Monday, July 15, 2019

Θεωρίες περί κρίσης του «πολιτικού» 4ο μέρος) του Θανάση Τσακίρη

Θεωρίες περί κρίσης του «πολιτικού»

Προηγούμενο: https://tsakthan.blogspot.com/2019/06/3.html


Αρχικά είδαμε τις ερωτήσεις και τις πρώτες απαντήσεις που προσδιόρισαν τις κατευθύνσεις της αναζήτησης και του διαλόγου για την ανάδειξη των αιτιών της εμφάνισης και της ανόδου των δύο αυτών τύπων «κομμάτων αμφισβήτησης» του status quo.  Στην συνέχεια διαμορφώνονται δύο διακριτά αλλά και αλληλοτεμνόμενα σύνολα πολιτικών κοινωνιολόγων που διατυπώνουν πιο συγκροτημένα θεωρητικά σχήματα.

Η πρώτη ομάδα τονίζει τις διαφορές μεταξύ των αντιπολιτευτικών κομμάτων και προβαίνουν σε συγκεκριμένες διακρίσεις μεταξύ των δυνάμεων της «αντισυστημικής αντιπολίτευσης» και της «κατεστημένης αντιπολίτευσης». Σύμφωνα με τον Kirchheimer, τα κόμματα διακρίνονται σε κόμματα «πιστά ή μη» στο πολιτικό σύστημα: «πιστή αντιπολίτευση» και «αντιπολίτευση βάσει αρχών». Ο Sartori θεωρεί ως «αντισυστημικό κόμμα» αυτό που δεν αποδέχεται τη νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και εμπλέκεται σε αγώνα για την υπονόμευσή του. Ο Giovanni Cappocia με βάση τη θέση του Sartori διακρίνει μεταξύ της «ιδεολογικής αντισυστημικότητας» και της «σχεσιακής συστημικότητας» (“relational”) και δημιουργεί μια τετράπτυχη τυπολογία ανάλογα με το αν ένα κόμμα είναι σχεσιακά αντισυστημικό ή όχι και αν είναι ιδεολογικά αντισυστημικό ή όχι. Στην πρώτη περίπτωση τα σχεσιακά αντισυστημικά κόμματα επηρεάζουν τη λειτουργία του κομματικού συστήματος ωθώντας το στην εντεινόμενη πόλωση και στην ανάπτυξη μιας φυγόκεντρης δυναμικής. Στη δεύτερη περίπτωση τα ιδεολογικά αντισυστημικά κόμματα μπορούν να επηρεάσουν την σταθερότητα, τη νομιμοποίηση και την εμπέδωση του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος. Ο Smith κατασκεύασε μια τυπολογία με βάση δυο ερωτήματα: α) είναι συμβατοί οι στόχοι του κόμματος συμβατοί με το υφιστάμενο καθεστώς και τις συνακόλουθες δομές του; β) οι οπαδοί του ακολουθούν ένα πρόγραμμα δράσης και ενεργειών που είναι αποδεκτές από τα άλλα κόμματα και ιδίως από τις πολιτικές αρχές (authorities); Η τετράπτυχη τυπολογία του εξετάζει α) αν οι «στόχοι πολιτικής» (“policy goals”) του κόμματος είναι «μετασχηματιστικοί» ή «συμβιβαστικοί» ως προς το σύστημα, και β) αν οι στρατηγικές των κομμάτων είναι «αποδεκτές» ή «απαράδεκτες».


 Giovanni Sartori


Σύμφωνα με μια αξιολόγηση όλοι αυτοί οι ορισμοί και οι τυπολογίες είναι ταυτόχρονα πολύ ευρείς και πολύ περιοριστικοί. Είναι ευρείς γιατί το μόνο κοινό σημείο τους είναι η «αντισυστημικότητα» (ιδεολογική ή συμπεριφορική). Είναι στενές γιατί δεν περιλαμβάνουν κόμματα που είναι αμφίσημα ως προς το δημοκρατικό σύστημα.[1] 

Η δεύτερη ομάδα πολιτικών κοινωνιολόγων επικεντρώνεται στην έννοια του «λαϊκισμού». Προτού προχωρήσουμε στη σχετική συζήτηση, ας μας επιτραπεί να παρουσιάσουμε την προηγούμενη συζήτηση του θέματος που αφορά παλαιότερες πολιτικές καταστάσεις που κατηγοριοποιήθηκαν ως καταστάσεις «λαϊκισμού».

