Ερχόμουν από την Πάτρα την περασμένη Κυριακή το βράδι με το ΚΤΕΛ και άθελά μου έγινα μάρτυρας «ιδιωτικής συζήτησης» δύο νέων στα πίσω από το δικό μου καθίσματα. Προφανώς οι δύο νέοι ανήκαν στην ΠΑΣΠ και τη ΔΑΠ. Ο πρώτος αποκάλεσε το δεύτερο «λαϊκιστή» γιατί η κυβέρνησή του μοίρασε απλόχερα λεφτά στους πυρόπληκτους. Ο άλλος του απάντησε ότι το ΠΑΣΟΚ είναι το «λαϊκίστικο» κόμμα της χώρας γιατί συχνά «δεν σέβεται τους θεσμούς». Πέρα από το να σκεφτεί κανείς ότι «είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα» θα πρέπει να προβληματιστεί για τη διαχρονικότητα της χρήσης του όρου, που στην Ελλάδα κατάντησε να χρησιμοποιείται ως βρισιά. Τι είναι, λοιπόν, αυτός ο «λαϊκισμός» που αντέχει στο χρόνο;
Σύμφωνα με τον Ε. Laclau, η επίκληση του «λαού» και των «λαϊκών παραδόσεων» αποτελεί αντανάκλαση της αντίθεσης ανάμεσα στον εν γένει «Λαό» και στο σύμπλεγμα – συγκρότημα εξουσίας. Συνεπώς, ο «Λαός» εγκαλείται ιδεολογικά ως υποκείμενο που αντιτίθεται προς το κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας. Αν, τονίζει ο Laclau, το κομμάτι εκείνο του συγκροτήματος εξουσίας που επιδιώκει την ανασύνθεση – ανασυγκρότηση των εκμεταλλευτριών τάξεων εγκαλέσει «από τα πάνω» το υποκείμενο «Λαός» σε κινητοποίηση για το σκοπό αυτό, τότε έχουμε να κάνουμε με μια αντιδραστική – λαϊκιστική ιδεολογία που έχει λάβει τη μορφή του φασισμού και του ολοκληρωτισμού. Αντίθετα, αν κομμάτια των εκμεταλλευομένων τάξεων συσπειρώσουν γύρω τους την πλειοψηφία του υποκειμένου «Λαός» με σκοπό την άνοδο στην εξουσία και την υιοθέτηση μέτρων ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων, τότε πρόκειται περί λαϊκισμού προοδευτικού-αριστερού τύπου. Έτσι εδώ περιλαμβάνονται τα πιο ποικιλόμορφα κινήματα, από τα ακροδεξιά αντιδραστικά κινήματα ως τις πλέον ακραίες αριστερίστικες μορφές λαϊκής πάλης και τα πιο διαφορετικά καθεστώτα από τις δεξιές στρατιωτικές δικτατορίες ως τις λαϊκές επαναστάσεις τύπου Σαντινίστας. Η μόνη κοινωνικού χαρακτήρα ανάλυση στην οποία προβαίνει είναι αυτή του διαχωρισμού του φορέα που εγκαλεί το «Λαό» ως υποκείμενο (εκμεταλλεύτριες ή εκμεταλλευόμενες μερίδες τάξεων) και επικεντρώνει τη συζήτηση στα κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά όλων αυτών των κινημάτων: αντι-ελιτισμός και θεοποίηση της αδιαμεσολάβητης σχέσης αρχηγού-λαού.
Η M. Canovan με πιο αναλυτικό τρόπο καθόρισε επτά διαφορετικά είδη λαϊκισμού, τα οποία παρά τις διαφορές που τα χαρακτηρίζουν διαθέτουν και ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: την έκκληση προς το λαό και την αντι-ελιτίστικη κινητοποίηση. Ο διαχωρισμός προσεγγίζει σε ένα ορισμένο βαθμό την κοινωνική σύνθεση αυτών των λαϊκιστικών κινημάτων: α) επαναστατικός λαϊκισμός διανοουμένων, β) αγροτικός λαϊκισμός, γ) ριζοσπαστισμός των farmers-επιχειρηματιών, δ) λαϊκίστικη δημοκρατία, ε) λαϊκίστικη δικτατορία, στ) λαϊκισμός των πολιτικών, ζ) αντιδραστικός λαϊκισμός.
