Sunday, April 18, 2021

ΟΙ ΦΑΝΤΑΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΜΕ ΣΤΟΛΗ Ένα κοινωνικό κίνημα αλλιώτικο από τα άλλα Νο.1 (του Θανάση Τσακίρη, 2020)

 

ΟΙ ΦΑΝΤΑΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΜΕ ΣΤΟΛΗ

 

Ένα κοινωνικό κίνημα αλλιώτικο από τα άλλα

 

του Θανάση Τσακίρη

 

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το παρόν άρθρο αποσκοπεί στην ανάδειξη ενός κοινωνικού κινήματος αλλιώτικου από τα άλλα, του κινήματος των φαντάρων που αγωνίστηκαν στη δεκαετία 1980-1990 για την αναγνώριση και εφαρμογή των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων των κληρωτών στρατιωτών στην Ελλάδα  καθώς και για την καθιέρωση εναλλακτικής θητείας για τους αντιρρησίες συνείδησης. Μολονότι, τα κινήματα αυτά συνέχισαν τη δράση τους στις επόμενες δεκαετίες, θα σταθούμε στη δεκαετία του 1980 επειδή είναι η περίοδος διαμόρφωσης του κινήματος και της κινητοποίησής του τόσο για την αλλαγή της κρατικής πολιτικής σε αυτό το ζήτημα όσο και την αλλαγή της ελληνικής «κοινής γνώμης» ώστε να είναι ευνοϊκή προς το κίνημα και να υποστηρίξει την διεκδίκηση και την άσκηση των δικαιωμάτων.

Ποιοι είναι οι άνθρωποι που στελεχώνουν τα κατώτερα κλιμάκια του στρατού ως κληρωτοί; Γιατί οι περισσότεροι αποδέχονται την στέρηση της ελευθερίας τους και άλλοι γίνονται μερικοί ή ολικοί αρνητές στράτευσης; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα μας δώσουν ορισμένες διεξόδους προς το κυρίως θέμα μας που είναι η εξέταση του κοινωνικού αυτού κινήματος. 

Ως νεολαία εννοούμε μια ηλικιακή ομάδα μεταξύ 14 και 25 ετών[1] που βρίσκεται σε διαδικασία εκπαίδευσης και διαμόρφωσης ατομικής και συλλογικής ταυτότητας για την ένταξή της στην κοινωνία.[2] Η νεολαία είναι μια διαταξική κοινωνική κατηγορία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διαπερνάται από ταξικές, φυλετικές, θρησκευτικές και άλλες κοινωνικές αντιθέσεις. Οι κληρωτοί στρατιώτες, όπως και οι φοιτητές, αποτελούν μια διαταξική κοινωνική κατηγορία, σύμφωνα με τον Ν. Πουλαντζά. Τα μέλη της έχουν διαφορετικές ταξικές καταγωγές αλλά παίζουν συγκεκριμένο ρόλο και ασκούν συγκεκριμένη λειτουργία στον κοινωνικό σχηματισμό. Η στρατευμένη νεολαία έχει τα δικά της χαρακτηριστικά τα οποία προσδιορίζονται κυρίως από το ρόλο του στρατού ως μηχανισμού κοινωνικής ένταξης της νεολαίας, που για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα καθορίζει το σύνολο της καθημερινής ζωής των μελών του στερώντας τους την ελευθερία κινήσεων και περιορίζοντας τους στο χωρικό πλαίσιο του στρατοπέδου.[3]  Στο έργο του για τα Άσυλα, ο Erving Goffman  τονίζει πως οποιαδήποτε  ομάδα προσώπων -κρατουμένων, στρατιωτών ή ασθενών- αναπτύσσει μια δική της ζωή που αποκτά νόημα, λογική και γίνεται φυσιολογική από τη στιγμή που θα την προσεγγίσει κανείς. Επινόησε τον όρο «ολοπαγή» ή «ολοκληρωτικά» ιδρύματα για να χαρακτηρίσει τα ψυχιατρικά άσυλα και να βάλει στην ίδια κατηγορία τις φυλακές, τα στρατόπεδα, τα μοναστήρια, τα ορφανοτροφεία, τα πλοία και άλλα ιδρύματα και θεσμούς καθώς θεωρεί πως έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Με τα δικά του λόγια, ολοπαγή είναι τα ιδρύματα-θεσμοί που ορίζονται ως τόποι κατοικίας και εργασίας όπου ένας μεγάλος αριθμός ατόμων βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, αποκομμένα από την ευρύτερη κοινωνία, και για μια σημαντική χρονική περίοδο ζουν από κοινού υπό συνθήκες εγκλεισμού και υπό αυστηρή διοίκηση.[4]

 


ΙΙ. ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΟΜΗ

Κατ’ αρχάς, πρέπει να προσδιορίσουμε την ευρύτερη δομή εντός της οποίας αναπτύσσεται η δραστηριότητα των στρατιωτών, των επιτροπών στρατιωτών και οι επιτροπές πολιτών που δημιουργήθηκαν για αλληλεγγύη στους στρατευμένους.

