Το κείμενο του Αμερικανού κοινωνιολόγου και εκδότη του περιοδικού Labor Notes που ακολουθεί, αν και παλιότερο (Kim Moody, “Towards an International Social-Movement Unionism”, New Left Review, No.225, Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 1997, σ.σ. 52-72), παραμένει επίκαιρο γιατί εντοπίζει τα προβλήματα των προτεινόμενων ως εναλλακτικών λύσεων που κινούνται στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού και προτείνει μια αριστερή στρατηγική για τα εργατικά συνδικάτα.
Θ.Τ.
ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟ: Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ
«Τα συνδικάτα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αντιπολιτεύσεις που δεν γίνονται ποτέ κυβερνήσεις», γράφει ο Ολλανδός κοινωνιολόγος Jelle Visser . Σήμερα, τα εργατικά κινήματα σε μια σειρά από χώρες έχουν αποδεχτεί αυτό το ρόλο με εκπληκτικό ενθουσιασμό. Έχουν αναλάβει αυτό το καθήκον συνειδητοποιώντας ότι η δύναμή τους εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό, όχι μόνο από τη θέση τους στην παραγωγή αλλά, και από το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας που έχουν κερδίσει στα χρόνια που πέρασαν. Το κεφάλαιο και οι νεοφιλελεύθεροι σύμμαχοί του επιδιώκουν τη απογύμνωση αυτού του κρατικά χορηγούμενου δικτύου ασφαλείας από την ίδια την έννοιά του – ότι, δηλαδή, το κράτος πρόνοιας ενισχύει τη δυνατότητα των εργατών και των συνδικάτων τους να αντέξουν στους δύσκολους καιρούς.
Ως «αντιπολιτεύσεις που δεν γίνονται ποτέ κυβερνήσεις», τα συνδικάτα πρέπει να παλέψουν από τα έξω. Πράγματι, στο σημερινό κόσμο, οι εργάτες και τα συνδικάτα τους χαρακτηρίζονται όλο και περισσότερο ως ξένοι ή τρίτοι όταν αρνούνται ή αντιστέκονται στην ατζέντα της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας και την κούρσα προς τον πάτο που συνεπάγεται. Πολλοί συνδικαλιστές ηγέτες ελπίζουν ότι θα παίζουν και τους δύο ρόλους, όμως η σύγχρονη ατζέντα του κεφαλαίου και οι πραγματικοί στόχοι πάλης των συνδικάτων, όταν παλεύουν, είναι πράγματα αταίριαστα. Παίρνοντας τους δρόμους αντιπαλεύοντας τα κυβερνητικά σχέδια λιτότητας και τις περικοπές, τα συνδικάτα ανακάλυψαν διαφορετικούς συμμάχους στην εργατική τάξη. Οι κορυφαίοι ηγέτες θα συνεχίζουν να ταλαντεύονται μεταξύ αυτών των εναλλακτικών, υπονομεύοντας κατά καιρούς τον αγώνα, όμως η κατεύθυνση του αγώνα αυτού φαίνεται ξεκάθαρη.
