ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ
Πρόκειται για ένα σύνολο κειμένων που βρέθηκαν πολλά χρόνια αργότερα και δημοσιεύτηκαν μόλις το 1932, παρά την σφοδρή πολεμική που άσκησε το Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης υπό την ηγεσία του Ι. Στάλιν και που τα θεώρησε ως ανάξια να συμπεριληφθούν στο επίσημο σώμα της μαρξιστικής βιβλιογραφίας. Τα κείμενα αυτά τροφοδότησαν έντονους διαλόγους και αναθεωρήσεις απόψεων σε όλα τα ρεύματα της αριστεράς και όχι μόνο.
Μετά την ανάγνωση των «Χειρογράφων» δημιουργείται στον αναγνώστη η εντύπωση ότι υπάρχει μια «τομή» στο έργο του Μαρξ: νεότερος Μαρξ vs. ύστερος Μαρξ. Ο βασικός υποστηρικτής της θέσης περί «τομής», σε αντίθεση με την επίσημη σταλινική θέση, ο Λουί Αλτουσέρ, τόνισε ότι πρόκειται για πολιτική διαμάχη που επίδικο αντικείμενό της έχει την «επαναστατική απελευθέρωση του προλεταριάτου» και ότι επανεντάσσονται στη συζήτηση οι έννοιες της αλλοτρίωσης και της αποξένωσης που λείπουν στο έργο ολόκληρων γενιών μαρξιστών από τον Ένγκελς και την Α΄ Διεθνή ως τη Β΄ Διεθνή και τον Λένιν. Η έννοια της αποξένωσης του εργάτη είναι βασική. Ο Μαρξ θεωρεί ότι «όσο αυξάνεται η αξία του κόσμου των πραγμάτων τόσο ευθέως ανάλογα προχωρά η απαξίωση του κόσμου των ανθρώπων. Η εργασία δεν παράγει μόνο εμπορεύματα αλλά παράγει τον εαυτό της και τον εργάτη ως εμπόρευμα». Έτσι, «το αντικείμενο που παράγεται από την εργασία αντιμετωπίζεται ως κάτι ξένο, ως μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό». Ο εργάτης, συνεπώς, ούτε ελέγχει τη μοίρα του προϊόντος που παράγει ούτε έχει κάποιο όφελος απ’ αυτό. Εξάλλου, από τη στιγμή που η εργασία είναι υποχρεωτική δεν προσφέρει ουσιαστική ικανοποίηση και γίνεται μέσο για ένα σκοπό αντί να γίνεται σκοπός η ίδια. Η αλλοτριωμένη εργασία μετατρέπει το ανθρώπινο γένος σε ένα απλό μέσο της ατομικής ύπαρξης και αποξενώνει τον άνθρωπο από τα κοινωνικώς δημιουργούμενα χαρακτηριστικά του. Ο άνθρωπος αποξενώνεται από τον άνθρωπο καθώς όλες οι ανθρώπινες σχέσεις στον καπιταλισμό τείνουν να αναχθούν σε λειτουργίες της αγοράς παρ’ όλο που το σύνολο των οικονομικών σχέσεων αποτελούν κοινωνικές σχέσεις. Και σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Μαρξ: «Η αποξενωμένη δηλαδή εργασία αποξενώνει τη φύση, από τον άνθρωπο, τον άνθρωπο από τον εαυτό του, αλλά και τον άνθρωπο από το είδος του…Τα ζώα παράγουν σύμφωνα με τα πρότυπα και τις ανάγκες του είδους στο οποίο ανήκουν, ενώ ο άνθρωπος είναι ικανός να παράγει σύμφωνα με τα πρότυπα κάθε είδους και να επιβάλλει σε κάθε αντικείμενο το