Περίπου δύο αιώνες αργότερα, το νήμα θα έπιανε ο Claude Henri de Rouvroy, δούκας του Saint-Simon, που έμεινε στην ιστορία με το όνομα Σεν Σιμόν και θεωρείται ως ο πατέρας του γαλλικού σοσιαλισμού. Ο Σεν Σιμόν οραματίστηκε ένα νέο τύπο κοινωνίας, που αποτελούσε ουσιαστικά προσαρμογή και περαιτέρω επεξεργασία της Νέας Ατλαντίδας, μέσα στο κλίμα ενθουσιασμού που προκάλεσε το φιλοσοφικό κίνημα του Διαφωτισμού με την επιστημονική ορθολογικότητα. Βασικό στοιχείο του οράματός του ήταν η δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία θα κυβερνούσε μια άρχουσα ελίτ, αποτελούμενη από τους επιστήμονες, τους βιομήχανους και τους καλλιτέχνες. Η πνευματική εξουσία θα ανήκε στους καλλιτέχνες, η κοσμική-υλική εξουσία στους βιομηχάνους, ενώ εξουσία επιλογής αυτών που θα ασκούσαν το λειτούργημα του ηγέτη θα είχαν οι πάντες. Η ανταμοιβή που θα ελάμβαναν οι ηγέτες θα ήταν ο σεβασμός. Ο λόγος που ο Σεν Σιμόν προτιμούσε την εξουσία μιας «εκπαιδευμένης ελίτ» ήταν η «λειτουργικότητά» της. Θεωρούσε, πιο συγκεκριμένα, ότι επιστήμονες, καλλιτέχνες και βιομήχανοι ήταν τα πλέον ικανά και παραγωγικά μέλη της κοινωνίας. Αν εξέλιπε αυτή η «διαφωτισμένη ελίτ», σύμφωνα με τον Σεν Σιμόν, η Γαλλία θα μετατρεπόταν σε ένα άψυχο σώμα. Αντίστροφα αν χάνονταν τα βασικά μέλη της αριστοκρατίας, θα ήταν σε θέση να αναπληρωθούν από την «διαφωτισμένη ελίτ». Το δυστύχημα, κατά τον Σεν Σιμόν, ήταν ότι αυτή η ελίτ υπόκειτο στην εξουσία των μελών του διοικητικού μηχανισμού. Η λύση ήταν η ανοικοδόμηση της κοινωνίας στη βάση του ορθολογισμού και της επιστήμης. Η φιλοσοφία του 19ου αιώνα, σημείωνε ο Σεν Σιμόν, ήταν κριτική και επαναστατική, ενώ στον 19ο αιώνα θα ήταν καινοτόμα, εφευρετική και δημιουργική. Ένθερμος υποστηρικτής του οράματος αυτού ήταν ο πατέρας του θετικισμού στην κοινωνιολογία, ο Αύγουστος Κοντ. Απάντησε στην κριτική όσων μιλούσαν για «επιστημονικό δεσποτισμό», λέγοντας ότι «ο φόβος ενός δεσποτισμού θεμελιωμένου στην επιστήμη αποτελεί γελοία φαντασίωση, επειδή η πίστη των πολιτών στους νέους ηγέτες τους, τους επιστήμονες, θα είναι διαφορετικού χαρακτήρα από την αναιτιολόγητη υποταγή στους ιερείς της θεολογικής φάσης».
