Max Weber
Σε αντίθεση με τον Μαρξ ο Βέμπερ δεν πρόβαλε κάποιο
θεωρητικό ή πολιτικό δόγμα αλλά εργάστηκε γύρω από ορισμένες βασικές ιδέες και
έννοιες χωρίς να τις συγκροτεί σε ένα ενιαίο συνεκτικό σύνολο και σε ένα πλήρες
θεωρητικό σύστημα. Παρ’ όλο που άσκησε σημαντική επιρροή σε πολιτικές
προσωπικότητες και ακαδημαϊκά ακροατήρια δεν δημιούργησε ούτε δημιουργήθηκε από
άλλους πολιτικό ή θεωρητικό κίνημα που να ονομαστεί «Βεμπερισμός», όπως το
αντίστοιχο του Μαρξισμού.[1] Ο Βέμπερ έγραψε και
δημιούργησε μέσα στο ευρωπαϊκό κι ιδιαίτερα στο γερμανικό πνευματικό πλαίσιο,
που οριζόταν από την ενοποίηση της Γερμανίας και τη διακυβέρνησή της υπό τον
Βίσμαρκ, την αδύναμη και αργοπορημένη πρώτη εκβιομηχάνιση της χώρας πριν από
τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την αναζήτηση ενός αυτοκρατορικού ρόλου στην Κεντρική
και την Ανατολική Ευρώπη, την ήττα της Γερμανίας από τις αντίπαλες μεγάλες
δυνάμεις, τη εξέγερση και καταστολή των Σπαρτακιστών κομμουνιστών από τη
Σοσιαλδημοκρατία, την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Το πλαίσιο
οριζόταν επίσης από την ιδιαίτερη θέση που κατείχε στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία και
κουλτούρα η γερμανική διανόηση.
Η μεθοδολογία των κοινωνικών επιστημών
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η γερμανική
διανοητική παράδοση χαρακτηριζόταν από την έμφαση που έδινε στον πνευματικό
κόσμο και την απέχθεια που έδειχνε για τον υλικό κόσμο. Επίσης έδειχνε
ιδιαίτερη κλίση προς τη θρησκευτικότητα, το συναίσθημα το θεωρούσε ανώτερο από
τη λογική και την αίσθηση της κοινότητας ως σημαντικότερη της τεχνολογικής
αλλαγής. Εκτιμούσαν ιδιαίτερα τη διαμαρτυρία και την κινητοποίηση εναντίον του
καπιταλισμού που τον θεωρούσαν την αιτία της απανθρωποποίησης που επέφερε η
ορθολογική κοινωνία. Ο Βέμπερ, σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, προσπαθούσε να συμβιβάσει
και να συνθέσει εντελώς ασύμβατες έννοιες και ιδέες, όπως ο ιδεαλισμός και η
επιστημονική μέθοδος, η πολιτική στράτευση και η αντικειμενικότητα, η
δημοκρατία και η γραφειοκρατία, το υλικό συμφέρον και το θρησκευτικό
συναίσθημα, ο ατομικισμός και η συγκροτημένη κοινωνική δράση. Σ’ ένα τόμο με
τίτλο «Η μεθοδολογία των κοινωνικών επιστημών» συγκεντρώθηκαν τρία κείμενά του
που γράφτηκαν ως παρεμβάσεις στη μεγάλη θεωρητική διαμάχη του τελευταίου
τετάρτου του 19ου αιώνα στη Γερμανία μεταξύ ιδεαλισμού και
θετικισμού.
