Ο συντηρητισμός είναι μαζί μας εδώ και πολλούς αιώνες. Ένα
σημαντικό ερώτημα που ποτέ δεν έχει απαντηθεί οριστικά είναι εάν ο
συντηρητισμός είναι ιδεολογία ή απλή ψυχολογική προδιάθεση, μια στάση ζωής..
Άλλοι ορίζουν το συντηρητισμό ως προδιάθεση έναντι της έννοιας και της πράξης
της αλλαγής και τη θεωρούν ανώτερη από τις υπόλοιπες ιδεολογίες οι οποίες έχουν
το φιλόδοξο στόχο να ξεδιπλώσουν και να εφαρμόσουν σχέδια κοινωνικής βελτίωσης
που δεν είναι δυνατό να καρποφορήσουν στην πράξη. Έτσι, η ιστορική εμπειρία
θεωρείται σαφώς προτιμότερη πυξίδα και απορρίπτεται οποιαδήποτε προοπτική
μετασχηματισμού της κοινωνίας προς μια άγνωστη κατεύθυνση που θα προσπαθούσε να
οδηγήσει σε μια «χρυσή εποχή». Η «πολιτική της ατέλειας» ανταποκρίνεται στην
κυριαρχία των ανεπηρέαστων από το πέρασμα των αιώνων ενστίκτων. [1]
Η πραγματικότητα της Πολιτικής
είναι η δράση. Η δράση προκύπτει από κάποιας μορφής σκέψη. Το γεγονός πως
διάφορες κοινωνίες επιδεικνύουν διαφορετικής μορφής συντηρητικές ενέργειες και
δράση δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει «συντηρητική σκέψη» για την κοινωνία και την
πολιτική. Η συντηρητική νοοτροπία και το δόγμα που την στηρίζει είναι
συστηματική και λογική. Το ότι (αυτό)περιγράφεται με υψηλούς τόνους και
θριαμβευτικούς όρους δεν σημαίνει ότι δεν εκφράζεται με συνεκτικό τρόπο και με
βάση συγκεκριμένες αρχές σε μανιφέστα και προγράμματα. «Αν δεν είναι ανάγκη
κάτι να αλλάξει, τότε δεν πρέπει να αλλάξει». Αυτό είναι το μότο των
συντηρητικών, που εκφράζει σε γενικές γραμμές αυτή την αντίληψη, δηλαδή την
αποστροφή προς την «αλλαγή για την αλλαγή», τη διστακτικότητα να θέσουμε σε
κίνδυνο αυτό που τώρα λειτουργεί για χάρη κάποιου πράγματος ή κατάστασης που
ενδέχεται να επέλθει και να λειτουργήσει καλύτερα («το καλύτερο εχθρός του
καλού»). Συντηρητισμός είναι η πίστη στα εμπεδωμένα μαθήματα που μας προσφέρει
το παρελθόν απέναντι στο μέλλον και τις αόριστες υποσχέσεις που είναι ακόμα
στον αέρα, δηλαδή προσκόλληση στο παλιό και δοκιμασμένο. Με άλλα λόγια, συντηρητισμός είναι η έγνοια να
διατηρήσουμε αυτού θεωρείται κοινωνικά καθιερωμένο.
Ο συντηρητισμός στην Πολιτική
εκφράζει την επιθυμία διατήρησης ή συντήρησης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Οι
συντηρητικοί εκτιμούν πολύ τη σοφία του παρελθόντος και αντιτίθενται γενικώς
στην πραγματοποίηση ευρύτατων μεταρρυθμίσεων. Στην καλύτερη περίπτωση ο
συντηρητισμός θα περιορίσει σε ανεκτά όρια την όποια πολιτική αλλαγή. Ο
συντηρητισμός προσδιορίζεται συχνά από την πιθανή κατάσταση στην οποία
αντιστέκεται (αντιφιλελευθερισμός, αντιδημοκρατισμός, αντικομμουνισμός κ.ά) και
παίρνει διαφορετική χροιά από καιρό σε καιρό και από τόπο σε τόπο. Ο σύγχρονος
συντηρητισμός αναδύθηκε στη διάρκεια του 19ου αιώνα ως «ριζοσπαστική»
αντίδραση στις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που επέφερε η εποχή της
Γαλλικής Επανάστασης αλλά και η εποχή της βιομηχανικής επανάστασης. Το 1789 ο
