Owen Jones, Chavs. The Demonization of the Working Class, Verso, 2011
Ποιοι είναι οι «chavs»; Σύμφωνα με το Collins English Dictionary προσδιορίζονται ως «νέοι της εργατικής τάξης οι οποίοι που ντύνονται με καθημερινά αθλητικά ρούχα». Η έννοια του όρου αντιστοιχεί στις λέξεις «white trash» στις ΗΠΑ, «skangers» στην Ιρλανδία και «neds» στη Σκωτία. Στον αγγλικό δημόσιο λόγο, ο «chav» είναι ένας νέος εργατικού background, με πλήρη αθλητική περιβολή – κατά προτίμηση Adidas - και καπέλο μπέιζμπολ μάρκας Βurberry, ο οποίος φωνασκεί, ασχημονεί, τεμπελιάζει και ενίοτε βιαιοπραγεί. Η «chavette», από την άλλη, χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενδυματολογικής αισθητικής, είναι αλκοολική, μένει έγκυος σε μικρή ηλικία και συναγωνίζεται τους «chavs» σε αντικοινωνική συμπεριφορά.
Οι chavs θεωρούνται ως κύριοι υπεύθυνοι των πρόσφατων ταραχών στο Λονδίνο και σε άλλες πόλεις. Δημιουργούν συμμορίες χούλιγκαν, «τρομοκρατούν» φιλήσυχους πολίτες και είναι δείγμα της τεράστιας ηθικής κατάρρευσης της Μεγάλης Βρετανίας, της «Διαλυμένης Βρετανίας» (Broken Britain), της οποίας την έκπτωση διεκτραγωδούσε ο Ντέιβιντ Κάμερον πριν από τις εκλογές του 2010.
Τι από τα παραπάνω, όμως, αντιστοιχεί στην πραγματικότητα; Στο βιβλίο του «Chavs: the demonization of the Working Class», ο ιστορικός Owen Jones προσπαθεί να αποδομήσει το συγκεκριμένο στερεότυπο, αποδίδοντας τη διάδοσή του στην έκφραση του «ταξικού μίσους» της βρετανικής μεσαίας τάξης προς τη νέα εργατική τάξη όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τη θατσερική και μπλερική περίοδο.
Ο Jones διαπιστώνει ότι τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει αναπτυχθεί ένας ιδιότυπος ρατσισμός απέναντι στη λεγόμενη «λευκή εργατική τάξη», ο οποίος διατρέχει το σύνολο των πολιτισμικών εκφράσεων της μεσαίας τάξης, το δημόσιο διάλογο όπως διαμορφώνεται από τις στήλες των εφημερίδων, καθώς και τον πολιτικό λόγο της βρετανικής πολιτικής ελίτ – και των δύο κομμάτων. Τα «απομεινάρια» της παλαιάς «σεβαστής εργατικής τάξης» είναι κάποια λούμπεν στοιχεία τα οποία ζουν σε άθλιες συνθήκες, δεν δουλεύουν, αλλά ζουν αποκλειστικά από κρατικά βοηθήματα, έχουν προβλήματα αλκοολισμού, αποκτούν παιδιά σε πολύ μικρή ηλικία, παρουσιάζουν αντικοινωνική συμπεριφορά και ρέπουν προς πράξεις εγκληματικότητας. Ποιο είναι το αίτιο της παραπάνω κατάστασης σύμφωνα με την κυρίαρχη λογική; Το έλλειμμα ατομικής ευθύνης και η ύπαρξη ενός διογκωμένου κράτους. Σύμφωνα με τη θατσερική μυθολογία, κάθε άτομο έχει ευθύνη για τη βιοτική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, κυρίως γιατί δεν επένδυσε στη σκληρή δουλειά, αλλά στην κρατική αρωγή. Η κοινωνική κινητικότητα δεν πρέπει να είναι αποτέλεσμα κεντρικού σχεδιασμού, αλλά αξιολόγησης των πραγματικών προσόντων ενός ατόμου. Κατ’ επέκταση, κάθε άτομο οφείλει να μετατραπεί σε έναν «μικρό καπιταλιστή»: να είναι ιδιοκτήτης, να σκέπτεται με όρους αγοράς, να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σε ανταγωνισμό με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Αυτές είναι οι ιδέες που κανοναρχούν, σύμφωνα με τον Jones, τη βρετανική μεσαία τάξη, και συνιστούν το υπόστρωμα της επιθετικής καρικατούρας του «chav».
