Friday, July 10, 2020

Ο ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ(1960-1967) 2ο μέρος - του ΘΑΝΑΣΗ ΤΣΑΚΙΡΗ

Προηγουμενο    http://tsakthan.blogspot.com/2020/06/1960-1967-1.html



Η δεκαετία 1960-1970

Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 το σκηνικό αλλάζει. Οι στάσεις εργασίας, οι απεργίες, οι καταλήψεις δρόμων, γεφυρών και οι διαδηλώσεις στους δρόμους έγιναν καθημερινότητα. Μετά την ταραγμένη δεκαετία του ’40 και την αντικομμουνιστική υστερία της δεκαετίας του ’50 (παράνομο το Κομμουνιστικό Κόμμα και εξορισμένα ή προσφυγοποιημένα τα στελέχη και τα μέλη του), η δεκαετία του 1960-1970 (η «σύντομη δεκαετία» όπως θα αποκληθεί λόγω της δικτατορίας 1967-1974) απέδειξε ότι οι υπνώττουσες, νέες και παλαιές δημοκρατικές δυνάμεις της κοινωνίας συσπειρώνονται γύρω από τα βασικά δημοκρατικά αιτήματα (ομαλός πολιτικός βίος, νομιμοποίηση του ΚΚΕ, κατάργηση του συνδικαλιστικού τμήματος της ασφάλειας, κατάργηση των φακέλων των πολιτών, ελεύθερος εργατικός και φοιτητικός συνδικαλισμός, οικονομική δημοκρατία-κράτος πρόνοιας κα). Στον αγώνα αυτό πλάι στους εργαζόμενους του τομέα της ενέργειας θα σταθούν σε πρώτη φάση οι εργαζόμενοι στις τράπεζες και στην τηλεφωνία που θα οργανωθούν στην Ένωση Συνεργαζομένων Συνδικάτων Τραπεζών και Κοινής Ωφελείας και αργότερα (Μάιος 1962).

Η αφύπνιση του μαχητικού μαζικού διεκδικητικού και, εν πολλοίς, αυτόνομου συνδικαλιστικού κινήματος των μισθωτών εργαζομένων, που έθετε σε κίνδυνο τόσο τη σταθερότητα του συγκεκριμένου καθεστώτος καπιταλιστικής ανάπτυξης όσο και την παραμονή των παρατάξεων Μακρή και Θεοδώρου στους θώκους της εξουσίας στη ΓΣΕΕ και στα συνδικάτα είχε ορισμένες θετικές συνέπειες στο νομικό επίπεδο για τους εργαζόμενους και τα συνδικαλιστικά στελέχη. Το 1961 με το νομοθετικό διάταγμα 4204/61 επικυρώθηκε η ΔΣΕ 87/1948 περί «συνδικαλιστικής ελευθερίας και προστασίας του συνδικαλιστικού δικαιώματος» σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε οργανώσεις της αρεσκείας τους και μόνοι τους να εκπονούν και να καταρτίζουν τα καταστατικά και τους κανονισμούς λειτουργίας τους, να εκλέγουν ελεύθερα τους εκπροσώπους τους, να οργανώνουν να καταστρώνουν τη στρατηγική, την τακτική  και το πρόγραμμα δράσης τους.[1]Με άλλα λόγια, ορίζει το περιεχόμενο της «συλλογικής αυτονομίας» τόσο με τη θετική όσο και με την αρνητική διάστασή της, δηλαδή ωθεί τους εργαζόμενους να πάρουν στα χέρια τους τις συλλογικές υποθέσεις τους και απαγορεύει στο κράτος («δημόσιες αρχές») να επεμβαίνει με οιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Επικυρώθηκε επίσης η ΔΣΕ 98/1949 «περί εφαρμογής των αρχών του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγμάτευσης» με το ν.δ. 4205/61. Σύμφωνα με αυτήν, οι εργοδοτικές και οι εργατικές οργανώσεις μπορούν να έρχονται εκούσια σε διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Τέλος, το 1967 υιοθετήθηκαν οι ακόλουθες  Διεθνείς Συστάσεις Εργασίας: 94/1952 περί «γνωμοδότησης και συνεργασίας σε επίπεδο επιχείρησης» που αποσκοπούσε στην προαγωγή της γνωμοδότησης και της συνεργασίας σε θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της συλλογικής διαπραγμάτευσης και που απηχούσε, έστω και σε εμβρυακό επίπεδο τις τάσεις που άρχισαν να εμφανίζονται στην Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική για την συμμετοχή των εργαζομένων στις αποφάσεις της επιχείρησης˙ ΔΣΕ 129 περί «επικοινωνίας μέσα στην επιχείρηση» και ΔΣΕ 130 περί «έρευνας των διαμαρτυριών που προκύπτουν από την επικοινωνία στην επιχείρηση». 

