Ακόμη κι ο Καρλ Μαρξ δεν έδειχνε ενδιαφέρον για τις οικολογικές συνέπειες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και συναινούσε στην λογική των καπιταλιστών ότι η φύση πρέπει να κατακτηθεί από τον άνθρωπο και να χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση του ανθρώπου. [2] Περισσότερο φως στη φύση έριξε Φρ. Ένγκελς στις μελέτες του για τις πρωτόγονες κοινωνίες δείχνοντας ότι όταν άρχισαν να δημιουργούνται οι ταξικές κοινωνίες χάθηκαν οι ελπίδες για την οικολογική ισορροπία και θεωρούσε ότι ο κομμουνισμός είναι η πραγματική φυσική κοινωνία. Η Σχολή της Φραγκφούρτης υπονόμευσε την άποψη πολλών μαρξιστών ότι «πρόοδος» είναι η χειραφέτηση της ανθρωπότητας από τους περιορισμούς της φύσης. Η Νέα Αριστερά της δεκαετίας του ’60 εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό από το έργο του Χέρμπερτ Μαρκούζε, που έχοντας μιλήσει για τον «μονοδιάστατο άνθρωπο» προχώρησε στη δημοσίευση ενός σημαντικού δοκιμίου για την οικολογία και την κριτική της σύγχρονης κοινωνίας. Υποστήριξε ότι το ριζοσπαστικό όραμα χρειάζεται την οικολογία ως την ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την εδραίωσή του. Η αυθεντική οικολογία απαιτεί το μετασχηματισμό του ανθρώπινου χαρακτήρα καθώς και τη διατήρηση και προστασία του εξωτερικού περιβάλλοντος από τη μόλυνση και την καταστροφή που επιφέρει η ύπαρξη του καπιταλισμού αλλά και του σταλινικού μοντέλου της ΕΣΣΔ και του «κρατικού καπιταλισμού.[3] Ορισμένοι κοινωνιολόγοι του νεομαρξιστικού χώρου θεωρώντας ότι το κράτος και η πολιτική διαθέτουν «σχετική αυτονομία» κι έχοντας απορρίψει τον οικονομικού ντετερμινισμό του σοβιετικού μαρξισμού που κυριάρχησε στα κομμουνιστικά κόμματα της Γ΄ Διεθνούς άρχισαν να ψάχνουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις την σύνδεση με την οικολογία, χωρίς να ταυτιστούν με την πιο «πολιτισμική» ερμηνεία των «νέων κοινωνικών κινημάτων». Δημιουργήθηκε έτσι το «οικομαρξιστικό» ρεύμα.[4] Η κριτική του ρεύματος αυτού στην κεντρική πολιτική των εργατικών συνδικάτων της δεκαετίας του 1970 ήταν σημαντική διότι τόνιζε πως το «μονοπωλιακό κεφάλαιο» και η «οργανωμένη εργασία» προκειμλενου να διατηρήσουν και να επεκτείνουν την ανάπτυξή του και την αύξηση των θέσεων εργασίας προσπάθησαν (και το κατάφεραν) να μεταβιβάσουν στους φορολογούμενους τις δαπάνες για την αποτροπή της περιβαλλοντικής μόλυνσης που προκαλούσαν οι δραστηριότητες των επιχειρήσεων αυτών καθώς και για την αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας.[5] Στα πλαίσια αυτού του ρεύματος δημιουργείται ουσιαστικά ο τομέας της «περιβαλλοντικής κοινωνιολογίας» ιδρυτής του οποίου είναι ο Allan Schnaiberg που τόνισε ότι χρειάζεται να κατανοήσουμε τις κοινωνικές αιτίες και συνέπειες των περιβαλλοντικών προβλημάτων.[6] Πολλές από τις αρχικές θέσεις του έγιναν αποδεκτές ως οι βασικές θεωρητικές βάσεις της κοινωνιολογικής ανάλυσης του περιβάλλοντος και ως πλαίσιο προσέγγισης της οργανωμένης εργασίας και του οικολογικού κινήματος, όπως οι εξής:
- Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και η υποβάθμιση των ανθρώπων είναι μέρος την ίδιας συστημικής διαδικασίας και είναι βαθιά αλληλένδετες.
- Το κόστος των περιβαλλοντικών προβλημάτων πέφτει δυσανάλογα στα φτωχά στρώματα του πληθυσμού και τους μη έχοντες πολιτικά δικαιώματα ενώ οι ωφέλειες γίνονται σε δυσανάλογο βαθμό κτήμα αυτών που δημιουργούν τα προβλήματα, δηλαδή στους ισχυρούς και στους προνομιούχους πολίτες.
- Οι αιτίες των περιβαλλοντικών προβλημάτων είναι βαθύτατα δομικές, σύνθετες και πολυδιάστατες και δεν είναι αποτελέσματα μοναδικών παραγόντων, όπως ο υπερπληθυσμός, η υπερκατανάλωση ή ανέλεγκτη τεχνολογία.
- Η πολιτική ενεργοποίηση και κινητοποίηση των πολιτών είναι αναγκαία (αν όχι επαρκής) συνθήκη για την περιβαλλοντική και την κοινωνική αναβάθμιση.