Σύμφωνα με τον Ε. Laclau, η επίκληση του «λαού» και των «λαϊκών παραδόσεων» αποτελεί αντανάκλαση της αντίθεσης ανάμεσα στον εν γένει «Λαό» και στο σύμπλεγμα – συγκρότημα εξουσίας. Συνεπώς, ο «Λαός» εγκαλείται ιδεολογικά ως υποκείμενο που αντιτίθεται προς το κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας. Αν, τονίζει ο Laclau, το κομμάτι εκείνο του συγκροτήματος εξουσίας που επιδιώκει την ανασύνθεση – ανασυγκρότηση των εκμεταλλευτριών τάξεων εγκαλέσει «από τα πάνω» το υποκείμενο «Λαός» σε κινητοποίηση για το σκοπό αυτό, τότε έχουμε να κάνουμε με μια αντιδραστική – λαϊκιστική ιδεολογία που έχει λάβει τη μορφή του φασισμού και του ολοκληρωτισμού. Αντίθετα, αν κομμάτια των εκμεταλλευομένων τάξεων συσπειρώσουν γύρω τους την πλειοψηφία του υποκειμένου «Λαός» με σκοπό την άνοδο στην εξουσία και την υιοθέτηση μέτρων ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων, τότε πρόκειται περί λαϊκισμού προοδευτικού-αριστερού τύπου. Έτσι εδώ περιλαμβάνονται τα πιο ποικιλόμορφα κινήματα, από τα ακροδεξιά αντιδραστικά κινήματα ως τις πλέον ακραίες αριστερίστικες μορφές λαϊκής πάλης και τα πιο διαφορετικά καθεστώτα από τις δεξιές στρατιωτικές δικτατορίες ως τις λαϊκές επαναστάσεις τύπου Σαντινίστας. Η μόνη κοινωνικού χαρακτήρα ανάλυση στην οποία προβαίνει είναι αυτή του διαχωρισμού του φορέα που εγκαλεί το «Λαό» ως υποκείμενο (εκμεταλλεύτριες ή εκμεταλλευόμενες μερίδες τάξεων) και επικεντρώνει τη συζήτηση στα κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά όλων αυτών των κινημάτων: αντι-ελιτισμός και θεοποίηση της αδιαμεσολάβητης σχέσης αρχηγού-λαού.


Ernesto Laclau



Η M. Canovan με πιο αναλυτικό τρόπο καθόρισε επτά διαφορετικά είδη λαϊκισμού, τα οποία παρά τις διαφορές που τα χαρακτηρίζουν διαθέτουν και ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: την έκκληση προς το λαό και την αντι-ελιτίστικη κινητοποίηση. Ο διαχωρισμός προσεγγίζει σε ένα ορισμένο βαθμό την κοινωνική σύνθεση αυτών των λαϊκιστικών κινημάτων.
α) Επαναστατικός λαϊκισμός διανοουμένων (π.χ. ναρόντνικοι στη Ρωσία που με μια ρομαντική αντίληψη για τους σκληρά εργαζόμενους αγρότες και χωρικούς έθεταν στην ημερήσια διάταξη ριζοσπαστικά προγράμματα)
β) Αγροτικός λαϊκισμός (π.χ. ανατολικοευρωπαίοι και βαλκάνιοι subsistence αγρότες)
γ) Ριζοσπαστισμός των farmers-επιχειρηματιών (όπως στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και το Κόμμα του Λαού)
δ) Λαϊκίστικη δημοκρατία (έκκληση για περισσότερη πολιτική συμμετοχή και χρήση των λαϊκών δημοψηφισμάτων). Εκπρόσωποι αυτής της μορφής στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα ήταν κατά τη δεκαετία του 1920 οι Προοδευτικοί του Lafollette που ήταν ισχυροί στην πολιτεία Wisconsin και πρόσφατα ο αιδεσιμότατος Jesse Jackson.
ε) Λαϊκίστικη δικτατορία (όπως η δικτατορία του Περόν στην Αργεντινή)
στ) Λαϊκισμός των πολιτικών (μη ιδεολογική απεύθυνση προς τον «Λαό» για την οικοδόμηση ενός ενωτικού συνασπισμού). Χαρακτηριστική για τις ΗΠΑ είναι η περίπτωση του Ross Perot.
ζ) Αντιδραστικός λαϊκισμός (αντεπίθεση των λευκών, περίπτωση George Wallace αλλά και Pat Robertson, Pat Buchanan, David Duke)
Στην πραγματικότητα δεν είναι απόλυτα «στεγανές» οι περιπτώσεις του «λαϊκισμού» καθώς συχνά αλληλοεπικαλύπτονται, παραδείγματος χάριν οι περιπτώσεις του ριζοσπαστισμού των αγροτών των ΗΠΑ και της λαϊκιστικής δημοκρατίας. Όμως, όλες οι μορφές λαϊκισμού έχουν τουλάχιστον δύο κοινά στοιχεία, την έκκληση προς τον λαό και στον ένα ή στον άλλο βαθμό μια αίσθηση αντιελιτισμού. 


