Tuesday, February 18, 2020

Ο συνδικαλισμός των εργαζομένων στις τράπεζες στην Ελλάδα: 1974-1993 -1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ (του Θανάση Τσακίρη)


1ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ



Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας μας θα ασχοληθούμε με τις θεωρίες για το συνδικαλισμό, καθόσον ότι πρέπει να ορίσουμε και να οριοθετήσουμε το αντικείμενο της μελέτης. Στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο οι μελέτες σχετικά με το χαρακτήρα και την ιστορική διαδρομή του ελληνικού εργατικού συνδικαλισμού είναι περιορισμένες αριθμητικά σε αντίθεση με τις μελέτες που αφορούν άλλα αντικείμενα της πολιτικής κοινωνιολογίας, όπως η πολιτική εξουσία και τα πολιτικά κόμματα. Όσον αφορά δε τις μεθόδους ανάλυσης που έχουν χρησιμοποιηθεί αυτές είτε σχετίζονται με την καθαρά ιστορική ή αφηγηματική προσέγγιση[1] είτε με τις θεωρίες περί κορπορατισμού.[2] Αυτή η περιορισμένη γκάμα μεθοδολογικών προσεγγίσεων μας υποχρεώνει να στρέψουμε την προσοχή μας σε άλλες ερευνητικές προσεγγίσεις, όπως π.χ. αυτής περί συνδικαλισμού ως «κοινωνικού κινήματος», χωρίς βεβαίως να αγνοούμε τις παραπάνω αναφερθείσες μεθόδους.

Σε αντίθεση με τη θεωρία περί «κορπορατισμού» που επικεντρώνεται κυρίως στη σχέση κράτους και κοινωνικών οργανώσεων ως μορφών συνεργασίας ή μη των δύο ή τριών πλευρών του συστήματος πολιτικής εκπροσώπησης, η προσέγγιση του συνδικαλισμού ως «κοινωνικού κινήματος» σκοπεύει να φωτίσει το «βίο» του κοινωνικού σώματος που εμπεριέχει τη δράση και οργάνωση της εργατικής τάξης στην προσπάθεια διεκδίκησης, υπεράσπισης και επέκτασης των δικαιωμάτων των μισθωτών εργαζομένων. Χωρίς να απορρίπτει ή να υποτιμά τη σημαντικότητα της θεωρίας περί «κορπορατισμού» και των μετέπειτα αναθεωρήσεών της και τη συμβολή της στη διαμόρφωση των ερμηνευτικών εργαλείων μας, η προσέγγιση του συνδικαλισμού ως «κοινωνικού κινήματος» θέτει, κατά τη γνώμη μου, ουσιαστικά ερωτήματα των οποίων οι απαντήσεις είναι ουσιαστικές για την εξήγηση και ερμηνεία της πολιτικής συμπεριφοράς των κοινωνικών υποκειμένων.

Ορισμένα τέτοια ερωτήματα θα τεθούν στη συνέχεια και αφορούν:
1.      Αυτό καθαυτό το πρόβλημα της συλλογικής δράσης· πώς ορίζεται η δράση;
2.       Το αν αποτελεί «ορθολογική σκέψη και ενέργεια»[3] η ανάληψη πολιτικής και συνδικαλιστικής δράσης;[4]
3.      Την ύπαρξη διαφορετικών μορφών συλλογικής δράσης και τρόπων συσχέτισής τους με τη συνδικαλιστική δράση.
4.      Την ύπαρξη αντιθετικών και αλληλοσυγκρουόμενων στόχων των πολιτικο-συνδικαλιστικών οργανώσεων.
5.      Το βαθμό επίδρασης των γενικότερων κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών εξελίξεων στη συνδικαλιστική δράση, δηλαδή το ειδικό βάρος της ιστορίας στη διαμόρφωση κοινωνικών κινημάτων.[5]
6.      Τα είδη συλλογικής δράσης, στρατηγικής και τακτικής που ταιριάζουν με το συνδικαλιζόμενο κοινωνικό υποκείμενο.
7.      Τη γκάμα των οργανωτικών μορφών που συντελούν στην ανάπτυξη του συνδικαλισμού ή, αντίθετα, έχουν ως αποτέλεσμα την υπανάπτυξή του.
8.      Τους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβάνεται τόσο η ηγεσία όσο και η βάση της συνδικαλιστικής οργάνωσης την επιρροή του κοινωνικού, οικονομικού, πολιτικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος, τη στρατηγική και την τακτική, τους στόχους, τις δομές και λειτουργίες του συνδικάτου;
9.      Τα χαρακτηριστικά των ενεργών συμμετεχόντων στο συνδικαλιστικό κίνημα από κοινωνιολογική άποψη (ταξική-κοινωνική προέλευση, εκπαίδευση, θέση στο επάγγελμα, ηλικία, φύλο κλπ.)
10. Τα κίνητρα και τα αντικίνητρα για την ενεργοποίηση των συμμετεχόντων στο συνδικάτο.
11. Τους διαθέσιμους πόρους για την επίτευξη των στόχων του συνδικάτου;
12. Το αν ισχύει ο κανόνας του «ατομικού συμφέροντος» ή, αντιθέτως, η συλλογική δράση αποσκοπεί στη διεκδίκηση συλλογικών αγαθών και υπηρεσιών.
13. Την ύπαρξη ή όχι άμεσου ατομικού οφέλους από τη συμμετοχή στις διαδικασίες και τη δράση του συνδικαλιστικού κινήματος.
14. Την ανεξαρτησία (πολιτική, ιδεολογική, οργανωτική) των οργανώσεων από το κράτος, τα πολιτικά κόμματα και τους εργοδότες.

Αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα θα μπορούσαν να τεθούν προς απάντηση και η παρούσα εργασία στοχεύει στην επεξεργασία απαντήσεων σε ορισμένα από αυτά και το άνοιγμα περαιτέρω διαλόγου και περαιτέρω επεξεργασίας σε ορισμένα άλλα.

1.1 Η έννοια της συλλογικής δράσης


Η αρχική έννοια που πρέπει να διερευνήσουμε είναι η «συλλογική δράση».
Κατ’ αρχήν, σύμφωνα με τον  Max Weber, η λέξη «δράση» εκφράζει «κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά όταν και στο μέτρο που το δρων άτομο της προσδίδει μια υποκειμενική σημασία»˙ αυτή η «δράση» (ανοιχτή, εσωτερική, υποκειμενική, θετική παρέμβαση ή αποχή-αδράνεια) είναι κοινωνική «στο μέτρο που το δρων άτομο (ή άτομα) λαμβάνει υπόψη τη συμπεριφορά των άλλων και, ως εκ τούτου, αποκτά προσανατολισμό».[6] Το ζήτημα της δράσης αναφέρεται πρώτα και κύρια σε επιστημολογικά ερωτήματα που συνήθως σχετίζονται και διατυπώνονται κοινωνιολογικά με όρους σχετικής «ορθολογικότητας» του υποδειγματικού δρώντος ατόμου-υποκειμένου σε οποιοδήποτε θεωρητικό σύστημα (π.χ. ιδεαλισμός, υλισμός). Με τους όρους αυτούς τίθεται το ερώτημα κατά πόσο τα πρότυπα δράσης είναι αποτελέσματα της συνεχούς διαπραγμάτευσης μεταξύ σχετικά μεμονωμένων ατόμων ή είναι, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, αποτέλεσμα της επιβολής (συναινετικά ή εξαναγκαστικά) πάνω στα άτομα μιας ιδιόμορφης συλλογικότητας.  Στην πιο απλή ερμηνεία της, «συλλογική δράση» είναι η έκφραση μιας ομάδας ανθρώπων με ενιαία φωνή˙ είναι, δηλαδή, μια μέθοδος αντιμετώπισης προβλημάτων. Με άλλα λόγια, η συλλογική δράση μπορεί να γίνει κατανοητή ως το αποτέλεσμα της συγκρότησης ενός συλλογικού ορισμού μιας κατάστασης. Αυτός ο ορισμός περιλαμβάνει στοιχεία της κοινής νοητικής πεποίθησης (ποια γεγονότα αναγνωρίζονται από κοινού ως πραγματικά και σχετικά), συναισθηματικούς παράγοντες (όπως η ματαίωση των προσωπικών αναγκών) και το δεσπόζον κίνητρο των συμμετεχόντων στη δράση.[7] Η κριτική προσέγγιση της συλλογικής δράσης μπορεί να προσφέρει μια θεωρητική κατανόηση των αντιφάσεων που ενυπάρχουν στην πραγματική υλική ύπαρξη των υποκειμένων και τις νομιμοποιήσεις της που περιορίζουν τους ορίζοντές της και στην πλήρη αυτοσυνείδηση των όσων υφίστανται αυτό που ονομάζεται «εκμετάλλευση»[8] και που συγκροτούν έτσι μια τάξη για τον εαυτό της με σκοπό την κοινωνική αλλαγή.[9]

1.2 Η έννοια του συνδικάτου


Επίσης, πρέπει να ορίσουμε την έννοια του συνδικάτου. Εργατική ένωση ή συνδικάτο είναι η οργάνωση των εργατών για την προστασία των εργατικών δικαιωμάτων και τη βελτίωση της θέσης του σε μια δεδομένη κοινωνία, κατά τέτοιο τρόπο ώστε η οργάνωση των εργατών να επιβιώνει ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Συνεπώς, ένα εργατικό συνδικάτο είναι μια μορφή συλλογικής δράσης εργαζομένων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που τους απασχολούν κατά κύριο λόγο με την ιδιότητά τους ως μισθωτών εργαζομένων. Με διαφορετικούς όρους, συνδικάτο είναι μια οργάνωση μισθωτών εργαζομένων που ιδρύεται με σκοπό την αντικατάσταση της ατομικής διαπραγμάτευσης στην αγορά εργασίας από τη συλλογική διαπραγμάτευση, τη διασφάλιση ότι οι αμοιβές και οι συνθήκες εργασίας θα διέπονται από κανόνες που θα εφαρμόζονται με συνέπεια για όλο το συνδικαλισμένο προσωπικό.[10]