Ήδη από τη ν εποχή (18ος αιώνας) του μεγάλου
ιδεαλιστή φιλοσόφου Ιμμάνουελ Καντ, σοβούσε η ρήξη μεταξύ του κόσμου των
ανθρώπων και του κόσμου της φύσης. Αυτή η ρήξη ουσιαστικά επικρατεί και μεταξύ
των ανθρωπιστικών – κοινωνικών επιστημών και των φυσικών επιστημών Κατά την
κυρίαρχη γερμανική αντίληψη , οι άνθρωποι είναι ενεργά υποκείμενα που δρουν
ελεύθερα και επιδιώκουν ορισμένους σκοπούς. Επομένως, επειδή το στοιχείο του
απρόβλεπτου/απρόοπτου είναι πάντοτε στοιχείο του ανθρώπινου παράγοντα, οι
μέθοδοι των κοινωνικών επιστημών δεν είναι δυνατό να είναι «νομοθετικές»,
δηλαδή αναλυτικές και γενικευτικές όπως αυτές των φυσικών επιστημών (natural ή exact sciences) που διατυπώνουν
απόλυτους και σιδερένιους νόμους και προβλέπουν τα πάντα με ακριβή τρόπο. Άρα,
οι κοινωνικές επιστήμες πρέπει να είναι «ιδιογραφικές», δηλαδή μερικευτικές και
όχι γενικευτικές. Οι επιστήμονες του κλάδου πρέπει να προσπαθούν να κατανοούν
τους δρώντες ανθρώπους και τα ιστορικά κοινωνικά γεγονότα. Έτσι η κατανόηση
των ανθρωπίνων δράσεων και των ιστορικών γεγονότων μπορεί να επιτευχθεί αν τα
τοποθετούμε προς μελέτη πάντοτε στο συγκεκριμένο χρονοχώρο. Αυτό σημαίνει ότι
οι ενέργειες και τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στη Γερμανία μπορούν να
κατανοηθούν μόνο στο ιδιαίτερο πλαίσιο της Γερμανίας της δεδομένης εποχής και
όχι με την εφαρμογή σιδερένιων γενικευτικών νόμων. Όπως θα διαπιστώσουμε ο Βέμπερ προέβη σε
μερικές ρήξεις με αυτό το πλαίσιο στο οποίο ήταν ενταγμένος. Τέσσερις
παράγοντες διαμόρφωσαν την προσέγγιση του Βέμπερ για την κοινωνία και τη μελέτη
της. Πρώτα απ’ όλα, σχετικά με την κοινωνιολογία ως επιστήμη, ο Βέμπερ
ενδιαφερόταν σφόδρα για την καθιέρωση της κοινωνιολογίας ως μιας
«αντικειμενικής κοινωνικής επιστήμης». Αντιστεκόταν σθεναρά στην μετατροπή της
αίθουσας διδασκαλίας σε χώρο κομματικής
ζύμωσης και στις προσπάθειες εμφύτευσης μονόπλευρων ιδεολογικο-πολιτικών
στρατεύσεων στο αντικείμενο της κοινωνιολογίας. Κατά δεύτερον, τον απασχόλησε
το θέμα της διάστασης αντικειμενικότητας και υποκειμενικότητας. Αναγνωρίζει
ότι δεν είναι δυνατό να μάθουμε τα πάντα για την ιστορική εξέλιξη και ανάπτυξη
των κοινωνιών, παρά μόνο ορισμένες
σημαντικές όψεις τους τις οποίες μπορούμε να μελετήσουμε. Επομένως, η γνώση μας
είναι πάντοτε μερική και ατελής. Η ιστορία αποτελείται από μια ατέλειωτη σειρά
αιτιακών συνεπαγωγών μεταξύ αιτίων και αιτιατών. Έτσι, πρέπει να επιλέγουμε
μόνο τους παράγοντες που μπορούν να ικανοποιήσουν τα κριτήριά μας περί
σημαντικότητας για να τους αναδείξουμε σε αιτιακούς παράγοντες του κοινωνικού
γεγονότος που εξετάζουμε. Αυτή η μεθοδολογική επιλογή έχει ορισμένες συνέπειες.
Περιορίζεται, κατά κάποιο τρόπο, ο ρόλος της κοινωνιολογική θεωρίας στην
ανάγνωση και ερμηνεία της πραγματικότητας. Μπορεί να «βάλει σε τάξη» μόνο
ορισμένα στοιχεία της και όχι το σύνολό τους. Κατά τον Βέμπερ, οι θεωρίες που
διατείνονται πως εξηγούν και ερμηνεύουν τα πάντα δεν είναι τίποτε άλλο παρά
θεολογίες ή πολιτικο-ιδεολογικά δόγματα. Μόνο με την εμπειρική προσέγγιση
στην κοινωνιολογική έρευνα υπάρχει η δυνατότητα μερικών θεωρητικών κατασκευών
μιας και κάθε θεωρία περνά από διάφορα στάδια αμφισβήτησης και διόρθωσης. Η
αντικειμενικότητα δεν θα είναι ποτέ πλήρως εφικτή παρά μόνο σε ένα ορισμένο
βαθμό. Εκτός αυτού, η επιλογή των παραγόντων που διαμορφώνουν την
πραγματικότητα και που πρέπει να μελετηθούν εναπόκειται στον ίδιο τον
κοινωνιολόγο ερευνητή. Δηλαδή, το ερευνητικό ερώτημα καθορίζεται με βάση τις αξίες
του ερευνητή.
