Καρλ Μαρξ (1818-1883)
Επιμέλεια:
Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος
Αναδημοσίευση από την ΕΝΕΔΡΑ
Πέρασαν 124 χρόνια
μετά το θάνατο του Καρλ Μαρξ. Γιατί μας ενδιαφέρει ακόμα; Νομίζουμε ότι καμιά
απάντηση δεν είναι τόσο εύγλωττη όσο το σύνθημα που αντηχεί εδώ και ένα χρόνο
στους δρόμους και στις κατειλημμένες σχολές όλης της χώρας: «η Ιστορία γράφεται με ανυπακοή». To φοιτητικό κίνημα,
αλλάζοντας δια των αγώνων του συνειδήσεις και πολιτικούς συσχετισμούς, έγραψε
–και γράφει- τη δική του Ιστορία, έτσι που να συναντιέται αναπόφευκτα με το
μαρξισμό ως ιδεολογία μαζών με εγγεγραμμένη στο γενετικό της κώδικα τη
σύγκρουση και τη ρήξη. Μια (ελάχιστη, εκ των πραγμάτων) συμβολή στην εμβάθυνση
αυτής της γοητευτικής σχέσης, είναι η αναδημοσίευση στην «Ενέδρα» των κύριων
σημείων της εργασίας του Θανάση Τσακίρη, «Κεντρικές θέσεις της μαρξιστικής θεωρίας». (Η εργασία στην πλήρη μορφή της βρίσκεται στο δικτυακό
τόπο http://www.geocities.com/homo_politicus/index.html).
Καρλ Μαρξ (1818-1883)
του Θανάση Τσακίρη
Ι. Μαρξισμός και Ιστορία
Στη
«Γερμανική Ιδεολογία» (1845/6), οι Μαρξ και Ένγκελς επιχειρούν «έναν
κανονισμό λογαριασμών με την προηγούμενη φιλοσοφική τους συνείδηση». Τι ακριβώς
σήμαινε αυτός ο «κανονισμός λογαριασμών»; Πρώτα απ’ όλα να ξεκαθαρίσουν τη δική
τους φιλοσοφία, την ιδεολογία τους και, κυρίως, να αναδείξουν έναν νέο τρόπο
ανάγνωσης της ιστορίας, δηλαδή την υλιστική αντίληψη της ιστορίας.
Δεύτερον, να τοποθετηθούν κριτικά απέναντι σε ιδεαλιστές νέους εγελιανούς που
τοποθετούνταν στην αριστερά και, κυρίως, απέναντι στο Bruno Bauer, τον Max
Strirner
κ.α.
Ο
Μαρξ ισχυρίζεται ότι, ενώ οι παλαιοί εγελιανοί αντιλαμβάνονταν τα πάντα με την
αναγωγή τους σε μια Εγελιανή λογική κατηγορία, οι νέοι εγελιανοί κριτίκαραν τα
πάντα αποδίδοντάς τα σε θρησκευτικού τύπου νοητικές συλλήψεις, κανείς τους
ωστόσο δεν προσπάθησε ποτέ να συνδέσει τη γερμανική φιλοσοφία με τη γερμανική
πραγματικότητα. Σε αντίθεση, λοιπόν, με παλαιούς και νέους εγελιανούς, οι Μαρξ
και Ένγκελς αποφάσισαν «να μελετήσουν το ζωντανό άνθρωπο, όπως βρίσκεται μέσα
στην ιστορία και την πολιτική».
Κόντρα
στην άποψη ότι υπάρχει ένα αναλλοίωτο ανθρώπινο ον ή μια αιώνια αφηρημένη ιδέα
που ορίζει την κίνηση της ιστορίας, οι Μαρξ και Ένγκελς τονίζουν ότι είναι «ο
τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής που καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και
πνευματική διαδικασία της ζωής γενικά. Γιατί δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων
που καθορίζει την ύπαρξή τους. Αντίθετα, η κοινωνική τους ύπαρξη είναι αυτή που
καθορίζει τη συνείδησή τους (…) Η κινητήρια δύναμη της ιστορίας δεν είναι η
σκέψη, αλλά η παραγωγή των ανθρώπινων αναγκών και η ιστορία της κοινωνίας
είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, αφού οι άνθρωποι είναι αιχμάλωτοι των
παραγωγικών σχέσεων που εμποδίζουν την ελεύθερη ανάπτυξή τους΄ απαιτείται έτσι
η αλλαγή όχι της συνείδησης των ανθρώπων, αλλά της κοινωνικής πραγματικότητας
από όπου πηγάζει αυτή η συνείδηση».
ΙΙ. Μαρξισμός και Πολιτική
Οικονομία
Εκεί που παλιότερα ο
βασικότερος συντελεστής της παραγωγής και συνάμα η κυριότερη πηγή πλούτου ήταν
η γη, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι η εργασία, το προλεταριάτο και η
αλλοτρίωσή τους: «Η εκμετάλλευση της γης αποφέρει στο γαιοκτήμονα πρόσοδο,
στον κεφαλαιοκράτη κέρδος και στον εργάτη μισθό. Ο καθορισμός των νόμων που
ρυθμίζουν αυτή τη διανομή αποτελεί το κυριότερο πρόβλημα της πολιτικής
οικονομίας».(«Grundrisse»,
1851-1858).
