ΤΟ ΑΝΤΙΔΙΚΤΑΤΟΡΙΚΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΙΔΩΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ
ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΩΝ
του Θανάση Τσακίρη
Μέρος 1ο
Τα κοινωνικά κινήματα είναι συλλογικές αμφισβητήσεις/διεκδικήσεις από ανθρώπους
που έχουν κοινούς σκοπούς και αλληλεγγύη μεταξύ τους και βρίσκονται σε
κατάσταση διαρκούς αλληλεπίδρασης με το κράτος, τις δημόσιες και ιδιωτικές
αρχές και τις σχετικές ελίτ.[1]
Το φοιτητικό κίνημα ως ένα από τα κοινωνικά κινήματα
της εποχής της νεωτερικότητας είναι και αυτό μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας
νέων ανθρώπων να ασκήσουν επιρροή στην Πολιτική και στα επιμέρους πεδία άσκησής
της, να συνδιαμορφώσουν όρους για την πολιτική, οικονομική, οικολογική και τη
γενικότερη κοινωνική αλλαγή. Πιο συγκεκριμένα, αποσκοπεί στην καθιέρωση αλλαγών
στα πλαίσια των ανώτερων και ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όσον αφορά το
πρόγραμμα, τη χρηματοδότηση και τις συνθήκες σπουδών. Σε μια πιο αναβαθμισμένη εκδοχή του
φοιτητικού κινήματος διεκδικείται η αλλαγή του γενικότερου ιδεολογικού πλαισίου
που διέπει τη λειτουργία και τις δραστηριότητες των ΑΕΙ ώστε να μην παράγονται
απλοί τεχνοκράτες χωρίς κοινωνικές αναφορές και δράση αλλά αυτά να είναι
ανοιχτά στην κοινωνία και τα προβλήματα και τα κινήματά της ώστε να
ολοκληρώνεται η κοινωνικοποίηση των πολιτών με δημοκρατική συνείδηση.
Προτού προχωρήσουμε στη συζήτηση για το φοιτητικό κίνημα, θα
πρέπει να ορίσουμε ποιο είναι το κοινωνικό σύνολο στο οποίο αναφερόμαστε.[2]
Σύμφωνα με παραδοσιακές μαρξιστικές απόψεις, οι φοιτητές, λόγω της κοινωνικής
καταγωγής τους και του κοινωνικού προορισμού τους αποτελούν μέρος της
παραδοσιακής «μεσαίας τάξης», με αποτέλεσμα να μην ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα
«επαναστατικά κόμματα της εργατικής τάξης» παρά μόνο ως επιμέρους άτομα που
κερδίζονται από το επαναστατικό προλεταριάτο.[3] Από
την άλλη νεώτεροι μαρξιστές, όπως ο τροτσκιστικής προέλευσης Ernest Mandel, θεωρούν ότι οι
φοιτητές είναι οι μελλοντικοί «υπάλληλοι λευκού κολάρου του κράτους ή της
βιομηχανίας και, επομένως, τμήμα της μεγάλης μάζας των μισθωτών εργατών.».
Στόχος του επαναστατικού μαρξιστικού κόμματος είναι να ενταχθούν στο ευρύτερο
εργατικό κίνημα ως μέρος της σοσιαλιστικής πρωτοπορίας για μια άλλη κοινωνία.[4] Και
στις δυο περιπτώσεις υπάρχει πρόβλημα με την έννοια ότι οι μεν υποβαθμίζουν
εντελώς τους φοιτητές ως κοινωνική συλλογικότητα και οι δε την εκθειάζουν
υπέρμετρα.