Αργότερα, δημιουργήθηκε άλλη μία τάση επιστροφής στα γραπτά του Κ. Μαρξ στην οποία πρωτοστάτησε ο John Bellamy Foster. Ανατρέχοντας στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου υποστήριξε ότι ο ίδιος ο Μαρξ υπήρξε ο πρώτος «οικομαρξιστής» ή μάλλον «οικοκομμουνιστής» γιατί ήθελε να καταργήσει την εκμετάλλευση του εργοστασιακού εργάτη της πόλης ταυτόχρονα με την κατάργηση της εκμετάλλευσης του αγροτικού τοπίου από την βιομηχανική γεωργία. Κατά τον Foster, οι στερεότυπες ερμηνείες του μαρξικού έργου εμπεριέχουν μια προμηθεϊκή ανθρωποκεντρική αντίληψη.[7]
Παράλληλα με τον οικομαρξισμό, αναπτυσσόταν το ρεύμα της «πολιτικής οικολογίας». Ο όρος πρωτοδιατυπώθηκε το 1935 από τον Frank Thone.[8]Ως πεδίο επιστημονικής έρευνας αναπτύχθηκε από την δεκαετία του 1970 τόσο σε μελέτες πολιτική επιστήμης όσο και κοινωνικής ανθρωπολογίας.
Η μελέτη ανέδειξε ότι το κόστος και το όφελος που σχετίζονται με την περιβαλλοντική αλλαγή κατανέμονται άνισα. Οι αλλαγές στο περιβάλλον δεν επηρεάζουν την κοινωνία με ομοιογενή τρόπο καθώς οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διαφορές δημιουργούν διαφορές στην κατανομή κόστους και οφέλους. Έτσι η άνιση κατανομή αναπόφευκτα ενισχύει ή μειώνει τις υπάρχουσες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Από αυτή τη διαπίστωση προκύπτει η θέση της πολιτικής οικολογίας ότι «κάθε αλλαγή στις συνθήκες του περιβάλλοντος πρέπει να επηρεάζει το πολιτικό και το οικονομικό κατεστημένο».[9] Η άνιση κατανομή κόστους και οφέλους και η ενίσχυση ή μείωση των προϋπαρχουσών ανισοτήτων επιφέρει πολιτικά αποτελέσματα από την άποψη των μεταβληθέντων σχέσεων εξουσίας. Επιπλέον, η πολιτική οικολογία προσπαθεί να διατυπώσει και να προσφέρει τόσο έναν κριτικό λόγο όσο και εναλλακτικές προτάσεις λαμβάνοντας υπόψη τη αλληλεπίδραση του περιβάλλοντος και των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων. Ο κλάδος της πολιτικής οικολογίας διαθέτει μια «κανονιστική αντίληψη για πολύ καλύτερους, λιγότερο εξαναγκαστικούς και πιο βιώσιμους τρόπους για να γίνονται πράγματα» [10] H πολιτική οικολογία μπορει να χρησιμοποιηθεί για την ενημέρωση των πολιτικών και των οργανώσεων σχετικά με την πολυσυνθετότητα της σχέσης περιβάλλοντος και ανάπτυξης ώστε να λαμβάνονται πρόχειρες αποφάσεις χάραξης πολιτικής. Μπορεί επίσης να βοηθήσει τις κοινότητες αλλά και τους ερευνητές να κατανοήσουν τις παραμέτρους της λήψης πολιτικών αποφάσεων για το περιβάλλον που εντάσσονται σε ένα πλαίσιο πολιτικό που τις περιβάλλει, που χαρακτηρίζεται εκτός των άλλων και από πιέσεις οικονομικών συμφερόντων και κοινωνικών ρυθμίσεων. Μπορεί, τέλος, να δείξει πώς οι σχέσεις ανισότητας εντός και μεταξύ των κοινωνικών σχηματισμών επηρεάζουν το φυσικό περιβάλλον, ειδικά στο πλαίσιο των πολιτικών αποφάσεων των κυβερνήσεων.
Στο πλαίσιο της πολιτικής οικολογίας έχουν υπάρξει, όπως είναι λογικό, διάφορες τάσεις και ρεύματα. Στην περίοδο κυριαρχίας της «στρουκτουραλιστικής» αντίληψης η βαρύτητα δινόταν στο ρόλο της οικολογικής επιστήμης σε αντίθεση με την περίοδο της «μεταστρουκτουραλικής» αντίληψης της δεκαετίας του 1990 οπότε άρχισε να δίνεται βάρος στην Πολιτική σε σχέση με την καθαρά οικολογική επιστήμη. [11] Επίσης η πολιτική οικολογία αντλεί πολλά στοιχεία από την πολιτισμική οικολογία που δείχνει πώς η κουλτούρα εξαρτάται και επηρεάζεται από τις υλικές συνθήκες της κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά η πολιτική οικολογία διαφοροποιείται καθώς «εκεί όπου η πολιτισμική οικολογία και η θεωρία των συστημάτων δίνουν έμφαση στην προσαρμογή και στην ομοιοστασία, η πολιτική οικολογία δίνει έμφαση στην πολιτική οικονομία ως δύναμης δυσπροσαρμογής και αστάθειας».[12] Μια περίπτωση χρήσης της πολιτικής οικονομίας για την ανάλυση θεμάτων του περιβάλλοντος είναι έργο του Piers Blaikie που έδειξε ότι υποβάθμιση της Αφρικανικής γης οφείλεται στην πολιτική των αποικιοκρατών και όχι στην υπερεκμετάλλευσή της από τους αφρικανούς αγρότες.[13]
Πέραν αυτών των προβληματισμών, η πολιτική οικολογία στις ημέρες μας θεωρείται ως η μελέτη των καθημερινών συγκρούσεων, συμμαχιών και διαπραγματεύσεων που τελικά καταλήγουν σε ένα είδος καθοριστικής συμπεριφοράς καθώς και τους τρόπους με τους οποίους η πολιτική επηρεάζει ή δομεί τη χρήση των πόρων του περιβάλλοντος.[14] Το ζητούμενο είναι ποιοι εμπλέκονται και ποιο αποτέλεσμα θέλουν να υπάρξει τελικά. Είναι οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι ντόπιοι κάτοικοι, οι βιομηχανίες, η κυβέρνηση της κατεχόμενης γης; Όλοι αυτοί συμμετέχουν στη σύγκρουση σταθμίζοντας τις δυνάμεις τους και τις στρατηγικές και τακτικές των άλλων.
