Monday, February 03, 2020

H ιστορία των Αμερικακανικών προκριματικών εκλογών (του Θανάση Τσακίρη)

«Προκριματικές εκλογές» είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ για τις εκλογές με τις οποίες τα δύο μεγάλα (κι όχι μόνο) πολιτικά κόμματα επιλέγουν τους υποψηφίους τους στις προεδρικές εκλογές σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Οι προκριματικές εκλογές ξεκινουν τον Ιανουάριο του έτους της εκλογής («η σεζόν των προκριματικών». Μια καλή αρχή στις προκριματικές θεωρείται ζωτικής σημασίας, αν ένας υποψήφιος θέλει να κερδίσει προεδρική υποψηφιότητα του κόμματός του - ωστόσο, ο Τζορτζ Μπους αντέστρεψε αυτή την τάση το 2000 κάνοντας μια κακή εκκίνηση, αλλά τελικά κατάφερε να κερδίσει το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Από το 1952 και μετά οι πρώτες προκριματικές εκλογές γίνονται στην πολιτεία Νιού Χάμσαιρ. Είναι το πρώτο πραγματικό τεστ γνώμης και παίρνει μεγάλη δημοσιότητα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ως αποτέλεσμα μια σειρά από άλλες πολιτείες έχουν προσπαθήσει να επισπεύσουν τις δικές τους  προκριματικές τους αλλά η μεγαλύτερη αντίπαλος με όρους σπουδαιότητας είναι η λεγόμενη «Σούπερ Τρίτη» (αρχικά ήταν την 8 Μαρτίου 1988, αλλά τώρα είναι η δεύτερη Τρίτη του Μαρτίου) όταν 21 (κυρίως Νότιες) πολιτείες διενεργούν ταυτόχρονα προκριματικές.

Υπάρχει μια ποικιλία τρόπων με τους οποίους πραγματοποιούνται οι εκλογές σε τοπικό επίπεδο που είναι σχεδόν σαν «ζέσταμα» ή, καλύτερα, σαν τους προκριματικούς σε μια συνάντηση αγώνα στίβου. Όποιοι κερδίσουν θα προχωρήσουν στον επόμενο, δηλαδή στους ημιτελικούς (πολιτειακές εκλογές κόμματος) και όποιοι κερδίσουν κι αυτόν το γύρο πηγαίνουν στον τελικό. Το ένα είναι το caucus system. Άλλοι τρόποι είναι οι λεγόμενες προκριματικές: κλειστές, ανοιχτές και γενικές προκριματικές. Ανεξάρτητα από τον τίτλο τους οι προκριματικές εκλογές είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να εκδημοκρατικοποιηθεί η τοπική πολιτική όσο πιο πολύ γίνεται. Αυτό δεν ισχύει τόσο πολύ για το caucus system.
Η λέξη «caucus»  προέρχεται από τους ιθαγενείς της Αμερικής και σημαίνει “ συγκεντρωνόμαστε και κάνουμε μεγάλο θόρυβο.” Αυτό το σύστημα δίνει μεγάλη δύναμη στα χέρια των τοπικών ηγετικών στελεχών του κόμματος και υπάρχει ο φόβος ότι οι απόψεις των μελών σε τοπικό επίπεδο δεν λαμβάνονται υπόψη. Μέχρι το 1980 μόνο το 25% των αντιπροσώπων στα εθνικές συνέδρια (που προέρχονταν από 18 πολιτείες) ψηφίζονταν με αυτόν τον τρόπο. Το 1988, μόνο το 16% των αντιπροσώπων Δημοκρατών επιλέχθηκαν με αυτόν τον τρόπο, ενώ λιγότερο από το 21% των Ρεπουμπλικανών. Ο αριθμός συνέχισε να συρρικνώνεται με μόνο 12 Ρεπουμπλικανικές  πολιτειακές κομματικές οργανώσεις χρησιμοποιούσαν  αυτό το σύστημα το 1996 και οι Δημοκρατικοί έκαναν χρήση του μόνο σε 14 πολιτείες.
Caucus είναι μια σειρά συγκεντρώσεων του κόμματος σε όλα τα επίπεδα της κομματικής οργάνωσης σε μια πολιτεία: εκλογικά διαμερίσματα, επαρχίες και κομητείες. Σε κάθε επίπεδο, τα μέλη του κόμματος ψηφίζουν αντιπροσώπους που θα μεταφέρουν τις απόψεις τους σχετικά με την επιλογή του υποψηφίου προέδρου στο επόμενο επίπεδο. Τελικά τα πολιτειακά συνέδρια επιλέγουν τους αντιπροσώπους στο εθνικό συνέδριο. Αυτές οι συνεδριάσεις πολύ συχνά κυριαρχούνται από ακτιβιστές του κόμματός που είναι αρκετά στρατευμένοι  στον σκοπό του κόμματος για να συμμετέχουν σε κάθε στάδιο. Οι υποστηρικτές του συστήματος αυτού πιστεύουν ότι έτσι επιλέγεται ο καλύτερος υποψήφιος. Ωστόσο, οι συνελεύσεις είναι κλειστές (δηλαδή δεν είναι ανοιχτές σε οποιονδήποτε άλλον παρά μόνο στα μέλη του κόμματος) και ιστορικά είχαν συνδεθεί με μια μικρή ομάδα ανδρών στο Κογκρέσο και στα πολιτειακά νομοθετικά σώματα που επιλέγουν τους υποψηφίους του κόμματος για τα εθνικα και τα πολιτειακά αξιώματα., συμπεριλαμβανομένων των προεδρικών υποψηφίων.