Οι φοιτητές αποτελούν «κοινωνική κατηγορία», δηλαδή ένα
σύνολο ανθρώπων που διαθέτουν κοινωνικά χαρακτηριστικά αλλά κατ’ αρχήν δεν
συνεργάζονται ούτε αλληλεπιδρούν (interact). Όταν υπό συγκεκριμένες συνθήκες αυτοί οι άνθρωποι αρχίσουν
να αλληλεπιδρούν και συνεργάζονται μεταξύ τους αποκτούν την αίσθηση ότι ανήκουν
σε μια «κοινωνική ομάδα». Υποστηρίζεται ότι οι φοιτητές αποτελούν «μια
διαταξική και κοινωνική κατηγορία, που έφεσή της έχει τη γνώση και τη μάθηση,
οπότε παρουσιάζεται μια σχετική αυτονομία ως προς τις κοινωνικές τάξεις από τις
οποίες προέρχεται, καθώς και μια ειδική σχέση με το κράτος, αφού τούτο έχει
επιβαρυνθεί τη ‘δωρεάν’ μόρφωσή τους.» [5]
Επομένως, η «διακεκριμένη κοινωνική κατηγορία» μετατρέπεται σε «κοινωνική ομάδα»
μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες και σε «ιδιαίτερες πολιτικές περιστάσεις» κατά
τις οποίες μπορεί να επιδράσει στο πεδίο του πολιτικού συστήματος ανάλογα με το
«ειδικό βάρος» που έχει σε κάθε ξεχωριστή συγκυρία. Πρόκειται για μια
«υπερπροσδιοριστική σχέση με την πολιτική-ιδεολογική σφαίρα» που εν δυνάμει
δίνει συνοχή στην ομάδα, αφήνει περιθώρια για τη διαμόρφωση συστήματος κοινών
αξιών και τρόπων ζωής, επιτρέπει την «κοινή ευαισθησία και εμφάνιση των μελών
της, ανεξάρτητα από την ταξική καταγωγή και αναφορά των μελών της. Ο Ν.
Πουλαντζάς θεωρεί ότι ένα από τα τρία βασικά κριτήρια προσδιορισμού των
κοινωνικών τάξεων είναι αυτό της διάκρισης μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής
εργασίας. Επιστήμονες, επαγγελματίες και ειδικευμένοι τεχνικοί αποτελούν τη νέα
μικροαστική τάξη, τα μέλη της οποίας βρίσκονται ως επί το πλείστον στην πλευρά
της πνευματικής εργασίας. Τα ΑΕΙ, ως θεσμοί, αποσκοπούν στην αναπαραγωγή αυτής
της νέας μικροαστικής τάξης. Οι φοιτητές, όσο καιρό βρίσκονται εκτός
παραγωγικών σχέσεων αλλά εντός του πλέγματος των ιδεολογικών σχέσεων, αποτελούν
ένα ξεχωριστό τμήμα της νέας μικροαστικής τάξης. Η κοινωνική κατάσταση των
φοιτητών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως σημαντικός παράγοντας γιατί κάθε
χαρακτηρισμός τους ως κοινωνικής ομάδας πρέπει ταυτόχρονα να περιλαμβάνει την
καταγωγή των φοιτητών, την κατάσταση των φοιτητών και τον κοινωνικό προορισμό
τους. «Αυτές οι τρεις ‘στιγμές’ δεν είναι, όμως, ίσου βάρους ή σημασίας και
αποτελούν ένα σύνθετο όλο, κυριαρχούμενο από μία δομή, την φοιτητική
κατάσταση.»[6]
Από την εποχή της αντιαποικιακής εξέγερσης στις αμερικανικές
αποικίες εναντίον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, όταν οι φοιτητές φορούσαν κατ’
οίκον ραμμένα ρούχα για να σαμποτάρουν τα αγγλικής εισαγωγής υφάσματα, ως τα
τελευταία χρόνια και την αντιαυταρχική κινητοποίηση των Κινέζων φοιτητών και τη
σφαγή της Πλατεία Τιεν Αν Μεν καθώς και τις εξεγέρσεις στη Γαλλία και την
Ελλάδα του 21ου αιώνα, θεωρείται «σχεδόν εξορισμού» ότι «όταν τα
