Ο Δράκος του Νίκου
Κούνδουρου (1956) σήμανε την απαρχή της σύντομης ζωής του ελληνικού φιλμ νουάρ
που μας έδωσε ορισμένες εξαιρετικές ταινίες, έχοντας αφομοιώσει κριτικά στοιχεία
τόσο από το αμερικανικό νουάρ όσο και το γερμανικό εξπρεσιονισμό. Ο Δράκος, μια ταινία που ενσωμάτωσε τη
λογική της αρχαίας τραγωδίας, αποτελεί, κατά την άποψή μου, την καλύτερη ταινία
νουάρ του ελληνικού κινηματογράφου. Η
πλοκή έχει ως εξής: την παραμονή των
Χριστουγέννων ο Θωμάς (Ντίνος Ηλιόπουλος) φεύγει τελευταίος από την τράπεζα
όπου εργάζεται, έρημος, βαρύς και μόνος.
Είναι ένας άνθρωπος ταπεινός και καταφρονεμένος που όλοι τον σπρώχνουν
στο λεωφορείο, που κανένας δεν τον ξέρει και δεν τον νοιάζεται, που καμία
γυναίκα δεν τον πλησιάζει. Και να ‘σου
που ξαφνικά γίνεται «πρώτη είδηση» στις εφημερίδες όταν αυτές δημοσιεύουν πρωτοσέλιδα την
φωτογραφία ενός «δράκου» που σκοτώνει γυναίκες. Ξαφνικά όλος ο κόσμος τον
κοιτάζει και τρέμει. Η φωτογραφία του
«δράκου» του μοιάζει και όλοι αναρωτιούνται μήπως είναι αυτός. Ο κλοιός αρχίζει να σφίγγει γύρω του, καθώς
αστυνομία και πλήθος κόσμου τον αναζητούν.
Τελικά, κυνηγημένος από έναν αστυφύλακα, βρίσκει καταφύγιο σε ένα
υπόγειο καμπαρέ. Εκεί «αφεντικό» είναι ο
«Χοντρός» (Γιάννης Αργύρης) που, μη γνωρίζοντας ότι ο Θωμάς καμία σχέση δεν
έχει με τον διαβόητο «δράκο»,
συλλαμβάνει την ιδέα να χρησιμοποιήσει τον Θωμά σε ρόλο πρωταγωνιστή στο
«μεγάλο κόλπο», την κλοπή αρχαιοτήτων με σκοπό την πώλησή τους σε Αμερικανούς
αγοραστές. Εδώ ο σκηνοθέτης κάνει σαφή ο
υπαινιγμό στη λογική που κυριαρχεί κατά τα μετεμφυλιακά χρόνια, λογική η οποία
επιτρέπει την εξαγορά συνειδήσεων και την ιδιοποίηση τμημάτων της ιστορικής
κληρονομιάς μας από την Αμερικανική υπερδύναμη που φιλοδοξεί να αποκτήσει τη
λάμψη της Αρχαίας Αθήνας. Ωστόσο, η
γνωριμία του Θωμά με το «Μωρό» (Μαργαρίτα Παπαγεωργίου), τη νεαρή τραγουδίστρια
που είναι προστατευόμενη του Χοντρού, θα σταθεί «μοιραία». Το «Μωρό» θα είναι
μια ιδιόμορφη femme fatale
η οποία από την μια θέλει να ξεφύγει από το παρελθόν της και να ζήσει μια
κανονική και ευυπόληπτη ζωή, από την άλλη όμως δεν μπορεί να ξεφύγει από την
παγίδα της συμμορίας, και μάλιστα από τη στιγμή που ο ίδιος ο Θωμάς χρίζεται
αρχηγός των παρανόμων. Τόσο οι παράνομοι
όσο και οι φτωχοί και κατατρεγμένοι βλέπουν στο πρόσωπό του τον «Ηγέτη» που θα
τους λυτρώσει από τη μιζέρια και την περιθωριοποίηση. Όταν όμως η πραγματική ταυτότητα του Θωμά
αποκαλύπτεται, ένας από τα μέλη της σπείρας παραφρονεί και τον μαχαιρώνει γιατί
φάνηκε άπιστος και με τις δύο έννοιες: πρώτον, ως αμφισβητούμενος και
αμφισβητίας και δεύτερον, ως άνθρωπος ανάξιος εμπιστοσύνης. Ο Θωμάς μέσα στο
ξημέρωμα αφήνει την τελευταία του πνοή. Τον μαζεύει νεκρό ένα μικρό φορτηγό και
όταν ρωτούν ένα μέλος της σπείρας (Θανάσης Βέγγος) αυτός απαντάει πως δεν τον
ξέρει. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι μαζί με τα στοιχεία του φιλμ νουάρ ενσωματώνει και
τη λογική της αρχαιοελληνικής τραγωδίας.