φυσικό του πρότυπο. Γι’ αυτό ο άνθρωπος παράγει επίσης σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς…μέσα από την εργασία του η φύση εμφανίζεται σαν δικό του έργο και δική του πραγματικότητα. Το αντικείμενο της εργασίας είναι, άρα, η αντικειμενοποίηση της ειδολογικής ζωής του ανθρώπου: γιατί ο άνθρωπος αναπαράγει τον εαυτό του όχι μόνο πνευματικά στη συνείδησή του, αλλά δραστήρια και ουσιαστικά και μπορεί έτσι να κοιτάζει τον εαυτό του, σ’ ένα κόσμο που ο ίδιος δημιούργησε…Τελικά αποξενώνεται ο άνθρωπος και από τους άλλους ανθρώπους, όταν συγκρούεται με τον εαυτό του και έτσι όλοι οι άνθρωποι είναι αποξενωμένοι από την ουσία του ανθρώπου». Στο τέλος των «Χειρογράφων», ο Μαρξ επανέρχεται στην κριτική της διαλεκτικής του Χέγκελ και της φιλοσοφίας γενικά, με αφορμή την «Φαινομενολογία του Πνεύματος». «Ο Hegel διαπράττει ένα διπλό σφάλμα…όντας ο ίδιος ως φιλόσοφος μια αφηρημένη μορφή αποξενωμένου ανθρώπου, ορθώνει τον εαυτό του σαν μέτρο του αποξενωμένου κόσμου.
Ολόκληρη η ιστορία της αλλοτρίωσης και ολόκληρη η αναίρεση αυτής της αλλοτρίωσης δεν είναι έτσι τίποτα περισσότερο από την ιστορία της παραγωγής της αφηρημένης, δηλαδή της απόλυτης σκέψης, της λογικής, θεωρητικής σκέψης…Η ανθρωπιά της φύσης και της φύσης όπως παράχθηκε από την ιστορία των προϊόντων του ανθρώπου είναι φανερή από το γεγονός ότι είναι προϊόντα του αφηρημένου πνεύματος, οντότητες της σκέψης. Η ‘Φαινομενολογία’ είναι συνακόλουθα κρυφή και απατηλή κριτική, κριτική που δεν κατάκτησε την αυτοσαφήνεια…δηλαδή το αποτέλεσμα είναι η διαλεκτική της καθαρής σκέψης…Η μόνη εργασία που ξέρει να αναγνωρίζει ο Hegel είναι η αφηρημένη πνευματική εργασία… έτσι παρουσιάζει και τη δική του φιλοσοφία σαν ολόκληρη τη φιλοσοφία…Ακόμη και ο άνθρωπος θεωρείται σαν μη αντικειμενική, πνευματική ύπαρξη…Για τον Hegel, η ανθρώπινη φύση, ο άνθρωπος, είναι ισοδύναμος προς την αυτοσυνείδηση…Μια μη αντικειμενική ύπαρξη είναι μια μη ύπαρξη…Η ιστορία είναι η αληθινή φυσική ιστορία του ανθρώπου…Ο τρόπος με τον οποίο η συνείδηση υπάρχει, και με τον οποίο υπάρχει κάτι για τη συνείδηση, είναι η γνώση. Η γνώση είναι η μοναδική της πράξη…Μπορούμε τώρα να εξετάσουμε τις θετικές ροπές της χεγκελιανής διαλεκτικής, μέσα στα προσδιοριστικά όρια της αποξένωσης…όπως ο αθεϊσμός σαν ξεπέρασμα του Θεού είναι η εμφάνιση στο προσκήνιο του θεωρητικού ανθρωπισμού κι ο κομμουνισμός σαν ξεπέρασμα της ατομικής ιδιοκτησίας είναι η διεκδίκηση της πραγματικής ανθρώπινης ζωής σαν ιδιοκτησία του ανθρώπου, η εμφάνιση δηλαδή του πρακτικού ανθρωπισμού. Ο αθεϊσμός είναι ο