Ανθρώπινη δράση
Ο Βέμπερ, με τη λογική αυτή, απορρίπτει τη «νομοθετική»
άποψη περί μεθόδου που προσπαθεί να εφαρμόσει μεθόδους έρευνας των φυσικών στις
κοινωνικές επιστήμες. Αντιτίθεται όμως και στην ιδεογραφική παράδοση που
κυριαρχούσε στη Γερμανία. Ο Βέμπερ δέχεται ότι οι κοινωνικές επιστήμες
χρειάζονται μια ειδική προσέγγιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς αλλά και
διαχωρισμό κοινωνικών γεγονότων/δεδομένων από τις αξίες του ερευνητή που
αντανακλάται στη διάκριση ανθρώπινης βούλησης και ανθρώπινης γνώσης.
Δηλαδή, το άτομο που διαθέτει ελεύθερη θέληση επιλέγει αυτό τους στόχους του
τους οποίους θέλει να επιτύχει, ενώ η κοινωνική επιστήμη δεν μπορεί να εκ των
προτέρων να προσδιορίσει ποιοι θα είναι αυτοί οι στόχοι. Αυτό σημαίνει ότι η
μοναδικότητα των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών συνίσταται στην
επιδίωξη των ανθρωπίνων στόχων με ποικιλία μέσων.Σύμφωνα με τον Max Weber, η λέξη «δράση» εκφράζει «κάθε ανθρώπινη
συμπεριφορά όταν και στο μέτρο που το δρων άτομο της προσδίδει μια υποκειμενική
σημασία»˙ αυτή η «δράση» (ανοιχτή, εσωτερική, υποκειμενική, θετική παρέμβαση ή
αποχή-αδράνεια) είναι κοινωνική «στο μέτρο που το δρων άτομο (ή άτομα) λαμβάνει
υπόψη τη συμπεριφορά των άλλων και, ως εκ τούτου, αποκτά προσανατολισμό».[2]
Τρόποι προσανατολισμού της κοινωνικής
δράσης
Ο Βέμπερ διακρίνει 4 τύπους δράσης χωρίς αυτή η λίστα να
είναι εξαντλητική:
- Παραδοσιακή δράση. Λαμβάνει χώρα υπό την επίδραση του
εθίμου ή της συνήθειας. Πρόκειται συχνά για μια πραγματικά αυθόρμητη
αντίδραση στην ασυνείδητη υπακοή στην παράδοση, και, ως εκ τούτου,
περιέχει μια σειρά από υποκειμενικά και ακατάληπτα στοιχεία. Πολλές από
τις καθημερινές μας ενέργειες εμπίπτουν στην κατηγορία της παραδοσιακής
δράσης καθιστώντας δύσκολη την κατανόησή της από την αντικειμενική σκοπιά.
- Συναισθηματική
δράση: Λαμβάνει χώρα υπό κάποιο είδος συναισθηματικής κατάστασης.
Είναι, όπως και η παραδοσιακή, στο όριο μεταξύ ένσκοπης και μη ένσκοπης
συμπεριφοράς, καθώς περιέχει στοιχεία που μόνο η ψυχολογία και η
ψυχανάλυση μπορούν να εντοπίσουν, να αναδείξουν και να εξηγήσουν. Η
ενέργεια αυτή δεν είναι απόρροια της σχέσης «μέσου-σκοπού» αλλά είναι η
ίδια ένας σκοπός.
