Γιατί ΟΧΙ, του Νίκου Θεοχαράκη
Ένα όχι θα με πείραζε δε λέω
μα δε θα μ’ έκανε νύχτες να κλαίω
Θοδωρής Γκόνης
μα δε θα μ’ έκανε νύχτες να κλαίω
Θοδωρής Γκόνης
Όσο πλησιάζει η Κυριακή του δημοψηφίσματος τόσο το fiscal waterboarding των θεσμών επιχειρεί την τέλεια και την πιο βαθιά πατητή. Πέρα από την απόλυτη ασφυξία της ελληνικής οικονομίας και τα εντελώς αποτρέψιμα γυμνάσια από τα οποία περνούν γέρους και νέους κάτω από τα Καυδιανά ΑΤΜ, οι θιασώτες της λιτότητας επιστρατεύουν και το όπλο της ιδεολογίας. «Θέλετε θησαυρούς/πολλούς διά 'ν' αγοράσητε/κρότους χειρών και επαίνους/και τ' άπιστον θυμίαμα/της κολακείας» έγραφε ο Ανδρέας Κάλβος. Μόνο που όσο οι ενορχηστρωμένες υλακές γίνονται ολοένα πιο λυσσαλέες και εκκωφαντικές, χάνεται το μέτρο της αντιπαράθεσης. Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Φαίδωνος Κουκουλέ για τα βυζαντινά χαμαιτυπεία: «πάσα έννοια ευκοσμίας έχει φυγαδευθεί». Νηφάλιοι και σοβαροί πανεπιστημιακοί απεκδύονται των αναλυτικών τους ικανοτήτων για να καθυβρίσουν τους αντιπάλους τους με τρόπο ανοίκειο, ένα βήμα πριν τις Χριστοπαναγίες , αποδεικνύοντας ότι η σοβαρότητα, η νηφαλιότητα και η επιστημοσύνη είναι οτρηρές θεράπαινες του μείζονος «αγαθού» το οποίο θεραπεύουν και πάντοτε θεράπευαν. Εξάλλου, σαν πετύχει η συνθηματολογία, τύφλα να έχει η ανάλυση. Σε καθεστώς οικονομικής ασφυξίας, ως δια μαγείας βρίσκονται χρήματα για διαφημιστικά spots και αφίσες που καταγγέλλουν την αφροσύνη και την ανευθυνότητα των κυβερνώντων, της Συριζαίικης τσογλανοπαρέας, παναπεί, που βάζουν τη χώρα σε περιπέτειες για λόγους ιδεολογικής τύφλωσης και πολιτικής σκοπιμότητας. Η αθλιότητα δεν αποτελεί βεβαίως προνόμιο των ΝαιΝαίκων. Στο εντεύθεν του υπέρυθρου και στο επέκεινα του υπεριώδους τμήμα του δημοσιογραφικού φάσματος η βλάστηση των ψευδών και των ύβρεων ήταν πάντοτε οργιαστική. Τώρα όμως όλοι οι αχρείοι επιστρατεύονται: Φυλλάδες που το μόνο τους μέλημα ειδησεογραφικής κάλυψης αποτελούσε η γενετήσια συμπεριφορά και η καλλιπυγία χαριτόβρυτων ημι-διασήμων, τώρα επιχειρούν να αρθρώσουν πολιτικό λόγο, με κωμικά αποτελέσματα. Τις μέρες αυτές όμως με τον Αννίβα προ των θυρών το mainstream της «σοβαρής» ενημέρωσης έχει ανεβάσει την ένταση του ήχου του στους ουρανούς και κατεβάσει την ποιότητα των επιχειρημάτων του στα Τάρταρα, με τους γνωστούς μαϊντανούς να καταρδεύουν νάμασι ανοησίας την οικουμένην πάσαν. Τιβί περσόνες και διαπρέποντες sans phrase πάσης φύσεως και παντός καιρού ανταποκρινόμενες στο εθνικό προσκλητήριο και πειθαρχούσες στα κελεύσματα των τροφοδοτών τους, καταθέτουν τον οβολόν του πνεύματός τους στο ELA των εθνικώς σκεπτομένων. Από κοντά και οι στυλοβάτες του εργατικού κινήματος που είναι «αδιαπραγμάτευτοι» -σύμφωνα με την ανακοίνωσή τους– σε όλα: και στα μνημόνια (δανειστών και κυβέρνησης, το πιάσαμε το υπονοούμενο) και στην άρνηση μας για έξοδο από την Ευρώπη και απεμπόλησης του κοινού νομίσματος. Το μόνο που προφανώς διαπραγματεύονται είναι η λογική συνοχή των απόψεών τους.
