Tuesday, June 30, 2020

Ο ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ(1960-1967) 1ο μέρος - του ΘΑΝΑΣΗ ΤΣΑΚΙΡΗ


ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ


Ο  ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
(1960-1967)

Περίληψη

Στη δεκαετία του ΄60 αναπτύχθηκε μια σειρά κοινωνικών κινητοποιήσεων που περιελάμβανε εκδηλώσεις όπως στάσεις εργασίας, απεργίες, καταλήψεις δημοσίων οδών και γεφυρών, διαδηλώσεις και πορείες στους δρόμους των πόλεων, που αποσκοπούσαν στον πολιτικό εκδημοκρατισμό, στη μεταβολή του συστήματος εργασιακών σχέσεων, στο άνοιγμα των πανεπιστημίων στην κοινωνία και στην πολιτιστική αναγέννηση της χώρας. Κύριος κορμός αυτού του κινήματος ήταν το συνδικαλιστικό με πυρήνα τις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και τις ελληνικές δημόσιες και ιδιωτικές τράπεζες. Με επίκεντρο αυτούς τους κλάδους δημιουργήθηκε το κίνημα των 115 Συνεργαζόμενων Συνδικαλιστικών Οργανώσεων.

Η  παρούσα ανακοίνωση θα ασχοληθεί με τη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων στις τράπεζες έχοντας ως κύρια αναφορά την Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδος (ΟΤΟΕ). Η έρευνα επικεντρώνεται σε θέματα όπως τα πρότυπα συνδικαλιστικής οργάνωσης και τυπικής και άτυπης ανάδειξης ηγεσιών, το ρόλο αυτών των ηγετικών στελεχών, τις στρατηγικές και τακτικές για την επιτυχή έκβαση των αγώνων για την ικανοποίηση των αιτημάτων, ο ρόλος της βάσης στη λήψη των συνδικαλιστικών αποφάσεων, οι επικοινωνιακές μέθοδοι τόσο προς το εσωτερικό όσο και προς το εξωτερικό περιβάλλον του κλάδου σε μια εποχή κατά την οποία η πρόσβαση στον Τύπο ήταν περιορισμένη.

Μεθοδολογικά, η ανακοίνωση χρησιμοποιεί στοιχεία από τις θεωρίες για τη «δομή των πολιτικών ευκαιριών», την «κινητοποίηση πόρων», την «πολιτική επικοινωνία» καθώς και από τις με ευρεία έννοια μαρξικές και δομικές αναλύσεις περί των «κοινωνικών τάξεων» και «ταξικών συμφερόντων». Αναλύεται το γενικότερο (πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό) πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι ενταγμένο το συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων στις τράπεζες και οι τρόποι αλληλεπίδρασής τους. Για την διερεύνηση του θέματος θα χρησιμοποιηθούν κατά κύριο λόγο ποιοτικές μέθοδοι και τεχνικές (συνεντεύξεις βάθους με πρωταγωνιστές/τριες αυτού του συνδικαλιστικού χώρου, χρήση αρχείων κλαδικών εφημερίδων και άλλων έντυπων πηγών).

Υπόθεση εργασίας: το συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων στις τράπεζες δεν ήταν μια απλή ομάδας πίεσης αλλά ένα κοινωνικό κίνημα μέρος του γενικότερου εργατικού κοινωνικού κινήματος.


Ο  Θανάσης Τσακίρης είναι Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστήμιου Αθήνας. Είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Σπουδών «Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία» του ίδιου τμήματος. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα στρέφονται σε θέματα πολιτικής κοινωνιολογίας με ιδιαίτερη αναφορά στα κοινωνικά κινήματα και τον εργατικό συνδικαλισμό


Ι.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η  παρούσα ανακοίνωση αποσκοπεί στο να ερευνήσει τη συλλογική οργάνωση των εργαζομένων στις τράπεζες κατά τη «σύντομη δεκαετία του ‘60» στην Ελλάδα, υπό το πρίσμα της θεωρίας των κοινωνικών κινημάτων. Συγκεκριμένα, θα αναδειχθούν οι τρόποι οργάνωσης, λήψης αποφάσεων, ανάδειξης ηγεσίας, οι στρατηγικές και τακτικές για την επιτυχή έκβαση των αγώνων για την ικανοποίηση των αιτημάτων, οι επικοινωνιακές μέθοδοι τόσο προς το εσωτερικό όσο και προς το εξωτερικό περιβάλλον του κλάδου σε μια εποχή κατά την οποία η πρόσβαση στον Τύπο ήταν περιορισμένη

