ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
του Θανάση Τσακίρη
H ευημερία του λαού και η πρόνοια για τους μη
έχοντες είναι μια πανάρχαια κυβερνητική αξία στον Ευρασιατικό χώρο. H πρόνοια και το ευ ζην αφορούν την ικανοποίηση
των βασικών ανθρωπίνων αναγκών.
Οι διαστάσεις των
βασικών ανθρωπίνων είναι τρεις:
- Το «έχειν». Αναφέρεται στις ουσιώδης
φυσιολογικές και υλικές ανάγκες.
- Το «αγαπάν»: Αναφέρεται στην κοινότητα, στη
φροντίδα και την αναγνώριση.
- Το «είναι»: Αναφέρεται στην ταυτότητα και στην
προσωπική ανάπτυξη.
O Abraham Maslow διατύπωσε το σχήμα της «πυραμίδας των
αναγκών». Βασική θέση της θεωρίας του Maslow είναι ότι ο άνθρωπος
αποτελεί μια οντότητα η οποία αδιάκοπα προσβλέπει στην κάλυψη και ικανοποίηση
των αναγκών του. Η διαδικασία κάλυψης των αναγκών είναι αδιάκοπη, μιας και
μόλις καλυφθούν κάποιες ανάγκες, το άτομο στρέφεται αυτόματα στην κάλυψη
κάποιων άλλων επόμενων αναγκών:
·
Η ανάγκη για αυτοολοκλήρωση,
αυτενέργεια και αυτοανάπτυξη.
|
||||
·
Η ανάγκη για αυτοεκτίμηση και
αναγνώριση από τους άλλους. (Φήμη, κύρος, εκτίμηση, σεβασμός)
|
||||
·
Κοινωνικές ανάγκες. Η ανάγκη για αγάπη, η σύνδεση με άλλους, η
ένταξη σε ομάδα, η φιλία.
|
||||
·
Οι ανάγκες ασφάλειας που είναι δημιουργήματα των συναισθημάτων της
αυτοσυντήρησης.
|
||||
·
Φυσιολογικές ανάγκες. Οι ανάγκες της επιβίωσης, αυτές που με την
ικανοποίησή τους κρατιόμαστε στην ζωή.
|
||||
Αυτό που σήμερα στον ανοιχτό δημόσιο διάλογο
τίθεται με τραυματικό και δραματικό τρόπο ως «διακύβευμα» (“issue”) και δημιουργεί αντίθετες ιδεολογικές
παρατάξεις που μάχονται με συγκρουσιακή στρατηγική, κάποτε εθεωρείτο δεδομένο.
Παρ’ όλα αυτά το δικαίωμα στην ευημερία/πρόνοια δεν αποτελούσε μέρος των
ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων. Από την αρχαία ελληνική πόλη και τη
ρωμαϊκή εκδοχή «άρτος και θεάματα» ως το 19ο αιώνα πολλοί παράγοντες
(πολιτικοί, θρησκευτικοί, οικονομικοί κ.ά.) επιδρούσαν και προσδιόριζαν την
κοινωνική πολιτική και όλα αυτά ήταν υπό αίρεση και δεν αφορούσαν συχνά
ολόκληρο τον πληθυσμό μιας επικράτειας.[1] Βέβαια από καιρό σε καιρό και από τόπο σε τόπο
διαφορετικές πολιτικές και εκδοχές έδιναν την κατάλληλη χροιά. Η ιστορική και
πολιτιστική εξέλιξη έχει συμβάλει στη διεύρυνση της έννοιας και, κατά συνέπεια,
της έννοιας της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η εξέλιξη δεν ήταν ευθύγραμμη και
ταυτόχρονη παντού και δεν εξαρτιόταν μόνο από την ανάπτυξη των καπιταλιστικών
αγορών, των θρησκευτικών αντιλήψεων αλλά και από τις πολιτικές ανάγκες των
κυβερνήσεων που έρχονταν αντιμέτωπες με την κοινωνική και πολιτική των
εργατικών τάξεων και στρωμάτων και χρειάστηκε να λάβουν προληπτικά μέτρα προτού
αυτή η κινητοποίηση πάρει διαστάσεις επαναστατικές. Σήμερα πια με τον ένα ή
στον άλλο τρόπο και με διαφορετικές επιδόσεις όλα τα αναπτυγμένα οικονομικά
καπιταλιστικά κράτη είναι κράτη προνοίας καθόσον ότι το μεγαλύτερο μέρος των
κρατικών δαπανών αφορούν τον πυρήνα του κράτους ευημερίας/πρόνοιας: εκπαίδευση,
υγεία, κοινωνική ασφάλιση και κοινωνική φροντίδα.