Στην ίδια γενική τάση, ο Α. Λιάκος συμπυκνώνοντας και αυτός τα χαρακτηριστικά του λαϊκισμού ως ιδεολογίας (δυϊσμός της αντίφασης «λαός» εναντίον «συγκροτήματος εξουσίας», αντι-ελιτισμός, αποθέωση του «λαϊκού» και της αδιαμεσολάβητης σχέσης μαζών – αρχηγού, προσπαθεί να μιλήσει ως κοινωνικός ιστορικός, όχι για «το έργο που παίζεται στην κεντρική σκηνή» αλλά, «για την πλατεία και τις διαθέσεις της» και θέτει το ακόλουθο ερώτημα: «Γιατί ένα μέρος του πληθυσμού – ποιο είναι αυτό και κάτω από ποιες συνθήκες – αποδέχεται τη λαϊκίστικη πολιτική, ποιες προσδοκίες εκφράζει σ’ αυτήν, ποια είναι η σχέση ανάμεσα στη γλώσσα του λαϊκισμού και στη δική του αντίληψη για την πολιτική, στις μνήμες και στις αξίες του, στους εκφραστικούς του τρόπους».Τίθεται κατ’ αρχήν, το ζήτημα της αντίθεσης ανάμεσα στην «ηθική οικονομία» και στην «πολιτική οικονομία», δηλαδή ανάμεσα στην προ-καπιταλιστική και στην καπιταλιστική οικονομία. Σύμφωνα με τη διαχωριστική γραμμή του Άγγλου μαρξιστή ιστορικού E.P. Thompson που χρησιμοποιεί τον όρο «ηθική οικονομία» για να περιγράψει «ένα σύνολο κανόνων και αμοιβαίων υποχρεώσεων, το περιεχόμενο των οποίων καθοριζόταν εθιμικά». Ενώ «στην οικονομία της αγοράς η διαμάχη περιστρεφόταν γύρω από τους μισθούς, στην ηθική οικονομία αφορούσε τις τιμές. Στην πρώτη πεδίο διαμάχης ήταν το εργοστάσιο. Στη δεύτερη η αγορά. Στο εργοστάσιο οι αντίπαλοι ορίζονταν με ταξικές αναφορές (συνδικάτα-εργοδότες). Στην αγορά η αντιπαράθεση αφορούσε το πλήθος και την εξουσία. Αιτήματα: κατάργηση των μεσαζόντων, έλεγχος και επιτήρηση της αγοράς, προστασία των αγοραστών από την αισχροκέρδεια. Τα αιτήματα αυτά όμως, ακόμα και όταν το πλήθος τα επέβαλλε με άμεση δράση, απηχούσαν το πρότυπο ελέγχου της αγοράς και προστασίας των φτωχών από μια πατερναλιστική εξουσία. Το πρότυπο αυτό ήταν περισσότερο ιδεώδες παρά πραγματικό. Ιδεώδες που αναβίωνε συμβολικά σε περιόδους σιτοδείας ή άλλης μορφής κρίσεων». Συνεπώς, το πρώτο ζήτημα είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στις προσκολλημένες στην «ηθική οικονομία» και στον «κρατικό πατερναλισμό» λαϊκές τάξεις και στην προσχώρηση της κρατικής εξουσίας στη λογική της ελεύθερης οικονομίας του καπιταλισμού. Αυτή η αντίθεση καθορίζει το πρώτο χαρακτηριστικό του λαϊκισμού: την «πληβειακή κουλτούρα» που αντιδιαστέλλεται τόσο προς τη «λαϊκή κουλτούρα» όσο και προς την «ταξική – εργατική κουλτούρα». Με την πρώτη διαφοροποιείται στο βαθμό που «παράγεται στο σημείο σύγκρουσης» με τη νέα πραγματικότητα της κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων. Διατηρεί τη συμβολική γλώσσα και την αφήγηση ως γνωστικό τρόπο και μέσο μετάδοσης αξιών, αλλά σε σύγκρουση με τη ρασιοναλιστική επιχειρηματολογία και με τους νέους τρόπους επικοινωνίας που επιβάλλει ο αστικός δημόσιος χώρος». Με την ταξική κουλτούρα διαφέρει στο βαθμό που αντιπαραθέτει κάθετα τους ανθρώπους και όχι οριζόντια (εργάτες – εργοδότες), αλλά κατά επάγγελμα, τόπο καταγωγής κλπ. Η «πληβειακή κουλτούρα», κατά συνέπεια, έρχεται σε σύγκρουση τόσο με τον αστικό εκσυγχρονισμό όσο και με τα κινήματα κοινωνικής ανατροπής, στηριζόμενη στο εθιμικό και αρχαϊκό δίκαιο για να διεκδικήσει τη νομιμότητα των αιτημάτων της. Είναι μια κουλτούρα καθαρά συντηρητική που «αποτελείται από μια επιλογή στοιχείων που ανήκουν στην κυριαρχούσα ρητορεία». Μέχρι τώρα η ανάλυση θεωρεί ως δεδομένο ότι οι κοινωνίες στις οποίες εμφανίζονται «λαϊκιστικά κινήματα», με τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν, είναι κοινωνίες που βρίσκονται σε μεταβατικά στάδια ανάπτυξης. Ο Α. Λιάκος θεωρεί ότι συνεχώς εμφανίζονται λαϊκιστικά κινήματα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας και της Ιταλίας κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου πριν από την άνοδο στην εξουσία του ναζιστικού και του φασιστικού κόμματος καθώς και στην περίπτωση του ισχυρού αγροτο-εργατικού κινήματος στις Η.Π.Α. κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα Στην πρώτη περίπτωση τα ταξικά αιτήματα είτε παραμερίστηκαν είτε συγχωνεύτηκαν με τα γενικότερα λαϊκά αιτήματα, όπως τα αντιλαμβάνονταν οι ναζιστές και οι φασίστες, στη δε δεύτερη περίπτωση ο λαϊκίστικος λόγος συμπορεύτηκε, αλλά και συγκρούστηκε, με τον ταξικό λόγο των εργατικών συνδικάτων. Όσον αφορά τη συγκυρία κατά την οποία το λαϊκιστικό φαινόμενο κάνει ιδιαίτερα έντονη και ασφυκτική την παρουσία του διαχεόμενο στο σύνολο του κοινωνικού σώματος, ο E.P. Thompson επισημαίνει ότι η ηθική αντίληψη περί κοινωνίας αναβιώνει και επανέρχεται στο προσκήνιο όταν το κοινωνικό σώμα αισθάνεται πως κινδυνεύει. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις του πολέμου και των φυσικών καταστροφών που διακόπτουν την κανονική λειτουργία της αγοράς και του μηχανισμού των τιμών. Οι καταστάσεις πληθωρισμού, ανεργίας, πανικού και κρίσης ευνοούν την ανάπτυξη της ηθικής αντίληψης περί κοινωνίας με όλα τα επακόλουθα.