Γιατί, όμως, αναπτύσσεται τόσο πολύ το οικολογικό κίνημα μετά τη δεκαετία του ’60 και παράλληλα άλλα κοινωνικά κινήματα και «ομάδες σκοπού», συχνά σε σύγκρουση με το συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα και τις κλασικές ομάδες συμφερόντων; [15]
Πολλές θεωρίες διατυπώθηκαν για να απαντήσουν σ’ αυτό το ερώτημα.[16] O Ronald Inglehart παρουσίασε τη «θεωρία των μεταϋλιστικών αξιών». Ο Inglehart μέσα από τις έρευνές του ανακάλυψε μια μείζονα διαγενεακή αλλαγή των αξιών των πληθυσμών των αναπτυγμένων βιομηχανικών καπιταλιστικών κοινωνιών. Μεταξύ 1970 και 1988 ερεύνησε τα ερευνητικά δεδομένα είκοσι έξη εθνών και τόνισε ότι οι συνέπειες είναι πολύ σημαντικές από πολιτική άποψη. Οι μετασχηματισμοί δεν αφορούν μόνο την άνοδο των δεικτών οικονομικής μεγέθυνσης αλλά και το είδος της επιδιωκόμενης οικονομικής ανάπτυξης. Οι οικονομικές, τεχνολογικές και κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών αλλάζουν την κουλτούρα των κοινωνιών αυτών. Οι αλλαγές που εξετάζει αφορούν τις αντιλήψεις για τη θρησκεία, την εργασιακή υποκίνηση, τις πολιτικές συγκρούσεις, τις στάσεις απέναντι στα παιδιά και την οικογένεια, το διαζύγιο, τις αμβλώσεις, την ομοφυλοφιλία και το περιβάλλον. Βάση του είναι η θεωρία περί αναγκών του Α. Maslow, ο οποίος υποστηρίζει ότι υπάρχει μια ιεραρχία των αναγκών του ανθρώπου που ξεκινά από τη βάση που είναι οι εντελώς φυσιολογικές ανάγκες της τροφής, της ένδυσης, της στέγασης κ.λ.π. και φτάνει στην κορυφή που είναι οι ανάγκες της αυτοπραγμάτωσης.[17] Οι ανάγκες αυτοπραγμάτωσης εξαρτώνται από την προηγούμενη ικανοποίηση των φυσιολογικών αναγκών, των αναγκών ασφάλειας, της ανάγκης της αγάπης και του σεβασμού. Υποστηρίζει ότι η αυτοπραγμάτωση σχετίζεται με τον «μετα-υλισμό» και ότι η ανάδυση μετα-υλικών αξιών προκαλεί πραγματικές αλλαγές στη συμπεριφορά. Όσον αφορά την πολιτική συμμετοχή, οι ανάγκες μεταφράζονται σε δύο θεμελιακές κατηγορίες αξιών: τις υλικές και τις μεταϋλικές. Η θεωρία της «αλλαγής αξιών» υποστηρίζει ότι καθώς ένα αυξανόμενο ποσοστό ανθρώπων αρχίζει να δίνει έμφαση σε μετα-υλικές αξίες, μεταβάλλεται η ημερήσια διάταξη της πολιτικής και το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τις παραδοσιακές ανησυχίες για τις οικονομικές ανάγκες και τις ανάγκες ασφάλειας στις μη οικονομικές αξίες και στις ανησυχίες για την ποιότητα της ζωής στο πλαίσιο των μετα-βιομηχανικών κοινωνιών. Η νεότερη γενιά κοινωνικοποιείται με τις «μεταϋλιστικές» αξίες και δε δίνει βαρύτητα στις βασικές ανάγκες και στην ασφάλεια, όπως οι προηγούμενες.[18] Έτσι, οι «μεταϋλιστές» πολίτες έχουν φέρει στην επιφάνεια από τον κοινωνικό βυθό και στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής ζητήματα όπως η ποιότητα του περιβάλλοντος, η πυρηνική ενέργεια (μεγάλες διαδηλώσεις και πορείες στην Ευρώπη μετά την έκρηξη του πυρηνικού εργοστασίου Τσέρνομπιλ της Ουκρανίας), τα δικαιώματα των γυναικών και ο καταναλωτισμός που συχνά διέφευγαν της προσοχής και των προτεραιοτήτων του «πολιτικού κατεστημένου».[19]
Αυτή η θεωρία δέχτηκε ισχυρές κριτικές. Πρώτα απ’ όλα, αντιλαμβάνεται την πυραμίδα των αναγκών με στατικό τρόπο, ειδικά για τις βασικές ανάγκες. Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960, δεν ήταν εύκολο για μια χαμηλόμισθη υπαλληλική ή εργατική οικογένεια στην οποία μόνο ο άνδρας ήταν εργαζόμενος να αποκτήσει εύκολα πλυντήριο ακόμη και με δόσεις ή γραμμάτια. Σήμερα που εργάζονται και τα δύο φύλα είναι αδιανόητο να μην υπάρχει πλυντήριο ρούχων στο σπίτι. Ο υπολογιστής και το κινητό τηλέφωνο ήταν άγνωστα είδη μέχρι είκοσι χρόνια πριν ενώ σήμερα είναι απαραίτητα εργαλεία όχι μόνο για σκοπούς επικοινωνίας αλλά συχνά και για επαγγελματικό σκοπό. Ό,τι στο παρελθόν της βιομηχανικής καπιταλιστικής οικονομίας ενδεχομένως εθεωρείτο «πολυτέλεια», σήμερα συχνά είναι είδος πρώτης ανάγκης. Επίσης, η