Επομένως, με μια έννοια, το συνδικάτο είναι ένας θεσμός, δηλαδή σύνολο κοινωνικών κανόνων που ρυθμίζουν και προσανατολίζουν τη συμπεριφορά και που βασίζονται σε κυρώσεις σκοπός των οποίων είναι να εγγυηθούν τη συναίνεση από την πλευρά των υποκειμένων.[11]Η διαφορά μεταξύ μιας οργάνωσης και ενός θεσμού έγκειται στο ότι η οργάνωση δρα σε αντίθεση με το θεσμό. Αυτή η διφυής φύση του συνδικάτου ως οργάνωσης και θεσμού βρίσκεται στο επίκεντρο της μεγάλης θεωρητικής και μεθοδολογικής συζήτησης σχετικά με το πώς μελετάμε τα συνδικάτα.

Από ποιον όμως προστατεύουν τα συνδικάτα τα εργατικά δικαιώματα; Από πού απορρέουν αυτά τα εργατικά δικαιώματα; Πώς προκύπτουν τα προς επίλυση προβλήματα; Ο εργοδότης (employer) και ο εργάτης ή υπάλληλος (employee) συνάπτουν μία σχέση εργασίας που καλύπτεται νομικά από ένα συμβόλαιο, τη «σύμβαση εργασίας». Εργάτης είναι κάθε πρόσωπο που προσλαμβάνεται από έναν εργοδότη για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης εργασίας. Ο εργάτης συνεισφέρει σε μια επιχείρηση την εργασία του και την δαημοσύνη του. Η ξεχωριστή δραστηριότητα των εργατών δημιουργεί την οικονομική παραγωγή. Όμως, παρ’ όλο που οι εργάτες συμβάλλουν στην εξέλιξη και ανάπτυξη της επιχείρησης συνήθως δεν έχουν παρά ελάχιστη αυτονομία και έλεγχο όσον αφορά την παραγωγική υποδομή, την πνευματική ιδιοκτησία και τα επιχειρηματικά συμβόλαια. Οι εργάτες σχηματίζουν κατ’ αυτό τον τρόπο μια ξεχωριστή κοινωνική τάξη, την εργατική, που έχει ένα κοινό συμφέρον το οποίο προκύπτει από την έλλειψη ιδιοκτησίας και ελέγχου των μέσων παραγωγής. Το συνδικάτο αποτελεί μια βασική μορφή οργάνωσης των εργατών μιας επιχείρησης-εργοδότη ή ενός ολόκληρου κλάδου ή περιοχής που σκοπό έχει τη συλλογική διαπραγμάτευση είτε με μεμονωμένο εργοδότη είτε με εργοδότες συλλογικά σχετικά με τους μισθούς, τις ώρες εργασίας και γενικότερα τους όρους και συνθήκες εργασίας.

Επομένως τα συνδικάτα είναι η οργανωμένη έκφραση του ενός εκ των κοινωνικών υποκειμένων που μετέχουν στο σύστημα των εργασιακών σχέσεων. Με τον όρο εργασιακές σχέσεις αποδίδουμε το σύνολο των σχέσεων που σχηματίζονται στο χώρο της εργασίας και ιδιαίτερα τους όρους και τους κανόνες που διέπουν τις συνθήκες εργασίας, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις για την κατανομή και το περιεχόμενο της διανομής των καρπών της παραγωγής ανάμεσα στους εργοδότες και τους εργαζόμενους.[12] Τα συστήματα εργασιακών σχέσεων αποσκοπούν στην επίλυση των εξής προβλημάτων: α) τη ρύθμιση των βασικών θεμάτων οργάνωσης, της παραγωγής, κατανομής των εισοδημάτων και ποιότητας της εργατικής ζωής, β) την ορθότερη ένταξη των κοινωνικών παραγωγικών ομάδων μέσα στην κοινωνία, γ) τη συμμετοχή των διαφόρων κοινωνικών ομάδων στη λήψη των αποφάσεων και δ) την κοινωνική αποδοχή της νομιμότητας των αποφάσεων που λαμβάνονται  στα πλαίσια του συστήματος των εργασιακών σχέσεων. Τα συστήματα εργασιακών σχέσεων μεταβάλλονται λόγω της επίδρασης οικονομικών (κρίση, ύφεση, αναδιάρθρωση της οικονομίας διεθνοποίηση ανταλλαγών, ευρωπαϊκή ενοποίηση κ.α.), κοινωνικών (ωρίμανση κοινωνικών συνομιλητών, άνοδος μορφωτικού και πολιτιστικού επιπέδου τους, μαζική είσοδος γυναικών στην αγορά εργασίας, νέες αντιλήψεις/νοοτροπίες για την εργασιακή ζωή κ.α.), πολιτικών (πολιτική θέληση για δομικές αλλαγές, εξέλιξη των πολιτικών ιδεολογιών κ.α.) και θεσμικών (σύνδεση με την Ε.Ε.) παραγόντων.