- Ορθολογική
ως προς την αξία προσανατολισμένη δράση. Διακρίνεται από το γεγονός
ότι το άτομο καθοδηγείται μόνο από ένα σημαντικότατο ιδεώδες. Το κατ’ αυτό
τον τρόπο δρων υποκείμενο προσκολλάται σε μια πολιτική, θρησκευτική ή
άλλου τύπου υπόθεση χωρίς να λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε άλλη διάσταση.
Είναι ορθολογική στο βαθμό που αφορά τον καθορισμό συνεκτικών στόχων προς
τους οποίους το δρων υποκείμενο προσανατολίζει τη δράση του. Περιέχει το
παράλογο στοιχείο της αφιέρωσης μόνο σ’ ένα σκοπό χωρίς να αντιλαμβάνεται
και να παίρνει υπόψη τις συνέπειες, θεμιτές ή αθέμιτες.
- Ορθολογική
ως προς το σκοπό/στόχο προσανατολισμένη δράση. Ο Βέμπερ τη θεωρεί ως
την πιο ορθολογική δράση. Το άτομο υπολογίζει ορθολογικά τα πιθανά
αποτελέσματα μιας δεδομένης δράσης σε σχέση με την επίτευξη ενός στόχου.
Δίνεται ιδιαίτερη σημασία στα κατάλληλα μέσα αι λαμβάνονται υπόψη οι
προβλεπόμενες και μη συνέπειες που ενδέχεται να έρχονται σε σύγκρουση με
την αποφασισθείσα γραμμή δράσης. Αφορά, επομένως, άτομα που κατασκευάζουν
το δικό τους ιδεότυπο με τη μορφή ενός υπολογισμένου προγνωστικού σχεδίου.
Αυτό το σχέδιο θα είναι το προϊόν της εκτίμησης/αξιολόγησης των διαφόρων
μέσων για την επίτευξη των απαιτούμενων στόχων και της επιλογής των πιο
κατάλληλων μέσων ως τακτική δράσης.
Ιδεότυπος
Ο ιδεατός τύπος ή ιδεότυπος είναι το αποτέλεσμα ο
μεροληπτικός τονισμός μιας ή περισσότερων απόψεων και της σύνθεσης πολλών
διάχυτων, διακριτών, περισσότερο ή λιγότερο παρόντων και περιστασιακά απόντων
συγκεκριμένων ατομικών φαινομένων που διατάσσονται σύμφωνα με αυτές τις
μεροληπτικά τονισμένες απόψεις σε μια ενιαία αναλυτική κατασκευή. Στην
εννοιολογική της καθαρότητα αυτή η κατασκευή δε μπορεί εμπειρικά να βρεθεί
πουθενά στην πραγματικότητα. Είναι μια ουτοπία, σύμφωνα με τον Βέμπερ.[3]
Πρόκειται, δηλαδή, για ένα μοντέλο που βοηθά την ερμηνεία και την εξήγηση, αυτό που σήμερα αποκαλούμε
«ευριστικό μηχανισμό». Δεν είναι ιδεατός με την έννοια του ιδεώδους
(κανονιστικού ή ηθικού), δηλαδή του πιο επιθυμητού χαρακτηριστικού αλλά μόνο με
την έννοια της πνευματικής κατασκευής που μπορεί μεν να μην υφίσταται πουθενά
αλλά στην πράξη χρησιμεύει στον «φωτισμό» αυτής της πραγματικότητας, π.χ. οι
έννοιες άλλων κοινωνιολόγων όπως ο «τέλειος ανταγωνισμός», η «ταξική
συνείδηση», ο «εξαστισμός ως τρόπος ζωής». Οι ιδεότυποι καθιστούν φανερή τη
φύση των λόγων της δράσης, παρέχουν μια αντικειμενική βάση για την ανάλυση των
εμπειρικών προβλημάτων. Για τον Βέμπερ ο ιδεότυπος για τις κοινωνικές επιστήμες
είναι ό,τι η πειραματική μέθοδος στις φυσικές επιστήμες. Μας βοηθάει να
κατανοήσουμε το ατομικό σχετίζοντάς το με το γενικό ενώ η ανάλυσή μας για το
συγκεκριμένο εξίσου διαπνέει το ραφινάρισμα των γενικευμένων θεωριών. Από τη σύνθεσή
τους προκύπτει η κοινωνιολογική θεωρία.
