ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
του Θανάση Τσακίρη
Σε
γενικές γραμμές η πλουραλιστική θεωρία λέει ότι η κοινωνία είναι ένας αγώνας ανταγωνιστικών
ομάδων μέσα σε μια αρένα με διαιτητή το κράτος. Το κράτος αποτελεί
θεσμοθετημένη δύναμη και εξουσία και είναι ο υπέρτατος θεματοφύλακας της
αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στη σύγχρονη κοινωνία, ανοίγοντας το δρόμο ώστε
από τις εντάσεις να προκύψει πολιτικός ανταγωνισμός και πλουραλιστική
δημοκρατία. Το κράτος δεν εξυπηρετεί ούτε τα δικά του συμφέροντα ούτε αυτά μιας
και μοναδικής ομάδας ή τάξης. Το κράτος μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο
διαπραγμάτευσης ή μεσολάβησης. Κύριο καθήκον του κράτους είναι να εξισορροπεί
τα συμφέροντα ενός πλήθους ανταγωνιστικών ομάδων, να εκπροσωπεί τα συμφέροντα
της κοινωνίας στο σύνολό της, συντονίζοντας τις υπόλοιπους σημαντικούς θεσμούς.
Η πρωταρχική λειτουργία του είναι να προωθεί
την αρμονία στο πλαίσιο του συστήματος για να εξασφαλίζει την ισορροπία και την
τάξη ή να επιτηρεί τις συγκρούσεις συμφερόντων. Από αυτούς τους ρόλους, το κράτος
είναι σε θέση να θεσμοθετεί την κυριαρχία του και να διατηρεί την τάξη στην
κοινωνία. Διαχωρισμός της κυβερνητικής εξουσίας: πληθώρα ανταγωνιζόμενων κυβερνητικών
φορέων, διευθύνσεων και τοπικών αρχών, την ύπαρξη πολιτικών κομμάτων. Έτσι τα
άτομα και οι ομάδες μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους διάφορα σημεία πρόσβασης
στους φορείς λήψης αποφάσεων.
Οι ΗΠΑ, όπου ο πλουραλισμός απαυγάζει αποτελώντας τη
θεωρία της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας, απεικονίζονται ως το κύριο
παράδειγμα «καλής κοινωνίας». Το πλουραλιστικό μοντέλο γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη
στο χώρο της πολιτικής επιστήμης, παρότι στηρίζεται ουσιαστικά σε ορισμένες
κοινωνιολογικές αρχές και προσανατολίζεται μεθοδολογικά προς τις μικρές ομάδες.
Οι πλουραλιστές μελετούν τις μικρές αυτές ομάδες προσώπων και προσπαθούν να τις
γενικεύσουν στο κοινωνικό επίπεδο. Την ομάδα ως μονάδα ανάλυσης όρισε πρώτος ο
Ντέηβιντ Τρούμαν[1]στηριζόμενος
σε μεγάλο βαθμό στο έργο του Άρθουρ Μπέντλευ ο οποίος τονίζει χαρακτηριστικά
ότι «η ισορροπία των πιέσεων των ομάδων είναι η υφιστάμενη κατάσταση της
κοινωνίας».[2]
Η πολιτική δεν μπορεί να εξηγηθεί με όρους αισθημάτων, στάσεων ή ιδεών στο
βαθμό που αυτοί απορρέουν από την ζωή των ομάδων˙ ούτε μπορεί να εξηγηθεί με
την μελέτη των ηγετών αφού αυτοί εκφράζουν τα συμφέροντα των ομάδων, η δε
συμπεριφορά τους δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή παρά μόνο από την οπτική των
ομάδων οι οποίες αποτελούν τις βασικές μονάδες ανάλυσης λόγω των ομοιομορφιών
συμπεριφοράς που χαρακτηρίζουν τα μέλη τους. Αυτές οι ομοιομορφίες πηγάζουν από
τις σχέσεις ή τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μελών της ομάδας. Ο Τρούμαν
κάνοντας λόγο για ισορροπία των «θεσμοποιημένων ομάδων» δεν εννοεί ότι πάντοτε
βρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση χωρίς να διατυπώνουν αξιώσεις επί άλλων
ομάδων. Όταν προβαίνουν στη διατύπωση των αξιώσεων διαμορφώνονται ως «ομάδες
συμφερόντων». Τα συμφέροντα που υπερασπίζονται οι ομάδες είναι οι κοινές
νοοτροπίες και οι μορφές συμπεριφοράς που συνεπάγονται αυτές οι νοοτροπίες.
Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να διακρίνει κανείς εν δυνάμει ομάδες συμφερόντων εκεί
όπου ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων συμμερίζεται κοινές νοοτροπίες ακόμη και
χωρίς να είναι οργανωμένοι σε μια ομάδα συμφέροντος. Αν όμως απειληθούν τα
συμφέροντά τους, τότε είναι πιο πιθανό να οργανωθούν.