Το βιβλίο αρθρώνεται σε οχτώ κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο αναλύεται η περίπτωση της Shannon Matthews, ενός δεκάχρονου κοριτσιού το οποίο «απήχθη» από τη μητέρα της Karen στις αρχές του 2008 σε μία εργατική κωμόπολη της βόρειας Αγγλίας, με σκοπό η τελευταία να πυροδοτήσει μια κινητοποίηση τύπου Madeleine McCann και να εκμεταλλευθεί το χρηματικό πόσο που θα δινόταν ως αμοιβή. Ο Jones σχολιάζει τη διαφορετική αντιμετώπιση των δύο συμβάντων από τα βρετανικά μέσα – ένα κορίτσι εργατικού background από τη μία, ένα κορίτσι μεσοαστικού από την άλλη – και κυρίως, όσα συμβαίνουν μετά την αποκάλυψη της λαθροχειρίας της μητέρας της Matthews, την απόδοση δηλαδή της πράξης, από Τύπο και πολιτικούς, στις διεφθαρμένες αξίες που έχουν αναπτυχθεί στις «underclass» κοινότητες της Αγγλίας. Η Karen Matthews αναδείχθηκε ως μία χαρακτηριστική «chavette» που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει οποιαδήποτε μητέρα της συγκεκριμένης κοινωνικής προέλευσης.
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Jones προβαίνει σε μία ανατριχιαστική και εξαιρετικά γλαφυρή παρουσίαση της «θατσερικής επανάστασης» στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο της Μ. Βρετανίας. Βασική υπόθεση του συγγραφέα είναι ότι, στην πραγματικότητα, η νεοφιλελεύθερη αντεπίθεση της δεκαετίας του ‘80 είχε ως κύριο στόχο να διαλύσει την εργατική τάξη ως θεσμό, ως σύνολο αξιακών προταγμάτων, ως κουλτούρα, ως αναπόσπαστο κομμάτι του βρετανικού κοινωνικού οικοδομήματος και, συνεπώς, ενσωματωμένου στο οικοδόμημα αυτό. Αυτός ο «ταξικός πόλεμος» περνά μέσα από τρείς άξονες: τη ραγδαία αποβιομηχάνιση στην Μ. Βρετανία, που οδήγησε εκατομμύρια ειδικευόμενους εργάτες στην ανεργία• τη συνακόλουθη κατάρρευση των εργατικών κοινοτήτων, η οποία επιταχύνθηκε και από την παρακμή του θεσμού των «δημοτικών κατοικιών» («council housing») μετά την προώθηση της λογικής του «right-to-buy scheme» [1]• την ήττα των βρετανικών συνδικάτων, ειδικά μετά τη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων το 1986 και την επιβολή δρακόντειων ρυθμίσεων στη λειτουργία τους. Οι ρίζες της «δαιμονοποίησης» της εργατικής τάξης εντοπίζονται σε αυτήν την περίοδο.
Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύονται οι στάσεις της βρετανικής πολιτικής ελίτ απέναντι στη νέα εργατική τάξη. Από τη μία πλευρά, στο χώρο των Συντηρητικών κυριαρχεί η εικόνα μίας λούμπεν τάξης που αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες της και πρέπει να αποδεχθεί ότι το κράτος δεν μπορεί να συνεχίζει να χρηματοδοτεί την «αχρηστία» της. Ο Τζόουνς παρουσιάζει απόψεις ακραίου κυνισμού – «έτσι είναι η κατάσταση» –, αλλά και φιλάνθρωπης συμπάθειας. Κυρίως, όμως, αναδεικνύει την κυρίαρχη θατσερικη αντίληψη ότι η φτωχοποίηση και η «ηθική παρακμή» είναι αποτελέσματα ατομικών επιλογών και όχι συνθηκών ζωής. Από την άλλη πλευρά, οι νέοι Εργατικοί, στην προσπάθεια τους να απαλλαγούν από τις παλαιές πολιτικές τους δουλείες, περιγράφουν την εικόνα μία εργατικής τάξης «χωρίς φιλοδοξίες» η οποία πρέπει να επανακινητοποιηθεί, μετατοπίζουν την κοινωνική τους αναφορά στη «μεσαία τάξη» και εισάγουν την έννοια του «κοινωνικού αποκλεισμού» που αντικαθιστά τις έννοιες «φτώχεια», «εκμετάλλευση» και «περιθωριοποίηση». Για τον Τζόουνς, το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των Βρετανών βουλευτών έχει μεσοαστική και μεγαλοαστική προέλευση τους καθιστά μη ικανούς να κατανοήσουν τα προβλήματα των εργατικών τάξεων. Το έλλειμμα εκπροσώπησης που αναδύεται ενισχύει και την εδραίωση του στερεοτύπου του «chav».