Αρχικά υπήρχαν
υποχρεώσεις (duties) και όχι δικαιώματα.
Οι υποχρεώσεις αφορούσαν τους άρχοντες και τους ευσεβείς . Όσο κι αν απορούμε
γνωρίζοντας ότι οι αρχαίες οικονομίες και πολιτείες ευημερούσαν λόγω της
εργασίας των δούλων καταστατικά σχεδόν αυτές ήταν υποχρεωμένες να εξασφαλίζουν
το «κοινό καλό» των πολιτών τους. Πρώτος
πολιτικός φιλόσοφος που αναφέρθηκε στο ζήτημα ο Πλάτωνας, ο οποίος βάζει στην Πολιτεία τον Σωκράτη να διακηρύσσει ότι
δεν δημιουργήθηκε η «πόλις» για να καταστήσει ευτυχισμένη μόνο μια κοινωνική
ομάδα αλλά να καταστεί όσο δυνατό πιο ευτυχισμένη (ευδαίμων) ολόκληρη η
πόλη: τὸν αὐτὸν οἶμον, ἦν δ᾽ ἐγώ, πορευόμενοι εὑρήσομεν, ὡς ἐγᾦμαι, ἃ λεκτέα. ἐροῦμεν γὰρ ὅτι θαυμαστὸν μὲν ἂν οὐδὲν εἴη εἰ καὶ οὗτοι οὕτως εὐδαιμονέστατοί εἰσιν, οὐ μὴν πρὸς τοῦτο βλέποντες τὴν πόλιν οἰκίζομεν, ὅπως ἕν τι ἡμῖν ἔθνος ἔσται διαφερόντως εὔδαιμον, ἀλλ᾽ ὅπως ὅτι μάλιστα ὅλη ἡ πόλις. ᾠήθημεν γὰρ ἐν τῇ τοιαύτῃ μάλιστα ἂν εὑρεῖν δικαιοσύνην καὶ αὖ ἐν τῇ κάκιστα οἰκουμένῃ. (Βιβλίο 4, 420β΄)
Η ιδέα
της πρόνοιας/ευημερίας διαδόθηκε στο χώρο της πολιτικής σκέψης του
ελληνορωμαϊκού και ελληνιστικού κόσμου ως και τον Μεσαίωνα. Θεωρείτο «ηθικό
καθήκον» των Αυτοκρατόρων, των βασιλιάδων, των πριγκίπων και των «φυλάκων» του
Πλάτωνα. Ο Θωμάς Ακινάτης έγραφε ότι ο σκοπός του άρχοντα και της κυβέρνησής
του θα πρέπει να είναι η διασφάλιση του «εύ ζην» στην επικράτειά του, και ότι
αυτό που κάνει τη διαφορά μεταξύ του νομιμοποιημένου μονάρχη και τυράννου είναι
πως ο δεύτερος είναι ανήθικος και άδικος γιατί επιδιώκει τους προσωπικούς
σκοπούς του σε βάρος της ευημερίας των υπηκόων του, δηλαδή του κοινωνικού
συνόλου. Δεν ήταν καχύποπτος απέναντι στην επιχειρηματική δραστηριότητα, στην
επένδυση και το κέρδος όπως οι σύγχρονοί του Χριστιανοί θεολόγοι αλλά πρόσθετε
ότι πρέπει να αποβλέπει στην υποστήριξη των οικογενειών, των φτωχών και του
κοινού καλού. Αποδεχόταν τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της περιουσίας αρκεί
να υπάρχει πρόνοια για την τήρηση του φυσικού νόμου, δηλαδή ότι ο Θεός έδωσε
στους ανθρώπους όλα τα αγαθά να τα χρησιμοποιήσουν από κοινού.[2] Τα ίδια ισχύουν και για τις
βασικές ηθικές και θρησκευτικές παραδόσεις της Ευρώπης και της Ασίας από τους
Ινδουιστές της Ριγκ Βέντα[3] ως τους Ισλαμιστές και τους
Βουδιστές. Ειδική μνεία πρέπει να γίνεται στη σκέψη του Κομφούκιου.[4]
«Σήμερα κάθε σύγχρονο
βιομηχανικό κράτος είναι κράτος πρόνοιας. Κανένα από αυτά δεν επιτρέπει σε
δυσάρεστες φυσικές ή κοινωνικές έκτακτες ανάγκες να καθορίζουν εντελώς τις
ευκαιρίες ζωής των μελών του.»[5] Όμως, σήμερα το κράτος πρόνοιας βρίσκεται στο