Ιρλανδός πολιτικός φιλόσοφος Έντμουντ Μπερκ διατύπωσε για πρώτη φορά τις
βασικές έννοιες και αξίες που προσδιορίζουν τον συντηρητισμό.[2] Εξέφρασε
απέχθεια για την Γαλλική Επανάσταση, τα εκρηκτικά πάθη των επαναστατών που τους
αποκάλεσε «ιδεολογικούς ζηλωτές», οι οποίοι κινούνταν βάσει του ιδεαλισμού τους
και των θεωρητικών αφαιρέσεών τους θέλοντας να εξαλείψουν θεσμούς και
πεποιθήσεις που υπήρχαν ως τότε. Ο ίδιος δεν χρησιμοποίησε τον όρο
«συντηρητισμός» ή «συντηρητικός». Μόνο το 1830 επίσημα χρησιμοποιήθηκε στη
Βρετανία όταν το κόμμα των Tories
διαλύθηκε και από τις
τάξεις του συγκροτήθηκε το Συντηρητικό Κόμμα, με πρόταση του επίσης Ιρλανδικής
καταγωγής πολιτικού και συγγραφέα Τζων Γουίλσον Κρόουκερ. Ο Μπερκ διατύπωσε την
«αρχή της συντήρησης» και έγινε πνευματικός πατέρας γενεών ολόκληρων από
συντηρητικούς πολιτικού του 19ου αιώνα. Για την «επιστήμη της
κυβέρνησης», κατά Μπερκ, βασική είναι η αρχή
της «Εμπειρίας». Ο συντηρητικός αποδίδει σημαντική αξία στην παράδοση και τη
σοφία που αντλείται από τα ήθη, τα έθιμα και τις πρακτικές των περασμένων
γενεών. Αυτή η συσσωρευμένη γνώση που ξεπερνά την ευφυΐα κάθε μεμονωμένου
ατόμου αποτελεί το πολυτιμότερο «περιουσιακό στοιχείο» κάθε γενιάς που πρέπει
να παραδίνεται σε κάθε επόμενη γενιά («έτσι τα βρήκαμε κι έτσι θα τα
παραδώσουμε»). Η κοινωνία είναι ο αρμονικός συνεταιρισμός όχι μόνο των ζωντανών
αλλά και των νεκρών και των ανθρώπων που θα γεννηθούν. Οι επικριτές του
συντηρητισμού θεωρούν τη λατρεία του παρελθόντος «αρρωστημένη νοσταλγία» και
κυνισμό για το παρόν και απαισιοδοξία για το μέλλον ως δυνατότητα όχι μόνο
συνολικής αλλαγής αλλά και μερικής βελτίωσης της κατάστασης της κοινωνίας. Ο
φιλόσοφος και θεατρικός συγγραφέας G. K. Chesterton χαρακτήρισε την παράδοση ως
«δημοκρατία των νεκρών», που ακόμα και όταν βρίσκονταν εν ζωή δεν έδειχναν
ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στους ζωντανούς. Είναι, κυρίως, αποτέλεσμα της αντίληψης
των συντηρητικών για την ανθρώπινη φύση. Από ένστικτο θεωρούν τους ανθρώπους
αδύναμους και εγωιστές. Έτσι καταλήγουν να θεωρούν ότι μια κοινωνία διοικείται
καλά μόνο με τη διατήρηση της τάξης και της σταθερότητας συχνά με αυταρχικό και
πατερναλιστικό τρόπο. Όπως είπε ο Φιλελεύθερος πολιτικός William Gladstone: «ο φιλελευθερισμός είναι η
εμπιστοσύνη προς τους ανθρώπους που γίνονται ήπιοι με τη σύνεση, ενώ ο
συντηρητισμός είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους ανθρώπους που
κυριαρχούνται από τον φόβο». Ο ηθικολόγος Βρετανός της Βικτοριανής εποχής Matthew Arnold είπε ότι «η αρχή της
συντήρησης…καταστρέφει ό,τι αγαπά γιατί δεν τα επιδιορθώνει». Ορισμένοι θεωρούν
αυτή την κριτική άδικη και παραθέτουν τα λόγια του ίδιου του Μπερκ: «Μια
προδιάθεση να συντηρούμε και μια ικανότητα να βελτιώνουμε αν τις ζευγαρώσουμε
αποτελούν το δικό μου κριτήριο για τον σημαίνοντα πολιτικό άνδρα.
