Friday, May 01, 2020

Εργατικοί αγώνες -Η δεκαετία 1950-1960. (του Θανάση Τσακίρη)


 Εργατικοί αγώνες -Η δεκαετία 1950-1960. (του Θανάση Τσακίρη)

Στην αρχή της δεκαετίας του ’50 οι 540.000 βιομηχανικοί εργάτες και ο αυξανόμενος υπαλληλικός κόσμος (τράπεζες, δημόσια διοίκηση κ.α.) χωρίς αξιόπιστη συνδικαλιστική ηγεσία σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο όπου κυριαρχούσαν οι συνδικαλιστικές φατρίες των Μακρή και Θεοδώρου,[1] προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα είτε με την αμερικανική βοήθεια και το σχέδιο Μάρσαλ (παρά την κακοδιαχείρισή του και τα σκάνδαλα) είτε με την αυτοσυγκράτηση και τη λιτότητα στη διαβίωσή του. Όμως τα σημαντικότερα προβλήματα της εποχής είναι η ανεργία και η υποαπασχόληση.[2] Η κυβερνητική πολιτική, ιδιαίτερα με την ανάληψη της πρωθυπουργίας και της ηγεσίας της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1955, είναι προσανατολισμένη στην ταχεία οικονομική ανάπτυξη μέσω κατασκευής έργων υποδομής, ενίσχυσης του ιδιωτικού κεφαλαίου για την πραγματοποίηση επενδύσεων και συμπίεσης των μισθών και ημερομισθίων στα όρια της επιβίωσης.[3] Ταυτόχρονα αρχίζει ένα νέο κύμα μετανάστευσης προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, που μεγαλώνει στα μέσα της δεκαετίας, υπό τις ευλογίες της δεξιάς κυβέρνησης με τις «διακρατικές συμφωνίες».[4] Η οικονομική εισοδηματική πολιτική που ακολουθήθηκε, ιδιαίτερα από τις κυβερνήσεις της δεξιάς, αποσκοπούσε στη συνεχή αφαίρεση δικαιωμάτων των εργαζομένων, με αιχμές την μείωση ή κατάργηση της αποζημίωσης των απολυομένων, την αναστολή του νόμου για τον κρατικό έλεγχο των ομαδικών απολύσεων, την μείωση του επιδόματος ανεργίας και εν γένει την αφαίρεση και εξασθένιση δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, και με ένα μεγάλο μέρος της ηγεσίας της στους τάφους, στις εξορίες και στις φυλακές,[5] η συνδικαλιστική αριστερά και πολλοί συνδικαλιστές σοσιαλιστικής ή φιλελεύθερης κατεύθυνσης που δεν εντάχθηκαν στα συνδικαλιστικά σχήματα του «κρατικού συνδικαλισμού» προσπάθησαν να ανασυνταχθούν προσπαθώντας να κινητοποιήσουν τους εργαζόμενους για την επίλυση των άμεσων και καυτών προβλημάτων και, στο μέτρο του δυνατού, να ασκήσουν άμεση και έμμεση επιρροή στις «επίσημες ηγεσίες». Ο κρατικός συνδικαλισμός από την άλλη δεν αποτελούσε ένα απόλυτα ενιαίο και συμπαγές σύνολο καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που παρίσταναν τους «ηγέτες» της εργατικής τάξης εντελώς ιδιοτελώς[6] και όταν δεν αποδέχονταν την κρατική παρέμβαση για λόγους πολιτικής επιβίωσης -ακόμη κι αυτοί έπρεπε να λογοδοτήσουν στη βάση τους κατά τις συνδικαλιστικές εκλογές, εκτός αν επρόκειτο για τα λεγόμενα «σωματεία-φαντάσματα»[7]- ακολουθούσαν διασπάσεις της ΓΣΕΕ (π.χ. 1954 με τη δημιουργία της «Νέας ΓΣΕΕ»). 