Ο κοινωνιολόγος κατασκευάζει ένα ιδεότυπο :
- για
να αξιολογήσει την επίδραση της παρέμβασης παράλογων στοιχείων στη
συμπεριφορά ενός δρώντος υποκειμένου,
- για
την εκτίμηση του βαθμού στον οποίο αυτά τα παράλογα στοιχεία καταστρέφουν
τα επιτεύγματα του δρώντος υποκειμένου ή το κατά πόσο επρόκειτο για
παρανόηση της κατάστασης από τη μεριά του δρώντος υποκειμένου.
- για
να μετρήσει την απόκλιση της πραγματικής πορείας της συμπεριφοράς και της
υποκειμενικής της ερμηνείας από τον δρώντα
ή τα δρώντα υποκείμενα.
Ένας ιδεότυπος είναι
αυτός της γραφειοκρατίας που διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Βέμπερ και
αναφέρεται στη συνηθέστερη μορφή οργάνωσης «που χαρακτηρίζεται από
συγκεντρωτισμό, ιεραρχία, εξουσία, πειθαρχία, κανόνες, καριέρα, καταμερισμό
εργασίας, θητεία»[4] και
παρέχει σαφείς διαδικασίες επικοινωνίες καθώς και σαφείς προδιαγραφές εξουσίας,
αρμοδιότητας και ευθύνης, αποκλείοντας, ή τουλάχιστον μειώνοντας
σε μεγάλο βαθμό, φαινόμενα ευνοιοκρατίας, διακρίσεων και εξουσιαστικών
αυθαιρεσιών. Η εξουσία βασίζεται στην ορθολογική και κανονιστική κωδικοποίηση.
Ορίζονται τα όρια κάθε εργασίας μέσω του καταμερισμού και των προδιαγραφών
εργασίας και του καθορισμού λειτουργικών τμημάτων. Τα όρια της εξουσίας
προσδιορίζονται για το κάθε μέλος απρόσωπα και τα μέλη είτε διορίζονται είτε
εκλέγονται. Κάθε γραφειοκρατική θέση διαθέτει συγκεκριμένη εξουσία. Η
εξουσιαστική ιεραρχία αποτελεί σαφών προσδιορισμένη αλυσίδα εντολών και
ελέγχου. Ο συγκεντρωτισμός παρέχει στη διεύθυνση τη δυνατότητα συντονισμού των
λειτουργιών και εργασιών της οργάνωσης. Οι κανόνες, τα κίνητρα για την υποταγή
στους κανόνες, η ύπαρξη χρονικά καθορισμένης θητείας και ο έλεγχος του
εσωτερικού περιβάλλοντος της οργάνωσης συμβάλλουν στη σταθερότητα και στην προβλεψιμότητα.
Στην
πολιτική κοινωνιολογία ο Βέμπερ συνέβαλε τα μέγιστα. Πρώτα απ’ όλα έδωσε ένα
ορισμό του κράτους που ακόμη και σήμερα είναι επίκαιρος καθόσον ότι μας θυμίζει
ένα συστατικό στοιχείο του που είναι διαχρονικό, δηλαδή ότι «κράτος είναι η
οντότητα εκείνη που κατέχει το μονοπώλιο στη νόμιμη χρήση της φυσικής βίας.». Ο
πολιτικός κατά τον Βέμπερ πρέπει να μπορεί να συμβιβάζει την ηθική των τελικών
σκοπών και την ηθική της ευθύνης. Πρέπει ταυτόχρονα να κατέχεται από πάθος για
το επάγγελμά του και να μπορεί να αποστασιοποιείται από τους κυβερνώμενους. Ο
Βέμπερ τόνισε ότι υπάρχουν τριών ειδών εξουσίες, ανάλογα με τον τρόπο
θεμελίωσης ή νομιμοποίησης. Πρώτη είναι η παραδοσιακή εξουσία.