Τέιλορ: ο ειδικός διοικεί, ο εργάτης εκτελεί
Καθώς μπαίνουμε στον 20ό αιώνα, η τεχνοκρατία αποκτά συγκεκριμένη υλική έκφραση με τη λογική του Φρέντρικ Τέιλορ για την «επιστημονική οργάνωση της εργασίας». Από ουτοπία, η τεχνοκρατία γίνεται πραγματικότητα – στο χώρο του εργοστασίου στην αρχή, και στον τριτογενή τομέα της οικονομίας αργότερα. Ο γενικός στόχος κάθε επιχείρησης είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους. Την εποχή που ο Tέιλορ ήταν εργάτης στο εργοστάσιο παραγωγής ακατέργαστου μολύβδου Μπετελέμ, παρατηρούσε τη διαδικασία εκτέλεσης των διαφόρων εργασιών, αναζητώντας τον βέλτιστο τρόπο πραγματοποίησής τους. Επεδίωκε να βελτιωθεί η αμοιβή του εργαζόμενου και παράλληλα να αυξάνεται η απόδοσή του. Οι εργαζόμενοι έπρεπε να εκτελούν την εργασία τους πιο έξυπνα και πιο συνειδητά. Οι επιμέρους στόχοι ήταν η μείωση των άσκοπων καθυστερήσεων και της σπατάλης του χρόνου με μελέτη της διάρκειας και των κινήσεων. Ο εργάτης αντιμετωπίστηκε ως εργαλείο της παραγωγής, το οποίο αφού γίνει γνωστό σε κάθε λεπτομέρειά του, μπορεί με τις κατάλληλες επεμβάσεις (οι οποίες προκύπτουν από τις συγκεκριμένες έρευνες) να αποδώσει τα μέγιστα. Παρά τον εργαλειακό τους χαρακτήρα τους, οι έρευνες αυτές έγιναν στα πλαίσια της οργανωτικής θεωρίας και ανέδειξαν τον παράγοντα «εργασιακή συμπεριφορά» σε ένα ακόμη στοιχείο της οργανωτικής δομής.
Σημαντικό στοιχείο στη θεωρία του Τέιλορ αποτελεί η έννοια του ελέγχου. Ο ίδιος δείχνει δυσπιστία στις προθέσεις, πόσο μάλλον στη δράση των εργατών: Η διοίκηση δεν πρέπει να εμπιστεύεται τον εργάτη, γιατί μεταξύ αυτού και του εργοδότη υπάρχει σύγκρουση που πηγάζει από την προτεραιότητα την οποία δίνει ο καπιταλισμός στο κέρδος, έναντι της ικανοποίησης των ανθρώπινων αναγκών. Η επισήμανση του ελέγχου είχε ως συνέπεια το διαχωρισμό του σχεδιασμού από την εργασία και τη διάκριση της πνευματικής από την χειρωνακτική εργασία. Ο διαχωρισμός αυτός υποβάθμισε την εργασία σε ένα μονότονο σύνολο, αναβαθμίζοντας ταυτόχρονα το διοικητικό έργο, με αποτέλεσμα την αποειδίκευση του εργάτη.
Η προσέγγιση του Tέιλορ είναι εμπειριστική και χαρακτηρίζεται από το θετικιστικό πρότυπο. Στο πρότυπο αυτό, η ανθρώπινη συμπεριφορά -συνεπώς και η εργασιακή συμπεριφορά- κυριαρχείται από κανονικότητες, νομοτέλειες και νόμους που, αν ανακαλυφθούν με τη βοήθεια των επιστημονικών μεθόδων (παρατήρηση και πείραμα), μπορούν να κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά στην άριστη επίτευξη του καθήκοντος. Η ύπαρξη αντικειμενικών τρόπων μέτρησης μπορεί να οδηγήσει στην διατύπωση των νόμων που κατευθύνουν και προδιαγράφουν την ανθρώπινη εργασιακή συμπεριφορά. Ο Harry Braverman, ασκώντας κριτική θεώρησε ότι ο τεϊλορισμός είναι «ο καπιταλιστικός τρόπος διοίκησης». Ουσιαστικά ο Braverman ανέδειξε μια πλευρά της κριτικής του Μαρξ, που είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με την κλασική οικονομίστικη παράδοση του μαρξισμού.