Η αριστερά και οι δημοκρατικοί συνδικαλιστές συγκρότησαν παρατάξεις με κυριότερη το «Δημοκρατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα» (ΔΣΚ) που στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής του διαδρομής ακολούθησε μια γραμμή σχετικής αυτονομίας απέναντι στις κομματικές εκφράσεις (ΕΔΑ, ΕΛΔ-ΣΚΕ, κ.α.) και απέκλεισε το ενδεχόμενο συγκρότησης ξεχωριστής συνομοσπονδίας τύπου προπολεμικής «Ενωτικής ΓΣΕΕ».[8]Έτσι από τη μια το ΔΣΚ λειτουργούσε ως πόλος συσπείρωσης του αποκαλούμενου προοδευτικού συνδικαλισμού και από την άλλη με το να μην θεωρείται ένα είδος αντι-ΓΣΕΕ διευκόλυνε την προσέγγιση είτε με συντηρητικούς και ρεφορμιστές συνδικαλιστές που διαχωρίζονταν από την επίσημη κρατικά ελεγχόμενη ΓΣΕΕ είτε με συνδικαλιστές που προέρχονταν από νέα στρώματα της εργατικής τάξης που δημιουργούνταν λόγω της οικονομικής μεγέθυνσης και της αλλαγής της κοινωνικής μορφολογίας και τα οποία δεν επιθυμούσαν να ταυτιστούν με την παραδοσιακή κομμουνιστική αριστερά.

Αυτή η στρατηγική απέβη προς όφελος της εργατικής τάξης στο βαθμό που από τη μια μπορούσαν οι προοδευτικοί συνδικαλιστές να κινητοποιούν τα δυναμικότερα τμήματά της (οικοδόμοι που η αύξησή τους λόγω της ανοικοδόμησης δεν είχε ακόμη οροφή, αυτοκινητιστές, τραμβαγέρηδες και σιδηροδρομικοί, ηλεκτρισμός, τραπεζοϋπάλληλοι κ.α.) και από την άλλη υπό το φόβο της ανάπτυξης μαζικών κοινωνικών κινημάτων εκτός των ορίων του συστήματος οι κυβερνήσεις τόσο του Κέντρου (ΕΠΕΚ) όσο και της Δεξιάς («Ελληνικός Συναγερμός», ΕΡΕ) φρόντισαν να προβούν σε ορισμένες παραχωρήσεις στο επίπεδο της εργατικής νομοθεσίας ενσωματώνοντας στο ελληνικό δίκαιο διεθνείς συμβάσεις εργασίας.[9] Βέβαια, η εφαρμογή τους στην πράξη δεν ήταν πάντοτε εφικτή καθόσον ότι οι κυβερνήσεις και οι εργοδότες προσπαθούσαν να την αποφεύγουν και εναπόκειτο στην αγωνιστικότητα των εργατικών συνδικάτων.

