Βία και κοινωνική δράση στην Ελλάδα και την Αργεντινή - Με αφορμή τα Δεκεμβριανά του 2008
Ημερομηνία δημοσίευσης: 09/12/2012
της Μαρίνας Πρεντουλή
Τέσσερα χρόνια μετά τα Δεκεμβριανά του 2008, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς κρίσης και τα περιστατικά εξεγερσιακής βίας, αν και όχι γενικευμένα ακόμα, είναι πιθανόν να πληθύνουν. Τον Δεκέμβρη του 2008, τα κυβερνητικά κέντρα και τα ΜΜΕ κατηγόρησαν τον ΣΥΡΙΖΑ ως υποκινητή-υπερασπιστή της «άλογης», κατ’ εκείνους, βίας. H δολοφονία του νεαρού Γρηγορόπουλου από αστυνομικό, γεγονός όχι πρωτοφανές για την ελληνική πραγματικότητα, πυροδότησε τότε κύμα διαδηλώσεων, καταλήψεων και χάπενινγκ, βίαιων και μη. Τα βίαια επεισόδια, αυτά που κέρδισαν περισσότερο τηλεοπτικό χρόνο και την κατακραυγή των υπερασπιστών του καθεστώτος, άρχισαν το βράδυ της δολοφονίας στα Εξάρχεια, συνεχίστηκαν την επομένη, Κυριακή 7 Δεκεμβρίου με την πορεία προς τη ΓΑΔΑ, ενώ έως τη Δευτέρα είχαν επεκταθεί γεωγραφικά και διευρυνθεί ποιοτικά, αφού σημειώθηκαν πλήθος μαθητικών καταλήψεων και επιθέσεων σε αστυνομικά τμήματα, σε πολλές συνοικίες της Αθήνας και άλλων πόλεων. Με αφορμή την επέτειο του Δεκέμβρη, και ενώ η πολιτική λιτότητας στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχει εντείνει την πολιτική και κοινωνική κρίση, το θέμα της συλλογικής βίας παραμένει στο προσκήνιο.
Η βία και το πλήθος στις κοινωνικές επιστήμες.
Τα ΜΜΕ, κατά την κάλυψη των δεκεμβριανών γεγονότων, προσπάθησαν να κάνουν διαχωρισμό μεταξύ των «νόμιμων» και «ειρηνικών» μαθητικών κινητοποιήσεων, και εκείνων που ήταν βίαιες, «αντιδημοκρατικές» και «παράλογες», οι οποίες απέρρεαν από τις ενέργειες των «λούμπεν» στοιχείων. Ο τεχνητός διαχωρισμός έπεισε βέβαια μόνο εκείνους που δεν ένιωσαν οργή, ή αυτό που ονομάζουμε «ηθικό σοκ» (moral shock), για την ψυχρή δολοφονία ενός μαθητή από αστυνομικό, υπάλληλο του υπουργείου «Προστασίας του Πολίτη», καθώς και εκείνους που κατάφεραν να καταπιέσουν μνήμες παρόμοιων περιστατικών, που, κατόπιν νόμιμων διαδικασιών, καταλήγουν συνήθως στην αθώωση των ενόχων.
Μια άλλη διαχωριστική γραμμή, στις κοινωνικές επιστήμες, διαφοροποιεί τις «συμβατές» από τις «μη συμβατές» διαμαρτυρίες. Ο διαχωρισμός στηρίζεται στον συλλογισμό ότι οι διαμαρτυρίες και τα κοινωνικά κινήματα (ως συμβατές μορφές διαμαρτυρίας) έχουν συγκεκριμένους στόχους, κάποιο βαθμό οργάνωσης και απαρτίζονται από συνειδητά υποκείμενα. Οι αυθόρμητες, βίαιες μορφές διαμαρτυρίας, μην έχοντας αυτά τα χαρακτηριστικά, εξοστρακίζονται στη σφαίρα του «παθολογικού». Κατά την προσέγγιση αυτή, οι βίαιες διαδηλώσεις ως μορφές συλλογικής δράσης υποδηλώνουν παθολογική κοινωνική συμπεριφορά, πιθανόν υποκινούμενη από προβοκατόρικες ενέργειες, αλλά σίγουρα ενταγμένη στο πλαίσιο της μη ορθολογικής, ίσως και ζωώδους, συμπεριφοράς.