θέση του Inglehart για την κοινωνικοποίηση της νέας γενιάς με βάση τις «μεταϋλιστικές» αξίες δεν αφήνει χώρο για την μελέτη καταστάσεων όπως η σημερινή της εντονότατης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που οδηγεί σε πρωτόγνωρες για τις νέες αλλά και τις μεταπολεμικές γενιές συνθήκες αστάθειας, αβεβαιότητας, ανεργίας και επισφαλούς απασχόλησης. Η ύπαρξη και η δράση των νέων κοινωνικών κινημάτων, και ειδικότερα του οικολογικού, δίνει την δυνατότητα στην ευρύτερη κοινή γνώμη να ασπαστεί τις μεταϋλιστικές αξίες χωρίς να υποβαθμίζουν τις βασικές ανάγκες και τις «υλιστικές αξίες». Η αύξηση των θέσεων εργασίας που προσανατολίζονται στην πρόνοια και την ευημερία του πληθυσμού (εκπαίδευση, δημόσια υγεία, κοινωνική εργασία, ωκεανολογία, δασοπονία κ.α.) λόγω αντικειμένου ωθεί σε υιοθέτηση μεταϋλιστικές αξίες. Τέλος, η μη συμπερίληψη της έννοιας του «συμφέροντος» στη θέση του Inglehart αφήνει να νοηθεί ότι δεν συγκρούονται συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα γύρω από το οικολογικό ζήτημα. Κι όμως, η σύγκρουση είναι ταξική γιατί αντιπαρατίθενται από τη μια τα συμφέροντα της άρχουσας καπιταλιστικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων από τη μια (π.χ. στο θέμα των αυθαιρέτων οικιών) και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από την άλλη (βλ. υποβαθμισμένα γκέτο των ΗΠΑ ή συγκρούσεις για τη χωροθέτηση των σκουπιδότοπων στην Ελλάδα όπως στην περίπτωση του Οβριόκαστρου της Κερατέας στην Ελλάδα).
Οι μεταβιομηχανικές κοινωνίες στις οποίες αναφέρεται η «αλλαγή αξιών» που ανέδειξε η έρευνα του Inglehart αποτελούν προϊόν αλλαγών στη δομή της κοινωνίας που με τη σειρά τους ευνοούν αυτή την αλλαγή αυτή. Η συρρίκνωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης και η μεγέθυνση των νέων μικροαστικών στρωμάτων που συνεπάγεται η άνοδος των τομέων των υπηρεσιών, της πληροφορικής τεχνολογίας, των επιστημονικών καινοτομιών και του κράτους πρόνοιας είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους. [20] Στα στρώματα αυτά παρατηρείται σημαντική άνοδος του μορφωτικού επιπέδου σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές, όπως και αύξηση της υλικής ευημερίας και της επαγγελματικής ασφάλειας. Νέες ταξικές ιεραρχίες και μια «νέα τάξη» τεχνοκρατών και διαχειριστών των περίπλοκων μηχανισμών της κρατικής και της ιδιωτικής μεγάλης επιχείρησης δημιουργείται.[21] Επίσης, παρατηρείται μαζική έξοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας με διαφορετικές στοχεύσεις σε σχέση με τον κόσμο των ανδρών εργατών της συρρικνωμένης βιομηχανίας. Από αυτόν τον κόσμο της «νέας τάξης» προέρχονται σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό οι συμμετέχοντες στα νέα κοινωνικά κινήματα και ιδιαίτερα στο οικολογικό κίνημα.[22]Στα νέα κοινωνικά κινήματα γενικότερα συμμετέχουν ακόμη δύο ευρείες ομάδες που είτε βρίσκονται στην περιφέρεια της εργατικής τάξης (φοιτητές, νοικοκυρές, συνταξιούχοι, άνεργοι) είτε είναι μέλη των «παλιών μικροαστικών στρωμάτων» (τεχνίτες, αγρότες, καταστηματάρχες) που δεν είναι άμεσα ενταγμένοι στο δίπολο κεφάλαιο-εργασία.[23]Όλες αυτές οι δομικές κοινωνικές αλλαγές αντανακλώνται στην διαμόρφωση των κοινωνικών κινημάτων και των συλλογικών ταυτοτήτων τους.[24]
Η δεύτερη μεγάλη τάση που αναφέρεται στον «οικολογικό εκσυγχρονισμό» τονίζει το μη ταξικό χαρακτήρα του οικολογικού κινήματος. Οι θεωρητικοί της τάσης αυτής δεν θεωρούν ασύμβατο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και κατανάλωσης με την οικολογική αναγέννηση.[25]Το σύστημα και οι θεσμοί του μπορούν με την νέα τεχνολογία να καταφέρουν αν όχι να επαναφέρουν το περιβάλλον στην παλιότερη κατάσταση τουλάχιστον να ελαχιστοποιήσουν τις αρνητικές συνέπειες.[26] Τα συνδικάτα καλούνται να συνεργαστούν για την ανάπτυξη του «πράσινου καπιταλισμού» και τη δημιουργία «πράσινων θέσεων».