Οι αγώνες που αναπτύσσονται κυρίως με ευθύνη των ομοσπονδιών και σωματείων που επηρεάζονται ή διοικούνται από αριστερούς,[10] σοσιαλιστές και ανεξάρτητους φιλελεύθερους συνδικαλιστές κλιμακώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας. Ήδη την επαύριον της στρατιωτικό-πολιτικής ήττας της κομμουνιστικής αριστεράς, το 1950, από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Οκτωβρίου εκδηλώθηκαν 79 απεργίες με 163.000 απεργούς. Το 1951 οι απεργίες έγιναν με αίτημα την αποκατάσταση των ημερομισθίων και των μισθών τουλάχιστον στα προπολεμικά επίπεδα. Το 1952 έγιναν 259 απεργίες με 298.673 απεργούς με αιτήματα αύξησης αποδοχών, μείωσης της ανεργίας, και διατήρησης των επικουρικών ταμείων μιας σειράς κλάδων.[11] Το τελευταίο αυτό αίτημα διατηρεί σήμερα αμείωτη την έντασή του καθώς από τότε οι περισσότερες κυβερνήσεις προσπαθούν να τα συγχωνεύσουν και να τα εντάξουν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων –συχνά με μείωση συντάξεων και αύξηση ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση καθώς και με αύξηση των εισφορών των εργαζομένων. Η πρώτη αυτή απόπειρα απέτυχε δείχνοντας ότι επρόκειτο για αίτημα που συνένωνε επίσημη ΓΣΕΕ και ανεπίσημη αριστερή συνδικαλιστική ηγεσία και που η εναντίωση σ’ αυτή την σιωπηρή συμμαχία θα δημιουργούσε μείζονα πολιτικά προβλήματα. Το 1954 η κυβέρνηση Παπάγου προσπάθησε να αφαιρέσει δικαιώματα προστασίας των συνδικαλιστικών στελεχών και να περικόψει τα ανθυγιεινά επιδόματα. Ένα σημαντικό στοιχείο αυτής της χρονιάς είναι η διεκδίκηση των συνδικαλιστών της επίσημης ΓΣΕΕ για καθιέρωση της υποχρεωτικής συνδρομής στα συνδικάτα.[12]Το 1955 η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει καθώς τα προβλήματα οξύνονται και οι εργαζόμενοι αντιδρούν πολύ πιο έντονα και μαζικά. Επίσης απεργούν ολοένα και περισσότεροι κλάδοι, ακόμη και οι θεωρούμενοι ως κοινωνικώς συντηρητικοί, όπως οι καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παράλληλα κινητοποιούνται με 24 και 48ωρες απεργίες οι τροχιοδρομικοί Αθήνας-Πειραιά, οι αρτεργάτες και οι εργαζόμενοι στον ΟΤΕ. Εκτός από τα άμεσα κλαδικά και οικονομικά αιτήματα, σε πολλές περιπτώσεις προβάλλονται θεσμικά αιτήματα αποκατάστασης των συνδικαλιστικών ελευθεριών, εκδημοκρατισμού του συνδικαλιστικού κινήματος, απόσυρση διατάξεων περί υποχρεωτικής συνδικαλιστικής εισφοράς. Το 1955 είναι σημαντικό έτος και από την άποψη των συνεδρίων: 12ο Συνέδριο ΓΣΕΕ (δεν άλλαξαν οι συσχετισμοί), ιδρυτικά συνέδρια του «Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος» και της Ομοσπονδίας Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδας (ΟΤΟΕ). Μπροστά στον κίνδυνο να χάσει η επίσημη ΓΣΕΕ την όποια απήχησή της στους εργαζόμενους προβαίνει σε ορισμένες κινητοποιήσεις και να παρουσιάζει προς τα έξω δημοκρατικότερο προσωπείο. Γι’ αυτό, το 1956 έγιναν πολύ περισσότερες απεργίες (147) στις οποίες συμμετείχαν περισσότεροι εργαζόμενοι (320.000) και από τις απεργίες αυτές 12 ήταν πανελλαδικές και 38 μεγάλης διάρκειας (τροχιοδρομικοί, καπνεργάτες, αρτεργάτες, τυπογράφοι κ.α. Το 1957 μειώνονται οι απεργίες αλλά αυξάνουν οι απεργοί και οι χαμένες ώρες εργασίας. Πολλές απεργίες κηρύσσονται πάλι από την επίσημη ΓΣΕΕ για λόγους γοήτρου.

