Διαιρετικές τομές και διαιρέσεις στην Ελλάδα του σήμερα
Του Κωστή Πιερίδη*
- Η ελληνική Αριστερά οφείλει να επανακαθορίσει το περιεχόμενο της ιδεολογικής διαίρεσης. Ο εσωτερικός θεωρητικός αναστοχασμός και η επικαιροποίηση της ταξικής ανάλυσης οφείλει να συναντηθεί με τις νέες μεταϋλιστικές διεκδικήσεις: i) την κινηματική δυναμική των ζητημάτων της σεξουαλικής καταπίεσης και της πατριαρχικής δολοφονίας της διαφορετικότητας (υπόθεση Ζακ), ii) την επιστροφή του πράσινου κινήματος και την ενσωμάτωση των εξαιρετικά επίκαιρων περιβαλλοντικών ζητημάτων - άμεσα συσχετιζόμενων με ολιστικό τρόπο και με την πανδημία, iii) την αναβίωση του κράτους δικαίου απέναντι στην Δεξιά τιμωρητική διάσταση του κράτους (υπόθεση Βασίλη Δημάκη), iv) την ανάγκη για πολυπολιτισμική κοινωνία με την αποδοχή και την ενσωμάτωση των μεταναστών.
Διαιρετική τομή είναι η ελληνική απόδοση του όρου «cleavage» που εισήχθη στη διεθνή βιβλιογραφία το 1967 από τους τους πολιτικούς επιστήμονες S. Lipset και S. Rokkan και έκτοτε αποτελεί ένα σημαντικό αντικείμενο έρευνας της σύγχρονης Πολιτικής Επιστήμης και της συνεπαγόμενης εκλογικής συμπεριφοράς. Στοχεύει πολύ περισσότερο στην ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος παρά στην πρόβλεψή του, με την ερμηνευτική όμως αυτή δυναμική να σκιαγραφεί με πιο μακροπρόθεσμο και δομικό τρόπο τις κοινωνικές ζυμώσεις που επικαθορίζουν το πεδίο του πολιτικού και εκλογικού ανταγωνισμού. Στη θεωρία των Lipset και Rokkan σημειώνεται μια διάκριση μεταξύ των εννοιών της «διαίρεσης» (division) και «τομής» ή «σχάσης» (cleavage). Έχει λοιπόν σημασία να αντιληφθούμε ότι η «διαιρετική τομή» είναι κάτι βαθύτερο από μια απλή κοινωνική, ιδεολογική ή πολιτική διαίρεση, με την έννοια ότι διαθέτει 1) μια ορατή κοινωνική τομή, 2) μια συνείδηση της «συλλογικής ταυτότητας» βάσει αυτής της διαίρεσης και 3) μια θεσμική διάσταση εκπροσώπησης από μια οργάνωση και κυρίως από πολιτικά κόμματα. Επομένως, όλες οι διαιρέσεις μπορούν να εξελιχθούν σε διαιρετικές τομές αφ' ης στιγμής εκπληρώσουν τα προαναφερθέντα κριτήρια· ακόμα όμως και ως διαιρέσεις μπορούν να επηρεάσουν υφιστάμενες διαιρετικές τομές και να προκαλέσουν κοινωνικές και πολιτικές επανευθυγραμμίσεις. Μια περίπτωση διαίρεσης που δεν μετεξελίχθηκε σε διαιρετική τομή, αλλά επανακαθόρισε τον πολιτικό ανταγωνισμό και ιδιαίτερα την ατζέντα των κομμάτων της Αριστεράς, είναι η διαίρεση της έμφυλης ταυτότητας, μέσα από το δεύτερο κύμα του φεμινιστικού κινήματος τη δεκαετία του 1960. Οι διαιρετικές τομές των Lipset και Rokkan, «παιδιά» δύο διαφορετικών επαναστάσεων, της σύστασης του σύγχρονου έθνους-κράτους (τέλη 19ου αιώνα) και της βιομηχανικής επανάστασης (αρχές 20ου αιώνα), καθορίζουν μέσα από την αλληλεπίδρασή τους στις δυτικές αστικές δημοκρατίες το πεδίο του εκλογικού ανταγωνισμού από τη δεκαετία του 1920 και την καθιέρωση της μαζικής ψηφοφορίας μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Πρόκειται για τις τομές: i) «Κέντρο-Περιφέρεια» ή πολιτισμική διαιρετική τομή, με όρους κυρίαρχης και υποτελούς κουλτούρας, ii) «Κράτος-Εκκλησία» ή θρησκευτική διαιρετική τομή, με όρους διαμάχης προνομίων και αρμοδιοτήτων μεταξύ του κοσμικού κράτους και της καθολικής ιεραρχίας, iii) «Πόλη-Ύπαιθρος» ή αγροτική διαιρετική τομή, και τέλος iv) «Εργασία- Ιδιοκτησία» ή ταξική διαιρετική τομή, που εκ των υστέρων θεωρείται ως η σπουδαιότερη όλων, τόσο κοινωνικά όσο και πολιτικά.
