ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΙΚΗ “ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ”
ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΤΣΑΚΙΡΗ
Η τεχνοκρατία ως η κυριαρχία των ειδικών στην
τεχνολογία και τις κοινωνικές επιστήμες αποτέλεσε μια πρώτη θεωρητική και
πολιτική απάντηση στο ερώτημα τι μπορεί να γίνει στην περίπτωση των σύγχρονων
κοινωνιών που έχουν καταστεί πολύπλοκες και είναι δύσκολη η διακυβέρνησή
τους με τις παραδοσιακές μορφές της εκλεγμένης πολιτικής ηγεσίας.
Πώς, όμως, διαμορφώθηκε αυτή η άποψη και ποιες είναι
οι συνέπειες μιας τέτοιας λογικής αν ακολουθηθεί στο πολιτικό και στο κοινωνικό;
O Thorstein Veblen υποστήριζε μια υλιστική αντίληψη για
τη διαμόρφωση της κοινωνίας. Θεωρούσε ότι τα μέλη μιας κοινωνίας, δηλαδή οι
πολίτες της, είναι οι διαμορφωτές της με
τους τρόπους με τους οποίους προσπαθούν να κερδίσουν τα προς το ζην. Αντίθετα
από τον Καρλ Μαρξ, θεωρούσε ότι δεν είναι η εργασία αλλά η τεχνολογία και οι
βιομηχανικές τέχνες που αποτελούν τους δημιουργικούς μοχλούς της κοινωνίας.[1]
Επιπλέον, διέκρινε την αντίθεση μεταξύ των παραδοσιακών ιδιοκτητών των
επιχειρήσεων που ενδιαφέρονται κυρίως για τη μεγιστοποίηση του κέρδους και την
περίοπτη κατανάλωση από την μια πλευρά και των μηχανικών και λοιπών τεχνιτών
της βιομηχανίας που ενδιαφέρονται για την αποδοτικότητα αυτή καθαυτή και για
την παραγωγή για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών από την άλλη πλευρά. Έχοντας
κατά νου αυτή τη θετική έννοια της τεχνοκρατίας ο Veblen πρότεινε τη σύσταση
των «σοβιέτ των τεχνικών» για να αναλάβουν την εξουσία και να διαχειριστούν το
βιομηχανικό οικονομικό σύστημα ορθολογικά και αποδοτικά. [2]
Αυτή η πρόταση στηρίχθηκε στη νευραλγική θέση που κατέχουν μηχανικοί και
τεχνικοί στο ίδιο το βιομηχανικό καπιταλιστικό σύστημα και στη γνώση τους τόσο
για τη λειτουργία όσο και για τη διόρθωση ή το μετασχηματισμό του. Αν αυτή η
πρόταση φάνταζε «υπερεπαναστατική» για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, δεν
συνέβαινε το ίδιο με τις προτάσεις των περισσότερων νέων επιστημόνων και
πολιτικών καθώς μετά την πρώτη εμφάνιση του κοινωνικού κινήματος υπέρ της
τεχνοκρατίας στη δεκαετία του 1920 διαδόθηκαν ευρέως τεχνοκρατικές ιδέες και
αντιλήψεις. Στη διάρκεια της Προοδευτικής Εποχής και του New Deal στις ΗΠΑ του
Φ. Ρούζβελτ και στη Δυτική Ευρώπη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την
εγκαθίδρυση του κράτους πρόνοιας, για την επέκταση του διοικητικού μηχανισμού
του κράτους χρειαζόταν μεγάλης κλίμακας συντονισμός πόρων και έμπειρων και
καταρτισμένων τεχνικών. Το κίνημα δεν προχώρησε, όμως, πολύ μακριά ώστε να
απαιτήσει την υποχρεωτική εγκατάσταση των τεχνικών και των επιστημόνων στα
υπουργεία αλλά, τουλάχιστον, τη χρήση στη διακυβέρνηση των ίδιων μεθοδολογικών
κριτηρίων: ιδεολογική ουδετερότητα και χρήση μεθόδων συλλογής δεδομένων και
τεκμηρίων που θα συνέβαλλαν στην παραγωγή σύγχρονων τεχνολογιών.