Ας δούμε, όμως, αναλυτικότερα το χρονικό των συνδικαλιστικών αγώνων αυτής της «σύντομης δεκαετίας». Ποια ήταν τα γενικά αιτήματα της νέας εργατικής τάξης που είχε συγκροτηθεί στην Ελλάδα εκείνη την εποχή;[2] Αύξηση των μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων γιατί «ενώ έχομε από καιρό ξεπεράσει τα προπολεμικά επίπεδα σε εθνικό εισόδημα, ο εργατικός μισθός παραμένει χαμηλότερος απ’ ό,τι ήταν πριν από τον πόλεμο.» Η καταπολέμηση της ανεργίας και της υποαπασχόλησης διότι «η ανεργία και η υποαπασχόληση είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανάπτυξη της χώρας» καθώς «το 25% των εργατών και το 36% των αγροτών παραμένουν άνεργοι.» Ελεύθερες συλλογικές συμβάσεις και κατάργηση του νόμου 3239/55. Εξυγίανση των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως. Εξασφάλιση εργατικής κατοικίας σε όλους τους εργαζόμενους. Εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας με παράλληλη κατάργηση αντεργατικών διατάξεων. Κατάργηση της Εργατικής Εστίας και της υποχρεωτικής κρατήσεως του ημερομισθίου από τους εργαζόμενους.

Οι πρώτοι απεργοί του 1962 ήταν οι φορτοεκφορτωτές της Γιουγκοσλαβικής ζώνης Θεσσαλονίκης που από την 3η Ιανουαρίου κήρυξαν απεργία διαρκείας με οικονομικά αιτήματα. Ακολουθήθηκαν από τους 1700 εργαζόμενους της ΥΔΡΕΞ (27.1). Στις 13 Μαρτίου σειρά έχουν οι μεταλλωρύχοι του Λαυρίου που με μια 24ωρη προειδοποιητική απεργία διεκδικούν αυξήσεις των αποδοχών από τη γαλλική εταιρεία που εκμεταλλεύεται τα μεταλλεία. Στις 15 Μαρτίου  οι σαπωνοποιοί της Αθήνας κατεβαίνουν σε απεργία με οικονομικά αιτήματα. Στις 26 Μαρτίου αρχίζει η 9ήμερη απεργία των αρτεργατών, μυλεργατών και μακαρονοποιών καθώς και η μονοήμερη των τυπογράφων˙ και οι δύο απεργίες πέτυχαν τους στόχους τους που ήταν να αυξηθούν οι μισθοί κατά 15-20%. Στις 30 Μαρτίου απήργησαν οι γιατροί του ΙΚΑ. Αυτό σήμαινε πως επαγγελματικά στρώματα που βρίσκονταν μέσα στο κρατικό σύστημα εργασιακών σχέσεων άρχισαν να κινούνται. Όμως, η είσοδος των οικοδόμων στο απεργιακό σκηνικό είναι που έδωσε φτερά στο συνδικαλιστικό κίνημα της εποχής και τόνωσε το δυναμικό του χαρακτήρα. Η πρώτη 24ωρη απεργία των οικοδόμων έγινε στις 5 Απριλίου με οικονομικά αιτήματα για να την διαδεχθεί στις 20 Απριλίου η απεργία των 30.000 οικοδόμων του Λεκανοπεδίου Αττικής-Πειραιά και της Ελευσίνας που συνοδεύτηκε από μαζική συγκέντρωση και σύγκρουση με την αστυνομία. Όλο αυτό το διάστημα εκδηλώνονται μικρές και μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις, συγκεντρώσεις και πορείες που συνήθως καταλήγουν σε συγκρούσεις με την αστυνομία που προσπαθεί να τις απαγορεύσει. Έτσι ολοένα και περισσότερο οι κινητοποιήσεις πολιτικοποιούνται καθώς τα αιτήματα διευρύνονται και σ’ αυτά περιλαμβάνεται η «τήρηση του συντάγματος», το δε σύνθημα που θα κυριαρχεί στις συγκεντρώσεις-διαδηλώσεις είναι το «114». Παράλληλα, αλλά και από κοινού σε ορισμένες περιπτώσεις, κινητοποιούνται οι φοιτητικοί σύλλογοι με συγκεντρώσεις και πορείες, ενίοτε συγκρουσιακές.
 


ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ



Η περαιτέρω μελέτη του συνδικαλιστικού κινήματος του χώρου των τραπεζών προϋποθέτει την συνοπτική ιστορική εξέταση του ίδιου του τραπεζικού συστήματος και της λογικής του συγκεκριμένου τύπου επιχείρησης.

Η είσοδος του 20ού αιώνα βρίσκει το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας να κλωνίζεται. Ήδη το 1900 είχαν μείνει μόνο οι τρεις από τις πέντε τραπεζικές εταιρείες που δέσποζαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτές που έμειναν εν ζωή ήταν οι εξής: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Τράπεζα επί της Εμπορικής Πίστεως και Ιονική Τράπεζα. Η τελευταία δεν λειτουργούσε ως ανώνυμη εταιρεία αλλά ως αγγλική αποικιακή τράπεζα με βάση τη συνθήκη ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα.[3] Η Εθνική Τράπεζα, που ιδρύθηκε το 1841, αποτέλεσε την εκκίνηση του οργανωμένου τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα παρέχοντας χρηματοδότηση σε μια σειρά κλάδους οικονομικής δραστηριότητας λειτουργώντας ταυτόχρονα ως εκδοτική και εμπορική τράπεζα. Η κατάρρευση των τραπεζών των ομογενών οφειλόταν στον κλονισμό που ήταν προϊόν της πτώχευσης του 1893 και της ήττας του πολέμου το 1897 αλλά ήταν και έκφραση των δυσκολιών των Ελλήνων τραπεζιτών του εξωτερικού να αντλήσουν κεφάλαια και χρηματοδοτήσεις.[4] Το τέλος αυτών των τραπεζών συνέπεσε με την αλλαγή της σύνθεσης των κοινωνικών δομών στην Ελλάδα. Τα μέλη των νέων αστικών τάξεων, των νέων μικρών εμπορικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων που πολλαπλασιάζονταν ραγδαία απαιτούσαν χορηγήσεις και πιστώσεις από το τραπεζικό σύστημα. Αυτές όμως οι ανάγκες αποτελούσαν ευκαιρίες για την τραπεζική αγορά. Επίσης εμφανίστηκαν πλέον πολλοί μικροεισοδηματίες που αναζητούσαν διεξόδους για τις αποταμιεύσεις τους. Εκτός αυτών, η γεωργική και η βιομηχανική παραγωγή δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν ποιοτικά και να αυξηθούν ποσοτικά με το παλιότερο καθαρά κερδοσκοπικό τραπεζικό σύστημα και οι φορείς τους απαιτούσαν νέα χρηματοπιστωτικά μέσα από τις τράπεζες για να διευκολυνθεί η ανάπτυξη της παραγωγής και του εμπορίου. Έτσι, η Εθνική Τράπεζα ανέλαβε την επιτέλεση του έργου που ήταν αρμοδιότητα των τραπεζών που κατέρρευσαν (εκδοτικά προνόμια, δημόσιο χρέος) και ανέλαβε, επιπλέον, τη στήριξη των μεγάλων δημοσίων έργων και των εταιριών κατασκευής και σιδηροδρόμων. Την κάλυψη του κενού που άφηνε η άρνηση των διοικήσεων της Εθνικής να ανοιχθούν στις πιο ριψοκίνδυνες εργασίες χρηματοδότησης των νέων αστικών στρωμάτων, ήρθε να καλύψει η δημιουργία νέων ιδιωτικών τραπεζών και η δραστηριοποίηση παλαιότερων, όπως η Τράπεζα Αθηνών (έτος ίδρυσης το 1894 ως τραπεζική εταιρεία Αντώνιος Καλλέργης και Σια) που έδινε αρχικά βάρος στις καταθέσεις των εργαζομένων (λειτουργούσε και τα πρωινά της Κυριακής) και που αργότερα εξελίχθηκε σε μεγάλο συγκρότημα εταιρειών. Η Εθνική Τράπεζα αντέδρασε στην άνοδο της Τραπέζης Αθηνών και του συγκροτήματός της με την προσπάθεια να προσελκύσει λαϊκές αποταμιεύσεις και να χορηγήσει δάνεια στα εργατικά και μικροαστικά στρώματα. Συμμετείχε, έτσι, στην ίδρυση και λειτουργία της Λαϊκής Τράπεζας της Ελλάδος. Στο εξωτερικό επεκτάθηκε με την ίδρυση της Τράπεζας Ανατολής (1904) με συμμετοχή βρετανικών και γερμανικών τραπεζικών εταιρειών σε αντίβαρο της γαλλικής συμμετοχής στην Τράπεζα Αθηνών. Το 1906 η Τράπεζα επί της Εμπορικής Πίστεως (στην οποία συμμετείχαν γαλλικά συμφέροντα αλλά και η ΕΤΕ) συγχωνεύθηκε με την Τράπεζα Αθηνών, ενώ η Εθνική συμμετείχε μαζί με ξένες τράπεζες στην ίδρυση της Τράπεζας Κρήτης που ήταν προνομιούχος τραπεζική εταιρεία της αυτόνομης τότε μεγαλονήσου. Τέλος, το 1907 η ετερόρρυθμη τραπεζική εταιρεία Εμπεδοκλέους μετασχηματίστηκε στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος. Άλλες τράπεζες που λειτουργούσαν τότε στον ελληνικό χώρο ήταν η Τράπεζα Μυτιλήνης και η τράπεζα Ν. Σκουζέ.