Θεμελιώνεται στην ιερότητα της κοινωνικής ιεραρχίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση
είναι το αξίωμα που μετράει ανεξάρτητα από το πρόσωπο. Ακόμη και αν υπάρξει
σφετεριστής της εξουσίας αυτός θα είναι νόμιμος γιατί το αξίωμα είναι ιερό. Την
εξουσία ασκούν ο ίδιος ο ηγέτης, τα πρόσωπα του συγγενικού περιβάλλοντος ή
όποια επιθυμεί ο ίδιος και τα οποία εξαρτώνται από αυτόν. Δεύτερος τύπος
είναι η χαρισματική εξουσία. Στην
περίπτωση αυτή είναι το «χάρισμα» του ηγέτη που μετράει. Η νομιμοποίηση πηγάζει
από τις εξαιρετικές ή «υπερφυσικές» ιδιότητες/ικανότητές του ηγέτη. Η
χαρισματική εξουσία απαντάται πολλές φορές στις περιπτώσεις ρήξεων, κρίσεων και
επαναστάσεων. Ένα από τα βασικά προβλήματα της χαρισματικής εξουσίας είναι η
δυσκολία που υπάρχει για την εξεύρεση διαδόχου. Τρίτος τύπος είναι η νόμιμη
– ορθολογική εξουσία. Θεμελιώνεται στην τυπική, απρόσωπη και ορθολογική
έννομη τάξη. Νομιμοποιείται από την υπακοή των κυβερνώμενων στο νόμο. Ασκείται
μέσω της «γραφειοκρατίας» που είναι σύστημα ορθολογικού καταμερισμού των
αρμοδιοτήτων.[5]
Παραδείγματα χαρισματικών ηγετών
Πολιτικοί
ηγέτες
- Mustafa Kemal Atatürk
- Fidel Castro
- Winston Churchill[
- Bill Clinton
- Zhou Enlai
- Pim Fortuyn
- Mahatma Gandhi
- Adolf Hitler
- Saddam Hussein
- John F. Kennedy
- Patrice Lumumba
- Hồ Chí Minh
- Ronald Reagan
- Lech Wałęsa
Θρησκευτικοί ηγέτες
- Abraham
- Moses
- Muhammad(570 - 632)
- Martin Luther (1483 – 1546)
- John Paul II (1920 – 2005)
- Martin Luther King Jr. (1929 – 1968)
- Louis Farrakhan (1933 - )
Karl Marx Vs. Max Weber
Ο Μαρξ, ανεξάρτητα από το αν έπεσε έξω στις προβλέψεις του ή
όχι, είχε να προτείνει πρόγραμμα «θεραπείας» των κοινωνικών «ασθενειών» ενώ ο
Βέμπερ έκανε μόνο διαπιστώσεις. Αυτή η διαφορά εκφράζεται και στις ερμηνείες
τους για τον καπιταλισμό. Ο Βέμπερ δεν συμμεριζόταν την άποψη του Μαρξ γιατί
είχε διαφορετική άποψη τόσο για το χαρακτήρα του καπιταλισμού όσο και για τις
έννοιες της τάξης και της ταξικής σύγκρουσης. Θεωρεί ότι ο καπιταλισμός είναι
αποκλειστικά Δυτικό φαινόμενο τόσο στο επίπεδο των αξιών όσο και στον τρόπο
δράσης. Αυτή η «δυτικότητα» σχετίζεται με τον «ορθολογικοποιημένο χαρακτήρα»
της καπιταλιστικής παραγωγής, κάτι που εκτείνεται πολύ πέρα από την ίδια την
οικονομική επιχείρηση και χαρακτηρίζει τους κύριους θεσμούς της κοινωνίας. Αυτή
η θέση μπορεί να κριθεί αμφίπλευρα τόσο ως θετική όσο ως αρνητική. Ο
εξορθολογιστικός καπιταλισμός είναι αναπόφευκτος ενώ για τον Μαρξ παίρνει ως
βάση την αρνητική ερμηνεία του καπιταλισμού και θεωρεί ότι η ανθρώπινη
κινητοποίηση μπορεί να δημιουργήσεις τις προϋποθέσεις άρσης της κατάστασης της
αλλοτρίωσης Κατά τον Βέμπερ η επιστήμη
δεν είναι ταξική όπως αφήνει να εννοηθεί μια ερμηνεία του Μαρξ. Ο Βέμπερ θεωρεί
ότι ως ένα ειδικό εγχείρημα η επιστήμη είναι επίσης το μέσο και η έκφραση της οικουμενικής μοίρας. «Η
επιστημονική πρόοδος είναι ένα στοιχείο –το πιο σημαντικό στοιχείο …σ’ αυτή τη