Σε ορισμένες από αυτές εξελίχθηκαν καταλήψεις εγκαταστάσεων, απεργίες πείνας και άγριες μάχες με τον κατασταλτικό μηχανισμό (μεταλλωρύχοι Λαυρίου, λιγνιτωρύχοι, κλωστοϋφαντουργοί Βέροιας κ.α.). Το 1958 παρατηρείται ύφεση του απεργιακού κύματος καθόσον ότι η επίσημη ΓΣΕΕ εκτίμησε ότι η προεκλογική περίοδος δεν προσφερόταν για αγωνιστικές απεργιακές κινητοποιήσεις που θα έφερναν σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση ΕΡΕ-Καραμανλή. Αντιθέτως, η αντιπολίτευση και κυρίως η ΕΔΑ τις ευνοούσαν προσπαθώντας να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά τους απεργιακούς αγώνες. Η Πρωτομαγιά και άλλες περιπτώσεις όπου μπορούσαν να υπάρξουν κινητοποιήσεις των εργατικών τάξεων και στρωμάτων προσφέρονταν για την προσέλκυση ψηφοφόρων και στελεχών. Η ΕΔΑ κατάφερε να φέρει στην επιφάνεια του εκλογικού προσκήνιου την κοινωνικο-κινηματική διάσταση που είχε πάρει η εργατική δράση και έτσι η αριστερά αναδείχτηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση για πρώτη και τελευταία φορά στην νεοελληνική ιστορία. Αυτή η εξέλιξη επέδρασε θετικά σε δύο επίπεδα. Από τη μια ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση ενός μεγάλου μέρους των εργαζομένων που αντιλαμβάνονταν τη σημασία της κοινωνικό-κινηματικής διάστασης του απεργιακού αγώνα και από την άλλη έσπρωξε ακόμη πιο πολύ την επίσημη ΓΣΕΕ στον «ολισθηρό δρόμο» της αποδοχής αιτημάτων που έθεταν οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής αριστεράς για διεκδίκηση. Η τελευταία χρονιά, όμως, αποδεικνύεται λιγότερο γεμάτη από απεργιακές κινητοποιήσεις μιας και η επίσημη ΓΣΕΕ κηρύσσει λιγότερες απεργίες και συνήθως τις εκτονώνει μέσα σε λίγες ώρες. Οι όποιες μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις έγιναν ήταν αυτές που οργανώνονταν από τις ομοσπονδίες που ελέγχονταν από την αντιπολίτευση (12ήμερη πανελλαδική απεργία της Ομοσπονδίας Πετρελαίου, 48ωρη απεργία πείνας εργαζόμενων στον ΣΕΚ Πειραιά, 48ωρη πανελλαδική απεργία των αρτεργατών-μακαρονοποιών.)




[1] Το 10ο συνέδριο της ΓΣΕΕ συνήλθε τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1950. Το νομικό πλαίσιο που αφορούσε το συνδικαλισμό προέβλεπε πάμπολλες απαγορεύσεις και περιορισμούς μεταξύ των οποίων ήταν η απαγόρευση κυκλοφορίας συνδικαλιστικής ανακοίνωσης χωρίς την έγκριση της  αστυνομίας, οι περιορισμοί στη διαδικασία κήρυξης απεργίας, η πλήρης απαγόρευση απεργιών κ.ο.κ.(Βλ. Λιβιεράτος Δ. 1998, ο.ε.π., σσ. 110-116.) Από την άλλη ήταν σαφές ότι η διοίκηση Μακρή δεν ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει την οποιαδήποτε σπιθαμή χώρου εξουσίας σε όσους αμφισβητούσαν την εξουσία της, ακόμη και εκ των έσω. Έτσι, από τη μια έκοβε και έραβε στα μέτρα της τις καταστατικές διατάξεις και διατηρώντας σωματεία-φαντάσματα από την άλλη βασίλευε.
[2]
Έτος
Αριθμός
ανέργων
Ποσοστό
Ανεργίας
Αριθμός
Μεταναστών
προς εξωτερικό
Εργατικό δυναμικό
Απασχόληση