Μια από τις σημαντικότερες αλλαγές στο ευρύτερο οικονομικό σύστημα ήταν η ίδρυση το 1927 της κεντρικής Τραπέζης της Ελλάδος καθώς και των εξειδικευμένων τραπεζών Κτηματική και Αγροτική, που απέσπασαν από την Εθνική Τράπεζα τους σχετικούς τομείς. Αυτή η μεταρρύθμιση έγινε μέσα στο ιδιαίτερο οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο που οριζόταν από την Μικρασιατική καταστροφή και τις συνέπειές της σε όλα τα επίπεδα. Το 1927 το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αποτελείτο από 49 τράπεζες, ιδιωτικές στην πλειονότητά τους. Από αυτές 14 είχαν έδρα εκτός Αθηνών και Πειραιώς (μέχρι και ο Αλμυρός ήταν έδρα της Τραπέζης Γεωργικής Πίστεως που ιδρύθηκε το 1926). Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη από τότε η Τράπεζα της Ελλάδος διέθετε κατοχυρωμένη ανεξαρτησία από την πολιτική εξουσία και θεωρείται ότι οι διατάξεις του καταστατικού της ήταν από τις πιο προωθημένες στον κόσμο.[5]Έτσι, με την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος, η χώρα απέκτησε μια κεντρική αρχή που ήταν σε θέση να παρεμβαίνει ως ρυθμιστής της χρηματοδότησης και της νομισματικής κυκλοφορίας.

Με τις Πράξεις Νο. 5076/1931 και 5422/33, και εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, εισήχθησαν:
Α. Η κρατική εποπτεία των τραπεζών.
Β. Η αρχή της ρευστότητας που επιτυγχανόταν με την υποχρεωτική κατάθεση ενός ποσοστού των ιδίων καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Γ. Το μονοπώλιο της Τράπεζας της Ελλάδος στο ξένο συνάλλαγμα
Δ. Επιβλήθηκε η υποχρεωτική κυκλοφορίας του νομίσματος.

Η οργάνωση του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα κατά την περίοδο αναφοράς μας (1974-1993) ήταν η ακόλουθη:
  1. Τράπεζα της Ελλάδος
  2. Κρατικού ενδιαφέροντος εμπορικές τράπεζες
  3. Ελληνικές ιδιωτικές εμπορικές τράπεζες
  4. Κρατικές και ιδιωτικές εξειδικευμένες τράπεζες
  5. Τράπεζες Επενδύσεων
  6. Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο
  7. Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων
  8. Ξένες τράπεζες.

Όσον αφορά τη σχέση ελληνικών και ξένων τραπεζών στα πλαίσια του τραπεζικού συστήματος από την άποψη του ενεργητικού και των βασικών εργασιών (χορηγήσεις και καταθέσεις, ο ακόλουθος πίνακας είναι ενδεικτικός για τα μεγέθη δυναμικότητάς τους:[6]



Ενεργητικό
Χορηγήσεις
Καταθέσεις

Ελληνικές
Ξένες
Ελληνικές
Ξένες
Ελληνικές
Ξένες
1984
71,6
28,4
81,2
18,8
87,4
12,6
1985
81,1
18,9
82,3
17,7
88,8
11,2
1986
86,8
13,2
86,9
13,1
91,6
8,4
1987
87,0
13,0
88,2
11,8
91,6
8,4
1988
84,8
15,2
88,1
11,9
90,9
9,1
1989
84,2
15,8
89,1
10,9
90,6
9,4
1990
82,3
17,7
89,3
10,7
90,4
9,6
1991
81,1
18,9
87,9
12,1
90,0
10,0
1992
86,4
13,6
83,7
16,3
89,4
10,6
1993
83,5
16,5
80,7
19,3
87,1
12,9



