Η Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης παρουσιάζει την ταινία
Ο ΕΙΡΗΝΟΠΟΙΟΣ
(LOVE AND DEATH)
του Γούντι Άλλεν (ΗΠΑ, 1975, έγχρωμη, 85΄)
Τρίτη, 15 Ιουλίου 2008 στις 9.00 και 11.00 μμ
Δημοτικός Κινηματογράφος Ηλιούπολης Μελίνα Μερκούρη
Λ. Ειρήνης 50 Ηλιούπολη (λεωφ. 237 για Άνω Ηλιούπολη από Ακαδημίας)
Η ταινία που θα δούμε σήμερα ανήκει στο κινηματογραφικό είδος της παρωδίας που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές κατά τη δεκαετία του ’70 και αποτελούσε δείγμα μεταμοντερνιστικού τρόπου αντίληψης των πραγμάτων. Παρωδώντας τον παλιό χολιγουντιανό (και όχι μόνο) κινηματογράφο, ο Γούντυ Άλλεν έδειξε ότι αυτός εξεμέτρησε το ζην και έπρεπε πλέον να αφουγκραστεί τις νέες τάσεις της τέχνης αλλά και τις διαθέσεις του κοινού. [Wes D. Gehring (1999) Parody as Film Genre: Never Give a Saga an Even Break. Westport, CT: Greenwood Press].
Εδώ σατιρίζει και διακωμωδεί τα επικά ρωσικά μυθιστορήματα. Η ταινία βρίσκεται στο μεταίχμιο του περάσματος από την ακραία παρωδία στην περίοδο του πιο «ευρωπαϊκής κατεύθυνσης» γουντιαλλενικού κινηματογράφου. Γι’ αυτό, ίσως, τη θεωρεί την πιο «προσωπική» ταινία του. Το σενάριο και οι διάλογοι της ταινίας παρωδούν πρωτίστως τα μυθιστορήματα των Ντοστογιέφσκι και Τολστόι, όπως Οι Αδελφοί Καραμαζώφ, Έγκλημα και Τιμωρία, Ο Παίκτης, Ο Ηλίθιος και Πόλεμος και Ειρήνη. Παρακολουθείστε προσεχτικά την σκηνή όπου συνομιλούν ο Μπόρις και ο πατέρας του: όλοι οι υπότιτλοι είναι από τα έργα του Ντοστογιέφσκι. Ως μουσική χρησιμοποιεί έργα του Προκόφιεβ («Τρόικα» από την σουίτα για ορχήστρα του Ανθυπολοχαγού Κιγιέ) για να δώσει ακόμη μια πιο έντονη «ρωσική νότα» στην ταινία.
Αναφορά τέτοιου τύπου γίνεται και στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, όπως στην τελευταία σκηνή όπου η Νταϊάν Κήτον θυμίζει την Περσόνα του Ιγκμαρ Μπέργκμαν ή στη σεκάνς με τα πέτρινα λιοντάρια παρωδεί το Θωρηκτό Ποτέμκιν του Σεργκέι Αϊζενστάιν. Επίσης στον Μπέργκμαν και στα Χαμόγελα Θερινής Νυκτός παραπέμπει το κομμάτι με τη μονομαχία μεταξύ του εραστή της Κόμισσας και του χαρακτήρα του Άλλεν. Παντού εμφανίζονται αποσπάσματα από τους διαλόγους της Έβδομης Σφραγίδας του Μπέργκμαν απ’ όπου ξεσηκώνεται και η σκηνή του Χορού του Θανάτου.
Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο Γούντι Άλλεν σε ετούτη την ταινία είναι η ηθική, ο έρωτας, το καθήκον και η βία, με φόντο τους· Ναπολεόντειους Πολέμους. Σφόδρα ερωτευμένος με την μακρινή ξαδέλφη του Σόνια, ο Μπόρις γίνεται για χάρη της ήρωας, παίρνει μέρος σε μονομαχίες, βλέπει μυστικιστικά οράματα και τελικά εκτελείται γιατί συμμετείχε σε συνομωσία για τη δολοφονία του αυτοκράτορα.