Ως αποτέλεσμα αυτής της προφανούς έλλειψης δημοκρατικής προσέγγισης, όλο και λιγότερες πολιτείες χρησιμοποιούν αυτό το είδος επιλογής. Πολλοί πιστεύουν ότι το σύστημα επιτρέπει στους τοπικούς πολιτικούς «μεγαλοπαράγοντες» να κυριαρχούν στα εκλογικά διαμερίσματα και άλλες εκλογικές περιοχές, και ότι οποιαδήποτε τελική επιλογή υποψηφίου προέδρου δεν είναι πραγματικά αντιπροσωπευτική των εκλογέων του caucus, αλλά αποκλειστικά  των απόψεων  των εν λόγω πολιτικών  πρόσωπων που κυριαρχούν σε τοπικό επίπεδο.

Τι είναι οι προκριματικές;
Αυτό το σύστημα επιτρέπει μια ευρύτερη συμμετοχή των ψηφοφόρων να εκφράσουν τις απόψεις τους σχετικά με το ποιος πρέπει να εκπροσωπεί το κόμμα στις επόμενες εκλογές. Σε μερικές περιπτώσεις  δεν χρειάζεται να είναι κανείς μέλος του κόμματος για να  ψηφίσει.
Οι κλειστές προκριματικές προσφέρουν μεγαλύτερο βαθμό συμμετοχής σε σχέση με τη διαδικασία των caucus καθώς δεν περιορίζεται στα μέλη του κόμματος. Σε όσους εκλογείς έχουν προσχωρήσει σε ένα κόμμα δίνεται το δικαίωμα να συμμετέχουν στην προκριματική διαδικασία του κόμματος αυτού. Η δήλωση αυτή μπορεί να γίνει καθώς ο ψηφοφόρος εισέρχεται στο εκλογικό τμήμα με μια δήλωση πως ψήφισε υπέρ του κόμματος στις τελευταίες εκλογές και ότι έχουν την πρόθεση να ψηφίσουν στην προκριματική διαδικασία του κόμματος.
Οι ανοιχτές προκριματικές επιτρέπουν  ακόμα μεγαλύτερη συμμετοχή. Οι ψηφοφόροι της πολιτείας, ανεξάρτητα από την κομματική προτίμησή τους, μπορούν να συμμετέχουν σε όποιου κόμματος την προκριματική διαδικασία αλλά μόνον του ενός. Το πλεονέκτημα αυτού του συστήματος είναι ότι επιτρέπει στον πιο δημοφιλή υποψήφιο να προταθεί και που η δημοτικότητά του διαπερνά τα κομματικά όρια. Αυτό είναι όντως πλεονέκτημα αλλά ο καθαρά δημοκρατικός χαρακτήρας αυτού του συστήματος είναι επιρρεπής σε καταχρήσεις. Στο παρελθόν έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου οι Δημοκρατικοί, για παράδειγμα, έχουν ψηφίσει νόμιμα σε προκριματική εκλογή των Ρεπουμπλικανών και αντιστρόφως. Πολλές φορές το κάνουν αυτό για να ψηφίσουν τον «χειρότερο» υποψήφιο του αντίπαλου κόμματος. Είκοσι εννέα πολιτείες χρησιμοποιούν αυτό το σύστημα ψηφοφορίας.
Οι γενικές (blanket) προκριματικές δίνουν τη δυνατότητα της πιο ευρείας συμμετοχής. Οι ψηφοφόροι μπορούν να ψηφίζουν και στις προκριματικές εκλογές όλων των κομμάτων - δηλαδή τόσο των Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών αλλά και των μικρότερων κομμάτων (π.χ. το 2004 στις προκριματικές του Μεταρρυθμιστικού (Reform) Κόμματος συμμετείχαν  και ψηφοφόροι του Πράσινου Κόμματος για να υποστηρίξουν τον ακτιβιστή τους Ραλφ Νέιντερ που το 2000 με 3% στέρησε τη νίκη από τους Δημοκρατικούς).