Στο σημείο αυτό πρέπει να προβούμε σε ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με τον όρο «εργασιακές σχέσεις». Στην αγγλοσαξονική βιβλιογραφία γίνεται λόγος για «βιομηχανικές σχέσεις» (industrial relations), «εργασιακές σχέσεις» (labour relations) και «υπαλληλικές σχέσεις» (employee relations). Στην πρώτη περίπτωση οι «βιομηχανικές σχέσεις» αφορούν την ενασχόληση με «άρρενες χειρώνακτες εργάτες που εργάζονται σε μεγάλες μεταποιητικές μονάδες και αφορούν περιοριστικές πρακτικές, απεργίες και τη συλλογική διαπραγμάτευση. Οι «υπαλληλικές σχέσεις» θεωρούνται ότι αφορούν την ενασχόληση με τα περισσότερο ποικιλόμορφα πρότυπα απασχόλησης (μη χειρωνακτικές εργασίες, γυναικεία απασχόληση, μερική απασχόληση κλπ), την εργασία σε υψηλής τεχνολογίας επιχειρήσεις (high-tech) καθώς και στους τομείς του εμπορίου με χαμηλά επίπεδα συνδικαλιστικής οργάνωσης σε συνδυασμό με διευθυντικές στρατηγικές που αποσκοπούν στην εξατομίκευση της σχέσης απασχόλησης.[13] Ο όρος «εργασιακές σχέσεις» καλύπτει, κατά τη γνώμη μου, τα φαινόμενα που περιγράφουν και οι άλλοι όροι, και, επομένως, θα είναι αυτός που θα χρησιμοποιείται στο παρόν κείμενο.   

Ως συλλογική διαπραγμάτευση ορίζεται το σύνολο των διαπραγματεύσεων που λαμβάνουν χώρα μεταξύ αφενός ενός εργοδότη, ομάδας εργοδοτών ή μιας ή περισσότερων εργοδοτικών οργανώσεων, και αφετέρου μιας ή περισσότερων οργανώσεων εργαζομένων, και που αποσκοπούν στον καθορισμό των όρων και συνθηκών εργασίας και/ή τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των εργοδοτικών ή των επαγγελματικών οργανώσεών τους και μιας ή περισσότερων οργανώσεων εργαζομένων. Σύμφωνα με την ομώνυμη θεωρία τονίζεται ότι η συλλογική διαπραγμάτευση γίνεται με σκοπό την επίτευξη μιας συμφωνίας που να μπορεί να ισχύει για όλα τα μέλη μιας ομάδας εργαζομένων. [14] Τα χαρακτηριστικά στοιχεία της συλλογικής διαπραγμάτευσης είναι, μεταξύ άλλων, η «αμοιβαία εξάρτηση», ο «κοινός τόπος», η «αντιπροσωπευτικότητα», η «μη νομική δέσμευση» (τουλάχιστον ως προς την αρχή), η «δημοσιοποίηση των πληροφοριών». Αντίθετα, οι Sidney και Beatrice Webb θεωρούν ότι ένα κύριο χαρακτηριστικό της συλλογικής διαπραγμάτευσης είναι η νομική θέσπισή της.[15]

