Ρόμπερτ Μίκελς.
Ο σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας
Ο Ρόμπερτ Μίκελς (3/1/1876, Κολωνία - 3/5/1936, Ρώμη) ήταν ένας σημαντικός
στοχαστής της πολιτικής κοινωνιολογίας που μελέτησε την πολιτική συμπεριφορά
των ελίτ και συνέβαλε στην θεωρία των ελίτ. Γεννήθηκε σε μια πλούσια γερμανική οικογένεια,
σπούδασε στην Αγγλία, το Παρίσι (στη Σορβόννη), και στα πανεπιστήμια του
Μονάχου, της Λειψίας (1897), του Halle (1898) και του Τορίνο. Ήταν φίλος και
φοιτητής των Max Weber,
Werner
Sombart και Achille Loria.Έγινε
σοσιαλιστής καθώς δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Marburg. Λόγω της εμπλοκής του στο ΣΚΓ ο
Michels συναντούσε δυσκολία στην εξεύρεση δουλειάς σε γερμανικά πανεπιστήμια. Ο
Max Weber τον πήρε υπό την προστασία του και του βρήκε δουλειά στο Τορίνο της
Ιταλίας όπου γνώρισε τον Gaetano Mosca που είχε παραπλήσιες απόψεις με τον Μίκελς, όπως και με τον Vilfredo Paretto – και οι τρεις θεωρούνται ως οι
επιφανέστεροι θεωρητικοί της «θεωρίας των ελίτ». Επηρεασμένος από αυτό το ιστορικό και πνευματικό πλαίσιο, διέγραψε μια πολυκύμαντη πολιτική πορεία στο χώρο
ξεκινώντας από τις παρυφές του ριζοσπαστικού ρεύματος της σοσιαλδημοκρατίας της
Γερμανίας και την επαναστατική συνδικαλιστική τάση του Ιταλικού Σοσιαλιστικό Κόμματος
για να φτάσει στις παρυφές του φασισμού
με πανεπιστημιακή καριέρα στην Ιταλία του δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι, του
οποίου το καθεστώς θεωρούσε σχετικά δημοκρατικότερη μορφής σοσιαλισμού.
Αρχικά ο Μίκελς άσκησε κριτική στη γραφειοκρατικοποίηση του
Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και των γερμανικών εργατικών συνδικάτων
θεωρώντας, όμως, πως αυτό αποτελεί φαινόμενο της συγκεκριμένης χώρας. Σε μια
χώρα όπου η πρωτοβουλία δεν μετράει και οι άνθρωποι έχουν ένα αξιοσημείωτο
ταλέντο να πειθαρχούνται, όπου μεγάλοι αριθμοί ανθρώπων εντάσσονται σε
τεράστιες οργανώσεις που χαρακτηρίζονται από μηχανική ακαμψία, και όπου τα
πάντα είναι στρατιωτικοποιημένα και γραφειοκρατικά, οι εργάτες ακολούθησαν την
ίδια πορεία με τις άλλες τάξεις και χρησιμοποίησαν την ίδια μορφή οργάνωσης με
αυτές. Μόνο η ίδια η κρατική γραφειοκρατία μπορεί να συγκριθεί από πλευράς
τελειότητας της σύνθετης λειτουργίας της με τις σοσιαλιστικές και τις
συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες. Μπορεί κανείς να καταλάβει πώς η οργάνωση των
εργατών έγινε η ίδια αυτοσκοπός, μια μηχανή που τελειοποιείται για λογαριασμό
δικό της και όχι για τα καθήκοντα που είχε να επιτελέσει. Αφότου έφυγε από τη
γερμανική σοσιαλδημοκρατία άρχισε να γενικεύει την εμπειρία αυτή και να θεωρεί
ότι ισχύει γενικά όλες τις οργανώσεις, ανεξάρτητα από σκοπούς και εθνικότητα.