Ταυτόχρονα με την έναρξη της εφαρμογής της
τεχνοκρατικής λογικής, άρχισαν οι κριτικές και οι επικριτικές έως και
δυστοπικές αναλύσεις και καταγγελίες. Η πρώτη αυστηρή κριτική ασκήθηκε από τον
θεωρούμενο πραγματιστή και φιλελεύθερο (κατ’ άλλους συντηρητικό) Ισπανό
φιλόσοφο Ortega Y Gasset, ο οποίος απέρριπτε την ορθολογισμό γιατί θεωρούσε ότι
συνέχεε τη λογική με την κατάχρησή της και τόνιζε επίσης ότι οι τεχνικοί και οι
επιστήμονες δεν πρέπει να εγκλωβίζονται στη στενή εξειδίκευσή τους αλλά να
διαθέτουν ευρύτητα πνεύματος και παιδείας. Κατ’ αυτόν, οι χώρες πρέπει να
διοικούνται από τις πνευματικές ελίτ για να αποφεύγεται η «παρακμιακή» επιρροή
λόγω του ελέγχου των μαζών («μαζανθρωποι») επί των τεχνών και του κράτους. Θεωρούσε,
ωστόσο, απίθανη την τελική επικράτηση της τεχνοκρατίας για το λόγο ότι εξ
ορισμού οι μηχανικοί δεν μπορούν να κυβερνήσουν καθώς χρήσιμοι και
αξιολάτρευτοι αλλά «αθεράπευτα δευτερεύοντες», δηλαδή «μαζάνθρωποι».[3]
Για τον ίδιο
λόγο ο Clive Staples (C.S.) Lewis παρατήρησε ότι εάν κάποιος θέλει σήμερα να
κυριαρχήσει στην κοινωνία αυτός μπορεί να το κάνει με το ένδυμα της επιστήμης για
να καλύψει τις πραγματικές προθέσεις του και απηύθυνε προειδοποίηση: « …η νέα
ολιγαρχία πρέπει ολοένα και περισσότερο να βασίζει την αξίωσή της να μας
προγραμματίζει στην επίκληση της γνώσης (…) Αυτό σημαίνει ότι ολοένα και
περισσότερο πρέπει να εξαρτώνται από τις συμβουλές των επιστημόνων, ώσπου στο
τέλος οι ίδιοι οι πολιτικοί να καταλήξουν να γίνουν πιόνια των επιστημόνων.(…)
Τώρα, φοβάμαι τους ειδικούς στην εξουσία γιατί είναι ειδικοί που ομιλούν εκτός
του πεδίου των ειδικών αντικειμένων τους. Ας μας μιλήσουν οι επιστήμονες για
τις επιστήμες».[4]
Ασκήθηκε επίσης κριτική ότι, ειδικά στις ΗΠΑ, η τεχνοκρατία αποτελεί μια από
τις λιγότερο εξελιγμένες μορφές πρωτόγονων Αμερικανικών διευθυντικών
ιδεολογιών. Αυτό σήμαινε ότι εξαιτίας της επερχόμενης «επανάστασης των
διευθυντών» θα μειώνονταν οι εξουσίες και η δύναμη των υφιστάμενων θεσμών και
ιδεολογιών στην καπιταλιστική κοινωνία, θα ελέγχονταν οι μάζες κατά τρόπο ώστε
να αποδέχονται την κυριαρχία των διευθυντών και των τεχνοκρατών ως φυσικό
φαινόμενο. Όμως, όπως υποστήριξε ο πρώην τροτσκιστής David Burnam, όχι μόνο στο
σύγχρονο καπιταλισμό, αλλά και σε άλλα κοινωνικά ή πολιτικά καθεστώτα της
εποχής (κομμουνισμό, φασισμό), η δύναμη μετατοπίζεται συνεχώς από την
ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, ιδιωτική ή κρατική, στους μάνατζερ των
επιχειρήσεων, έτσι ώστε η ίδια η δυναμική αυτών των συστημάτων οδηγεί στη
μεταλλαγή τους. Η υπόθεση περί της «τεχνολογικής ελίτ» που θα κατακυρίευε τον
κόσμο έγινε κυρίαρχη αργότερα. Ξεκινώντας από την ακραία δυστοπική θεωρία του
George Orwell για την κοινωνία του πανοπτικού ελέγχου του «1984»[5]
και φτάνοντας στην άλλη ακραία διατύπωση του David Burnam [6]περί
«τεχνολογικού απαρτχάιντ» εκφράστηκαν μια σειρά από κοινωνικές φοβίες.