Ας δούμε όμως γιατί ένα «Όχι» στο δημοψήφισμα της Κυριακής είναι επιβεβλημένο. Ή μάλλον, ας κάνουμε ένα βήμα πριν: Ήταν αναγκαίο το δημοψήφισμα; Ήταν πράγματι ανάγκη τώρα, μεσούσης μάλιστα της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, να καταφύγουμε στην λαϊκή εντολή με νωπές ακόμα τις εκλογές του Ιανουαρίου; Δεν αποτελεί φυγομαχία του Τσίπρα και μεταφορά της ευθύνης στους ώμους του εκλογικού σώματος, που τι ξέρουν οι καψεροί από δημοσιονομικά μεγέθη και υψηλή πολιτική; Το μόνο που ξέρουν είναι ότι το εισόδημά τους μειώθηκε, οι συντάξεις τους καταβαραθρώθηκαν, οι δουλειές τους έγιναν δυσεύρετες και κακοπληρωμένες, τα δάνειά τους βρίσκονται σε καθυστέρηση και ότι τώρα τους ζητάνε να μπουν ακόμα πιο βαθιά στον ίδιο λάκκο της δανειακής δουλοπαροικίας για μια ακόμα δεκαετία. Γιατί να τους ρωτήσουμε; Το ευρωπαϊκό ιδεώδες, η βαριά γεωπολιτική δεν είναι για τους άτεχνους. Το γομάρι το φορτώνεις, δε ρωτάς τη γνώμη του.
Η αλήθεια είναι ότι ο Τσίπρας και η κυβέρνησή του έκαναν ότι ήταν δυνατόν να επιτύχουν μια συμφωνία με τους δανειστές που ήταν στο πλαίσιο της λαϊκής εντολής του Ιανουαρίου. Πήγαν μάλιστα ακόμα παραπέρα κάνοντας παραχωρήσεις αδιανόητες λίγους μήνες πριν. Αλλά και αυτό είχε ένα όριο. Η πολυπόθητη λεωφόρος της ανάπτυξης θα μεταμορφωνόταν σε σκολιά και κακοτράχαλη ατραπό, αλλά κουτσά-στραβά θα βλέπαμε Θεού πρόσωπο. Αν όμως γινόταν αποδεκτή η πρόταση των δανειστών η ελληνική οικονομία δεν θα είχε ούτε τύχη, ούτε μέλλον. Η εμμονή ότι το χρέος είναι βιώσιμο, ή ότι «πρώτα δώστα όλα και μετά βλέπουμε, αν είσαι καλό παιδί» ήταν λογικά ανυπόστατη. Από τις χρονιές του μνημονίου η λογική του υποδειγματικού κρατούμενου και της ακραίας λιτότητας και ύφεσης –που σύμφωνα με τις ιδεολογικές φαντασιώσεις της ταξικής επιστήμης των θεσμών θα οδηγούσε στην μεγέθυνση– απέτυχε με τρόπο πασιφανή για όλους πλην των ακραίων εκφραστών της. Βεβαίως, αν πιστεύεις ότι η ανθρωποθυσία έχει αποτέλεσμα, ποτέ δεν φταίει η θεωρία: ίσως το σφάγιο δεν ήταν παρθένο, ή δεν ήταν παις αμφιθαλής, ίσως χρειάζονταν 10 νέοι και 10 νέες, ίσως θάπρεπε να θυσιάσουμε 100 από κάθε φύλο. Αλλά υπάρχουν και όρια στο πόσο μακριά μπορεί να πάει αυτή η βαλίτσα. Αυτό που η πασιφανώς ασπαίρουσα λογική των θεσμών και των ντόπιων συνεργατών τους μας ζητάει να αποδεχτούμε δεν είναι καν «μία από τα ίδια»: είναι μια δεκαετής κόλαση όπου η Ελλάδα θα μοιάζει με τις Ανατολικές ή Βαλτικές Δημοκρατίες με τις οποίες τόσο βολικά μας συγκρίνουν, χωρίς όμως να έχουμε τις εκλεκτικές συγγένειες με τη μεγάλη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να μας χαϊδεύει πατρικά το κεφάλι. Θα είναι η χαρά του ανθύπατου. Πιθανόν, όταν ο τελευταίος εργάτης στραγγαλιστεί με τα άντερα του τελευταίου συνταξιούχου να έρθει η μνημονιακή άνοιξη.