Η συλλογική διαπραγμάτευση περνά από τρία λειτουργικά στάδια. Πρώτο είναι το στάδιο της κλασικής οικονομίας. Το δεύτερο είναι αυτό της κυβέρνησης και της κανονιστικής ρύθμισης και το τρίτο είναι το στάδιο της διαχείρισης και της συμμετοχής.[16] Η συλλογική διαπραγμάτευση μπορεί να διακριθεί σε δύο τύπους. Η «συνδετική διαπραγμάτευση» (conjunctive bargaining) που αναφέρεται σε καταστάσεις όπου «αμφότερα τα μέρη καταλήγουν σε συμφωνία ως αποτέλεσμα αμοιβαίου εξαναγκασμού και πετυχαίνουν (προσωρινή) ανακωχή μόνο και μόνο επειδή απαραίτητα το ένα για το άλλο.» Όλα σ’ αυτή την περίπτωση είναι θέμα συσχετισμού δύναμης μεταξύ των διαπραγματευόμενων μερών. Η δύναμη με τη σειρά της εξαρτάται από  την ικανότητα να υποστεί το διαπραγματευόμενο μέρος απεργία ή ανταπεργία μεγάλης διάρκειας, να έχει την κοινή γνώμη με το μέρος του και να ελέγχει τη γνώση και την τεχνολογία.[17] Η διαπραγματευτική δύναμη ενός υποκειμένου -ή μιας συλλογικότητας εν γένει- ορίζεται με δύο διαφορετικούς τρόπους. Πρώτον ως η ικανότητα του υποκειμένου να πραγματοποιήσει την επιθυμία του ενάντια στη θέληση ενός άλλου υποκειμένου, και δεύτερον, ως η ικανότητα ενός υποκειμένου να επιτύχει μια συμφωνία σύμφωνα με τους δικούς του όρους. Η διαφορά των δύο ορισμών ανάγεται στο στοιχείο του εξαναγκασμού και το κοινό στοιχείο τους είναι η έννοια του κινήτρου.[18]Ο δεύτερος τύπος διαπραγμάτευσης είναι η συνεργατική (co-operative bargaining) και ανταποκρίνεται, κατά κάποιο τρόπο, στο δεύτερο τρόπο ορισμού της διαπραγματευτικής δύναμης. Σ’ αυτή την περίπτωση το κυρίαρχο στοιχείο είναι «η θέληση των μερών να προβούν σε παραχωρήσεις έτσι ώστε να επιτύχουν σκοπούς που ειδάλλως δεν θα ήταν εφικτοί.»[19] Αναδιατυπώνοντας αυτούς τους όρους ως «διανεμητική διαπραγμάτευση» (distributive bargaining) και «ενσωματωτική διαπραγμάτευση» (integrative bargaining) εντοπίζουμε ότι στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για την διανομή από υπάρχοντες πόρους (παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος) ενώ στη δεύτερη ότι η διαπραγμάτευση προϋποθέτει συναντίληψη των μερών για την αύξηση της αξίας των προς διανομή πόρων.[20]
Η ιδέα του «συνδικάτου» συνελήφθη κατά την έναρξη της (καπιταλιστικής) βιομηχανικής επανάστασης, δηλαδή της τεράστιας κοινωνικής, οικονομικής και τεχνολογικής αλλαγής που ξεκίνησε με την εισαγωγή της ατμομηχανής ως μέσου παραγωγής ενέργειας (πρώτη ύλη κυρίως ο άνθρακας) και κίνησης των ολοένα και περισσότερων αυτόματων μηχανών (πρώτα και κύρια στην υφαντουργία (ιδιαίτερα στην Αγγλία του 18ου αιώνα). Οι κλάδοι που πρώτοι επηρεάστηκαν, εκτός της υφαντουργίας, ήταν ο σιδηροδρομικός και ο ατμοπλοϊκός που συνέβαλαν στη μείωση των αποστάσεων και του κόστους παραγωγής και μεταφοράς των βιομηχανικών και γεωργικών προϊόντων διευρύνοντας σε ασύλληπτο και πρωτόγνωρο βαθμό τις τοπικές, εθνικές και διεθνείς αγορές. [21] Η μαζική μετακίνηση των αγροτών προς τις βιομηχανικές πόλεις που προκλήθηκε από την τάση καπιταλιστικοποίησης της γεωργίας είχε σαν αποτέλεσμα την προλεταριοποίηση τεράστιου αριθμού ανθρώπων. Βέβαια, αυτή η προλεταριοποίηση δεν είχε άμεσες και ευθύγραμμες αντανακλάσεις στο επίπεδο της ταξικής συνείδησης των εργατών-πρώην αγροτών, των οποίων η αντίσταση σ’ αυτή την προοπτική πήρε διάφορες μορφές, που περιλάμβαναν το ανοιχτό σαμποτάζ και το σπάσιμο των μηχανών των εργοστασίων, την άτακτη προσέλευση στη δουλειά, την εποχιακή απασχόληση με εναπομείνασες αγροτικές εργασίες ή ακόμη και με την αποχώρηση από το εργοστάσιο με κατεύθυνση την αναζήτηση τύχης σε ελεύθερα επαγγέλματα.[22] Πέραν τούτων, οι εργάτες προσπαθούν να ορίσουν την «γεωγραφία» τους, δηλαδή να δημιουργήσουν βιομηχανικά-εργασιακά χωρικά πλαίσια μέσα στα οποία θα ασκούν τη δύναμή τους.[23] Η ταξική συνείδηση είναι, συνεπώς, μια πολυσύνθετη διεργασία καθώς η κοινωνική τάξη προσδιορίζεται «από την αντικειμενική θέση των μελών της σε σχέση με τις παραγωγικές δυνάμεις και σε σχέση με τις άλλες τάξεις» αλλά «οι άνθρωποι αποκτούν συνείδηση των κοινών συμφερόντων τους στη διαδικασία της πάλης εναντίον κοινών εχθρών, αυτή όμως η πάλη μπορεί να διαρκέσει επί μακρόν προτού μπορεί κανείς να την ονομάσει ‘ταξική συνείδηση’».[24] Σύμφωνα με τις μεθοδολογικές κατευθύνσεις της σχολής της «ιστορίας από τα κάτω» η ανάδυση μιας εργατικής ταξικής κουλτούρας δεν είναι αυτόματη ανταπόκριση στην οικονομική μεταβολή αλλά δυναμική και διαδραστική δημιουργία μεταξύ κοινωνικών ομάδων που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ενός δεδομένου κοινωνικού σχηματισμού με κυρίαρχες καπιταλιστικές δομές που εξελίσσονται ιστορικά λόγω των αναγκών του κεφαλαίου αλλά και της κίνησης των μαζών αναδιαμορφώνοντας παλαιότερες αντιλήψεις, πεποιθήσεις και συμπεριφορές.[25]Οι στάσεις των εργατών σχηματίζονται στο πλαίσιο ενός συνόλου συνηθισμένων προσδοκιών και οι ενέργειές τους αποτελούν μια ρεαλιστική μορφή δράσης μέσα στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος. Έτσι, η οικονομική βάση δεν προσδιορίζει απλώς την υπερδομή της πολιτικής και της κουλτούρας αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις η κουλτούρα και η συνείδηση διαθέτουν σχετική αυτονομία και αντεπιδρούν.  
Μέσα από αυτές τις συγκρουσιακού τύπου διεργασίες μια μεγάλη μάζα εργατών απέκτησε ταξική συνείδηση και συνέβαλε στη δημιουργία των μαζικών συνδικαλιστικών οργανώσεων του βιομηχανικού τομέα, που ολοένα και διευρυνόταν συγκεντρώνοντας στις τάξεις του και στους χώρους εργασίας του δεκάδες εκατομμύρια εργατών, που άρχισαν να αποτελούν εν δυνάμει απειλή για την νεοανελθείσα στην κοινωνική κορυφή αστική καπιταλιστική τάξη. Ένας σημαντικός σταθμός στην πρώιμη φάση της ιστορίας του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος ήταν η ψήφιση του πρώτου νόμου για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με την Πράξη του 1825 κατοχυρωνόταν νομικά το δικαίωμα στη συλλογική διαπραγμάτευση συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας άρνησης παροχής εργασίας στην αγορά με τη συντονισμένη δράση των εργατών. Παρ’ όλο που η πραγματική κατοχύρωση στην πράξη του δικαιώματος στη συλλογική διαπραγμάτευση θα επιτυγχανόταν με αιματηρούς αγώνες καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα στις αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες και στη διάρκεια του 20ού στις υπόλοιπες χώρες, η Πράξη του 1825 ήταν η τομή που δημιούργησε τις συνθήκες ανάπτυξης του συνδικαλιστικού κινήματος και την αρχή της υποχώρησης των άτεγκτων καπιταλιστών εργοδοτών. [26] 