διαδικασία διανοητικοποίησης την οποία υφιστάμεθα εδώ και χιλιετίες και που
γενικώς σήμερα αξιολογείται με ένα τόσο εξαιρετικά αρνητικό τρόπο» [6] Για
τον Weber δεν είναι οι
ταξικές συγκρούσεις μονάχα που θεωρούνται ως κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας
αλλά και οι συγκρούσεις που προκύπτουν λόγω της ύπαρξης των «ομάδων γοήτρου» («status groups»), των κρατών και των
εθνικών μειονοτήτων. Δεν αποδεχόταν τη θεωρία της υπεραξίας του Marx και θεωρούσε ότι «οι
τάξεις συνίστανται από ομάδες ατόμων που μοιράζονται παρόμοια ‘σύνολα ευκαιριών
ζωής’ στις αγορές εργασίας και εμπορευμάτων». Κατά συνέπεια, ο Weber δεν αποδεχόταν τη
λογική της ταξικής επανάστασης και δεν απέδιδε κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στην
εργατική τάξη σε σχέση με τον καπιταλισμό ως σύστημα. Αντίθετα, στις ομάδες
γοήτρου και στις τάξεις και στρώματα της κοινωνίας προσθέτει και τα πολιτικά
κόμματα ως στοιχεία του κοινωνικού ανταγωνισμού. Η άποψη του Weber υποτιμά εντελώς τη δύναμη της
εργατικής τάξης στην εποχή στην οποία αναφέρεται στα έργα του και αδυνατεί να
εντοπίσει τις αιτίες που οδήγησαν στις εργατικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα
στην Ευρώπη (ανεξάρτητα από την κατάληξή τους, επρόκειτο για εργατικές
επαναστάσεις). Μ’ αυτή την έννοια, η άποψη του Weber για την πολλαπλότητα των
κοινωνικώς δρώντων ομάδων οδηγεί στις θεωρίες των élites
και στις θεωρητικές κατευθύνσεις περί πλουραλισμού. Στο σημείο αυτό, ας
κρατήσουμε υπόψη μας την έννοια των «ομάδων γοήτρου» που «θεμελιώνονται πάνω
στις σχέσεις κατανάλωσης αντί των σχέσεων παραγωγής και παίρνουν τη μορφή των
‘τρόπων ζωής’ (life styles)
που ξεχωρίζουν τη μία ομάδα από την άλλη».
Θέμα
|
Marx
|
Weber
|
Αιτιότητα
|
1η
εκδοχή: Ιστορικός εξελικτικισμός (το προλεταριάτο είναι προορισμένο να
ανατρέψει και θα ανατρέψει την αστική τάξη με βάση τη θεωρία περί αλλαγής των
κοινωνιών:)
2η
εκδοχή: Ιστορική δυνατότητα (το προλεταριάτο ενδέχεται να μην σταθεί στο ύψος
του ‘ιστορικό καθήκον’ της ανατροπής της αστικής τάξης, εξ ού και το δίλημμα
«σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα)
|
Ιστορική
και κοινωνική αιτιότητα με όρους πιθανότητας (υποκειμενική ελευθερία) –
Ποικιλία αιτιακών αλυσίδων που ενδέχεται να έχουν προσδιορίσει το υπό μελέτη
αντικείμενο – Η ‘ιστορική αιτιότητα’ καθορίζει τις μοναδικές συνθήκες που
οδήγησαν στην εκδήλωση ενός γεγονότος – Η ‘κοινωνιολογική αιτιότητα’ υποθέτει
ότι υπάρχει κανονική σχέση μεταξύ δύο φαινομένων (με τη μορφή «το Α είναι
περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκό για το Β»)
|
Καπιταλισμός
|
Προϊόν
της ταξικής πάλης και της νίκης των αστών επί των φεουδαρχών – Καπιταλιστές
κατέχουν τα μέσα παραγωγής
|
Προϊόν
της καλβινιστικής-προτεσταντικής
ηθικής που ευνοεί την υπερίσχυση του «πνεύματος του καπιταλισμού»-
Καθολικές, ισλαμικές και βουδιστικές κοινωνίες είτε δεν μπορούν να ευνοήσουν
την καπιταλιστική ανάπτυξη είτε την εμποδίζουν.