Πώς βλέπουν τα ίδια τα εργατικά συνδικάτα το περιβάλλον και τι κάνουν για την προστασία του; Αρχικά τα συνδικάτα αντιμετώπισαν αμήχανα την άνοδο του οικολογικού κινήματος. Το 19ο αιώνα αγωνίζονταν για ανθρώπινες συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια της βιομηχανικής επανάστασης στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο Βέλγιο και τη Γερμανία και αλλού. Οι εργοστασιάρχες εργοδότες είχαν συχνά ολόκληρους δήμους –ειδικά σε ΗΠΑ και Η.Β.- υπό την επιρροή τους μέσω της μεθόδου της δωροδοκίας αλλά και της τρομοκρατίας ώστε να μην ενοχλείται η διαδικασία της παραγωγής και της εκμετάλλευσης από τα ελεγκτικά όργανα και τα συνδικάτα. Οι αρχές δεν έδιναν σημασία για τις συνθήκες εργασίας και για τη μόλυνση που προκαλούσαν οι βιομηχανικές δραστηριότητες τόσο στο χώρο εργασίας όσο και στο εξωτερικό περιβάλλον και στις κοινότητες. Στην Ελλάδα η αργοπορημένη ανάπτυξη της βιομηχανίας είχε αρχικά δημιουργήσει λίγα περιβαλλοντικά προβλήματα με εξαίρεση τις περιοχές του Πειραιά που φιλοξενούσαν οχλούσες βιομηχανικές μονάδες και από τη δεκαετία του 1950 κι ύστερα στην Ελευσίνα και στις πόλεις της περιφέρειας που φιλοξενούσαν μονάδες της ΔΕΗ (Πτολεμαϊδα, Μεγαλόπολη) ή μονάδες όπως η Πεσινέ (Αλουμίνιο της Ελλάδος) στη Βοιωτία. Η παρέμβαση του συνδικαλιστικού κινήματος περιοριζόταν σε ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας εντός του χώρου εργασίας και συχνά αφορούσε διεκδικήσεις επιδομάτων ανθυγιεινής εργασίας σε περιοχές με περιβαλλοντική ρύπανση.
Οι περιβόητοι οικοδομικοί συνεταιρισμοί και η ιστορία τους είναι ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει τη νοοτροπία των συνδικαλιστικών στελεχών και επηρέασε αρνητικά την περιβαλλοντική συνείδηση και κατ’ επέκταση των πολιτικών που ασκήθηκαν όσον αφορά το περιβάλλον. Σε όλη τη διάρκεια της μετεμφυλιακή περίοδο και της μεταπολίτευσης και σε συνδυασμό με το θεσμό της «αντιπαροχής» οι συνεταιρισμοί αυτοί συνέβαλαν στην αλλοίωση του περιβάλλοντος τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο χώρα. Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών άρχισαν σιγά-σιγά να εμφανίζονται δείγματα αλλαγής νοοτροπίας. Ένα παράδειγμα είναι του Συλλόγου Υπαλλήλων Εθνικής Τράπεζας που πήρε μέρος στην κινητοποίηση των οικολογικών οργανώσεων εναντίον της μεταρρύθμισης του 24ου άρθρου του Συντάγματος που θα άνοιγε το δρόμο για περαιτέρω υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος της Ελλάδας.[30]
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 νέες διεκδικήσεις αναδύθηκαν στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες που βίωναν τις συνέπειες της υπερμεγέθυνσης των βιομηχανικών συγκροτημάτων και της ρύπανσης που προκαλούσαν στο περιβάλλον. Το ενδιαφέρον στις νέες διεκδικήσεις ήταν ότι ενώ τα συνδικάτα ήταν «κλεισμένα» στο σύστημα (κυρίως στη βόρεια Αμερική) έχοντας κυρίως οικονομικού-μισθολογικού χαρακτήρα και το πολύ-πολύ να πρόβαλλαν την ανάγκη υγιεινής και ασφάλειας στο εσωτερικό του χώρου εργασίας, πολλά μέλη τους συμμετείχαν σε κινητοποιήσεις του οικολογικού κινήματος για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη που συνένωναν χαμηλόμισθους εργάτες, εργαζόμενους και εργαζόμενες των εθνοτικών και φυλετικών μειονοτήτων, ακόμα και μη εργαζόμενα μέλη των μειονοτήτων που βίωναν καταστάσεις ρατσισμού, αποκλεισμού και φτώχειας.[27] Αυτή η τάση δεν κυριαρχεί βέβαια αλλά είναι ενδεικτική περίπτωση του «κοινωνικο-κινηματικού συνδικαλισμού» που διαμορφώνεται τις δύο τελευταίες δεκαετίας στη Βόρεια Αμερική στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και ειδικότερα της συγκρότησης της περιφερειακής ολοκλήρωσης του οικονομικού χώρου της NAFTA. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τόσο οι περιπτώσεις της εναντίωσης των εργαζομένων σε οικολογικές κινητοποιήσεις όσο και οι περιπτώσεις συνεργασίας συνδικάτων και οικολογικών κινήσεων. Μια ακραία περίπτωση ήταν αυτή της «ομοσπονδιακής» πόλης Oak Ridge της πολιτείας Tennessee. Επρόκειτο, τρόπον τινά, μια «μυστική» κυβερνητική πόλη-εργοστάσιο κατασκευής πυρηνικών κεφαλών πυραύλων.[28] Η πόλη κατασκευάστηκε το 1942 στη θέση όπου υπήρχε «καταυλισμός ιθαγενών Ινδιάνων» που εκδιώχθηκαν από το στρατό μαζί με τις κοινότητες των ανθρακωρύχων και μεταλλωρύχων της περιοχής.[29] Οι κάτοικοί της πόλης εργάζονται αποκλειστικά ως κυβερνητικοί υπάλληλοι ως τη δεκαετία του 1970 οπότε άρχισε να διογκώνεται με νέες υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας πέρα από την παραγωγή όπλων και πυρηνικής ενέργειας. Η προσπάθεια να συγκροτηθούν ειρηνιστικά και περιβαλλοντικά κινήματα σταματούσε στην «πύλη» της πόλης. Οι κάτοικοι συμμετείχαν μόνο για περιβαλλοντικά προβλήματα άλλων περιοχών της κομητείας αλλά όχι για τα περιβαλλοντικά προβλήματα της πόλης τους από φόβο για εκδικητικές ενέργειες εκ μέρους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των συνδικαλιστικών εκπροσώπων. Η αντίθετη περίπτωση είναι αυτή των «περιβαλλοντικών συνδικάτων» (environmental unions).
