Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στο διεθνές επίπεδο το λεγόμενο δεύτερο κύμα του φεμινισμού ελκύει ακόμα μεγάλο αριθμό φεμινιστριών. Τα δικαιώματα της αναπαραγωγής γίνονται το βασικό ζήτημα του δεύτερου κύματος σε σχέση με τα δικαιώματα στην παραγωγή που ήταν το κύριο θέμα του πρώτου κύματος. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η βασική διαχωριστική τομή που συνεχώς μετατίθεται οριζοντίως, καθέτως αλλά και σε πολλά ταυτόχρονα πεδία είναι αυτή ανάμεσα σε «ισότητα»» και «διαφορά». Έτσι, η πρώτη διαχωριστική γραμμή που εμφανίζεται διαφοροποιεί τις “μινιμαλίστριες” από τις “μαξιμαλίστριες” φεμινίστριες. Οι μινιμαλίστριες επιδιώκουν να υποβαθμίσουν τη σημασία της έννοιας “γυναίκα” και να ελαχιστοποιήσουν το ρόλο του φύλου στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή. Αντίθετα, οι μαξιμαλίστριες αποδέχονται τη σημασία της έννοιας “γυναίκα” και επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν σε μέγιστο βαθμό το ρόλο της διαφοράς των φύλων, δίνοντας νέες σημασιοδοτήσεις, χαρακτηριστικά και ιδιότητες στις γυναίκες .
            Η δεύτερη διαιρετική τομή είναι ανάμεσα σε “ριζοσπαστικές” και “πολιτισμικές” φεμινίστριες. Η δεύτερη τάση εμπεριεχόταν σε εμβρυακή μορφή στα πλαίσια της έννοιας της γυναικείας αδελφοσύνης ενάντια στην καταπίεση από την πατριαρχία που διατύπωσε η πρώτη τάση των ριζοσπαστριών φεμινιστριών. Η ξεχωριστή πολιτική δράση των γυναικών εθεωρείτο αναγκαία επειδή μόνο μια φεμινιστική πολιτική οργάνωση θα μπορούσε να υπονομεύσει την πατριαρχία και να αποδιαρθρώσει τις δομές της. Η αντίθεση στις μικτές οργανώσεις και στην παραδοσιακή ηγεμόνευση των γυναικών μέσα στο κίνημα της αριστεράς και στα κόμματα της επέβαλε ξεχωριστές πολιτικές και οργανωτικές δομές και, συνεπώς, την επεξεργασία μιας νέας επαναστατικής φεμινιστικής πολιτικής στρατηγικής που περνά μέσα από τις βασικές συνεισφορές του ριζοσπαστικού φεμινισμού που ήταν η αφύπνιση της συνείδησης (consciousness raising) με τη λειτουργία των ομάδων αυτοσυνείδησης. Η τάση του πολιτισμικού φεμινισμού θεωρήθηκε ως υποχώρηση σε σχέση με το ριζοσπαστικό φεμινισμό και στόχευε στην αποκατάσταση και όχι στην εξάλειψη του ρόλου των φύλων. Η τάση αυτή στηρίχτηκε κυρίως σε έρευνες φεμινιστριών ανθρωπολόγων που υποστήριξαν την άποψη ότι η γυναικεία βιολογία είναι η βάση των γυναικείων εξουσιών˙ αντιπαρέθεσε μια διαφορετική λογική κατευθύνοντας το ερευνητικό βλέμμα στη διάχυση των εξουσιών στο μικρο – επίπεδο όπου η παρουσία των γυναικών έπαιρνε ένα διαφορετικό χαρακτήρα που δεν ανταποκρινόταν στα γνωστά εξουσιαστικά και ιεραρχικά μοντέλα  που προσφέρουν οι κυρίαρχες δυτικές αντιλήψεις.
Μια νέα διαφορά που θα συζητηθεί εκτενώς και θα παραχθεί πλούσια βιβλιογραφία είναι ανάμεσα στις «εσσενσιαλίστριες» και στις «κοινωνικές κονστρουκτιβίστριες». Η ουσιοκρατική αντίληψη των πρώτων, που υποστηρίζουν την αιώνια ύπαρξη της ουσίας της γυναικείας φύσης, θα ηττηθεί κατά κράτος, από την πλευρά που υποστηρίζει ότι το γυναικείο και εν γένει το φύλο είναι μια κοινωνική κατασκευή και η οποία με τα ερωτήματα που θέτει καταφέρνει ισχυρά χτυπήματα στις αιώνιες αλήθειες περί φύλων δίχως όμως να προσφέρει έναν ασφαλή οριοθετημένο χώρο για τη μελέτη των φύλων. Πάλι και εδώ η αντίθεση ανάμεσα στη διαφορά και στην ισότητα υπονοείται, έστω και με λιγότερη σαφήνεια τουλάχιστον όσον αφορά τον κοινωνικό κονστρουκτιβισμό.