ΙΙ.   ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ;

Τα κοινωνικά κινήματα είναι συλλογικές αμφισβητήσεις (challenges) από ανθρώπους που έχουν κοινούς σκοπούς και αλληλεγγύη μεταξύ τους και βρίσκονται σε κατάσταση διαρκούς αλληλεπίδρασης με το κράτος, τις δημόσιες και ιδιωτικές αρχές και τις σχετικές ελίτ.1

Τα κοινωνικά κινήματα είναι εμπειρικώς αόριστα φαινόμενα και είναι δύσκολη η
εννοιολογική τους σύλληψη. Εν τούτοις καταγράφονται τρία κριτήρια ορισμού τους:
α) η κρίσιμη σχέση τους με την κοινωνική αλλαγή την οποία σκοπεύουν να
προωθήσουν ή να αντισταθούν σ’ αυτή, β) η γενική χρήση μη θεσμοποιημένων
μέσων από τους συμμετέχοντες και γ) η πολιτική συνάφεια των προσανατολισμένων
προς την διαμαρτυρία ενεργειών τους. Έπρεπε να απορριφθεί η πρώιμη και
αποκλειστική ταύτιση της έννοιας με τα προλεταριακά κινήματα στη βιομηχανική

κοινωνία και να κατανοηθεί ευκρινώς η διαφοροποίηση των κοινωνικών κινημάτων
από άλλες μορφές συλλογικής συμπεριφοράς προτού το θέμα αναπτυχθεί σε
αυτοτελές πεδίο. Μια νέα προσέγγιση για τα κοινωνικά κινήματα αναδύθηκε στο
ξεκίνημα της ταραχώδους δεκαετίας του ’60. Ενώ οι μελετητές της συλλογικής
συμπεριφοράς επέμεναν στο θέμα των αδικιών, των πεποιθήσεων (με υπαινιγμούς
για ανορθολογικότητα), και γενικά σε ψυχολογικές διαστάσεις, η αποκαλούμενη
θεωρία «κινητοποίησης πόρων» έδωσε έμφαση στην οργάνωση, στα συμφέροντα και
την ορθολογικότητα των συμμετεχόντων παίζοντας έτσι σημαντικό ρόλο στον
τονισμό του πολιτικού πλαισίου και της συνάφειας των κοινωνικών κινημάτων.
Σήμερα το κεντρικό θέμα των καιρών μοιάζει να βρίσκεται σε συστηματικές
απόπειρες για πολυδιάστατη σύνθεση που να ενσωματώνει οργανώσεις
κινητοποίησης, πολιτικές ευκαιρίες, και διαδικασίες διαμόρφωσης πλαισίων
(‘framing’). Αν και η συνάρθρωση διακριτών διαστάσεων δεν αποτελεί εύκολο
καθήκον, η επιδιωκόμενη σύνθεση φαίνεται ότι βρίσκεται σε εξέλιξη. Αλλά ας δούμε



1  Βλ. Tarrow S. (1994) Power in Movement: Social Movements, Collective Action and Politics. New York: Cambridge University Press, σελ. 4.

πιο αναλυτικά τις θεωρίες για τα κοινωνικά κινήματα.