Στην πορεία μπορεί να έγιναν και λάθη. Η απειλή της ανοιχτής ρήξης ίσως θα έπρεπε να έχει εκφρασθεί νωρίτερα, όταν υπήρχε ακόμη ρευστότητα και όταν δε θα μπορούσε να μας απειλήσουν με κλείσιμο των τραπεζών. Αλλά, αν μη τι άλλο, όσοι κατηγορούν τη κυβέρνηση από τα δεξιά, δεν μπορούν να έχουν παράπονο. Εξάντλησε κάθε δυνατό περιθώριο συμβιβασμού. Η αλήθεια είναι ότι όσο περισσότερο η κυβέρνηση έκανε παραχωρήσεις τόσο περισσότερο οι δανειστές αποθρασύνονταν διαπραγματευτικά. Όταν τέλος η κυβέρνηση γεφύρωσε με δικιά της πρωτοβουλία τα 9/10 της απόστασης, η άλλη πλευρά όχι μόνο δεν έκανε υποχώρηση στο να καλύψει το 1/10 –παρά τις εξωφρενικότητες που ακούστηκαν περί «γενναιόδωρης πρότασης»– αλλά στην πραγματικότητα ζήτησε και άλλες υποχωρήσεις. Ήταν πλέον φανερό ότι δεν υπήρχε ποτέ πρόθεση συμφωνίας ό,τι και να έδινε η κυβέρνησε, η αλήθεια είναι ότι οι θεσμοί δεν ήθελαν να συνεργασθούν με τους «κομμουνιστάς». Έπαιζαν ανερυθρίαστα το σενάριο της αριστερής παρένθεσης, ενώ στα μύχια της ψυχής τους σκέφτονταν μια κυβέρνηση «οικουμενική», «τεχνοκρατών» ή, όπως θα λέγαμε 70 χρόνια πριν, «κυβέρνηση δοσίλογων». Ας σημειωθεί ότι μετά το Eurogroup της 20/2/15 είχε συμφωνηθεί ότι η Ελλάδα είχε την απαραίτητη «ευελιξία» να υποκαταστήσει μέτρα του μνημονίου με άλλα ισοδύναμα. Για την ακρίβεια, στη συνέχεια των διαπραγματεύσεων οι θεσμοί – πρώην τρόικα – μας διαβεβαίωναν ότι η ευελιξία υποκατάστασης των ισοδυνάμων ήταν πάντοτε συστατικό χαρακτηριστικό του προγράμματος και ότι η Ιρλανδία μάλιστα είχε κάνει εκτενή χρήση αυτής της δυνατότητας. Αυτό βεβαίως που εννοούσαν ήταν όχι η υποκατάσταση πρέπει να έχει το ίδιο ταξικό πρόσημο. Όταν η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε μέτρα που δε θα επιβάρυναν και άλλο τους ώμους των δυσανάλογα πληγέντων ασθενέστερων τμημάτων του πληθυσμού, οι θεσμοί τα έκριναν αντιαναπτυξιακά. Με την ίδια λογική όσα μέτρα – οσονδήποτε τεκμηριωμένα – αφορούσαν στην μεγαλύτερη σύλληψη φορολογητέας ύλης και στην μείωση της εισφοροδιαφυγής αντιμετωπίζονταν ως «διοικητικά» τα οποία δε θα μπορούσαν από τη φύση τους να ποσοτικοποιηθούν και δεν γίνονταν δεκτά. Με την ίδια αυθαιρεσία απέρριπταν τις προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης για το ρυθμό μεγέθυνσης στην περίπτωση που υπήρχε συμφωνία, επιχειρηματολογώντας ότι είχαμε «φουσκώσει» τους αριθμούς για να μας «βγει» το πρόγραμμα. Αυτό που επιθυμούσαν ήταν «παραμετρικά» μέτρα που μίλαγαν την σκληρή γλώσσα των αριθμών. Η αριθμολαγνεία αυτή δεν εδράζονταν σε επιστημονικές βάσεις. Στο ΦΠΑ, π.χ., η απλή μέθοδος των τριών –«αν ένας ΦΠΑ σκάπτει μια τάφρον εις μίαν ημέραν»– που στηριζόταν στην εξωπραγματική υπόθεση της μηδενικής ελαστικότητας ζήτησης ως προς την τιμή, προκρινόταν της επιστημονικά ορθής μεθόδου που χρησιμοποιούσε οικονομετρικά εκτιμημένες αγοραίες ελαστικότητες για τον υπολογισμό της δημοσιονομικής επίπτωσης στις εισπράξεις.