επίκεντρο για το πώς πρέπει να διανέμονται οι κοινωνικοί πόροι, πώς εγγυάται το
κράτος τις ευκαιρίες της ζωής και την ποιότητα της ζωής. Η ύπαρξη του κράτους
πρόνοιας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην μελέτη της διαστρωμάτωσης, δηλαδή την
μελέτη των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων. Το κράτος πρόνοιας
διαμορφώνει τη μορφή και την έκταση των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών
ανισοτήτων κι αυτό με τη σειρά του διαμορφώνεται από τις ταξικές σχέσεις και τη
διάρθρωση των ανισοτήτων. Δεν είναι απλά και μόνο ένας μηχανισμός που
παρεμβαίνει στην κοινωνία κι ενδεχομένως να διορθώνει τον τρόπο δόμησης της
ανισότητας αλλά είναι το ίδιο από μόνο του ένα σύστημα διαστρωμάτωσης. Το
κράτος πρόνοιας επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στο βασικό επίπεδο ποιότητας ζωής,
π.χ. εκεί όπου το κράτος πρόνοιας είναι ακόμη και στο πρώιμο στάδιό του
παρουσιάζει χαμηλότερα ποσοστά παιδικής θνησιμότητας.
Ο όρος “welfare state”
σχετίζεται με ένα δημόσιο πρόγραμμα μέτρων κοινωνικής ασφάλειας στη Μεγάλη
Βρετανία που βασίστηκε στην έκθεση του William Beveridge.[6] Η έκθεση πρότεινε να πληρώνουν όλοι οι
άνθρωποι εργάσιμης ηλικίας μια εβδομαδιαία εθνική ασφαλιστική εισφορά. Ως
αντάλλαγμα θα καταβάλλονταν επιδόματα στους ανθρώπους που θα ήταν άρρωστοι,
άνεργοι, συνταξιούχοι ή χηρεύσαντες. Ο Μπέβεριτζ υποστήριξε πως αυτό το σύστημα
θα παρείχε ένα ελάχιστο βιοτικό επίπεδο κάτω από το όποιο δεν θα επιτρεπόταν να
πέσει κανείς. Προέτρεψε την κυβέρνηση να βρει τρόπους καταπολέμησης των πέντε
γιγαντιαίων κακών: ανέχεια, αρρώστια, άγνοια, εξαθλίωση και απραξία. Στις τρεις
θεμελιακές παραδοχές του ο Μπέβεριτζ περιέλαβε το γεγονός της δημιουργίας μιας
Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας. Η πολιτική αυτή της δημιουργίας του κράτους πρόνοιας
ήταν η έμπρακτη αντιπαράθεση της δημοκρατίας με το ναζιστικό μοντέλο του
«ολοκληρωτικού απάνθρωπου» βιομηχανικού κράτους.
Τρεις είναι οι πηγές
από τις οποίες αντλήθηκαν στοιχεία για την συγκρότηση των κρατών πρόνοιας. Ο
πρώτος σχεδιασμός συγκρότησης ενός στοιχειώδους κράτους πρόνοιας ήταν οι
μεταρρυθμίσεις που επέβαλε ο Καγκελάριος της Πρωσίας και κατόπιν της ενωμένης Γερμανίας Ότο
Βίσμαρκ με κύριο σκοπό να ανακόψει την άνοδο της επιρροής του
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Θέσπισε κοινωνική νομοθεσία (ασφάλιση κατά
ατυχημάτων, συντάξεις, κοινωνικοποίηση της ιατρικής περίθαλψης) για να
αποσπάσει τους εργάτες από το σοσιαλισμό. Επομένως, πρώτη πηγή είναι η
προληπτική αντισοσιαλιστική δράση που καθιέρωσε ένα παραδοσιακό καθεστώς.