Μια άλλη διάσταση του λαϊκιστικού φαινομένου τονίζεται από την πλευρά της πολιτικής ψυχολογίας. Ο Θ. Λίποβατς τονίζει την «αίσθηση της πραγματικότητας» που αποκτούν οι άνθρωποι είτε ως άτομα είτε ως κοινωνία. Αυτή δεν υπάρχει ποτέ ως τέτοια παρά μόνο μέσω ορισμένων διαμεσολαβήσεων, συμβολικού ή φαντασιακού τύπου. Στην περίπτωση του λαϊκισμού έχουμε να κάνουμε με την υπερίσχυση του φαντασιακού τύπου διαμεσολάβησης, σε βάρος του συμβολικού τύπου, που δομεί κατ’ αυτόν τον τρόπο στα μεν άτομα τις φαντασιώσεις, στα δε κοινωνικά σύνολα τις ιδεολογίες, τους μύθους, τις εκλογικεύσεις των ιδιαίτερων συμφερόντων τους. Όταν, λοιπόν, κυριαρχεί η φαντασιακή διάσταση, ουσιαστικά κυριαρχεί η πλευρά της αναξιοπιστίας του Λόγου. Στις κοινωνίες αυτές δεν έχει προϋπάρξει η επανάσταση των ατόμων και η διαφοροποίησή τους από τη φαντασιακή ταύτιση με τα «διάφορα σοβινιστικά, μισαλλόδοξα, συντεχνιακά ή λαϊκιστικά συμφέροντα». Θεωρεί τα παραπάνω χαρακτηριστικά ως τις πηγές της τόσο του πελατειακού συστήματος όσο και του λαϊκισμού-κοινοτισμού που αποκαλεί «υστερία των μαζών». Αυτή η ατελής (κοινωνική και ψυχική) διαφοροποίηση οδηγεί στο λαϊκισμό σε όλες του τις εκφάνσεις: αριστερός ή δεξιός λαϊκισμός, μικροαστικός ή εργατικός λαϊκισμός, θρησκευτικός ή εγκόσμιος. Τέλος, για να είναι αποτελεσματική η οποιαδήποτε λαϊκιστική κινητοποίηση των μαζών απαιτούνται:
α) οργανωτικό σχήμα αδιαμεσολάβητης εξάρτησης των οπαδών από τον αρχηγό,
β) ιδιαίτερος Λόγος και Σύμβολα, εκφράσεις και φορείς ιδεολογίας του σχήματος,
γ) διανοούμενοι για παραγωγή και διάδοση του λαϊκίστικου λόγου,
δ) η κοινωνική κατάσταση να είναι τόσο ασταθής όσο και των ατόμων της κοινωνίας, ώστε ένα τέτοιο σχήμα να την εκμεταλλευτεί για να πετύχει.
Συνήθως τέτοιες κοινωνίες βρίσκονται είτε στη μεταβατική κατάσταση είτε σε φάση βιώματος «παρακμής» και ανάλογων συναισθημάτων.
Μια διαφορετική προσέγγιση του λαϊκιστικού φαινομένου είναι αυτή που επιχείρησε ο Ν. Μουζέλης, σύμφωνα με τον οποίο, οι ορισμοί των Laclau και Canovan περιορίζονται στο επίπεδο της ιδεολογίας και δεν λαμβάνουν υπόψη «τις οργανωτικές δομές τέτοιων κινημάτων και ιδιαίτερα τον τύπο της εξουσιαστικής σχέσης που υπάρχει μεταξύ αρχηγών και οπαδών». Η ιδιαιτερότητα των λαϊκιστικών κινημάτων έγκειται στο ότι τα ενδιάμεσα διοικητικά τους όργανα δεν αντλούν νομιμοποίηση και εξουσία από τις καταστατικές γραφειοκρατικές δομές ή τις αυτόνομες τοπικές βάσεις αλλά από τον ίδιο τον πολιτικό αρχηγό του κινήματος, ο οποίος, σε περίπτωση σύγκρουσης με τα ενδιάμεσα όργανα, είναι σε θέση να επιβάλλει την άποψή του «εν ονόματι του Λαού». Πρόκειται, συνεπώς, για μια μορφή ένταξης των μαζών στην πολιτική, που διαφοροποιείται τόσο από τον πελατειακό τρόπο ένταξης όσο και από τον γραφειοκρατικό (π.