Η τεχνοκρατία αποτελεί ένα σύνθετο τύπο οργανωτικού ελέγχου, που ενσωματώνει ορισμένες από τις όψεις των προγενέστερων μορφών ελέγχου (τεχνικός, γραφειοκρατικός, επαγγελματικός). Ως επί το πλείστον συναντάται σε χώρους εργασίας που είναι προηγμένοι τεχνολογικά (π.χ. τράπεζες, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια κλπ.). Τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα αυτού του είδους επιχειρηματικής οργάνωσης είναι:
α) πόλωση μεταξύ «ειδικών» και «μη ειδικών»
β) ισοπέδωση των γραφειοκρατικών ιεραρχιών
γ) αποσάρθρωση των εσωτερικών κλιμάκων θέσεων εργασίας
δ) αυξανόμενη έμφαση στα προσόντα και στο διαχωρισμό τους
ε) αυξανόμενη στήριξη στην τεχνική δαημοσύνη ως πρωταρχική προέλευση νομιμοποίησης
Ο όρος «τεχνοκρατία» επανεμφανίστηκε στη δεκαετία του 1960, στο πλαίσιο πια της κριτικής στις όψεις αυτές της σύγχρονης τεχνολογικής κοινωνίας. Η κριτική ασκήθηκε τόσο από διανοούμενους όσο και από τα κοινωνικά κινήματα (φοιτητικό, εργατικό, οικολογικό, αντιπυρηνικό κ.α.). Επισημάνθηκε, έτσι, ότι οι τεχνοκράτες αναλαμβάνουν ολοένα και σημαντικότερους ρόλους και θέσεις εξουσίας χωρίς να έχουν επιλεγεί από δημόσια καθολική ψηφοφορία, χωρίς δηλαδή να διαθέτουν λαϊκή νομιμοποίηση, ούτε και επαρκή «ηθική φαντασία» για να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας. Τέθηκε λοιπόν υπό διερεύνηση ο τρόπος με τον οποίο οι τεχνικές λογικές αντικαθιστούν τη λήψη αποφάσεων σε τομείς όπως η απασχόληση ή η δημόσια υγεία και πρόνοια.
Κριτήρια για την κοινωνική άνοδο δεν είναι πια αυτά της κατοχής πλούτου ή της πολιτικής. Αναγκαίο αλλά όχι ικανό προσόν είναι η επαγγελματική και τεχνική εξειδίκευση˙ ικανό προσόν είναι η δημιουργικότητα. Η ιδεολογία της μεταβιομηχανικής κοινωνίας είναι η τεχνική ορθολογικότητα στην οικονομία, στην κοινωνία και στην πολιτική. Κυρίαρχοι είναι οι τεχνοκράτες, οι σχεδιαστές/ προγραμματιστές και οι επιστήμονες. Οι τεχνοκράτες ασκούν εξουσία ένεκα της τεχνικής κατάρτισής τους.
Αυτό που σηματοδοτεί η ανάδειξη τεχνοκρατών σε θέσεις τυπικής ή άτυπης εξουσίας είναι η επικράτηση της αποδοτικότητας, της εργαλειακότητας και του πραγματισμού ως κατεξοχήν κριτηρίων επίλυσης των προβλημάτων. Στη λογική αυτή, η «μηχανή του χρόνου» επιταχύνεται και τα μεσοδιαστήματα μεταξύ της έναρξης μιας αλλαγής και της εφαρμογής της μειώνονται εντυπωσιακά, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να προεξοφλούν την αλλαγή, να υπολογίζουν την πορεία της κατεύθυνσής της και τις επιπτώσεις της, να την ελέγχουν και να την διαμορφώνουν ανάλογα με τους προκαθορισμένους σκοπούς.
Σημεία-κλειδιά της μετάβασης στη μεταβιομηχανική κοινωνία είναι η ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας, η καθιέρωση της σχέση μεταξύ επιστήμης και διακυβέρνησης, η εισαγωγή της «κοινωνικής φυσικής» με την ανάπτυξη της επιστήμης της κυβερνητικής και μια νέα ώθηση του ιδεολογήματος περί «προσανατολισμού προς το μέλλον» («φουτουρισμός»). Καθιερώνονται, επομένως, τα βασικά θέματα της «τεχνοκρατικής εποχής» (ορθολογικότητα, σχεδιασμός και πρόβλεψη).