Αυτό το πλαίσιο κατανόησης της βίαιης συλλογικής δράσης έχει τις ρίζες του στις γνωστές αναλύσεις του Λεμπόν, τον 19ο αιώνα. Το πλήθος της βίαιης συλλογικής δράσης μετατρέπεται σε πρωτόγονο ον, τόσο καταστροφικό που ακόμα και αυτό το ένστικτο της αυτοσυντήρησης υποχωρεί. Από τότε το «ταμπού» της βίαιης συλλογικής συμπεριφοράς παραμένει κραταιό, παρά τις προσπάθειες διαφόρων θεωρητικών ρευμάτων, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1970, να επανεντάξουν τη βίαιη συλλογική συμπεριφορά στη σφαίρα του ορθολογισμού. Ένας από τους λόγους που κάνει τις τελευταίες απόπειρες λιγότερο πειστικές είναι η έμφαση που δίνουν στα συνειδητά «συμφέροντα» των υποκειμένων ως παραγόντων δραστηριοποίησης.
Σε σχέση με τον Δεκέμβρη του 2008, ούτε το πλαίσιο του ορθολογισμού και σίγουρα ούτε το πλαίσιο της ζωώδους, άλογης βίας είναι σε θέση να εξηγήσουν τα γεγονότα. Ίσως οι απαντήσεις αρχίσουν να διαφαίνονται αν εστιαστεί κανείς στις ιδεολογικές και εκφραστικές πτυχές των επεισοδίων. Πολλές μορφές εναντίωσης στο υπάρχον πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς είναι πολύμορφες, μη ομοιογενοις και «ακατάστατες».
Η αφετηρία κατανόησης των γεγονότων δεν πρέπει, παρ’ όλα αυτά, να ξεκινάει από τις δομικές διαστάσεις που οδήγησαν στον Δεκέμβρη (π.χ., την κρίση των δημοκρατικών θεσμών, τη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, την παγκόσμια οικονομική κρίση), αλλά από την εξέταση των ίδιων των γεγονότων. Τα περιστατικά συλλογικής βίας εμπεριέχουν συγκεκριμένες απαντήσεις όσον αφορά τα συνειδητά και μη κίνητρα που τις διαμορφώνουν. Η εξέταση της δυναμικής της βίαιης συλλογικής δράσης καταδεικνύει ότι το γνωστό πλαίσιο της ανοργάνωτης, μη δομημένης, παράλογης συμπεριφοράς δεν βοηθά στην κατανόηση του πώς αυτή η δράση εμπεριέχει στο βάθος διαδικασίες πολιτικής και κοινωνικής διεκδίκησης. Θα ήθελα, λοιπόν, να εστιαστώ στην ανάγκη κατανόησης του μικροκοινωνιολογικού πλαισίου των βίαιων συλλογικών συμπεριφορών. Αυτή η διαδικασία επιτρέπει μια πιο ουσιαστική σύνδεση με τις δομικές αιτίες των γεγονότων.
Συλλογική βία και κρίση στην Αργεντινή
Η επέτειος του Δεκέμβρη είναι μια καλή αφορμή για να εξετάσουμε τον ρόλο της συλλογικής βίας στη νεοφιλελεύθερη κρίση. Το παράδειγμα της Αργεντινής, παρόλο που διαμορφώνεται από άλλες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες, γεγονός που συνεπάγεται διαφορετικά «ρεπερτόρια» δράσης, αναδεικνύει μια σειρά διαδικασιών που πιστεύω ότι μπορούν να γενικευθούν σε σχέση με τα βίαια επεισόδια. Πρώτα, δείχνει τον τρόπο που η βίαιη κοινωνική δράση διαμορφώνει τη συλλογική ταυτότητα των συμμετεχόντων. Δεύτερον, πώς κατά την διαδικασία «εκμάθησης» της βίας διαμορφώνεται συλλογικά η επιλογή των στόχων της βίας. Τέλος, μας δίνει την ευκαιρία να παρατηρήσουμε τον μηχανισμό διεύρυνσης της δράσης με την ένταξη καινούργιων, μέχρι τότε ασύνδετων, κοινωνικών ομάδων και συλλογικοτήτων στα επεισόδια. Αυτές οι διαδικασίες φέρνουν στην επιφάνεια την πολιτική διάσταση της βίας. Παραθέτω ένα απόσπασμα από την έρευνα του Javier Auyero1 σε σχέση με τις βίαιες διαδηλώσεις στην Αργεντινή το 1993:
«Στις 16 Δεκέμβρη 1993, μαθητές, φοιτητές, νοικοκυρές, συνταξιούχοι, περιστασιακά εργαζόμενοι και άνεργοι νέοι, ενώθηκαν με εργαζόμενους στις υπηρεσίες της δημοτικής και επαρχιακής κυβέρνησης σε μια διαδήλωση μπροστά στο δημαρχείο. Οι διαδηλωτές πέταξαν τούβλα, πέτρες, ξύλα και μπουκάλια στο δημαρχείο και προσπάθησαν να μπουν στο κτίριο. Η αστυνομία απάντησε με δακρυγόνα και πλαστικές σφαίρες κατά του πλήθους που μαζεύτηκε στη μέση της πλατείας. Όταν τα πυρομαχικά τέλειωσαν, η αστυνομία εγκατέλειψε την περιοχή. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά, χιλιάδες διαδηλωτές είχαν γίνει «ιδιοκτήτες του πεδίου μάχης» και «κύριοι της κατάστασης», όπως ανέφερε η τοπική εφημερίδα [...].