χ. πολιτικά συστήματα Δυτικής Ευρώπης) τρόπο ένταξης. Και οι τρεις προαναφερθέντες τρόποι ένταξης των μαζών στην πολιτική σχετίζονται με τους τρόπους μετάβασης σ’ αυτό που ο Ν. Μουζέλης αποκαλεί «μετα-ολιγαρχική πολιτική». Ας επιχειρήσουμε μια σύντομη περιγραφή των τριών τρόπων μετάβασης που προτείνει. Ξεκινά από την εκτίμηση της ύπαρξης μιας φάσης «ολιγαρχικού κοινοβουλευτισμού», δηλαδή ενός συστήματος κυριαρχίας των προνομιούχων οικογενειών που διατηρεί τα τυπικά γνωρίσματα του φιλελευθερισμού με παράλληλο νομικό ή πολιτικό χειραγωγητικό τρόπο αποκλεισμού των μαζών από την πολιτική. Τα «πολιτικά κόμματα» της εποχής ήταν χαλαρές «πολιτικές λέσχες» με μέλη τους προύχοντες. Στη Δυτική Ευρώπη αυτό το σύστημα υπερκεράστηκε ήδη κατά το 19ο αιώνα από τη δημιουργηθείσα «κοινωνία πολιτών» μέσα σε μία ανεπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία με ισχυρά εργατικά συνδικάτα και εργατικά πολιτικά κόμματα αλλά και με ισχυρές οργανώσεις συμφερόντων είτε των ανωτέρων είτε των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων. Οι οργανώσεις αυτές με τις θέσεις τους και τη δράση τους βάζουν περιορισμό στην παρέμβαση του κράτους στην κοινωνία. Οι εργατικές ταξικές οργανώσεις δρουν και εντάσσονται στην πολιτική κυρίως κατά τρόπο οριζόντιο και αυτόνομα, ενώ στις χώρες της «καπιταλιστικής ημιπεριφέρειας» με κάθετο τρόπο. Ο οριζόντιος τρόπος ένταξης των μαζών στην πολιτική ονομάστηκε από τον Μουζέλη «ενσωματωτικός» σε αντίθεση με τον τρόπο ένταξης των μαζών στις χώρες της ημιπεριφέρειας που τον ονομάζει «συσσωματωτικό». Εκεί δημιουργήθηκαν ιστορικά αδύναμες «κοινωνίες πολιτών» όπου το κράτος παρεμβαίνει εντονότερα στην κοινωνία, καθορίζει τον τρόπο οργάνωσης και ένταξης των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων επιβάλλοντάς τους την πολιτική του κηδεμονία. Ταυτόχρονα οι οργανώσεις αυτές έχουν να αντιμετωπίσουν ηγέτες «που αποπειρώνται να υπονομεύσουν ή να παρακάμψουν τις οργανωτικές δομές σε μια προσπάθεια κινητοποίησης και καθοδήγησης των μαζών με «δημοψηφισματικό, πατερναλιστικό τρόπο».
Ο τρόπος ένταξης των μαζών στις κοινωνίες της ημιπεριφέρειας στα πλαίσια μιας «συσσωματωτικής» αντίληψης είναι τα «πελατειακά δίκτυα» που αποτελούν τη χαρακτηριστικότερη μορφή κάθετης οργάνωσης στα πλαίσια του πολιτικού συστήματος. Παρεμποδίζεται, έτσι, η αυτόνομη ταξική οργάνωση, διαιωνίζεται το οικονομικό-κοινωνικό σύστημα στο βαθμό που εξατομικεύονται τα μέλη μιας τάξης στη σχέση τους με τον πάτρωνα και δεν παρεμβαίνουν συλλογικά στο πολιτικό γίγνεσθαι συγκροτημένα σε τάξη για τον εαυτό της. Ο Μουζέλης παρατηρεί ότι η εκσυγχρονιστική αστική πολιτική δεν αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για την εξάλειψη των πελατειακών δικτύων στο μέτρο