Πέραν τούτων, η τεχνοκρατία αποτελεί ένα σύνθετο τύπο
οργανωτικού ελέγχου, που ενσωματώνει ορισμένες από τις όψεις των προγενέστερων
μορφών ελέγχου (τεχνικός, γραφειοκρατικός, επαγγελματικός. Ως επί το πλείστον
συναντάται σε χώρους εργασίας που είναι προηγμένοι τεχνολογικά (π.χ. τράπεζες,
τηλεπικοινωνίες, ενέργεια κλπ.). Τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα αυτού του
είδους επιχειρηματικής οργάνωσης είναι:
Α) πόλωση μεταξύ «ειδικών» και «μη ειδικών»
Β) ισοπέδωση των γραφειοκρατικών ιεραρχιών
Γ) αποσάρθρωση των εσωτερικών κλιμάκων θέσεων εργασίας
Δ) αυξανόμενη έμφαση στα προσόντα και στο διαχωρισμό
τους
Ε) αυξανόμενη στήριξη στην τεχνική δαημοσύνη ως
πρωταρχικής προέλευσης νομιμοποίησης
ΣΤ) ευέλικτες διαμορφώσεις συγκέντρωσης/αποκέντρωσης
Ο όρος «τεχνοκρατία» επανεμφανίστηκε στη δεκαετία του
1960 στις κριτικές εναντίον αυτών των όψεων της σύγχρονης τεχνολογικής
κοινωνίας τόσο από διανοούμενους όσο και από τα κοινωνικά κινήματα (φοιτητικό,
εργατικό, οικολογικό, αντιπυρηνικό κ.α.).
Επισημάνθηκε από ορισμένες κριτικές ότι οι τεχνοκράτες αναλαμβάνουν
ολοένα και σημαντικότερους ρόλους και θέσεις εξουσίας χωρίς να έχουν επιλεχθεί
από δημόσια καθολική ψηφοφορία και λαϊκή νομιμοποίηση και δίχως να διαθέτουν
επαρκή «ηθική φαντασία» για να ασκούν υπεύθυνα την εξουσία και να
ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας. Έτσι, τέθηκε υπό διερεύνηση ο
τρόπος με τον οποίο οι τεχνικές λογικές αντικαθιστούν την πολιτική λήψη
αποφάσεων σε τομείς όπως η απασχόληση ή η δημόσια υγεία και πρόνοια. Τέλος,
πολλοί θεωρητικοί και πολιτικοί έχουν προειδοποιήσει για την «αποικιοποίηση»
της κοινωνικής ζωής από τεχνικές λογικές σε ζητήματα που είναι κατεξοχήν
πολιτικά και αφορούν τις βασικές αρχές τις οποίες επιλέξουν οι κοινωνίες για να
ζήσουν και να αναπτυχθούν.
Ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα του προβλήματος και της λογικής που διέπει την
τεχνοκρατία είναι η ακόλουθη είδηση που ήλθε πριν από οχτώ στη θυρίδα του
ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του γράφοντος: «NEWS ALERT from The Wall Street
Journal, Aug. 17, 2006. Ford, under pressure
to speed up its restructuring after reporting a $254 million loss in the second
quarter, is looking to close more factories, eliminate more white-collar jobs
in North America to cut salaried costs by another 10% to 30%, and scale back
benefits, say people familiar with the auto maker’s plans. The cuts would be on
top of previously announced reductions.» Ούτε λίγο-ούτε πολύ, η σύντομη είδηση μας
έλεγε ότι επειδή σε ένα τριμηναίο απολογισμό, η ισχυρότερη βιομηχανία
αυτοκινήτων πλανήτη που ίδρυσε ο Ford παρουσίασε ζημιές, θα αχρηστευθούν θέσεις
εργασίας, ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, θα περικοπούν μισθοί και επιδόματα
γιατί η τεχνοκρατική λογική που διέπει τη σκέψη και την πολιτική των μετόχων
και των διευθυντών αφήνει έξω από την οπτική της τους πραγματικούς ανθρώπους
και τα πραγματικά προβλήματά τους. Την αμέσως επόμενη ημέρα ήρθε το sequel της είδησης και, όπως κάθε sequel που σέβεται την «παράδοση» του Hollywood, ήταν χειρότερο από το πρώτο: «Ford announced plans to reduce its North American
fourth-quarter production by 21%, or 168,000 units, as it tries to accelerate
its Way Forward plan. The auto maker is also cutting third-quarter output and
said it will unveil further moves in September. People familiar with its plans
say Ford is looking to close more factories and cut salaried jobs and
benefits.» Οπότε τίθεται το βασικό ερώτημα του κατά ποίον τρόπο
μπορεί να διατηρούνται οι δημοκρατικές αξίες της κοινωνίας όταν η επιστήμη και
η τεχνολογία καθίστανται ολοένα και πιο πολύ κυρίαρχοι θεσμοί; Εντοπίζονται
ισχυρές συγκρούσεις μεταξύ της αντίληψης της «αποδοτικότητας» (“efficiency”)
και της δημοκρατικής ιδεολογίας. Αντιπαρατίθενται έτσι από τη μια μεριά ο
προσδιορισμός των προβλημάτων ως τεχνικού χαρακτήρα για την επίλυση των οποίων
πρέπει να επιλαμβάνονται οι «ειδικοί» και από την άλλη τα ιδεώδη της συμμετοχής
των πολιτών στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων.