Στο τέταρτο κεφάλαιο η έμφαση δίνεται στην απεικόνιση των «chavs» στην κυρίαρχη κουλτούρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιθέσεων «ταξικού μίσους» [2] είναι η παίκτρια του βρετανικού Big Brother Jade Goody. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συμμετοχής στο παιχνίδι, καθώς και στα μεθεόρτια της «αποχώρησής» της, η Goody παρουσιαζόταν από σοβαρές εφημερίδες και ταμπλόιντ ως χαρακτηριστικός εκπρόσωπος μίας παρηκμασμένης τάξης, με ανύπαρκτη αισθητική και ανατροφή, που «ντροπιάζει» την βρετανική κοινωνία στο σύνολό της. Επιπλέον, μέσα από την ανάλυση ταινιών και τηλεοπτικών σειρών το «ταξικό μίσος» συνδυάζεται σε πολλές περιπτώσεις και με συναισθήματα φόβου απέναντι στο τι μπορούν οι ανεξέλεγκτοι «chavs» να κάνουν σε φιλήσυχους πολίτες.
Στο πέμπτο, έκτο και έβδομο κεφάλαιο ο Τζόουνς επιχειρεί να σκιαγραφήσει την πραγματική κατάσταση της βρετανικής εργατικής τάξης κατά την τελευταία δεκαετία και να παρουσιάσει τα τελικά αποτελέσματα της «θατσερικής επέλασης» που περιέγραψε στο δεύτερο κεφάλαιο. Η νέα εργατική τάξη βρίσκεται σε δεινή θέση και δεν μπορεί να έχει φιλοδοξίες, γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν οι όροι για να τις υλοποιήσει. Μέσα από έναν ευφυή συνδυασμό εμπειρικών στοιχείων και συνεντεύξεων, διαπιστώνει τη μεγάλη δυσκολία που έχουν τα συνδικάτα στο να οργανώσουν, ιδίως τους νέους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα. Περιγράφει το νέο τοπίο της επισφάλειας που περιλαμβάνει τους ενοικιαζόμενους εργαζομένους σε τηλεφωνικά κέντρα και σουπερμάρκετ, κακοπληρωμένους και υπό άσχημες εργασιακές συνθήκες, τους εκπαιδευτικούς φραγμούς που καθιστούν τη δημόσια εκπαίδευση άνιση και την πρόσβαση στο πανεπιστήμιο «όνειρο θερινής νυκτός», καθώς και τη «λουμπενοποίηση» των μέχρι πρότινος σφριγηλών εργατικών κοινοτήτων, που συνοδεύεται από αύξηση της εγκληματικότητας και αυξημένη ανεργία. Πώς μπορεί κάποιος να έχει φιλοδοξίες όταν ζει μέσα στα συντρίμμια; Όταν δεν διαθέτει ίσες ευκαιρίες με τους υπόλοιπους συμπολίτες του; Και ποιο είναι εν τέλει το εργασιακό ήθος της συγχρονίας, όταν ο εργαζόμενος οικτίρει τον εαυτό του για την καθημερινότητα την οποία βιώνει;
Στο τελευταίο κεφάλαιο αναλύεται η απότομη αύξηση της επιρροής του ακροδεξιού British National Party (BNP) στην αγγλική εργατική τάξη. Ο συγγραφέας εξετάζει το ζήτημα της μετανάστευσης σε σχέση με τον αντίκτυπό της στις προαναφερόμενες εξελίξεις. Εξηγεί, καταρχάς, πώς κάποιοι ιδιοκτήτες των παλαιών δημοτικών κατοικιών σε εργατικές γειτονιές τις υπενοικίαζαν σε πολλούς μετανάστες. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μη ανέγερση νέων δημοτικών κατοικιών, διαμόρφωνε ένα κλίμα δυσαρέσκειας στους παλιούς κατοίκους. Εν συνέχεια, αποδίδει στο πολυπολιτισμικό μοντέλο της μπλερικής περιόδου την εμμένεια σε μία λογική πολιτισμικού φιλελευθερισμού εις βάρος της ανάδειξης του ταξικού στοιχείου όσον αφορά τον κυρίαρχο λόγο και τις κρατικές πολιτικές. Υπ’ αυτήν την έννοια, η «λευκή εργατική τάξη» γίνεται αντιληπτή ως μία πολιτισμική μειονότητα, η οποία διαφοροποιείται κατ’ αυτόν τον τρόπο από τις λοιπές εθνικό-πολιτισμικές μειονότητες. Δεδομένης της εξαφάνισης της παλαιάς συνεκτικής ταυτότητας του μέλους της εργατικής τάξης, η νέα εργατική ταυτότητα χρησιμοποιεί αντισταθμιστικά την εθνική υπερηφάνεια προς την παλαιά εργατική αυτοπεποίθηση – αντίστοιχα δε παραδείγματα ενός πιο συμπεριληπτικού εθνικισμού είναι το Scottish National Party στη Σκωτία και το Plaid Cymru στην Ουαλία. Τα στελέχη του BNP παρεμβαίνουν σε γειτονιές του Λονδίνου όπως το Hackney και το Dagenham με μια αντιμεταναστευτική ατζέντα, «αστυνομεύοντας» τους δρόμους και ενισχύοντας την αίσθηση κοινότητας ανάμεσα στους Άγγλους κατοίκους με διάφορες εκδηλώσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο συγγραφέας εξηγεί την αύξηση της επιρροής του BNP σε πολλά συμβούλια του Δήμου του Λονδίνου στις τοπικές εκλογές του 2006 και σε εργατικές εκλογικές περιφέρειες στις ευρωεκλογές του 2009 και τις γενικές του 2010. Τούτων δοθέντων, η διαδικασία της «δαιμονοποίησης» προσθέτει στο στερεότυπο του «chav» και το χαρακτηριστικό του ρατσισμού. Ο Τζόουνς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για ακόμα μία φορά το ζήτημα της μετανάστευσης αξιοποιείται από την πολιτική ελίτ ως «αποδιοπομπαίος τράγος» για τα αποτελέσματα των πολιτικών της. Κατά την προεκλογική περίοδο του 2010 ο Κάμερον και οι συντηρητικές εφημερίδες ανέδειξαν ως κεντρικό θέμα την αύξηση της μετανάστευσης, ενώ ο Γκόρντον Μπράουν στην κεντρική ομιλία του στο συνέδριο των Νέων Εργατικών του 2007 μίλησε για «βρετανικές δουλειές σε Βρετανούς εργαζομένους», ένα σύνθημα που χρησιμοποιεί κατά κόρον το BNP. Ωστόσο, υπάρχει δρόμος να αντιμετωπισθεί το εν λόγω φαινόμενο. Η επιτυχής κινητοποίηση αριστερών αντιρατσιστικών οργανώσεων, στελεχών του Εργατικού Κόμματος και ντόπιων ακτιβιστών στις εκλογές του 2010 στη εργατική περιφέρεια του Barking & Dagenham – στην οποία βρισκόταν το εργοστάσιο της Ford -, αλλά και σε άλλες περιφέρειες, δείχνει για τον Jones ότι υπάρχουν αποτελεσματικοί πολιτικοί τρόποι αντίδρασης στο αντιμεταναστευτικό ρεύμα.
Ο Andrew Gamble, στην κριτική του για το βιβλίο στους Times, επισημαίνει πολύ εύστοχα ότι «…ο Jones γίνεται κάποιες φορές πολύ νοσταλγικός για τις παραδοσιακές κοινότητες της εργατικής τάξης και αρκούντως ωμός σε πολιτικές τους κρίσεις…». Επιπλέον παρά τη σθεναρή αντι-Third Way οπτική του, εξακολουθεί να υποτιμά ελαφρά τις ευθύνες και των παλαιότερων Εργατικών στην κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η βρετανική εργατική τάξη. Ως μέλος της εναπομείνασας αριστερής πτέρυγας των Νέων Εργατικών (βλ. LabourList) θεωρεί ότι μόνο μέσα από την αλλαγή της πολιτικής κατεύθυνσης του κόμματος μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ το βιβλίο του προσφέρει μια σειρά από στοιχεία για να εξηγηθούν τα επεισόδια των αρχών του Αυγούστου, ο ίδιος τα αξιολογεί με πολύ αρνητικό τρόπο στο προσωπικό του ιστολόγιο.