Η πολιτική των συντηρητικών ενίοτε
συνοδεύεται από πολιτική αντιδραστικότητα με αποτέλεσμα να ασκούνται
αντιφατικές στρατηγικές και πολιτικές (π.χ. ταυτόχρονα άσκηση ακραίας
νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής και απόσυρσης του κράτους από την
οικονομία της ελευθερίας των αγορών, στα κοινωνικά ζητήματα η ασκούμενη
κοινωνική πολιτική ήταν ακραία συντηρητική (νεοσυντηρητισμός) κι επικαλείται
την άμεση και καταλυτική παρέμβαση του κράτους για την καταστολή των κοινωνικών
κινημάτων από την εξέγερση της νεολαίας και την αντικουλτούρα της δεκαετίας του
1960-1970 ως την αντιμετώπιση των δικαιωμάτων των γυναικών, των ομοφυλόφιλων και γενικά των κινημάτων
ταυτότητας
Μέχρι το 1850 ο όρος συντηρητισμός, που πιθανώς
χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Σατωβριάνδο, σήμαινε γενικά την πολιτική
της δεξιάς. Τα αρχικά δόγματα του ευρωπαϊκού συντηρητισμού είχαν ήδη διατυπωθεί
από τον Edmund Burke, τον Joseph de Maistre και άλλοι συγγραφείς. Επέμεναν στη
διατήρηση της εξουσίας του βασιλιά και της αριστοκρατίας, στη διατήρηση της
επιρροής των γαιοκτημόνων απέναντι στην βιομηχανική αστική τάξη που γεννιόταν, στην
περιορισμένη ψηφοφορία, καθώς και τη συνέχιση των δεσμών μεταξύ εκκλησίας και
κράτους. Η Συντηρητική ιδεολογία υφίσταται σε πολυάριθμες και κυμαινόμενες
παραλλαγές και σπάνια μονοπωλείται από ένα μόνο πολιτικό οργανισμό. Έκανε την
εμφάνισή της στις αρχές του 19ου αιώνα στους κύκλους (Σατωβριάνδος) ενάντια
στην Γαλλική Επανάσταση. Στη Γαλλία ο όρος «συντηρητικός» δεν χρησιμοποιείται συχνά
λόγω της αποσύνθεσης του ρεύματος που ήταν πιστό στις αξίες της παράδοσης. Μετά
το 1830 το ρεύμα αποτελούνταν από τους Βουρβώνους που διαιρέθηκαν σε
λεζιτιμιστές (νομιμόφρονες υπέρ της φυσικής διαδοχής) και σε ορλεανιστές. Στη
διάσπαση αυτή ήρθαν να προστεθούν οι συντηρητικοί βοναπαρτιστές που
διαστρέβλωναν τις απελευθερωτικές αξίες της Γαλλικής Επανάστασης. Η συντηρητική άποψη ότι η κοινωνική πρόνοια
ήταν η ευθύνη των προνομιούχων ενέπνευσε το πέρασμα μεγάλου μέρους της
ανθρωπιστικής νομοθεσία, στην οποία οδήγησαν οι Βρετανοί συντηρητικοί. Στα τέλη
του 19ου αιώνα μεγάλοι συντηρητικοί πολιτικοί, κυρίως ο Benjamin Disraeli,
είχαν την τάση να καταφεύγουν σε ήπιες μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να διατηρούν
τα θεμέλια της κατεστημένης τάξης. Κατά το 20ο αιώνα ο συντηρητισμός έγινε
ιδεολογία και πολιτική στρατηγική για τις πάλαι ποτέ φιλελεύθερες βιομηχανικές,
εμπορικές και άλλες κοινωνικές ομάδες που είχαν επιτύχει πολλούς από τους
πολιτικούς στόχους τους που έπρεπε να διατηρήσουν τις κατακτήσεις απέναντι στην
επίθεση των μη ευνοημένων από την καπιταλιστική ανάπτυξη κοινωνικών τάξεων και
στρωμάτων, όπως οι εργάτες, οι μικροί αγρότες και επαγγελματίες. Ο συντηρητισμός
έχασε την κυρίως αγροτική και ημιφεουδαρχική προκατάληψη του και αποδέχθηκε τη
δημοκρατική ψηφοφορία, υποστήριξε τον οικονομικό φιλελευθερισμό (laissez-faire)
και αντιτάχθηκε στην επέκταση του κράτους πρόνοιας.