Από πολιτεία σε πολιτεία διαφέρουν οι τρόποι κατανομής των εκπροσώπων  στους προεδρικούς υποψηφίους. Μερικά προκριματικές χρησιμοποιούν το σύστημα «ο νικητής τα παίρνει όλα» (WTA) όπου ο υποψήφιος που θα κερδίσει τις περισσότερες ψήφους σε μια προκριματική παίρνει όλους τους συνέδρους.

Η εναλλακτική απάντηση στο αυτό το συστήμα είναι η αναλογική εκπροσώπηση (PR) που κατανέμει τους εκπροσώπους κατ’ αναλογία με τον αριθμό των ψήφων που έλαβαν στη προκριματική διαδικασία. Οι Δημοκρατικοί χρησιμοποιούν το σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης από το 1969 σε μια προσπάθεια να ενισχυθεί η φωνή των μειονοτικών ομάδων αλλά και να διευρύνουν την αποδοχή των υποψηφίων. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια το Δημοκρατικό Κόμμα χρησιμοποίησε το σύστημα «ο νικητής τα παίρνει  όλα» σε μεγαλύτερες προκριματικές. Επίσης, ορισμένες από τις μεγαλύτερες πολιτείες το ευνοούν, καθώς αισθάνονται ότι το σύστημα  «ο νικητής τα παίρνει όλα» αυξάνει την πολιτική τους επιρροή στη συνολική διαδικασία εκλογής του προεδρικού υποψηφίου.
Μερικές προκριματικές αποκαλούνται και «συμβουλευτικές προκριματικές» καθώς οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι στο εθνικό συνέδριο δεν χρειάζεται να ακολουθήσουν τις απόψεις των ψηφοφόρων και είναι ελεύθεροι να ακολουθήσουν τη δική τους προτίμηση για προεδρικό υποψήφιο. Ωστόσο, οι ψηφοφόροι έχουν εκφράσει τις συμβουλές τους - εξ ου και ο τίτλος- στο ψηφοδέλτιο.
Άλλες προκριματικές αποκαλούνται «υποχρεωτικές προκριματικές» ή «δεσμευτικές προκριματικές» καθώς οι απόψεις των ψηφοφόρων σε σχέση με τον υποψήφιο για την προεδρία είναι δεσμευτικές για τους εκπροσώπους και οι εκπρόσωποι στο εθνικό συνέδριο ψηφίζουν αναλόγως. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία αμφισβητήθηκε επιτυχώς το 1981, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι μια πολιτεία δεν θα μπορούσε να αναγκάσει έναν εκπρόσωπο σε ένα εθνικό συνέδριο να υποστηρίξει τον νικητή της προκριματικής διαδικασίας της πολιτείας (Δημοκρατικό Κόμμα vs La Follette).