Τα ερωτήματα που θέτει μας έχουν κατά καιρούς απασχολήσει όλους και όλες μας:
1. Είναι δυνατή η δημιουργία μιας άκρως ικανοποιητικής ρομαντικής σχέσης με ένα μόνο άτομο;
2. Υπάρχει ένα σύνολο απόλυτα αληθινών ηθικών αρχών ή, μήπως, η ηθική αποτελεί θέμα άποψης;
3. Τι θα μου συμβεί άμα πεθάνω;
4. Υπάρχει τελικά Θεός;
Ο Γούντυ Άλλεν μας θέτει σε εμάς τους θεατές αυτά τα βασικά ερωτήματα αλλά δεν παίρνει καμία θέση για να τα απαντήσει ο ίδιος. Ξεκινά από το γνώριμό μας πια μικρό «ανθρωπάκο» που αποφεύγει να εκτεθεί και να πάρει θέση ή να αναλάβει ρίσκο σε σχέση με κάποιο σκοπό, κάποια υπόθεση. [Sander H. Lee (1996)Woody Allen's Angst: Philosophical Commentaries on His Serious Films. Jefferson, NC: McFarland]
Κι όμως, κάποια στιγμή θα αφυπνισθεί και θα πάρει ρίσκα και θα αντιμετωπίσει τις πραγματικές συνέπειές της επιλογής του. Τελικά, αυτή η απόφασή του θα τον οδηγήσει να χορέψει το Χορό του Θανάτου. Είναι η πρώτη φορά που σε κάποιος χαρακτήρας στις Γουντιαλλενικές ταινίες παίρνει απόφαση και μάλιστα ριψοκίνδυνη. Θα τον οδηγήσει, όμως, και στην αλλαγή της κινηματογραφικής οπτικής του γωνίας που θα εκφραστεί σε επόμενες ταινίες του. Εξάλλου μας λέει χαρακτηριστικά στο τέλος της ταινίας: “Well, that’s about it for me folks. Goodbye”.
Θανάσης Τσακίρης
http://www.klh.gr/
http://tsakiris.snn.gr/
http://tsakthan.blogspot.com/
http://tsakthan.wordpress.com/
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΓΟΥΝΤΥ ΑΛΛΕΝ: ΔΙΑΜΑΧΕΣ ΚΑΙ ΑΨΙΜΑΧΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ
του Θανάση Τσακίρη
«Ο νέος είναι ωραίος, μα ο παλιός είναι αλλιώς». Ένα ρητό που παλιότερα το ερμηνεύαμε μόνο στα πλαίσια των συμφραζομένων του λόγου της καθημερινότητας των στρατιωτών. Σήμερα είμαστε υποχρεωμένοι να σκύψουμε πάνω σε μια "νέα εικόνα" και να προσπαθήσουμε να την ερμηνεύσουμε χρησιμοποιώντας πολλές φορές "νέα", και "άγνωστα" μέχρι τώρα, κριτήρια. Ένας από τους παράγοντες που αποτελούν κριτήριο ανάγνωσης αυτής της νέας "πραγματικότητας" την οποία όλοι και όλες αναγνωρίζουμε πως υφίσταται είναι ο παράγοντας χρόνος και η σημασία του για την κατανόησή της. Η Agnes Heller τονίζει ότι τόσο το μέλλον όσο και το παρελθόν, παρά την απέραντη διαφορετικότητά τους, συμπυκνώνουν σε μια στιγμή το χρόνο . Μια από τις ερμηνείες που μπορούν να δοθούν για την παρατήρηση αυτή είναι ότι η στιγμή, το παρόν που βιώνουμε, είναι τμήμα μιας διαδικασίας μετάβασης, προς κάποιες "νέες εποχές" που κουβαλάνε πάνω τους στίγματα ενός κοινωνικού, ιστορικού παρελθόντος από το οποίο η διαφυγή είναι, όχι βέβαια αδύνατη, αλλά βασανιστική. Όσο γρήγορες και επιταχυνόμενες και αν είναι οι ενδιάμεσες αλλαγές και ανατροπές, τόσο οι αντιστάσεις και οι ενστάσεις δυναμώνουν και φουντώνουν. Το παρελθόν αξιολογείται με μύριες όσες μορφές, που καταλαμβάνουν όλες τις θέσεις και τα άκρα ενός φάσματος θετικών και αρνητικών αξιολογήσεων. Ίσως αυτό υπονοείται στη θέση του Barry Smart ότι οι "νέες εποχές" στις οποίες τυχαίνει να ζούμε εμπεριέχουν παλιές σκοτούρες, οικείες κι αναγνωρίσιμες προοπτικές και δυνατότητες καθώς και τέρψεις πάσης φύσεως. Μια ιδέα που είναι αναγνωρίσιμη και αρκετά παλιά : εγγενές στοιχείο της νεoτερικότητας είναι η ίδια η μεταβατικότητα σε νέες εποχές.
