τη μεταβιομηχανική είναι οι εξής:

    

Προβιομηχανική  
Βιομηχανική
Μεταβιομηχανική
Πόροι
Γη
Μηχανές
Γνώση
Κοινωνικό Locus
Φάρμα, φυτεία
Επιχειρηματική εταιρεία
Πανεπιστήμιο, ερευνητικό ινστιτούτο
Κυρίαρχες μορφές
Γαιοκτήμονας, στρατιωτικός
Επιχειρηματίες
Επιστήμονες, ερευνητές
Μέσα εξουσίας
Άμεσος έλεγχος μέσω δύναμης
Έμμεση επιρροή στην πολιτική
Ισορροπία τεχνο-πολιτικών δυνάμεων
Ταξική βάση
Ιδιοκτησία
Ιδιοκτησία
Τεχνικές ιδιότητες
Πρόσβαση
Κληρονομιά, κατάληψη με στρατεύματα
Κληρονομιά, επένδυση, εκπαίδευση
Εκπαίδευση, κινητοποίηση, διορισμός (co-optation)

Σε μια τέτοια μεταβιομηχανική κοινωνία, δεν θα υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ λειτουργικών οικονομικών ομάδων και η όλη συζήτηση θα αφορά τεχνικές κατανομής των πόρων με βάση την ορθολογικότητα.

O A. Touraine, από τη δική του σκοπιά, τόνισε τις ταξικές κοινωνικές μορφές κυριαρχίας της κατεστημένης γνώσης και επένδυσης των κυρίαρχων τάξεων οι οποίες ελέγχουν τις διαδικασίες κοινωνικής και οικονομικής αναπαραγωγής. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός στις Δυτικές κοινωνίες, σύμφωνα με τον Α. Touraine, αντικαταστάθηκε από τη προγραμματισμένη «μεταβιομηχανική» μορφή καπιταλισμού. [82] Η τεχνοκρατία ήταν το κόκκινο πανί για τους εξεγερθέντες φοιτητές του Γαλλικού Μάη του 1968, που θεωρήθηκε ως «κοινωνικός, πολιτισμικός και πολιτικός αγώνας, περισσότερο εναντίον της κυριαρχίας και της ενσωμάτωσης»[83] και οι ταξικές κοινωνικές συγκρούσεις της βιομηχανικής καπιταλιστικής εποχής ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη έδωσαν τη θέση τους στις συγκρούσεις ανάμεσα στην κυρίαρχη τεχνοκρατία και τους αποκλεισμένους από τη γνώση και την επένδυση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επήλθε τέλος στην κλασική οικονομική εκμετάλλευση.[84] Οι νέες μορφές συγκρούσεων[85] αφορούν την επιχειρούμενη «πολιτισμική χειραγώγηση» των «κοινωνικών υποκειμένων και των οργανωμένων τους εκφράσεων» και παλεύουν ενάντια στον ταξικό αντίπαλό τους για τον κοινωνικό έλεγχο της ιστορικότητάς τους.»[86]

Στην περίοδο αυτή κάνει την εμφάνισή του ένας ακόμη όρος, η «τεχναρχία», που αποτελεί μια δομή διοίκησης και ελέγχου που ενσωματώνει τεχνοκρατικές μορφές οργάνωσης οι οποίες συνδέονται με «νεοκορπορατιστικές» μορφές πολιτικής οργάνωσης.[87] Την ίδια περίοδο γίνεται λόγος για την «τεχνοδομή»[88] και την «τεχνόπολη»[89]


Ένας ευρύς κύκλος της παραδοσιακής μαρξιστικής διανόησης δεν είχε ιδιαίτερη τάση να συζητάει –όπως εν μέρει έγινε και με τα ζήτημα της γραφειοκρατίας- και να ενασχολείται με κοινωνικές κατηγορίες που ξεφεύγουν από τους παραδοσιακούς ορισμούς της για την κοινωνική τάξη. Έτσι η χρήση της έννοιας της «ελίτ» δεν είναι συχνή. Ο Κ. Marx θεωρούσε ότι οι άνθρωποι συγκροτούν κοινωνικές σχέσεις ανεξάρτητα από τις θελήσεις τους και ότι οι πεποιθήσεις και συμπεριφορές τους καθορίζονται ως επί το πλείστον από τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν. Σημαντικότερες είναι οι συνθήκες της οικονομικής παραγωγής που τείνουν να καθορίζουν τις άλλες πλευρές της κοινωνικής συμπεριφοράς και τις πεποιθήσεις. Αυτές οι οικονομικές συνθήκες ποικίλουν από εποχή σε εποχή και σε κάθε εποχή (εκτός από την προϊστορική) υπάρχουν διαφορετικές κυρίαρχες και κυριαρχούμενες κοινωνικές τάξεις. Καθώς οι κυρίαρχες τάξεις οργανώνονται καλύτερα και πιο αποτελεσματικά αλλάζουν το οικονομικό σύστημα προς την κατεύθυνση της εντονότερης εκμετάλλευσης των κυριαρχούμενων τάξεων. Πηγή «προόδου» για τις κυρίαρχες τάξεις είναι αυτή η ένταση της εκμετάλλευσης που από τη μια συνεπάγεται αυξήσεις πλούτου και οικονομικής παραγωγικότητας, χρηματοδότηση της επιστήμης και του πολιτιστικού γίγνεσθαι, ενώ από την άλλη δημιουργεί κοινωνικές συγκρούσεις καθώς η μη οικονομική οργάνωση της κοινωνίας αποτυγχάνει να αλλάξει με τους ίδιους ρυθμούς ώστε να ταιριάξει με τις νέες οικονομικές συνθήκες. Οι τάξεις που δεν είναι πλέον οικονομικά χρήσιμες συγκρούονται με την «πρόοδο» για να υπερασπιστούν τις προνομιακές τους θέσεις. Όταν αυτές οι κοινωνικές εντάσεις γίνουν ιδιαίτερα οξείες αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης και η κοινωνία παίρνει μια πιο σύγχρονη μορφή. Ο Marx υπέθετε ότι όταν οι οικονομικές συνθήκες προοδεύσουν σε ιδιαίτερα υψηλό βαθμό θα υπάρξει μια παρόμοια επαναστατική περίοδος και οι καπιταλιστικές κοινωνίες θα μετασχηματιστούν σε σοσιαλιστικές, ιδιαίτερα στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Ο Marx όριζε την πολιτική ζωή ως αντανάκλαση της ταξικής πάλης και ανέλυε τους πολιτικούς αγώνες θεωρώντας τα πολιτικά κόμματα και τους πολιτικούς ηγέτες ως εκπροσώπους των ταξικών τους συμφερόντων. Οι επίγονοί του δεν φρόντισαν να αναπτύξουν ιδιαίτερα τις επί μέρους αναλύσεις τους για τα στρώματα που δεν είχαν ταξική βάση συγκρότησης τα μέσα παραγωγής αλλά διακρίνονται από την κατοχή γνώσης, δεξιοτήτων και ταλέντου. Έτσι, η έννοια της τεχνοκρατίας δεν διερευνήθηκε αρκετά. Όμως, όπως είδαμε, ο H. Braverman, o A. Feenberg και άλλοι μαρξιστές τόνισαν ότι ενυπήρχε και άλλη πλευρά στο έργο του Μαρξ. Εκτός από την «θεωρία της ιδιοκτησίας» ενυπήρχε η «θεωρία της εργασιακής διαδικασίας». Η πάλη ενάντια στην άνιση κατανομή του πλούτου πρέπει να συνοδεύεται και από την πάλη ενάντια στην άνιση κατανομή της δύναμης και της εξουσίας στο χώρο εργασίας. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός πρέπει να επικριθεί συνολικά ως τέτοιος αντί για την αδυναμία του να προσφέρει καταναλωτική αφθονία και ισότητα. Η κυριαρχία και η αλλοτρίωση αποτελούν εξίσου κεντρικής σημασίας με την ταξική διαίρεση της κοινωνίας. Η κυριαρχία των πλουσίων είναι αναπόσπαστα δεμένη με το χωρισμό των εργατών από τα μέσα παραγωγής και με την υποταγή τους στην εργασιακή διαδικασία υπέρ των συμφερόντων των κατόχων του πλούτου. Έτσι, ο Μαρξ θεωρείται ένας από τους πρώτους επικριτές της τεχνοκρατίας. Το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής ήταν ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς να εμπλακεί στις συζητήσεις, στους αγώνες και τα πειράματα εργατικού και κοινωνικού ελέγχου και αυτοδιαχείρισης στη Δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική, την Αλγερία και την Κίνα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και τις αρχές της δεκαετίες του ’70. Τέθηκαν έτσι ζητήματα οργάνωσης και διαχείρισης της εργασίας και των αποτελεσμάτων της, της πολλαπλότητας και των μορφών κατανομής δύναμης, εξουσίας και αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο της επιχείρησης, καθώς και ζητήματα διαδικασιών ανάπτυξης καινοτομιών και νεωτερισμών.

Στο πλαίσιο της γενικότερης νεομαρξιστικής σχολής, η νέα ταξική διάρθρωση της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» δεν είναι ριζικά διαφορετική από αυτή της βιομηχανικής καπιταλιστικής κοινωνίας. Αντίθετα, σημειώνεται μια μεγάλη κεφαλαιοκρατική εξάπλωση, «που αναδιαρθρώνει τους εναπομείναντες θύλακες μη κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης.» Συνέπειες αυτής της αναδιάρθρωσης είναι α) η εμπορευματοποίηση των μη υλικών μορφών παραγωγής, β) η κατίσχυση του καπιταλιστικού πολιτισμού, και γ) η μεταλλαγή του καπιταλισμού σε «μεταμοντέρνο» χωρίς την επίλυση των αντινομιών της καπιταλιστικής νεωτερικότητας. Οι τελευταίες «βαθαίνουν και ριζοσπαστικοποιούνται διότι προωθούνται σε παγκόσμια κλίμακα».[90]

Σ’ αυτό το πλαίσιο της μεταβιομηχανικής καπιταλιστικής κοινωνίας σχηματίζεται μια πολιτική κουλτούρα που, έχοντας δώσει κυριαρχική θέση στην τεχνοκρατική γνώση -και μάλιστα στις πιο στενές μορφές της-, απαξιώνει τη θέση των ιστορικών ή ηθικών παραδόσεων. Έτσι απαξιώνεται η δυνατότητά της να αναστοχαστεί σχετικά με τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες των επερχόμενων μετασχηματισμών της οικονομίας, των εργασιακών σχέσεων, της πολιτικής, του περιβάλλοντος και άλλων πλευρών της κοινωνικής ζωής. Παρά την επέκταση της διανοητικής εργασίας σε ολοένα και ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, αυτή τείνει να επικεντρώνεται ολοένα και πιο πολύ σε στενότερες μορφές που δημιουργούνται γύρω από την υψηλή τεχνολογία και τις υπηρεσίες. Προσανατολισμένα κυρίως σ’ αυτή την κατεύθυνση είναι τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που παράγουν αποφοίτους, οι οποίοι εκπαιδεύονται με τη λογική της πρακτικής απόδοσης της εργαλειακής γνώσης και απορρίπτουν, ουσιαστικά, τον κοινωνικο-πολιτικό αναστοχασμό και τη δράση στην κατεύθυνση των κοινωνικών αλλαγών.[91] Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των οικονομικών σπουδών όπου ολοένα και περισσότερο προσανατολίζονται στη λογική της εξυπηρέτησης των επιχειρήσεων με την ανάπτυξη των business studies μειώνοντας την ενασχόληση με την δημόσια και την κοινωνική οικονομία ή τις εργασιακές σχέσεις. Έτσι εργαλειοποιείται η διανοητική δραστηριότητα με αποτέλεσμα την κυριαρχία εκείνων των «ειδικών» (τηλεπικοινωνιακοί σύμβουλοι, αναλυτές αγορών κ.α.), οι οποίοι υποβαθμίζουν την κοινωνική σημασία και αξία των δημόσιων διανοούμενων, τους οποίους, στην καλύτερη των περιπτώσεων, προορίζουν για τη θέση του υπεύθυνου δημοσίων σχέσεων, δηλαδή για το ρόλο των spin doctors των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Η τάση για διαχείριση και έλεγχο της πληροφόρησης εκφράζει την τεχνοκρατική λογική που ενυπάρχει στην παράδοση του Διαφωτισμού: εξορθολογισμός, επιστημονική διοίκηση κοινωνική μηχανική, αποδοτικότητα/αποτελεσματικότητα και δαημοσύνη. Η δημόσια σφαίρα της δημοκρατίας διαβρώνεται τόσο από της δυνάμεις της εμπορευματικοποίησης όσο και από διαδικασίες πολιτικής διαχείρισης και χειραγώγησης. Η ορθολογικότητα του Διαφωτισμού μετασχηματίζεται σε εξορθολογισμό, τεχνοκρατία και επιστημονική κοινωνική διαχείριση. Η προπαγάνδα και η πληροφόρηση έχουν καταστεί κανονιστικές και θεμελιακές όψεις του κοινωνικού ελέγχου.[92]Με τον εύστοχο λόγο του ο Max Weber αποκάλεσε τη «γραφειοκρατία» ως «σιδερένιο κλουβί» προβλέποντας ότι οι άνθρωποι θα εγκλωβιστούν σ’ αυτό όταν θα ενσταλλαχτεί η τεχνοκρατική λογική στις γραφειοκρατικές οργανώσεις.[93] Αναπαράγονται, κατ’ αυτό τον τρόπο, οι «πραγματικές σχέσεις εξουσίας» στο πλαίσιο των οποίων ιεραρχικά ανώτερα είναι εκείνα τα κοινωνικά συμφέροντα τα οποία προσδιορίζουν την κατεύθυνση και το ρυθμό της τεχνικής προόδου και προσδιορίζουν τόσο το κοινωνικό σύστημα συνολικά όσο και την αυτονομία της τεχνολογίας και της επιστήμης που καθίστανται ολοένα και περισσότερο ανεξάρτητες μεταβλητές ακόμη και έναντι της οικονομίας. Η τεχνοκρατία μπορεί επίσης να καταστεί αφανής ιδεολογία που διεισδύει στη συνείδηση της αποπολιτικοποιημένης μάζας του πληθυσμού όπου μπορεί να αποκτήσει νομιμοποιητική δύναμη, ώστε η κυρίαρχη τάξη να λαμβάνει ουσιαστικά τις αποφάσεις και να χρησιμοποιεί με δημοψηφισματικό τρόπο ή/και μέσω δημοσκοπήσεων την κοινή γνώμη.[94] Έτσι, η παρουσίαση των πρακτικών προβλημάτων ως τεχνικών καλύπτεται και δικαιολογείται το συμφέρον μιας συγκεκριμένης τάξης στην επιβολή της κυριαρχίας της και την καταπίεση της ανάγκης μιας άλλης τάξης για χειραφέτηση αλλά και συνολικά της ανθρωπότητας.