Κατ’ αυτόν, υπάρχει σαφής τάση ανάπτυξης «θεσμικών» συμφερόντων τόσο στα
εργατικά συνδικάτα όσο και στα εργατικά κόμματα. Τα «θεσμικά» συμφέροντα
έρχονται συχνά σε αντίθεση με τα συμφέροντα των μελών των εργατικών συνδικάτων.
Μέσα στα εργατικά συνδικάτα και στα εργατικά κόμματα Διαμορφώνεται μια
εκπαιδευμένη ελίτ εργατών ,οι οποίοι με βάση την ηγετική θέση τους στα
συνδικάτα δημιουργούν για τους εαυτούς τους υλικές και κοινωνικές συνθήκες
διαφορετικές από αυτές των εργατών –μελών των μόνιμων και θεσμοποιημένων πλέον
εργατικών οργανώσεων. Επακόλουθο της κοινωνικής διαφοροποίησης της ηγεσίας από
τη βάση θεωρείται η συνεχής πολιτική συντηρητικοποίηση της ηγεσίας και η
αποστασιοποίηση των μελών των ηγετικών ομάδων από τους αρχικούς ριζοσπαστικούς
στόχους και την αριστερή πολιτική των οργανώσεών τους. Η συνδικαλιστική
γραφειοκρατία επικαλείται την έννοια της «αποτελεσματικότητας» (οι ηγέτες
ειδικεύονται σε ορισμένα καθήκοντα και η ειδική γνώση τους καθιστά
«αναντικατάστατους»). Η βάση του συνδικάτου τα αναθέτει όλα στους
«αξιωματούχους», δεν πηγαίνει συχνά στις συνελεύσεις (ενίοτε δεν κάνει τον κόπο
να εγγραφεί στο συνδικάτο ένας εργαζόμενος), αναπτύσσει στάσεις ευγνωμοσύνης
και πίστης στους ηγέτες που συχνά μεγαλοπιάνονται και ενισχύουν την εξουσία
τους με τη σύναψη πελατειακών σχέσεων. Από τη στιγμή που αρχίζουν οι οργανώσεις
να μεγαλώνουν πέρα από κάποιο όριο, συσσωρεύοντας ταυτόχρονα έσοδα και
κεφάλαια, διορίζονται αξιωματούχοι πλήρους απασχόλησης, ιδρύονται
συνδικαλιστικές σχολές, εκδίδονται εφημερίδες και περιοδικά κ.ο.κ. Αυτό
σημαίνει ότι οι ηγέτες των συνδικάτων αποκτούν διευθυντική εξουσία πρόσληψης
και απόλυσης μισθωτών που νοιώθουν ότι οφείλουν την εργασία τους στους ηγέτες
και την οργάνωση και από αυτή την άποψη αποτελούν στοιχείο συντηρητικοποίησης.
Παρά τη γενίκευση της γερμανικής εμπειρίας του και την
αναγωγή των συμπερασμάτων του σε θεωρία που την ονόμασε «ο σιδηρούς νόμος της
ολιγαρχίας», πάντοτε διατηρούσε την ελπίδα ότι το δημοκρατικό σύνταγμα (το
καταστατικό του κόμματος ή του συνδικάτου), αν και δεν εμποδίζει τη δημιουργία
της ολιγαρχίας και της ελίτ γενικά, παρέχει τη δυνατότητα «κυκλοφορίας και
ανανέωσης των ελίτ».
-
Ρόμπερτ Μίκελς (2009)«Ο σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας»
στον συλλογικό τόμο Οι κλασικοί της κοινωνιολογίας.
Αθήνα: Εκδ. Οδυσσέας.
-
Michels, R. (1910/1999) Political Parties: A
Sociological Study of the Oligarchical Tendencies of Modern Democracy. Edison,
NJ: Transaction Publishers.
-
Grusky O. and Miller Α. G. (1970) “Robert Michels,” στο, The Sociology of Organizations, Basic
Studies. New York: Free Press, σελ. 25-43
No comments:
Post a Comment