To ερώτημα όμως που τίθεται είναι το κατά πόσον, σ’ αυτή τη μεταβατική εποχή, βιώνουμε την αλλαγή του κοινωνικό - οικονομικού συστήματος και, κατά συνέπεια, του πολιτικού συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, οι αλλαγές που, πράγματι, σημειώνονται σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας από το νομικό πλέγμα των εργασιακών σχέσεων, δηλαδή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εργαζομένων βάσει της εργατικής νομοθεσίας που είναι άμεσο προϊόν συμβιβασμών στα πλαίσια της ταξικής πάλης, τους τρόπους κεφαλαιακής συσσώρευσης και τις τεχνολογικές συνιστώσες της παραγωγής, έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρβαση του καπιταλισμού ως κοινωνικό - οικονομικού συστήματος ; Ή μήπως πρόκειται για ριζικές μεταβολές που ενισχύουν τον καπιταλισμό και που τον νομιμοποιούν εκ νέου, τροποποιώντας τους πολιτικούς τύπους και τους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τις μεταβολές αυτές ; Η συζήτηση αρχίζει από παλιά. Αν λάβουμε υπόψη μας δυο συγγραφείς της φιλελεύθερης, εν γένει, παράδοσης θα διαπιστώσουμε ότι ήδη από τη δεκαετία του 1950-60 έχει αρχίσει να γίνεται λόγος για τη μετανεοτερική εποχή.
Οι Α. Toynbee και D.Bell συνειδητοποιούν ότι κάτι αλλάζει στον κοινωνικό ορίζοντα και προσπαθούν να το περιγράψουν. Το άγχος του Toynbee για τη σταθερότητα των μεσοαστικών αξιών και της κυριαρχίας του αντίστοιχου αμερικάνικου τρόπου ζωής είναι φανερό. Aυτό που ο ίδιος θεωρεί νεοτερικότητα, δηλαδή ο εργαλειακός λόγος και οι συμπαραδηλώσεις του κινδυνεύουν από τη φρενήρη ανάπτυξη και τους τρελούς ρυθμούς της τεχνολογικής αλλαγής που επιταχύνεται σε καθημερινή βάση υπό την αιγίδα όχι μόνον της καπιταλιστικής επιχείρησης αλλά και του κράτους. Ο Toynbee βλέπει στην ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους πρόνοιας στη Δυτική Ευρώπη και, εν μέρει, στη Βόρεια Αμερική, ένα διάπλατα ανοιχτό παράθυρο από το οποίο οι μάζες θα εισβάλλουν στον κόσμο της μεσοαστικής τάξης. Η αμφισβήτηση της νεοτερικότητας άρχισε, κατ’ αυτόν, ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος αποκαλείται ως ο πρώτος μετανεοτερικός πόλεμος. Η Σοβιετική Επανάσταση αντιπροσωπεύει, πάλι κατ’ αυτόν, την πρώτη μαζική επίθεση κατά της νεοτερικότητας όπως την όρισε. Η μεσοαστική τάξη του δεν φαίνεται να γνωρίζει πια την εποχή στην οποία ζει και αναπνέει, είναι μια εποχή που η ηγεμονία της φθίνει. Σε ένα πιο απαισιόδοξο τόνο ο D.Bell μιλά για τη μεταβιομηχανική κοινωνία που αντιπροσωπεύει την παρακμή του αστικού νεοτερικού πολιτισμού όπως εκφράστηκε στο βιομηχανικό ορθολογισμό. Οι πολιτισμικές αντιθέσεις του καπιταλισμού είναι τέτοιες που θα προκαλέσουν την αποσύνθεση αυτής της βιομηχανικής ορθολογικότητας και κοινωνίας. Η νοσταλγία του παρελθόντος είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της νεοσυντηρητικής σκέψης του Βell. Eστιάζοντας το βλέμμα του ιδιαίτερα στο χώρο της τέχνης, υποστηρίζει πως αυτή έχει υπονομεύσει την ηθικότητα του προτεσταντικού βιομηχανικού πνεύματος και πως η πουριτανική ηθική της εργασίας δίνει τη θέση της στην ηδονιστική αναζήτηση νέων αισθήσεων, εντυπώσεων και ικανοποιήσεων για λογαριασμό ενός ανεμπόδιστου κι ελεύθερου δεσμεύσεων και υποχρεώσεων "εγώ"
Ο M. Featherstone τονίζει στην κριτική του ότι ο Βell υπερεκτιμά το ρόλο των πεποιθήσεων που απορρέει και από την υπερβολική έμφαση που δίνει στην παρουσία της τέχνης ως αποσταθεροποιητικής λειτουργίας της κοινωνικής ζωής χωρίς από τη μια αντιλαμβάνεται τις ίδιες τις πρακτικές της εμπορευματοποίησης της τέχνης που εντάσσουν μέσα στα πλαίσια του κυρίαρχου συστήματος όποιες αντίπαλες προς αυτό κριτικές και από την άλλη την επιδίωξη πολλών από αυτούς τους κριτικούς αντιπάλους ιδιαίτερα του χώρου της τέχνης και της διανόησης να παίξουν ταυτόχρονα το δικό τους ανατρεπτικό παιχνίδι αλλά και το παιχνίδι στο τερραίν της εμπορευματοποίησης.