Κλείνοντας αυτή την εισαγωγική συζήτηση για την τεχνοκρατία και τις διάφορες διαστάσεις της, πρέπει να επισημάνουμε ότι το βασικό επιχείρημα κατά της τεχνοκρατίας είναι η απειλή που αποτελεί για τη δημοκρατία. Πολλοί συγγραφείς που επηρεάστηκαν από την ανάπτυξη του κύματος της αμφισβήτησης των δεκαετιών 1960 και 1970 εξέφρασαν την αγωνία τους για τη δυνατότητα κατίσχυσης της τεχνοκρατικής λογικής σε βάρος της πολιτικής. Η αυξανόμενη χρήση της τεχνικής δαημοσύνης ως βάσης των πολιτικών αποφάσεων οδηγεί στη μετατόπισή τους από αρμοδιότητα των εκλεγμένων λαϊκών εκπροσώπων σε αρμοδιότητα μη εκλεγμένων τεχνοκρατών. Ουσιαστικά, οι νέοι «μανδαρίνοι» ή νέοι «βραχμάνοι» με την ιδιότητά τους ως μελών της «γνωστικής ελίτ» ασκούν εξουσία και ολοένα και περισσότερο απομακρύνουν τους πολίτες από τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων και εκμηδενίζουν ακόμη και την επιρροή τους.[95] Από την άλλη, ενώ ουσιαστικά η τεχνοκρατία αποτελεί μια εξέλιξη της γραφειοκρατίας, το χαρακτηριστικό τους είναι ότι αντλούν τη δύναμή τους από την προσωπικότητα, τη δαημοσύνη και τις ιδιαίτερες γνώσεις τους σε αντίθεση με τους γραφειοκράτες που τη χρωστούν στην οργανική θέση που κατέχουν σε συγκεκριμένη ιεραρχική κλίμακα και σχέση που προσδιορίζεται καταστατικά και τυπικά. Έτσι, η επιστήμη και η τεχνολογία εμφανίζονται ως διαβρωτικοί παράγοντες που υπονομεύουν τις αξίες, τις αρχές και τους θεσμούς της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας.[96]

Ειδική συζήτηση για το συνδικαλισμό και την τεχνοκρατία


Στη θεωρία για το συνδικαλισμό δε συναντάμε συχνά τον όρο «τεχνοκρατία» σε αντίθεση με τον όρο «γραφειοκρατία» κι αυτό γιατί η προηγούμενη φάση ανάπτυξης του συνδικαλιστικού κινήματος, κατά την εποχή της ταξικής ειρήνης και της ανάπτυξης του «κράτους πρόνοιας» στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, επέτρεπε την προώθηση διεκδικήσεων χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη προσφυγής σε επιστημονικές έρευνες λόγω της σχετικής αφθονίας πόρων και του «φόβου» της αστικής τάξης για ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος με αποτέλεσμα να επέρχεται εύκολα ο συμβιβασμός των αντιπαρατιθέμενων μπλοκ της εργοδοσίας και της εργασίας. Αντίθετα στη σημερινή φάση της νεοφιλελεύθερης αντεπίθεσης κατά των εργατικών κατακτήσεων με το πρόσχημα της οικονομικής κρίσης, της ανάγκης για εγκαθίδρυσης συστημάτων λιτής παραγωγής και ισορροπημένων ισολογισμών καθώς και της αποτελεσματικότητας κατανομής των πόρων, η συνδικαλιστική διεκδίκηση συχνά συνοδεύεται από μελέτες βιωσιμότητας των επιχειρήσεων ή από αναλογιστικές μελέτες για την επίλυση των προβλημάτων του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Η κυρίαρχη εκδοχή του «τεχνοκρατικού συνδικαλισμού» στηρίζεται στην «αξιολογική ουδετερότητα»: «Η έννοια ‘τεχνοκρατικός συνδικαλισμός’ σημαίνει αποτελεσματικός, αποδοτικός, παραγωγικός – αποτελεί μια καθαρώς ποσοτική έννοια γυμνή από αξιολογικές ή ιδεολογικές φορτίσεις[97]

Για να υφίσταται όμως τεχνοκρατικός συνδικαλισμός πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, κατάλληλα καταρτισμένα από επιστημονική σκοπιά συνδικαλιστικά στελέχη, που δεν εμφορούνται μόνο από γραφειοκρατικές αντιλήψεις αλλά έχουν και την κατάλληλη νοοτροπία και να προσαρμόζονται στις ολοένα και πιο απαιτητικές εξελίξεις στο βωμό της ανταγωνιστικότητας. Στην Ευρώπη, τα συνδικάτα που διαθέτουν σημαντικούς πόρους συνήθως δημιουργούν ινστιτούτα επιμόρφωσης των μελών και των στελεχών τους με σκοπό την ανάπτυξη αποτελεσματικών στρατηγικών για τη διαπραγμάτευση με τους εργοδότες και το κράτος (κόμματα, υπουργεία, κοινοβούλιο, διοίκηση) ώστε να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα της βάσης τους. Αυτή δεν είναι τωρινή κατάσταση. Ήδη από την εποχή της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης τα ευρωπαϊκά συνδικάτα, και ιδιαίτερα τα βρετανικά και τα γερμανικά, προωθούν διάφορες μορφές ενημέρωσης, κατάρτισης και εκπαίδευσης των μελών τους τόσο για την συνδικαλιστική δραστηριότητά τους όσο και για τη δια βίου μάθηση και αναβάθμιση δεξιοτήτων τους. [98]

Στις σημερινές συνθήκες της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης και της ΟΝΕ, της μείωσης των εθνικών πόρων δύναμης των συνδικάτων, της υψηλής ανεργίας και της αυξανόμενης έντασης του διεθνούς ανταγωνισμού, πολλές φορές οι συνδικαλιστικές στρατηγικές της γραφειοκρατίας αποσκοπούν στην «τεχνοκρατική επανεθνικοποίηση» των εργασιακών σχέσεων που είναι ο ανασχεδιασμός των «κοινωνικών συμφώνων» όχι στη βάση του σοσιαλδημοκρατικού συμβιβασμού μαζικών συνδικάτων με τις εργοδοσίες αλλά στη βάση της ενίσχυσης της εθνικής ανταγωνιστικότητας με πρωταρχικό στόχο την αύξηση του εθνικού εισοδήματος και δευτερευόντως την δικαιότερη κατανομή του («ανταγωνιστικός κορπορατισμός» κατά τους Traxtler και Mermet).[99] Η προσέλκυση των ξένων επενδύσεων στη χώρα γίνεται σχεδόν αυτοσκοπός και υποτίθεται ότι με την αύξηση του επενδεδυμένου κεφαλαίου θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας που θα αποζημιώνουν τους εργαζόμενους για τους συμβιβασμούς και τις παραχωρήσεις. Η Ευρωπαϊκή Συνδικαλιστική Συνομοσπονδία (ETUC) μπροστά στο ενδεχόμενο της κατάτμησης των ευρωπαϊκών σχέσεων και μετατροπής των εθνικών συλλογικών συμβάσεων σε «συμβάσεις επαιτείας» αποφάσισε να προωθήσει τον πανευρωπαϊκό συντονισμό των συνδικάτων για ενιαία πολιτική μισθών χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία μέχρι σήμερα.[100] Μπροστά στην προοπτική της πλήρους επικράτησης των νεοφιελελεύθερων οικονομικών πολιτικών, πολλές συνδικαλιστικές ενώσεις στρατεύτηκαν σε μια δεύτερη λύση, την «δημοκρατική επανεθνικοποίηση», δηλαδή την απόρριψη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με νεοφιλελεύθερους όρους και τη διεκδίκηση της επανεθνικοποίησης του κράτους πρόνοιας. Η όχι και τόσο διεθνιστική αυτή στρατηγική στηρίζεται στο ότι το κράτος πρόνοιας ενσωματώνει στο κράτος την οργανωμένη εργασία με όρους πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και παροχών καθώς η πολιτική εξουσία μπορεί ευκολότερα να επηρεαστεί λόγω της ευκολότερης άσκησης πίεσης σε συνθήκες εκλογικής δημοκρατίας. Σήμερα, η στρατηγική αυτή είναι δύσκολο να αποδώσει λόγω της παραχώρησης κυριαρχικών κυβερνητικών δικαιωμάτων στην ΕΕ και τους θεσμικούς μηχανισμούς της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωκοινοβουλίου καθώς και των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και των διαπραγματεύσεων των «κοινωνικών εταίρων» στα πλαίσια του «ευρωπαϊκού κοινωνικού διαλόγου». Έτσι τα ευρωπαϊκά συνδικάτα πλαισιώνονται από έναν ολόκληρο επιστημονικό τεχνοκρατικό μηχανισμό προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της κατάστασης αυτής.

Στα καθ’ ημάς, τα συνδικάτα, στο παρελθόν, στηρίζονταν στο … «συνδικαλιστικό πατριωτισμό» πολλών εργαζομένων που διέθεταν πανεπιστημιακά γνωστικά εφόδια και προσόντα ή ήταν φιλομαθείς ανεξαρτήτων του εάν είχαν σπουδάσει σε ανώτατη σχολή ή όχι. Με τον καιρό σε μερικά συνδικάτα δημιουργήθηκαν επιτροπές αυτομόρφωσης (π.χ. ΟΒΕΣ, επιτροπή της οποίας εξέδιδε το περιοδικό Αυτομόρφωση) και σε άλλα τα διοικητικά όργανα προέβαιναν σε σύγκληση συνεδρίων και οργάνωση σεμιναρίων για ειδικά θέματα (π.χ. διεθνές συνέδριο της ΓΣΕΕ το 1984 για την εργατική συμμετοχή και την αυτοδιαχείριση, σεμινάρια του Συλλόγου Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως). Πολλές φορές οι ίδιοι οι συνδικαλιστές διενεργούσαν έρευνες για να μπορέσουν να στηρίξουν τα οικονομικά αιτήματα του προσωπικού του κλάδου ή της επιχείρησης στην οποία εργάζονταν. Χαρακτηριστικές αυτού του τύπου συνδικαλιστή είναι οι περιπτώσεις του Δημήτρη Γκούτα που είχε διατελέσει γενικός γραμματέας του Συλλόγου Υπαλλήλων Εμπορικής Τράπεζας και μοιράστηκε τις γνώσεις του με τους συνδικαλιστές και τους εργαζόμενους ώστε να τεκμηριώνονται τα αιτήματα, του Χάρη Παπαμάργαρη του Συλλόγου Υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος, του Δημήτρη Παφίλη της ΕΤΒΑ, καθώς και άλλων που προτίμησαν την ενασχόληση με το συνδικαλισμό αντί της τεχνοκρατικής υπαλληλικής καριέρας παρ’ ότι διέθεταν τα σχετικά προσόντα).[101] Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της δεκαετίας του 1990-2000 ήταν η ίδρυση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ) το 1990. Οι κυρίαρχες παρατάξεις, στα πλαίσια της στροφής που εκδηλώνουν προς τη συνεργασία με τους εργοδότες στον «κοινωνικό διάλογο», ένοιωσαν την ανάγκη να «εκσυγχρονίσουν» τις μεθόδους παρέμβασής τους με την ίδρυση ενός επιστημονικού think-tank παρόμοιου με αυτά των ευρωπαϊκών συνδικάτων. Η επιτυχής λειτουργία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, που συν τοις άλλοις, αποτέλεσε πόλο έλξης πολλών κοινωνικών επιστημόνων, συμβολίζοντας έστω σε μικρογραφία την προσπάθεια συνεργασίας διανοουμένων και εργατών με τη Γκραμσιανή έννοια, είχε ως συνέπεια να υπάρξουν μιμητές σε κλαδικό επίπεδο με τη δημιουργία του ΙΝΕ/ΟΤΟΕ και την αναβάθμιση της λειτουργίας επιστημονικών ομάδων άλλων συνδικάτων (π.χ. ΟΛΜΕ/ΕΛΜΕ, ΔΟΕ κ.α.). Με πλειάδα εκδόσεων εργασιών ελλήνων και ξένων ερευνητών, την έκδοση περιοδικού και δελτίων, την προβολή του έργου μέσω του διαδικτυακού τόπου του καθώς και με τη λειτουργία τοπικών παραρτημάτων (π.χ. Πρέβεζα, Θεσαλονίκη κ.α.) το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ αναδεικνύεται σε σημαντικότατο παράγοντα της πολιτικής ζωής του τόπου. Χαρακτηριστικός είναι ο ρόλος του στην τεκμηρίωση της αντίθεσης του συνδικαλιστικού κινήματος στις αντιασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις που προσπάθησαν να επιβάλουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.[102] Όσο εντονότερα επιδεινώνονται τα προβλήματα των εργαζομένων λόγω της ακολουθούμενης νεοφιλελεύθερης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, τόσο η τεκμηρίωση γίνεται επιτακτικότερη μιας και οι εργοδότες κράτος έχουν στη διάθεσή τους πλειάδες ερευνητικών κέντρων, ινστιτούτων, πανεπιστημιακών σχολών και, βεβαίως, την ενεργή στήριξη του κράτους και των υπηρεσιακών μηχανισμών του (υπουργεία οικονομικών κ.ο.κ.). Στην Ελλάδα υπάρχουν σημαντικές ερευνητικές δεξαμενές σκέψης, όπως το ΙΟΒΕ που χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών, καθώς και οργανώσεις, όπως η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών με το επιστημονικό επιτελείο της. 
Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι στις αρχές της δεκαετίας 1990-2000 καθιερώθηκαν τα προγράμματα άμεσης εμπλοκής των εργαζομένων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε επίπεδο εταιρείας. Πολλές περιπτώσεις αφορούν κυρίως την οικονομική πλευρά του θέματος με τη μορφή συμμετοχής στην καθιέρωση «κινήτρων προς εργασία» (πριμ, bonus, μετοχές σε τιμές χαμηλότερα της αγοράς κ.α.).[103] Αυτά ισχύουν σε όλες τις δημοσίου ενδιαφέροντος τράπεζας. Η διαφορά είναι ότι στην Τράπεζα της Ελλάδος η συμμετοχή λαμβάνει ενίοτε τεχνοκρατικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι οι μετέχοντες συχνά επικαλούνται την ιδιότητα του ειδικού εμπειρογνώμονα και λιγότερο την ιδιότητα του εκπροσώπου.[104]
Επειδή δεν δημιουργούνταν με πρωτοβουλία των διοικήσεων των τραπεζών συμμετοχικοί θεσμοί για την συμμετοχή εκπροσώπων με τεχνοκρατική παιδεία, η ΟΤΟΕ και οι επιμέρους σύλλογοι διεκδικούσαν τη συμμετοχή συνδικαλιστικών εκπροσώπων στις διάφορες επιτροπές, συμβούλια και ινστιτούτα στη βάση της λογικής του εργατικού ελέγχου.[105] Με μια σειρά κλαδικών συλλογικών εργασίας, η ΟΤΟΕ πέτυχε τη συμμετοχή εκπροσώπων της σε ορισμένες επιτροπές, π.χ. «επιτροπή κοινωνικού διαλόγου», «παρατηρητήριο απασχόλησης τραπεζικού κλάδου», «επιτροπή εμπειρογνωμόνων για το 35ωρο», «κλαδική επιτροπή ίσων ευκαιριών», «επιτροπή για την τραπεζική ασφάλεια», «επιτροπή διαβούλευσης για τις εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα», «επιτροπή για τη συγκρότηση της παντραπεζικής νοσηλευτικής μονάδας», «τριτοβάθμιο διατραπεζικό πειθαρχικό συμβούλιο», «εκπαιδευτικό-ερευνητικό κέντρο Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών», «επιτροπή ανθυγιεινών χώρων και εργασιών».  Η κινητοποίηση των επιμέρους συλλόγων για τη συμμετοχή εκπροσώπων σε περισσότερες υπηρεσιακές επιτροπές ήταν έντονη στις αρχές της δεκαετίας 1990-2000. Παραδείγματος χάριν, με υπόμνημα που υπέβαλε το 1991 στη διοίκηση της Εμπορικής Τράπεζας, ο Σύλλογος Εργαζομένων διεκδικούσε συμμετοχή στις επιτροπές οργανογράμματος, δαπανών, προμηθειών και μηχανολογικού εξοπλισμού, προσλήψεων (ακόμη και βοηθητικού προσωπικού) και εκπαίδευσης. Ήδη από το 1988 διεκδικούσε την υλοποίηση τριμερούς συμφωνίας (εργαζόμενοι-εργοδότες-Υπουργείο Εργασίας) που προέβλεπε την πρόσληψη 1400 υπαλλήλων κυρίου προσωπικού για την αναπλήρωση περίπου ισάριθμου αριθμού εργαζομένων που συνταξιοδοτήθηκαν μετά την επίλυση του ασφαλιστικού (ΤΕΑΠΕΤΕ, 1.1.84). Η επιτροπή προσλήψεων θα λειτουργούσε με τη συμμετοχή εκπροσώπων του συλλόγου εργαζομένων.[106] Ο Σύλλογος Υπαλλήλων Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος προχώρησε παραπέρα ζητώντας συμμετοχή σε όλες τις επιτροπές επενδύσεων, οργανωτικών-λειτουργικών αναδιαρθρώσεων, εισαγωγής νέων τεχνολογιών και νέων εργασιών, νέων συστημάτων εξοπλισμού και εκπαίδευσης. Πέραν τούτων με μια σειρά επιχειρησιακές συμβάσεις καθιερώθηκαν επιτροπές «διαμόρφωσης κανονισμών εργασίας-οργανισμών υπηρεσίας», «σχεδιασμού και εποπτείας εφαρμογής συστημάτων υπηρεσιακής αξιολόγησης απόδοσης», «πρόσθετων αμοιβών και κινήτρων» κ.α.[107] Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις χρειαζόταν να υπάρχει κατάλληλα εκπαιδευμένοι εκπρόσωποι των εργαζομένων, που θα είναι σε θέση να διαπραγματεύονται με τους εργοδότες έχοντας εξειδικευμένες γνώσεις για τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται, υποστηριζόμενοι από ειδικές επιστημονικές μελέτες και βάσεις δεδομένων . Αυτό το κενό ήρθαν να καλύψουν τα Ινστιτούτα Εργασίας και εσχάτως το ΚΑΝΕΠ (Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής)/ΓΣΕΕ. Το τελευταίο υποτίθεται ότι εντάσσεται στην προσπάθεια ανακάλυψης νέων τρόπων ώστε το συνδικαλιστικό κίνημα να καταφέρει «να επανασυνδέσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας με την κοινωνική δικαιοσύνη - με άλλα λόγια, να πετύχει και πάλι τους παραδοσιακούς σοσιαλδημοκρατικούς στόχους, επινοώντας νέες στρατηγικές -, στρατηγικές που θα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το δύσκολο σημερινό διεθνές κλίμα.» [108]

