Wednesday, February 12, 2020

Μεταμοντερνισμού σπαργάματα - 2ο (του Θανάση Τσακίρη)



«Ο νέος είναι ωραίος, μα ο παλιός είναι αλλιώς». Ένα ρητό που παλιότερα το ερμηνεύαμε μόνο στα πλαίσια των συμφραζομένων του λόγου της καθημερινότητας των στρατιωτών. Σήμερα είμαστε υποχρεωμένοι να σκύψουμε πάνω σε μια «νέα εικόνα» και να προσπαθήσουμε να την ερμηνεύσουμε χρησιμοποιώντας πολλές φορές «νέα», και «άγνωστα» μέχρι τώρα, κριτήρια. Ένας από τους παράγοντες που αποτελούν κριτήριο ανάγνωσης αυτής της νέας «πραγματικότητας» την οποία όλοι και όλες αναγνωρίζουμε πως υφίσταται είναι ο παράγοντας χρόνος και η σημασία του για την κατανόησή της. Η Agnes Heller τονίζει ότι τόσο το μέλλον όσο και το παρελθόν, παρά την απέραντη διαφορετικότητά τους, συμπυκνώνουν σε μια στιγμή το χρόνο [1]. Μια από τις ερμηνείες που μπορούν να δοθούν για την παρατήρηση αυτή είναι ότι η στιγμή, το παρόν που βιώνουμε, είναι τμήμα μιας διαδικασίας μετάβασης, προς κάποιες «νέες εποχές» που κουβαλάνε πάνω τους στίγματα ενός κοινωνικού, ιστορικού παρελθόντος από το οποίο η διαφυγή είναι, όχι βέβαια αδύνατη, αλλά βασανιστική. Όσο γρήγορες και επιταχυνόμενες και αν είναι οι ενδιάμεσες αλλαγές και ανατροπές, τόσο οι αντιστάσεις και οι ενστάσεις δυναμώνουν και φουντώνουν. Το παρελθόν αξιολογείται με μύριες όσες μορφές, που καταλαμβάνουν όλες τις θέσεις και τα άκρα ενός φάσματος θετικών και αρνητικών αξιολογήσεων. Ίσως αυτό υπονοείται στη θέση του Barry Smart ότι οι «νέες εποχές» στις οποίες τυχαίνει να ζούμε εμπεριέχουν παλιές σκοτούρες, οικείες κι αναγνωρίσιμες προοπτικές και δυνατότητες καθώς και τέρψεις πάσης φύσεως [2]. Μια ιδέα που είναι αναγνωρίσιμη και αρκετά παλιά : εγγενές στοιχείο της νεoτερικότητας είναι η ίδια η μεταβατικότητα σε νέες εποχές.

To ερώτημα όμως που τίθεται είναι το κατά πόσον, σ’ αυτή τη μεταβατική εποχή, βιώνουμε την αλλαγή του κοινωνικό – οικονομικού συστήματος και, κατά συνέπεια, του πολιτικού συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, οι αλλαγές που, πράγματι, σημειώνονται σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας από το νομικό πλέγμα των εργασιακών σχέσεων, δηλαδή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εργαζομένων βάσει της εργατικής νομοθεσίας που είναι άμεσο προϊόν συμβιβασμών στα πλαίσια της ταξικής πάλης, τους τρόπους κεφαλαιακής συσσώρευσης και τις τεχνολογικές συνιστώσες της παραγωγής, έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του καπιταλισμού ως κοινωνικό – οικονομικού συστήματος ; Ή μήπως πρόκειται για ριζικές μεταβολές που ενισχύουν τον καπιταλισμό και που τον νομιμοποιούν εκ νέου, τροποποιώντας τους πολιτικούς τύπους και τους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τις μεταβολές αυτές ;




Η συζήτηση αρχίζει από παλιά. Αν λάβουμε υπόψη μας δυο συγγραφείς της φιλελεύθερης, εν γένει, παράδοσης θα διαπιστώσουμε ότι ήδη από τη δεκαετία του 1950-60 έχει αρχίσει να γίνεται λόγος για τη μετανεοτερική εποχή. Οι Αrnold J. Toynbee και Daniel Bell συνειδητοποιούν ότι κάτι αλλάζει στον κοινωνικό ορίζοντα και προσπαθούν να το περιγράψουν. Το άγχος του Toynbee για τη σταθερότητα των μεσοαστικών αξιών και της κυριαρχίας του αντίστοιχου αμερικάνικου τρόπου ζωής είναι φανερό [3]. Aυτό που ο ίδιος θεωρεί νεοτερικότητα, δηλαδή ο εργαλειακός λόγος και οι συμπαραδηλώσεις του κινδυνεύουν από τη φρενήρη ανάπτυξη και τους τρελούς ρυθμούς της τεχνολογικής αλλαγής που επιταχύνεται σε καθημερινή βάση υπό την αιγίδα όχι μόνον της καπιταλιστικής επιχείρησης αλλά και του κράτους.