Αυτή η συζήτηση συνέπεσε με την εμφάνιση των απόψεων
περί «τέλους της ιδεολογίας» και «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» και με τον
«εξορθολογισμό» της πολιτικής με την αυξανόμενη σημασία της τεχνικής
δαημοσύνης. Σύμφωνα με τη θεωρία της περί «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» του Daniel Bell έχει επέλθει «η τελική κατίσχυση του τομέα των
υπηρεσιών έναντι της βιομηχανίας» με αποτέλεσμα την απόδοση κεντρικής θέσης
στην πληροφορία και τη θεωρητική γνώση, οι φορείς της οποίας ελέγχουν
αποφασιστικά τις καινοτομίες που συντελούνται στο χώρο μιας νέας πνευματικά
προσδιορισμένης τεχνολογίας. Έτσι, στην εν λόγω κοινωνία επικρατούν αριθμητικά
οι πνευματικά εργαζόμενοι (knowledge workers) ενώ μειώνεται ο αριθμός των
χειρωνακτών και των ανειδίκευτων εργαζομένων.[7]
Η ιδεολογία της μεταβιομηχανικής κοινωνίας είναι η
τεχνική ορθολογικότητα στην οικονομία, στην κοινωνία και στην πολιτική.
Κυρίαρχοι είναι οι τεχνοκράτες, οι σχεδιαστές/προγραμματιστές και οι
επιστήμονες. Οι τεχνοκράτες ασκούν εξουσία ένεκα της τεχνικής δαημοσύνης τους.
Η ανάδειξή τους σε θέσεις, τυπικής ή άτυπης εξουσίας σηματοδοτεί την ανάδειξη
της αποδοτικότητας, της εργαλειακότητας και του πραγματισμού ως λογικών
επίλυσης προβλημάτων. Επιπλέον, επιταχύνεται η «μηχανή του χρόνου» και
μειώνονται εντυπωσιακά τα μεσοδιαστήματα μεταξύ της έναρξης μιας αλλαγής και
της εφαρμογής της, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να προεξοφλούν την αλλαγή, να
υπολογίζουν την πορεία της κατεύθυνσής της και τις επιπτώσεις της, να την
ελέγχουν και να την διαμορφώνουν ανάλογα με τους προκαθορισμένους σκοπούς.
[1] Veblen Thorstein (1994) [1899]. The Theory of the Leisure Class: An Economic Study of Institutions. New York,
NY: Penguin Books. [Veblen Thorstein (1982)
Η θεωρία της αργόσχολης τάξης: Η οικονομική μελέτη των θεσμών. Αθήνα: Εκδ. Κάλβος.]
[2] Veblen Thorstein (2001)
[1921] The Engineers and the Price System.
Kitchener, Ontario: Batoche Books.
[3] Y Gasset Ortega (1994) [1930]
The Revolt of the Masses. New York,
NY: W. W. Norton & Company http://pinkmonkey.com/dl/library1/revolt.pdf
[Ορτέγα υ Γκασσέτ (2010) H εξέγερση των μαζών. Αθήνα: Εκδ. Αρμός.]
[5] George Orwell (1949) Nineteen Eighty-Four. London, UK: Secker
& Warburg [Τζωρτζ Οργουελ (1978) 1984.Αθήνα: Εκδ. Κάκτος.]
[6] Burnam David (1972) [1941] The Managerial Revolution. Westport, CT:Greenwood
Press [David Burnam (1990) Η επανάσταση των διευθυντών. Αθήνα: Εκδ. Κάλβος.
[7] Bell Daniel (1973)The Coming of Post-Industrial Society: A
Venture in Social Forecasting. New York, NY: Basic Books.