1) ΙΝΕ/ΓΣΕΕ

 «Το Ινστιτούτο Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε. αποτελεί εξέλιξη του ΚΕΜΕΤΕ (Κέντρο Έρευνας, Μελετών, Τεκμηρίωσης και Εκπαίδευσης) και της Γραμματείας Συνδικαλιστικής Εκπαίδευσης και Επαγγελματικής Κατάρτισης της Γ.Σ.Ε.Ε. Ιδρύθηκε το Δεκέμβριο του 1990, με στόχο τη συμβολή του στην επιστημονικά τεκμηριωμένη παρέμβαση του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος που αφορά:
-       την  έρευνα, τη μελέτη και την τεκμηρίωση θεμάτων που ενδιαφέρουν τη Γ.Σ.Ε.Ε., τις συνδικαλιστικές οργανώσεις μέλη της και τους εργαζόμενους.
-       Το σχεδιασμό, υλοποίηση και ανάπτυξη προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και το συντονισμό και στήριξη των αντίστοιχων ενεργειών που πραγματοποιούνται από τις οργανώσεις μέλη της Γ.Σ.Ε.Ε.
-       ανάπτυξη συστήματος συνδικαλιστικής εκπαίδευσης - επιμόρφωσης.»[109]

Το  ΙΝΕ είναι εταιρεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, του οποίου εταίροι είναι ο εκάστοτε πρόεδρος και γενικός γραμματέας της Γ.Σ.Ε.Ε.

Το Ινστιτούτο διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο που ορίζουν η Γ.Σ.Ε.Ε και η Α.Δ.Ε.Δ.Υ, η δε οργάνωσή του εκτός από την κεντρική του δομή έχει περιφερειακό (με βάση τις 13 διοικητικές περιφέρειες) και κλαδικό (με βάση 22 επί μέρους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας) χαρακτήρα. Μέχρι σήμερα έχουν δημιουργηθεί τα Περιφερειακά Ινστιτούτα (Αττικής, Κρήτης, Πελοποννήσου, Αν. Μακεδονίας, Θράκης, Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας και Εύβοιας, Δυτικής Ελλάδας, Ηπείρου, Κυκλάδων, Δωδεκανήσων) και τα Κλαδικά Ινστιτούτα (Τραπεζών-Ασφαλειών, Διυλιστηρίων-Πετρελαιοειδών, Ιδιωτικών Υπαλλήλων, Τουρισμού-Επισιτισμού, Μεταφορών, Επικοινωνιών, Ιματισμού-Δέρματος και Κλωστοϋφαντουργίας).
Το Εθνικό Συμβούλιο του ΙΝ.Ε, στο οποίο συμμετέχουν το Δ.Σ. του, τα παραρτήματά του και η Γ.Σ.Ε.Ε - Α.Δ.Ε.Δ.Υ, καθορίζει την πολιτική του σε συνεργασία με τις διοικήσεις της Γ.Σ.Ε.Ε και της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.
Οι δραστηριότητες του ΙΝΕ περιλαμβάνουν σεμινάρια, συνέδρια και συνδιασκέψεις στο κέντρο και στην περιφέρεια καθώς και ένα πλούσιο συγγραφικό, μελετητικό και εκδοτικό υλικό. Συγκεκριμένα κάθε μήνα εκδίδεται το περιοδικό Ενημέρωση και σε τακτικά διαστήματα αλλά και σε έκτακτες περιστάσεις δημοσιεύονται μελέτες και έρευνες του Ινστιτούτου (π.χ.Τετράδια του ΙΝΕ, κ.α.). 

Επιπλέον, δραστήριο είναι το Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης του ΙΝΕ. Που αναγνωρίζει την «αναγκαιότητα και η σημασία της επαγγελματικής κατάρτισης, της δια βίου εκπαίδευσης και της συνεχούς επιμόρφωσης» καθώς παρατηρείται ότι «η ένταση εισόδου και χρήσης νέων τεχνολογιών, η αύξηση της ανεργίας σε συνδυασμό με την ανάγκη γνώσης της παραγωγικής διαδικασίας και των αλλαγών που συντελούνται, σε ένα περιβάλλον όξυνσης του ανταγωνισμού στην παγκόσμια οικονομία, η διεύρυνση των χρηματοδοτήσεων από εθνικές και κοινοτικές πηγές, για την εκπαίδευση ενηλίκων, αποτελούν τους κυριότερους λόγους ανάπτυξης του τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης.» Ήδη «κατά την διάρκεια του Α’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (Κ.Π.Σ), δημιουργήθηκε ένα σύνολο δραστηριοτήτων, για άνεργους και εργαζόμενους, με σχεδόν απόλυτη απουσία κεντρικού σχεδιασμού και συντονισμού, με έλλειψη ουσιαστικής συμμετοχής των εργαζομένων, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις, με μια πανσπερμία φορέων παροχής υπηρεσιών κατάρτισης οι οποίοι καθόριζαν την ζήτηση, άσχετα με τις πραγματικές ανάγκες, με ανύπαρκτες δομές, με έλλειψη αποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου και με αμφισβητούμενη, επιεικώς, ποιότητα προγραμμάτων.» [110]Πρόκειται για παρέμβαση «μακροπρόθεσμης διάρκειας, με βελτιωμένους όρους οργάνωσης, συντονισμού. περιεχόμενο αυτής της παρέμβασης προσδιορίζεται από ιδιαιτερότητες που αφορούν τις πληθυσμιακές ομάδες που προσεγγίζει, στον τρόπο και τη μέθοδο προσέγγισης, στις συνεργασίες που διαμορφώνονται, ειδικά στο τοπικό επίπεδο, στην επιλογή των θεματικών πεδίων και στον τρόπο κάλυψης των αναγκών.» Στα πλαίσια αυτά η στρατηγική επιδίωξη και οι επιμέρους στόχοι του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ είναι:
-       Η δομημένη παρέμβαση στις διαδικασίες ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού
-       Η ουσιαστική αναγνώριση των συνδικάτων, ως βασικού συντελεστή - ισότιμου μέτοχου, για την διαμόρφωση πολιτικών επαγγελματικής κατάρτισης.
-       Η απαίτηση για ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στην επαγγελματική κατάρτιση όλων των εργαζομένων και ανέργων και ειδικότερα των ευπαθέστερων πληθυσμιακών ομάδων
-       Η δυναμική ένταξη της επαγγελματικής κατάρτισης, εξ αιτίας της συνεχώς αυξανόμενης σημασίας της, στην διαπραγμάτευση και τις συνδικαλιστικές σχέσεις.
-       Η υλοποίηση των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης συντονισμένα με ενιαία αντίληψη στο σύνολο των περιφερειακών και κλαδικών δομών του Ινστιτούτου
-       Η ανάπτυξη κοινού φιλοσοφικού υπόβαθρού και κατάλληλων μεθοδολογικών εργαλείων στην κατάρτιση ενηλίκων
-       Η αποτελεσματικότερη σύνδεση των προγραμμάτων κατάρτισης με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας
-       Η επαφή του συνδικαλιστικού κινήματος στην πράξη με τον κόσμο των ανέργων και η ενημέρωση για τα δικαιώματά τους, ως άνεργοι και ως μελλοντικοί εργαζόμενοι.

2) ΙΝΕ/ΟΤΟΕ

“Tο Ινστιτούτο Εργασίας της ΟΤΟΕ ιδρύθηκε το 1990 με απόφαση των οργάνων της Ο.Τ.Ο.Ε.  και αποτελεί την κλαδική έκφραση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.
Είναι ένας θεσμός, που προέρχεται από την Ο.Τ.Ο.Ε. και δουλεύει για την Ο.Τ.Ο.Ε., αναπτύσσοντας ένα αρκετά αξιόλογο, πιστεύουμε, ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο, στηρίζοντας την Ο.Τ.Ο.Ε. τόσο στην ανάπτυξη και προβολή ενός αξιόπιστου, τεκμηριωμένου και έγκυρου συνδικαλιστικού λόγου, όσο και στην συνεχή ενημέρωση και κατάρτιση των συνδικαλιστικών στελεχών και των εργαζομένων του κλάδου.”
[111]

Αυτή η δουλειά του ΙΝΕ/ΟΤΟΕ χωρίζεται σε 4 πεδία δραστηριοτήτων:
Α) Εκπονεί έρευνες και μελέτες για θέματα που απασχολούν την ΟΤΟΕ που πρέπει να έχει επαρκή ενημέρωση γι’ αυτά.
Β) Σχεδιάζει, υλοποιεί και αναπτύσσει προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης.
Γ) Υλοποιεί προγράμματα συνδικαλιστικής επιμόρφωσης.
Δ) Προβαίνει σε εκδόσεις μελετών και συλλογικών τόμων και πρακτικών συνεδρίων και ημερίδων για διάφορα θέματα που αφορούν τους εργαζόμενους του κλάδου.[112]

Πώς δικαιολογεί το Ινστιτούτο την ανάγκη για «συνδικαλιστική επιμόρφωση; «Βιώνουμε μια περίοδο αλλαγών στο οικονομικό περιβάλλον, στην τεχνολογία, στην αμοιβή της εργασίας και στις εργασιακές σχέσεις» που σημαίνει ότι είναι επείγουσα ανάγκη «επιμόρφωσης των στελεχών προκειμένου να προσεγγίζουν τα προβλήματα και τις νέες καταστάσεις που δημιουργούνται».[113]Πώς αντιμετώπισε το πρόβλημα το Ινστιτούτο; «Οι ‘θεματικές ενότητες’ των σεμιναρίων και των ημερίδων αφορούσαν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, την τεχνική των διαπραγματεύσεων, ζητήματα που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, το θεσμικό πλαίσιο της συνδικαλιστικής δράσης, όσο και σε διευρωπαϊκό επίπεδο με την πραγματοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε συνεργασία με συνδικάτα του τραπεζικού χώρου απ’ όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Προγράμματα FORCE – επαγγελματική κατάρτιση-AFETT-νέες τεχνολογίες και απασχόληση, Ευρωπαϊκά Εργασιακά Συμβούλια κτλ.)». Το ενδιαφέρον είναι ότι το ΙΝΕ-ΟΤΟΕ δεν έμεινε μόνο σε προγράμματα συνδικαλιστικη΄ς επιμόρφωσης αλλά προχώρησε και σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης των εργαζομένων σε θέματα σύγχρονης τραπεζικής: «Έχουν κατά καιρούς επισημανθεί οι κίνδυνοι βίαιων εξελίξεων στην απασχόληση του τραπεζικού κλάδου είτε αυτή εξετάζεται από ποσοτική (απώλεια θέσεων εργασίας) είτε από ποιοτική άποψη (η αντιστοιχία δηλαδή των υφιστάμενων γνώσεων και ειδικοτήτων με τις απαιτούμενες στις νέες συνθήκες.»

ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ

«Το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ) ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 2004 και αποτελεί μια καινοτόμα πρωτοβουλία της Γ.Σ.Ε.Ε. που ως στόχο έχει την υποστήριξη και εξυπηρέτηση της πολιτικής της σε όλο το φάσμα των εργασιακών σχέσεων.
ΣΚΟΠΟΣ
Ο σκοπός του ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ είναι εκπαιδευτικός, επιστημονικός και ερευνητικός:
Συγκεκριμένα αποβλέπει:
·                στην ανάπτυξη συγκεκριμένων δομών και στρατηγικών για τη μετάβαση όλων στην κοινωνία της γνώση στην ανάπτυξη συστήματος αξιολόγησης και εφαρμογής εκπαιδευτικών πολιτικών σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης (τυπικής και μη τυπικής),
·                στο να αυξήσει τις ευκαιρίες πρόσβασηςτων πολιτών σε όλο το σύστημα εκπαίδευσης (τυπικής και μη τυπικής), βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης σε όλες τις μορφές,
·                σύνδεση της εκπαίδευσης με την απασχόληση,μελέτη καταγραφή και αξιολόγηση της ελληνικής εκπαιδευτικής πραγματικότητας και στη διερεύνηση προτύπων καλής πρακτικής στην εφαρμογή των εκπαιδευτικών πολιτικών
·                συνεργασία με διεθνή ερευνητικά κέντρα φιλικά διακείμενα στις δυνάμεις εργασίας για κοινή δράση σε θέματα πολιτικών της εκπαίδευσης.

Για την πραγματοποίηση του πιο πάνω σκοπού, το ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ ιδρύει, σχεδιάζει και συμμετέχει σε  επιστημονικά προγράμματα σε διάφορους τομείς, όπως:
Α. Στον τομέα προσχολικής αγωγής , με την διερεύνηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική εργαζόμενη οικογένεια από την βρεφική ηλικία των παιδιών της, την ανάγκη ασφαλούς φύλαξης και σωστής προσχολικής αγωγής και την προσπάθεια αντιμετώπισης τους.
Β. Στον τομέα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με την ανάληψη δράσης σχετικά με την ενίσχυση του oλοήμερου χαρακτήρα του τομέα της βασικής εκπαίδευσης, την στήριξη του εθνικού προγράμματος "ΜΕΛΙΝΑ - ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ", την προσπάθεια  ένταξης του Γυμνασίου στην λειτουργία του Ολοήμερου Σχολείου και τη διερεύνηση - τεκμηρίωση αυτής της ανάγκης για μετεξέλιξη του θεσμού στο Γυμνάσιο, καθώς και η έρευνα για τη βελτίωση του εξεταστικού συστήματος στο Λύκειο και την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Γ. Στον τομέα μετα-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης -Επαγγελματικής Κατάρτισης , με την προσφορά ευκαιριών ανώτατης εκπαίδευσης σε εργαζομένους, την προώθηση της πρακτικής άσκησης, την βελτίωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων, της ποιότητας σπουδών και την δυνατότητα επιλογής ειδικοτήτων.
Δ. Στον τομέα της διασύνδεσης της εκπαίδευσης με την απασχόληση και την κοινωνία, με την δραστηριοποίηση και την παρακολούθηση όλων των συστημάτων εκπαίδευσης και την μελέτη και ανάλυση όλων των επίσημων και εφαρμοσμένων εκπαιδευτικών πολιτικών καθώς και την προώθηση και αριθμητική ενίσχυση της συμμετοχής των εκπροσώπων της ΓΣΕΕ σε όλους τους φορείς αλλά και την υποστήριξη των εκπροσώπων της ΓΣΕΕ για την ενίσχυση της ποιότητας της πολιτικής παρουσίας της σε όσους οργανισμούς οργανώνουν εκπαιδευτικές διαδικασίες.
Ε. Η ίδρυση και λειτουργία τομέα Ακαδημίας της Εργασίας και της Δια βίου Εκπαίδευσης, με στόχο την προσφορά σε εργαζομένους /συνδικαλιστές των εφοδίων για να διαδραματίσουν το ρόλο τους στην δημόσια ζωή. Συγκεκριμένα, προσφέρονται θεμελιώδεις γνώσεις σε Οικονομία. Κοινωνιολογία, Πολιτικές Επιστήμες, Συνταγματικό Δίκαιο , Κοινωνική Ιστορία - Φιλοσοφία ,Εργατικό Δίκαιο και εργασιακές σχέσεις καθώς και σε άλλα αντικείμενα που ενισχύουν την συνδικαλιστική επιμόρφωση.