λαμπρά μυαλά των πανεπιστημιακών φοιτητών μαθαίνουν ότι υπάρχει υποκρισία και
ανηθικότητα στις πανεπιστημιουπόλεις τους, στις κοινότητες και τη χώρα τους,
τότε επακολουθεί αλλαγή και ταραχή».[7] Είτε
η κινητοποίηση αφορά την σίτιση και στέγαση είτε τον γενικότερο εκδημοκρατισμό
της κοινωνίας και του κράτους ή τη διαμαρτυρία για τις πολεμικές στρατιωτικές
επιχειρήσεις και τη σχέση των μεγάλων επιχειρήσεων με αυτές, συχνά είναι οι
φοιτητές που αντιλαμβάνονται, λόγω της ερευνητικής περιέργειάς τους και των
μέσων που διαθέτουν λόγω της πρόσβασής τους στη γνώση, τη διάσταση μεταξύ λόγων
και πράξεων των κυβερνήσεων, των εταιρικών διοικήσεων, των τοπικών και κλαδικών
αρχών και άλλων φορέων επίσημης ή ανεπίσημης εξουσίας.[8]
Η διεθνής βιβλιογραφία για τις αιτίες που προκαλούν την
εμφάνιση του φοιτητικού κινήματος συμβαδίζει με την αντίστοιχη για τα κοινωνικά
κινήματα.[9] Η
κλασική θεωρία για τα φοιτητικά κινήματα, όπως και η ομόλογή της «θεωρία της
συλλογικής συμπεριφοράς» αναζητά τις αιτίες στην ψυχολογία των συμμετεχόντων.[10] Οι
φοιτητές που συμμετέχουν στο φοιτητικό κίνημα διαμαρτυρίας εξετάζονται με βάση
τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά, με ιδιαίτερη έμφαση στα πνευματικά
χαρίσματά τους, στη θρησκεία, το οικογενειακό ιστορικό και το
κοινωνικο-οικονομικό στάτους τους.[11] Μια
άλλη εκτίμηση της εξεγερσιακής διάθεσης των φοιτητών συνίσταται στη μελέτη
παραπόνων και αδικιών, δηλαδή δομικών
εντάσεων: αλλοτρίωση και αποξένωση στο πλαίσιο του σύγχρονου τρόπου ζωής, χάσμα
γενεών, απογοήτευση από την πανεπιστημιακή ζωή.[12] Το
πρόβλημα με αυτές τις ερμηνείες είναι ότι θεωρώντας ψυχολογικό το ζήτημα της φοιτητικής
εξέγερσης, δηλαδή κατατάσσοντας τους αποκλίνοντες ως ψυχολογικά ανεύθυνους και
επί της ουσίας απολίτικους, δεν δίνονται περιθώρια ορθολογικής δράσης των
ατόμων για την αλλαγή των δομών που οδηγούν στην κατάσταση συλλογικής έντασης.
Κατά αντιστοιχία των θεωριών της σχολής «κινητοποίησης
πόρων» που θεωρεί τα άτομα ορθολογικά όντα, οι μελετητές του φοιτητικού
κινήματος δίνουν έμφαση στην αύξηση των πάσης φύσεως πόρων που έχουν στη
διάθεσή τους οι φοιτητές. Έτσι, αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει η
θεωρία τους φοιτητές θεωρώντας τους ορθολογικά υποκείμενα που μπορούν να
παίρνουν αποφάσεις με βάση συγκεκριμένα κριτήρια. Ασκώντας κριτική στις
προηγούμενες θεωρήσεις της σχολής της «συλλογικής συμπεριφοράς», οι θεωρητικοί
της νέας σχολής τονίζουν ότι αδικίες και παράπονα υπάρχουν πάντοτε στις
κοινωνίες αλλά αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα την εμφάνιση και δραστηριοποίηση
κοινωνικών κινημάτων. Ο καταλυτικός ρόλος ανήκει σε μια συγκυρία σύμπτωσης
ορισμένων εξωτερικών πόρων που αφήνουν περιθώρια στους ανθρώπους να αναλάβουν
συλλογική (και ατομική) δράση για την αποκατάσταση αδικιών και διεκδίκηση νέων
δικαιωμάτων.[13]
Θανάσης Τσακίρης
Συνεχίζεται....
