Στις αρχές του 20ού αιώνα, βλέπουμε
παραλλαγές του ίδιου θέματος της επιστροφής στη φύση.[1] Οι εμπειρίες του Ernest
Thompson Seton (1860-1946)[2] που μελέτησε τους Cree και
τους Blackfoot (συνομοσπονδίες Ινδιάνων στο δυτικό Καναδά) τον ενέπνευσαν για
να δημιουργήσει το League of Woodcraft Indians, ένα πρόγραμμα
για την αμερικάνικη νεολαία. Kατόπιν,
δημιούργησε την οργάνωση Woodcraft Folk που στα χρόνια της δράσης της είχε έντονο παγανιστικό
και αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό. Στη διάρκεια μεταξύ των δύο παγκοσμίων
πολέμων η οργάνωση προσέγγισε τα κινήματα των Συνεταιρισμών και συμμετείχε στους αγώνες
του εργατικού, του ειρηνιστικού και του φεμινιστικού κινήματος.[3] Ο Seton ταν ριζοσπαστικός
χαρακτήρας και θεωρούσε όπως κι ο Peter Kropotkin, ότι η ηθολογια και η οικολογία μπορούν
να αναδείξουν τους ουσιαστικούς φυσικούς νόμους με τους οποιους θα μπορούν οι
άνθρωποι να αυτοκυβερνηθούν. Αυτά είχε κατά
νου όταν ίδρυσε το κίνημα των Προσκόπων χρησιμοποιώντας το μοντέλο των Ινδιάνων
της Βόρειας Αμερικής. Όμως, ο κλάδος της οργάνωσης στις ΗΠΑ απέρριψε το μοντέλο
αυτό και υιοθέτησε την κλασική Βρετανικής στρατιωτικής δομής.
Στις ΗΠΑ την ίδια εποχή, υπήρξε έντονη σύγκρουση
μεταξύ των οπαδών της συντήρησης (preservationism) και των οπαδών της οικολογικής
προστασίας (conservationism).
Εκ πρώτης όψεως μπορεί να μοιάζει σαν πόλεμος λέξεων αλλά δεν είναι. Στην πρώτη
περίπτωση, το ζητούμενο είναι να συντηρείται η άγρια φύση (wilderness) για χάρη της ίδιας της
φύσης, για την αξία της φύσης αυτής καθαυτής. Βασική φυσιογνωμία εκείνου του
κινήματος ήταν ο John
Muir,
ο οποίος ίδρυσε την οργάνωση Sierra
Club
που είναι μια από σημαντικότερες οικολογικές ενώσεις στη Βόρεια Αμερική.[4] Ο Muir εξερεύνησε
την «άγρια δύση» της Αμερικής και έγραψε δοκίμια και ανταποκρίσεις για τις ομορφιές
της που έπρεπε να διατηρηθούν από την Αλάσκα και την Όρεγκον ως το Yellowstone
και τη High
Sierra.[5] Στη δεύτερη περίπτωση,
επιδιώκεται η προστασία των φυσικών πόρων για την αξία της χρησιμότητάς της.
Πρωτοστάτης αυτής της τάσης του κινήματος ήταν ο Giffort Pinchot, ο οποίος, αν και αρχικά
συμφωνούσε με τον Muir
και ορισμένες φορές ένωναν τις δυνάμεις τους, αργότερα υιοθέτησε την άποψη ότι
η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έπρεπε να αναλάβει την προστατευτική επιστημονική
«διαχείριση» του δασικού πλούτου και την «αξιοποίησή» του προς όφελος της
κοινωνίας. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι η προστασία των δασών είναι «η τέχνη της
παραγωγής από το δάσος οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει για την εξυπηρέτηση του
ανθρώπου». Για να μπορέσει να πετύχει τους σκοπούς του έγινε ηγετικό στέλεχος
της Προοδευτικής πτέρυγας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος επηρεάζοντας τον
Πρόεδρο Theodore
Roosevelt
και αργότερα εξελέγη Κυβερνήτης της Πολιτείας της Πεννσυλβάνια.[6] Η μάχη αυτή με τη μία ή
την άλλη μορφή συνεχίζεται ως τις ημέρες μας.[7]
Συνεχίζεται...
Θανάσης Τσακίρης
Σημειώσεις και παραπομπές
[1] Derek Wall (2003) Green History: A Reader in Environmental
Literature, Philosophy and Politics. London: Routledge
[2] Keir B. Sterling, Richard P.
Harmond, George A. Cevasco, and Lorne F. Hammond (1997) Biographical
Dictionary of American and Canadian Naturalists and Environmentalists.
Westport, CT and London,
UK: Greenwood Press, σελ. 721-723.
[3]D.Prynn (1983) “The Woodcraft Folk
and the Labour Movement 1925-70”. Journal
of Contemporary History January No. 18, σελ. 79-95.
[4] J.Muir.(1997). John Muir: Nature
Writings: The Story of My Boyhood and Youth; My First Summer in the Sierra; The
Mountains of California; Stickeen; Essays. Νew York, NY.:Library
of America.
[5] John Muir (2011) Wilderness Essays, Layton, UT: Gibbs
Smith
[6] H.Steen (ed.) (2001) The
Conservation Diaries of Gifford Pinchot.
Durham, NC: Forest History Society.
[7] D. Strong (1988) Dreamers
and Defenders: American Conservationists. Lincoln, NE and London UK: University of Nebraska Press.
No comments:
Post a Comment