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ
Για την επίτευξη των στόχων αυτών συνεργάζεται στενά το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, τις εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, το ΚΕΕ, το Κλαδικό Ινστιτούτο Εκπαίδευσης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ - Ο.Ι.Ε.Λ.Ε., και όλους τους εποπτευόμενους φορείς του Υπουργείου Παιδείας.»[114]

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


Η μετάβαση από μια εποχή σε μια άλλη δημιουργεί σοβαρές κρίσεις σε μια σειρά κοινωνικά υποκείμενα που προσπαθούν επιτυχώς ή ανεπιτυχώς να προσαρμοστούν. Έτσι, στη μετάβαση στη λεγόμενη «μεταβιομηχανική» εποχή (ή ψηφιακό ή πληροφοριακό καπιταλισμό) το συνδικαλιστικό κίνημα προσπαθεί και αυτό να προσαρμοστεί. Όμως, δεν είναι μόνο οι αντικειμενικές συνθήκες που προκαλούν την κρίση αλλά και οι υποκειμενικές. Αυτό σημαίνει ότι αξίζει να ορίσουμε τι ακριβώς εννοούμε με τη λέξη «κρίση».
Η κρίση είναι συχνά σημείο καμπής σε μίαν αναπτυσσόμενη διαδοχή γεγονότων και πράξεων. Είναι μια κατάσταση στην οποία απαιτείται υψηλός βαθμός δραστηριοποίησης των συμμετεχόντων γιατί απειλεί τους στόχους και σκοπούς των τελευταίων και η έκβαση της κρίσης έχει συνέπειες που διαμορφώνουν το μέλλον τους. Η κρίση αποτελείται από τη σύγκλιση γεγονότων που καταλήγει σε ένα νέο σύνολο γεγονότων και παράγει αβεβαιότητες στην εκτίμηση μίας κατάστασης και στο σχηματισμό εναλλακτικών λύσεων για την αντιμετώπισή της. Η κρίση μειώνει τον έλεγχο επί των γεγονότων και των αποτελεσμάτων τους εντείνοντας έτσι την πίεση, που συχνά παράγει το στρες και την αγωνία των συμμετεχόντων. Οι πληροφορίες που διατίθενται στους συμμετέχοντες είναι, συνήθως, ανεπαρκείς και η επιτάχυνση των ρυθμών της ροής τους αυξάνει τις χρονικές πιέσεις για τους συμμετέχοντες και συνεπάγεται αλλαγές στις σχέσεις ανάμεσα στους συμμετέχοντες αποτελώντας υπόβαθρο για την όξυνση και την αύξηση των μεταξύ τους εντάσεων. Επιπλέον, τίθενται τα ακόλουθα ζητήματα:α) αναγνώριση της φύσης του γεγονότος: εξωγενές ή ενδογενές για τους «παραγωγούς αποφάσεων», β) εκτίμηση του χρόνου απόφασης: βραχεία, μέση, μακρά διάρκεια, και γ) εκτίμηση της σχετικής σημασίας των αξιών για τους συμμετέχοντες: υψηλή ή χαμηλή.[115]
Η μετάβαση στη νέα εποχή του «μεταβιομηχανικού καπιταλισμού» αποτελεί ταυτόχρονα μια σημαντική πρόκληση για το συνδικαλιστικό κίνημα που πρέπει να αναγνωρίσει τη δική του κρίση. Σήμερα η κατάσταση στους εργασιακούς χώρους είναι διαφορετική και υπάρχουν διαφορετικές ανάγκες, που σημαίνει ότι διαφορετική πρέπει να είναι η οργανωτική και η επικοινωνιακή δομή των συνδικάτων. Η ραγδαία εισαγωγή νέων τεχνολογιών στους εργασιακούς χώρους αλλάζει καθημερινά τις σχέσεις και τις συνθήκες εργασίας αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι εργαζόμενοι βιώνουν, αντιλαμβάνονται και αξιολογούν την πραγματικότητα. Ως ένα βαθμό πολλοί εργαζόμενοι έχουν «ενδυναμωθεί» με την τεχνολογία, ειδικά με τη δυνατότητα αμφίδρομης ηλεκτρονικής επικοινωνίας και τη δυνατότητα άντλησης γνώσεων και πληροφοριών σε πρωτόγνωρη έκταση και ποιότητα (σε τομείς όπως ο προγραμματισμός και η ανάλυση, οι επικοινωνίες, η διαφήμιση, το μάρκετινγκ, τα χρηματοοικονομικά, οι δημόσιες σχέσεις και η διαχείριση σχέσεων με την πελατεία-CRM κλπ) Από την άλλη, όμως, ένα εξίσου μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού παραμένει εγκλωβισμένο σε «φορντιστικές» συνθήκες εργασίας, δηλαδή σε εργασίες που δεν απαιτούν τίποτε άλλο από στενή ειδίκευση, εξαντλητικό καταμερισμό εργασίας, αποξένωση από το «προϊόν» της εργασίας, εξοντωτικούς ρυθμούς, υποταγή σε αυστηρούς κανονισμούς και, τελικά, στους ρυθμούς του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Όλα αυτά δημιουργούν τις εντάσεις μεταξύ από τη μια πλευρά της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και από την άλλη της συνδικαλιστικής τεχνοκρατίας καθώς και μεταξύ της γραφειο-τεχνοκρατίας και των εργαζομένων της βάσης των συνδικάτων. Τον Αύγουστο του 1998, ο Η. Tietmeyer, πρόεδρος τότε της Bundensbank δήλωνε δίχως φόβο και πάθος ότι επιτέλους οι κυβερνήσεις επέλεξαν το δρόμο της παραίτησης από τις θεμελιώδεις εξουσίες λήψης αποφάσεων με το να τις μεταβιβάσουν στους «νομισματικούς εμπειρογνώμονες».[116] Η αιώνια πάλη μεταξύ δύο αντιθέτων πόλων καλά κρατεί. Όπως στις αρχαίες ελληνικές δημοκρατικές πόλεις -με την έννοια της δημοκρατίας ως «άμεσης άσκησης της συλλογικής εξουσίας» από τον οργανωμένο δήμο των ακτημόνων- οι τότε «εμπειρογνώμονες» έθεταν έντονα το ζήτημα της «ικανότητας» ως του βασικότερου στοιχείου κριτικής της δημοκρατίας, έτσι και σήμερα, στις ημέρες της «μεταδημοκρατίας» των παγκόσμιων χρηματιστηριακών αγορών και των μετοχικών δεικτών, κυριαρχούν «επιτροπές σοφών», διοργανώνονται «κοινωνικοί διάλογοι» μεταξύ των «εξειδικευμένων ηγετών των κορυφαίων οργανωμένων συμφερόντων» και το κράτος αναθέτει την «εκπροσώπηση» και «ευημερία» των σύγχρονων ακτημόνων αποκλεισμένων στις επαγγελματικοποιημένες «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις». Έτσι, όλοι αυτοί οι σύγχρονοι θεσμοί τείνουν να υποκαταστήσουν τη δημοκρατία των πολιτών.[117] Στο εσωτερικό δε των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία ενισχύεται μεταλλασσόμενη σε συνδικαλιστική τεχνοκρατία, υποτασσόμενη στις αναγκαιότητες και προτεραιότητες που επιβάλλει η εργοδοτική ηγεμονία, προσπαθώντας στην καλύτερη περίπτωση να αποδείξει στην κοινωνία ότι τα δικά της στατιστικά και οικονομικά στοιχεία είναι εγκυρότερα και στη χειρότερη να δείξει στους εργοδότες ότι η δική της μελέτη εξυπηρετεί τα συμφέροντα των μετόχων, συχνά υπερασπιζόμενη ιδιοτελώς τα μικροσυμφέροντά της ως κατόχου πακέτου μετοχών.
Ποια θα μπορούσε να είναι μια ικανοποιητική εναλλακτική λύση στη γραφειοκρατία και την τεχνοκρατία, που θα ανταποκρινόταν στα δημοκρατικά κριτήρια για τη συνδικαλιστική οργάνωση; Ο παρακάτω πίνακας σκιαγραφεί τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας τέτοιας λύσης.[118]
Διάσταση
ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΗ ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ    ΟΡΓΑΝΩΣΗ
1.         Εξουσία
Ασκείται από άτομα στη βάση κατοχής αξιώματος ή δαημοσύνης ή και των δύο. Ιεραρχική οργάνωση των αξιωμάτων. Συμμόρφωση σε γενικά καθορισμένους νόμους που εφαρμόζονται από του κατόχους των αξιωμάτων.
Ασκείται από το σύνολο της συλλογικότητας. Συνήθως οι εξουσιοδοτούμενοι κάτοχοι εξουσίας είναι προσωρινοί και ανακλητοί. Συμμόρφωση στη κοινή συναίνεση της συλλογικότητας που είναι πάντα ρευστή και ανοιχτή στη διαπραγμάτευση.
2. Κανόνες
Τυποποίηση καθορισμένων και γενικών κανόνων. Επιδεκτικότητα υπολογισμού (calculability). Επίκληση αποφάσεων στη βάσης της συμφωνίας με το τυπικό και γραπτό δίκαιο.
Μινιμαλιστικά διατυπωμένοι κανόνες. Προτεραιότητα στις επί τούτου (ad hoc) εξατομικευμένες αποφάσεις. Ορισμένος βαθμός επιδεκτικότητας υπολογισμού στη βάση της γνώσης της ουσιαστικής (substantive) ηθικής που υπεισέρεχεται στην περίσταση.
3. Κοινωνικός έλεγχος
Η συμπεριφορά της οργάνωσης υπόκειται σε κοινωνικό έλεγχο, πρώτα και κύρια μέσω της άμεσης επιβλεψης ή των  προτυποποιημένων κανόνων και κυρώσεων (sanctions) και δευτερευόντως μέσω της επιλογής ομοιογενούς προσωπικού, ειδικά για τα υψηλότερα κλιμάκια
Οι κοινωνικοί έλεγχοι στηρίζονται πρωτίστως σε περσοναλιστικού ή ηθικού τύπου επικλήσεις και στην επιλογή ομοιογενούς προσωπικού
4. Κοινωνικές σχέσεις
Ιδεώδες της απρόσωπης οργάνωσης. Οι σχέσεις πρέπει να στηρίζονται στους ρόλους, να είναι τμηματικές (segmental) και εργαλειακές.
Ιδεώδες της κοινότητας. Οι σχέσεις πρέπει να είναι ολιστικές, προσωπικές και να έχουν αξία αυτές καθαυτές
5. Στρατολόγηση - προαγωγή
Α) Απασχόληση βασισμένη στην εξειδικευμένη κατάρτιση και στην επίσημη πιστοποίηση.
 Β) Απασχόληση οδηγεί στην καριέρα. Προαγωγή βάσει αρχαιότητας ή επιτευγμάτων
Α) Απασχόληση βασισμένη στη φιλία, σε κοινωνικο-πολιτικές αξίες, στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και στις άτυπα αξιολογούμενες γνώσεις και δεξιότητες
Β) Δεν έχει νόημα η έννοια της προαγωγής και της καριέρας. Ανυπαρξία ιεραρχίας θέσεων.
6. Δομή κινήτρων
Πρωταρχική σημασία μισθολογικών κινήτρων (στα συνδικάτα η ύπαρξη κινήτρων, η αναγνώριση ευδοκίμου υπηρεσίας)
Πρωταρχική σημασία στην αλληλεγγύη και στα κανονιστικά κίνητρα. Δευτερεύουσας σημασίας τα υλικά κίνητρα
7. Κοινωνική διαστρωμάτωση
Ισομορφική κατανομή κύρους, προνομίων και δύναμης. Η ιεραρχία δικαιολογεί την ανισότητα
Εξισωτική διαστρωμάτωση. Οι όποιες διαφοροποιήσεις περιορίζονται αυστηρά από την κοινότητα.
8. Διαφοροποίηση
Α) Μέγιστος καταμερισμός εργασίας. Διχοτομία μεταξύ πνευματικής εργασίας και χειρονακτικής εργασίας καθώς και μεταξύ διοικητικών και εκτελεστικών καθηκόντων
Β) Μέγιστη εξειδίκευση θέσεων εργασίας και λειτουργιών. Τμηματικοί ρόλοι. Αποκλειστικότητα κατοχής τεχνικής δαημοσύνης. Ιδεότυπος: ο ειδικός/εμπειρογνώμονας
Α) Ελάχιστος καταμερισμός εργασίας. Συνδυασμός διοικητικών και εκτελεστικών καθηκόντων. Μείωση απόστασης πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας
Β) Γενικός χαρακτήρας των θέσεων εργασίας και των λειτουργιών. Ολιστικοί ρόλοι. Απομάγευση της δαημοσύνης. Ιδεότυπος: ο ερασιτέχνης

Επίσης, από το χώρο της οικονομικής διοικητικής επιστήμης ο Chris Argyris επισημαίνει τις διαφορές μεταξύ των δύο διαφορετικών συστημάτων αξιών που διέπουν τη γραφειοκρατική/πυραμιδωτή οργάνωση και την ανθρωπιστική-δημοκρατική.[119]
Γραφειοκρατική/πυραμιδωτή
Ανθρωπιστική/δημοκρατική
1. Οι σημαντικότερες, δηλαδή οι κρισιμότερες, ανθρώπινες σχέσεις είναι αυτές που σχετίζονται με την επίτευξη των σκοπών της οργάνωσης, δηλαδή το «να γίνει η δουλειά».
1. Οι σημαντικότερες ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι μόνο αυτές που σχετίζονται με την επίτευξη των σκοπών της οργάνωσης, αλλά εκείνες που σχετίζονται με τη διατήρηση του εσωτερικού συστήματος της οργάνωσης καθώς και με την προσαρμογή στο περιβάλλον
2. Η αποτελεσματικότητα στις ανθρώπινες σχέσεις αυξάνεται όσο η συμπεριφορά γίνεται πιο ορθολογική, πιο συνετή (rational) και «επικοινωνείται» με σαφή τρόπο, όμως, η αποτελεσματικότητα μειώνεται όσο η συμπεριφορά γίνεται πιο συναισθηματική.
2. Οι ανθρώπινες σχέσεις αυξάνουν σε αποτελεσματικότητας καθώς όλες οι σχετικές συμπεριφορές (ορθολογικές και διαπροσωπικές) καθίστανται συνειδητές, διαπραγματεύσιμες και δυνάμενες να ελεγχθούν
3. Οι ανθρώπινες σχέσεις παρακινούνται αποτελεσματικά με προσεκτικά προσδιορισμένη κατεύθυνση , εξουσία και έλεγχο καθώς και με κατάλληλες ανταμοιβές και ποινές που δίνουν έμφαση στην ορθολογική συμπεριφορά και στην επίτευξη του σκοπού
3. Πέρα από την κατεύθυνση, τους ελέγχους, και τις ποινές, οι ανθρώπινες σχέσεις παρακινούνται πιο αποτελεσματικά με αυθεντικές σχέσεις, εσωτερική δέσμευση, ψυχολογική ευόδωση και τη διεργασία της επιβεβαίωσης