Το περιεχόμενο της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας», κατά τον Ντάνιελ Μπελ, προσδιορίζεται από τις εξής παραμέτρους:
i) Μετάβαση από τη δευτερογενή παραγωγή αγαθών στην οικονομία των υπηρεσιών.
ii) Στροφή στην επαγγελματική και τεχνική ειδίκευση, ως αναγκαίο προσόν για την επιτυχία.
iii) Πρωτεύουσα σημασία της θεωρητικής γνώσης ως α) παράγοντα επίτευξης σημαντικών καινοτομιών αλλά και β) ως παραγωγικής
δύναμης για την πρακτική άσκηση κοινωνικής πολιτικής.
iv) Δημιουργία μιας νέας «διανοητικής τεχνολογίας» και νέων πολιτικών διαδικασιών για τη λήψη των αποφάσεων.
Τα στοιχεία για τα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ που παραθέτει ο Μπελ είναι εντυπωσιακά. Το μέσο ποσοστό των απασχολουμένων στον αγροτικό τομέα μειώθηκε σε όλα τα κράτη-μέλη σε 9.2% του συνόλου της απασχόλησης (μείωση κατά 15%), στο βιομηχανικό τομέα σε 33,4% (μείωση κατά 4,1%) ενώ, αντιθέτως, στον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών το ποσοστό αυξήθηκε κατά 21%, φτάνοντας στο 57,4%. Πολιτικές συνέπειες αυτής της κοινωνικής μεταλλαγής είναι η στασιμότητα και η παρακμή των κινημάτων της εργατικής τάξης για την υπεράσπιση και τη διεύρυνση των κατακτήσεών τους, η ανάπτυξη ενδο-συστημικών κινημάτων «αντιθετικής κουλτούρας» από τα μέλη της ίδιας της αστικής τάξης και εξω-συστημικών κινημάτων «αντι-κουλτούρας». Τα πρώτα προέρχονται από την ίδια την αστική τάξη και την ικανότητά της να ανανεώνεται και να ριζοσπαστικοποιείται, ενώ τα δεύτερα από την άρνηση όχι μόνο της αστικής κουλτούρας, αλλά και κάθε κατάκτησης του παρελθόντος που συνδέθηκε με (και στηρίζεται σε) στερητικές διαδικασίες και αλλοτριωτικές σχέσεις.
Ένας άλλος μελλοντολόγος, οπαδός της τεχνολογικής επανάστασης και «γκουρού» του νέου οικονομικού φιλελευθερισμού, ο Άλβιν Τόφλερ, μιλά για τις τρεις φάσεις-κύματα της ανάπτυξης της κοινωνίας, που το καθένα με τη σειρά του σπρώχνει στην άκρη τις παλιές κοινωνίες και κουλτούρες. Το τρίτο κύμα είναι αυτό της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. Από τα τέλη της δεκαετίας 1950-1960 η κοινωνία κινείται σε μια νέα εποχή που χαρακτηρίζεται και ως «εποχή της πληροφορίας». Αντίθετα από το δεύτερο κύμα, στη μεταβιομηχανική κοινωνία υπάρχει τάση πολλαπλασιασμού των διαφορετικών τρόπων ζωής, περισσότερων οργανώσεων που συγκροτούνται για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό και μόνο για να διαλυθούν μόλις αυτός επιτευχθεί με αποτέλεσμα οι αλλαγές να είναι καθεστώς που προκαλεί τους πάντες να προσαρμόζονται σ’ αυτές. Η πληροφορία υποκαθιστά τους περισσότερους υλικούς πόρους και αποτελεί την κύρια πρώτη ύλη των εργατών νέου τύπου (cognitarians) που είναι χαλαρά συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Η μαζική εξατομίκευση (customization) προσφέρει δυνατότητες παροχής φθηνών, προσωποποιημένων προϊόντων και υπηρεσιών σε συγκεκριμένους τομείς της αγοράς με τη μέθοδο της άμεσης παραγωγής και παράδοσης (just-in-time production). Το κενό που υπάρχει μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή γεφυρώνεται μέσω της τεχνολογίας. Οι καταναλωτές (prosumers αντί consumers) μπορούν να ικανοποιούν μόνοι τις ανάγκες τους (π.