Στο πεδίο της πολιτικής, προς το παρόν η κατεύθυνση είναι κυρίως αμυντική. Η υπεράσπιση των μέτρων πρόνοιας, των συντάξεων, της παροχής φροντίδας υγείας, των επιδομάτων ανεργίας και των υπαρχουσών δημοσίων υπηρεσιών υπήρξαν τα κίνητρα για τις περισσότερες από τις μαζικές και γενικές απεργίες των πιο πρόσφατων ετών. Υπήρξε επίσης ανάγκη υπεράσπισης των κοινωνικών κερδών ειδικών ομάδων, όπως η θετική δράση ή τα δικαιώματα των μεταναστών, όπου αυτές υφίστανται. Περιστασιακώς, στον τομέα της συλλογικής διαπραγμάτευσης, τα συνδικάτα είχαν κάποια κέρδη, όπως στην περίπτωση των Γάλλων φορτηγατζήδων ή στον αγώνα για τη σμίκρυνση της εργάσιμης εβδομάδας στη Γερμανία, όμως συστατικό στοιχείο της περιόδου θα είναι ο αμυντικός χαρακτήρας των αγώνων μέχρις ότου ο κόσμος της εργασίας οικοδομήσει και επεκτείνει τη δύναμή του τόσο στο εγχώριο όσο και στο διεθνές επίπεδο. Υπάρχει μια τάση μέσα στην πολιτική Αριστερά και στους υποστηρικτές της οργανωμένης εργασίας να θεωρούν τους αμυντικούς αγώνες κακούς ή ανεπαρκείς τρόπον τινά. Εν τούτοις, σχεδόν όλα τα ξεσπάσματα της εργατικής τάξης και οι νίκες στη διάρκεια της ιστορίας έχουν τις ρίζες τους σε αμυντικούς αγώνες – όταν οι εργοδότες και / ή οι κυβερνήσεις αποπειρώνται να πάρουν πίσω κάτι που έχει πρόσφατα κερδηθεί ή απλώς κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Σ’ αυτή την πορεία, οι αμυντικοί αγώνες παρέχουν το χρόνο και το πλαίσιο ώστε ο χώρος της εργασίας να στρατεύσει κόσμο και να χτίσει ή να ξαναχτίσει της οργανώσεις της. Οι σειρήνες της «συνεργασίας», όμως, μας πληροφορούν ότι οι αμυντικοί αγώνες: α) δεν έχουν καμία τύχη στην παγκόσμια οικονομία, ή β) είναι συντηρητικοί και οπισθοδρομικοί. Προτείνουν, αντιθέτως, διάφορες μορφές ευρύτερης κοινωνικής συνεργασίας που υποτίθεται ότι θα βελτιώσουν την οικονομία, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι τα συνδικάτα θα εγκαταλείψουν την απέλπιδα πάλη για σημαντικές βελτιώσεις της εργασίας, των εισοδημάτων, ή των ευρύτερων κοινωνικών παροχών. Αυτές οι διάφορες μορφές κοινωνικής συνεργασίας ή κοινωνικού συμβολαίου γίνονται αντιληπτές ως εναλλακτικές προτάσεις σε σχέση με τον αγώνα – ένας εύκολος δρόμος για την ανανέωση της κατάστασης ευημερίας.
Μια εκδοχή της είναι η φιλελεύθερη-λαϊκίστικη άποψη που εκφράζεται από συγγραφείς όπως ο Jeremy Rifkin στις Η.Π.Α. και ο Will Hutton στο Η.Β. και υποστηρίζει ένα είδος συνεργατικού καπιταλισμού, όπου οι διάφορες οργανώσεις της «κοινωνίας πολιτών» δρουν ως αντίβαρα στις διάφορες μεγάλες επιχειρήσεις, τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή προσπαθούν να αναλάβουν κάποιο θεσμικό ρόλο στο εσωτερικό τους ώστε να μπορέσουν να ασκήσουν επιρροή στις κύριες επιχειρηματικές αποφάσεις . Δίνουν έμφαση στην ιδέα ενός «κοινωνικού συμβολαίου» μεταξύ του κεφαλαίου και της «κοινωνίας πολιτών» ή του «Τρίτου Τομέα» των μη κυβερνητικών οργανώσεων και εθελοντών που θα δημιουργήσουν έναν πιο ευγενή και απαλό καπιταλισμό. Άλλοι απευθύνουν έκκληση για τη χρήση των ταμείων συντάξεων ως μέσων άσκησης επιρροής στην κατεύθυνση των επενδύσεων .
Όλα αυτά τα σχέδια έχουν ως κοινή την ανείπωτη άποψη ότι οι σημερινές πολυεθνικές επιχειρήσεις αποτελούν παθητικά ιδρύματα που παίρνουν κακές αποφάσεις στηριγμένα σε κοντόφθαλμες αντιλήψεις περί κερδοφορίας. Γίνεται επίσης μια υπόθεση στις περισσότερες περιπτώσεις ότι είναι δυνατός ο έλεγχος αυτών των παγκοσμίως δραστηριοποιημένων επιχειρήσεων στο εθνικό επίπεδο μέσω αύξησης της αντιπροσώπευσης των «συνεταίρων» - όπως τα συνδικάτα ή διάφορες κοινοτικές οργανώσεις – ή των πραγματικών μετόχων που δρουν μέσω των ταμείων συντάξεων. Στην εκδοχή αυτή, επιδεικνύονται μεγάλα νούμερα για να δείξουν τη δυνητική ισχύ των ταμείων συντάξεων σε περίπτωση που περάσουν υπό δημοκρατικό έλεγχο. Παραδείγματος χάριν, στις Η.Π.Α. τα ταμεία συντάξεων ελέγχουν το 25% του συνόλου των μετοχών. Αυτό που δεν αναφέρεται είναι ότι το υπόλοιπο 75% των μετοχών είναι σιγουρευμένο στα χέρια των οικογενειών του πλουσιότερου 10% του έθνους (25% του συνόλου των μετοχών) και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (50%) που αυτές οι ίδιες οικογένειες δυσανάλογα επηρεάζουν ή κατέχουν .
Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΜΕΡΙΔΙΩΝ
Το πιο συνηθισμένο επιχείρημα για τον καπιταλισμό των ταμείων συντάξεων είναι ότι πρόκειται για έναν τρόπο δημοκρατικού επηρεασμού των επενδυτικών προτεραιοτήτων της κοινωνίας. Στην πράξη, στις Η.Π.Α., μια από τις πολύ λίγες χώρες, μαζί με το Η.Β., όπου τα ταμεία συντάξεων έχουν κάποια σημασία, οι μετοχές, εδώ και δεκαετίες, δεν αποτελούν πηγή επενδυτικών κεφαλαίων. Οι κεφαλαιακές δαπάνες προκύπτουν αποκλειστικά από εσωτερικώς παραχθέντα κέρδη. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, τα εσωτερικά κεφάλαια κάλυπταν το 95% των κεφαλαιακών δαπανών, και από το 1990 το 100%. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, περισσότερες μετοχές έχουν «εξαφανισθεί» από όσες έχουν εκδοθεί. Ο λόγος είναι ότι οι μετοχές έχουν γίνει ένα από τα πλέον πρόσφατα ανταγωνιστικά όπλα στον πόλεμο για μερίδια αγοράς, στην έκρηξη των συγχωνεύσεων και εξαγορών κατά τις δεκαετίες ’80 και ’90 - $ 1,5 τρισεκατομμύρια σε συγχωνεύσεις και εξαγορές και $ 500 δισεκατομμύρια σε προσφορές εταιριών για εξαγορά μετοχών από τους μετόχους τους . Πρόκειται για ένα παιχνίδι στο οποίο τα ταμεία συντάξεων δεν μπορούν να παίξουν.
Οι διάφορες αυτές προτάσεις περί συνεταίρων και μετόχων στηρίζονται πάντα σε μια ανάλυση που εξαφανίζει τις πραγματικές σχέσεις εξουσίας. Η καπιταλιστική επιχείρηση γίνεται απλώς ένας πιο πορώδης θεσμός με ουδέτερους στόχους και διάφορους «συνεργάτες» των οποίων τα συμφέροντα μπορούν να εναρμονίζονται μεταξύ τους και με την κοινωνία ως σύνολο. Όπως τόνισε μια ομάδα Βρετανών ερευνητών σχετικά με την ερμηνεία του Will Hutton, «το όραμα στηρίζεται σε μια πολιτική φαντασίωση περί γενικών ωφελημάτων για όλους τους συνεργάτες και η οικονομική τους ανάλυση δεν αντιμετωπίζει τη δομική πραγματικότητα της αναδιανεμητικής σύγκρουσης μεταξύ των συνεργατών ». Η πιο φανερή σύγκρουση είναι αυτή μεταξύ των εργαζομένων και των πραγματικών ιδιοκτητών, υπάρχουν όμως και άλλες, όπως αυτή μεταξύ των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών για τον καθορισμό τιμών ή επιβαρύνσεων.