Μια ακόμη έννοια που συνεισέφερε ο Τρούμαν στην
πολιτική ανάλυση είναι αυτή των «ενώσεων», που προκύπτουν από τις «εφαπτόμενες
ομάδες» (tangent
groups).
Αυτή η έννοια είναι ιδιαίτερα ασαφής καθώς αναφέρεται μεν σε ομάδες που
αποτελούνται από ανθρώπους τους οποίους φέρνουν σε επαφή οι σχέσεις τους με
τρίτους, π.χ. εργοδότες που οι εργάτες τους ανήκουν στο ίδιο συνδικάτο, αλλά
αυτό δεν σημαίνει ότι αν δεν υπήρχε η σχέση με τους τρίτους δεν θα ήταν δυνατή
η ύπαρξη της ένωσης, καθώς τίποτε δεν εμποδίζει π.χ. τους εργοδότες να είναι
ενωμένοι και οι εργάτες τους να ανήκουν σε διαφορετικά συνδικάτα. Το βασικό
πρόβλημα αυτής της έννοιας είναι ότι δεν αντιμετωπίζει τη δυσκολία της
γεφύρωσης του κενού μεταξύ των μικρών ομάδων και της κοινωνικής δομής.
Πώς ορίζουν οι πλουραλιστές το κράτος και την
εξουσία; Αυτό είναι ένα αναπάντητο ερώτημα. Δεν δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην
φύση της κυβερνητικής εξουσίας ούτε και στα πρόσωπα που την απαρτίζουν.
Αντίθετα, την θεωρούν μια διαφοροποιημένη αντιπροσωπευτική ομάδα που εκτελεί
τις κυβερνητικές λειτουργίες για λογαριασμό των υπολοίπων μελών της κοινωνίας.
Συνεπώς, σύμφωνα με τη λογική τους, η κυβέρνηση δεν διαθέτει ιδιαίτερη
ελευθερία δράσης˙ βρίσκεται πολύ συχνά σε θέση τέτοια ώστε είναι υποχρεωμένη να
αντιδρά σε πρωτοβουλίες και πιέσεις άλλων ομάδων. Ιδιαίτερα για το ρόλο του
Προέδρου των ΗΠΑ, ο Τρούμαν τονίζει ότι «…ενεργεί προσπαθώντας συνεχώς να
διευθετεί τα ποικίλα συμφέροντα στο πλαίσιο του έθνους». Θεωρεί ότι ο Πρόεδρος
περιορίζεται από το Κοινοβούλιο που ασκεί τον έλεγχό τους σε κρατικές υπηρεσίες
και υπουργεία. Το Κοινοβούλιο με τη σειρά του ενεργεί επηρεαζόμενο από τις
διάφορες ομάδες.
Το ότι οι πλουραλιστές αναφέρονται στο ρόλο των
μικρών ομάδων, αυτό δεν σημαίνει ότι τελικά δεν αποδέχονται εμμέσως απόψεις
τόσο των θεωρητικών των ελίτ όσο και των κοινωνικών τάξεων. Θεωρούν και αυτοί
ότι υπάρχει μια «ενεργός μειοψηφία» που εκτελεί τις καθημερινές λειτουργίες και
διευθύνει τις διαδικασίες διακυβέρνησης μιας κοινωνίας ή μιας μικρότερης
ομάδας. Αυτοί αποτελούν την ομάδα των «πολιτικών ανθρώπων» κατά τον Ρόμπερτ
Νταλ.[3]
Οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν τους ηγέτες των ομάδων, ιδιαίτερα των ομάδων
πίεσης. Στο ερώτημα του «Ποιος κυβερνά;» απαντά ο ίδιος ο Νταλ: «οι
περισσότερες από τις ενέργειες της κυβέρνησης μπορούν να εξηγηθούν…ως το
αποτέλεσμα των αγώνων μεταξύ ομάδων ατόμων με διαφοροποιούμενα συμφέροντα και
με διαφορετικούς σε μέγεθος πόρους επιρροής». Ουσιαστικά, κατά τον Νταλ, παρά
την ανισότητα στους πόρους, οι ηγέτες και οι μάζες κυβερνούν από κοινού. Εδώ φαίνεται
η πρώτη κριτική αναθεώρηση της πλουραλιστικής θεωρίας καθώς υπονοείται ότι
υπάρχουν πολιτικές και κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των ομάδων με συνέπεια να
υπερισχύουν οι ηγεμονικές. Ένα ακόμη ερώτημα που διαφοροποιεί είναι το κατά
πόσο εύκολα μεταφέρεται εξουσία από ένα τομέα της κοινωνίας σε έναν άλλο. Στο
ερώτημα αυτό ο Άρνολντ Ρόουζ απάντησε ισχυριζόμενος ότι δεν είναι ίδιες οι
εξουσίες μεταξύ τους καθώς άλλοι ασκούν πολιτική εξουσία, άλλοι οικονομική και
άλλοι ασκούν εξωτερική πολιτική ή πολιτική για την παιδεία.[4]