1. Η εποχή των πειραμάτων (1901-1916)


"Αρκετά πια... δεν θα στέκεται πλέον μεταξύ των ψηφοφόρων και του αξιωματούχου μια πολιτική μηχανή με ένα πολύπλοκο σύστημα ομάδων και συνδιασκέψεων, με τη χειραγώγηση των οποίων ανατρέπει τη βούληση των ψηφοφόρων και τους κανόνες της επίσημης συμπεριφοράς." Το 1905 στην πολιτεία Wisconsin ψηφίστηκε νόμος που προβλέπει την άμεση εκλογή των αντιπροσώπων στα εθνικά κομματικά συνέδρια αλλά δεν έλεγε τίποτα για την προτίμηση των εκπρόσωπων για τους υποψηφίους για την προεδρία της χώρας. Η Όρεγκον είναι συνήθως αυτή η  πολιτεία που πιστώνεται  τη θέσπιση της πρώτης προκριματικής εκλογής για τους υποψήφιους για το προεδρικό χρίσμα, μια διαδικασία που περιπαικτικά αποκαλείται «διαγωνισμός ομορφιάς» και διαχωρίζεται από την εκλογή των συνέδρων. Το 1910, η ιδέα της προκριματικής εκλογής τέθηκε ενώπιον των ψηφοφόρων που την ενέκριναν. Ο νόμος, που ακόμα ισχύει με βάση το σύνταγμα της Πολιτείας αυτής προέβλεπε τόσο την λαϊκή επιλογή των υποψηφίων για την προεδρία όσο και την εκλογή των αντιπροσώπων που νομικά είναι υποχρεωμένοι να στηρίξουν τον νικητή της προκριματικής εκλογής. 

Ως το 1912 δώδεκα πολιτείες εξέλεγαν τους εκπροσώπους στο συνέδριο στις προκριματικές ενώ 20 πολιτείες το 1920. Το 1912 ο Θίοντορ Ρούσβελτ και Ρόμπερτ Λα Φολέτ αντιμετώπισαν  τον απερχόμενο  Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο Ταφτ. Ο Ρούζβελτ αποδείχθηκε ότι ήταν ο δημοφιλέστερος υποψήφιος αλλά καθώς στις περισσότερες πολιτείες οι επιλογές δεν ήταν δεσμευτικές ο Ταφτ έλεγχε το συνέδριο.

2. Η εποχή της υποχώρησης (1917-1945)

Αυτό που τα προηγούμενο διάστημα ήταν ένα κίνημα που σάρωνε την επικράτεια, αυτή την εποχή υποχωρεί. Μπορεί να θεωρηθεί ως οπισθοδρόμηση ως προς το τι είχε εξελιχθεί στη  διάρκεια των προηγούμενων ετών. Μόνο η πολιτεία της Αλαμπάμα ψήφισε νόμο για την καθιέρωση προεδρικών προκριματικών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Σταμάτησε η εφαρμογή των πολιτειακών νόμων και ορισμένες πολιτείες κατάργησαν τους νόμους εξ ολοκλήρου, παραδείγματος χάριν Αϊόβα, Μοντάνα, Ιντιάνα και το Μίσιγκαν, μεταξύ άλλων Αυτό οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Το ένα ήταν το υψηλό κόστος που συνοδεύει τη  διαδικασία των προκριματικών εκλογών, ειδικά από την φάση του κραχ του 1929 και ύστερα με την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ‘30. Άλλος λόγος ήταν η χαμηλή συμμετοχή των ψηφοφόρων, καθώς και η απόρριψη και αγνόηση της διαδικασίας από πολλούς υποψηφίους.

3. Η εποχή της ανανέωσης του ενδιαφέροντος (1945 – 1968)

