ΕΚΛΟΓΕΣ ΗΠΑ 2016 - 1ο μέρος
ΕΚΛΟΓΕΣ ΗΠΑ 2016 - 2ο μέρος
ΕΚΛΟΓΕΣ ΗΠΑ 2016 - 3ο μέρος
ΕΚΛΟΓΕΣ ΗΠΑ 2016 - 4ο μέρος
Στο δεύτερο μισό του 19ου -μετά τον εμφύλιο πόλεμο- η ανασυγκρότηση των υποδομών έδωσε δουλειά σε πολύ κόσμο
και, κυρίως, έδωσε νέα ορμή στην καπιταλιστική εκβιομηχάνιση καθώς η χώρα θα
συνεχιζόταν να επεκτείνεται προς τη Δύση και χρειαζόταν νέους σιδηροδρόμους,
νέα εργοστάσια και νέες αγροτικές και κτηνοτροφικές εκτάσεις που θα ετίθεντο
υπό την εκμετάλλευση των μεγάλων αγροβιομηχανικών επιχειρήσεων. Μέσα σε αυτό το
κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο θα γιγαντώνονταν τα πολιτικά κόμματα και θα άλλαζε
ο πολιτικός τους προσανατολισμός καθώς οι Ρεπουμπλικανοί θα γίνονταν το κόμμα
των βιομηχανικών και χρηματιστικών κύκλων της αστικής τάξης ενώ το Δημοκρατικό
θα ψηφιζόταν από τους «χαμένους» της διαδικασίας της εκβιομηχάνισης αγρότες και
εργάτες. Οι Ρεπουμπλικάνοι εξελίχθηκαν σε ένα άκρως εθνοκεντρικό κόμμα
επιβάλλοντας αντιμεταναστευτική πολιτική και νομοθεσία με αποτέλεσμα οι
Δημοκρατικοί να ψηφίζονται και από τους μετανάστες που ζούσαν στις μεγάλες
πόλεις.
Η σύγκρουση των δύο κομμάτων ήταν σφοδρή. Ο συσχετισμός δυνάμεων έγερνε
πότε από τη μία και πότε από την άλλη πλευρά. Οι ανάγκες της πανεθνικής
πολιτικής σύγκρουσης είχε ως αποτέλεσμα την οικοδόμηση μαζικών οργανώσεων
(machines) από τα κόμματα, που, εκτός των άλλων, αποσκοπούσαν και στην πολιτική
ενσωμάτωση των νέων πληθυσμών που προέρχονταν από τις νέες πολιτείες και
κτήσεις καθώς και των εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών που συνέρρεαν από όλο τον
κόσμο και, κυρίως, από την Ευρώπη. Όμως, όπως παρατήρησε ο Ρόμπερτ Μίκελς,
«όποιος μιλά για οργάνωση μιλά για ολιγαρχία», δηλαδή σε κάθε πολιτική οργάνωση
(κόμμα ή συνδικάτο) όσο και αν θεωρείται δημοκρατική δημιουργούνται ηγετικές
γραφειοκρατικές ολιγαρχίες.[1]
Έτσι εξελίχθηκαν στη φάση αυτή τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα. Παράλληλα, οι
μηχανισμοί ανέπτυξαν τεράστια δίκτυα πελατειακών σχέσεων (“machine politics”).
«Ο μηχανισμός και οι ηγέτες ήθελαν πολιτική δύναμη κι εξουσία. Η πολιτική
εξουσία οδηγούσε σε προσωπικό πλούτο. Για να αποκτηθούν δύναμη κι εξουσία οι
μηχανισμοί χρειάζονταν τον έλεγχο των δημοσίων αξιωμάτων οπότε όριζαν ποιοι θα
ήταν οι υποψήφιοι και τους εξασφάλιζαν πιστές και προβλέψιμες ψήφους. Σε
αντάλλαγμα, η αντιπαροχή του μηχανισμού ήταν η προσφορά σε προσωπική βάση
υπηρεσιών και χειροπιαστών υλικών ανταμοιβών σε εκείνους που τον υποστήριζαν.»[2]
Επειδή, όπως τονίσαμε, οι μηχανισμοί είχαν συχνά ανάγκη από
άφθονο χρήμα, διαφθορά επικρατούσε στις πόλεις όπου δημόσια αξιώματα έφερναν
εκτός από τη δόξα και τον πλούτο. Έτσι οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι και οι
κομματικοί στρατοί τους νόθευαν τις εκλογικές διαδικασίες («μπούκωναν» τις
κάλπες με ψηφοδέλτια δικά τους, διπλοψήφιζαν και τριπλοψήφιζαν) και
τρομοκρατούσαν ανοιχτά τους αντίπαλούς
τους. Προεκλογικά βοηθούσαν τους μετανάστες, έδιναν δουλειές και άλλες παροχές στους
φτωχούς για να τους πάρουν τις ψήφους κι αυτοί λόγω έλλειψης κράτους πρόνοιας
υπέκυπταν στους εκβιασμούς. Αυτά τα συμπτώματα «άρρωστης δημοκρατίας» δεν έχουν
εξαλειφθεί, παρ’ όλο που πολλοί θεωρούν ότι κράτησαν ως τη δεκαετία 1950-1960.