Στη 1 το πρωί μια ομάδα διαδηλωτών επιτέθηκε και λεηλάτησε το τοπικό κοινοβούλιο, πέταξε τα καθίσματα των αντιπροσώπων από το παράθυρο και, όπως γράφει η τοπική εφημερίδα, «κατάστρεψε ό,τι έβρισκε μπροστά του». Μια ώρα μετά, οι διαδηλωτές επιτέθηκαν και έκαψαν τα σπίτια γνωστών πολιτικών και πρώην παραγόντων της τοπικής αυτοδιοίκησης [...]. Γύρω στις 4.30 το πρωί, ένα πλήθος 250 διαδηλωτών επιτέθηκε στο σπίτι του πρώην κυβερνήτη της περιοχής, καίγοντας το κτίριο και το αυτοκίνητό του. Οι διαδηλωτές πήραν τις ηλεκτρικές συσκευές και τα έπιπλα, ενώ οι γείτονες χειροκροτούσαν, επικροτώντας την καταστροφή» (J. Auyero, «Relational riot: austerity and corruption protest in the neoliberal era», Social Movement Studies, 2: 2, 2003, σ. 117-145).
Δεν μου είναι δύσκολο να φανταστώ τους τίτλους των δικών μας εφημερίδων και λοιπών ΜΜΕ αν αυτά τα γεγονότα διαδραματίζονταν στον ελλαδικό χώρο. Οι ίδιοι οι συμμετέχοντες, παρ’ όλα αυτά, μιλούν για τις βίαιες συγκρούσεις σαν να επρόκειτο για την αρχή της συλλογικής τους «εκπαίδευσης»: «Σε κάθε διαδήλωση βρίσκαμε κάτι για να αντισταθούμε στην καταστολή», δήλωσαν.
Μέσα από τις διαδικασίες καθημερινής καταστολής και βίαιης δράσης από τη μεριά των διαδηλωτών, σμιλεύτηκε μια πραγματική, συλλογική, μαθησιακή εμπειρία. Στην πορεία των γεγονότων, σταδιακά, κοινωνικές ομάδες ασύνδετες μέχρι εκείνη την στιγμή μεταξύ τους προστέθηκαν στους διαδηλωτές, λ.χ. καλόγριες και ιερείς. Οι ετερογενείς μεταξύ τους ομάδες, ως ένα σύνολο πια, κατανόησαν κατά τη διάρκεια των επεισοδίων ότι είχαν ένα κοινό εχθρό: «τους πολιτικούς και τους εκπροσώπους της κρατικής εξουσίας».
Βία και λιτότητα
Παρά τις προσπάθειες των κινημάτων/διαμαρτυριών που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης να διατηρήσουν τον ειρηνικό χαρακτήρα τους, η βίαιη καταστολή τους είναι ένας από τους πιθανούς παράγοντες που συχνά οδηγούν σε περαιτέρω περιστατικά συλλογικής βίας. Ως εκ τούτου, καλό θα ήταν να επανεξετάσουμε το «ταμπού» της βίας και, κόντρα στις εκφοβιστικές ανακοινώσεις των ΜΜΕ, να κατανοήσουμε τη βία ως κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο που, υπό δεδομένες συνθήκες (όπως αυτές της Αργεντινής), διαμορφώνει κοινωνική δράση με καθαρά ιδεολογικά και εκφραστικά στοιχεία.
Η Μαρίνα Πρεντουλή διδάσκει πολιτικές επιστήμες και πολιτικές επικοινωνίας στο Τμήμα Πολιτικών, Κοινωνικών και Διεθνών Σπουδών του University of East Anglia,Norwich.
No comments:
Post a Comment