Δεύτερη πηγή του
κράτους πρόνοιας ήταν οι συγκεκριμένες προτάσεις διαφόρων τύπων κομμάτων που
στις αρχές του 20ού αιώνα κινούνταν στα πλαίσια της αριστεράς στις χώρες της
Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης: ίσες ευκαιρίες, πιο εξισωτική διανομή του
πλούτου, κοινωνικά προγράμματα για την προστασία των εργατών που τραυματίζονταν
ή έμεναν άνεργοι, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και φροντίδα για όλους,
στεγαστική βοήθεια κι ένα ελάχιστο βιοτικό επίπεδο για τους συνταξιούχους και
τους μη προνομιούχος. Η άποψη αυτή πήρε τα πάνω της μετά το τραύμα της
οικονομικής κρίσης της δεκαετίας της δεκαετίας του 1930. Μόνο μετά από τη λήξη
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την ανοικοδόμηση της Ευρώπης ήταν που το κράτους
πρόνοιας εμφανίστηκε και καθιερώθηκε με μορφή που αποτελούσε ουσιαστική ρήξη με
το παρελθόν.
Τρίτη πηγή είναι οι ΗΠΑ
που ποτέ δεν αποτέλεσαν αληθινό κράτος πρόνοιας Ευρωπαϊκού τύπου. Παραδείγματος
χάριν, δεν διαθέτουν εθνικό σύστημα υγείας όπως τα περισσότερα κράτη της
Ευρώπης αλλά σχετικά γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα. Το σύστημα των ΗΠΑ
προσφέρει δημόσιες και ιδιωτικές κοινωνικές παροχές. Είναι φτηνότερο για τον ομοσπονδιακό
προϋπολογισμό και λιγότερα εκτεταμένο χωρίς να καλύπτει το σύνολο του πληθυσμό.
Αναπτύχθηκε σχετικά αργότερα από τα ευρωπαϊκά συστήματα και με αργότερους
ρυθμούς. Παρ’ όλο που συνολικά οι κοινωνικές δαπάνες δεν υπολείπονται των
αντίστοιχων ποσοστών του κρατικού προϋπολογισμού, η ιδιωτική πρωτοβουλία
κυριαρχεί στο σύστημα, και ιδιαίτερα στο χώρο της υγείας και της φαρμακευτικής
βιομηχανίας, με την κρατική υποστήριξη.[7] To
υφιστάμενο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης άρχισε να αναπτύσσεται από τη δεκαετία
του 1930 επί προεδρίας Φράνκλιν Ρούσβελτ (πρόγραμμα New Deal) και
ολοκληρώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960 επί προεδρίας Λύντον Τζόνσον
(πρόγραμμα Big Society) και είναι ουσιαστικά δημιούργημα των
κυβερνήσεων του Δημοκρατικού Κόμματος και της συνδικαλιστικής κινητοποίησης. Η
εξαίρεση του τομέα της υγείας εκτός από αποτέλεσμα της τεράστιας πίεσης που
ασκούν τα πανίσχυρα οικονομικά συμφέροντα του κλάδου είναι και αποτέλεσμα της
ήττας των Δημοκρατικών στις βουλευτικές και γερουσιαστικές εκλογές που σήμαινε
ότι χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν σχεδόν αδύνατο οι Δημοκρατικές
προεδρίες δεν μπορούσαν να περάσουν κρίσιμα νομοσχέδια.
H λογική του «βιομηχανισμού» εστιάζεται στη
σχέση μεταξύ των κοινωνικών προγραμμάτων και βιομηχανικής οικονομικής
ανάπτυξης. Αυτή η προσέγγιση στηρίζεται κυρίως στη ζήτηση και επικεντρώνεται
στους τρόπους με τους οποίους η δημογραφική και κοινωνικο-οικονομική επέκταση
δημιουργεί τόσο τις ανάγκες όσο και τη δυνατότητα για κοινωνικά προγράμματα. Η έρευνα
που ακολουθεί τη μεθοδολογία αυτή συμβαδίζει συχνά με την ευρύτερη θεωρητική
προσέγγιση του «εκσυγχρονισμού» και έχει υποστεί κριτική που επικεντρώνεται στο
ότι η εξέλιξη προς την δημιουργία και την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας είναι
διαδικασία ευθύγραμμη και αναπόφευκτη. Η εξήγηση που δίνεται θεωρείται ότι
εντάσσεται σε μια στρουκτουραλιστική λογική και δεν λαμβάνει παρά ελάχιστα υπ’
όψη τους ρόλους των κοινωνικών δρώντων.