O C. Argyris πρότεινε τη δημιουργία ώριμων δημοκρατικών οργανώσεων που θα προκύψουν είτε από μεταμόρφωση των παλιότερων είτε από συγκρότηση νέων. Για να δείξει τα χαρακτηριστικά αυτής της νέας οργάνωσης εισηγήθηκε την κατασκευή ενός πίνακα με ένα συνεχές ιδιοτήτων της προσωπικότητας που προσιδιάζουν από τη μια στις ανώριμες γραφειοκρατικές οργανώσεις και από την άλλη στις ώριμες δημοκρατικές οργανώσεις. [120]
Ανώριμη γραφειοκρατική οργάνωση
Ώριμη δημοκρατική οργάνωση
Παθητικότητα
Ενεργητικότητα
Εξάρτηση
Ανεξαρτησία
Περιορισμένοι τρόποι συμπεριφοράς
Δυνατότητα πολλαπλών τρόπων συμπεριφοράς
Σπασμωδικά ρηχά ενδιαφέροντα
Βαθύτερα και ισχυρότερα ενδιαφέροντα
Βραχυχρόνια προοπτική
Μακροχρόνια  προοπτική (παρελθόν και μέλλον)
Θέση εξάρτησης
Ισοτιμία θέσης ή ανώτερη
Έλλειψη αυτεπίγνωσης
Αυτεπίγνωση και αυτοέλεγχος

Το δίλημμα «συνδικαλιστική γραφειοκρατία ή συνδικαλιστική τεχνοκρατία» θα ισχύει όσο βρισκόμαστε σε περίοδο χαμηλής κοινωνικής κινητικότητας και δεν παίρνουν πρωτοβουλίες οι εργαζόμενοι-μέλη των συνδικάτων για το ξεπέρασμα της στασιμότητας και την υπέρβαση της γενικότερης κρίσης της ιδέας του συνδικαλισμού. Η κρίση είναι υπαρκτή και φαίνεται τόσο στο αντικειμενικό επίπεδο των στόχων που δεν επιτυγχάνονται ή των κατακτήσεων που ακυρώνονται από τις πρωτοβουλίες κυβερνήσεων και εργοδοτών, όσο και στο υποκειμενικό επίπεδο όπου οι εργαζόμενοι αμφισβητούν τις ηγεσίες, χωρίς ωστόσο να αντιπροτείνουν ψήγματα μιας άλλης λογικής. Σε έρευνες κοινής γνώμης, καταγράφηκαν ορισμένες ενδιαφέρουσες απαντήσεις, που δείχνουν την έλλειψη ικανοποίησης των εργαζομένων από την συνδικαλιστική τους εκπροσώπηση. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από την μερική αποστασιοποίησή τους από τα συνδικαλιστικά τεκταινόμενα, θεωρούν αναγκαίο το συνδικάτο ως θεσμό προώθησης και προστασίας των συμφερόντων τους.[121] Παράλληλα με την ανάπτυξη της πρόσωπο-με-πρόσωπο επικοινωνίας των συνδικαλιστικών ηγεσιών με τους εργαζόμενους-μέλη των συνδικάτων (γενικές συνελεύσεις κατά χώρους δουλειάς, περιφερειακές συνελεύσεις, θεματικές ομάδες εργασίας κλπ.), χρειάζεται η ολόπλευρη ανάπτυξη των τεχνολογικών δικτυώσεων με κάθε μέλος του συνδικάτου ξεχωριστά. Το διαδίκτυο και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο πρέπει να γίνουν μέσα έκφρασης απόψεων, παραπόνων και λήψης αποφάσεων σε καθημερινή βάση.
Επομένως, μια αντιγραφειοκρατική και αντιτεχνοκρατική δημοκρατική συνδικαλιστική οργάνωση είναι εφικτή υπό την προϋπόθεση ότι οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι είναι, σε γενικές γραμμές, ώριμοι ώστε να αυτοδιαχειρίζονται την συνδικαλιστική τους οργάνωση και να αυτοδιευθύνονται έχοντας την κατάλληλη παιδεία και πολιτική κουλτούρα.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
.
·                Βακαλούλης Μ. (1994) «Μετα-καπιταλισμός ή μετα-μοντέρνος καπιταλισμός; Βασικές δομές και παράγοντες νεωτερισμών», Θέσεις, Νο.47, Απρίλιος-Ιούνιος.
·                Βατόπουλος Ν. και Λυκογιάννης Α. (επιμ.), Κερδώα Αθήνα Χρονικό της Τράπεζας της Ελλάδος 1928-2003. Αθήνα: Εκδ. Ποταμός.
·                Jessop B. 2001, «Η στρατηγική επιλεκτικότητα του κράτους: Σκέψεις σχετικά μ’ ένα θέμα του Πουλαντζά», στο Ρήγος Α. και Τσουκαλάς Κ (επιμ.)., Η Πολιτική σήμερα: Ο Νίκος Πουλαντζάς και η επικαιρότητα του έργου του, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, σ.σ. 87-123.
·                Κάνφορα Λ. (2003) Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας. Αθήνα: Εκδ. Μεταίχμιο.
·                Κουκουλές Γ., 2000, Το εργατικό κίνημα και ο μύθος του Σίσυφου (1964-1966), Αθήνα, Εκδ. Οδυσσέας Μόργκαν Γκ. (2000) Οι όψεις της οργάνωσης: Εισαγωγή στη θεωρία οργανώσεων. Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη
·                Λύτρας Α., 2000, Κοινωνία και εργασία: Ο ρόλος των κοινωνικών τάξεων, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση.
·                Ξανθάκης Μ., Κυπραίος Γ., Αλεξάκης Π., Ζαράγκας Λ., Κιουλάφας Κ. (1996)  Σύνδεση αμοιβής με παραγωγικότητα, χρηματοοικονομικά συστήματα συμμετοχής Εμπειρική διερεύνηση για την Ελλάδα. Αθήνα:  Παπαζήση.
·                Ρωμανιάς Γ. (1992) Συνδικαλισμός: ιδεολογικές και τεχνοκρατικές διαστάσεις. Αθήνα: Προσωπική έκδοση,
·                Σεραφετινίδου Μ. (2003), Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας. Τόμος Ι. Η θεωρητική συζήτηση. Αθήνα: Εκδ.Gutenberg.
·                Τάτσης Ν. (1991) Κοινωνιολογία. Τόμος Δεύτερος: Κοινωνική Οργάνωση και Πολιτισμικές Διεργασίες. Αθήνα: Εκδ. Οδυσσέας
·                Τερλεξής Π. (1999) «Από την ιδεολογική πάλή στην οργανωτική διαπάλη:  ο μύθος του ενιαίου κράτους και της ομοιογενούς γραφειοκρατίας», Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών. Νο. 27, Σεπτέμβριος, σελ. 5-38.
·                Τσακίρης Θ. (2005) «Συνδικάτα και εργασιακές σχέσεις. Από την "κρίση" στην αποσυνδικαλιστικοποίηση»στο Βερναρδάκης Χ. (επιμ.) Η Κοινή Γνώμη στην Ελλάδα 2004: Εκλογές - Κόμματα, Κοινωνικές Εκπροσωπήσεις, Χώρος και Κοινωνία. Αθήνα: Εκδ. Σαβάλας
·                Φωτόπουλος Ν. (2006) «Η εκπαίδευση ενηλίκων στο συνδικαλιστικό κίνημα», Κοινωνία Πολιτών, τ.12, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο, σελ. 68-79.
·                Adeney M. & Lloyd J., 1986, The Miners’ Strike: Loss Without Limit, London, Routledge & Kegan Paul
·                Arendt H. (1951) The Origins of Totalitarianism, New York, NY: Harcourt.
·                Argyris Chr. (1962) Interpersonal Competence and Organizational Effectiveness. Homewood, Ill: Irwin, Dorney Press.
·                Bacon Fr. (1624) New Atlantis.
·                Barnard C. (1938) The Functions of the Executive. Cambridge, MΑ: Harvard University Press.
·                Batstone E. 1988, The Reform of Workplace Industrial Relations: Theory, Myth and Evidence, Oxford, Clarendon Press.
·                Beale J., 1982, Getting it Together: Women as Trade Unionists, London, Pluto Press
·                Bell, D. (1960) The End of Ideology .Glencoe, Ill.: Free Press
·                Bell, D. (1976). The Coming of Post-Industrial Society: A Venture in Social Forecasting. NY: Basic Books
·                Booker K. (1994) Dystopian Literature: A Theory and Research Guide. Westport, CT: Greenwood Press.
·                Borchardt Fr. (1990) “The Magus as Renaissance Man”. Sixteenth Century Journal, No. 21, σελ. 57-76.
·                Braverman H. (1998) Labor and Monopoly Capital: The Degradation of Work in the Twentieth Century, 25th Anniversary Edition, New York: Monthly Review Press.
·                Brooks D., 2000, Bobos in Paradise: The New Upper Class and How They Got There, N.Y.: Simon and Schuster.
·                Burnham J. (1941) The Managerial Revolution. What is Happening in the World. New York: John Day.
·                Burris, Β. (1993) Technocracy at Work, N.Y.: SUNY Press
·                Calder N. (1971) Technopolis: Social Control of the Uses of Science. New York: Clarion Books.
·                Calhoun C. (2002) Dictionary of the Social Sciences. Oxford: Oxford University Press.
·                Callinicos A. και Simpson M. Callinikos A. & Simons M. (1985), The Great Strike: the Miners’ Strike of 1984/5 and Its Lessons, London: Socialist Workers Party.
·                Cerny, P. G. (1990) The changing architecture of politics structure, agency, and the future of the state.. London: Sage.
·                Clegg H.(1975), “Pluralism in Industrial Relations”, British Journal of Industrial Relations, Vol. 13, No.2.
·                Clegg, S. R. and Hardy, C. (1996) «Organizations, Organization and Organizing» στο S. R. Clegg & C. Hardy (Eds.), Handbook of Organization Studies, London, Sage Publications.
·                Coates, J. (2003) Ecology and Social Work: Towards a New Paradigm. Halifax: Fernwood Press.
·                Cockburn C. (1985) Machinery of Dominance, London, Pluto Press.
·                Cockburn C., 1987, Women, Trade Unions and Political Parties, London, Fabian Society
·                Cooper S. (2005)  “The rise of expert culture: a public sphere dominated by expert opinion is increasingly incapable of morally or historically grounded reflection.” Arena Magazine, Jun-Jul., σελ. 50-53..
·                Comte Aug. (2003) Positive Philosophy of Auguste Comte, Part I (1855), Kila, MT: Kessinger Publishing.
·                Crouch C. (2006) Μεταδημοκρατία. Αθήνα: Εκδ. Εκκρεμές.
·                Dickens L., 1988, «Falling through the Net: Employment Change and Worker Protection», Industrial Relations Journal, Τόμ. 19, Νο.2
·                Dusek V. (2006) Philosophy of Technology: An Introduction. Malden, MA and Oxford UK: Blackwell Publishing,
·                Ellul, J. (1964.) The Technological Society. New York: Knopf
·                Feenberg Α. (1991) Critical Theory of Technology. New York: Oxford University Press.
·                Flanders A. (1975), Management and Unions, London, Faber and Faber.
·                Fosh P. & Heery E., 1990, Trade Unions and their Members: Studies in Union Democracy and Organization, London, Macmillan
·                Fox A., 1975, “Collective Bargaining and the Webbs”, British Journal of Industrial Relations, Vol. 13, No.2.
·                Fukuyama F. (1993) Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος. Αθήνα: Εκδ. Νέα Σύνορα-Λιβάνης.
·                Galbraith, John Kenneth. 1967. The New Industrial State. New York: Signet Books.
·                Graham J. (2001) The Social Thought of Ortega Y. Gasset: A Systematic Synthesis in Postmodernism and Interdisciplinarity. Columbia, MO. The University of Missouri Press.
·                Grusky O. and Miller Α. G. (1970), The Sociology of Organizations, Basic Studies. New York. Free Press, σ.σ. 25-43
·                Habermas J. (1971) Toward a Rational Society: Student Protest, Science and Politics. London: Heinemann.
·                Habermas J (1989) The Structural Transformation of the Public Sphere: An Inquiry into a category of bourgeois society. London: Polity Press (Habermas J. 1962, Strukturwandel der Öffentlichkeit, Darmstadt: Luchterhand,)
·                Habermas J. (1992) “Technology and Science as Ideology.” στο Ingram D. (επιμ.) Critical Theory The Essential Readings. St. Paul, MN: Paragon House, σελ. 117-150.
·                Hagan J. (1981) The History of the A.C.T.U., Sydney: Longman Cheshire.
·                Hanson C.G. & Mather G., 1988, Striking Out Strikes: Changing Employment Relations in the British Labour Market, Hobart Paper 110, London, The Institute of Economic Affairs.
·                Harman Ch. (1985), The MinersStrike and the Struggle for Socialism, London, Socialist Workers Party
·                Harmening D. (2001) “The History of Western Magic: Some Considerations”. Folklore, No.17
·                Ηayek F.A, 1985, «Trade Unions and Britain’s Economic Decline» στο W.E.J. McCarthy, Trade Unions, Harmondsworth, Penguin.
·                Heery E. and Kelly J., 1988, «Do Female Representatives Make the Difference? Women Full Time Officials and Trade Union Work», Work and Employment and Society, Vol.2, no.4.
·                Heller J. (1961) Catch-22. N.Y.: Simon & Schuster
·                Hersey P. and Blanchard K. (1993) Management of Organizational Behavior: Utilizing Human Resources. Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall International Editions.
·                Heyderbrand W. (1985) “Technarchy and Neo-Corporatism: Toward a Theory of Organizational Change under Advanced Capitalism and Early State Socialism.” Current Perspectives in Social Theory, Τόμ.6, ελ. 71-128.
·                Horkheimer Μ. and Adorno Th. (1944/1973) Dialectic of Enlightenment. London: Allen Lane
·                Huxley Al. (1998) Brave New World, New York, NY: HarperCollins.
·                Hyman R., 1971, Marxism and the Sociology of Trade Unionism, London, Pluto Press
·                Hyman R., 1986, «Reflections on the Mining Strike», Socialist Register 1985-6, London, Merlin Press.
·                Hyman R, (1989) The Political Economy of Industrial Relations London, Macmillan
·                Hyman R., 1989, Strikes, London, Macmillan.
·                Hyman R. (2001) Understanding European Trade Unionism: Between Market, Class & Society. London-Thousand Oaks-New Delhi: Sage Publications.
·                Jeffreys S., 1986, Management and Managed: Fifty Years of Crisis at Chrysler, Cambridge, Cambridge University Press.
·                Karamichas, J. (2005) “Risk Versus National Pride Conflicting Discources Over the Construction of High Voltage Power Stations in the Athens Metropolitan Area for Demands of the 2004 Olympics.” Human Ecology Review, Vol. 12, No.2, σελ. 132-141.
·                Kelly J, 1987, Labour and the Unions, London, Verso.
·                Kelly J. (1988), Trade Unions and Socialist Politics, London, Verso.
·                Kelly J., 1989, «British Trade Unionism 1979-89: Change, Continuity and Contradictions», ανακοίνωση στο συνέδριο της επιθεώρησης Work, Employment and Society: Α Decade of Change, University of Durham, 14-15 Σεπτεμβρίου.
·                Klaw Sp.(1969) The New Brahmans: Scientific Life in America. New York, NY: William Merrow.
·                Kriesi H, Koopmans R, Dyvendak JW, Guigni MG. (1995) New Social Movements in Western Europe. Minneapolis, MN: University of Minnesota. Press
·                Krimsky Sh. (1984) “Beyond Technocracy: New Routes for Citizen Involvement in Social Risk Assessment”στο Petersen J. (ed.) Citizen Participation in Science Policy. Boston, MA: University of Massachusetts Press, σελ. 43-61
·                Lane R.E. (1966) “The Decline of Politics and Ideology in a Knowledgeable Society.” American Sociological Review, October, 31(5) σελ. 649-662
·                Lane T. (1974), The Union Makes Us Strong, London, Arrow.
·                Lash Sc. and Urri J. (1987) The End of Organised Capitalism. Polity Press.
·                Lewis C.S. (1970) God in the Dock: Essays on Theology and Ethics. Cambridge, MA: The Trustees of the Estate of C.S. Lewis and Wm.Eermans Publishing,
·                MacInnes J. (1990), «The Future of This Great Movement of Ours» στο Fosh P. and Heery E., ο.ε.π., σ.σ.206-232.
·                MacGregor I. & Tyler R., 1986, The Enemies Within: the Story of the Miners’ Strike 1984-5, Glaskow, Fontana / Collins
·                Marcuse H. (1964) One-Dimensional Man. Boston: Beacon Press
·                Markham F.M.H. (1952), Henri de Comte Saint-Simon (1760-1825). Selected Writings. Oxford: Basil Blackwell
·                Mayer M. and Roth R. (1995), “New Social Movements and the Transformation into a Post-Fordist Society” στο Darnovsky M., Epstein B., and Flacks R. (eds.), Cultural Politics and Social Movements, Philadelphia, Temple University Press, σελ. 35-51.
·                Meynaud J. (1969) Technocracy. New York: Free Press
·                Meir P. (2006) “After Democracy”, New Left Review, No. 42, Νοε-Δεκ., σελ. 25-52.
·                Meynaud J. (1969) Technocracy. New York: Free Press.
·                Michels R., 1966, Political Parties, New York, Free Press Paperback.
·                Miller S. M. (1963) Max Weber. New York, ΝΥ:.Thomas Y. Crowell.
·                Nelkin, D. (1987) “Science, Technology and Public Policy”, History of Science Society Newsletter, Volume 16, No. 2, April.
·                Orwell G. (1983) 1984, New York, NY: Plume
·                Panitch L., 1986, Working Class Politics in Crisis, London, Verso
·                Pollert A., 1981, Girls, Wives, Factory Lives, London, Macmillan.
·                Purcell K., 1988, «Gender and the Experience of Employment» στο D. Gallie (επιμ.), Employment in Britain, Oxford, Basil Blackwell.
·                Roberts B., 1987, Mr. Hammond’s Cherry Tree: The Morphology of Union Survival, 18th Wincott Memorial Lecture, Occasional Paper 76, London, The Institute of Economic Affairs,
·                Robins, Κ. And Webster F. (1999) Times of the Technoculture: From the Information Society to the Virtual Life. London: Routledge
·                Rothschild J. (1984) “The Collectivist Organization: An Alternative to Rational-Bureaucratic Models” σε Fiasher Fr. and Syriani C. (eds.) Critical Studies in Organization and Bureaucracy. Philadelphia, PA: Temple University Press, σελ. 448-475
·                Shils Ed. and Finch H. (eds) (1949) The Methodology of the Social Sciences. New York, NY: The Free Press of Glencoe, Inc, 
·                Schulten Th. (2005) “Foundations and Perspectives of Trade Union Wage Policy in Europe” WSI-Diskussionspapiere,
·                Sclove R. (1995) Democracy and Technology. New York, NY: Guilford Press
·                Stephens Paul, Taggart Laura and Leach Andrew (eds) (1998) Think Sociology. Cheltenham, UK: Nelson Thornes.
·                Taylor F. (1911) The Principles of Scientific Management. New York: Harper and Brothers
·                Touraine A. (1968) Le Mouvement de Mai ou le communisme utopique. Paris: Seuil
·                Touraine A. (1971) The Post-Industrial Society -- Tomorrow's Social history: Classes, Conflicts and Culture in the Programmed Society. New York: Random House.
·                Touraine, Α. (1981) The Voice and the Eye: An Analysis of Social Movements. Cambridge: Cambridge University Press, 
·                Traxler, F, and E. Mermet. (2003) Coordination of collective bargaining: the case of Europe. Transfer. European Review of Labour and Research 9, no. 2, σελ. 229-246.
·                Trotsky L. (1972) The Revolution Betrayed. N.Y.: Pathfinder Press
·                Tsakiris A. (2005) “Greek bank employees’  ‘rebellion’ against social security reform in Greece: a reborn social movement?” Ανακοίνωση σε 10th International Conference on Alternative Futures and Popular Protest, Manchester Metropolitan University, 30th March – 1st April 2005.
·                Veblen, Th. (1915)  The Theory of the Leisure Class: an economic study of institutions. London: Macmillan & Co [Ελλ. Έκδ. Βέμπλεν Θ. (1982)Η θεωρία της αργόσχολης τάξης: η  οικονομική μελέτη των θεσμών. Αθήνα: Εκδ.  Κάλβος.]
·                Veblen, Th. (1921). The Engineers and the Price System. New York: B. W. Huebsch.
·                Waring St. (1991) Taylorism Transformed: Scientific Management Theory since 1945. Chapel Hill, NC: University of North Carolina Press.
·                Webb S. & Webb B. (1920) The History of Trade Unionism, London, Longmans, Green.
·                Weber, M. (1946) “Bureaucracy” στο H. Genth and C. Wright Mills (eds), From Max Weber: Essays in Sociology. Oxford: Oxford University Press.
·                Wheeler H. (1968) Democracy in a Revolutionary Era. New York, NY: Praeger
·                Wilsher P., MacIntyre D. and Jones M., 1985, Strike: Thatcher, Scargill and the Miners, London, Coronet Books.
·                Y Gasset O. (1932) The Revolt of the Masses. New York: W.W. Norton
·                Y Gasset O. (1962) History as a System and Other Essays toward a Philosophy of History. New York: W.W. Norton.