Σε άλλες εκδοχές, η ιδιοκτησία γίνεται «κοινωνική» απλώς επειδή η τάξη των καπιταλιστών μοιράζεται την ιδιοκτησία μέσω μετοχών, ομολόγων, αμοιβαίων κεφαλαίων και άλλων αξιώσεων επί του πλούτου. Όμως, όπως τόνισε το 1910 ο Αυστριακός Μαρξιστής Rudolph Hilferding, η κατοχή μετοχών ήταν ουσιαστικά ένας τρόπος συγκέντρωσης κεφαλαίου. Επέτρεψε στους μεγάλους καπιταλιστές να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους χρησιμοποιώντας τα κεφάλαια πολλών μικρών μετόχων ˙ δεν μείωσε ούτε τον έλεγχο ούτε την εξουσία τους, αλλά την ενίσχυσε . Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές αποτελούν απλώς τη σύγχρονη μορφή αυτής της πραγματικότητας. Πράγματι, οι μεγαλύτεροι αγοραστές μετοχών τα τελευταία χρόνια υπήρξαν οι εταιρείες που ενεπλάκησαν σε τέτοιες δραστηριότητες. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, $ 1,4 τρισεκατομμύρια σε μετοχές καταβροχθίστηκαν για συγχωνεύσεις και εξαγορές, ενώ άλλα 500 δισεκατομμύρια πήγαν σε επαναγορές μετοχών από τις εταιρείες – για την πλήρη ενδυνάμωση της ισχύος αυτών που βρίσκονται στο κέντρο του ελέγχου .
Ακόμη πιο αξιοσημείωτη από την απόπειρα μετατροπής της ιδιοκτησίας μετοχών σε κάποιας μορφής κοινωνικής δημοκρατίας είναι η εκτίμηση για το καπιταλιστικό κράτος πάνω στην οποία στηρίζεται το όραμα του Rifkin περί ενός «Τρίτου Τομέα». Γνωρίζοντας ότι οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και οι εθελοντικές ενώσεις που συνθέτουν αυτόν τον «Τρίτο Τομέα» είναι σφιγμένες οικονομικά, πρότεινε μια σειρά κρατικών χρηματοδοτικών προγραμμάτων. Για να ηχεί ρεαλιστική αυτή η πρόταση, ισχυρίζεται ότι το κράτος όλο και πιο πολύ «αποδεσμεύεται από τα συμφέροντα της εμπορικής οικονομίας και ευθυγραμμίζεται με τα συμφέροντα της κοινωνικής οικονομίας ». Είναι δύσκολο να φανταστούμε ακριβώς για ποιο σύγχρονο κράτος θα μπορούσε να ομιλεί.
Τα προβλήματα με όλες αυτές τις εναλλακτικές, σε σχέση με τον αγώνα, λύσεις είναι ότι οι σημερινές μεγάλες επιχειρήσεις, με πρωτοπόρες τις πολυεθνικές, είναι εντελώς ληστρικές κι εξαπολύουν ταξικό πόλεμο για να επεκτείνουν τις παγκόσμιες αυτοκρατορίες και να αποκαταστήσουν τα μυθώδη ποσοστά κέρδους παλαιότερων δεκαετιών. Τα κράτη ακολουθούν την πρωτοπορία των πολυεθνικών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες χρειάζεται κάτι περισσότερο από μια άμορφη «κοινωνία πολιτών» ως αντίβαρο και αυτή είναι η οργανωμένη εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της. Σε τελευταία ανάλυση, φυσικά, κανένα στοιχείο από τις προτάσεις αυτές δεν εγγυάται τη δημιουργία πραγματικών θέσεων εργασίας, αφού οι βασικοί μηχανισμοί επενδύσεων και εσωτερικής κερδοφορίας μένουν ανέπαφες.
Όλα αυτά τα σχέδια αντιπροσώπευσης στους θεσμούς του κεφαλαίου καταλήγουν σε εκδοχές συνεργασίας όπου τα συνδικάτα ή άλλα μέλη της κοινωνίας πολιτών σύρονται στον πόλεμο, δηλαδή στον πραγματικό καπιταλιστικό ανταγωνισμό, που είναι πιο πιθανό να καταστρέψει θέσεις εργασίας παρά να δημιουργήσει. Η εργατική τάξη δεν μπορεί να προχωρήσει μέσω τέτοιου ανταγωνισμού. Ο ιστορικός της ρόλος είναι να περιορίσει και τελικά να εξαφανίσει αυτή την καταστρεπτική δύναμη.
