Αυτή η κεντροαριστερά είναι «μακέτο»; Ένα σενάριο
για το άμεσο πολιτικό μέλλον
Όταν ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Βενιζέλος
δήλωνε σε συνέντευξή του στο Βήμα της 4ης Μαΐου 2014 ότι αν η Ελιά
πάρει στις ευρωεκλογές ποσοστό κάτω του 10% θα υπάρχει πρόβλημα κυβερνητικής
σταθερότητας, είχε ήδη στο μυαλό του το ζήτημα της αλλαγής του εκλογικού νόμου
και του μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα.
Η εκλογική κατακρήμνιση της ΔΗΜΑΡ, το ποσοστό του Ποταμιού, αλλά και
του νεοναζιστικού κόμματος που ανεδείχθη τρίτο κόμμα, αλλά και η καθαρή νίκη
του ΣΥΡΙΖΑ και βέβαια η νίκη της Δούρου στη μεγαλύτερη Περιφέρεια της χώρας,
διαμόρφωσαν μια δυναμική που κατά τη γνώμη μου θέτει στα όριά της τη συζήτηση
περί πιθανών κυβερνητικών συμμαχιών. Η κυβερνητική σύμπραξη οφείλει να
προετοιμαστεί μπροστά στο ενδεχόμενο ήττας στις επόμενες εθνικές εκλογές, οι
οποίες το αργότερο θα είναι λόγω της αδυναμίας της παρούσας βουλής να εκλέξει
Πρόεδρο της Δημοκρατίας (ΠτΔ). Το Ποτάμι δεν αντιπροσωπεύεται στην εθνική αντιπροσωπεία,
ενώ η ΔΗΜΑΡ είναι πολύ πιθανό μην έχοντας ουσιαστικά να συνεισφέρει (σύμφωνα με
τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών) σε αυτό που ονομάζεται «ανασυγκρότηση της
κεντροαριστεράς» να μην υπάρχει στη νέα Βουλή.
Πώς οι σημερινοί
κυβερνητικοί εταίροι θα παραμείνουν στη διαχείριση της οικονομικής και
κοινωνικής κρίσης της χώρας χωρίς να χάσουν την εξουσία είναι το ζητούμενο και
η λύση είναι απλή και δεδομένων των συνθηκών και του πολιτικού χρόνου και
μάλιστα τη δίνει το Σύνταγμα (άρθρο 54 § 1): ‘Το εκλογικό σύστημα και οι
εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές,
εκτός και αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή
διάταξη που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των
βουλευτών.’ Εάν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ θέλουν να διαμορφώσουν μια νέα κυβερνητική
συμμαχία και την αντίστοιχη – κατ’ επίφαση – πολιτική και κοινωνική
νομιμοποίηση, μπορεί να αναγκαστούν να αλλάξουν τον εκλογικό νόμο, με πρόσχημα
ίσως τη μεγαλύτερη αναλογικότητα ώστε να προκαλέσουν τη «συναίνεση» της
Αριστεράς που έχει ως πάγια θέση της την απλή αναλογική.
Με την άμεση αλλαγή του εκλογικού νόμου, οι σύγχρονοι
αριβίστες της πολιτικής που έχουν ήδη πολλές φορές καταγράψει νομοθετήματα και
«πολιτικές πρωτοβουλίες» στα όρια της συνταγματικότητας και με ξεκάθαρο στόχο
την πολιτική χειραγώγηση και εν τέλει την ομηρία της κοινωνίας, καταργώντας το
μπόνους των 50 εδρών θα μπορούν να προκαλέσουν άμεσα εκλογές και πιθανώς να τις
χάσουν από το ΣΥΡΙΖΑ. Είτε ο ΣΥΡΙΖΑ μπορέσει να κυβερνήσει, είτε όχι, δεν τους
ενδιαφέρει, για τον απλούστατο λόγο ότι ο πολιτικός χρόνος θα είναι ταυτόχρονα
βραχύς και κρίσιμος: σύμφωνα με το παραπάνω σενάριο, η εκλογή του ΠτΔ το Μάρτη
του 2015 θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε εκλογές και εκεί θα δοθεί η υπέρτατη, η
ύστατη μάχη της εγχώριας ολιγαρχίας και του πολιτικού κατεστημένου της
διαπλοκής. Ταυτόχρονα θα δοθεί η δυνατότητα σε νέες ή και παλαιές πολιτικές
δυνάμεις να μπουν στη βουλή, όπως το Ποτάμι και ο ΛΑΟΣ (που ξαφνικά επανήλθε με
τις ευρωεκλογές). Σε κάθε περίπτωση το ΠΑΣΟΚ και ο κ. Βενιζέλος ειδικά θα
επιδιώξει το σχηματισμό της ευρύτερης δυνατής συσπείρωσης της «κεντροαριστεράς»
υπό την ηγεμονία του, ενώ η ΝΔ δεν έχει παρά να παραμείνει συνεπής στην ατζέντα
της «σοβαρής» Χρυσής Αυγής και με το δεξιό άνοιγμα υπό το φόβο της πολιτικής
αστάθειας και ακυβερνησίας να μαζέψει από τα συγγενικά κόμματα ή να ενισχύσει
το ΛΑΟΣ ως νέο σύμμαχο και εταίρο, αλλά και ως ανάχωμα προς τους νεοναζί.