1950

0,176

5,42

-0,016

3,258

3,082
1
0,180
5,49
-0,013
3,291
3,111
2
0,183
5,53
-0,012
3,326
3,143
3
0,187
5,58
-0,007
3,357
3,170
4
0,190
5,62
-0,021
3,407
3,217
55
0,194
5,66
-0,030
3,452
3,258
6
0,197
5,71
-0,034
3,493
3,295
7
0,201
5,75
-0,023
3,518
3,317
8
0,204
5,79
-0,016
3,547
3,342
9
0,208
5,83
-0,022
3,589
3,381
Πηγή: Tsaliki P. (1991) The Greek Economy: Sources of Growth in the Postwar Era. N.Y.: Praeger Publishers, σελ.72 (επεξεργασία στοιχείων από OECD, Labor Force Statistics, 1971 και 1988).
Αξιόπιστα στοιχεία για την υποαπασχόληση δεν φαίνεται να υπάρχουν λόγω της ιδιομορφίας του ορισμού του όρου αλλά και της αδυναμίας των κρατικών υπηρεσιών να συλλέξουν τέτοια στοιχεία. Περιοριζόμαστε στην πληροφορία περί 1.000.000 υποαπασχολουμένων που μας δίνεται στο Σεφέρης Κ. (1975) Ελληνικό Συνδικαλιστικό Κίνημα (1860-1975), Αθήνα: Εκδ. «Νέο Συνδικαλιστικό Κίνημα» σελ.81.
[3]
Έτος
Συνολικό εθνικό εισόδημα
Γεωργία
Μισθοί και ημερομίσθια Μη-γεωργ.
%συνολικού εισοδήματος
1950
28,982
7,098
10,213
35,2%
1
34,544
8,460
12,173
35,2%
2
35,995
8,816
12,684
35,2%
3
47,265
11,576
16,655
35,2%
4
54,303
15,737
17,625
26,9%
55
62,477
17,838
20,573
32,9%
6
73,088
21,121
24,883
34,0%
7
78,517
22,390
26,025
33,1%
8
80,842
21,145
26,577
32,9%
9
83,790
20,932
28,371
33,9%
60
89,853
20,692
31,406
34,9%
Πηγή: Tsaliki P. (1991) The Greek Economy: Sources of Growth in the Postwar Era. N.Y.: Praeger Publishers σελ. 30. Επεξεργασία ποσοστού Θ.Τ.
[4] Όπως βλέπουμε στον πίνακα της  η μετανάστευση φτάνει στο ύψιστο σημείο το 1956 (34 χιλιάδες Έλληνες πήραν το δρόμο για «τις φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές.») Συνολικά, μεταξύ 1955 και 1974, οι Έλληνες μετανάστες ανήλθαν σε 1.200.000 περίπου ενώ από αυτούς 600,000 κατευθύνθηκαν προς τη Δυτική Γερμανία. Άλλες χώρες υποδοχής ήταν η Γαλλία, η Ολλανδία, η Ελβετία, η Σουηδία, η Κύπρος, η Αυστραλία ακόμη και η Λιβύη. Οι ανειδίκευτοι αυτοί «φιλοξενούμενοι εργάτες» απασχολήθηκαν σε βαριές και ανθυγιεινές θέσεις εργασίας στις οποίες οι ντόπιοι δεν ήθελαν να απασχοληθούν. Βλ. Drounga E. (1998) “Albanians in the Greek Informal Economy”, Journal of Ethnic and Migration Studies, Vol. 24, No.2, σσ. 249-268.
[5] Ακόμη και η μαζική μετανάστευση στέρησε από την ελληνική εργατική τάξη όχι μόνο ηγέτες που είχαν ήδη αναδειχθεί αλλά και από νέους που δεν είχαν τη δυνατότητα να εργασθούν στον ελληνικό χώρο. Η φυσική εξόντωση εκατοντάδων συνδικαλιστών στις μάχες του εμφυλίου αλλά και στις μαζικές εκτελέσεις ήταν ένα ακόμη σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στην έλλειψη αξιόμαχων και αξιόπιστων συνδικαλιστικών στελεχών. Βλ. Σεφεριάδης Σ. (1998) «Διεκδικητικό Κίνημα και Πολιτική: Ο Ελληνικός Συνδικαλισμός πριν τη Δικτατορία (1962-1967)», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχ. 12, Νοέμβριος, σσ. 5-34. Επίσης για τις απώλειες σε συνδικαλιστικό στελεχιακό δυναμικό, βλ.  Βερναρδάκης Χ. και Μαυρής Γ. (1991)  Κόμματα και Κοινωνικές Συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα - Οι προϋποθέσεις της μεταπολίτευσης. Αθήνα: Εκδ. Εξάντας. 