χ. ανεξάρτητη – free lance – εργασία, open source κώδικες λογισμικού, «καν’ το μόνο σου» assembly kits τύπου ΙΚΕΑ). Έτσι, με αυτά τα δεδομένα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η «μεταβιομηχανική κοινωνία» αποτελεί σύνθεση των βασικών αρχών που διατύπωσαν για τη βιομηχανική κοινωνία οι Μαξ Βέμπερ (εξορθολογισμός), Ντυρκέμ, Σεν Σιμόν (που θεωρείται ο πρώτος θεωρητικός της τεχνοκρατίας) και του Τέιλορ (επιστημονικό μάνατζμεντ). O Βέμπερ, όμως, προειδοποίησε ότι οι γραφειοκράτες της μεταβιομηχανικής κοινωνίας εξελίσσονται σε «ειδικούς χωρίς καρδιά» που ασκούν εξουσία χωρίς να έχουν εκλεγεί από το λαό και συχνά αποφασίζουν με βάση τα τεχνικά δεδομένα αντί να λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις των πολιτών Αυτό είναι το αποτέλεσμα της σύλληψης της έννοιας της ορθολογικότητας ως λειτουργικής, ως εξορθολογισμού των πραγμάτων και όχι ως Λόγου. Ο Μπελ προέβλεψε ότι η οργάνωση-κλειδί στο μέλλον θα είναι το πανεπιστήμιο που θα αντικαταστήσει την επιχείρηση, ενώ το κοινωνικό κύρος θα είναι υψηλότερο για τις κοινότητες των διανοουμένων και των επιστημόνων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι διανοούμενοι και οι επιστήμονες καθίστανται η κυρίαρχη ή κυβερνώσα τάξη αλλά ότι αλλάζει η λογική του πολιτικού συστήματος που στηρίζεται πια στην τεχνοκρατική αντίληψη.
Σε μια τέτοια μεταβιομηχανική κοινωνία, δεν θα υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ λειτουργικών οικονομικών ομάδων και η όλη συζήτηση θα αφορά τεχνικές κατανομής των πόρων με βάση την ορθολογικότητα.
O Αλαίν Τουρέν, από τη δική του σκοπιά, τόνισε τις ταξικές κοινωνικές μορφές κυριαρχίας της κατεστημένης γνώσης και επένδυσης των κυρίαρχων τάξεων οι οποίες ελέγχουν τις διαδικασίες κοινωνικής και οικονομικής αναπαραγωγής. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός στις Δυτικές κοινωνίες, σύμφωνα με τον Τουρέν, αντικαταστάθηκε από τη προγραμματισμένη «μεταβιομηχανική» μορφή καπιταλισμού. Η τεχνοκρατία ήταν το κόκκινο πανί για τους εξεγερθέντες φοιτητές του Γαλλικού Μάη του 1968, που θεωρήθηκε ως «κοινωνικός, πολιτισμικός και πολιτικός αγώνας, περισσότερο εναντίον της κυριαρχίας και της ενσωμάτωσης» και οι ταξικές κοινωνικές συγκρούσεις της βιομηχανικής καπιταλιστικής εποχής ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη έδωσαν τη θέση τους στις συγκρούσεις ανάμεσα στην κυρίαρχη τεχνοκρατία και τους αποκλεισμένους από τη γνώση και την επένδυση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επήλθε τέλος στην κλασική οικονομική εκμετάλλευση. Οι νέες μορφές συγκρούσεων αφορούν την επιχειρούμενη «πολιτισμική χειραγώγηση» των κοινωνικών υποκειμένων και των οργανωμένων τους εκφράσεων και παλεύουν ενάντια στον ταξικό αντίπαλό τους για τον κοινωνικό έλεγχο της ιστορικότητάς τους.
No comments:
Post a Comment