Συνέχεια από το προηγούμενο
Σύμφωνα με την κλασική φιλελεύθερη αντίληψη η
(αντιπροσωπευτική) δημοκρατία ορίζεται ως ένα σύνολο ρητών και
προεγκατεστημένων κανόνων για την πολιτική συμμετοχή, τον ανοιχτό ανταγωνισμό
και την ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων. Οι πολιτικές ρυθμίσεις είναι με την
σειρά τους αποτέλεσμα συμβιβασμού, του οποίου η ουσιαστική έκβαση δεν είναι
απόλυτα βέβαιη. Ως κύριοι φορείς αυτού του συμβιβασμού ορίζονται οι δομές
πολιτικής διαμεσολάβησης που συνδέονται συχνά με τα ποικίλα συμφέροντα με
ποικίλους τρόπους. Οι πολιτικοί διαμεσολαβητές είναι απαραίτητοι στο βαθμό που
παίζουν καθοδηγητικό ρόλο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και τη λειτουργία ενός
δημοκρατικού καθεστώτος. Ένα από τα βασικότερα εκ των ων ουκ άνευ
χαρακτηριστικά της δημοκρατίας είναι η ύπαρξη μιας ελεύθερα εκλεγμένης
κυβέρνησης που μπορεί να θεωρηθεί υπόλογη για τις πράξεις της. Κατά συνέπεια,
οι εκλογές αποτελούν θεμελιώδη προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό μιας πολιτείας ως
δημοκρατικής. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί όσον αφορά το σχηματισμό των νομοθετικών
σωμάτων και τη συγκρότηση και κατάργηση των κυβερνήσεων.
Όμως, η δημοκρατία ως
έννοια είναι ευρύτερη από τη στοιχειώδη προϋπόθεση των εκλογικών διαδικασιών.
Με την ευρύτερη έννοια είναι η κυριαρχία ή εξουσία του δήμου, λαϊκή κυριαρχία ή
κυριαρχία των πολλών. Η δημοκρατία «προέρχεται από το λαό, ασκείται από το δήμο
(ή τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του) και, κατά τεκμήριο, εξυπηρετεί τα
συμφέροντά του». Αυτός ο ορισμός δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθούμε τη
διάκριση της άμεσης δημοκρατίας από την (έμμεση) αντιπροσωπευτική δημοκρατία
της κλασικής φιλελεύθερης σκέψης. Η άμεση δημοκρατία εφαρμόστηκε για πρώτη φορά
στην αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία. Επί δύο αιώνες οι άρρενες πολίτες μέσω γενικών
συνελεύσεων ασκούσαν τη διακυβέρνηση της πόλης και σπάνια εξέλεγαν δημόσιους
αξιωματούχους. Εκτός από την Αθήνα μια μορφή άμεσης δημοκρατίας εφαρμόστηκε στα
πλαίσια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας μεταξύ 449 π.Χ. και 43 π.Χ. όταν καταργήθηκε
με το νόμο Lex Titia. Η συγκεκριμένη μορφή άμεσης δημοκρατίας προέβλεπε τη «νομοθεσία
των πολιτών» (citizen lawmaking), δηλαδή τη διατύπωση από τους πολίτες και την
ψήφιση των νόμων καθώς και το δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) των πολιτών επί των
ψηφιζόμενων νόμων. H σύγχρονη μορφή άμεσης δημοκρατίας πρωτοεφαρμόστηκε το 13
αιώνα στις πόλεις της Ελβετίας. Το 1847 ψηφίστηκε ο «Νόμος περί Δημοψηφισμάτων»
που έδινε δικαίωμα στους πολίτες να ασκούν veto στις αποφάσεις του Κοινοβουλίου
και το 1891 ψηφίστηκε ο νόμος για την «Πρωτοβουλία Συνταγματικών Αναθεωρητικών
Τροποποιήσεων» που έδινε στους πολίτες το δικαίωμα να διατυπώνουν και να
προτείνουν νομοσχέδια προς έγκριση δια δημοψηφίσματος.
Όπως τονίσαμε, το κεντρικό επιχείρημα που επικαλούνται οι
συνδικαλιστές εκείνοι που εγκαλούνται ως υπεύθυνοι για τη διαιώνιση στα
συνδικάτα της λογικής της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είναι η
«αποτελεσματικότητα».
Οι S. and B. Webb έθεσαν πρώτοι το ζήτημα της δημοκρατίας
στα εργατικά συνδικάτα, αμφισβητώντας την αποτελεσματικότητα των
γραφειοκρατικών οργανώσεων και ιδιαίτερα σε μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα.[1]
Η θέση τους στηρίζεται σε δύο βασικές έννοιες: ανταποκρισιμότητα
(responsiveness) και αντιπροσωπευτικότητα (representativeness). Η πρώτη
προωθείται με την πλάγια επικοινωνία (lateral communication) και η δεύτερη
διευκολύνεται από την ύπαρξη κάθετων διαύλων επικοινωνίας (vertical
communication channels). Ο ρόλος του μεγέθους της συνδικαλιστικής οργάνωσης
είναι σημαντικός, σύμφωνα με τους Webbs, καθόσον ότι στα μεν μικρά συνδικάτα
είναι δυνατή η επικράτηση της αρχέγονης (άμεσης) δημοκρατίας (primitive democracy)
με συνέπεια να ισχύει η έννοια της αντιπροσωπευτικότητας, στα δε μεγάλα
συνδικάτα δίνεται περισσότερη σημασία στην ανταποκρισιμότητα των εκλεγμένων
συνδικαλιστικών οργάνων απέναντι στις ανάγκες και τα συμφέροντα των μελών των
συνδικάτων.
Θανάσης Τσακίρης
[1] Webb Sidney and Webb Beatrice Potter, (1902) Industrial democracy. London
and New York: Longmans, Green, and Company
Longmans, Green, https://archive.org/details/industrialdemocr00webbuoft
No comments:
Post a Comment