Κάθε κίνημα βιώνει τους δικούς του «κύκλους διαμαρτυρίας» που σημαίνει ότι η δράση του ακολουθεί μια κυκλική πορεία από την ένταση και την αύξηση της μαζικότητας ως την εσωστρέφεια και τη μείωση της μαζικότητας ανάλογα με τη συγκυρία και τις υποκειμενικές δυνατότητές του. Τα κινήματα έχουν την τάση να εξαπολύουν νέα κύματα συλλογικών αγώνων και σε άλλες περιόδους να εκφράζουν μια σιωπηλή, λανθάνουσα διαμαρτυρία.2

Μια από τις σημαντικότερες έννοιες της πολιτικής κοινωνιολογίας των κοινωνικών κινημάτων είναι αυτή που επινόησε ο Charles Tilly περί «ρεπερτορίου δράσης».3 Αυτή η έννοια αναφέρεται στην ποικιλία των διαφορετικών τρόπων διαμαρτυρίας που είναι διαθέσιμοι σε κάθε ξεχωριστό κοινωνικό πλαίσιο κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Τα μέσα συλλογικής διαμαρτυρίας πλάθονται πάντοτε από την κουλτούρα και την ιστορία της διαμαρτυρίας σε κάθε κοινωνία, τα περιβάλλοντα, τις συγκεκριμένες διαμαρτυρίες και διεκδικήσεις των διαμαρτυρομένων, τους κοινούς στόχους τους και από τις διάφορες πολιτικές ευκαιρίες και τους περιορισμούς που διαμορφώνουν την καθημερινή εμπειρία. Το χαρακτηριστικό παράδειγμα που προτείνει ο Tilly ως ένδειξη της διαφορετικότητας των ρεπερτορίων δράσης είναι η χρήση της «διαδήλωσης» ως μέσου έκφρασης και προβολής αιτημάτων και διεκδίκησης λύσεων σε προβλήματα από τις πάσης φύσεως δημόσιες πολιτικές αρχές.4 Στη γαλλική πόλη Λυών του 19ου αιώνα, ο Ch. Tilly εντοπίζει την πλήρη ανάπτυξη της σημασίας της διαδήλωσης ως πολιτικού όπλου της πολιτικής των λαϊκών μαζών:

Στις 25 Φεβρουαρίου 1848, έφτασαν στη Λυών νέα για μια ακόμη Γαλλική επανάσταση που άρχισε στο Παρίσι την προηγούμενη ημέρα. Αρκετές εκατοντάδες υφαντές έκαναν πορεία από τη συνοικία των μεταξουργείων Croix-Rousse στο κέντρο της πόλης. Τραγουδώντας τη «Μασσαλιώτιδα» πορεύτηκαν κατά μήκος του Ποταμού Rhone, κατόπιν διέσχισαν το κεντρικό νησί της πόλης προς την Πλατεία des Terreaux και το δημαρχείο της Λυών. Κατακυριευμένοι από το πλήθος, οι στρατιωτικοί που ήταν διαθέσιμοι ζήτησαν από τον προσωρινό δήμαρχο να κηρύξει τη Δημοκρατία από μπαλκόνι του δημαρχείο. Μόλις το έκανε αυτό, μέλη του συγκεντρωμένου πλήθους εισήλθαν στην αίθουσα και εξέλεξαν μια εκτελεστική επιτροπή αποτελούμενη από υφαντές και μια μειοψηφία αστών δημοκρατικών. Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης Ιουλιανής μοναρχίας (1830-1848), λίγες ήταν οι ευκαιρίες που έχασαν οι μεταξουργοί για να κάνουν επίδειξη της δύναμής τους με πορείες σε κηδείες και εγκεκριμένες εορτές. Έκαναν πορείες και κατά τις εξεγέρσεις του 1831 και του 1834. Αλλά πέρα από τις περιόδους κρίσεων και τις εγκεκριμένες δημόσιες συνελεύσεις, είχαν ως τότε αποφύγει εκδηλώσεις σαν την παρέλαση που ξεκίνησαν από μόνοι τους το Φεβρουάριο του 1848, μόνο και μόνο επειδή οι βασιλικοί αξιωματούχοι μπορούσαν να θεωρήσουν το ίδιο το γεγονός της οργανωμένης συνέλευσής τους ως ένδειξη ότι παραβίαζαν φανερά τη νομική απαγόρευση των εργατικών συνασπισμών.5




2 Βλ. Tarrow S. (1991) Struggles, Politics and Reform: Collective Action, Social Movements and Cycles of Protest, Ithaca NY, Cornell University Press

3 Βλ. Tilly Ch. (1978) From Mobilization to Revolution. Menlo Park, California: Addison-Wesley Publishing Company, σελ.