Μόλις όμως ένα χρόνο μετά την εισαγωγή της θεωρίας των Lipset και Rokkan, οι κοινωνίες και τα πολιτικά συστήματα τα οποία περιέγραψαν βιώνουν μια σειρά από σημαντικές κοινωνικές αναταράξεις (Μάης 1968), καταρρεύσεις και ανατροπές στα «παγιωμένα» εκλογικά συστήματα (Δανία 1970), και δομικές αλλαγές σε επίπεδο κοινωνικής σύνθεσης (ανάδειξη της μεσαίας τάξης). Η πληθώρα των καταιγιστικών κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αλλαγών που έλαβαν χώρα στις δεκαετίες του 1970 - 1980 οδήγησε στην ανάπτυξη επιχειρημάτων που υποστήριξαν όχι μόνο τη φθίνουσα σημασία των παραδοσιακών διαιρετικών τομών, αλλά κυρίως την ανάδυση νέων. Η βασική «αντι-θεωρία» προκύπτει από το έργο του Ronald Inglehart, ο οποίος το 1971 διατυπώνει τη δική του θεωρία, γνωστή ως «μεταϋλισμός» (post-materialism). Ο Inglehart επιχειρεί να περιγράψει μια νέα διαιρετική τομή που αφορά τις νεότερες ηλικίες, τους «ενηλικιωθέντες» πολιτικά μέσα σ’ ένα καθεστώς οικονομικής ευμάρειας, τους ψηφοφόρους με υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης και χαμηλότερα επίπεδα ιδεολογικής ταύτισης (ψηφοφόροι-καταναλωτές). Τα «άτομα» πλέον και όχι οι κοινωνικές τάξεις ή οι κοινωνικές ομάδες, έχοντας εκπληρώσει τις υλιστικές τους ανάγκες, στρέφουν το ενδιαφέρον τους σε αξιακές και μεταϋλιστικές διεκδικήσεις. Με άλλα λόγια, ο μεταϋλισμός υποστηρίζει ότι οι παραδοσιακές διαιρετικές τομές - και κυρίως η ταξική διαιρετική τομή - αντικαθίστανται σταδιακά από μια νέα αξιακή διαίρεση που ενσωματώνει ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κοινωνικών ελευθεριών και νεωτερικών διεκδικήσεων, κινήματα σεξουαλικής ισότητας και απελευθέρωσης, οικολογικής συνείδησης και προστασίας του περιβάλλοντος. Όμως, η προσδοκώμενη αντικατάσταση των παλιών παραδοσιακών διαιρέσεων από τις μεταϋλιστικές διαψεύδεται πανηγυρικά μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1990. Η διάψευση αυτή λαμβάνει χώρα με δύο διαφορετικούς τρόπους: 1) οι κομματικές οικογένειες των παραδοσιακών διαιρετικών τομών, ιδίως της σημαντικότερης ταξικής τομής της Αριστεράς - Δεξιάς, αποδεικνύονται εκλογικά σταθερές, 2) τα νέα αξιακά διακυβεύματα σταδιακά ενσωματώνονται στις παραδοσιακές τομές, πολλές φορές με μια προσδοκώμενη μορφή -για παράδειγμα τα ζητήματα ισότητας και ελευθερίας του ομοφυλόφιλου κινήματος ευθυγραμμίζονται σχεδόν γραμμικά με τη διαίρεση της Αριστεράς - Δεξιάς, ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι νέες μεταϋλιστικές αξίες προσθέτουν έναν νέο άξονα ανταγωνισμού στις κλασικές διαιρέσεις. Για παράδειγμα, μια πολιτισμική σύγκρουση «κοσμοπολιτισμού - εθνικής περιχαράκωσης» μπορεί να μην τέμνει ομοιογενώς τη διαίρεση της Αριστεράς - Δεξιάς.