Ο Michael Kazin ανιχνεύει δύο διαφορετικά αλλά μη αλληλοαποκλειόμενα στοιχεία οράματος και διαμαρτυρίας στο αυθεντικό λαϊκίστικο κίνημα των ΗΠΑ. Από τη μια  την αναγέννηση της πιετατιστικής αντίληψης του Μεταρρυθμιστικού Προτεσταντισμού και από την άλλη την κοσμική πίστη του Διαφωτισμού στον ορθολογισμό των πολιτών και του λαού στη σκέψη και στη δράση, ορθολογισμός που είναι ακόμη πιο έντονος από τον ορθολογισμό των φεουδαρχών προγόνων τους. Συμφωνεί με την Canovan αντιλαμβανόμενος ότι ο λαϊκισμός είναι σαν τον Ιανό, με την έννοια ότι μπορεί να στραφεί και αριστερά και δεξιά, να εκδηλωθεί ως ελευθεριακό αντιιεραρχικό ή αυταρχικό δυσανεκτικό κίνημα, ως κίνημα αμφισβήτησης του status quo αλλά και ενίσχυσής του με τη στήριξη των ελίτ για την προστασία από τους «μη αυτόχθονες», να προωθεί τον πολιτικό διάλογο και τη συμμετοχή αλλά και να εκφράζεται με δημαγωγικό τρόπο, θεωρίες συνωμοσίας και να δημιουργεί «μαύρα πρόβατα» και «αποδιοπομπαίους τράγους». [2]

