Προηγούμενο https://tsakthan.blogspot.com/2019/01/2_23.html
ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ
Η συλλογική διαπραγμάτευση είναι «διαδικασία
διαπραγμάτευσης μεταξύ εκπροσώπων των εργαζομένων (συνήθως είναι οι
αξιωματούχοι του συνδικάτου) και της διοίκησης για τον καθορισμό των όρων
απασχόλησης. Η συμφωνία που επιτυγχάνεται ενδεχομένως να μην αφορά μόνο τους
μισθούς αλλά και τις πρακτικές προσλήψεων, απολύσεων, προαγωγών, τις συνθήκες
και τα ωράρια εργασίας, καθώς και τα προγράμματα επιδομάτων και παροχών. Η
συλλογική διαπραγμάτευση αναπτύχθηκε στην Αγγλία στα τέλη του 18ου αιώνα.
Συμβάσεις που υπογράφονται μετά από συλλογική διαπραγμάτευση είναι πλέον
κανόνας στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Λιγότερο συχνά χρησιμοποιούνται στις
αναπτυσσόμενες χώρες που διαθέτουν μεγάλα αποθέματα πλεονάζουσας εργασίας. Συλλογικές
διαπραγματεύσεις μπορούν να λάβουν χώρα σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό
επίπεδο ανάλογα με τη διάρθρωση της βιομηχανίας στο πλαίσιο μιας χώρας.»[1]
Σύμφωνα με την θεωρία του Richard Hyman η
απεργία είναι «μια προσωρινή διακοπή της εργασίας από μια ομάδα εργαζομένων που
αποσκοπεί στην έκφραση δυσαρέσκειας ή στην ικανοποίηση αιτημάτων».[2] Αυτό
σημαίνει ότι είναι μια προσωρινή διακοπή συγκεκριμένης εργασίας και όχι
αποχώρηση από τη συγκεκριμένη επιχειρηματική ή διοικητική μονάδα˙ είναι διακοπή
εργασίας που διαφέρει από άλλες μορφές έκφρασης δυσαρέσκειας/διαφωνίας, όπως η
επιβράδυνση της εργασίας, η δουλειά με αυστηρή τήρηση των κανονισμών
(work-to-rule) και η απαγόρευση υπερωριών. Είναι, επίσης, ενέργεια συλλογική
μισθωτών απασχολούμενων και διαφέρει από ενέργειες όπως η αποχή των φοιτητών
από τα μαθήματά τους ή η στάση πληρωμής ενοικίων. Τέλος, μια απεργία είναι
υπολογισμένη πράξη που αποσκοπεί να εκφράσει παράπονα ή να επιβάλει ικανοποίηση
αιτημάτων.[3]
ΜΟΡΦΕΣ
ΑΠΕΡΓΙΑΣ
Υπάρχουν διαφόρων ειδών απεργίες. Ο
πιο κοινός τύπος είναι η απεργία ή η στάση εργασίας (walkout). Οι εργάτες ή δεν
πηγαίνουν στη δουλειά ή φεύγουν από τη δουλειά. Το συνδικάτο οργανώνει μικρές
ομάδες απεργών που περιφρουρούν την απεργία εμποδίζοντας την είσοδο
απεργοσπαστών στους χώρους εργασίας (ομάδες περιφρούρησης, απεργιακές
φρουρές-pickets). Παρόμοια είναι η επιλεκτική ή oι απεργίες- αστραπή. Η μη προβλεψιμότητα είναι ένα μεγάλο
όπλο στα χέρια των εργαζομένων. Στις ΗΠΑ, οι δάσκαλοι της Πενσυλβανίας
χρησιμοποίησαν την επιλεκτική Απεργία για μεγάλο χρονικό [4]διάστημα
το 1991, όταν περπατούσαν ως πικετοφορία τη Δευτέρα και την Τρίτη, εμφανίζονταν για εργασία την Τετάρτη, απεργούσαν πάλι
την Πέμπτη και εμφανίζονταν για εργασία την Παρασκευή και τη Δευτέρα. Στα μέσα
της δεκαετίας 1980-90 στην Ελλάδα οι εργαζόμενοι των τραπεζών απεργούσαν με
πολλές μορφές όπως οι στάσεις εργασίας σε επιλεγμένα υποκαταστήματα σε
διαφορετικές ημέρες.