Η αντίληψη περί της πολυσυνθετότητας της διεργασίας για τη δημιουργία της εργατικής συνείδησης ωθεί στην επαναδιατύπωση των όρων συγκρότησης των εμπειριών των εργατικών τάξεων και στρωμάτων και στη διαχρονική και γεωγραφική συγκριτική ιστορικό-κοινωνική ανάλυση των συνδικαλιστικών κινημάτων. Παραδείγματος χάριν, ένας σημαντικός παράγοντας που μας δείχνει τους λόγους της ανομοιόμορφης εξέλιξης των ιστοριών των συνδικαλιστικών κινημάτων σε Ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η άνιση ανάπτυξη των εθνικών οικονομιών, της βιομηχανικής αλλαγής και του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούμε να εντοπίσουμε όμοιες αντιλήψεις, κοινές συμπεριφορές και παρόμοιες πρακτικές σε πολλές περιπτώσεις.[27] Από την άλλη πλευρά ακόμη και στο πλαίσιο των εθνικών οικονομιών η άνιση ανάπτυξη των περιοχών και των τομέων ήταν πολλές φορές άκρως έντονη.[28] Η επιβίωση της κουλτούρας των παραδοσιακότερων τομέων είτε της χειροτεχνικής-βιοτεχνικής οικονομίας είτε των εξειδικευμένων μικρών επιχειρήσεων έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση διαφορετικής συνδικαλιστικής και πολιτικής συμπεριφοράς των εργατών στους τομείς αυτούς. Παραδείγματος χάριν, στη Γαλλία επιβίωσε ένας μεγάλος τομέας εξειδικευμένων τεχνιτών στην παραγωγή ειδών πολυτελείας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνυπάρχοντας με τους τεχνολογικά ανεπτυγμένους τομείς παραγωγής συνθετικών υφασμάτων, της παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας και της αυτοκινητοβιομηχανίας, όπου εφαρμόζονταν οι αρχές της «επιστημονικής διοίκησης» και του φορντισμού.[29]Διαφορετικά συστήματα αμοιβής επίσης έπαιξαν και παίζουν ρόλο στις διαφοροποιήσεις της συνδικαλιστικής συμπεριφοράς μέσα στον ίδιο κλάδο ακόμη και μέσα στην ίδια επιχείρηση.