Αντίθετα, ενώ έωλα και αίολα επιχειρήματα αντέκρουαν την αδυναμία ποσοτικοποίησης των διοικητικών μέτρων, η τυφλή ιδεοληπτική πίστη στον εξαγνιστικό και αναπτυξιακό ρόλο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων δεν γνώριζε όρια. Από πλευράς θεωρίας τίποτε δεν εμφανίζει λιγότερο ποσοτικοποιήσιμη σχέση από τη σύνδεση μεταρρυθμίσεων και ανάπτυξης. Τα ίδια τα κείμενα του ΔΝΤ [Κεφάλαιο 3, World Economic Outlook, Άνοιξη 2015] δεν στήριζαν την ύπαρξη έστω και ασθενούς ποσοτικής σχέσης. Εκεί όμως οι θεσμοί ήταν ιδιαίτερα επίμονοι. Τι χρειάζεται άραγε μια οικονομία για να μεγαλώσει; Μα φυσικά μια αγορά εργασίας πλήρως εστερημένη οποιασδήποτε ρύθμισης που προστατεύει τα πλέον στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα. Είναι σαφές ότι μια αγορά εργασίας με πάνω από 25% ανεργία, με πάνω από 20% αδήλωτη εργασία, με πτώση 30% του διάμεσου μισθού, όπου λιγότερο από το ένα δέκατο των ανέργων απολαμβάνει σχετικού επιδόματος είναι πιο ευέλικτη από έναν Κινέζο ακροβάτη. Είναι ο παράδεισος του διευθυντικού δικαιώματος. Τι παραπάνω ήθελαν οι θεσμοί και ειδικά το ΔΝΤ με το ψυχαναγκαστικό του κόλλημα; Θα φανταζόταν κανείς ότι τουλάχιστον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αντιπροσώπευε έναν κοινωνικό πολιτισμό που θα είχε ευαισθησίες ως προς τα εργασιακά δικαιώματα. Κάτι τέτοιο απείχε πολύ από την αλήθεια. Τους ένοιαζε δήθεν να προστατεύσουν τα δικαιώματα των αδυνάτων –των «εκτός»- απέναντι στους δυνατούς –τους «εντός». Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι αν κάποιος παίρνει 750 ευρώ το μήνα λόγω κατώτατου μισθού, τότε αυτός ο «δυνατός/ εντός», εμποδίζει τον «αδύνατο/ εκτός» να δουλέψει για 500 ευρώ. Φυσικά ο αγώνας δρόμου προς τον πάτο δεν προστατεύει κανέναν παρά μόνον αυτόν που σου πληρώνει τον μισθό. Αυτή η θλιβερή ταξική προσχηματικότητα σε όλα τα επίδικα ζητήματα ήταν παρούσα σε όλον τον χρόνο της διαπραγμάτευσης. Ήταν έναν συνδυασμός voodoo economics, ταξικού μίσους και ειλικρινούς επιθυμίας να καταλήξουν σε μια πρόταση που καμιά ελληνική κυβέρνηση – πολλώ δε μάλλον μια αριστερή κυβέρνηση – δεν θα μπορούσε να δεχτεί. Δεν αποτελούσε πρόταση για αποδοχή. Αποτελούσε πρόταση που θα επέτρεπε τη δημιουργία μιας κυβέρνησης εγκαθέτων δοσίλογων που οι πληρωμένοι κοντυλοφόροι της θα στόλιζαν με τα αξιότερα των επιθέτων περί ικανότητας, υπευθυνότητας, πατριωτισμού, ορθολογικότητας, σοβαρότητας στην ουσία άκρας οσφυοκαμψίας, γενόμενοι υπήκοοι μέχρι θανάτου. Οι τροϊκανοί καρπαζοεισπράχτορες θα αναγορεύονταν σε Κιγκινάτους τηλαυγείς αστέρες του πολιτικού στερεώματος. Αλλά όλοι ξέρουμε ότι άμα δεις μια πεταλίδα στη κορφή ενός βουνού – για να μεταχειριστώ έναν σαρκασμό του Εμμ. Ροΐδη – δεν ανέβηκε μόνη της εκεί, αλλά την ανέβασε ένας κατακλυσμός. Αν τελικά επικρατήσουν οι μηχανεύσεις των εξωλέστερων βυσσοδόμων τουλάχιστον οι αχρείοι ας μην επαίρονται ούτε να επιχαίρουν. Όλοι θα ξέρουμε τι τενεκέδες είναι.
Ας μην ακούμε τις μπούρδες για την Ελλάδα ως λίκνο του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αντί για τη δημοκρατία του Περικλή και τη λογική του Αριστοτέλη που αντιτάξαμε, εκείνοι προτίμησαν ως μέθοδο διαπραγμάτευσης το παράδοξο του Ζήνωνα και ως κατάληξη της συμφωνίας την κλίνη του Προκρούστη. Ένα ΟΧΙ, με όλα τα του ελαττώματα είναι η μοναδική λύση που έχει μπροστά του ο Έλληνας ψηφοφόρος. Παρά τους κρωγμούς και τις οιμωγές, τα σχετλιαστικά βαβαιάξ των ολολυζόντων και ολοφυρομένων υπεύθυνων της καταστροφής που έχει ενσκήψει, οι πολίτες πρέπει να πετάξουν τις ρημάδες τις Ιερεμιάδες τους στις χωματερές των πολιτικών επιχειρημάτων και να δώσουν στην κυβέρνηση το βασικό όπλο που έχει στο οπλοστάσιο της: τη χαλύβδινη υποστήριξη ενός λαού που δεν έχει πλέον λόγο να υποφέρει άδικα.
No comments:
Post a Comment