Οι κρατοκεντρικές
θεωρίες προσεγγίζουν τη δράση παράλληλα με τη μελέτη της δομής. Από τη μια αυτή
η προσέγγιση δίνει έμφαση στο γραφειοκρατικό μηχανισμό του κράτους και τους
λειτουργούς και αξιωματούχους του που δρουν με ένα βαθμό αυτονομίας από τις
κοινωνικές πιέσεις κατά τη χάραξη και εφαρμογή της στρατηγικής του κράτους στον
τομέα της κοινωνικής πολιτικής. Από την άλλη η θεωρία αναγνωρίζει ότι η δράση
περιορίζεται από δομικά όρια που έχουν επιβληθεί από προηγούμενες κρατικές
δομές και πολιτικές. Ένα παράδειγμα γόνιμης σύνθεσης των δομικών προσεγγίσεων
και των κρατοκεντρικών θεωριών δράσης είναι ο συλλογικός τόμος Bringing the
State
Back.[10] Οι επιμελητές παρέχουν πολλά παραδείγματα των
δύο προσεγγίσεων και υιοθετούν τη σύνθετη διαχρονική προσέγγιση που δίνει
πραγματικό βάρος στην ιστορική διαδικασία σε συγκριτική βάση (ιστορική
κοινωνιολογία). Ορισμένες φορές υπάρχει μια τάση ιστορικού ντετερμινσμού (path-dependency),
σύμφωνα με κάποιες κριτικές, η οποία μειώνει την έμφαση στον αιτιακό ρόλο της
ανάπτυξης των ενεργειών παραγόντων εκτός του κύκλου των κυβερνητικών
γραφειοκρατιών.
Η πολιτική ταξική πάλη
εστιάζεται στην αλληλεπίδραση διαφόρων ταξικών ομάδων που ανταγωνίζονται για
την υλοποίηση της προώθησης των
συμφερόντων τους στο πολιτικό πεδίο. Αυτή η σύγκρουση έχει από την μια μεριά
την οργανωμένη εργασία και την πολιτική Αριστερά και από την άλλη πλευρά την
κοινωνία των επιχειρήσεων και την πολιτική Δεξιά. Αυτή η προσέγγιση στηρίζεται
σε μεγάλο βαθμό στην μαρξιστική παράδοση και επικεντρώνεται στο ρόλο των
καθεστώτων παραγωγής, του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης. Στις πιο σύγχρονες
εκδοχές της αυτή η προσέγγιση υιοθετεί τις έννοιες των «πόρων εξουσίας» και των
«πολλαπλών εξουσιών» ερχόμενη συχνά σε ρήξη με οικονομίστικες εκδοχές του
μαρξισμού αναδεικνύοντας την δυνατότητα άσκησης επιρροής της οργανωμένης
εργασίας στη χάραξη της κοινωνικής πολιτικής.
Πέρα από τις προσεγγίσεις
αυτές σημαντική είναι η σκοπιά του φεμινιστικού κινήματος πάνω στο κράτος
πρόνοιας. Η γενικότερη φεμινιστική έρευνα ανέδειξε το ρόλο της κινητοποίησης
των γυναικών στην εξέλιξη και τις αλλαγές στο πλαίσιο του κράτος πρόνοιας.[12]
Θανάσης Τσακίρης
[2]Burns J. H. (1991) The
[7] Hacker Jacob (2002) The Divided Welfare State: The Battle Over Public and Private Social Benefits in the United
States. Cambridge, UK: Cambridge
University Press
[10] Peter B.
Evans,Dietrich Rueschemeyer,Theda Skocpol (eds) (1985) Bringing
the State Back In. New York, NY and
Cambridge, UK: Cambridge University Press
[1] Βλ. Hort Sven
and Therborn Goran (2012) “Citizenship and Welfare: Politics and Social
Policies” in Amenta Edwin, Nash Kate and Scott Alan (eds) The Wiley-Blackwell Companion to Political Sociology. Malden , MA and Oxford , UK :
Wiley-Blackwell, σελ.