Από την άλλη πλευρά, το βιβλίο του είναι μια εξαιρετικά τεκμηριωμένη προσπάθεια πολεμικής που, σε ελληνικές αντιστοιχίες, ομοιάζει με το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά για τον Καρατζαφέρη ή με την τελευταία δουλειά του Νίκου Μπογιόπουλου. Σε κάθε κεφάλαιο παρουσιάζεται με σαφήνεια η κάθε εκδοχή της σοβούσας δαιμονοποίησης και την ίδια στιγμή αποδομούνται από πολλαπλές πηγές τα βασικά της στοιχεία. Ο Jones σκιαγραφεί ένα πορτραίτο της σύγχρονης Βρετανίας το οποίο δεν την κολακεύει και, κυρίως, προβληματίζει όλους όσους αντιμετωπίζουν νέες βίαιες νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις. Η βρετανική κοινωνία είναι βαθύτατα διχασμένη ανάμεσα σε μια ανώτερη ελίτ που απολαμβάνει ενός πολύ υψηλό επίπεδο ζωής και έχει πλήρη άγνοια για τη ζωή των κατωτέρων τάξεων, μια μεσαία τάξη που διεκδικεί ένα διαφορετικό στάτους και δαιμονοποιεί τους «underclass» και μια εργατική τάξη η οποία ζει στα όρια της φτώχειας και αυτοαναπαράγεται ως «περιττή» τάξη χωρίς φιλοδοξίες. Σταδιακά αρχίζουν να επανεμφανίζονται φαινόμενα κοινωνικού δαρβινισμού, μεγαλοαστικού σνομπισμού, ρατσισμού και ταξικού μίσους τα οποία, σε διαφορετικές μορφές ίσως, υπήρχαν και στην περίοδο του πρώιμου καπιταλισμού με τη μορφή της λεγόμενης «πληβειακής κουλτούρας». Το έλλειμμα εκπροσώπησης της εργατικής τάξης είναι το βασικό πολιτικό αποτέλεσμα της περιθωριοποίησής της μετά τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις των δεκαετιών του ‘80. Η διαρκώς διευρυνόμενη κοινωνική ανισότητα παράγει εντάσεις, ξεσπάσματα, ανορθολογικές πολιτικές συμπεριφορές και, κυρίως, υπονομεύει σε μεγάλο βαθμό τη νομιμοποίηση ενός πολιτικού συστήματος που δεν «απαντά» στα αιτήματα μέρους του εκλογικού σώματος. Από την άλλη πλευρά, η ήττα της αριστεράς – είτε ως ήττα των συνδικάτων, είτε ως δεξιά στροφή του Εργατικού Κόμματος - επιτρέπει σε έναν δεξιό λαϊκισμό που εκπορεύεται από τους Συντηρητικούς και την άκρα δεξιά (BNP, UK Independence Party) να εκμεταλλεύεται τη δυσπραγία των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων σε μια ξενοφοβική, αντιμεταναστευτικη κατεύθυνση. Για τον Jones «…η δαιμονοποίηση της εργατικής τάξης είναι η απαίσια θριαμβολογία των πλουσίων οι οποίοι, χωρίς την αντίδραση όσων βρίσκονται κάτω από αυτούς, τους δείχνουν και σπάνε πλάκα». Το ζήτημα είναι η νέα εργατική τάξη να συνειδητοποιήσει αυτήν την κατάσταση και να αντιδράσει.
[1] Με τον Housing Act του 1980 δόθηκε η δυνατότητα σε ενοικιαστές δημοσίων κατοικιών να αγοράσουν από το κράτος την κατοικία στην οποία διέμεναν. Αυτή ήταν η κατάρρευση του συστήματος του ‘council housing’ της μεταπολεμικής περιόδου, στο βαθμό που δε χτίστηκαν νέες κατοικίες για να αντικαταστήσουν αυτές που πωλήθηκαν.
[2] Το εν λόγω κεφάλαιο ο Jones το τιτλοφορεί πολύ παραστατικά ως ‘A Class in the Stocks’. ‘Stocks’ [http://en.wikipedia.org/wiki/Stocks] ήταν τα μεσαιωνικά βασανιστήρια των ‘κορμών’ στα οποία οι καταδικασμένοι καθηλώνονταν σε δημόσια θέα με σκοπό τον προπηλακισμό τους.
Κώστας Ελευθερίου
http://rnbnet.gr/details.php?id=3085
Καλή Ανάγνωση
Θανάσης Τσακίρης
No comments:
Post a Comment