Η κατάσταση στην πόλη του Σικάγο είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική και είναι πρώτη
στην πολιτική διαφθορά. Οι εργάτες και οι αγρότες ένοιωθαν αποκλεισμένοι από
τις πολιτικές και κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις και είχαν την αίσθηση ότι οι
κοινότητές τους δεν όριζαν οι ίδιες τις τύχες τους αλλά η παγκόσμια αγορά, οι
κερδοσκόποι του χρηματοπιστωτικού συστήματος και οι άπληστοι βιομηχανικοί
καπιταλιστές (robber barons).[3]
Robber barons
Όταν εκδηλώθηκε η πρώτη μεγάλη οικονομική κρίση το κομματικό σύστημα άρχιζε να
τρίζει επικίνδυνα. Μεταξύ 1870 και 1896 οι αγρότες των Μεσοδυτικών, δυτικών και
νότιων πολιτειών δημιούργησαν οργανώσεις εκπροσώπησης των συλλογικών
συμφερόντων τους. Το Greenback Party που υποστήριζε το αίτημα έκδοσης χάρτινου
χρήματος και το αγροτικό κίνημα Granger που αγωνιζόταν εναντίον των μονοπωλίων
των σιδηροδρόμων και προωθούσε την ιδέα των αγροτικών μεταφορικών συνεταιρισμών
και ταχυδρομείων κατέβασαν κοινούς υποψηφίους στις εκλογές (1876, 1880, 1884).
Όμως, τη μεγάλη απειλή για τα δύο μεγάλα κόμματα την αντιμετώπισαν όταν το 1892
το Κόμμα του Λαού (People’s Party ή Populists) με υποψήφιο πρόεδρο τον Τζέιμς
Γουήβερ πήρε 8% και εξέλεξε 22 εκλογείς
στο Εκλεκτορικό Κολέγιο, 6 κυβερνήτες και αρκετούς δημάρχους μικρών πόλεων. Το
1894 το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα που είχε δυναμώσει μέσα από τους σκληρούς
ταξικούς αγώνες (π.χ. η μεγάλη απεργία και εξέγερση των σιδηροδρομικών το 1877)[4]
αποπειράθηκε να ιδρύσει Εργατικό Κόμμα. Όμως, στην Εθνική Συνδιάσκεψη της Αμερικάνικης Εργατικής
Ομοσπονδίας όπου συζητήθηκε το Πολιτικό Πρόγραμμα το οποίο είχαν εγκρίνει πολλές
επιμέρους συνδικαλιστικές ενώσεις επικράτησε η αρνητική άποψη που διατύπωσε ο πρόεδρος
Σάμιουελ Γκόμπερς κι οι σύμμαχοί του. Την επόμενη
χρονιά ψήφισαν την πρόταση της μη ανάμιξης με την πολιτική των κομμάτων και της
μη ίδρυσης νέων.[5]
Οι Δημοκρατικοί εξέλεξαν Πρόεδρο τον Γκρόουβερ Κλήβελαντ και
κατέκτησαν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο. Όμως, ο Κλήβελαντ ήταν ανοιχτά άνθρωπος
των βιομηχάνων και των τραπεζιτών. Έτσι, υπεράσπισε με νύχια και με δόντια το
«χρυσό κανόνα» αρνούμενος σθεναρά να υιοθετήσει την πρόταση των αγροτών, των
εργατών και των μικρεμπόρων και μικροβιοτεχνών. Έτσι, χειροτέρεψε η οικονομική
κατάσταση, κατέρρευσαν τράπεζες, χρεοκόπησαν επιχειρήσεις, μειώθηκε η
βιομηχανική παραγωγή, εκατοντάδες χιλιάδες έμειναν άνεργοι. Επί 30 χρόνια οι
Δημοκρατικοί θα αντιμετωπίζονταν από τα λαϊκά στρώματα ως το κόμμα που πρόδωσε
τις ελπίδες τους και έφερε φτώχεια και μιζέρια. Το 1894 οι Ρεπουμπλικάνοι
επανάκτησαν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο και η αυτοπεποίθηση των Δημοκρατικών
έπεσε στο ναδίρ. Στη συνδιάσκεψη του 1896 ένας πρώην βουλευτής από τη Νεμπράσκα
έκανε την εμφάνισή του και με το λόγο του ξεσήκωσε το παθιασμένο χειροκρότημα
