ΟΙ ΦΑΝΤΑΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΜΕ ΣΤΟΛΗ
Ένα κοινωνικό κίνημα αλλιώτικο από τα άλλα
του Θανάση Τσακίρη
Προηγουμενο https://tsakthan.blogspot.com/2021/04/1-2020.html
Η
θητεία
Η πρώτη ιστορική
καταγραφή συστήματος υποχρεωτικής στρατολόγησης (Ilkum)
υπηκόων μιας πολιτικής οντότητας για λόγους παροχής ερασίας προς όφελος του
«κοινωνικού συνόλου» γίνεται στην
Βαβυλώνια αυτοκρατορία την εποχή του Χαμουραμπί (1792-1750 π.X.). Με βάση αυτό το νόμο καλούνταν οι δυνάμενοι να
προσφέρουν τους εαυτούς τους ως στρατιώτες σε καιρό πολέμου και ως εργάτες σε
καιρό ειρήνης. Σε αντάλλαγμα τους παραχωρείτο από το κράτος ένα κομμάτι γης για
καλλιέργεια. Παράλληλα με τις υποχρεώσεις, ο Κώδικας Χαμουραμπί κήρυσσε
παράνομες διάφορες μορφές αποφυγής εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας, όπως η
πρόσληψη αντικαταστατών, πρακτική που είχε εξελιχθεί σε κανονική εμπορική
συναλλαγή.[1]
Η καθολική θητεία
καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην Κίνα επί δυναστείας Qin
το
221 π.Χ. Μετά την ενοποίηση των διαφόρων περιοχών στην Κινεζική αυτοκρατορία
300.000 κληρωτοί στρατιώτες και 600.000 επιστρατευμένοι εργάτες κατασκεύασαν το
Σινικό Τείχος. Παράλληλα, λοιπόν, με την επιστράτευση για πολεμικούς λόγους
καθιερώνεται η επιστράτευση για λόγους εργασίας υπέρ του κράτους και του
κοινωνικού συνόλου. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη οι οικογένειες τόσο
των χωρικών όσο και των ελεύθερων υποχρεώνονταν να ορίσουν ένα αρσενικό μέλος
τους που θα υπηρετούσε στρατιωτική θητεία στο πλευρό του βασιλιά ή του τοπικού
φεουδάρχη. Στις περιοχές της Μέσης Ανατολής χρησιμοποιούνταν οι
στρατιώτες-δούλοι, όπως οι Αιγύπτιοι Μαμελούκοι.[2]
Στα μέσα του 14ου αιώνα o Σουλτάνος Μουράτ
Α΄ ανέπτυξε προσωπικές στρατιωτικές μονάδες με στρατιώτες-δούλους που
ονομάζονταν kapikulu και το πιο ξακουστό ήταν αυτό των
Γενιτσάρων. Οι Γενίτσαροι εκπαιδεύονταν σκληρά και αποτελούνταν από άτομα που
είχαν άριστες ικανότητες στην πολεμική τέχνη. Προέρχονταν από τη Χριστιανική
κοινότητα (μιλλιέτ) και από τις ακριτικές περιοχές της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Οι Χριστιανοί προσηλυτίζονταν βιαίως (devsirme)
τις περισσότερες φορές, αν και έχουν καταγραφεί αρκετές περιπτώσεις χριστιανών
γονέων που έστελναν τα αγόρια τους εθελοντικά για να κάνουν στρατιωτική καριέρα
στο οθωμανικό κράτος. Το 1826 ο Σουλτάνος Μωχάμετ Β΄ διέλυσε τα τάγματα
γενιτσάρων και κατάργησε την πρακτική αυτή.
Η νεωτερική μορφή
της καθολικής θητείας καθιερώθηκε για πρώτη φορά στη διάρκεια της Γαλλικής
αστικής επανάστασης για την προστασία της Δημοκρατίας από τις επιθέσεις των
ευρωπαϊκών μοναρχιών (Νόμος Jean Baptiste Jourdan, 5/9/1798). Το
πρώτο άρθρο του νόμου αυτού δήλωνε: «Κάθε Γάλλος είναι στρατιώτης και αφιερώνει
τον εαυτό του στην υπεράσπιση του Έθνους». Αυτόν τον «Μεγάλο Στρατό» ο Ναπολέων
Βοναπάρτης αποκάλεσε «ένοπλο έθνος». Το μαζικό «ένοπλο έθνος» κατατρόπωσε
ισχυρότατους επαγγελματικούς στρατούς, όπως ο Πρωσικός που βασιζόταν στην
ανώτερης μορφής οργάνωσή του. Στους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα
διευρύνθηκε η ηλικιακή επάνδρωση των στρατευμάτων (ΗΠΑ 18-45 ετών, ΗΒ ως τα 51
έτη, Ναζιστική Γερμανία από το 16 έτος) και σε ορισμένες περιπτώσεις
επιστρατεύτηκαν οι γυναίκες στο ΗΒ και στη Σοβιετική Ένωση.