ανθρωπισμός που συνδέεται με τον εαυτό του μέσα από το ξεπέρασμα της ατομικής ιδιοκτησίας…αλλά ο αθεϊσμός και ο κομμουνισμός δεν είναι φυγή, δεν είναι αφαίρεση, δεν είναι απώλεια του αντικειμενικού κόσμου που δημιούργησε ο άνθρωπος, ή των ουσιαστικών του δυνάμεων που προεκτείνονται στην αντικειμενικότητα, δεν είναι μια άθλια επιστροφή στην αφύσικη, πρωτόγονη απλότητα. Είναι μάλλον η πρώτη πραγματική εμφάνιση, η αληθινή πραγμάτωση του ανθρώπου, η επαλήθευση της ανθρώπινης ουσίας του…Ο Hegel όμως βλέπει την εργασία – μέσα στην αφαίρεση – σαν πράξη αυτοδημιουργίας του ανθρώπου, τη σχέση του ανθρώπου προς τον εαυτό του τη βλέπει σαν αλλότρια ύπαρξη και την εκδήλωση του εαυτού του σαν αλλότρια ύπαρξη, σαν την εμφάνιση της ειδολογικής συνείδησης και ειδολογικής ζωής…Είναι η αφηρημένη, καθαρή απόλυτη ύπαρξη του ανθρώπου (σε διάκριση από τον εαυτό του), που περνά μέσα από τη διαδικασία αυτή…αλλά για το Hegel το υποκείμενο που γνωρίζει τον εαυτό του σαν απόλυτη αυτοσυνείδηση είναι έτσι ο Θεός, απόλυτο πνεύμα, η αυτογνωριζόμενη και αυτοεκδηλωνόμενη ιδέα. Ο πραγματικός άνθρωπος και η πραγματική φύση γίνονται απλά κατηγορούμενα, σύμβολα αυτού του άδηλου, μη πραγματικού ανθρώπου και αυτής της μη πραγματικής φύσης. Έτσι υποκείμενο και κατηγορούμενο στέκονται σε μια σχέση απόλυτης αντιστροφής μεταξύ τους…Το θετικό επίτευγμα του Hegel στη θεωρητική του λογική είναι που παρουσιάζει καθορισμένες έννοιες, τις παγκόσμιες σταθερές μορφές-σκέψεις, ανεξάρτητες από τη φύση και το πνεύμα, σαν αναγκαίο αποτέλεσμα της καθολικής αποξένωσης της ανθρώπινης ύπαρξης και σκέψης και τις αντιλαμβάνεται σαν ροπές στη διαδικασία της αφαίρεσης. Για παράδειγμα, ύπαρξη ξεπερασμένη είναι η ουσία, ουσία ξεπερασμένη είναι η αντίληψη, η αντίληψη ξεπερασμένη είναι…η απόλυτη ιδέα. Αλλά τι είναι η απόλυτη ιδέα; Είναι υποχρεωμένη να ξεπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό ξανά για να μη μείνει μια αφαίρεση. Πρέπει η αφαίρεση να εγκαταλείψει τον εαυτό της – την αφαίρεση – κι έτσι φτάνει σε κάτι που είναι ακριβώς το αντίθετό της, στη φύση…Η αφηρημένη ιδέα, που άμεσα γίνεται ενόραση δεν είναι, εντελώς απλά, τίποτες περισσότερο από αφηρημένη σκέψη, που εγκαταλείπει τον εαυτό της και αποφασίζει να ασχοληθεί με την ενόραση…Το μυστικιστικό συναίσθημα που οδηγεί το φιλόσοφο από την αφηρημένη σκέψη στην ενόραση είναι η ανία, η επιθυμία για κάποιο περιεχόμενο…Οι σκέψεις του είναι έτσι σταθερά φαντάσματα που υπάρχουν έξω από τη φύση και τον άνθρωπο…Ο αφηρημένος στοχαστής που καταφεύγει στην ενόραση ενοράται τη φύση αφηρημένα».