Σύμφωνα με τις παραπάνω υποθέσεις, μπορεί ο ΛΑΟΣ να
γίνει μια «σοβαρή» Χρυσή Αυγή, το ΠΑΣΟΚ ο «νέος» κεντροαριστερός πόλος και το
Ποτάμι μια νέα ΔΗΜΑΡ με πιο φιλελεύθερα χαρακτηριστικά ως προς τον οικονομικό
και κοινωνικό προσανατολισμό. Με αυτόν τον τρόπο που περιγράφω παραπάνω, οι
Βενιζέλος και Σαμαράς υποθέτω ότι πιστεύουν πως μπορούν να επιτύχουν ταυτόχρονα
α) τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ ως ανίκανου να κυβερνήσει και ως πολιτικά ανάδελφου και
β) το μετασχηματισμό του πολιτικού συστήματος σε πολύ σύντομο χρόνο και σχετικά
αναίμακτα, ώστε να παραμείνουν κυρίαρχοι στην πολιτική σκηνή και
συγκυβερνώντες. Εάν στο μεσοδιάστημα μεταξύ δύο τέτοιων εκλογικών αναμετρήσεων,
ας πούμε η πρώτη το φθινόπωρο και η δεύτερη λίγους μήνες μετά για τον ΠτΔ, ο
ΣΥΡΙΖΑ σχηματίσει κυβέρνηση ή όχι, δεν έχει καμία σημασία. Θα σύρεται
καθημερινά από τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ ως το κόμμα του λαϊκισμού, της
πολυγλωσσίας και της ανικανότητας να κυβερνήσει. Θα του καταλογίζονται πολύ
περισσότερα από όσα προπαγάνδιζε ο Αντένα από το κεντρικό δελτίο ειδήσεων την
παραμονή των ιστορικών ευρωεκλογών της 25ης Μαΐου 2014.
Σε μια οικονομικά και κοινωνικά καθημαγμένη κοινωνία
και με ένα τέτοιο ρευστό πολιτικό τοπίο, οι σύγχρονοι αριβίστες της πολιτικής
δεν διστάζουν να πατήσουν επί πτωμάτων για να μεγιστοποιήσουν τα αποτελέσματα
του πολιτικού σχεδίου που ξεδιπλώνεται ερήμην του ελληνικού λαού εδώ και σχεδόν
τρία χρόνια. Το τσεκούρι του πολέμου των ακροδεξιών θα θαφτεί για χάρη της νέας
«κεντροαριστεράς», του «μακέτου» για να θυμηθούμε το δημοφιλές σαρδάμ του
πρωτομάστορα της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, Κώστα Σημίτη.
Αυτό το πολιτικό αντάλλαγμα, για κάποιους που εξυπηρετούνται από αυτή τη
διαχείριση της κρίσης και τις νέες συνθήκες αναδιανομής του (μη) πλούτου, έχει
διπλό όφελος: αφ’ ενός δεν διαταράσσεται η καθεστηκυία τάξη των οικονομικών και
πολιτικών ελίτ και αφ’ ετέρου υποβαθμίζεται και ιδανικά απορροφάται η
συντηρητική ριζοσπαστικοποίηση της ρημαγμένης μικροαστικής τάξης που στράφηκε
προς της Χρυσή Αυγή.