Η διεκδίκηση του οικολογικού κινήματος να σταματήσουν οι κυβερνήσεις να επιδοτούν τις ρυπαίνουσες βιομηχανίες απειλεί βραχυπρόθεσμα τις θέσεις εργασίας των εργαζομένων αυτών αλλά το οικολογικό κίνημα προτείνει την αύξηση των «πράσινων» θέσεων εργασίας με στρατηγική επιδότησης και ανάπτυξης τομέων που παράγουν βιολογικά προϊόντα (αγροτικός τομέας), τις επιχειρήσεις «πράσινων βιομηχανιών» (εναλλακτικές πηγές παραγωγής ενέργειας, παραγωγή οικολογικών αυτοκινήτων και μέσων μεταφοράς κλπ), την ανάπτυξη του οικολογικού τουρισμού με μικρές ξενοδοχειακές μονάδες αντί των μεγαθηρίων που αλλοιώνουν τόσο το φυσικό περιβάλλον όσο και την αισθητική του τοπίου. Όλα αυτά μπορούν να γίνουν με την επιβολή «πράσινων φόρων» ακόμη και στα πλαίσια του παρόντος καπιταλιστικού συστήματος, κάτι που ήδη επιτυγχάνεται σε ορισμένους τομείς της οικονομίας: πράσινος καπιταλισμός και πράσινος καταναλωτισμός.
Η κατάσταση στην Ευρώπη από πλευράς περιβαλλοντικής συνειδητοποίησης είναι διαφορετικλη και εξαρτάται από την ιστορικλη διαδρομή κάθε χώρας. Στη Βρετανία του 19ου αιώνα, παρτάλληλα με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα αναπτύχθηκε το κίνημα του αστιμού εξωραϊσμού, που διεκδικούσε τη διαμόρφωση δημόσιων χώρων όπως τα πάρκα και τα άλση κ.ο.κ. έτσι, το 1863 ψηφίστηκαν οι British Alcali Laws για την ρύθμιση της εκπομπής υοδλοχλωρικού οξλεος. Ανάλογα κινήματα εμφανίζονται σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές. Στην Ελλάδα οι εξωραϊστικοί σύλλογοι εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 που σημειώθηκε η ραγδαία αστικοποίηση λόγω των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου και της εσωτερικής μετανάστευσης. Στη σύνθεσή τους συναντάμε πολιτικά στελέχη της αριστεράς που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη μιας μορφής κοινωνικού κινήματος που μπορεί να συνδεθεί με την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού ρεύματος των 115 Σωματείων διεκδικώντας καλύτερους όρους διαβίωσης που δεν μπορούν να διεκδικηθούν από τα επίσημα συνδικάτα τα οποία ήταν εξαρτημένα από την εκάστοτε κυβερνητική πολιτική («μακρηθεοδωρισμός»).
Ενδιαφέρον επίσης προκαλεί η κινητοποίηση των συνδικάτων σε επίπεδο ΕΟΚ και αργότερα Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην μεγάλη συζήτηση και σύγκρουση για την διαμόρφωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ η ETUC (Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων) κατόρθωσε να περάσει ορισμένες θέσεις που όσο και συμβολικές να είναι δεν παύουν να αποτελούν κεκτημένα δικαιώματα. Μία από αυτές είναι «η βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος και η προστασία της ασφάλειας των εργατών (άρθρο 2.1). Για την ψήφιση των οδηγιών αυτών απαιτείται ενισχυμένη πλειοψηφία σε αντίθεση με άλλα δικαιώματα τ5ων εργαζομένων για τα οποία το Άρθρο 2.2 απαιτεί ομοφωνία.
Η ETUC πιστεύει ότι η βιώσιμη ανάπτυξη και η προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να έχουν την ίδια αξία στις κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές στην καρδιά της Ατζέντας της Λισαβόνας. Δεν πρόκειται για συγκρουόμενα αιτήματα αλλά για συμπληρωματικά. Επειδή προβλήματα όπως η κλιματική αλλαγή και η φτώχεια είναι παγκόσμια τα εργατικά συνδικάτα πρέπει να αναλάβουν το μερτικό που τους αναλογεί διεθνώς για την επίλυσή τους σε συνεργασία με τις διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και τα οικολογικά κινήματα. Μια επιπλέον ευκαιρία παρέμβασης είναι μέσω των εκπροσώπων των εργαζομένων στα ευρωπαϊκά συμβούλια εργασίας και στις διοικήσεις και συνελεύσεις μετόχων πολυεθνικών κι εγχώριων εταιριών προκειμένου να πετύχουν τη σύνταξη προγραμμάτων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (ΕΚΕ) και τον έλεγχο της εφαρμογής τους στην καθημερινή πρακτική τους ή/και στον λεγόμενο κοινωνικό διάλογο για τα θέματα βιώσιμης ανάπτυξης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνεχίζεται....