που τα φαινόμενα, έστω και σε μειωμένο βαθμό, κάνουν αισθητή την παρουσία τους και σε ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη. Τα πελατειακά δίκτυα απλώς τροποποιούνται: από τον τοπικό βουλευτή η πελατειακή σχέση και η διαχείρισή της περνά στα χέρια της κομματικής οργάνωσης. Άλλος ένας κλασικός τρόπος ένταξης των μαζών στην πολιτική είναι ο λαϊκισμός. Πρόκειται για φαινόμενο που παρατηρείται στις χώρες της καπιταλιστικής ημιπεριφέρειας όπου η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη και η μεταφορά του κέντρου βάρους από την αγροτική στη βιομηχανική παραγωγή δημιουργούν κοινωνικο-πολιτικές εντάσεις που τα υφιστάμενα πελατειακά δίκτυα αδυνατούν να απορροφήσουν και να αφομοιώσουν. Από την άλλη μεριά, δεν υπάρχουν αυτόνομες λαϊκές οργανώσεις για να προσφέρουν στις κατώτερες λαϊκές τάξεις το όραμα, την οργάνωση και την ιδεολογική συγκρότηση, όπως τα εργατικά συνδικάτα και τα εργατικά πολιτικά κόμματα που υφίστανται στην αναπτυγμένη καπιταλιστική Δυτική Ευρώπη. Τι επιτυγχάνεται με τη λαϊκιστική κινητοποίηση; Ο Μουζέλης θεωρεί ότι με τη λαϊκιστική κινητοποίηση των μαζών σπάει το σύστημα του ολιγαρχικού κοινοβουλευτισμού και επιτυγχάνεται «η είσοδος νέων ανδρών στο παιχνίδι της εξουσίας, η μετάβαση από τις πολιτικές λέσχες προυχόντων σε πιο καλά οργανωμένα και συγκεντρωτικά κόμματα, η εφαρμογή σειράς μεταρρυθμίσεων στους τομείς της εργατικής νομοθεσίας, της παιδείας κλπ.». Τέλος, επισημαίνοντας τις διαφορές των δύο διαφορετικών τρόπων ένταξης των μαζών στην πολιτική, δηλαδή των πελατειακών δικτύων και του λαϊκισμού, θεωρεί ότι βασική διαφορά είναι το γεγονός ότι στην μεν πρώτη περίπτωση το καινούργιο πολιτικό προσωπικό του συστήματος απλώς αντικαθιστά μέσω της κινητοποίησης των δικτύων τους την προηγούμενη πολιτική ηγεσία, στη δε δεύτερη η λαϊκιστική κινητοποίηση, παρόλο που δεν στοχεύει στην αλλαγή των σχέσεων παραγωγής παρά μόνο των σχέσεων κυριαρχίας, εν τούτοις απελευθερώνουν μερικές φορές το δυναμισμό των μαζών και έτσι τα αποτελέσματα της κινητοποίησης έχουν ριζοσπαστικό χαρακτήρα. Η ανάλυση του Μουζέλη εντάσσεται έτσι σε ένα «λειτουργιστικό» τρόπο σκέψης, με την έννοια ότι περιγράφει τις λειτουργικές ανάγκες που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της μετάβασης από την ολιγαρχική κοινοβουλευτικό σε ένα «μεταολιγαρχικό» πολιτικό σύστημα. Δεν δίνει έτσι τη διάσταση της αποδοχής από τις μάζες του λαϊκιστικού πολιτικού λεξιλογίου, της λαϊκιστικής «ιδεολογίας» και κινητοποίησης. Η θεωρία του ανάγοντας σε κύριο και καθοριστικό παράγοντα τον τρόπο οργάνωσης του λαϊκιστικού φορέα αφήνει εκτός του πεδίου ανάλυσης άλλους παράγοντες που σχετίζονται με τις συγκεκριμένες κάθε φορά υλικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες.