Αντίθετα, άλλοι διακεκριμένοι στοχαστές με αναφορά στην θεωρία των ελίτ, όπως ο
Κ. Ράιτ-Μιλς, τόνισαν ότι η εξουσία ενοικεί με ενιαία μορφή στις ανώτατες
βαθμίδες της κρατικής πυραμίδας και των κοινωνικών θεσμών˙ η ελίτ της εξουσίας
- οικονομική, πολιτική και στρατιωτική – προέρχεται και διαιωνίζεται από μία
κοινωνική τάξη, δηλαδή την ανώτερη.[5]
Εμπνεόμενες από τον Μιλς ορισμένες τάσεις στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς
χρησιμοποίησαν τον όρο ελίτ στις δικές τους αναλύσεις˙ π.χ. τονίστηκε ότι στα
χέρια των ελίτ συγκεντρώθηκε η εξουσία ως αποτέλεσμα της εγκαθίδρυσης του
συστήματος της οικονομίας της αγοράς, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των
συναφών μορφών ιεραρχικής δομής.[6]
Πώς μπορούμε να συνοψίσουμε τις κριτικές που απευθύνθηκαν
στον πλουραλισμό; Πρώτα απ’ όλα αποτελεί απολογία υπέρ του στάτους-κβο,
υπεράσπιση του ισχύοντος πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ, τοπικιστική επικέντρωση
που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ευρέως. Στην πραγματικότητα οι εθελοντικές
ενώσεις του πλουραλισμού δεν αποτελούν παρά ένα ακόμη επίπεδο της
γραφειοκρατίας. Επίσης, στην πράξη, οι ΗΠΑ δεν αποτελούν μια κοινωνία όπου όλοι
είναι οργανωμένοι σε ομάδες˙ αντιθέτως, λίγοι είναι μέλη τους και, ως επί το
πλείστον, προέρχονται από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα των πλουσίων και
εκπαιδευμένων λευκών. Οι εθελοντικές ενώσεις στις οποίες αναφέρονται οι
συγκεκριμένοι πλουραλιστές δεν αποτελούν πολιτικές ομάδες αλλά κοινωνικές,
πολιτιστικές κλπ που δεν διακρίνονται για την εντελώς δημοκρατική λειτουργία
τους καθώς είναι γραφειοκρατικά και ιεραρχικά δομημένες. Οι πόροι και η ισχύς
των ενώσεων είναι άνιση στο θεσμικό επίπεδο (μεγαλοεπιχειρηματικές ενώσεις σε
σχέση π.χ. με τα συνδικάτα. Το κράτος δεν είναι ένας ουδέτερος μεσολαβητής. Οι
πλουραλιστές θεωρούν ότι υπάρχει ευρεία συναίνεση στους κανόνες του πολιτικού
παιχνιδιού παραβλέποντας την πραγματικότητα της άρνησης αποδοχής του που
παρουσιάζεται είτε με τη μορφή της αποχής στις προεδρικές εκλογές είτε με τη
μορφή της ειρηνικής ή βίαιης κινητοποίησης των κοινωνικών κινημάτων της
εργατικής τάξης, των μειονοτήτων, των γυναικών, της νεολαίας και των
οικολογικών οργανώσεων. Κι αυτό γιατί στη σκέψη τους δεν υπάρχει χώρος για τις
κοινωνικές τάξεις και για την παρέμβαση και συμμετοχή των μαζών στην πολιτική.
Οι πλουραλιστές εστιάζουν τους φακούς της ανάλυσής τους περισσότερο στην
πολιτική της κυβέρνησης και των δημοσίων θεσμών αφήνοντας εκτός οπτικής γωνίας
την πολιτική του ιδιωτικού τομέα. Είναι απορροφημένοι με την ανάλυση των
τυπικών πολιτικών θεσμών και αγνοούν τη διάσταση μεταξύ των υποθετικών και των
πραγματικών λειτουργιών τους υπό συνθήκες καπιταλισμού.
[1] Βλ. Truman
D. (1951) The Governmental Process: Political Interests and Public Opinion,
New York: Knopf.
[2] Βλ. Bentley
A. (1967) The Process of Government, Cambridge, Mass.: The Belknap Press
of Harvard University Press.
[6] Βλ. Fotopoulos T. (2001) «What
is Inclusive Democracy?», in Barry Jones (ed) Routledge Encyclopedia of
International Political Economy, London: RJ Routledge.
No comments:
Post a Comment