4 Βλ. Tilly Ch. (2004) Social Movements, 1768-2004. Boulder, CO and London, UK: Paradigm Publishers, σσ. 38-64.
5  Ibid, σελ. 38.


Οι παλιότερες μορφές συλλογικής δράσης χαρακτηρίζονταν από το στοιχείο της τελετουργίας και, συχνά, της επισημότητας, δηλαδή της υποχρεωτικής έγκρισής του από τις δημόσιες αρχές, Έτσι,

…εγκεκριμένες δημόσιες συγκεντρώσεις, όπως π.χ. οι γιορτές, οι κηδείες και οι ενοριακές συνελεύσεις, επί μακρόν παρείχαν ευκαιρίες στους πολίτες να εκφράσουν παράπονα καθώς και να υποστηρίξουν λαϊκούς ηγέτες. Εντός ορίων, οργανωμένοι μάστορες και λόχοι εθνοφυλάκων ασκούσαν το δικαίωμά τους να παρελαύνουν κατά τις δικές τους εορτές και ορισμένες φορές χρησιμοποιούσαν αυτό το δικαίωμα για να δηλώνουν την αντίθεσή τους σε ισχυρές προσωπικότητες ή καταπιεστικά προγράμματα. Με τις δέουσες εκδηλώσεις σεβασμού, μπορούσαν επίσης να στέλνουν ταπεινές αντιπροσωπείες για να ζητήσουν επανόρθωση συλλογικών αδικιών. (…) Οι τελετουργίες αντιποίνων (…) διέφεραν εντυπωσιακά στις λεπτομέρειες από τόπο σε τόπο. Δεν μπορούσαν να μεταφερθούν από τόπο σε τόπο – δυνατότητα προτυποποίησης – όπως οι μεταγενέστερες εκδηλώσεις των κοινωνικών κινημάτων, π.χ. διαδηλώσεις και δημιουργία ενώσεων ειδικού σκοπού.6

Η  ανάπτυξη των διαδηλώσεων δεν ακολούθησε μια ενιαία και γραμμική ανοδική πορεία, καθόσον ότι,


…σύντομα οι λαϊκές πορείες και συγκεντρώσεις στους δρόμους σταμάτησαν υπό το βάρος της καταστολής. Οι διαδηλώσεις εξαφανίστηκαν επί δεκαπέντε περίπου χρόνια. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της Δεύτερης Αυτοκρατορίας του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εποχή ραγδαίας εκβιομηχάνισης στη Γαλλία, το καθεστώς άρχισε να χαλαρώνει ορισμένους από τους ελέγχους του πάνω στις οργανώσεις και τις ενέργειες των εργατών. Το 1864, η αυτοκρατορία χορήγησε ένα περιορισμένο δικαίωμα στην απεργία. Το 1868, νομιμοποιήθηκαν οι εργάτες να οργανώνουν δημόσιες συγκεντρώσεις χωρίς προηγούμενη έγκριση από την κυβέρνηση. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, αυτοκρατορικό διάταγμα επέτρεπε την οργάνωση συνδικάτων, με την προϋπόθεση να εγκρίνονται τα καταστατικά τους από τις Αρχές, να κατατίθενται σ’ αυτές τα πρακτικά των συνελεύσεών τους και να επιτρέπεται στους αστυνομικούς να παρευρίσκονται και να παρακολουθούν.7

Η  διαδήλωση καθιερώθηκε οριστικά ως διαθέσιμο και χρήσιμο όπλο για την έκφραση της κοινωνικής δυσαρέσκειας και διεκδίκησης το 1890, όταν ξεκίνησε ο παγκόσμιος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς. ). Κατά τη διάρκεια των επόμενων δυο δεκαετιών, πολλές ακόμη κοινωνικές ομάδες, πλην των εργατών, διαδήλωναν στη Λυών και αλλού στη Γαλλία: Καθολικοί, αντικαθολικοί, αντισημίτες και πολλοί άλλοι, συχνά σε συντονισμό με εθνικά κοινωνικά κινήματα. Ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο:

η  διαδήλωση είχε γίνει μια κανονική μορφή της πολιτικής ζωής των πόλεων και σημαντικό στοιχείο της πολιτικής ζωής γενικώς. Ακόμα και αν η οργάνωση μιας πορείας εξαρτιόταν από την επίσημη άδεια, ως τότε οι Αρχές γνώριζαν ότι θα ήταν πιο επικίνδυνη η απαγόρευση από την έγκριση και ότι εκτός των ατυχημάτων θα ελάμβανε χώρα ειρηνικά.8


6  Ibid, σελ. 20. Ο Tilly αναφέρεται μεν στην Αγγλία, αλλά τονίζει την ύπαρξη παρόμοιων στοιχείων και στη γαλλική περίπτωση.