Η κρατική παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα που ξεκίνησε με την οικονομική κρίση του μεσοπολέμου σε μεγάλο μέρος του κόσμου αποσκοπούσε στην επέμβαση στη σκοπιμότητα και κατεύθυνση της κατανομής της πίστωσης. Η κρατική παρέμβαση έγινε περισσότερο σημαντική για ορισμένες χώρες του ΟΟΣΑ και λιγότερο σε άλλες αλλά στη δεκαετία του ’80 άρχισε να μειώνεται. Η παρέμβαση αυτή έγινε αναγκαία στο βαθμό που παρατηρείτο ότι πολλοί τομείς παρ’ όλο που πιέζονταν να προβούν σε επενδύσεις δεν είχαν πρόσβαση σε μακρόχρονη πίστωση λόγω της περιθωριακής σημασίας μικρών και τοπικών τραπεζών σε χώρες με συγκεντρωποιημένες αγορές και κρατικούς θεσμούς. Η ταξική διαίρεση επέστρεψε στις ομάδες αυτές να προβούν στην αφαίρεση της κρατικής τραπεζικής από την κεντρική κυβέρνηση χάρη στον κεντρικό ρόλο που παίζουν στην αντίθεση δεξιάς και αριστεράς. Η σημερινή μείωση της κρατικής παρέμβασης στον τραπεζικό τομέα αντανακλά τη μεταβολή από ταξικούς σε χωρικούς τρόπους συνάρθρωσης συμφερόντων στις αγορές κεφαλαίου.[7]






[1] Για τα θέματα των διεθνών συμβάσεων εργασίας και τους θεσμούς που εισάγονται στις δεκαετίες του ’60 και ’70, βλ. Μητρόπουλος Α. (1985) Συνδικάτα και εξουσία στη Δυτ. Ευρώπη. Αθήνα: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 453-469.
[2] Βλ. απόσπασμα άρθρου του Δ. Γκούτα στο περιοδικό Νέα Οικονομία (Φεβρ. 1961) που εξέδιδε ο Ά. Αγγελόπουλος και δημοσιεύεται στο Λιβιεράτος Δ. (2003) Η κίνηση των 115: Κοινωνικοί αγώνες 1962-1967. Αθήνα Εκδ. Προσκήνιο-Άγγ. Σιδεράτος, σελ. 115-117. Λίγα λόγια για τον Δ. Γκούτα. Εργάστηκε στην Εμπορική Τράπεζα και σπούδασε στην Ιταλία με θέμα τον εργατικό συνδικαλισμό κάτι σπάνιο όχι μόνο για την εποχή εκείνη αλλά και για τη σημερινή. Αντί να θυσιάσει τα ιδανικά του στο βωμό της καριέρας προτίμησε να ασχοληθεί με το συνδικαλισμό χωρίς να σταματήσει να εργάζεται. Ήταν συνεργάτης του εκ των ηγετών του σοσιαλιστικού συνδικαλισμού και συνιδρυτή του ΔΣΚ, Δημήτρη Στρατή.
[3] Για μια πρώτη εισαγωγή στο θέμα, βλ. Χατζηιωσήφ Χρ. (2000) «Η Μπελ Επόκ του Κεφαλαίου» στο Χατζηιωσήφ Χρ. (επιμ.) Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. 1900-1922 Οι απαρχές. Αθήνα: Εκδ. Βιβλιόραμα, σσ. 309-349.
[4] Βλ. Lolos L. (1966) The Banking System : History-Evolution-Structure. Athens, σσ. 171-187.
[5] Βλ. Χριστοδουλάκη Ο. (2002) «Η μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος και η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος» στο Χατζηιωσήφ Χρ. (επιμ.) Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. 1922-1940 Ο μεσοπόλεμος. Αθήνα: Εκδ. Βιβλιόραμα, σ.σ.251-267. Βλ. επίσης Τράπεζα της Ελλάδος, (1978) Τα πρώτα πενήντα χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος: 1928-1978, Αθήνα: Τράπεζα της Ελλάδος.
[6] Βλ. Κορρές . και Χιόνης Δ. (2003) Ελληνική οικονομία: Οικονομική πολιτική και ανάλυση βασικών μακροοικονομικών μεγεθών. Αθήνα: Εκδ. Αθ. Σταμούλης, σελ. 216
[7] Verdier D. (2000) “The Rise and Fall of State Banking in OECD Countries” Comparative Political Studies, Vol. 33 No. 3, April, Sage Publications, Inc. σσ. 283-318.

Συνεχίζεται...

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...