Στα πλαίσια μιας, πιο νεότερης σχετικά, συζήτησης στη δεκαετία του ‘80 τίθενται επί τάπητος όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της καπιταλιστικής κοινωνίας όπως τη γνωρίσαμε στον 20ό αιώνα. Ο Umberto Eco σημειώνει τρεις χαρακτηριστικές πλευρές της νέας εποχής : την αποδιάρθρωση των συστημάτων που διατηρούσαν την ειρήνη και την τάξη, τη μεσαιωνοποίηση της πόλης, δηλαδή τη δημιουργία μιας πόλης με μικροκοινωνίες, θύλακες μειονοτήτων, συγκρούσεις και θρυμματισμός του κοινωνικού σώματος με κοινωνικά αιτήματα την ασφάλεια και προστασία, και την καθολική εμπέδωση ενός κλίματος "ρίσκου" σε συνδυασμό με την πλήρη εμπορευματικοποίηση της ύστερης καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Ο νεομεσαίωνας είναι, κατά τον Eco, η ονομασία που πρέπει να δώσουμε στα συμπτώματα ανασφάλειας που προκαλούνται από τις αρνητικές συνέπειες των αφηρημένων συστημάτων γνώσης και της συγκεκριμένης τους εφαρμογής στην τεχνολογία : μόλυνση περιβάλλοντος, παραγωγή δηλητηριωδών και επικίνδυνων άχρηστων προϊόντων, εξαφάνιση αγρίων ζώων κλπ. Η συλλογική και ατομική στρατηγική που προτείνει είναι η προσαρμογή στην κουλτούρα της συνεχούς αναπροσαρμογής.
Την ερμηνεία της λέξης "ρίσκο" επιχείρησε να ξεκαθαρίσει ο Ulrich Βech για να την εντάξει στο σώμα της δικής του θεωρία περί "ανακλαστικού εκσυγχρονισμού". Kατά την άποψή του η νεωτερικότητα και η εποχή της είναι πράγματα ξεχασμένα. Δημιουργείται με τρόπο πρωτότυπο μια νέα εποχή, μια "εποχή χωρίς όνομα" ακόμα αβάπτιστη. Αυτή η εποχή χαρακτηρίζεται από τον ανακλαστικό εκσυγχρονισμό ιδίως στην περιοχή της βιομηχανικής δύσης όπου η νεοτερικότητα είχε λάβει τη μορφή ενός αυτονομημένου εκσυγχρονισμού-ορθολογισμού. «Ο ανακλαστικός εκσυγχρονισμός ανοίγει τη δυνατότητα μιας δημιουργικής (αυτο)καταστροφής μιας ολόκληρης εποχής, της βιομηχανικής. " Υποκείμενο " αυτής της δημιουργικής αυτής της δημιουργικής καταστροφής δεν είναι η κρίση, αλλά η νίκη του δυτικού εκσυγχρονισμού. Αυτή η θεωρία αντιστέκεται στη θεωρία περί τέλους της κοινωνικής ιστορίας - και, όπως ελπίζω, την αναιρεί». Συνεπώς, το "ρίσκο" αναφέρεται στη δυνατότητα μιας πολιτικής θεωρίας της γνώσης της νεοτερικότητας που γίνεται αυτοκριτική. Η βιομηχανική κοινωνία αναγνωρίζει τους κινδύνους της περιόδου του αυτονομημένου εκσυγχρονισμού, ασκεί την αυτοκριτική της και μεταρρυθμίζεται ως κοινωνία του ρίσκου, που προϋποθέτει την ύπαρξη ενεργών πολιτών. Με αυτήν την έννοια έχουμε να κάνουμε με μια διαφορετική ματιά πάνω στο παρελθόν. H εκλεκτική στροφή στο παρελθόν, όχι όμως με την έννοια της κατανοούσας ιστοριογραφίας ή κοινωνιολογίας, είναι ένα χαρακτηριστικό της νέας τάξης πραγμάτων του μετανεοτερικού κόσμου.