της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών συνέδρων. Ο Γουίλιαμ Τζένινγκς Μπράιαν
επιτέθηκε στους υποστηρικτές του «χρυσού κανόνα» λέγοντας: «Δεν θα σταυρώσετε
την ανθρωπότητα πάνω σε ένα χρυσό σταυρό.» Οι σύνεδροι κατενθουσιασμένοι
υπερψήφισαν την υποψηφιότητά του. Το Δημοκρατικό Κόμμα τάχθηκε με τα εκατομμύρια
των εργατών και αγροτών και γενικότερα με τη «φτωχολογιά». Το «Κόμμα του Λαού»
στη δική του συνδιάσκεψη που έλαβε χώρα μερικές μέρες αργότερα τάχθηκε και αυτό
υπέρ του Μπράιαν. Όμως, η ρητορική του Μπράιαν ξέφυγε από το πλαίσιο «τάξη
εναντίον τάξη» και έγινε «ύπαιθρος εναντίον πόλεων», με αποτέλεσμα οι
Ρεπουμπλικανοί με τον Γουίλιαμ ΜακΚίνεϋ, που τον χρηματοδοτούσαν φανερά και
ξεδιάντροπα οι κεφαλαιοκράτες,να καταφέρουν να κερδίσουν τον κόσμο των
εργαζομένων των πόλεων με το επιχείρημα ότι μόνο με την ανάπτυξη των μεγάλων
επιχειρήσεων των πόλεων θα μπορέσουν να κρατήσουν τις δουλειές τους, και τους
υποσχέθηκαν να επιβάλλουν υψηλούς βιομηχανικούς δασμούς στις εισαγωγές. Έτσι
έχασαν οι Δημοκρατικοί και οι «Λαϊκιστές» έσβησαν ως κόμμα.
Συνεχίζεται...
Θανάσης Τσακίρης
[1] Βλ. Michels Robert (1915) Political
Parties: A Sociological Study of the Oligarchical Tendencies of Modern
Democracy. London: Jarrold & sons.
[2] Βλ. Crotty William (1994) “Urban Political Machines” in L. Sandy Maisel
and William G.Shade (eds.) Parties and
Politics in American History, New York, NY: Garland, σελ. 134-135.
[3] Josephson Matthew (1962) The Robber Barons: The Great American Capitalists, 1861- 1901.
New
York, NY: Harcourt, Brace & World. Αποκαλούνται, έτσι, επειδή ακόμη
και με αθέμιτες πρακτικές καταλάμβαναν την πρώτη θέση στην αγορά και
λειτουργούσαν ως μονοπώλια και θύμιζαν τους μικροφεουδάρχες και τους
αρχιεπισκόπους στις περιοχές του Ρήνου ποταμού στο 12ο-13ο αιώνα που
σταματούσαν με την απειλή βίας τα πλοία, έβαζαν σιδερένιες αλυσίδες από τη μία
όχθη στην άλλη και απαιτούσαν φόρους διέλευσης χωρίς κανένα δικαίωμα (στα
γερμανικά Raubritter).
[4] Η απεργία
ξεκίνησε την 14η Ιουλίου στην πόλη Μαρτινσμπουργκ της Δυτικής Βιρτζίνια
και εξαπλώθηκε στις πολιτείες Μιζούρι, Μέριλαντ, Πενσυλβάνια και Ιλλινόις. Έληξε
περίπου ύστερα από 45 ημέρες. Η καταστολή της εξέγερσης επιτεύχθηκε με την κρατική
κινητοποίηση των τοπικών και πολιτειακών δυνάμεων εθνοφρουράς (militias) και ομοσπονδιακών μονάδων. Για την
ιστορία αυτή βλ . α) Bruce
Robert V. (1989/1959) 1877: Year of
Violence. Chicago, IL: I.R. Dee. β) Salvatore, Nick. (1980) "Railroad Workers and the Great Strike of
1877," Labor History, 21, Νο. 4 σελ. 522–45 γ) Stowell David Ο. (ed) 2008) The Great Strikes of 1877 (Working Class in American History), Urbana
and Chicaco, IL: University of Illinois Press
[5]Archer Robin (2010) Why Is There No Labor Party in the United
States?, Princeton, NJ: Princeton
University Press
No comments:
Post a Comment