 Ο Toynbee βλέπει στην ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους πρόνοιας στη Δυτική Ευρώπη και, εν μέρει, στη Βόρεια Αμερική, ένα διάπλατα ανοιχτό παράθυρο από το οποίο οι μάζες θα εισβάλλουν στον κόσμο της μεσοαστικής τάξης. Η αμφισβήτηση της νεοτερικότητας άρχισε, κατ’ αυτόν, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος αποκαλείται ως ο πρώτος μετανεοτερικός πόλεμος. Η Σοβιετική Επανάσταση αντιπροσωπεύει, πάλι κατ’ αυτόν, την πρώτη μαζική επίθεση κατά της νεοτερικότητας όπως την όρισε. Η μεσοαστική τάξη του δεν φαίνεται να γνωρίζει πια την εποχή στην οποία ζει και αναπνέει, είναι μια εποχή που η ηγεμονία της φθίνει.

 Σε ένα πιο απαισιόδοξο τόνο ο D.Bell μιλά για τη μεταβιομηχανική κοινωνία που αντιπροσωπεύει την παρακμή του αστικού νεοτερικού πολιτισμού όπως εκφράστηκε στο βιομηχανικό ορθολογισμό. Οι πολιτισμικές αντιθέσεις του καπιταλισμού είναι τέτοιες που θα προκαλέσουν την αποσύνθεση αυτής της βιομηχανικής ορθολογικότητας και κοινωνίας. Η νοσταλγία του παρελθόντος είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της νεοσυντηρητικής σκέψης του Βell. Eστιάζοντας το βλέμμα του ιδιαίτερα στο χώρο της τέχνης, υποστηρίζει πως αυτή έχει υπονομεύσει την ηθικότητα του προτεσταντικού βιομηχανικού πνεύματος και πως η πουριτανική ηθική της εργασίας δίνει τη θέση της στην ηδονιστική αναζήτηση νέων αισθήσεων, εντυπώσεων και ικανοποιήσεων για λογαριασμό ενός ανεμπόδιστου κι ελεύθερου δεσμεύσεων και υποχρεώσεων «εγώ». Ο M. Featherstone τονίζει στην κριτική του ότι ο Βell υπερεκτιμά το ρόλο των πεποιθήσεων που απορρέει και από την υπερβολική έμφαση που δίνει στην παρουσία της τέχνης ως αποσταθεροποιητικής λειτουργίας της κοινωνικής ζωής χωρίς από τη μια αντιλαμβάνεται τις ίδιες τις πρακτικές της εμπορευματοποίησης της τέχνης που εντάσσουν μέσα στα πλαίσια του κυρίαρχου συστήματος όποιες αντίπαλες προς αυτό κριτικές και από την άλλη την επιδίωξη πολλών από αυτούς τους κριτικούς αντιπάλους ιδιαίτερα του χώρου της τέχνης και της διανόησης να παίξουν ταυτόχρονα το δικό τους ανατρεπτικό παιχνίδι αλλά και το παιχνίδι στο τερραίν της εμπορευματοποίησης [4].








ΒΙΒΛΟΓΡΑΦΙΑ

1.  Agnes Heller (1989)The Postmodern Political Condition (with F. Fehér). Cambridge, New York: Polity Press: Columbia University Press, 

2. Barry Smart (1993) Postmodernity ,London:Routledge 


3. Daniel Bell, (1973), The Coming of Post-Industrial Sοciety ; A Venture in Social Forecasting, New York, Basic Books
Bell D., (1976), The Cultural Contradictions of Capitalism, New York, Basic Books.


4. Mike Featherstone, M. (1988)." In Pursuit of the Postmodern: An Introduction". Theory, Culture ; Society, 5(2–3), 195–215.

Θανάσης Τσακίρης

Συνεχίζεται

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...