7  Ibid, σελ. 40.

8   Βλ. Robert V. (1996) Les chemins des manifestations, 1848-1914. Lyon: Presses Universitaires de Lyon, σελ. 373, παρ. από Tilly Ch. (2004) ο.ε.π. σελ. 41.


Η  φιλολογία περί συλλογικής δράσης διέκρινε αρχικά μεταξύ συμβατικής και μη συμβατικής δράσης.9 Σήμερα αυτή η διάκριση αμφισβητείται. Με τον όρο «τροποποιητικά κοινωνικά ρεπερτόρια» (modal social repertoire) ο S. Tarrow αναφέρεται δίνοντας έμφαση στη μετατροπή μορφών συλλογικής δράσης σε μέρος του ρεπερτορίου δράσης των μέσων πολιτών. O Tarrow εστιάζει τους ερευνητικούς φακούς του στο θέμα του κοινωνικού συντονισμού των κινημάτων με την αναζήτηση χρησιμοποιούμενων «πόρων» όπως τα ρεπερτόρια των διεκδικήσεων, τα κοινωνικά δίκτυα και τα πολιτισμικά πλαίσια. 10

Η  μετριοπάθεια ή η μαχητικότητα των δραστηριοτήτων δεν καθορίζουν από μόνες τους το νόημά τους αλλά οι σκοποί τους. Το κύριο, όμως, είναι ότι τα άτομα ταυτίζονται με μια ευρεία κοινωνική κατηγορία και δρουν για λογαριασμό της.11

Τα τελευταία σαράντα χρόνια η «κινηματική δράση» γίνεται ένα ολοένα και συχνότερα εκδηλούμενο κοινωνικο-πολιτικό φαινόμενο σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως δεν πρόκειται για «θεσμοποίηση» της συλλογικής κινηματικής δράσης, αλλά, αντιθέτως, για «κινηματοποίηση» της πολιτικής.12

Η  κοινή γνώμη δεν είναι πια ενιαία κι αυτό έχει ως συνέπεια ότι τα κοινωνικά κινήματα αποκτούν ολοένα και περισσότερη σημασία καθώς η διχασμένη και διεσπαρμένη (diffused) κοινή γνώμη αποτελεί ένδειξη της κρίσης ηγεμονίας στις κοινωνίες.13

Σύμφωνα με σχετική έρευνα, το ένα τρίτο των συλλογικών κινητοποιήσεων είχαν κάποιο βαθμό επιτυχίας σε σχέση με την ατομική δράση στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος.14

Τόσο όσοι δοκιμάζουν μια νικηφόρα εμπειρία από συμμετοχή στις κινητοποιήσεις όσο και εκείνοι που βλέπουν τους άλλους να συμμετέχουν στη συλλογική δράση και στις κινητοποιήσεις που φέρνει αποτελέσματα αποκτούν κίνητρο είτε για να ξαναπάρουν μέρος σ’ αυτές είτε για να μπουν κι αυτοί στο παιχνίδι.

Η  θεωρητική προσέγγιση της δομής των πολιτικών ευκαιριών αποτελεί μια προσπάθεια γεφύρωσης των μακρο- και μικρο- επιπέδων ανάλυσης των κοινωνικών κινημάτων. Οι πολιτικές ευκαιρίες και οι πολιτικοί περιορισμοί είναι «διαστάσεις της πολιτικής πάλης που ενθαρρύνουν τους πολίτες να εμπλακούν στη συγκρουσιακή πολιτική».15 Πρόκειται για εξωτερικούς πόρους που βοηθούν στην κινητοποίηση των κινημάτων και των ομάδων και δεν αποτελούν άμεσο δημιούργημα των τελευταίων. Οι πολιτικές ευκαιρίες ωφελούν ή εμποδίζουν τα κοινωνικά κινήματα ανάλογα με την επίδραση που ασκούν στις γενικότερες ευκαιρίες για επιτυχή συλλογική δράση.