            Γύρω από το ζήτημα των σταθερών ή ασταθών εννοιολογικών κατηγοριών θα στηθεί για άλλη μια φορά ένα σκηνικό διενέξεων : πάλι οι “πολιτισμικές” φεμινίστριες θα σταθούν αντιμέτωπες αυτή τη φορά με την τάση του “μεταστρουκτουραλισμού”. Τα βασικά στοιχεία του μεταστρουκτουραλισμού ή μεταδομισμού θεωρείται ότι έλκουν την καταγωγή τους ήδη από την πρακτική του φιλελεύθερου και του ριζοσπαστικού φεμινισμού, δηλαδή ότι η κατηγορία “γυναίκα” είναι κατασκευή και ότι το “υποκείμενο” ήταν ένα ζήτημα υπό συζήτηση όπως και οι κοινωνικοί θεσμοί. Αυτή η τάση καταγράφεται κυρίως ως «Γαλλική» και ενδιαφέρεται λιγότερο για την γυναίκα ως υποκείμενο, χαρακτηρίζει απαξιωτικά τις λέξεις εξουσία, γνώση και υψηλή κουλτούρα ως “φαλλογοκεντρική”, αμφισβητεί τον Καρτεσιανό ορθολογισμό. Το γυναικείο θεωρείται ως κατακερματισμένο και απόν.
            Η αρχή της δεκαετίας του ‘80 σημαδεύτηκε επίσης και από τη διαμάχη φεμινιστριών και ματερναλιστριών. Οι τελευταίες έθεσαν νέα ερωτήματα σχετικά με τη δυνατότητα των εκτός δημοσίου χώρου γυναικών που αγωνίζονται καθημερινά για την επιβίωση τη δική τους και των παιδιών τους να βγουν στο προσκήνιο. Πολλές φορές βγαίνουν στο προσκήνιο κατά την υποχρεωτική απουσία των ανδρών ή σε στιγμές μεγάλων οικονομικό – κοινωνικών κρίσεων με δυναμικές μορφές αγώνα. Η περίπτωση των Μητέρων της Πλατείας του Μάη στην Αργεντινή κατά τη φασιστική δικτατορία Vidella είναι χαρακτηριστική. Ο λόγος που εξέπεμψαν αυτές οι γυναίκες υπέκρυπτε την υιοθέτηση του “φυσικού ρόλου της μητέρας”.  Χαρακτηριστικές επίσης κινητοποιήσεις των ματερναλιστριών φεμινιστριών ήταν οι κινητοποιήσεις στις περιπτώσεις της μεγάλης απεργίας των ανθρακωρύχων της Βρετανίας το 1984.
            Πάνω απ’ όλα όμως βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή που διαπερνά όλες τις συζητήσεις και διαμάχες που αναφέρθηκαν : «ισότητα ή διαφορά». Η τάση του σοσιαλιστικού / μαρξιστικού φεμινισμού είναι στο κέντρο αυτής της διαχωριστικής γραμμής προσπαθώντας να ισορροπήσει ενσωματώνοντας στοιχεία και από τις δυο πλευρές της διαχωριστικής γραμμής. H αρχική συζήτηση στους κόλπους του σοσιαλιστικού / μαρξιστικού φεμινισμού στηρίζεται στην απόπειρα διεύρυνσης των εννοιολογικών εργαλείων για την εκμετάλλευση και στις γυναίκες και μελέτης της φεμινιστικής ιστορίας ως  της υλικής και οικονομικής υποταγής των γυναικών. Η πιο παραγωγική συζήτηση για το “γυναικείο ζήτημα” εμφανίζεται στο χώρο της Βρετανικής αριστεράς ανάμεσα στις φεμινίστριες που δέχτηκαν ως πλαίσιο το Μαρξισμό λόγω της ιδιαίτερης μακρόχρονης σοσιαλιστικής παράδοσης της χώρας. Εξ άλλου είναι και η χώρα στην οποία γίνεται και η μακροβιότερη συζήτηση για το ρόλο και τις σχέσεις της ιστορίας των γυναικών και του εργατικού κινήματος με επίκεντρο τη σχέση τάξης και φύλου. Η συμβολή των γυναικών μέσω της απλήρωτης οικιακής εργασίας στην αναπαραγωγή της εργατικής τάξης και του καπιταλισμού γενικότερα δεν είχαν τύχει ως τότε της προσοχής των μαρξιστών θεωρητικών. Η φεμινιστική παρέμβαση κάνει ορατό το ζήτημα αυτό όπως και την ιδιαίτερη σύνθεση του “εφεδρικού στρατού εργασίας” και των χαμηλόμισθων θέσεων εργασίας μερικής απασχόλησης την πλειοψηφία των οποίων αποτελούν οι γυναίκες. Οι βασικές συμβολές στη σοσιαλιστική / μαρξιστική φεμινιστική σκέψη προήλθαν από τα έργα της Juliet Mitchell που θεώρησε ότι η γυναικεία υποταγή είναι αποτέλεσμα ιστορικών αλλαγών στην παραγωγή και ιδιαίτερα σε τέσσερις δομές : αναπαραγωγή, παραγωγή, παιδική κοινωνικοποίηση και σεξουαλικότητα.  