Στην Ελλάδα η
στρατιωτική θητεία καθιερώθηκε το 1911. Λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε μια
σειρά διαδοχικών πολέμων: Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913), Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
(1917-1918), εκστρατεία στην Ουκρανία εναντίον της Οκτωβριανής Επανάστασης στην
ΕΣΣΔ (1919), εκστρατεία στη Μικρά Ασία (1920). Εξαιτίας της μακράς διάρκειας
αυτής της στρατιωτικής περιπέτειας και της συνεπαγόμενης εξάντλησης των
στρατιωτών αφού πολλοί από αυτούς υπηρέτησαν συνεχή θητεία 12 ετών ως το 1923
ξέσπασε το πρώτο μαζικό κύμα λιποταξιών στον ελληνικό στρατό. Από τότε η θητεία
έγινε μεγάλο πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία καθώς αν εξαιρέσουμε το δεύτερο
παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο πόλεμο και τα πραξικοπήματα, η εθνικιστική
ιδεολογία, παρά την κατάρρευση της «Μεγάλης Ιδέας», διαποτίζει τους θεσμούς και
το στρατό ακόμα περισσότερο που βρίσκεται σε διαρκή επιστράτευση λόγω των
κινδύνων «εκ βορείων» και «εξ ανατολών».
Το κίνημα για τα
συνδικαλιστικά πολιτικά δικαιώματα είναι ένα κοινωνικό κίνημα. Κοινωνικά κινήματα
είναι «αιτήματα που προβάλλονται και προσπάθειες που καταβάλλονται από ευρύτερα
κοινωνικά σύνολα, που επιδιώκουν την επίτευξη περιορισμένων ή ευρύτερων
διαρθρωτικών μεταβολών στο υφιστάμενο σύστημα κοινωνικών σχέσεων, χωρίς όμως η
δράση τους να αποτελεί μόνιμες μορφές πολιτικής οργάνωσης και δράσης». Ή για να
δανειστούμε από τον ορισμό του Charles Tilly, κοινωνικό κίνημα είναι συνδυασμός τριών στοιχείων: «1)
καμπάνιες συλλογικών διεκδικήσεων με επιλεγμένες αρχές ως στόχους˙ 2) μια σειρά
ενεργειών διατύπωσης αιτημάτων συμπεριλαμβανομένων των ενώσεων ειδικού σκοπού,
των δημοσίων συγκεντρώσεων, των δηλώσεων προς τα ΜΜΕ και διαδηλώσεων˙ 3)
δημόσιες εκφράσεις αξιοσύνης, ενότητας,
πολυάριθμου και δέσμευσης υπέρ μιας υπόθεσης.» Έτσι, το κοινωνικό κίνημα διαφοροποιείται
από το πολιτικό κόμμα και από την ομάδα πίεσης ή συμφερόντων που είναι
ενσωματωμένα στο πολιτικό-κομματικό σύστημα μιας χώρας. Δεν αγωνίζεται για την
κατάκτηση της πολιτικλής εξουσίας όπως το πολιτικό κόμμα και δεν προσπαθεί να
επηρεάσει τη λήψη πολιτικών αποφάσεων μόνο μέσα από τις επίσημες διαδικασίες
του πολιτικού συστήματος.[3]
Αυτό δεν σημαίνει ότι το κοινωνικό κίνημα δεν θα χρησιμοποιήσει τα πολιτικά
κόμματα ούτε ότι δεν θα δράσει με λογική ομάδας πίεσης ή συμφερόντων αν
χρειαστεί. Έτσι θα μπορούσαμε να συνθέσουμε τους δύο αυτούς ορισμούς σε έναν
ορισμό όπως έκανε ο Sidney Tarrow: “Τα κοινωνικά κινήματα είναι συλλογικές
αμφισβητήσεις/διεκδικήσεις (challenges) από ανθρώπους που έχουν κοινούς σκοπούς
και αλληλεγγύη μεταξύ τους και βρίσκονται σε κατάσταση παρατεταμένης
αλληλεπίδρασης με το κράτος, τις δημόσιες και ιδιωτικές αρχές και τις σχετικές
ελίτ.»
Κάθε κίνημα βιώνει
τους δικούς του «κύκλους διαμαρτυρίας» που σημαίνει ότι η δράση του ακολουθεί
μια κυκλική πορεία από την ένταση και την αύξηση της μαζικότητας ως την
εσωστρέφεια και τη μείωση της μαζικότητας ανάλογα με τη συγκυρία και τις
υποκειμενικές δυνατότητές του. Τα κινήματα έχουν την τάση να εξαπολύουν νέα
κύματα συλλογικών αγώνων και σε άλλες περιόδους να εκφράζουν μια σιωπηλή, λανθάνουσα
διαμαρτυρία. Τα άτομα ταυτίζονται με μια ευρεία κοινωνική κατηγορία και δρουν
για λογαριασμό της, στην συγκεκριμένη με τη στρατευμένη αλλά και την εν γένει
υπό στράτευση νεολαία.
[1] Postgate J. N. (1992) Early
[2] Bernard Lewis (1992) Race and
slavery in the
[3]
Βλ. Tilly Charles
(2007) Kοινωνικά Κινήματα, 1768-2004. Μτφρ. Θαν. Τσακίρης, Αθήνα:
Εκδ. Σαββάλας.
No comments:
Post a Comment