[6] Χρηματοδότηση από Εργατική Εστία, λήψη επικουρικής σύνταξης από το «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Συνδικαλιστών» κ.α. Για όλα αυτά, βλ. Κουκουλές Γ. (1984), ο.ε.π.
[7] Για το ρόλο των «σωματείων-φαντασμάτων» ή «σωματείων-σφραγίδων», βλ. Κουκουλές Γ. (1984) και Κουκουλές Γ. (1995) ο.ε.π.
[8] Η Ενωτική ΓΣΕΕ δημιουργήθηκε από τα συνδικάτα που αποκλείστηκαν από το 4ο συνέδριο της ΓΣΕΕ (Μάιος 1928) λόγω του ότι οι σύνεδροί τους  ήταν κομμουνιστές και η παρουσία τους απειλούσε τους εύθραυστους συσχετισμούς δυνάμεων της τότε πλειοψηφίας της διοίκησης της συνομοσπονδίας (φιλοκυβερνητικοί οπαδοί του Λαϊκού Κόμματος με επικεφαλής τον Ι. Καλομοίρη, σοσιαλιστές με επικεφαλής τον Δ. Στρατή του Ανεξάρτητου Σοσιαλιστικού Κόμματος και σοσιαλιστές της Σοσιαλιστικής Εργατικής Ένωσης του πρώην ηγέτη της Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης). Οι σύνεδροι που ανήκαν στις Ομοσπονδίες Ηλεκτρισμού, Δέρματος, Καπνεργατών, Τύπου, Επισιτισμού και Οικοδομών ίδρυσαν το 5μελές Γραφείο των Αποκλεισμένων Οργανώσεων και το Φεβρουάριο του 1929 συγκάλεσαν το ιδρυτικό συνέδριο της Ενωτικής Γενικής Ομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (η ‘Ενωτική’). Δεν είναι της παρούσης η κρίση για τη δράση της Ενωτικής ΓΣΕ. Πάντως πρέπει να λεχθεί ότι ασκήθηκε έντονη κριτική και αυτοκριτική στους κόλπους της κομμουνιστικής αριστεράς για το «ιστορικό λάθος» της ίδρυσης αντι-ΓΣΕΕ. Βλ. Λιάκος Α. (1993) Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου: Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών. Αθήνα: Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, σσ. 115-153. Για εξιστόρηση των κύριων στιγμών του μεσοπολεμικού αγωνιστικού απεργιακού κινήματος αλλά και των συνεδρίων της ΓΣΕΕ, βλ. Λιβιεράτος Δ. (1976) Το Ελληνικό Εργατικό Κίνημα στην Ελλάδα (1918-1923). Αθήνα: Εκδ. Καρανάση˙ Λιβιεράτος Δ. (1985 Οι Κοινωνικοί Αγώνες στην Ελλάδα (1923-1927), Αθήνα, Εκδ. Κομμούνα˙, Λιβιεράτος Δ. (1987)  Οι Κοινωνικοί Αγώνες στην Ελλάδα (1927-1931), Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις˙ Λιβιεράτος Δ. (1999) Τα Συνέδρια της ΓΣΕΕ, Αθήνα: Εκδ. Προσκήνιο.  
[9] 1951: Κύρωση Σύμβασης 11/1921 για το δικαίωμα οργάνωσης των γεωργικών εργατών, 1953: Κατοχύρωση της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης, 1959: κύρωση  της διεθνούς συλλογικής σύμβασης «περί συνδικαλιστικών ελευθεριών (ΔΣΕ 91/1951). Βλ. Κυριακόπουλος Α. (επιμ.) (1960) Η συνδικαλιστική ελευθερία: Μελέτη του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας. 20όν Δημοσίευμα του Κέντρου Κοινωνικών Σπουδών της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής, Αθήνα: ΑΒΣΠ και Μουδόπουλος Στ. (2001) Κανόνες προστασίας των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, Αθήνα: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα.