[1] Βλ. Lash Sc. and Urri J. (1987) The End of Organised Capitalism. Polity Press.
[2] Βλ. Weber, M. (1946) “Bureaucracy” στο H. Genth and C. Wright Mills (eds), From Max Weber: Essays in Sociology. Oxford: Oxford University Press, σελ. 214-216. Βλ. επίσης  Clegg, S. R. and Hardy, C. (1996) «Organizations, Organization and Organizing» στο S. R. Clegg & C. Hardy (Eds.), Handbook of Organization Studies, London, Sage Publications, σελ.261-275
[3] Βλ. Marcuse H. (1964) One-Dimensional Man. Boston: Beacon Press
[4] Βλ. Veblen, Th. (1915)  The Theory of the Leisure Class: an economic study of institutions. London: Macmillan & Co (Ελλ. Έκδ. Βέμπλεν Θ. (1982)Η θεωρία της αργόσχολης τάξης: η  οικονομική μελέτη των θεσμών. Αθήνα: Εκδ.  Κάλβος.
[5] Burris, Β. (1993) Tecnocracy at Work, N.Y.: SUNY Press
[6] Βλ. Μόργκαν Γκ. (2000) Οι όψεις της οργάνωσης: Εισαγωγή στη θεωρία οργανώσεων. Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 196.
[7] Συμφέρον είναι μια κατάσταση «που φέρνει κέρδος ή που θίγει κάποιον ή κάτι». Μπορεί επίσης να είναι δικαίωμα, τίτλος, ή νόμιμο μερίδιο σε κάτι. Ενδέχεται να είναι η ανάμειξη ή ένα νόμιμο δικαίωμα, που συνήθως σχετίζεται μια εργασία, μια επιχείρηση ή με περιουσία. Τέλος, έννομο συμφέρον είναι το ιδιαίτερο ενδιαφέρον ή αντικείμενο διακύβευσης για τη διατήρηση - ή για την επίδραση σ’ αυτήν – μιας κατάστασης, μιας διευθέτησης ή δράσης. Πρόκειται για τη διατήρηση ενός νόμιμου δικαιώματος για παρούσα ή μελλοντική άσκηση. http://dictionary.cambridge.org/define.asp?key=41418&dict=CALD
http://www.m-w.com/cgi-bin/dictionary?book=Dictionary&va=interest
http://dictionary.cambridge.org/define.asp?key=41422&dict=CALD
http://www.m-w.com/cgi-bin/dictionary?book=Dictionary&va=vested+interest
http://dictionary.cambridge.org/define.asp?key=88106
Να το πούμε αλλιώς: «Όταν μιλάμε για ‘συμφέροντα’ αναφερόμαστε σε προδιαθέσεις οι οποίες περιλαμβάνουν στόχους, αξίες, επιθυμίες προσδοκίες, και άλλους προσανατολισμούς και ροπές που οδηγούν το άτομο να δράσει με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο παρά με κάποιον άλλο. Στην καθημερινή ζωή τείνουμε να σκεφτόμαστε τα συμφέροντα με όρους χώρου: ως περιοχές ευθύνης τις οποίες επιθυμούμε να διατηρήσουμε ή να διευρύνουμε, ή θέσεις τις οποίες επιθυμούμε να προστατεύσουμε ή να καταλάβουμε. Ζούμε ‘μέσα’ στα συμφέροντά μας, συχνά βλέπουμε ότι οι άλλοι τα ‘καταπατούν’, και αμέσως καταφεύγουμε σε άμυνες ή επιθέσεις που είναι έτσι σχεδιασμένες ώστε να διατηρούν ή να βελτιώνουν τη θέση μας». Βλ. Μόργαν Γκ. (2000), ο.ε.π. σελ. 201-202.
[8] Βλ. Shils Ed. and Finch H. (eds) (1949) The Methodology of the Social Sciences. New York, NY: The Free Press of Glencoe, Inc,  σελ. 89-92, 93-94, 97-99. Αυτό το δοκίμιο αποτελεί μέρος του άρθρου “ ‘Objectivity’ in Social Science and Social Policy” και δημοσιεύθηκε το 1904 στην επιθεώρηση Archiv für Sozialwissenschaft und Sozialpolitik (Ο Weber είχε μόλις γίνει μέλος της συντακτικής επιτροπής). Βλ. Miller S. M. (1963) Max Weber. New York, ΝΥ:.Thomas Y. Crowell.
[9] Για την κοινωνική κατηγορία της γραφειοκρατίας και την απορρέουσα ιδιοτέλειά της, βλ. Σεραφετινίδου Μ. (2003), Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας. Τόμος Ι. Η θεωρητική συζήτηση. Αθήνα: Εκδ.Gutenberg, 269-303.
[10] Η κατασκευή του πίνακα έγινε με βάση τον αντίστοιχο στο Stephens P., Taggart L. and Leach A. (eds) (1998) Think Sociology. Cheltenham, UK: Nelson Thornes, σελ. 234.
[11] Βλ. Τερλεξής Π. (1999) «Από την ιδεολογική πάλή στην οργανωτική διαπάλη:  ο μύθος του ενιαίου κράτους και της ομοιογενούς γραφειοκρατίας», Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών. Νο. 27, Σεπτέμβριος, σελ. 5-38.
[12] Βλ. Heller J. (1961) Catch-22. N.Y.: Simon & Schuster.
[13] Βλ. τις δυστοπίες  Huxley Al. (1998) Brave New World, New York, NY: HarperCollins και νOrwell G. (1983) 1984, New York, NY: Plume, καθώς και την τρίτομη πραγματεία της Hannah Arendt για τον ολοκληρωτισμό: Arendt H. (1951) The Origins of Totalitarianism, New York, NY: Harcourt. Bλ. επίσης Booker K. (1994) Dystopian Literature: A Theory and Research Guide. Westport, CT: Greenwood Press.
[14] Βλ. Trotsky L. (1972) The Revolution Betrayed. N.Y.: Pathfinder Press, 3o κεφάλαιο. http://www.marxists.org/archive/trotsky/works/1936-rev/
[15] Αρχικά ο Michels ασκούσε την κριτική του στη γραφειοκρατικοποίηση του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και των γερμανικών εργατικών συνδικάτων θεωρώντας πως αποτελεί φαινόμενο της συγκεκριμένης χώρας: «Σε μια χώρα όπου η πρωτοβουλία δεν μετράει και οι άνθρωποι έχουν ένα αξιοσημείωτο ταλέντο να πειθαρχούνται, όπου μεγάλοι αριθμοί ανθρώπων εντάσσονται σε τεράστιες οργανώσεις που χαρακτηρίζονται από μηχανική ακαμψία, και όπου τα πάντα είναι στρατιωτικοποιημένα και γραφειοκρατικά, οι εργάτες ακολούθησαν την ίδια πορεία με τις άλλες τάξεις και χρησιμοποίησαν την ίδια μορφή οργάνωσης μ’ αυτές. Μόνο η ίδια η κρατική γραφειοκρατία μπορεί να συγκριθεί από πλευράς τελειότητας της σύνθετης λειτουργίας της με τις σοσιαλιστικές και τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες…Μπορεί κανείς να καταλάβει πώς η οργάνωση των εργατών έγινε η ίδια αυτοσκοπός, μια μηχανή που τελειοποιείται για λογαριασμό δικό της και όχι για τα καθήκοντα που είχε να επιτελέσει». Αφότου έφυγε από ΓΣΚ άρχισε να γενικεύει την εμπειρία αυτή και να θεωρεί ότι ισχύει γενικά όλες τις οργανώσεις, ανεξάρτητα από σκοπούς και εθνικότητα. Βλ. Michels R., 1966, Political Parties, New York, Free Press Paperback. Βλ. επίσης και Robert Michels, στο Grusky O. and Miller Α. G. (1970), The Sociology of Organizations, Basic Studies. New York. Free Press, σ.σ. 25-43
[16] Βλ. Hyman R. (2001) Understanding European Trade Unionism: Between Market, Class & Society. London-Thousand Oaks-New Delhi: Sage Publications, σελ. 42-52, 89-90.
[17] Παρ’ ότι, στη διάρκεια της συνταγματικής κρίσης, η εργατική τάξη κινητοποιήθηκε με μαζικές διαδηλώσεις κατά της πολιτικής της νεοδεξιάς αντιπολίτευσης των Φιλελεύθερων του Malcolm Fraser που έριξε την κυβέρνηση των Εργατικών, στις εκλογές που ακολούθησαν οι Φιλελεύθεροι κέρδισαν τη μάχη. Βλ.  Hagan J. (1981) The History of the A.C.T.U., Sydney: Longman Cheshire. Βλ. επίσης Beams N., Adler G., Grey L., Moore D. and Harris A. (1976) The Canberra Coup, A documentary on the sacking of the Labor Government, November 11, 1975. Broadway, NSW: Workers News. .
[18] Βλ.  Tsakiris A. (2005) “Greek bank employees’  ‘rebellion’ against social security reform in Greece: a reborn social movement?” Ανακοίνωση σε 10th International Conference on Alternative Futures and Popular Protest, Manchester Metropolitan University, 30th March – 1st April 2005.
[19] Βλ. Webb S. & Webb B. (1920) The History of Trade Unionism, London, Longmans, Green. Στα πλαίσια του μοντέλου αυτού εντάσσονται και οι εργασίες των Clegg H.(1975), “Pluralism in Industrial Relations”, British Journal of Industrial Relations, Vol. 13, No.2, Flanders A. (1975), Management and Unions, London, Faber and Faber, και Fox A., 1975, “Collective Bargaining and the Webbs”, British Journal of Industrial Relations, Vol. 13, No.2.
[20] Στην πραγματικότητα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε, η βάση εξεγείρεται εναντίον της γραμμής της ηγεσίας (π.χ. απόρριψη της πρότασης του συνόλου των παρατάξεων της ηγεσίας της ΟΤΟΕ κατά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τη ΣΣΕ του 1988, βλ. εφημερίδα Άλλη Άποψη στις Τράπεζες, Άνοιξη 1988.
[21] Βλ. Adeney M. & Lloyd J., 1986, The MinersStrike: Loss Without Limit, London, Routledge & Kegan Paul) φέρνουν το παράδειγμα του ηγέτη των Βρετανών ανθρακωρύχων Arthur Scargill ως έκφραση της αντίφασης και του καταλογίζουν έλλειψη ηγετικής λογικής κατά την ιστορική απεργία του 1984/5. Όμως, υπάρχουν στοιχεία που οι εκτιμήσεις αυτές δεν λαμβάνουν υπόψη τους και παρουσιάζουν εκ των προτέρων ως αδιέξοδη τη στρατηγική της συνολικής αντιπαράθεσης του συνδικάτου με την κυβέρνηση Thatcher (βλ. Fosh P. & Heery E., 1990, Trade Unions and their Members: Studies in Union Democracy and Organization, London, Macmillan).
[22] Η περίπτωση της κρίσης του 1985 είναι χαρακτηριστική της κατάρρευσης των όποιων κορπορατιστικού χαρακτήρα πολιτικών ασκήθηκαν από τις πρώτες κυβερνήσεις Α.Παπανδρέου-ΠΑ.ΣΟ.Κ. Η εσωκομματική κρίση στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. προκλήθηκε από την ενεργοποίηση μεγάλης μερίδας συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ που ζητούσαν την ανάκληση των μέτρων σταθεροποίησης και μαζί με τις υπόλοιπες παρατάξεις της συνδικαλιστικής αντιπολίτευσης (ΕΣΑΚ, ΑΕΜ, ΔΑΚΕ και Συσπειρώσεις) ανέτρεψαν τη διοίκηση της ΓΣΕΕ που παρέμενε πιστή στην κυβερνητική πολιτική. Η συνδικαλιστική και πολιτική επιβίωση των συνδικαλιστών του ΠΑΣΟΚ εξαρτιόταν από τη σχέση τους με τη βάση των συνδικάτων που συγκρούστηκε με την κυβερνητική πολιτική.
[23] Πρόκειται για τις περιπτώσεις μεμονωμένων ισχυρών συνδικάτων με κεντρική θέση στην οικονομία, όπως ΔΕΚΟ, Τράπεζες κλπ. Αυτά τα συνδικάτα μπορούν να τραβήξουν προς τη μία ή την άλλη πλευρά και να αποτελούν κάθε φορά πρότυπα για τα μικρότερα και πιο αδύναμα συνδικάτα.
[24] Βλ. Hyman R, (1989) The Political Economy of Industrial Relations London, Macmillan, σελ.188
[25] Hyman R., 1989, Strikes, London, Macmillan, σελ. 100.
[26] Panitch L., 1986, Working Class Politics in Crisis, London, Verso, σελ. 151.
[27] Jeffreys S., 1986, Management and Managed: Fifty Years of Crisis at Chrysler, Cambridge, Cambridge University Press, σ.σ. 12-5.
[28] Βλ. Hyman (1989), Strikes, σ.σ. 101
[29] Βλ. Fosh P. & Heery E. (1990) «Introduction: Whose Union? Power and Bureaucracy in the Labour Movement» στο Fosh P. & Heery E. (επιμ.), Trade Unions and their Members: Studies in Union Democracy and Organization, London, Macmillan, σ.σ.1-28.. Από τη μια μεριά, οι  Callinicos A. και Simpson M. Callinikos A. & Simons M. (1985), The Great Strike: the Miners’ Strike of 1984/5 and Its Lessons, London, Socialist Workers Party, καθώς και ο Harman Ch. (1985), The MinersStrike and the Struggle for Socialism, London, Socialist Workers Party, ισχυρίζονται ότι ήταν οι περιορισμοί που επέβαλλε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία η αιτία της αποτυχίας της απεργίας ενώ από την άλλη μεριά ο Hyman θεωρεί ότι δεν εκτιμήθηκε από τον A. Scargill σωστά η δεδομένη συγκυρία και οι συσχετισμοί δυνάμεων τόσο μεταξύ κυβέρνησης και εργατικού κινήματος όσο και στο εσωτερικό του κινήματος υπέρ της γραφειοκρατίας με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να διακρίνει τη στιγμή κατά την οποία μπορούσε να διαπραγματευτεί το κλείσιμο της απεργίας με τις μικρότερες ζημιές (Hyman R., 1986, «Reflections on the Mining Strike», Socialist Register 1985-6, London, Merlin Press, σ.σ. 339-40).
[30] Ο T. Lane -Βλ. Lane T. (1974), The Union Makes Us Strong, London, Arrow - μιλάει για μια εθνική συνδικαλιστική γραφειοκρατία που έχει ασπασθεί τον αστικό τρόπο ζωής.
[31] Βλ. Panitch (1986), ο.ε.π., σ.σ. 197.
[32] Hyman R., 1971, Marxism and the Sociology of Trade Unionism, London, Pluto Press, σελ. 107.
[33] Βλ. Hanson C.G. & Mather G., 1988, Striking Out Strikes: Changing Employment Relations in the British Labour Market, Hobart Paper 110, London, The Institute of Economic Affairs.
[34] Βλ. Ηayek F.A, 1985, «Trade Unions and Britain’s Economic Decline» στο W.E.J. McCarthy, Trade Unions, Harmondsworth, Penguin, σ.σ. 359-60 και Roberts B., 1987, Mr. Hammond’s Cherry Tree: The Morphology of Union Survival, 18th Wincott Memorial Lecture, Occasional Paper 76, London, The Institute of Economic Affairs, σ.σ. 8-10 και 18-20.
[35] Κατά τους νέο-συντηρητικούς, οι ηγεσίες των συνδικάτων των ανθρακωρύχων (NUM)  κατηγορούνται ότι συντήρησαν τεχνητά την απεργία μέσω της παραπληροφόρησης των εργατών που από ένα σημείο και ύστερα (χειμώνας 1984) αρνούνταν σε ολοένα και μεγαλύτερους αριθμούς να ακολουθήσουν την απεργιακή γραμμή προσερχόμενοι στα ορυχεία για να εργαστούν ή για να πάρουν αποζημιώσεις σε αντιστάθμισμα της απόλυσής τους λόγω μειώσεων των θέσεων εργασίας. Βλ.MacGregor I. & Tyler R., 1986, The Enemies Within: the Story of the Miners’ Strike 1984-5, Glaskow, Fontana / Collins και Wilsher P., MacIntyre D. and Jones M., 1985, Strike: Thatcher, Scargill and the Miners, London, Coronet Books.
[36] Beale J., 1982, Getting it Together: Women as Trade Unionists, London, Pluto Press˙ Cockburn C., 1987, Women, Trade Unions and Political Parties, London, Fabian Society˙ Dickens L., 1988, «Falling through the Net: Employment Change and Worker Protection», Industrial Relations Journal, Τόμ. 19, Νο.2˙ Pollert A., 1981, Girls, Wives, Factory Lives, London, Macmillan˙ Purcell K., 1988, «Gender and the Experience of Employment» στο D. Gallie (επιμ.), Employment in Britain, Oxford, Basil Blackwell.
[37] Για τις προσπάθειες εκδημοκρατισμού των συνδικάτων στην Ελλάδα που αποτέλεσαν το κύριο μέλημα της πλειοψηφίας των εργαζομένων, ιδιαίτερα για την περίοδο που ακολούθησε την εκλογική νίκη της «Ενώσεως Κέντρου» το 1964, βλ. Κουκουλές Γ., 2000, Το εργατικό κίνημα και ο μύθος του Σίσυφου (1964-1966), Αθήνα, Εκδ. Οδυσσέας. Για μια νέα πρόταση διεξόδου από τη σημερινή κρίση της οργανωμένης εργασίας, βλ. Λύτρας Α., 2000, Κοινωνία και εργασία: Ο ρόλος των κοινωνικών τάξεων, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση.
[38] Όσον αφορά τη σχεσιακή αντίληψη για την εξουσία, βλ. Πουλαντζάς Ν. 1982, ο.π. και Jessop B. 2001, «Η στρατηγική επιλεκτικότητα του κράτους: Σκέψεις σχετικά μ’ ένα θέμα του Πουλαντζά», στο Ρήγος Α. και Τσουκαλάς Κ (επιμ.)., Η Πολιτική σήμερα: Ο Νίκος Πουλαντζάς και η επικαιρότητα του έργου του, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, σ.σ. 87-123.
[39] Βλ. Hyman R., 1971, Marxism and the Sociology of Trade Unionism, London, Pluto Press