Το θέμα της μοναρχίας διχάζει τους συντηρητικούς στην
Ισπανία και στην Γαλλία, όπως και οι σχέσεις εκκλησίας και κράτους. Στην Ιταλία
η απαγόρευση της συμμετοχής των καθολικών στην πολιτική καθυστέρησe την ίδρυση μαζικού
συντηρητικού κόμματος. Μετά το 1848 στην Ιταλία παρατηρείται το φαινόμενου του
«τρανσφορμισμού» που συνεπάγεται την δημιουργία μιας συνεχώς διευρυνόμενης
διευθυντικής τάξης, στο πλαίσιο που χάραξαν οι μετριοπαθείς, με την προοδευτική
και συνεχή προσέλκυση των πιο δραστήριων ατόμων που ανέδειξαν φίλες ή αντίπαλες
ομάδες . Το 1919 ο Σικελός ιερέας Luigi Sturzo ίδρυσε το αρχικό Ιταλικό Λαϊκό
Κόμμα. Μετά τον Β΄Π.Π. και την ίδρυση του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος φάνηκε
ότι δεν ήταν δυνατή η συγκρότηση και επιβίωση ενός καθαρά συντηρητικού
κόμματος. Επί της ουσίας, όμως, το ρόλο του συντηρητικού κόμματος τον έπαιξε η
Χριστιανοδημοκρατία, λόγω της ιστορίας της και της θέσης που κατείχε, της
κοινωνικής της βάσης και των συμφερόντων που υπερασπιζόταν. Ένα τρίτο θέμα
διαμάχης μεταξύ των συντηρητικών ήταν αυτό του έθνους και του εθνικισμού. Τμήμα
των συντηρητικών τάσσεται υπέρ ενός κράτους που σέβεται τους αντιπροσωπευτικούς
θεσμούς. Οι περιστάσεις, όμως, μπορούν ενίοτε να στρέψουν τους πολέμιους του
συγκεντρωτισμού σε ένθερμους εθνικιστές. Όσον αφορά τις Πολιτικές επιλογές, επί
μακρόν, ο συντηρητισμός σήμαινε προσήλωση στην ατομική ιδιοκτησία, στην έννοια
της τάξης και στην επιφύλαξη έναντι της καθολικής ψηφοφορίας. Εμφανίστηκαν
διαφοροποιήσεις ανάλογα με τις περιόδους και τις συντηρητικές ομάδες, π.χ. σε
όλες τις δυτικές χώρες προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις του κράτους πρόνοιας ενώ
εθνικοποιήσεις έγιναν από τον Ch. De Gaulle, τον V. Giscard D’ Estaing, τον
Κωνσταντίνο Καραμανλή κ.ά.
Αυτή η μορφή του συντηρητισμού, που τη βλέπουμε καλύτερα
στις πιο εκβιομηχανισμένες χώρες, με τα παράδειγμα με της πολιτικής της προεδρίας
Ρέηγκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και της πρωθυπουργίας Θάτσερ στη Μεγάλη
Βρετανία. Αποδείχθηκε ευέλικτη και δεκτική σε ήπιες πολιτικές αλλαγές αλλά
άκαμπτη σε θέματα διατήρησης της τάξης στα κοινωνικά ζητήματα και υποστηρίζει
ενεργά την απορρύθμιση και την ιδιωτικοποίηση στον οικονομικό τομέα. Η Νέα
Δεξιά που κυριάρχησε στις ΗΠΑ και σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης κατά τις
δεκαετίες του ’70 και ’80 σήμανε την οπισθοχώρηση του συντηρητικού πραγματισμού
μπροστά στην ιδεολογική αναζωπύρωση του νεοσυντηρητισμού των Reagan και
Thatcher. Οι βασικές αρχές της Νέας Δεξιάς ήταν:
- Αντίθεση
στον κρατικό παρεμβατισμό (μόνο όσον αφορά στην οικονομική και κοινωνική
διάστασή του).
- Υπέρμετρη
προβολή του κράτους-χωροφύλακα.
Ο συντηρητισμός θα πρέπει να
διακριθεί τόσο από την αντιδραστική επιθυμία για το παρελθόν και τη
ριζοσπαστική δεξιά ιδεολογία του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού.
Τελικά θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε την ιστορία του συντηρητισμού ως εξής:
Ασάφεια υπάρχει στο ζήτημα της «εξουσίας» σε όλα τα επίπεδα
της κοινωνίας: μετριοπαθείς – αυστηρή πατρική εξουσία, μοναρχικοί – συγκεντρωτική
εξουσία, ακόμη και στήριξη δικτατορικών εξουσιών.
Αρχές γενικού χαρακτήρα:
- Απαισιοδοξία
σε ό,τι αφορά το άτομο
- Υποταγή
στις απαιτήσεις της εξουσίας
- Δυσπιστία
έναντι της προόδου
- Πραγματισμός,
που επιτρέπει την αναπροσαρμογή αρχών.
- Υπεράσπιση
συμφερόντων που θεωρούνται μεγαλειώδη (ατομική πρωτοβουλία και
ιδιοκτησία).
Θανάσης Τσακίρης
[1] Quinton Anthony (1978). The Politics of Imperfection: The
Religious and Secular Traditions of Conservative Thought in England from Hooker
to Oakeshott . London: Faber and Faber.
[2] Burke Edmund (1986/1791)
Reflections on the Revolutions in
France, London: Penguin
Classics.
No comments:
Post a Comment