Επίσης συμβάλει στο να ξεκαθαριστεί ότι επειδή αυτές οι δομές συμπυκνώνονται στο χώρο της οικογένειας τότε η γυναικεία απελευθέρωση δεν είναι συνεπαγόμενο αποτέλεσμα της ανατροπής του καπιταλισμού ανοίγοντας το δρόμο για την υιοθέτηση της άποψης για την αυτονομία του φεμινιστικού κινήματος που στοχεύει στην ανατροπή και μετασχηματισμό των δομών που αναφέρθηκαν (υλικές αλλά και ψυχικές δομές). Η Sheila Rowbotham άσκησε μεγάλη επίδραση στη σοσιαλιστική / μαρξιστική φεμινιστική σκέψη με τη θέση της ότι μόνο οι εργάτριες είναι εκείνες που μπορούν να τεθούν στην πρωτοπορία του φεμινισμού στο βαθμό που είναι εκείνες που βιώνουν τη διπλή καταπίεση του φυλετικού καταμερισμού εργασίας τόσο στο χώρο εργασίας όσο και στο χώρο του σπιτιού και της οικογένειας . Σημαντική ήταν η θέση της Rowbotham για την άποψη περί πατριαρχίας ως όρου που δεν καταφέρνει να δείξει ποιες είναι μέσα σε διαφορετικά ιστορικά συμφραζόμενα οι σχέσεις των γυναικών με την παραγωγή. Στις ΗΠΑ η Heidi Hartmann μιλά για τον ατυχή γάμο μαρξισμού και φεμινισμού και θεωρεί ότι η κριτική τόσο της πατριαρχίας όσο και του καπιταλισμού είναι αναγκαία γιατί είναι διακριτά συστήματα εξουσίας αλλά ταυτόχρονα αλληλοδιαπλεκόμενες μορφές υποταγής και καταπίεσης των γυναικών. Γίνεται έτσι κατανοητό ότι στο βαθμό που ο σοσιαλιστικός / μαρξιστικός φεμινισμός διευρύνει ως τα έσχατα όριά τους τις κλασικές μαρξιστικές έννοιες καταφέρνει ως ένα σημείο να ξεπεράσει το δυαδικό δίπολο ισότητας και διαφοράς. Το πρόβλημα είναι πώς η θεωρία γίνεται πράξη; Η ιστορία, ή καλύτερα οι ιστορίες, των σοσιαλιστικών, κομμουνιστικών και αριστερίστικων κομμάτων, οργανώσεων και ομάδων δείχνει πως μπορούν στα λόγια να υιοθετήσουν και την πιο μαξιμαλιστική φεμινιστική γραμμή στην πράξη όμως να υπερισχύει η παραδοσιακή αντίληψη για το ρόλο των γυναικών και ο αγώνας των φεμινιστριών να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολος στο βαθμό που έχουν να αντιμετωπίσουν στο πρόσωπο των “προοδευτικών” συντρόφων τους την πατριαρχία.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

  • De Beauvoir Simone (1972). The Second Sex.N.Y.: Penguin [Ελλ. Έκδ.: Beauvoir S. (1979). Το δεύτερο φύλο. Αθήνα: Εκδ. Γλάρος]
  • Eisenstein Hester. (1984). Contemporary Feminist Thought.  London, Unwin.
  •       Irigaray Luce (1985). This Sex Which Is Not One. Ithaca, NY: Cornell University Press. 
  • Kristeva Julia, (1980), «Desire in Language : A Semiotic Approach to Literature and Art». New York : Columbia University Press,
  • Millet Kate, (1970), Sexual Politics:The Classic Analysis of the Interplay Between Men, Women, and Culture. N.Y.: Doubleday.
  • Rowbotham Sheila, Segal Lynne and Wainright Hilary. (1979). Βeyond the Fragments : Feminism and the Making of Socialism. London: Merlin Press.
  • Shulasmith Firestone (1970) The Dialectic of Sex. The Case for Feminist Revolution. London: The Women’s Press.
  • Snitow Ann (1996). “A Gender Diary” στο Scott W. Joan (ed.) Feminisms and History, Oxford – N.Υ.: Oxford University Press σελ. 505 – 546.