Μια δεύτερη σημαντική ταινία
νουάρ στην Ελλάδα ήταν το Μια ζωή την έχουμε (1958) σε σκηνοθεσία και
σενάριο του Γιώργου Τζαβέλλα. Όταν ο
θεατρικός σκηνοθέτης Αντώνης Καλογρίδης ανέβασε το έργο στο θέατρο δήλωσε ότι
αυτή «ήταν από τις ταινίες που μου άρεσαν, από τα φιλμ νουάρ του ελληνικού κινηματογράφου».
Η ταινία θα μπορούσε να τιτλοφορείται «Υπάρχουν και χαρούμενοι
προφυλακισμένοι». Ο Κλέων (Δημήτρης Χορν) είναι ένας φτωχός και ταπεινός ταμίας
της Εμποροπιστωτικής Τράπεζας που ξαφνικά βρίσκεται με ένα εικονικό πλεόνασμα
της τάξεως των 1.101.101,10
δραχμών στα χέρια του. Οι συνάδελφοί του είναι
της άποψης ότι, όπως λέει το ομότιτλο τραγούδι, «μια ζωή την έχουμε» και ότι
πρέπει, σε ατομική βάση, «να πιάσουν την καλή», σε αντίθεση με τη συλλογική
προσπάθεια των παρανόμων του Δράκου που αρκούνται σε ταπεινά όνειρα
(π.χ. ενας από αυτούς το μόνο που θέλει είναι ένα τρακτέρ για το χωράφι του
πατέρα του). Ο Κλέων αντιμετωπίζεται με
φανερή υποτίμηση από τους άλλους, μα πάνω από όλα από το γενικό διευθυντή της
τράπεζας (Χρήστος Τσαγανέας). Ο
διευθυντής έχει ερωμένη την Μπιμπί (Υβόν Σανσόν), μια γυναίκα που έλκεται από
πλούσιους και ισχυρούς άνδρες και που, αρχικά, αντιμετωπίζει τον Κλέωνα ως
άχρηστο και βλάκα. Κάποια στιγμή, ο
Κλέων υποχωρεί μπροστά στον πειρασμό και αποφασίζει να «καταχραστεί» το ποσό
για να εντυπωσιάσει τη Μπιμπί, η οποία γίνεται η «μοιραία γυναίκα» της ζωής
του. Έτσι αρχίζει να κάνει ντόλτσε
βίτα: νοικιάζει σουίτα σε πολυτελές ξενοδοχείο, συχνάζει με τη Μπιμπί σε
πολυτελή νυχτερινά κέντρα, ποντάρει μεγάλα ποσά σε δημοπρασίες «υπέρ κοινωνικών
σκοπών», δανείζει λεφτά σε απατεώνες επιχειρηματίες. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα όχι μόνο νοιώθει
ο ίδιος ισχυρός αλλά και οι άλλοι τον αναγνωρίζουν ως τέτοιο. Καταλήγει στην φυλακή όπου αφηγείται όλη την
ιστορία (voice over) σε ένα
δεσμοφύλακα (Βασίλη Αυλωνίτη).
Πέραν τούτων, το σκηνικό της μεγάλης πόλης με, από την μια, τις
φτωχογειτονιές με τις πολυάνθρωπες και κακοσυντηρημένες πολυκατοικίες και, από
την άλλη, τα πολυτελή κτίρια του χρηματιστικού καπιταλισμού αποδίδει την
αίσθηση της ταξικής αντίθεσης.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ
No comments:
Post a Comment