[1] Tarrow S. (1994) Power in Movement: Social
Movements, Collective Action and Politics. New York: Cambridge University
Press, σελ. 4
[2] Βλ. σχετική συζήτηση του
θέματος στο Χατζησωκράτης Δ. (2003) Πολυτεχνείο ’73: Αναστοχασμός μιας
πραγματικότητας. Αθήνα: Εκδ. Πόλις, σελ. 48-73.
[3] Βλ. Jones G.S.
(1969) “The meaning of the student revolt” στο Cockburn A. and Blackburn R. (eds) Student
Power: Problems, Diagnosis, Action. Middlesex, UK: Penguin and New Left
Review. Βλ. επίσης Saleem B. (1999) Black Student
Politics, Higher Education and Apartheid: From SASO to SANSCO 1968-1990. Pretoria,
S.A.: Human Sciences Research Council.
[4] Βλ. Mandel E.
(1969) “The new vanguard” στο Ali T. (ed.) New Revolutionaries-Left Opposition. London, UK:
Peter Owen.
[5] Γιάνναρης Γ. (1993) Φοιτητικά Κινήματα και Ελληνική Παιδεία.
Α΄ τόμος. Αθήνα: Εκδ. Το Ποντίκι, σελ. 12
[6] Βλ. Πουλαντζάς Ν. (1975)
Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις. Αθήνα: Εκδ. Θεμέλιο. Βλ. επίσης Ρήγος Α. (1987)
«Το φοιτητικό κίνημα πριν το Πολυτεχνείο»,
περ. Αντί, τεύχ. 344, σελ. 54-55. Για τη
θεωρία των «στιγμών» βλ. Jones G.S. (1969) ο.ε.π. σελ. 34-35.
perspectives. New York, ΝΥ:
John Wiley and Sons, Inc. σελ. 155-168. Astin, A., Astin, H., Bayer, A.,
& Bisconti, A. (1975). The power of protest. San Francisco, CA:
Jossey-Bass Publishers.
[8] Olausen Kurt Robert (2007) Protests Without Tear Gas: Portrayals of
Student Activism in Print Media 1996-2004. Διδακτορική Διατριβή στο
North Carolina State University, Department of Higher Education
http://www.lib.ncsu.edu/theses/available/etd-03052007-095213/unrestricted/etd.pdf
[9] Για μια καλή ανασκόπηση των
θεωριών για το φοιτητικό κίνημα, βλ. Haberman C.
(2006) “Centralisation and Status Formation: Institutional Frameworks that Shape
Student Movement Outcomes.” Honors
Projects. Political Science Department of Macalester
College. http://digitalcommons.macalester.edu/poli_honors1.
[10] Steven Kelman. (1970), Push Comes to Shove.
Boston: Houghton Mifflin Company.
[11] Stanley Rothman, S. Robert
Lichter (1982) Roots of Radicalism: Jews, Christians, and the New Left New York, NY and Oxford, UK: Oxford
University press
[12] Seymour M. Lipset & Philip Altbach (eds),
(1969) Students and Politics, Boston, Houghton Mifflin, και Τheodore Roszak, (1968) The Making
of a Counter Culture: Reflections on the Technocratic Society and its Youthful
Opposition, New York, Doubleday and Co.
[13] Βλ. Hall Melvin
(1995) Poor People's Social Movement Organizations: The Goal Is to Win.
Westport, CT: Praeger Publishers.
No comments:
Post a Comment