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Ingold, Tim. (1993) “The Temporality of the Landscape”, World Archaeology, 25(2), σελ. 24-174. Εμπνεύστηκε τον όρο taskscape για να υποδηλώσει την χωροχρονικότητα του τοπίου που κατασκευάζεται από τον άνθρωπο. Η πηγή της έμπνευσής του είναι ο πίνακας The Harvesters του Pieter Bruegel βλ. http://en.wikipedia.org/wiki/The_Harvesters
[2] Βλ. Martin Thomas (2000) Green History: the Future of the Past. Lanham,MD: University Press of America, σελ. 103-113.
[3] Βλ.. Cliff Tony (1974) State Capitalism in Russia. [Ελλ. έκδοση Κρατικός Καπιταλισμός στη Ρωσία Αθήνα: Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.
[4] Ο’Connor James (1973/2001) The Fiscal Crisis of the State. New Brunswick, NJ:Transactions Books. Επίσης, James O'Connor (1998) Natural Causes: Essays in Ecological Marxism, New York, NY: The Guilford Press.
[5] Βλ. O’Connor J. (1973/2001) ο.ε.π., σελ. 41-42.
[6] Schnaiberg Allan (1980) The Environment: From Surplus to Scarcity. New York,NY andOxford,UK:OxfordUniversity Press.
[7] Bellamy Foster John (2009) The Ecological Revolution: Making Peace with the Planet. New York, NY: Monthly Review Press και Bellamy Foster John Clark Brett, and York Richard (2010) The Ecological Rift: Capitalism’s War on the Earth York, NY: Monthly Review Press.
[8] Βλ. Thone Frank (1935) “Nature Rambling: We Fight for Grass” The Science Newsletter 27, 717, Jan. 5 σελ.14 http://en.wikipedia.org/wiki/Political_ecology
[9] Bryant, Raymond L. and Sinead Bailey (1997) Third World Political Ecology.London,UK: Routledge, σελ, 28..
[10] Robbins, Paul and Sharp Julie. (2003) “The Lawn Chemical Economy and Its Discontents” Antipode. 35(5):955-979.
[11] Walker, Peter A. (2005) “Political Ecology: Where is the Ecology?” Progress in Human
Geography, Vol. 29, No. 1, σελ.73-82.
[12] Ibid, σελ 75
[13] Blaikie Piers 1985Political Economy of Soil Erosion in Developing Countries.,London,UK &New York: Longman
[14] Sutton, P. (2004) Nature, Environment and Society, Houndmills,UK: Palgrave Macmillan, σελ. 113.
[15] Οι κλασικές ομάδες πίεσης εκπροσωπούν ένα συγκεκριμένο τμήμα της κοινωνίας. Η λειτουργία τους είναι η φροντίδα για τα κοινά συμφέροντα αυτού του τμήματος της κοινωνίας και, συνήθως, τα μέλη της προέρχονται από αυτό (π.χ. μέλη του ΣΕΒ οι επιχειρήσεις, μέλη της ΓΣΕΕ τα συνδεόμενα μ’ αυτήν συνδικάτα εργαζομένων). Ομάδες πίεσης που οργανώνουν τα συμφέροντα τμημάτων της κοινωνίας. Εκπροσωπούν τα τμήματα αυτά «υπερασπίζοντας» τα συμφέροντά τους. Είναι εξουσιοδοτημένοι «εκπρόσωποι» (spokesman groups) αυτών των κοινωνικών τμημάτων. Οι ομάδες σκοπού εκπροσωπούν πεποιθήσεις (beliefs) ή αρχές (principles). Θεωρητικά, οι πάντες μπορούν να είναι μέλη τους, διότι ενεργούν για την προώθηση των συμφερόντων του σκοπού (cause), π.χ. η Greenpeace και άλλες οικολογικές ομάδες προωθούν τα συμφέροντα του περιβάλλοντος
[16] Για μια σύντομη αλλά ουσιαστική παρουσίασή τους, βλ. Carter Neil (2007) The Politics of the Environment. Ideas, Activism, Policy.CambridgeUK:Cambridge University Press, σελ. 91-99.
[17] Maslow A. H. (1943) “A Theory of Human Motivation”, Psychological Review, 50, σελ 370-396. http://psychclassics.yorku.ca/Maslow/motivation.htm
[18] Βλ. Inglehart R. (1977) The Silent Revolution,Princeton,NJ:PrincetonUniversity Press,.
Inglehart R. (1990). Culture Shift in Advanced Industrial Society, Princeton, NJ: Princeton University Press. Inglehart R. (1990) “From Class-Based to Value-Based Polics” in Mair Peter (ed.) The West European Party System. Oxford, UK: Oxford University Press, σελ. 266-284. Inglehart R. (1995) Value Change in Global Perspective, Princeton, NJ: University of Michigan Press. Inglehart R. (1997) Modernization and Postmodernization,Princeton,NJ:PrincetonUniversity Press.
[19] Βλ. Dalton Russell (1988) Citizen Politics in Western Democracies – Public Opinion and Political Parties in the United States, Great Britain, West Germany and France. Chatman, NJ: Chatman House.
[20] Bell, Daniel (1974) The Coming of Post-Industrial Society: A Venture in Social Forecasting, New York, ΝΥ: Harper Colophon Books.