Οι περισσότερες προοδευτικές αλλαγές άρχισαν να γίνονται μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Χαρακτηριστική στιγμή της ιστορίας των προκριματικών ήταν το 1952. Ο Γερουσιαστής των Δημοκρατικών από το Τενεσί, Estes Kefauver, είχε την άποψη ότι αν τα πήγαινε αρκετά καλά στην διαδικασία των προεδρικών προκριματικών εκλογών  θα μπορούσε να πείσει τα αφεντικά (bosses)του κόμματος να στοιχηθούν πίσω από αυτόν και να τον ορίσουν ως υποψήφιο του κόμματος για την προεδρία των ΗΠΑ. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο Kefauver είχε κερδίσει δώδεκα από τις δεκατέσσερεις προκριματικές, δεν κατάφερε να πείσει τους αρχηγούς του κόμματος που κατέληξαν να ορίσουν άλλον υποψήφιο. Ενώ ήταν μια αποτυχημένη χρονιά για τον Kefauver, ήταν πολύ καλύτερη για το σύστημα των προκριματικών γενικότερα. Η συμμετοχή των ψηφοφόρων υπερδιπλασιάστηκε το 1952 σε 12,7 εκατομμύρια (πάνω από 4,8 εκατομμύρια σε σχέση με το 1948). Μπορεί τα κομματικά αφεντικά να συνεχίζουν να  έχουν ισχύ, αλλά οι πολίτες άρχισαν να δείχνουν όλο και πιο αυξημένο ενδιαφέρον για την προκριματική διαδικασία.

4. Η εποχή της μεταρρύθμισης (1968 – σήμερα)

Η εξέγερση των φοιτητών της δεκαετίας του ’60 και η εμπλοκή πολλών εξ αυτών στις προκριματικών εκλογών του Δημοκρατικού Κόμματος το 1968 έδειξαν την ανάγκη μεταρρύθμισης του συστήματος. Ώθηση για την εθνική αποδοχή των δεσμευτικών προκριματικών εκλογών ήταν το χαοτικό Εθνικό Συνέδριο των Δημοκρατικών το 1968. Ο Αντιπρόεδρος Hubert Humphrey εξασφάλισε το χρίσμα, μολονότι δεν είχε κερδίσει ούτε μία προκριματική εκλογή. Μετά από αυτό, η Δημοκρατική Εθνική Επιτροπή ανέθεσε σε επιτροπή με επικεφαλής τον γερουσιαστή George McGovern που συνέστησε στις πολιτείες να θεσπίσουν νέους κανόνες για να διασφαλιστεί η ευρύτερη συμμετοχή. Ένας μεγάλος αριθμός πολιτειών, αντιμέτωπες με την ανάγκη να διαμορφώσουν πιο λεπτομερείς κανόνες για την επιλογή των εθνικών αντιπροσώπων, επέλεξαν  την προεδρική προκριματική εκλογή ως ευκολότερο τρόπο να έρθουν σε συμφωνία με τους νέους εθνικούς κανόνες του Δημοκρατικού Κόμματος. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στο μέλλον πολύ περισσότεροι εκπρόσωποι θα επιλέγονταν από πολιτειακές προεδρικές προκριματικές εκλογές. Οι Ρεπουμπλικάνοι κι αυτοί με τη σειρά τους υιοθέτησαν τις προκριματικές σε πολύ περισσότερες πολιτείες.






Με τη διευρυμένη χρήση του συστήματος των προκριματικών εκλογών, οι πολιτείες προσπαθούν να αυξήσουν την επιρροή τους στη διαδικασία ορισμού των υποψηφίων. Μια τακτική ήταν να δημιουργήσουν γεωγραφικά μπλοκ για να ενθαρρύνουν τους υποψηφίους να αφιερώνουν το χρόνο τους σε μια περιοχή. Το Βερμόντ και η Μασαχουσέτη προσπάθησαν να οργανώσουν κοινή διεξαγωγή των προκριματικών της Νέας Αγγλίας την πρώτη Τρίτη του Μαρτίου, αλλά το Νιού Χαμπσάιρ αρνήθηκε να συμμετάσχει γιατί έτσι δεν θα μπορούσε να διατηρήσει την παραδοσιακή θέση του ως η πρώτη  πολιτεία στην οποία διενεργείται κάθε φορά η προκριματική εκλογή. Η πρώτη επιτυχημένη περιφερειακή προκριματική διαδικασία ήταν αυτή της «Σούπερ Τρίτης» στις 8 Μαρτίου 1988, κατά την οποία εννέα νότιες πολιτείες ενώνονται με την ελπίδα ότι οι Δημοκρατικοί θα εκλέξουν  έναν υποψήφιο που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα των νοτίων.







No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...