Στα πλαίσια του σχετικού διαλόγου για το λαϊκισμό, ο Μ. Σπουρδαλάκης συνεισφέρει με την κατάθεση της άποψής του στην προσπάθεια συγκεκριμενοποίησης της συγκρότησης του λαϊκισμού, της υλικής / ιστορικής υπόστασής του, των ιδιαιτεροτήτων και των αντιφάσεών του και, κατά συνέπεια, των παραμέτρων ανατροπής του. Προτείνει την ανάλυση των κύριων χαρακτηριστικών του πολιτικού λόγου που συγκροτεί ιστορικά το λαϊκιστικό κίνημα στα πλαίσια του δεδομένου κάθε φορά κοινωνικού σχηματισμού. Θεωρεί ως πολιτικό λόγο «το σύνολο των σιωπηρών, κατηγορηματικών ή συμβολικών πρακτικών και λόγων που συνθέτουν τις παραμέτρους κάθε ανθρώπινης / κοινωνικής σχέσης». Εντοπίζοντας το ειδοποιό εκείνο στοιχείο που χαρακτηρίζει τον πολιτικό λόγο του λαϊκισμού διακρίνοντάς τον από τον πολιτικό λόγο άλλων κοινωνικών σχηματισμών μπορούμε πληρέστερα και σαφέστερα να τον κατανοήσουμε. Μελετώντας την ελληνική περίπτωση, ο συγγραφέας εντοπίζει ως κύριο χαρακτηριστικό του πολιτικού λόγου την «υπερ-πολιτικοποίηση» που είναι ουσιαστικά «α-πολιτική». Αυτή η κατάσταση έχει ως χαρακτηριστικά της στοιχεία την έλλειψη άμεσης σύνδεσης των πολιτικών πρακτικών και της πολιτικής ρητορείας καθώς και την απουσίας πολιτικού διαλόγου. Η πρώτη συνθήκη οδηγεί στην εγωιστική, ατομικιστική και βολονταριστική κατάτμηση και στην επικράτηση ενός γενικόλογου μανιχαϊστικού λόγου του τύπου «εμείς – εσείς», «λαός εναντίον μονοπωλίων», «καλοί Έλληνες – κακοί ξένοι» και πάει λέγοντας. Ως αποτέλεσμα, δυσκολεύεται πολύ οποιαδήποτε ανάπτυξη διαλόγου, έκφρασης κοινωνικών διαφορών και αντιπαραθέσεων που θεωρούνται «προϋπόθεση ουσιαστικής πολιτικοποίησης κάθε κοινωνικής σχέσης». Ο συντεχνιασμός, ο άκρατος επιθετικός ατομικισμός και η αποστροφή εναντίον κάθε μορφής σχεδιασμού και συστηματικής οργάνωσης αποτελούν συνέπειες της πρακτικής εφαρμογής αυτής της λογικής.
[1] Laclau E. (1977) Politics and Ideology in Marxist theory: Capitalism, fascism, populism. London: Verso [Laclau, E. 1983. Πολιτική και Ιδεολογία στη Μαρξιστική Θεωρία. Αθήνα: Σύγχρονα Θέματα]
[1] Canovan M. (1981) Populism. New York, NY: Harcourt Brace Jovanovich.
[1] Λιάκος Α. (1989) «Περί λαϊκισμού», περ. Τα Ιστορικά, Τόμος 6, Τεύχος 10 Ιούνιος.
[1] Thompson E. P., (1963) The Making of the English Working Class. London: Penguin.
[1] Βλ Λίποβατς Θ. (1989) «Ο λαϊκισμός: μια ανάλυση από τη σκοπιά της πολιτικής ψυχολογίας» στο Μουζέλης Ν., Λιποβατς Θ. και Σπουρδαλάκης Μ. , Λαϊκισμός και πολιτική. Αθήνα: Εκδ. Γνώση.
[1]Κουκουράκης Γ. (2005) «Ο ΛΑ.Ο.Σ. και ο χώρος της άκρας δεξιάς στο ελληνικό πολιτικό σύστημα» και Πανταζόπουλος Α. (2005) «Ο λαϊκισμός της δεξιάς. Το φαινόμενο της αποχής, η Νέα Δημοκρατία και το ΛΑ.Ο.Σ. πριν και μετά τις Ευρωεκλογές» στο Βερναρδάκης Χ. (επιμ.) Η Κοινή Γνώμη στην Ελλάδα 2004: Εκλογές - Κόμματα, Κοινωνικές Εκπροσωπήσεις, Χώρος και Κοινωνία. Αθήνα: Εκδ. Σαββάλα.
Θανάσης Τσακίρης
No comments:
Post a Comment