Στην ίδια συνέντευξή του ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης
υποστήριζε ότι δεν αθροίζονται τα ποσοστά ΝΔ και Ελιάς (ΠΑΣΟΚ). Στην
πραγματικότητα όμως ούτε αυτή του η θέση έχει έρεισμα και ουσιαστικά δεν είχε
ούτε όταν την εκστόμισε. Το μόρφωμα της Ελιάς σε αντίθεση με την ανεπιτυχή
προσπάθεια των «58» είναι η λύση ανάγκης με την οποία το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να
κουκουλώσει την αποτυχία του να συσπειρώσει και να εκφράσει πολιτικά τον
εκσυγχρονιστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας, ο οποίος έμεινε
πραγματική μακέτα. Το μπόλιασμα της Ελιάς με τα υπολείμματα της ΔΗΜΑΡ ή τα
βλαστάρια του Ποταμιού, αν πραγματοποιηθούν τα παραπάνω, ή με όποιον άλλο
πολιτικό φορέα, δεν θα αλλάξουν καθόλου την ουσία των πραγμάτων: το ΠΑΣΟΚ δεν
αποτελεί φορέα εξέλιξης και αλλαγής. Από τη στιγμή που μετασχηματίστηκε από
κίνημα σε καθεστωτικό / ηγεμονικό κόμμα [1], με την απώλεια της εξουσίας και
την πρόσδεσή του στο άρμα των πολιτικών της τεχνοκρατικής διαχείρισης της
κρίσης μαζί με τη ΝΔ, συνθλίβεται στην παρακμή του καθεστωτισμού που το ίδιο
εξέθρεψε. Ακόμα χειρότερα, προσπαθεί η ηγεσία του με πολιτικές και νομικίστικες
ακροβασίες να διατηρήσει αυτό που θεωρεί κεκτημένο: τη διαρκή συμμετοχή του στη
νομή της εξουσίας και εν τέλει στη διαπλοκή. Προφανώς, σε αυτή τη διαδικασία
δεν χωράνε οι ρομαντισμοί του παρελθόντος περί σύγκρουσης με οργανωμένα
συμφέροντα, κοινωνική δικαιοσύνη και εκδημοκρατισμό. Η νέα μακέτα της
κεντροαριστεράς, υπό τη σκιά της όποιας Ελιάς, είναι η πλήρης υποταγή στο
νεοφιλελεύθερο τεχνοκρατισμό και στις επιταγές μιας «τραπεζοκεντρικής δημοκρατίας».
Δεν χωράνε αυταπάτες για την προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας
ιδεολογικής ηγεμονίας του φόβου και της υποταγής. Το πολιτικό υποκείμενο έπαψε
να εκφράζεται μέσα από το παραδοσιακό δίπολο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, αφού η πάλαι ποτέ
συγκρουσιακή τους σχέση αποκαλύφθηκε ως συμπόρευση στην υποταγή της πολιτικής
και της δημοκρατικής συναίνεσης στην οικονομική ολιγαρχία. Απλά, η πολιτική
ολιγαρχία, τώρα πια, πιεσμένη ήδη από την κατάρρευση της κοινωνίας, επιδιώκει
το νέο της ρόλο. Η ΝΔ προς τα δεξιά και το ΠΑΣΟΚ στα κεντροαριστερά προσπαθούν
να οικοδομήσουν τη νέου τύπου συναίνεση ώστε να αποκτήσουν το λόγο ύπαρξής
τους. Σε αυτή τη χρονικά και θεσμικά βίαιη διαδικασία μεταχειρίζονται όλα τα
μέσα που έχουν στη διάθεσή τους: από τα ΜΜΕ και τις σχέσεις με οργανωμένα
συμφέροντα, μέχρι τους κρατικούς θεσμούς και πόρους, το κυβερνητικό doublespeak και τα
οργουελιανής σύλληψης ιδεολογήματα.
Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα όταν το διακύβευμα είναι τόσο
κρίσιμο όσο σήμερα: διατήρηση της εξουσίας. Για αυτό δεν έχουν και κανένα
πρόβλημα να παραδώσουν τη σχετική αυτονομία της πολιτικής και του κράτους και
να υποκύψουν ουσιαστικά στην ετερονομία που επιβάλλουν η τρόικα και οι
πολιτικές διαχείρισης της κρίσης του τραπεζικού-πιστωτικού συστήματος και της
κρίσης χρέους. Για αυτό και δεν αμύνονται του κοινωνικού κράτους και των
δημοσίων αγαθών αλλά σπεύδουν να διακηρύσσουν το νέο ιδεολόγημα του κερδοφόρου
(πλεονασματικού) κράτους σε μια κοινωνία με πραγματικό έλλειμμα κοινωνικής
δικαιοσύνης. Το να χρειαστεί να παραδώσουν για μια μικρή περίοδο την εξουσία
στο ΣΥΡΙΖΑ (ή στην «ακυβερνησία»), δεν θα επηρεάσει καθόλου αυτό το σχέδιο,
αφού ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει την οργανωτική υποδομή ούτε και τον πολιτικό χρόνο να
ανατρέψει τους καθεστωτικούς μηχανισμούς που έχουν επιμελώς οικοδομήσει εδώ και
40 χρόνια ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Ίσα ίσα, αυτό θα είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να
παρουσιάσουν μια τέτοια βραχύβια απόπειρα ως αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην αντιπαράθεση αυτή δεν υπάρχει χώρος άλλων
πολιτικών συμμαχιών. Αυτό που διαμορφώνεται σήμερα είναι οι συμμαχίες του αύριο
και σε αυτές ο ΣΥΡΙΖΑ, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν συμμετέχει. Γιατί πολύ
απλά, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ χτίζουν αυτό το αύριο, φτιάχνοντας τους πολιτικούς τους
συμμάχους, είτε ως «Νέα Ελλάδα» (ή κάτι άλλο αφού αυτό το όνομα «κάηκε»), είτε
ως «Ελιά» με νέους Α.Φ.Μ. και διαγραφή των χρεών τους, κυρίως όμως διαγράφοντας
τα πολιτικά τους χρέη. Ποιος θα θυμάται σε λίγους μήνες τις συνταγματικές
εκτροπές των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, τη de facto
κατάργηση των δικαστικών αποφάσεων από μέρους της κυβέρνησης, τις
δηλώσεις και τις δεσμεύσεις για ανάπτυξη, μείωση ανεργίας, πάταξη φοροδιαφυγής
και διαφθοράς. Ήδη οι λίστες των ύποπτων για φοροδιαφυγή ξεχάστηκαν, το
ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από την υπόθεση Μπαλτάκου στις νέες κυβερνητικές
εξαγγελίες για αλλαγές στο φορολογικό, ανασχηματισμό της κυβέρνησης και στην
«ανατροπή» που δεν ήρθε ποτέ.
Ναι, αυτή η νέα κεντροαριστερά θα είναι «μακέτο» - ένα
μικρό πακέτο πάνω στο οποίο θέλει να στέκεται η δεξιά για να δείχνει ψηλότερη.
Και αν το επιτρέψουν οι συνθήκες μιας σοβαρής ακροδεξιάς, το πατημένο πακέτο θα
πεταχτεί με τον ίδιο τρόπο που κάποτε το ΠΑΣΟΚ εξαργύρωσε και στη συνέχεια
πέταξε την Αριστερά. Αυτή είναι η μοίρα των πακέτων άλλωστε, όταν παλιώσουν. Η
ριζοσπαστική Αριστερά δεν έχει άλλο δρόμο, από αυτό των αρχών και ιδεολογικών
αφετηριών της. Τον πιο δύσκολο δρόμο – που ποτέ δεν υπήρξε ευκολοδιάβατος. Αν
μέσα από την πορεία αυτή καταφέρει, χωρίς ηγεμονισμούς, προσωπολατρίες και αυταπάτες,
να συσπειρώσει και να οικοδομήσει πολιτικές συμμαχίες, είναι το μεγάλο της
στοίχημα. Μεγαλύτερο όμως είναι να αποτελέσει ένα νέο φορέα πολιτικής
εμπιστοσύνης πρώτα και έπειτα πολιτικής εξουσίας της ίδιας της κοινωνίας που τη
γέννησε.
[1] Βλ. σχετικά την εξαιρετική
μελέτη των Κ. Ελευθερίου και Χρ. Τάσση, ΠΑΣΟΚ – Η άνοδος και η πτώση (;) ενός
ηγεμονικού κόμματος, Σαββάλας 2014.
Νίκος Β. Ζολοταριώφ
Ο
Νίκος Ζολοταριώφ είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας
Διοίκησης του ΕΚΠΑ και έχει μεταπτυχιακό στην Πολιτική Θεωρία από το Πανεπιστήμιο
του Essex Ηνωμένου Βασιλείου. Είναι υπάλληλος στο Δήμο Διονύσου και μέλος της
Τ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ Μαραθώνα.
No comments:
Post a Comment