[40] Βλ. Batstone E. 1988, The Reform of Workplace Industrial Relations: Theory, Myth and Evidence, Oxford, Clarendon Press.σ.σ. 17-8.
[41] Η ανεργία έφτασε σε τέτοια ύψη για πρώτη φορά μετά το Β΄ Π.Π. και ανήλθε σε 1,4 εκατομμύρια άτομα, το δε βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων έπεσε για πρώτη φορά σε τόσο χαμηλά επίπεδα, βλ. Kelly J, 1987, Labour and the Unions, London, Verso.
[42] Η συζήτηση για τη συγκεκριμένη περίοδο ειδικά στη Βρετανία, βλ. MacInnes J. (1990), «The Future of This Great Movement of Ours» στο Fosh P. and Heery E., ο.ε.π., σ.σ.206-232.
[43] Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’90 οι μονοήμερες απεργίες της ΓΣΕΕ συναντούσαν την αδιαφορία των εργαζομένων που τις θεωρούσαν «τουφεκιές στον αέρα», σε ορισμένες δε απεργίες, όπως στην Ιονική Τράπεζα, ενώ οι εργαζόμενοι του συγκεκριμένου χώρου συμμετείχαν μαζικά δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τις απεργίες συμπαράστασης των εργαζομένων από τις υπόλοιπες τράπεζες – χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στην «μητρική» Εμπορική Τράπεζα το ποσοστό των απεργών δεν ξεπέρασε ποτέ το 40% για πολλούς λόγους, που σχετίζονταν τόσο με τους συσχετισμούς δυνάμεων (ενδοΠΑΣΟΚική σύγκρουση εκσυγχρονιστών – «αντιεκσυγχρονιστών») όσο και με τις νέες στρατηγικές των εκσυγχρονιστικών διοικήσεων των τραπεζών να χειραγωγούν ιδεολογικά τους εργαζόμενους με τη δωρεάν (ή με χαμηλότερες, από τις αγοραίες, τιμές) χορήγηση μετοχών (stock option plans). Η πώληση της Ιονικής υποτίθεται ότι θα είχε θετικές συνέπειες στην τιμή των μετοχών της Εμπορικής και θα δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερες προσδοκίες ανόδου των τιμών των μετοχών των υπόλοιπων τραπεζών (ποσοστά απεργών μεταξύ 0,5% και 10%) ενόψει των επερχόμενων ανακατατάξεων στο τραπεζικό σύστημα. Για τη θατσερική Βρετανία, βλ. Kelly J. (1988), Trade Unions and Socialist Politics, London, Verso.
[44] Βλ. Marcuse H. (1964) ο.ε.π.
[45] Closed shop σημαίνει «κλειστή επιχείρηση», δηλαδή «επιχείρηση, της οποίας το προσωπικό ανήκει αποκλειστικά σε συγκεκριμένο σωματείο, με το οποίο έχει υπογράψει σχετική σύμβαση. Αν το σωματείο δεν δέχεται άλλα μέλη, τότε περιορίζει το δικαίωμα ή την ευχέρεια της επιχείρησης να προσλαμβάνει ή να απολύει προσωπικό». Ορισμός από το Χρυσοβιτσιώτη Ι. & Σταυρακόπουλου Ι., 1995, Λεξικόν Αγγλοελληνικών & Ελληνοαγγλικών Εμπορικών – Τραπεζικών και Οικονομικών Όρων, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση, σελ.145.
[46] Βλ. Kelly J., 1989, «British Trade Unionism 1979-89: Change, Continuity and Contradictions», ανακοίνωση στο συνέδριο της επιθεώρησης Work, Employment and Society: Α Decade of Change, University of Durham, 14-15 Σεπτεμβρίου.
[47] Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. τα τεύχη του μηνιαίου συνδικαλιστικού περιοδικού Labour Research.
[48] Βλ. Cockburn C. (1985) Machinery of Dominance, London, Pluto Press και της ίδιας (1987), Women, Trade Union and Political Parties, London, Fabian Society.
[49] Βλ. Heery E. and Kelly J., 1988, «Do Female Representatives Make the Difference? Women Full Time Officials and Trade Union Work», Work and Employment and Society, Vol.2, no.4.
[50] Ο γραμματέας της ΓΣΕΕ Κ.Πουπάκης υπογράμμισε, αναφερόμενος στους χειρισμούς στα λιμάνια αλλά και στο ασφαλιστικό, ότι «κινούνται πολιτικά κρυμμένοι πίσω από ψευδεπίγραφους διαλόγους, λαμβάνοντας μονομερώς αποφάσεις, αγνοώντας τις απαιτήσεις της κοινωνίας» (www.in.gr, 28.11.2006).
[51] Βλ. Μόργκαν Γκ. (2000), ο.ε.π., σελ. 196.
[52] Βλ. Πολιτεία c. 370 κε.
[53] Βλ. Dusek V. (2006) Philosophy of Technology: An Introduction. Malden, MA and Oxford UK: Blackwell Publishing, σελ. 38 κε.
[54] Βλ. Bacon Fr. (1624) New Atlantis. Το κείμενο σε ηλεκτρονική μορφή στο http://www.abacci.com/books/book.asp?bookid=1432
[55] Για την έννοια του «Νεοπλατωνικού Μάγου», βλ. Harmening D. (2001) “The History of Western Magic: Some Considerations”. Folklore, No.17 (http://haldjas.folklore.ee/folklore). Βλ. επίσης Borchardt Fr. (1990) “The Magus as Renaissance Man”. Sixteenth Century Journal, No. 21, σελ. 57-76.
[56] Σημαντικές κινηματογραφικές δουλειές όπως η ταινία  Alphaville του Γάλλου σκηνοθέτη Jean Luc Godart ή η ταινία Brazil του Άγγλου Terry Gillian και άλλες δείχνουν πώς η πολιτική αυτονόμηση των τεχνοκρατών πάνω από την κοινωνία οδηγεί στην εξάρτηση από την τεχνολογία και την κοινωνία του πανοπτικού ελέγχου και της καθυπόταξης των ατόμων στην εξουσία.
[57] Βλ. Markham F.M.H. (1952), Henri de Comte Saint-Simon (1760-1825). Selected Writings. Oxford: Basil Blackwell. Βλ. επίσης Burris, Β. (1993), ο.ε.π. σελ. 23.
[58] Comte Aug. (2003) Positive Philosophy of Auguste Comte, Part I (1855), Kila, MT: Kessinger Publishing. Βλ. επίσης Burris, Β. (1993), ο.ε.π. σελ. 24.
[59] “It is no single element, but rather this whole combination, that constitutes scientific management, which may be summarized as:
Science, not rule of thumb.
Harmony, not discord.
Cooperation, not individualism.
Maximum output, in place of restricted output.
The development of each man to his greatest efficiency and prosperity.”
Βλ. Taylor F. (1911) The Principles of Scientific Management. New York: Harper and Brothers (http://www.marxists.org/reference/subject/economics/taylor/principles/)
[60] Βλ. Braverman H. (1998) Labor and Monopoly Capital: The Degradation of Work in the Twentieth Century, 25th Anniversary Edition, New York: Monthly Review Press. Αυτή η γενικώς λεπτομερής κριτική δεν είναι άμοιρη προβλημάτων, π.χ. ότι έχοντας θεωρήσει ότι οι διευθυντές και οι τεχνοκράτες των μεγάλων επιχειρήσεων έχουν νικήσει την αντίσταση των εργατών ελέγχουν τα πάντα, αφήνεται ελεύθερο το πεδίο της θεωρίας του management στην άρχουσα τάξη και αγνοείται η διαρκής ταξική πάλη που μπορεί να διεξαχθεί στο πεδίο της θεωρίας. Βλ. Waring St. (1991) Taylorism Transformed: Scientific Management Theory since 1945. Chapel Hill, NC: University of North Carolina Press.
[61] Βλ. Feenberg Α. (1991) Critical Theory of Technology. New York: Oxford University Press.
[62] Βλ. Veblen, Th. (1921). The Engineers and the Price System. New York: B. W. Huebsch.
[63] Βλ. Y Gasset O. (1932) The Revolt of the Masses. New York: W.W. Norton και Y Gasset O. (1962) History as a System and Other Essays toward a Philosophy of History. New York: W.W. Norton. Για μια λεπτομερή παρουσίαση του έργου του συγγραφέα, βλ. Graham J. (2001) The Social Thought of Ortega Y. Gasset: A Systematic Synthesis in Postmodernism and Interdisciplinarity. Columbia, MO. The University of Missouri Press.
[64] Βλ. Y Gasset O. (1962) ο.π., σελ. 122.
[65] Βλ. Lewis C.S. (1970) God in the Dock: Essays on Theology and Ethics. Cambridge, MA: The Trustees of the Estate of C.S. Lewis and Wm.Eermans Publishing, σελ. 314-315. 
[66] Burnham J. (1941) The Managerial Revolution. What is Happening in the World. New York: John Day.
[67] Βλ. Burris, Β. (1993) ο.π., σελ. 2 και κεφ.6.
[68] Βλ. Ellul, J. (1964.) The Technological Society. New York: Knopf
[69] Βλ. Calhoun C. (2002) Dictionary of the Social Sciences. Oxford: Oxford University Press.
[70] Βλ. Meynaud J. (1969) Technocracy. New York: Free Press.
[71] Habermas J. (1971) Toward a Rational Society: Student Protest, Science and Politics. London: Heinemann.
[72] http://online.wsj.com/article/SB115585466989738816.html?mod=djemalert
[73] Αξίζει να προσεχθεί μια από τις παραμέτρους των αποφάσεων που παίρνονται, ότι στηρίζονται σε βραχυπρόθεσμες προβλέψεις και αποτελέσματα που έχουν μειωθεί πλέον σε τριμηναία βάση. Όπως ορίζει το ηλεκτρονικό λεξικό του London School of Economics and Political Science: “Short Termism is a “charge levelled at the financial institutions in their expectations of the companies to which they provide finance.” http://www.lse.co.uk/financeglossary.asp?searchTerm=&iArticleID=947&definition=short_termism
[74] http://wsj.com/article/0,,SB115590646604639332,00.html?mod=djemalert
[75] Nelkin, D. (1987) “Science, Technology and Public Policy”, History of Science Society Newsletter, Volume 16, No. 2, April.
[76] Bell, D. (1960) The End of Ideology .Glencoe, Ill.: Free Press και Lane R.E. (1966) “The Decline of Politics and Ideology in a Knowledgeable Society.” American Sociological Review, October, 31(5) σελ. 649-662.
[77] Βλ. Fukuyama F. (1993) Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος. Αθήνα: Εκδ. Νέα Σύνορα-Λιβάνης.
[78] Bell, D. (1976). The Coming of Post-Industrial Society: A Venture in Social Forecasting. NY: Basic Books, σελ. 339-368.
[79] Για την κατάληξη ορισμένων μελών ομάδων ενδο-συστημικών και εξωσυστημικών κινημάτων και περιγραφή τους από μια νέο-βεμπεριανή, αλλά δημοσιογραφική, σκοπιά βλ. Brooks D., 2000, Bobos in Paradise: The New Upper Class and How They Got There, N.Y.: Simon and Schuster.
[80] Χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της σύγκρουσης ήταν η διαμάχη μεταξύ της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού και της Ελληνικής Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων από τη μια πλευρά και των πολιτών των Δήμων Ηλιούπολης και Αργυρούπολης από την άλλη για την κατασκευή Κέντρου Υπερυψηλής Τάσης. Βλ. Karamichas, J. (2005) “Risk Versus National Pride Conflicting Discources Over the Construction of High Voltage Power Stations in the Athens Metropolitan Area for Demands of the 2004 Olympics.” Human Ecology Review, Vol. 12, No.2, σελ. 132-141.
[81] Για μια ισχυρή κριτική της έννοια της ορθολογικότητας ως λειτουργικής και γενικότερα για τη σύλληψη του προγράμματος της νεωτερικότητας κατ’ αυτό τον τρόπο, βλ. Coates, J. (2003) Ecology and Social Work: Towards a New Paradigm. Halifax: Fernwood Press.
[82] Βλ. Touraine A. (1971) The Post-Industrial Society -- Tomorrow's Social history: Classes, Conflicts and Culture in the Programmed Society. New York: Random House.
[83] Touraine A. (1968) Le Mouvement de Mai ou le communisme utopique. Paris: Seuil.
[84] Μπορεί να θεωρηθεί ότι οι δομικές μεταβολές στις κοινωνίες των αναπτυγμένων οικονομικά καπιταλιστικών χωρών («μεταφορντική», «μεταβιομηχανική», «μεταμοντέρνα» οικονομία γύρω από τον τριτογενή τομέα και με βάση τις τεχνολογικές εξελίξεις στον κλάδο των Η/Υ) έδωσαν ώθηση στα νέα κοινωνικά κινήματα. Βλ. Mayer M. and Roth R. (1995), “New Social Movements and the Transformation into a Post-Fordist Society” στο Darnovsky M., Epstein B., and Flacks R. (eds.), Cultural Politics and Social Movements, Philadelphia, Temple University Press, σελ. 35-51.
[85] Βλ.Kriesi H, Koopmans R, Dyvendak JW, Guigni MG. (1995) New Social Movements in Western Europe. Minneapolis, MN: University of Minnesota. Press
[86] Touraine, Α. (1981) The Voice and the Eye: An Analysis of Social Movements. Cambridge: Cambridge University Press,  σελ. 77.
[87] Heyderbrand W. (1985) “Technarchy and Neo-Corporatism: Toward a Theory of Organizational Change under Advanced Capitalism and Early State Socialism.” Current Perspectives in Social Theory, Τόμ.6, ελ. 71-128.
[88] Βλ. Galbraith J. K. (1967) The New Industrial State. New York: Signet Books.
[89] Βλ. Calder N. (1971) Technopolis: Social Control of the Uses of Science. New York: Clarion Books.
[90] Βλ. Βακαλούλης Μ. (1994) «Μετα-καπιταλισμός ή μετα-μοντέρνος καπιταλισμός; Βασικές δομές και παράγοντες νεωτερισμών», Θέσεις, Νο.47, Απρίλιος-Ιούνιος.
[91] Χαρακτηριστικές είναι οι παρατηρήσεις σχετικά με την κατά παράδοση προσανατολισμένη στην κριτική ανάλυση των εργασιακών σχέσεων ανώτατη εκπαίδευση στην Αυστραλία. Βλ.  Cooper S. (2005)  “The rise of expert culture: a public sphere dominated by expert opinion is increasingly incapable of morally or historically grounded reflection.” Arena Magazine, Jun-Jul., σελ. 50-53..
[92] Robins, Κ. And Webster F. (1999) Times of the Technoculture: From the Information Society to the Virtual Life. London: Routledge. Βλ. επίσης Horkheimer Μ. and Adorno Th. (1944/1973) Dialectic of Enlightenment. London: Allen Lane, σελ. 9 και Habermas J (1989) The Structural Transformation of the Public Sphere: An Inquiry into a category of bourgeois society. London: Polity Press (Habermas J. 1962, Strukturwandel der Öffentlichkeit, Darmstadt: Luchterhand,)
[93] Επισήμανση στο Τάτσης Ν. (1991) Κοινωνιολογία. Τόμος Δεύτερος: Κοινωνική Οργάνωση και Πολιτισμικές Διεργασίες. Αθήνα: Εκδ. Οδυσσέας, σελ.279-280.
[94] Habermas J. (1992) “Technology and Science as Ideology.” στο Ingram D. (επιμ.) Critical Theory The Essential Readings. St. Paul, MN: Paragon House, σελ. 117-150.
[95] Wheeler H. (1968) Democracy in a Revolutionary Era. New York, NY: Praeger και Klaw Sp.(1969) The New Brahmans: Scientific Life in America. New York, NY: William Merrow.
[96] Bλ.. Krimsky Sh. (1984) “Beyond Technocracy: New Routes for Citizen Involvement in Social Risk Assessment”στο Petersen J. (ed.) Citizen Participation in Science Policy. Boston, MA: University of Massachusetts Press, σελ. 43-61 και Sclove R. (1995) Democracy and Technology. New York, NY: Guilford Press
[97]  Βλ. Ρωμανιάς Γ. (1992) Συνδικαλισμός: ιδεολογικές και τεχνοκρατικές διαστάσεις. Αθήνα: Προσωπική έκδοση, σελ.49
[98] Βλ. Φωτόπουλος Ν. (2006) «Η εκπαίδευση ενηλίκων στο συνδικαλιστικό κίνημα», Κοινωνία Πολιτών, τ.12, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο, σελ. 68-79.
[99] Cerny, P. G. (1990) The changing architecture of politics structure, agency, and the future of the state.. London: Sage και Traxler, F, and E. Mermet. (2003) Coordination of collective bargaining: the case of Europe. Transfer. European Review of Labour and Research 9, no. 2, σελ. 229-246.
[100] Schulten Th. (2005) “Foundations and Perspectives of Trade Union Wage Policy in Europe” WSI-Diskussionspapiere, http://opus.zbw-kiel.de/volltexte/2005/2402/