9  Βλ. Barnes and Kaase (1979)

10 Βλ. Tarrow S. (1994) σσ. 16-23.

11 Klandermans B. (2003) “Collective Political Action” in Huddy L., Jervis R. and Sears D. (eds) Oxford Handbook of Political Psychology. Oxford: Oxford University Press, σ. 670-683.

12 Neidheardt F. and Rucht D. (1993), Jenkins and Klandermans (1995), Meyer and Tarrow (1998)

13 Burnstein (1999)

14 Βλ. Klandermans (1989b) Σε αντίστοιχα συμπεράσματα καταλήγουν κι άλλες εργασίες. Βλ. Giugni (1999) Jenkins (1995).

15   Tarrow S. (1998) Power in Movement: Social Movements and Contentious Politics. Cambridge: Cambridge University Press, σσ. 19-20.


Μια από τις σημαντικότερες συμβολές στη θεωρία των κοινωνικών κινημάτων είναι αυτή της «διαμόρφωσης πλαισίων» (framing analysis) που έχει μεν τις ρίζες της στη θεωρία της «συλλογικής διάδρασης» αλλά επί της ουσίας αποτελεί σημαντική τομή σε σχέση με αυτή. Η προσέγγιση της διαμόρφωσης πλαισίων αναφέρεται στους διαδραστικούς συλλογικούς τρόπους με τους οποίους οι δρώντες αποδίδουν νόημα στις δραστηριότητές τους και στον κοινωνικό κινηματικό ακτιβισμό. Τα πλαίσια ταυτόχρονα προσδίδουν νόημα στα γεγονότα και εξυπηρετούν την οργάνωση της εμπειρίας και την καθοδήγηση της συλλογικής και ατομικής δράσης.16 Ενώ οι λόγοι έκφρασης διαμαρτυρίας για τις αδικίες που υφίστανται τα άτομα έχουν αντικειμενικά τις ρίζες τους στις δομές της κοινωνίας και της πολιτικής, δεν είναι σίγουρο ότι αυτές οι διαμαρτυρίες θα εκφραστούν συλλογικά αν δεν υπάρξει μια διαδικασία με την οποία τα άτομα θα τους αποδώσουν νόημα (κοινωνική κατασκευή των λόγων έκφρασης διαμαρτυρίας). Πρόκειται για μια ρευστή και ευμετάβλητη διαδικασία αλληλεπίδρασης. Η διαδικασία διαμόρφωσης του πλαισίου έκφρασης διαμαρτυρίας λαμβάνει χώρα κατά τρεις τουλάχιστον τρόπους. Η διαγνωστική πλαισίωση εντοπίζει ένα πρόβλημα καθώς και τις αιτίες του ώστε να υπάρξει στόχος για τις δραστηριότητες του κοινωνικού κινήματος. Η προγνωστική πλαισίωση αναδεικνύει τις πιθανές λύσεις του προβλήματος καθώς και τις διάφορες στρατηγικές και τακτικές που μπορούν να προταθούν για την επίτευξη της όποιας λύσης προκριθεί. Από κοινού αυτές οι δύο διαδικασίες μπορούν να συγκροτήσουν μια δεξαμενή στρατολόγησης υποψηφίων μελών του κινήματος που ενώ υπάρχει αντικειμενικά κατασκευάζεται κοινωνικά. Όμως, για να λειτουργήσει κανονικά η δεξαμενή χρειάζεται τον τρίτο τρόπο, δηλαδή την κατασκευή κινήτρων ώστε να στρατολογηθούν τα μέλη και να υπάρχει δικαιολογία δράσης μέσω της προσφοράς ενός λεξιλογίου κινήτρων που να εξωθεί τους ανθρώπους στην κινητοποίηση.17Όσο περισσότερο ταιριάζουν οι επικρατούσες πεποιθήσεις των υποψηφίων μελών με τα διαμορφούμενα από τις κοινωνικές οργανώσεις πλαίσια τόσο πιο πιθανή καθίσταται η στρατολόγησή τους και η δραστηριοποίησή τους (frame alignment). Όμως, σε γενικές γραμμές, οι υποψήφιοι ακτιβιστές δεν αποδέχονται άνευ όρων τα πλαίσια. Προβαίνουν στην επεξεργασία και αξιολόγηση των πλαισίων με βάση μια σειρά αντικρουόμενων εναλλακτικών ερμηνειών άλλοτε με «ορθολογικό» και άλλοτε με «ανορθολογικό» τρόπο ή συνδυάζοντας στοιχεία από αυτούς. Έρευνες έδειξαν ότι οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν με κριτικό τρόπο τις έννοιες της αδικίας, της δράσης και της ταυτότητας και τις επεξεργάζονται με τα δικά τους πλαίσια ερμηνείας και εμπειρίας.18 Σημαντικός είναι ο ρόλος του τύπου και εν γένει των μέσων μαζικής ενημέρωσης στη διαμόρφωση πλαισίων που ασκούν επιρροή στην κοινή γνώμη μέσω διαφόρων τρόπων, όπως η ανάδειξη εκπροσώπων για συνεντεύξεις, ο τονισμός εξαιρετικών γεγονότων σε αντίθεση με τα κοινότυπα της καθημερινής ζωής, η επιλογή συγκεκριμένων εικόνων των κοινωνικών κινημάτων που μεταδίδουν μη λεκτικά μηνύματα και η επιλεκτική επιλογή των «αξιοσημείωτων» υποθέσεων. Τα μέσα