|
Αποξένωση
|
Στον
καπιταλισμό ο εργάτης στερείται της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής – Δεν
ενδιαφέρεται για το προϊόν που παράγει – Στο εργοστάσιο νοιώθει ξένος και
απρόσωπος – Δουλεύει μόνο για την εξασφάλιση της επιβίωσης – Μόνο με την
προλεταριακή επανάσταση οι εργάτες ως σύνολο-τάξη ξαναπαίρνουν τα μέσα
παραγωγής στα χέρια τους (κοινωνικοποίηση μέσων παραγωγής)
|
Για
την αποξένωση του ατόμου στη βιομηχανικής κοινωνίας φταίει ο «εξορθολογισμός»
που οφείλεται στην ανάπτυξη της γραφειοκρατίας – Η υπέρμετρη ανάπτυξη της
γραφειοκρατίας οδηγεί στο «σιδερένιο κλουβί» της ολοκληρωτικά διευθυνόμενης
κοινωνίας όπου οι απρόσωπες σχέσεις αντικαθιστούν τις προσωπικές καθιστώντας
όλες τις ενέργειες – εργασία και σχόλη – θέμα ελέγχου και συναλλαγής.
|
Κοινωνικές
τάξεις
|
Προκύπτουν
σε κάθε ταξική κοινωνία λόγω της σχέσης τους με τα μέσα παραγωγής και τον
κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας π.χ. φεουδάρχες-δουλοπάροικοι,
αστοί-προλετάριοι
|
Οι
τάξεις δεν είναι μόνο προϊόντα της οικονομίας – Η ένταξη ανθρώπων σε
ταξινομικές κατηγορίες στηρίζεται στα πρότυπα κατανάλωσης, γοήτρου,
κοσμοαντιλήψεων και τρόπων ζωής – Πλουραλιστικό μοντέλο κοινωνικής σύγκρουσης
στη σύγχρονη κοινωνία
|
Εξουσία
|
Πηγή
της πολιτικής εξουσίας είναι η οικονομική εξουσία – Η κυρίαρχη οικονομικά
τάξη είτε διοικεί το κράτος η ίδια είτε κυβερνά μέσω των πολιτικών κομμάτων
που την αντιπροσωπεύουν
|
Κατανόηση
της εξουσίας ως την ευκαιρία ενός ανθρώπου, ή μιας ομάδας ανθρώπων να «πραγματοποιήσουν τη θέλησή τους
ενεργώντας συλλογικά ακόμη και ενάντια στην αντίσταση των άλλων» - Η βάση
άσκησης της εξουσίας μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το ιστορικό και δομικό
κοινωνικό πλαίσιο – Η εξουσία μπορεί να ασκηθεί και χάριν της εξουσίας και
όχι μόνο για την αντιπροσώπευση των συμφερόντων κοινωνικών τάξεων
|
Νομιμοποίηση της εξουσίας
|
Κυριαρχία
της αστικής ιδεολογίας
|
1.
Ορθολογική
εξουσία
2.
Παραδοσιακή
εξουσία
3.
Χαρισματική
εξουσία
|
[2] Βλ. Weber, M.
(1964). The Theory of Social and Economic Organization. NY: The
Free Press, σελ. 88.
[4] Βλ. Clegg, S. R. and Hardy, C. (1996) «Organizations,
Organization and Organizing» στο S. R. Clegg & C. Hardy (Eds.), Handbook
of Organization Studies, London, Sage Publications, σελ.261-275 και Gilly S.
(1997), The Development of Management and Organizational Thinking, http://www.flash.net/%7Ejteague/Sue/orglearn.html
[6] Weber, M. (1946) “Science as a
vocation”, in Gerth H.H. and Mills C.R.(eds), From Max Weber, Essays in Sociology, Fair
Lawn, N.J.: Oxford University Press σελ.. 138
No comments:
Post a Comment