Οι διαιρετικές τομές στην Ελλάδα
Η συζήτηση για τις διαιρετικές τομές στην Ελλάδα βασίζεται στη διαπίστωσης μιας σημαίνουσας ιδεολογικής διαίρεσης Αριστεράς - Δεξιάς που δεν κατορθώνει να γίνει μια δομική διαιρετική τομή εξαιτίας της απουσίας προλεταριάτου και συνθηκών βιομηχανοποίησης. Η διαίρεση αυτή εκκινά από τη διάσταση «Βενιζελικοί - Αντιβενιζελικοί», εξελίσσεται σε «Μη Εθνικόφρονες - Εθνικόφρονες» στα πλαίσια του Εμφυλίου, σε «Αντι-Δεξιά - Δεξιά» στην «καχεκτική δημοκρατία» και την πρώιμη Μεταπολίτευση, σε μια πιο πολωμένη εκδοχή «Αριστεράς - Δεξιάς» στην ενδιάμεση και ύστερη Μεταπολίτευση. Παράλληλα, εντοπίζουμε και εννοιολογικές παραλλαγές αυτής της σημαίνουσας διαίρεσης («Εκσυγχρονισμός - Αντι-εκσυγχρονισμός», «Νέο - Παλιό», «Κάθαρση - Διαφθορά), ενώ συγκυριακά προστίθενται συμπληρωματικά νέοι άξονες πολιτικού ανταγωνισμού. Όμως, τα ιδεολογικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας, και ενδεχομένως η διακυβέρνηση της χώρας από την καθεστωτική Δεξιά από το 2004, οδηγούν σε μια σημαντική ριζοσπαστικοποίηση (2008) που διαπιστώνεται, πέρα από τις έρευνες, από σημαντικά κοινωνικά γεγονότα, όπως η εξέγερση της νεολαίας με τα σύγχρονα «Δεκεμβριανά», και ακολουθείται από μια πρωτόγνωρη για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα οικονομική κρίση. Έτσι, στις εκλογές του 2007, αλλά κυρίως στην πολιτική αλλαγή του 2009 και την επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στη διακυβέρνηση, η ιδεολογική διαιρετική τομή «Αριστεράς - Δεξιάς» έχει ανακτήσει την ερμηνευτική της σπουδαιότητα. Η εφαρμογή της πολιτικής του Μνημονίου ως συνταγή αντιμετώπισης μιας άτακτης χρεωκοπίας, εκτός από το σημειολογικό για πολλούς τέλος της Μεταπολίτευσης, συνάδει με την ανάδυση μιας συγκυριακής διαίρεσης «Μνημόνιο - Αντιμνημόνιο», με σαφές υλιστικό και οικονομικό περιεχόμενο, η οποία φαίνεται να καθορίζει περισσότερο απ’ την ιδεολογική τομή την ψήφο στις διπλές εκλογές του 2012, στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 και στο δημοψήφισμα του Ιουλίου. Στις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου του 2015, η ιδεολογική διαιρετική τομή φαίνεται να επανακτά τη θέση της ερμηνευτικά. Θα τη διατηρήσει στο πλαίσιο της σχεδόν τετραετούς διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, ενώ σε μια αντίθετη αντανάκλαση της δεκαετίας του 1960 η ιδεολογική τομή ερμηνεύει επαρκώς και την επάνοδο της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Στη δεκαετία του 1960 προέκυψε μια κοινωνική συμμαχία απέναντι στο ισχυρό κράτος της Δεξιάς και ενσωματώθηκε ο χώρος της Αριστεράς στο ευρύτερο πλαίσιο της Αντιδεξιάς. Κατά τη γνώμη μου, σε έναν ακριβώς αντίθετο αντικατοπτρισμό μετά την διακυβέρνηση της χώρας από ένα αμιγώς αριστερό κόμμα, ο χώρος του Κέντρου, με τις θεωρητικές επανατοποθετήσεις του και την ηγεμονία του φιλελευθερισμού, ενσωματώθηκε -σε επίπεδο κοινωνίας και όχι κομμάτων- στη ρητορική της Δεξιάς, φτιάχνοντας αυτό που σχολιάστηκε ως «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» ρεύμα, και απέδωσε την επανανοηματοδότηση της ιδεολογικής διαίρεσης σε «Αριστερά - Αντιαριστερά». Η συγκεκριμένη οπτική ενισχύεται από το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, στις εθνικές εκλογές του Ιουλίου 2019, εντέλει κατόρθωσε να συσπειρώσει ένα κλασικό αριστερό και κεντροαριστερό ακροατήριο και βελτίωσε σημαντικά τα ποσοστά του στις εθνικές εκλογές σε σχέση με την ευρωκάλπη του Μαΐου.