Στην ίδια γενική τάση, ο Α. Λιάκος συμπυκνώνοντας και αυτός τα χαρακτηριστικά του λαϊκισμού ως ιδεολογίας (δυϊσμός της αντίφασης «λαός» εναντίον «συγκροτήματος εξουσίας», αντι-ελιτισμός, αποθέωση του «λαϊκού» και της αδιαμεσολάβητης σχέσης μαζών – αρχηγού, προσπαθεί να μιλήσει ως κοινωνικός ιστορικός, όχι για «το έργο που παίζεται στην κεντρική σκηνή» αλλά, «για την πλατεία και τις διαθέσεις της» και θέτει το ακόλουθο ερώτημα: «Γιατί ένα μέρος του πληθυσμού – ποιο είναι αυτό και κάτω από ποιες συνθήκες – αποδέχεται τη λαϊκίστικη πολιτική, ποιες προσδοκίες εκφράζει σ’ αυτήν, ποια είναι η σχέση ανάμεσα στη γλώσσα του λαϊκισμού και στη δική του αντίληψη για την πολιτική, στις μνήμες και στις αξίες του, στους εκφραστικούς του τρόπους».Τίθεται κατ’ αρχήν, το ζήτημα της αντίθεσης ανάμεσα στην «ηθική οικονομία» και στην «πολιτική οικονομία», δηλαδή ανάμεσα στην προ-καπιταλιστική και στην καπιταλιστική οικονομία. Σύμφωνα με τη διαχωριστική γραμμή του Άγγλου μαρξιστή ιστορικού E.P. Thompson που χρησιμοποιεί τον όρο «ηθική οικονομία» για να περιγράψει «ένα σύνολο κανόνων και αμοιβαίων υποχρεώσεων, το περιεχόμενο των οποίων καθοριζόταν εθιμικά». Ενώ «στην οικονομία της αγοράς η διαμάχη περιστρεφόταν γύρω από τους μισθούς, στην ηθική οικονομία αφορούσε τις τιμές. Στην πρώτη πεδίο διαμάχης ήταν το εργοστάσιο. Στη δεύτερη η αγορά. Στο εργοστάσιο οι αντίπαλοι ορίζονταν με ταξικές αναφορές (συνδικάτα-εργοδότες). Στην αγορά η αντιπαράθεση αφορούσε το πλήθος και την εξουσία. Αιτήματα: κατάργηση των μεσαζόντων, έλεγχος και επιτήρηση της αγοράς, προστασία των αγοραστών από την αισχροκέρδεια. Τα αιτήματα αυτά όμως, ακόμα και όταν το πλήθος τα επέβαλλε με άμεση δράση, απηχούσαν το πρότυπο ελέγχου της αγοράς και προστασίας των φτωχών από μια πατερναλιστική εξουσία. Το πρότυπο αυτό ήταν περισσότερο ιδεώδες παρά πραγματικό. Ιδεώδες που αναβίωνε συμβολικά σε περιόδους σιτοδείας ή άλλης μορφής κρίσεων». Συνεπώς, το πρώτο ζήτημα είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στις προσκολλημένες στην «ηθική οικονομία» και στον «κρατικό πατερναλισμό» λαϊκές τάξεις και στην προσχώρηση της κρατικής εξουσίας στη λογική της ελεύθερης οικονομίας του καπιταλισμού. Αυτή η αντίθεση καθορίζει το πρώτο χαρακτηριστικό του λαϊκισμού: την «πληβειακή κουλτούρα» που αντιδιαστέλλεται τόσο προς τη «λαϊκή κουλτούρα» όσο και προς την «ταξική – εργατική κουλτούρα». Με την πρώτη διαφοροποιείται στο βαθμό που «παράγεται στο σημείο σύγκρουσης» με τη νέα πραγματικότητα της κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων. Διατηρεί τη συμβολική γλώσσα και την αφήγηση ως γνωστικό τρόπο και μέσο μετάδοσης αξιών, αλλά σε σύγκρουση με τη ρασιοναλιστική επιχειρηματολογία και με τους νέους τρόπους επικοινωνίας που επιβάλλει ο αστικός δημόσιος χώρος». Με την ταξική κουλτούρα διαφέρει στο βαθμό που αντιπαραθέτει κάθετα τους ανθρώπους και όχι οριζόντια (εργάτες – εργοδότες), αλλά κατά επάγγελμα, τόπο καταγωγής κλπ. Η «πληβειακή κουλτούρα», κατά συνέπεια, έρχεται σε σύγκρουση τόσο με τον αστικό εκσυγχρονισμό όσο και με τα κινήματα κοινωνικής ανατροπής, στηριζόμενη στο εθιμικό και αρχαϊκό δίκαιο για να διεκδικήσει τη νομιμότητα των αιτημάτων της. Είναι μια κουλτούρα καθαρά συντηρητική που «αποτελείται από μια επιλογή στοιχείων που ανήκουν στην κυριαρχούσα ρητορεία». Μέχρι τώρα η ανάλυση θεωρεί ως δεδομένο ότι οι κοινωνίες στις οποίες εμφανίζονται «λαϊκιστικά κινήματα», με τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν, είναι κοινωνίες που βρίσκονται σε μεταβατικά στάδια ανάπτυξης. Ο Α. Λιάκος θεωρεί ότι συνεχώς εμφανίζονται λαϊκιστικά κινήματα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας και της Ιταλίας κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου πριν από την άνοδο στην εξουσία του ναζιστικού και του φασιστικού κόμματος καθώς και στην περίπτωση του ισχυρού αγροτο-εργατικού κινήματος στις Η.Π.Α. κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα Στην πρώτη περίπτωση τα ταξικά αιτήματα είτε παραμερίστηκαν είτε συγχωνεύτηκαν με τα γενικότερα λαϊκά αιτήματα, όπως τα αντιλαμβάνονταν οι ναζιστές και οι φασίστες, στη δε δεύτερη περίπτωση ο λαϊκίστικος λόγος συμπορεύτηκε, αλλά και συγκρούστηκε, με τον ταξικό λόγο των εργατικών συνδικάτων. Όσον αφορά τη συγκυρία κατά την οποία το λαϊκιστικό φαινόμενο κάνει ιδιαίτερα έντονη και ασφυκτική την παρουσία του διαχεόμενο στο σύνολο του κοινωνικού σώματος, ο E.P. Thompson επισημαίνει ότι η ηθική αντίληψη περί κοινωνίας αναβιώνει και επανέρχεται στο προσκήνιο όταν το κοινωνικό σώμα αισθάνεται πως κινδυνεύει. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις του πολέμου και των φυσικών καταστροφών που διακόπτουν την κανονική λειτουργία της αγοράς και του μηχανισμού των τιμών. Οι καταστάσεις πληθωρισμού, ανεργίας, πανικού και κρίσης ευνοούν την ανάπτυξη της ηθικής αντίληψης περί κοινωνίας με όλα τα επακόλουθα.


[1] Βλ. Abadi A. (2004), ο.ε.π. σελ. 6-10.
[2] Kazin M.  The Populist Persuasion

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...