Θανάσης Τσακίρης
Πρόκειται για ένα σύνολο κειμένων που βρέθηκαν πολλά χρόνια αργότερα και δημοσιεύτηκαν μόλις το 1932, παρά την σφοδρή πολεμική που άσκησε το Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης υπό την ηγεσία του Ι. Στάλιν και που τα θεώρησε ως ανάξια να συμπεριληφθούν στο επίσημο σώμα της μαρξιστικής βιβλιογραφίας. Τα κείμενα αυτά τροφοδότησαν έντονους διαλόγους και αναθεωρήσεις απόψεων σε όλα τα ρεύματα της αριστεράς και όχι μόνο.
Μετά την ανάγνωση των «Χειρογράφων» δημιουργείται στον αναγνώστη η εντύπωση ότι υπάρχει μια «τομή» στο έργο του Μαρξ: νεότερος Μαρξ vs. ύστερος Μαρξ. Ο βασικός υποστηρικτής της θέσης περί «τομής», σε αντίθεση με την επίσημη σταλινική θέση, ο Λουί Αλτουσέρ, τόνισε ότι πρόκειται για πολιτική διαμάχη που επίδικο αντικείμενό της έχει την «επαναστατική απελευθέρωση του προλεταριάτου» και ότι επανεντάσσονται στη συζήτηση οι έννοιες της αλλοτρίωσης και της αποξένωσης που λείπουν στο έργο ολόκληρων γενιών μαρξιστών από τον Ένγκελς και την Α΄ Διεθνή ως τη Β΄ Διεθνή και τον Λένιν. Η έννοια της αποξένωσης του εργάτη είναι βασική. Ο Μαρξ θεωρεί ότι «όσο αυξάνεται η αξία του κόσμου των πραγμάτων τόσο ευθέως ανάλογα προχωρά η απαξίωση του κόσμου των ανθρώπων. Η εργασία δεν παράγει μόνο εμπορεύματα αλλά παράγει τον εαυτό της και τον εργάτη ως εμπόρευμα». Έτσι, «το αντικείμενο που παράγεται από την εργασία αντιμετωπίζεται ως κάτι ξένο, ως μια δύναμη ανεξάρτητη από τον παραγωγό». Ο εργάτης, συνεπώς, ούτε ελέγχει τη μοίρα του προϊόντος που παράγει ούτε έχει κάποιο όφελος απ’ αυτό. Εξάλλου, από τη στιγμή που η εργασία είναι υποχρεωτική δεν προσφέρει ουσιαστική ικανοποίηση και γίνεται μέσο για ένα σκοπό αντί να γίνεται σκοπός η ίδια. Η αλλοτριωμένη εργασία μετατρέπει το ανθρώπινο γένος σε ένα απλό μέσο της ατομικής ύπαρξης και αποξενώνει τον άνθρωπο από τα κοινωνικώς δημιουργούμενα χαρακτηριστικά του. Ο άνθρωπος αποξενώνεται από τον άνθρωπο καθώς όλες οι ανθρώπινες σχέσεις στον καπιταλισμό τείνουν να αναχθούν σε λειτουργίες της αγοράς παρ’ όλο που το σύνολο των οικονομικών σχέσεων αποτελούν κοινωνικές σχέσεις. Και σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Μαρξ: «Η αποξενωμένη δηλαδή εργασία αποξενώνει τη φύση, από τον άνθρωπο, τον άνθρωπο από τον εαυτό του, αλλά και τον άνθρωπο από το είδος του…Τα ζώα παράγουν σύμφωνα με τα πρότυπα και τις ανάγκες του είδους στο οποίο ανήκουν, ενώ ο άνθρωπος είναι ικανός να παράγει σύμφωνα με τα πρότυπα κάθε είδους και να επιβάλλει σε κάθε αντικείμενο το φυσικό του πρότυπο. Γι’ αυτό ο άνθρωπος παράγει