Νέες διαιρέσεις και νοηματοδότηση της τομής Αριστερά - Δεξιά
Η διακυβέρνηση της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία έχει βασιστεί τόσο σε παραδοσιακά δεξιά αφηγήματα (οικονομική ανάπτυξη, τάξη και ασφάλεια με όρους «βαθέους κράτους», αντι-μεταναστευτική πολιτική) όσο και σε νέες διαιρέσεις («Άριστοι - Λαϊκιστές») και διακυβεύματα («επιστροφή στην κανονικότητα»). Η πανδημία του covid-19 δεν φάνηκε να διαταράσσει καθόλου την κυβερνητική πολιτική στόχευση, κρίνοντας από τα νομοσχέδια που ψηφίστηκαν στην Βουλή εν μέσω lockdown, νομιμοποίησε όμως μια διάσταση χάραξης πολιτικής βάσει των αποφάσεων των ειδικών επιστημόνων. Παράλληλα, η κυβέρνηση επανατοποθετήθηκε, έστω και προσχηματικά, στη διαίρεση «Δημοσίου - Ιδιωτικού», με το Δημόσιο να ανακτά τη σπουδαιότητά του μέσα στο πλαίσιο της υγειονομικής κρίσης, ενώ στο επίπεδο της επικοινωνιακής πολιτικής (που δυστυχώς από την Αριστερά υποτιμάται) θέτει επιτυχώς στο τραπέζι μια διαίρεση «Αλαζονίας - Μετάνοιας» μέσα από τα δημόσια συγνώμη και τις αναθεωρήσεις λανθασμένων πολιτικών επιλογών της με μια lifestyle εύπεπτη διάσταση· υπενθυμίζω τη δήλωση μετάνοιας Μπακογιάννη μετά τα χωρίς αποστάσεις εγκαίνια του Δήμου στη νέα Πλατεία Ομονοίας τη στιγμή που δυνάμεις των ΜΑΤ επιχειρούσαν κατά πολιτών σε άλλες πλατείες της χώρας (Κυψέλη, Αγία Παρασκευή, Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης).
Σ’ αυτό το πλαίσιο η ελληνική Αριστερά οφείλει να επανακαθορίσει το περιεχόμενο της ιδεολογικής διαίρεσης. Ο εσωτερικός θεωρητικός αναστοχασμός και η επικαιροποίηση της ταξικής ανάλυσης οφείλει να συναντηθεί με τις νέες μεταϋλιστικές διεκδικήσεις: i) την κινηματική δυναμική των ζητημάτων της σεξουαλικής καταπίεσης και της πατριαρχικής δολοφονίας της διαφορετικότητας (υπόθεση Ζακ), ii) την επιστροφή του πράσινου κινήματος και την ενσωμάτωση των εξαιρετικά επίκαιρων περιβαλλοντικών ζητημάτων - άμεσα συσχετιζόμενων με ολιστικό τρόπο και με την πανδημία, iii) την αναβίωση του κράτους δικαίου απέναντι στην Δεξιά τιμωρητική διάσταση του κράτους (υπόθεση Βασίλη Δημάκη), iv) την ανάγκη για πολυπολιτισμική κοινωνία με την αποδοχή και την ενσωμάτωση των μεταναστών. Παράλληλα, οφείλει να υπερασπιστεί το «λαϊκό» μέσα από την ευρύτερη κριτική του «λαϊκισμού» και την αναγωγή του σε απόλυτο κακό, καθώς και να τοποθετηθεί στην διαίρεση «Opinion makers - Opinion followers», όχι μόνο απομυθοποιώντας την σωρεία των καθημερινών fake news, αλλά περισσότερο παράγοντας τις δικές της ειδήσεις. Τέλος, οφείλει να ανταποκριθεί στη σημαντική διάσταση της διαίρεσης «Εκκοσμίκευση - Θρησκευτικός σκοταδισμός», προκαλώντας τα όρια της ελληνικής κοινωνίας για την εξερεύνηση του φαινομενικά επώδυνου, αλλά εν τέλει αναγκαίου διαχωρισμού.
* Διδάσκων Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Το άρθρο προέκυψε μέσα από την συζήτηση «Κόμμα, Κοινωνία, Ιδεολογία. Στην αναζήτηση μιας νέας μαζικής λαϊκής συλλογικότητας» του Δικτύου για τη Δημοκρατική Μεταρρύθμιση του Κράτους - ViaPublica.
No comments:
Post a Comment