Συνεχίζεται...


[1]           Βιογραφίες και αυτοβιογραφίες, αναμνήσεις, μονογραφίες κ.α. μορφές αφηγήσεων απαρτίζουν ένα μεγάλο μέρος της πρώτης ύλης, του «πραγματολογικού υλικού» για τη συγγραφή μιας ιστορικής εργασίας. Για τους τρόπους χρήσης τους βλ.: Κουκουλές, Γ. (1983). Για μια Ιστορία του Ελληνικού Συνδικαλιστικού Κινήματος: Εισαγωγή στην Παιδαγωγική της Ιστορικής Έρευνας. Αθήνα: Οδυσσέας˙ Κουκουλές, Γ. (1995). Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα και οι ξένες επεμβάσεις (1944-1948). Αθήνα: Οδυσσέας (ιδίως σελ. 11-19).
[2]           Χαρακτηριστική περίπτωση: Μαυρογορδάτος, Γ. (1988) Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη: Οι Επαγγελματικές οργανώσεις στη σημερινή Ελλάδα. Αθήνα: Οδυσσέας. Για μια κριτική επανεπεξεργασία της συλλογιστικής του Γ. Μαυρογορδάτου, βλ. Λάβδας, Κ. (2004). Συμφέροντα και πολιτική: Οργάνωση συμφερόντων και πρότυπα διακυβέρνησης. Αθήνα: Παπαζήσης.
[3]           Όσον αφορά το «ορθολογικό παράδειγμα» στη θεωρία των αποφάσεων και την κριτική που ασκείται σ’ αυτό, βλ. Μακρυδημήτρης, Αντ. (1989) Θεωρία των Αποφάσεων: Θεωρητικά Παραδείγματα και Οργανωτικές Συνιστώσες στη Διαδικασία των Αποφάσεων. Αθήνα: Αντ.Ν.Σάκκουλα, σελ. 11-20.
[4]           Ορισμένες απαντήσεις μέσα από την κριτική ανάλυση και παρουσίαση των κλασικών θεωριών έχουν δοθεί στο Αλεξανδρόπουλος, Στ. (2001). Θεωρίες για τη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα. Τόμος Α΄ Κλασικές θεωρίες. Αθήνα: Κριτική, ιδίως σελ.306-319 όπου επισημαίνονται τα θετικά και τα αρνητικά σημεία των κλασικών θεωριών.
[5]           Βλ. Ebbinghaus, B. (1993) ο.ε.π.. σελ. 7-91.
[6]           Βλ. Weber, M. (1964). The Theory of Social and Economic Organization. NY: The Free Press, σελ. 88.
[7]           Βλ. Bellucci, A. (1980). Nomads of the Present. Philadelphia, PA: Temple University Press.
[8]           Εκμετάλλευση σύμφωνα με τη μαρξιστική θεώρηση είναι η απόσπαση της υπεραξίας δηλαδή η διαφορά μεταξύ της αξίας που λαμβάνει ο εργάτης υπό τη μορφή μισθού και της αξίας που παράγεται και την οποία ιδιοποιείται ο καπιταλιστής. Βλ. "exploitation"  Marshall G. (1998) A Dictionary of Sociology. Oxford: Oxford University Press (Oxford Reference Online. Oxford University Press.  Athanasios Tsakiris.  24 September 2005   http://www.oxfordreference.com/views/ENTRY.html?subview=Main&entry=t88.e792) Όμως η έννοια της εκμετάλλευσης δεν είναι μόνο οικονομική όπως ισχυρίζονται οι Μαρξιστές που της δίνουν αυτή τη σημασία με την ιστορική τους οπτική, δηλαδή ότι ισχύει για την εποχή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Εξάλλου και οι ίδιοι οι μαρξιστές διαφωνούν για το αν πρέπει να μιλάμε για την με στενή έννοια ή με την ευρεία (οικονομική, ηθική) έννοια της εκμετάλλευσης. Βλ. Shelby, Τ. (2002) “Parasites, Pimps, and Capitalists: A Naturalistic Conception of Exploitation.” Social Theory and Practice. Vol. 28. Νο. 3, Florida State University, σel. 381-405.
[9]           Βλ. Weiner, R. (1979) “A Brief History Of The Critical School: Goals and Contributions To Date”. Transforming Sociology Series, Essex, MI: .Red Feather Institute.
[10]          Βλ. "trade union" σε Marshall G. (ed) (1998) A Dictionary of Sociology. Oxford: Oxford University Press. (http://www.oxfordreference.com/views/ENTRY.html?subview=Main&entry=t88.e2360)  
[11]          Βλ. Τριτζίλια, Κ. (2004). Οικονομική κοινωνιολογία: Κράτος, αγορά και κοινωνία στον σύγχρονο καπιταλισμό. Αθήνα: Παπαζήσης, σελ. 20-24.