[101] Π.χ. βλ. Βατόπουλος Ν. και Λυκογιάννης Α. (επιμ.), Κερδώα Αθήνα Χρονικό της Τράπεζας της Ελλάδος 1928-2003. Αθήνα: Εκδ. Ποταμός.
[102]          Βλ. Tsakiris A. (2005) “Greek bank employees’ ‘rebellion’ against social security reform in Greece: a reborn social movement?” Ανακοίνωση στο 10ο Συνέδριο Alternative Futures and Popular Protest, Manchester Metropolitan University, 30/3-1/4/2005.
[103]          Βλ. Ξανθάκης Μ., Κυπραίος Γ., Αλεξάκης Π., Ζαράγκας Λ., Κιουλάφας Κ. (1996)  Σύνδεση αμοιβής με παραγωγικότητα, χρηματοοικονομικά συστήματα συμμετοχής Εμπειρική διερεύνηση για την Ελλάδα. Αθήνα:  Παπαζήση.
[104]          Για την λογική του τεχνοκρατισμού βλ.: Greenwald H.P. (1979) “Scientists and Technocratic Ideology.” Social Forces. Vol. 58. No. 2. σελ. 630-651.
[105]          Π.χ. στις τελικές θέσεις της ΟΤΟΕ για τη ΣΣΕ 1991 προτείνεται η σύσταση κατά τράπεζα μικτής επιτροπής εργοδοσίας και συλλόγου για τις αναγκαίες τεχνολογικές  αλλαγές, οργανωτικές αναδιαρθρώσεις, εκσυγχρονισμούς των συναλλαγών, καθώς και εκτίμησης επιπτώσεων στις εργασιακές σχέσεις και στην απασχόληση. Επίσης με την υπογραφή της ΣΣΕ συμφωνήθηκε η συγκρότηση μιας σειράς μικτών επιτροπών για την τραπεζική εκπαίδευση Βλ. εφ. Τραπεζικό Βήμα, Αρ. φύλλου 199, Μάρτης 1991.
[106]          Ο πλήρης κατάλογος αιτημάτων παρατίθεται στο από 20 Ιουλίου 1988 (αρ. πρωτ. 1086) «Υπόμνημα» του Συλλόγου Εργαζομένων Εμπορικής Τράπεζας.
[107]          Συλλογικό (1999) ΟΤΟΕ Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδας: Δομή, ρόλος και παρέμβαση στον τραπεζικό κλάδο στην Ελλάδα. Αθήνα:  ΙΝΕ-ΟΤΟΕ, κεφ. 5.
[108]  Μουζέλης Ν. (2005) «Χρειάζεται ακόμη ο συνδικαλισμός;», Βήμα της Κυριακής, 20.3.2005, http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14419&m=B38&aa=1
[109] http://www.inegsee.gr/INE_tautotita.htm
[110] http://www.inegsee.gr/KEK-profil.htm
[111] http://www.ine.otoe.gr/Identity/tavtotita.htm
[112] Βλ. «ΙΝ.Ε.-Ο.Τ.Ο.Ε. Ένας θεσμός με πολύπλευρο και σημαντικό έργο.» Τραπεζικό Βήμα. Περίοδος Δ΄, Αρ. Φύλλου 252/253, Ιούλιος-Αύγουστος 1995.
[113] Ibid
[114] Ο Πρόεδρος (τότε) της ΓΣΕΕ Χ. Πολυζωγόπουλος (παραμένει Πρόεδρος του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) τόνισε ότι η «Ακαδημία Εργασίας» θα αποτελέσει «συγκροτημένο φορέα συνδικαλιστικής εκπαίδευσης που θα ενσαρκώνει στην πράξη την έννοια της Διά Bίου Mάθησης παρέχοντας γνώσεις και δεξιότητες που θα ενισχύουν ποιοτικά τη συνδικαλιστική παρέμβαση αλλά και την προσωπική και κοινωνική εξέλιξη των συνδικαλιστών.» Βλ. Συντακτική Ομάδα (2005) «Eπιδημία… ακαδημιών! Aπό την Aκαδημία Aθηνών
στις νέες ‘ακαδημίες’ επιμόρφωσης, χορού, παιχνιδιών…», Το Καποδιστριακό, Νο. 63, 15-3-2005 http://kapodistriako.uoa.gr/stories/063_ne_01/index.php?m=2#link03 Από το εσωτερικό της διοίκησης της ΓΣΕΕ εκφράστηκε η εξής διαφωνία: «Το ΚΑΝΕΠ εξελίσσεται σε ένα γραφειοκρατικό αδιαφανή και υπερμεγέθη μηχανισμό, μακρυά από τις ανάγκες των συνδικάτων. Ολο και περισσότερο επιχειρείται να εμπλακεί στην τυπική εκπαίδευση και στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς για ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων.» Απόσπασμα από ανοιχτή επιστολή του Αν. Γραμματέα της ΓΣΕΕ Αλ. Καλύβη προς τον Πρόεδρο και το Γενικό Γραμματέα της ΓΣΕΕ (7-9-2006). Τέλος από την πλευρά του Π.Α.Μ.Ε. εκφράστηκε η άποψη ότι κάποιοι «μεθοδεύουν τη δημιουργία του πρώτου ιδιωτικού πανεπιστημίου, επιχειρώντας, ταυτόχρονα, να καλλιεργήσουν, περισσότερο συστηματικά, ιδεολογήματα που να εξυπηρετούν την απονεύρωση του εργατικού κινήματος και το χτύπημα του ταξικού συνδικαλισμού.» Βλ. Λιόσης Β. «Ένα εγχείρημα με πολλούς στόχους», Ριζοσπάστης, 2.10.2005.
[115] Barnard C. (1938) The Functions of the Executive. Cambridge, MΑ: Harvard University Press. Wiener Α. and Kahn Η.(1962) Crisis and Arms Control. N.Y.: Harmom-on-Hudson και  Μiller  K. and Iscoe I. (1963) “The Concept of Crisis: Current Staus and Mental Health Implications”. Human Organizations, Vol. 22, No.3, σελ. 195-201.
[116] Βλ. Κάνφορα Λ. (2003) Κριτική της δημοκρατικής ρητορείας. Αθήνα: Εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 47.
[117] Βλ. Crouch C. (2006) Μεταδημοκρατία. Αθήνα: Εκδ. Εκκρεμές. Βλ. επίσης Meir P. (2006) “After Democracy”, New Left Review, No. 42, Νοε-Δεκ., σελ. 25-52.
[118] Βλ. Rothschild J. (1984) “The Collectivist Organization: An Alternative to Rational-Bureaucratic Models” σε Fiasher Fr. and Syriani C. (eds.) Critical Studies in Organization and Bureaucracy. Philadelphia, PA: Temple University Press, σελ. 448-475.
[119] Βλ. Argyris Chr. (1962) Interpersonal Competence and Organizational Effectiveness. Homewood, Ill: Irwin, Dorney Press.
[120] Βλ. Hersey P. and Blanchard K. (1993) Management of Organizational Behavior: Utilizing Human Resources. Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall International Editions, σελ. 64-66.
[121] Βλ. Τσακίρης Θ. (2005) «Συνδικάτα και εργασιακές σχέσεις. Από την "κρίση" στην αποσυνδικαλιστικοποίηση»στο Βερναρδάκης Χ. (επιμ.) Η Κοινή Γνώμη στην Ελλάδα 2004: Εκλογές - Κόμματα, Κοινωνικές Εκπροσωπήσεις, Χώρος και Κοινωνία. Αθήνα: Εκδ. Σαβάλας.

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...