[10] Όσοι δεν είχαν εξοριστεί ή φυλακισθεί για τη δράση τους στον εμφύλιο ή για τη συνδικαλιστική δραστηριότητητά τους και όσοι έγιναν αριστεροί στη διάρκεια της εργασιακής τους ζωής λόγω της τριβής τους με τα προβλήματα της καθημερινότητας. Ας μην ξεχνάμε ότι τη δεκαετία αυτή θεσπίστηκαν τα περιβόητα Πιστοποιητικά Κοινωνικών Φρονημάτων με βάση τα οποία αποκλείονταν από κάθε δημόσια υπηρεσία ή οργανισμό οι αριστεροί, οι «συνοδοιπόροι» και οι οικογένειες των αριστερών. Ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα η κατάσταση ήταν δύσκολη για τις προσλήψεις πολιτών αριστερών φρονημάτων. Βλ. Αλιβιζάτος Ν. 1983 Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974). Οψεις της ελληνικής εμπειρίας. Αθήνα: Εκδ. Θεμέλιο. 
[11] «1950. Μετακαλείται από τις ΗΠΑ ο ασφαλιστικολόγος Παόυελ και αναλαμβάνει ‘οργανωτής’ του ΙΚΑ. Μετά από μελέτη του ασφαλιστικού μας συστήματος, προτείνει: 1. Συγχώνευση όλων των ασφαλιστικών ταμείων και δημιουργία ενιαίου ασφαλιστικού φορέα. 2. Διαχείριση των κεφαλαίων των ασφαλιστικών ταμείων από τα ίδια (μέχρι τότε και στη συνέχεια κατετίθεντο υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος άτοκα ή με επιτόκιο 0,5% και, ουσιαστικά, εχαρίζοντο στους βιομηχάνους για…βιομηχανική ανάπτυξη). Ο αείμνηστος Χρ. Αγαλλόπουλος, γενικός διευθυντής ΙΚΑ –ο θεσμός του διοικητή δεν υπήρχε- πρότεινε την ενοποίηση κατ’ ομοειδή επαγγέλματα. Καμία πρόταση δεν γίνεται δεκτή. Ο Πάουελ φεύγει –υπάρχουν και …καλοί Αμερικανοί- και ο δημιουργός του ΙΚΑ Αγαλλόπουλος απολύεται το 1953.» Βλ. Κυριαζής Δ. (1995) «Η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων», Τραπεζικό Βήμα, Περίοδος Δ΄, Αρ. φύλλου 256-257, Νοέμβρης-Δεκέμβρης. Η δυνατότητα δέσμευσης των αποθεματικών των ταμείων δόθηκε με τον νόμο 1611/1950. Επίσης με τον νόμο 1846/51, όλα τα αποθεματικά των τραπεζών ήταν υποχρεωτικά δεσμευμένα στην Τράπεζα της Ελλάδος με επιτόκιο 0% - 4% και δίνονταν ως δάνεια στο κεφαλαίο. Αυτή η ρύθμιση ευθύνεται για το 35% του οικονομικού ελλείμματος των ασφαλιστικών ταμείων. Πάνω από 21 τρισεκ. δρχ χάθηκαν από την αναγκαστική αυτή διαχείριση και μόνο για τα 5 ειδικά ταμεία κύριας σύνταξης (ΕΤΕ, ΑΤΕ, Τρ. Ελλάδος, ΤΑΠΙΛΤ και ΕΤΒΑ) χάθηκαν 980 δισεκ. δρχ.Η μεγαλύτερη πρόκληση όμως είναι, ο δανεισμός των ασφαλιστικών ταμείων από τα κρατικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με επιτόκια που ξεπερνούν το 30%. Βλ. συνέντευξη του τέως προέδρου της ΟΤΟΕ και νυν βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Δ. Κουσελά στο περιοδικό Τα Νέα του ΤΥΠΕΤ που αναδημοσιεύτηκε στο Τραπεζικό Βήμα, Περίοδος Δ΄, Αρ. φύλλου 251, Ιούνης.
[12] Πρόκειται για αίτημα που όταν έγινε αποδεκτό δημιούργησε τεράστια προβλήματα. Δεν αναφερόμαστε στην έννοια του «χρηματισμού» αλλά στην έννοια της εξάρτησης των συνδικάτων από το κράτος και τους εργοδότες για την οικονομική ευρωστία τους. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα που αναφέρονται στην υπερχρηματοδότηση των δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων και στην υποχρηματοδότηση των πρωτοβάθμιων. Βλ. Κοψίνη Χ. (2001) «Συνδικάτα στη σκιά του κράτους», εφ. Καθημερινή, 2.12.2001 http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_389769_02/12/2001_9806

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...