επίσης σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς…μέσα από την εργασία του η φύση εμφανίζεται σαν δικό του έργο και δική του πραγματικότητα. Το αντικείμενο της εργασίας είναι, άρα, η αντικειμενοποίηση της ειδολογικής ζωής του ανθρώπου: γιατί ο άνθρωπος αναπαράγει τον εαυτό του όχι μόνο πνευματικά στη συνείδησή του, αλλά δραστήρια και ουσιαστικά και μπορεί έτσι να κοιτάζει τον εαυτό του, σ’ ένα κόσμο που ο ίδιος δημιούργησε…Τελικά αποξενώνεται ο άνθρωπος και από τους άλλους ανθρώπους, όταν συγκρούεται με τον εαυτό του και έτσι όλοι οι άνθρωποι είναι αποξενωμένοι από την ουσία του ανθρώπου». Στο τέλος των «Χειρογράφων», ο Μαρξ επανέρχεται στην κριτική της διαλεκτικής του Χέγκελ και της φιλοσοφίας γενικά, με αφορμή την «Φαινομενολογία του Πνεύματος». «Ο Hegel διαπράττει ένα διπλό σφάλμα…όντας ο ίδιος ως φιλόσοφος μια αφηρημένη μορφή αποξενωμένου ανθρώπου, ορθώνει τον εαυτό του σαν μέτρο του αποξενωμένου κόσμου.
Ολόκληρη η ιστορία της αλλοτρίωσης και ολόκληρη η αναίρεση αυτής της αλλοτρίωσης δεν είναι έτσι τίποτα περισσότερο από την ιστορία της παραγωγής της αφηρημένης, δηλαδή της απόλυτης σκέψης, της λογικής, θεωρητικής σκέψης…Η ανθρωπιά της φύσης και της φύσης όπως παράχθηκε από την ιστορία των προϊόντων του ανθρώπου είναι φανερή από το γεγονός ότι είναι προϊόντα του αφηρημένου πνεύματος, οντότητες της σκέψης. Η ‘Φαινομενολογία’ είναι συνακόλουθα κρυφή και απατηλή κριτική, κριτική που δεν κατάκτησε την αυτοσαφήνεια…δηλαδή το αποτέλεσμα είναι η διαλεκτική της καθαρής σκέψης…Η μόνη εργασία που ξέρει να αναγνωρίζει ο Hegel είναι η αφηρημένη πνευματική εργασία… έτσι παρουσιάζει και τη δική του φιλοσοφία σαν ολόκληρη τη φιλοσοφία…Ακόμη και ο άνθρωπος θεωρείται σαν μη αντικειμενική, πνευματική ύπαρξη…Για τον Hegel, η ανθρώπινη φύση, ο άνθρωπος, είναι ισοδύναμος προς την αυτοσυνείδηση…Μια μη αντικειμενική ύπαρξη είναι μια μη ύπαρξη…Η ιστορία είναι η αληθινή φυσική ιστορία του ανθρώπου…Ο τρόπος με τον οποίο η συνείδηση υπάρχει, και με τον οποίο υπάρχει κάτι για τη συνείδηση, είναι η γνώση. Η γνώση είναι η μοναδική της πράξη…Μπορούμε τώρα να εξετάσουμε τις θετικές ροπές της χεγκελιανής διαλεκτικής, μέσα στα προσδιοριστικά όρια της αποξένωσης…όπως ο αθεϊσμός σαν ξεπέρασμα του Θεού είναι η εμφάνιση στο προσκήνιο του θεωρητικού ανθρωπισμού κι ο κομμουνισμός σαν ξεπέρασμα της ατομικής ιδιοκτησίας είναι η διεκδίκηση της πραγματικής ανθρώπινης ζωής σαν ιδιοκτησία του ανθρώπου, η εμφάνιση δηλαδή του πρακτικού ανθρωπισμού. Ο αθεϊσμός είναι ο ανθρωπισμός που συνδέεται με τον