Σε κάθε κοινωνία υπάρχει μία
‘βάση’ και ένα ‘εποικοδόμημα’. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή του Μαρξ: «το
σύνολο των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την
πραγματική βάση, πάνω στην οποία ορθώνεται το νομικό και το πολιτικό
εποικοδόμημα, και στο οποίο αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής
συνείδησης. Είναι θεμελιακές έννοιες του υλισμού, που αντανακλούν τη
νομοτελειακή συνάρτηση και την αλληλεπίδραση ανάμεσα στις οικονομικές και όλες
τις άλλες σχέσεις ενός οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού που η βάση του
φτιάχνεται από το σύνολο των οικονομικών αλλά και των παραγωγικών σχέσεων που
δημιουργούνται αναγκαστικά μέσα στο προτσές της παραγωγής και αναπαραγωγής της
υλικής ζωής και που καθορίζονται από το αναπτυξιακό επίπεδο των παραγωγικών
δυνάμεων (…) Το εποικοδόμημα ενός κοινωνικού σχηματισμού αποτελείται από το
σύνολο των κοινωνικών θεσμών και οργανισμών (πολιτικών, νομικών, πολιτιστικών,
επιστημονικών, εκπαιδευτικών, όπως το κράτος, η δικαιοσύνη, τα κόμματα κλπ.)
και αντιλήψεων (πολιτικών, νομικών, επιστημονικών, κοσμοθεωρητικών, ηθικών και
αισθητικών), που ορθώνονται πάνω από τη βάση και καθορίζονται άμεσα απ’ αυτήν –
δηλαδή από το σύστημα κοινωνικής συνείδησης αυτής της κοινωνίας (...) Το σύνολο
των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την υλική
βάση που πάνω της ορθώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα, στο οποίο
αντιστοιχούν ορισμένες μορφές συνείδησης (…) Το περιεχόμενο του εποικοδομήματος
της κοινωνίας καθορίζεται από τη βάση, όμως η ανάπτυξή του έχει μια σχετική
αυτονομία και το εποικοδόμημα επηρεάζει ενεργά την όλη εξελικτική πορεία μιας
κοινωνίας (…) Έχουμε μια αλληλεπίδραση όλων των στοιχείων του εποικοδομήματος…Η
αλληλεπίδραση βάσης-οικοδομήματος (ύλης-ιδέας) υπάρχει, τον καθοριστικό όμως
ρόλο τον παίζει η βάση».
Η θεωρία για
τη σχέση βάσης-εποικοδομήματος έχει προκαλέσει πολλές παρερμηνείες και έχει
συμβάλει στη δημιουργία διαφορετικών σχολών μαρξιστικής σκέψης. Η κύρια διαμάχη
αφορά το κατά πόσον υπάρχει ολοκληρωτικός καθορισμός του εποικοδομήματος από τη
βάση ή το εποικοδόμημα, διαθέτοντας σχετική αυτονομία, καθορίζεται μόνο
σε τελευταία ανάλυση από την οικονομική βάση. Οι διαφορετικές αυτές
προσεγγίσεις είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία διαφορετικών πολιτικών ρευμάτων
και τη διατύπωση διαφορετικών πολιτικών στρατηγικών.
ΙΙΙ. Μαρξισμός και κράτος
Ο Κ. Μαρξ και ο Φ. Ένγκελς,
παρ’ όλο που υπήρξαν επαναστάτες πολιτικοί ηγέτες και συγγραφείς επαναστατικών
πολιτικών κειμένων όπως το «Κομουνιστικό Μανιφέστο», ενδιαφέρθηκαν
περισσότερο για την οικονομική και κοινωνική ανάλυση του καπιταλισμού, ως
ιστορικού σταδίου της εξέλιξης των ταξικών κοινωνιών, παρά για την διατύπωση
ολοκληρωμένης θεωρίας για την πολιτική και το κράτος. Προσπαθώντας να
ξεδιαλύνουμε το κουβάρι των σκέψεων των Μαρξ και Ένγκελς πρέπει να μελετήσουμε
το σύνολο του έργου τους για να διαπιστώσουμε άμεσες ή έμμεσες αναφορές στα
ζητήματα αυτά, χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο την ίδια τη μαρξιστική μέθοδο
ανάλυσης.