Η πάλη για τη μείωση του χρόνου εργασίας, το κύριο επιθετικό αίτημα της εργατικής τάξης, μπορεί και πρέπει να μετατραπεί σε πολιτική πάλη όπως κατά το 19ο αιώνα και τη δεκαετία του ’30. Η πάλη για τη διατήρηση των δημόσιας χρηματοδότησης συντάξεων, της δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης στις Η.Π.Α., αποτελεί μέρος αυτού του αγώνα για τη μείωση του χρόνου εργασίας. Όμως ένας εθνικός νόμος 35 ή λιγότερων ωρών εργασίας – χωρίς μείωση μισθού και άνευ όρων – που θα ψηφιστεί από τα νομοθετικά σώματα θα συμβάλλει άμεσα στην αύξηση της απασχόλησης, στην ενίσχυση της θέσης της εργατικής τάξης. Είναι σαφές ότι στις περισσότερες χώρες τα παλιά πολιτικά κόμματα της Αριστεράς και της εργατικής τάξης είναι απρόθυμα, ίσως και ανίκανα, να εξαπολύσουν έναν τέτοιο αγώνα. Για άλλη μια φορά το βάρος πέφτει στους ώμους των «αντιπολιτεύσεων που δεν γίνονται ποτέ κυβερνήσεις».
Στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής, η αναδιαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών θα μπορεί να αποτελέσει μέρος ενός μακρόπνοου προγράμματος. Με όρους πολιτικής για τη συγκυρία, υπάρχει ένας στόχος που θα επιφέρει πιο αποτελεσματικά από κάθε άλλο την «εξίσωση προς τα πάνω» σε όλο τον κόσμο – η διαγραφή του χρέους του Τρίτου Κόσμου. Για τον Τρίτο Κόσμο, το χρέος στις τράπεζες του Βορρά είναι σαν μια υποθήκη χωρίς ημερομηνία λήξης. Το 1994, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το χρέος αυτό ανερχόταν σε 2,5 τρισεκατομμύρια σε σχέση με $ 906 δισεκατομμύρια το 1980, την εποχή περίπου που η κρίση του χρέους του Τρίτου Κόσμου ήρθε για πρώτη φορά στην επιφάνεια . Πρόκειται για αύξηση μεγαλύτερη από 250% παρά το γεγονός ότι το σύνολο του νέου δανεισμού του Τρίτου Κόσμου χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή του αρχικού χρέους, που στην ουσία αποπληρώθηκε πάρα πολλές φορές. Η διαγραφή του χρέους αυτού ή ακόμη και η προοδευτική του μείωση θα απελευθερώσει δισεκατομμύρια δολάρια σε τόκους που καταβάλλονται ετησίως στις τράπεζες ή στους κατόχους ομολόγων του Βορρά από τις κυβερνήσεις του Νότου. Εκεί όπου τα συνδικάτα και άλλες οργανώσεις είναι σε θέση να αγωνιστούν για την κατάλληλη κατανομή των νέων πόρων που θα απελευθέρωνε αυτή η διαγραφή, θα μπορέσουν να αποκατασταθούν ή ακόμη και να επεκταθούν κοινωνικά προγράμματα που θα παρείχαν το αναγκαίο δίχτυ ασφάλειας για πάρα πολλούς ανθρώπους στον Τρίτο Κόσμο. Είναι αυτονόητο ότι μια δημιουργική ανακατανομή αυτού του δυνητικού πλούτου προϋποθέτει την ύπαρξη ισχυρών εργατικών κινημάτων τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο. Όμως είναι ένας κοινός στόχος που θα βοηθήσει πολύ την ενίσχυση των δεσμών των κινημάτων στα δύο αυτά μέρη του κόσμου που το κεφάλαιο πάντοτε επιδίωκε να στρέφει το ένα εναντίον του άλλου.
Μετάφραση: ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ) του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...
-
Η ΜακΝτοναλντοποίηση της Κοινωνίας του Θανάση Τσακίρη Μακντοναλντοποίηση είναι η διαδικασία με βάση την οποία οι αρχές των εστιατορίων...
-
Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Άλφρεντ Σουτς ξεκινά με βάση το έργο του Βέμπερ για τους «ιδεότυπους» και το επεκτείνει αναθεωρώντας ορ...
No comments:
Post a Comment