Ο Frederic Jameson θα μιλήσει για το φαινόμενο του "μιμητισμού" περασμένων αισθητικών προτύπων ξεπερνώντας ακόμη και την παρωδία τους στο βαθμό που αυτή συσχετιζόταν άμεσα με το αυθεντικό αισθητικό πρότυπο και, μ’ αυτήν την έννοια, εντασσόταν στα πλαίσια της νεοτερικότητας. Το νέο στοιχείο που ο Jameson προσθέτει είναι ο ""θάνατος του υποκειμένου" στην εποχή των μεγάλων επιχειρήσεων και της δημογραφικής επέκτασης. O D.Kellner θεωρεί ότι η ταυτότητα ενός υποκειμένου σήμερα γίνεται ολοένα και πιο εύθραυστη και ασταθής, με αποτέλεσμα να θεωρείται μύθος και αυταπάτη. Ο Mike Featherstone κάνει λόγο για το φαινόμενο της "αισθητικοποίησης της καθημερινής ζωής" που περιλαμβάνει τα υπο-φαινόμενα της διάβρωσης των ορίων υψηλής και χαμηλής κουλτούρας, τέχνης και καθημερινής ζωής, της μετατροπής της ζωής σε έργο τέχνης, της έντονης ροής σημείων και εικόνων που διαπερνούν το οικοδόμημα της καθημερινής ζωής στη σύγχρονη κοινωνία, δείγματα των οποίων συναντά κανείς και στα έργα συγγραφέων που αναφέρονται στην περίοδο της ίδιας της νεοτερικότητας - αν μπορούμε να ορίσουμε μια αρχή της και ένα τέλος της, βέβαια - όπως πχ οι C.Baudelaire, G.Simmel, W.Benjamin και J. Ηabermas.
Μια από τιςπροσφερόμενες ερμηνείες, που προσφεύγει ήδη στο Μεσαιωνικό καρναβάλι, άρα σε προ-νεοτερική εποχή, για να εξηγήσει το φαινόμενο της "αισθητικοποίησης της καθημερινής ζωής" είναι αυτή των P. Stallybrass και A. White περί της συμβολικής σημασίας του "γκροτέσκου Άλλου" που εντάσσει αυτό το, αποκλεισμένο από το σύστημα σχηματισμού ταυτότητας, "Άλλο" των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, τάξεων και μαζών στα πλαίσια της παραγωγής ονείρων και ιδεατών μοντέλων, δηλαδή αποκτά την δική του θέση ως "αντικείμενο επιθυμίας".
Μέσα από τη διαδικασία της ανάπτυξης της εμπορευματικοποίησης και της επικράτησης της βιομηχανικής ορθολογικότητας αυτή η, σχετικά, ανατρεπτική εκδήλωση μετατρέπεται σε οργανωμένη δραστηριότητα που εντάσσει εντός ορίων την επιθυμία. Στη μετανεοτερική περίοδο βλέπουμε καθαρά το ρόλο πολυεθνικών πια εταιρειών να "οργανώνουν την αποδιοργάνωση": η περίπτωση Disneyland είναι ενδεικτική της έννοια της οργανωμένης αποδιοργάνωσης. Το φαντασιακό Άλλο είναι πια μια γλυκιά εμπορευματικοποιημένη διαδικασία που κρατάει τους κινδύνους εντός πλαισίων. Η ίδια μέσες- άκρες διαδικασία είναι αυτή των πανηγυριών, των συναυλιών, των θεαμάτων, των θεματικών πάρκων, των υπερκαταστημάτων - εμπορικών κέντρων (malls) και, πάνω απ’ όλα, του τουρισμού.
.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ) του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...
-
Η ΜακΝτοναλντοποίηση της Κοινωνίας του Θανάση Τσακίρη Μακντοναλντοποίηση είναι η διαδικασία με βάση την οποία οι αρχές των εστιατορίων...
-
Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Άλφρεντ Σουτς ξεκινά με βάση το έργο του Βέμπερ για τους «ιδεότυπους» και το επεκτείνει αναθεωρώντας ορ...
No comments:
Post a Comment