16 Snow D., Rochford E.B.J, Worden S., and Benford R. (1986), «Frame Alignment Processes, Micromobilization and Movement Participation», American Sociologist Review, No.51, σ.σ. 464-481.
17  Βλ. Buechler St. (2000) Social Movements in Advanced Capitalism: The Political Economy and
Cultural Construction of Social Activism. New York, NY: Oxford University Press, σσ. 40-45. Βλ.

επίσης Goffman E. (1974) Frame Analysis. Cambridge, MA: Harvard University Press˙ Klandermans B. (1988) “The Formation and Mobilization of Concensus” σε Klanderman B., Kriesi H., and Tarrow S. (eds) International Social Movement Research, Vol.1, From Structure to Action: Comparing Movement Participation across Cultures. Greenwich, Conn.: JAI Press, σσ. 173-197˙ Snow D., Rochford E.B.J, Worden S., and Benford R. (1986), «Frame Alignment Processes, Micromobilization and Movement Participation», American Sociologist Review, No.51, σ.σ. 464-481.
18 Gamson W. (1990) The Strategy of Social Protest. Homewood, Ill.: Dorsey


μαζικής ενημέρωσης χρησιμοποιούν «τις αρχές της επιλογής, του τονισμού και της παρουσίασης που αποτελούνται από απλές κατανοητές θεωρίες σχετικά με το τι υπάρχει, τι συμβαίνει και τι έχει σημασία.»19Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι κυρίαρχες ιδέες καθίσταται ηγεμονικές. Η αντίθετη εικόνα που δίνουν τα κοινωνικά κινήματα μπορεί να μεταφερθεί στα υποψήφια μέλη του μέσω της δικής τους παραγωγής (φυλλάδια, τύπος, ραδιοφωνικοί σταθμοί κλπ) χωρίς την παρέμβαση του αστικού τύπου και των ΜΜΕ. Άρα το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, ως το πιο σημαντικό κοινωνικό κίνημα, υποχρεώνεται να απαντήσει στο πεδίο αυτό της ηγεμονίας με τα δικά του μέσα προσπαθώντας να αποσπάσει τη συναίνεση και να προωθήσει την ενεργοποίηση των εργαζομένων, δηλαδή να κερδίσει την καρδιά και το μυαλό τους από την αντίστοιχη πίεση που ασκούν οι εργοδότες με τα δικά τους μέσα (θεσμοποιημένα ή μη).20



Συνεχίζεται..





No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...