360-371.
[2]Burns J. H. (1991) The Cambridge
History of Medieval Political Thought c.350-c.1450 (The Cambridge History
of Political Thought). New York , ΝΥ: Cambridge University Pres
[3] Η
Ριγκ Βέντα είναι ένα από τα σπουδαιότερα κλασσικά κείμενα. Είναι η κυριότερη
από τις ιερές γραφές των Ινδών και μπορεί να παρομοιαστεί με τα Ορφικά Κείμενα
των αρχαίων Ελλήνων και με την Ζεντ Αβέστα του Ζωροάστρη. Η κοσμογονία, η
γέννηση θεών, ηρώων και ανθρώπων, καθώς και το νόημα της θυσίας στον κόσμο, όλα
αυτά και ακόμη περισσότερα παρουσιάζονται σε αυτήν την αρχαία βίβλο του
Ινδουισμού που για πρώτη φορά εκδίδεται στην Ελλάδα. Η μελέτη της είναι
σημαντική ακόμη και σήμερα αφού η Ριγκ Βέντα εκτός των άλλων διαπνέεται από μια
βαθιά οικο-θεολογία και θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν μια βίβλος του σύγχρονου
οικολογικού κινήματος. Βλ. Ριγκ Βέντα (2008) Η μεταμόρφωση διά του πυρός: Οι ύμνοι των Μπραχμάνων: Ινδικά κείμενα
Μτφρ.: Ανδρ. Τσάκαλης, Αθήνα: Πύρινος Κόσμος.
[4]
Jones, Catherine,( 1993) , "The Pacific Challenge: Confucian Welfare
States," in Jones(ed.), New
Perspectives
on the Welfare State in Europe, London : Routledge.
[5]Gutmann Amy (ed.), (1988) Democracy and Welfare State. Princeton , NJ : Princeton University Press.
[6] Βιβλιογραφία του William
Beveridge (1879-1963). Unemployment: A
Problem of Industry (1909), Planning Under Socialism (1936), Full Employment in a Free Society (1944), Pillars of Security (1948), Power and Influence (1953), and A Defence of Free Learning (1959). Λεπτομέρειες για
τον Λόρδο Μπέβεριτζ: http://en.wikipedia.org/wiki/William_Beveridge
[7] Hacker Jacob (2002) The Divided Welfare State: The Battle Over Public and Private Social Benefits in the United
States. Cambridge, UK: Cambridge
University Press
[8] Pampel, F. C., and J. B. Williamson . 1988.
"Welfare Spending in Advanced Industrial Democracies, 1950-1980." American Journal of Sociology 93
(6):1424-1456. Wilensky, Harold. (1975). The Welfare
State and Equality. Berkeley: University of California Press
[9] Margaret Weir, Ann Shola Orloff and Theda Skocpol
(eds.) (1988) The Politics of Social
Policy in the United States. Princeton, NJ: Princeton University Press
[10] Peter B.
Evans,Dietrich Rueschemeyer,Theda Skocpol (eds) (1985) Bringing
the State Back In. New York, NY and
Cambridge, UK: Cambridge University Press
[11] Korpi, Walter. 1983. The
Democratic Class Struggle. London:
Routledge & Kegan Paul. Hicks, Alexander. 1999. Social
Democracy and Welfare Capitalism.
Ithaca: Cornell University Press.
______ and
Duane H. Swank. 1984. ‘Politics,
Institutions, and Welfare Spending in Industrialized Democracies, 1960-82.’ American Political Science Review
86:658-74.
Esping-Andersen, Gøsta. 1987. “The Comparison of Policy Regimes: An
Introduction.” In Stagnation and Renewal in Social Policy, eds. Martin Rein, Gøsta Esping-Andersen and Lee
Rainwater. Armonk, NY: M. E. Sharpe.
______. (1990). The Three Worlds of Welfare Capitalism. Princeton: Princeton University Press.
[12] Για όλα όσα αναφέραμε βλ. επίσης:
Στασινοπούλου Όλγα (1999) Ζητήματα
σύγχρονης κοινωνικής πολιτικής, Αθήνα:
Gutenberg
- Γιώργος & Κώστας Δαρδανός και της ιδίας (1997) Κράτος πρόνοιας, Αθήνα: Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός
No comments:
Post a Comment