εαυτό του μέσα από το ξεπέρασμα της ατομικής ιδιοκτησίας…αλλά ο αθεϊσμός και ο κομμουνισμός δεν είναι φυγή, δεν είναι αφαίρεση, δεν είναι απώλεια του αντικειμενικού κόσμου που δημιούργησε ο άνθρωπος, ή των ουσιαστικών του δυνάμεων που προεκτείνονται στην αντικειμενικότητα, δεν είναι μια άθλια επιστροφή στην αφύσικη, πρωτόγονη απλότητα. Είναι μάλλον η πρώτη πραγματική εμφάνιση, η αληθινή πραγμάτωση του ανθρώπου, η επαλήθευση της ανθρώπινης ουσίας του…Ο Hegel όμως βλέπει την εργασία – μέσα στην αφαίρεση – σαν πράξη αυτοδημιουργίας του ανθρώπου, τη σχέση του ανθρώπου προς τον εαυτό του τη βλέπει σαν αλλότρια ύπαρξη και την εκδήλωση του εαυτού του σαν αλλότρια ύπαρξη, σαν την εμφάνιση της ειδολογικής συνείδησης και ειδολογικής ζωής…Είναι η αφηρημένη, καθαρή απόλυτη ύπαρξη του ανθρώπου (σε διάκριση από τον εαυτό του), που περνά μέσα από τη διαδικασία αυτή…αλλά για το Hegel το υποκείμενο που γνωρίζει τον εαυτό του σαν απόλυτη αυτοσυνείδηση είναι έτσι ο Θεός, απόλυτο πνεύμα, η αυτογνωριζόμενη και αυτοεκδηλωνόμενη ιδέα. Ο πραγματικός άνθρωπος και η πραγματική φύση γίνονται απλά κατηγορούμενα, σύμβολα αυτού του άδηλου, μη πραγματικού ανθρώπου και αυτής της μη πραγματικής φύσης. Έτσι υποκείμενο και κατηγορούμενο στέκονται σε μια σχέση απόλυτης αντιστροφής μεταξύ τους…Το θετικό επίτευγμα του Hegel στη θεωρητική του λογική είναι που παρουσιάζει καθορισμένες έννοιες, τις παγκόσμιες σταθερές μορφές-σκέψεις, ανεξάρτητες από τη φύση και το πνεύμα, σαν αναγκαίο αποτέλεσμα της καθολικής αποξένωσης της ανθρώπινης ύπαρξης και σκέψης και τις αντιλαμβάνεται σαν ροπές στη διαδικασία της αφαίρεσης. Για παράδειγμα, ύπαρξη ξεπερασμένη είναι η ουσία, ουσία ξεπερασμένη είναι η αντίληψη, η αντίληψη ξεπερασμένη είναι…η απόλυτη ιδέα. Αλλά τι είναι η απόλυτη ιδέα; Είναι υποχρεωμένη να ξεπεράσει τον ίδιο της τον εαυτό ξανά για να μη μείνει μια αφαίρεση. Πρέπει η αφαίρεση να εγκαταλείψει τον εαυτό της – την αφαίρεση – κι έτσι φτάνει σε κάτι που είναι ακριβώς το αντίθετό της, στη φύση…Η αφηρημένη ιδέα, που άμεσα γίνεται ενόραση δεν είναι, εντελώς απλά, τίποτες περισσότερο από αφηρημένη σκέψη, που εγκαταλείπει τον εαυτό της και αποφασίζει να ασχοληθεί με την ενόραση…Το μυστικιστικό συναίσθημα που οδηγεί το φιλόσοφο από την αφηρημένη σκέψη στην ενόραση είναι η ανία, η επιθυμία για κάποιο περιεχόμενο…Οι σκέψεις του είναι έτσι σταθερά φαντάσματα που υπάρχουν έξω από τη φύση και τον άνθρωπο…Ο αφηρημένος στοχαστής που καταφεύγει στην ενόραση ενοράται τη φύση αφηρημένα».
Θανάσης Τσακίρης
No comments:
Post a Comment