Πηγαίνοντας πίσω χρονικά
συναντάμε τη θέση περί κράτους ως οργάνου εξουσίας της κυρίαρχης κάθε φορά
κοινωνικής τάξης. Στη «Γερμανική Ιδεολογία» τονίζεται ότι «τώρα το
κράτος ξαναγύρισε στην πιο παλιά του μορφή, στην ξετσίπωτη σκέτη κυριαρχία του
σπαθιού και του ράσου…Τριάντα έξι εκατομμύρια Γάλλοι οδηγήθηκαν χωρίς αντίσταση
στην αιχμαλωσία…Μια κοινοβουλευτική δικτατορία της αστικής τάξης («18η
Μπρυμαίρ»)». Για την περίοδο της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο
σοσιαλισμό τονίζεται στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» (1875)
ότι το κράτος «θα είναι επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου» και
ότι «είναι ανέντιμο να ζητούν τη λαοκρατική δημοκρατία από το γερμανικό
στρατιωτικό, δεσποτικό κράτος…Το κράτος του μέλλοντος που διεκδικούν υπάρχει ήδη στην Ελβετία!…΄Όχι
κρατική εκπαίδευση. Πρέπει να αποκλείσουμε εξίσου την επιρροή της κυβέρνησης
και της Εκκλησίας μέσα στο σχολείο…Το κράτος στον κομμουνισμό θα διαλυθεί από
μόνο του και θα εξαφανιστεί!».
Το κράτος είναι ιστορική
κατασκευή. Κάθε ταξική κοινωνία, σύμφωνα με το Μαρξ, μετά την πρωτόγονη
κομμουνιστική κοινωνία διαθέτει το κράτος που της αντιστοιχεί. Η βάση,
καθορίζοντας το εποικοδόμημα σε τελευταία ανάλυση, καθορίζει και το κράτος. Το
κράτος, συνεπώς, δεν είναι απλά και μόνο ένα εργαλείο στα χέρια της κάθε
φορά άρχουσας τάξης για τη βίαιη καταστολή των εργατικών αγώνων αλλά ένα σύνολο
δομών και μηχανισμών, κατασταλτικών και ιδεολογικών, που, σε τελευταία ανάλυση,
στοχεύουν στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Στο
εσωτερικό του κράτους, ως συνέπεια της ταξικής σύγκρουσης, διεξάγονται, άμεσα ή
έμμεσα, ταξικοί αγώνες. Κατά συνέπεια, το κράτος μπορεί να οριστεί διαφορετικά,
σύμφωνα με το μεγάλο Έλληνα μαρξιστή Νίκο Πουλαντζά: «Το κράτος,
εξασφαλίζει την ενότητα και τη συνοχή ενός κοινωνικού σχηματισμού διαιρεμένου
σε τάξεις, συγκεντρώνει τις ταξικές αντιθέσεις του συνόλου του κοινωνικού
σχηματισμού, κατοχυρώνοντας και νομιμοποιώντας τα συμφέροντα των κυρίαρχων
τάξεων ή μερίδων τάξεων έναντι των άλλων τάξεων αυτού του κοινωνικού
σχηματισμού». Όμως για να είναι δυνατή η κατοχύρωση και νομιμοποίηση των
συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων ή μερίδων τάξεων δια μέσου του κράτους, πρέπει
να οργανωθεί πάλι δια μέσου του κράτους η συναίνεση των κυριαρχούμενων τάξεων
και αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν κατοχυρωθούν ορισμένα από τα πιο άμεσα
αιτήματα που αυτές οι κυριαρχούμενες τάξεις προβάλλουν. Κορυφαίο σύμβολο του
κράτους που μπορεί να εξασφαλίζει τη συναίνεση των κυριαρχούμενων είναι το
Σύνταγμα. Ο ίδιος ο Μαρξ είχε τονίσει ότι «το Σύνταγμα είναι ένα φρούριο που
προστατεύει τους πολιορκητές και όχι τους πολιορκούμενους», υπονοώντας
βέβαια ότι πολιορκητές είναι οι κυριαρχούμενοι και πολιορκούμενοι οι κυρίαρχοι.
Από τις δύο
αυτές θεωρητικές οπτικές περί κράτους που ενυπάρχουν στο έργο του Μαρξ μπορούν
να συναχθούν και να καταστρωθούν διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές σχετικά με
το ζήτημα της κοινωνικής επανάστασης. Η πρώτη στηριζόμενη στη λογική του
κράτους εργαλείου μπορεί να καταλήξει είτε στη λογική της εξ εφόδου κατάληψης του
κρατικού μηχανισμού από το επαναστατικό κόμμα του προλεταριάτου (λενινιστική
στρατηγική) είτε στη λογική του κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό μέσα
από τις εκλογές (ρεφορμιστική και σοσιαλδημοκρατική στρατηγική). Η δεύτερη
στηριζόμενη στον ορισμό της ‘σχετικής αυτονομίας’ του κράτους, που δίνει
βασιζόμενος πάλι στο έργο του Μαρξ – κυρίως στα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά
Χειρόγραφα» - ο Νίκος Πουλαντζάς, καταλήγει στην υιοθέτηση μιας
πολιτικής συνεχών ρήξεων μέσα κι έξω από το κράτος και την επιβολή επαναστατικού
χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων μέσω δυναμικών μαζικών κοινωνικών κινημάτων των
κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων και κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων στην
κατεύθυνση του δημοκρατικού σοσιαλισμού με το συνδυασμό θεσμών
αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας.
No comments:
Post a Comment