Μια μορφή κινητοποίηση που δείχνει την
δυσαρέσκεια των εργαζόμενων είναι η «λευκή απεργία». Οι εργαζόμενοι εργάζονται σύμφωνα με το
γράμμα των όρων εργασίας τους, ακολουθώντας τους κανονισμούς ασφαλείας ή άλλους
κανονισμούς έτσι ώστε να δημιουργήσουν κώλυμα στην ομαλή διεξαγωγή των
εργασιών. Έτσι μειώνεται ο κίνδυνος απόλυσης ή άλλης τιμωρίας από την πλευρά
του εργοδότη. Θεωρείται ότι εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία το 1904.[5] Οι
απεργίες απαγορεύτηκαν το 1938 όταν εθνικοποιήθηκαν οι γαλλικές σιδηροδρομικές εταιρείες
και ιδρύθηκε ο ενιαίος φορέας SNCF. Παρ 'όλα αυτά, οι εργαζόμενοι στον τομέα
των σιδηροδρόμων βρήκαν άλλους τρόπους για να εκφράσουν τα παράπονά τους. Ένας
γαλλικός νόμος απαιτεί από τον μηχανικό να εξασφαλίσει την ασφάλεια κάθε
γέφυρας πάνω από την οποία πρέπει να περάσει η αμαξοστοιχία. Εάν μετά από
προσωπική εξέταση εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες, τότε πρέπει να
συμβουλευτούν άλλα μέλη του πληρώματος της αμαξοστοιχίας. Έτσι σε κάθε γέφυρα
γινόταν επιθεωρήσει από κάθε μέλος του πληρώματος και καμία από τις αμαξοστοιχίες δεν έφτανε
εγκαίρως στον προορισμό της. [6]Αντί για μια συμβατική απεργία, η
μαζική «ασθένεια» είναι ένας καλός τρόπος για να απεργούν οι εργαζόμενοι χωρίς
να καταγράφονται ως απεργοί. Η ιδέα
είναι να παγιδεύεται ο χώρος εργασίας καθώς όλοι ή το μεγαλύτερο μέρος των
εργαζομένων δηλώνουν «ασθένεια» την ίδια μέρα ή πολλές μέρες. Σε αντίθεση με
την επίσημη απομάκρυνση από την εργασία, η «ασθένεια» μπορεί να χρησιμοποιηθεί
αποτελεσματικά από μεμονωμένα τμήματα και χώρους εργασίας και μπορεί συχνά να
χρησιμοποιηθεί με επιτυχία ακόμη και χωρίς να υπάρχει επίσημο συνδικάτο.
Πρόκειται για την παραδοσιακή μέθοδο άμεσης δράσης που χρησιμοποιείται από τις
συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων των δημοσίων υπαλλήλων στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες απαγορεύεται
νομικά να απεργούν.
Εναλλακτικές μορφές απεργίας στον
τριτογενή τομέα και στις υπηρεσίες
επινοήσαν οι εργαζόμενοι για να μπορούν να πλήξουν τους εργοδότες χωρίς
επιπτώσεις τόσο για τους ίδιους όσο για πελάτες, καταναλωτές και χρήστες. Το 1968, οι εργαζόμενοι στα λεωφορεία και
τρένα της Λισαβόνας εκτελούσαν τα δρομολόγια δωρεάν για όλους τους επιβάτες ως
διαμαρτυρία για την άρνηση αύξησης των μισθών. Οι εργαζόμενοι με τραμ στην
Αυστραλία έκαναν το ίδιο το 1990.[7]
Στην εποχή της ευελιξίας της εργασίας
και της επισφάλειας της απασχόλησης συχνά τα επισφαλή στρώματα της εργατικής τάξης δεν
έχουν πρόσβαση στην εξουσία και την οργάνωση στο χώρο εργασίας. Η «κοινοτική
απεργία» είναι μια λύση. Ενώ οι παραδοσιακές απεργίες στο χώρο εργασίας
στοχεύουν τους εργοδότες και ασκούν εξουσία με την παρακράτηση εργασίας, οι
κοινοτικές απεργίες επικεντρώνονται στη σφαίρα της αναπαραγωγής, στοχεύουν το
κράτος και διαμορφώνουν εξουσία μέσω ηθικών εκκλήσεων και διαταραχών του
δημόσιου χώρου. Αυτή η στρατηγική είναι ευρέως διαδεδομένη στις τοπικές
διαμαρτυρίες στη Νότιο Αφρική. Οι απασχολούμενοι και οι άνεργοι κάτοικοι
πραγματοποιούν κοινοτικές απεργίες απαιτώντας δημόσιες υπηρεσίες,
καταστρέφοντας δρόμους και περιουσίες και
κάνουν μποϋκοτάζ σε δραστηριότητες όπως η εργασία και το σχολείο. Με
αυτές τις τοπικές εξεγέρσεις, η κοινότητα ήταν τόσο χώρος αγώνα όσο και
συλλογικός/μετατράπηκε σε χώρο συλλογικής δράσης . Αν και οι κοινοτικές
απεργίες επέτρεψαν σε οικονομικά ανασφαλείς ομάδες να κινητοποιηθούν και να
εκφράσουν τα αιτήματα τους, αντιμετώπισαν επίσης σημαντικά όρια,
συμπεριλαμβανομένων των εντάσεων μεταξύ διαδηλωτών και εργαζομένων.[8]
[1] http://unabridged.merriam-webster.com/cgi-bin/encyclopedia?book=encyclopedia&va=collective+bargaining
[3] John I. Griffin (1939) Strikes: A Study in Quantitative Economics
New York, NY: AMS
Press.
[4] Τσακίρης
Θαν. (2006) «Το συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων στις τράπεζες στην Ελλάδα
(1974-1993)», Διδακτορική διατριβή στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο
Αθηνών,
http://efessos.lib.uoa.gr/Applications/disserts.nsf/0/5142D27BA8CD35AFC2257295003A2558/%24File/document.pdf?OpenElement
[5] Στην
Ιταλία είναι γνωστή ως sciopero
bianco, εξ’ ού και το Ελληνικό λευκή απεργία. Στα αγγλικά είναι γνωστή σαν work-to-rule.
[6] Work-to-rule: a guide http://libcom.org/organise/work-to-rule
[7] Good work strike, http://libcom.org/organise/workplace/articles/good-work-strike.php
[8] Paret, M. (2018). «The community strike: From
precarity to militant organizing». International
Journal of Comparative Sociology. https://doi.org/10.1177/0020715218810769
Συνεχίζεται...
Θανάσης Τσακίρης
No comments:
Post a Comment