[21] Βλ. Wright Mills Charles (1951) White Collar: The American Middle Classes. New York, NY and Oxford, UK : Oxford University Press, καθώς και Gouldner Alvin (1979) The Future of Intellectuals and the Rise of the New Class.New York,NY: Seabury Press
[22]Cotgrove Stephen (1982) Catastrophe or cornucopia : the environment, politics, and the future.New York,NY: Wiley.
[23] Βλ. Offe Claus (1985) “New Social Movements: Challenging the Boundaries of Institutional Politics”, Social Research 52:4 (Winter)
[24] Βλ. Melucci Alberto (1995) “The New Social Movements Revisited: Reflections on a sociological misunderstanding”. in Malhue Louis (ed) Social Movements and Social Classes: The future of collective action. London: Sage.
[25] Mol, Arthur P. and Gert Spaargaren. (2004) “Ecological Modernization and Consumption:
A Reply.” Society and Natural Resources Νο. 1, σελ. 261-275 και Mol, Arthur P. (2006). “From Environmental Sociologies to Environmental Sociology: A Comparison ofU.S. and European and Environmental Sociology.” Organization and Environment, 19(1), σελ. 5-27.
[26] Spaargaren, Gert and Arthur P. J. Mol. (1992) “Sociology, Environment, and Modernity:
Ecological Modernization as a Theory of Social Change.” Society and Natural Resources Νο 5, σελ. 323-344. Βλ. επίσης α) Spaargaren, Gert, Arthur P. J. Mol, and Fredrick H. Buttel. (2000). Environment and Global Modernity.London,UK: Sage Studies in International Sociology.
Spaargaren , β) Gert and William van Vliet. (2000) “Lifestyles, Consumption and the
Environment: The Ecological Modernization of Domestic Consumption.” Environmental Politics
Νο. 9 σελ. 50-77.
[27] Βλ. Pellow N David, Weinberg Adam and Schnaiberg Allan (2005) “The Environmental Justice Movement. Equitable Allocation of the Costs and Benefits of Environmental Management Outcomes” in King Leslie and McCarthy Deborah (eds) Environmental Sociology: From Analysis to Action, Lanham, MD: Rowman and Littlefield, σελ. 240-254.
[28] Εδώ κατασκευάστηκε η ατομική βόμβα που κατέστρεψε την πόλη Χιροσίμα της Ιαπωνίας που σφράγισε οριστικά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (6 Αυγούστου 1945).
[29] Βλ. Shriver Thomas (2005) “Risk and Recruitment: Patterns of Social Mobilization” in King Leslie and McCarthy Deborah (eds) Environmental Sociology: From Analysis to Action, Lanham, MD: Rowman and Littlefield, σελ.
[30] «9. ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Το Πολιτιστικό Τμήμα του Σ.Υ.Ε.Τ.Ε. έδωσε το παρόν στη συγκέντρωση τον Ιανουάριο έξω από τη Βουλή κατά τη συζήτηση του άρθρου 24 ενώνοντας τη φωνή του με τους άλλους εκπροσώπους των οικολογικών και περιβαλλοντικών οργανώσεων. Επίσης συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό υπογραφών συναδέλφων σε επιστολές προς τους δήμους και άλλους φορείς με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Το Πολιτιστικό Τμήμα του Σ.Υ.Ε.Τ.Ε. έδωσε το παρόν στη συγκέντρωση τον Ιανουάριο έξω από τη Βουλή κατά τη συζήτηση του άρθρου 24 ενώνοντας τη φωνή του με τους άλλους εκπροσώπους των οικολογικών και περιβαλλοντικών οργανώσεων. Επίσης συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό υπογραφών συναδέλφων σε επιστολές προς τους δήμους και άλλους φορείς με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
10. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Εκδόθηκε το ημερολόγιο του 2007 με θέμα «Το ανθρώπινο τοπίο της ελληνικής υπαίθρου».
Παράλληλα στα πλαίσια του εορτασμού για τα 90 χρόνια του Σ.Υ.Ε.Τ.Ε. εκδόθηκε συλλεκτική ατζέντα αφιερωμένη στα ελληνόπουλα των «πέτρινων χρόνων» που παρέμειναν για πάντα ριζωμένα στον τόπο τους και που με την παρουσία τους σ΄ αυτόν διαμορφώνουν ακόμα και στις μέρες μας το αληθινό πρόσωπο της ελληνικής υπαίθρου.» Απόσπασμα από τον απολογισμό του Διοικητικού Συμβουλίου του ΣΥΕΤΕ (2007) Τραπεζιτική Απρίλιος, Αρ. φύλλου 634, http://www.syete.gr/banking2.asp?id=232
Θανάσης Τσακίρης
Εκδόθηκε το ημερολόγιο του 2007 με θέμα «Το ανθρώπινο τοπίο της ελληνικής υπαίθρου».
Παράλληλα στα πλαίσια του εορτασμού για τα 90 χρόνια του Σ.Υ.Ε.Τ.Ε. εκδόθηκε συλλεκτική ατζέντα αφιερωμένη στα ελληνόπουλα των «πέτρινων χρόνων» που παρέμειναν για πάντα ριζωμένα στον τόπο τους και που με την παρουσία τους σ΄ αυτόν διαμορφώνουν ακόμα και στις μέρες μας το αληθινό πρόσωπο της ελληνικής υπαίθρου.» Απόσπασμα από τον απολογισμό του Διοικητικού Συμβουλίου του ΣΥΕΤΕ (2007) Τραπεζιτική Απρίλιος, Αρ. φύλλου 634, http://www.syete.gr/banking2.asp?id=232
Θανάσης Τσακίρης
No comments:
Post a Comment