[12]          Βλ. Σπυρόπουλος, Γ. (1998). Εργασιακές σχέσεις: Εξελίξεις στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον διεθνή χώρο. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας, σελ. 19-55.
[13]          Βλ. Salamon, M. (2000). Industrial Relations Theory and Practice. Essex,UK: Prentice-Hall, σελ. 5-6.
[14]          Στο ίδιο, σελ. 305.
[15]          Βλ. Webb S. & Webb B. (1902). The History of Trade Unionism, London: Longmans, Green.
[16]          Βλ. Chamberlain N.W and Kuhn J.W. (1986) Collective bargaining. New York: McGraw-Hill, σελ. 428.
[17]          Στο ίδιο, σελ. 430.
[18]          Ο πρώτος ορισμός αντλείται από Pen J. (1952) “A general theory of bargaining.” American Economic Review. No. 17, σελ. 24-42 και ο δεύτερος από Chamberlain N.W (1955) A general theory of economic process. New York: Harper and Row, σελ. 80. Για περισσότερη συζήτηση επί των δύο ορισμών, βλ. Duane M. (1993) The Grievance Process in Labor-Management Cooperation. Westport, CT: Quorum Books.
[19]          Βλ. Chamberlain N.W and Kuhn J.W. (1986) ο.ε.π. σελ. 429.
[20]          Βλ. Walton, R.E. and McKersie, R.B. (1965) A Behavioral Theory of Labaor Negotiations. NY: McGraw-Hill.
[21]          Βλ. Χομπσμπάουμ, Ε. (1990) Η Εποχή των Επαναστάσεων: 1789-1848. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας καθώς και Χομπσμπάουμ Ε., (1994) Η Εποχή του Κεφαλαίου: 1848-1875. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας,.
[22]          Βλ. Thompson, E. P. (1963). The Making of the English Working Class. London: Penguin. Για σύντομη αναφορά και περιοδολόγηση των δημόσιων αντιπαραθέσεων σχετικά με τη διαμόρφωση της ταξικής συνείδησης, βλ. Geary, D. (1999) “Working-Class Identities in Europe, 1850s-1930s”, The Australian Journal of Politics and History, Vol. 45, Issue 1, University of Queensland Press σελ. 20-34 καθώς και Kaye, H. (1983) “History and Social Theory: Notes on the Contribution of British Marxist Historiography to Our Understanding of Class.” Canadian Review of Sociology and Anthropology, Volume 20, Issue 2 σελ. 167-192. Για την περίπτωση της Ελλάδας, βλ. Πετράκη, Γ. (2002) Από τό χωράφι στο εργοστάσιο. Η διαμόρφωση του βιομηχανικού προλεταριάτου στο σύγχρονο Λαύριο. Αθήνα: Γ. Δαρδανός-ΤΥΠΩΘΗΤΩ.
[23]          Βλ. Herod A. (1997) From a Geography of Labor to a Labor Geography: Labor’s Spatial Fix and the Geography of Capitalism. Antipode, No.29 (1),  σελ. 1-31.
[24]          Βλ. Hill C. (1980) “‘A Bourgeois Revolution?’ in Pocock G. (ed.) Three British Revolutions: 1641, 1688, 1776. Princeton: Princeton University Press, σελ. 130.
[25]          Για μια σύντομη κριτική παρουσίαση του έργου του E.P. Thompson, βλ. Corfield, P. (1993) “E.P Thompson, the Historian: an Appreciation.” New Left Review, Nο. 201,  σελ. 10-17.
[26]          Βλ. Webb S. & Webb B. (1920), ο.ε.π., σελ. 97.
[27]          Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι λιμενεργάτες που σε πλείστες όσες περιπτώσεις ακολούθησαν, κατά τον 20ό αιώνα, αναρχοσυνδικαλιστικά ρεύματα. Βλ. επισήμανση του Geary D. (1999) ο.ε.π. σελ. 24-25.
[28]          Για την άνιση ανάπτυξη των διαφόρων εθνικών περιφερειών και τις συνέπειές τους στην συνδικαλιστική και πολιτική συμπεριφορά των εργατικών τάξεων και στρωμάτων, βλ. Geary, R. (ed.) (1989). Labour and Socialist Movements in Europe Before the First World War. Oxford: Berg Publishers, όπου παραπέμπει ο D. Geary.  
[29]          Βλ. παρακάτω για τα συνδικάτα ως οργανώσεις

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...