Ο στρατός είναι μια κοινωνική δομή, ένας θεσμός αμυντικής προστασίας της πρωτογενούς κοινωνικής ομάδας απ’ όπου προέρχονται τα μέλη του. Οι κοινωνικές ομάδες που έχουν μια στρατιωτική (δευτερογενή) δομή περιλαμβάνουν τουλάχιστον δυο-τρεις οικογένειες και μπορεί να φτάνει ως ένα ολόκληρο έθνη ή συμμαχία εθνών. Η κοινωνική αυτή ομάδα, μικρή ή μεγάλη, έχει συνείδηση των κοινών ιδιαίτερων συμφερόντων αλλά και των πολιτιστικών χαρακτηριστικών που την ομαδοποιούν και την καθιστούν διαφορετική από άλλες κοινωνικές ομάδες με τις οποίες υπάρχει ενδεχόμενο σύγκρουσης και να χρειαστεί κινητοποίηση του στρατού. Υπάρχουν δύο είδη στρατιωτικής συγκρότησης, η μόνιμη και η ευκαιριακή.[5]Τα ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά των δύο ειδών στρατιωτικής συγκρότησης είναι τα εξής;

·                Οπλισμός

·                Ηγεσία

·                Διάταξη μέσα στο χώρο

·                Ιεραρχική οργάνωση και αυστηρός διαχωρισμός ρόλων κάθε μέλους μονίμου ή μη.

·                Αναγνώριση της γενναιότητας και της αρετής κατά τη διάρκεια της ένοπλης σύρραξης.

·                Συναίσθηση της αποστολής του, κάτι που αμφισβητείται έντονα στην περίπτωση του μισθοφορικού στρατού η των «ιδιωτικών στρατών».

 

Στις ημέρες μας υπάρχει μια αυξανόμενη τάση επαγγελματικοποίσης του στρατού και παγίωσής του ως «κρατική κοινωνική ομάδα» που από το χαρακτήρα της αναλαμβάνει «πολύσκοπο» ρόλο στις σύγχρονες κοινωνίες (π.χ. συνδρομή σε έκτακτες κοινωνικές συνθήκες, όπως καταστροφές προκαλούμενες από ακραία καιρικά φαινόμενα κ.ά.). Τα κοινά γνωρίσματα των σύγχρονων κρατικών στρατών είναι τα ακόλουθα:[6]

·                Νομικά ρυθμισμένη διάρθρωση με βάση ιδιαίτερους στρατιωτικούς κανονισμούς.

·                Σκοπός πρωταρχικά αμυντικός

·                Αυστηρή δομή και οργάνωση και απόλυτη ιεραρχία

·                Ακαθόριστη διάρκεια ύπαρξης

·                Τυπική υπαγωγή στην πολιτική εξουσία

·                Απόλυτη εξάρτηση από την τεχνολογική εξέλιξη

·                Περιορισμένος αριθμός μελών που αυξομειώνεται ανάλογα με τις ανάγκες σε μόνιμο και περιστασιακό προσωπικό και τους εξωτερικούς κινδύνους.

·                Η είσοδος και η έξοδος είναι αυστηρά ελεγχόμενες διαδικασίες

·                Απόλυτη πειθαρχία και τήρηση των στρατιωτικών κανονισμών.

·                Η εσωτερική συμπεριφορά και ο τρόπος ζωής των μελών συνήθως δεν έρχεται σε αντίθεση με την εξωτερική συμπεριφορά τους προς την ευρύτερη κοινωνία. 

·                 Συνεργασία και αλληλεγγύη μεταξύ των μελών ακόμα κι εκτός στρατεύματος.

·                Κοινωνικό και ανθρωπιστικό έργο αλλά και ηθική, υλική και ψυχολογική συμπαράσταση προς το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο σε δύσκολες στιγμές.

·                Ομαδική ψυχολογία

·                Κοινά ιδεολογικά ιδανικά περί πατρίδας, οικογένειας, ιστορίας και θρησκείας (η τελευταία δεν είναι υποχρεωτικό στοιχείο, ειδικά σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες).

·                Απόλυτη αίσθηση της ευθύνης και του υψηλού καθήκοντος (απαραίτητο κυρίως για τα μόνιμα μέλη)

·                Σημασία των κοινωνικών-εθνικών συμβόλων, όπως η σημαία.

·                Πολιτικά δικαιώματα και κοινωνική ασφάλιση σχεδόν ίδια με αυτή του πολιτικού προσωπικού του δημόσιου τομέα.

·                Απαγορεύεται οιαδήποτε ενεργός πολιτική δράση (φανερή ή κρυφή) και ανάμιξη του στρατιωτικού προσωπικού τόσα ατομικά όσο και ως σύνολο.

 

Όμως, πέρα από τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ομάδας αυτής, πρέπει να τη δούμε και ως δευτερογενή ομάδα κοινωνικοποίησης των στρατευσίμων νέων πολιτών. Ο στρατός, λοιπόν, συμβάλλει στην ανάπτυξη της κοινωνικής προσωπικότητας και στην κοινωνικοποίηση των ατόμων με τους παρακάτω τρόπους:[7]

·                 Ανάπτυξη ολοκληρωμένης συμπεριφοράς.

·                Αρετή και τόλμη

·                Κοινωνική αλληλεγγύη προς συναδέλφους και κοινωνικό σύνολο

·                Εχεμύθεια

·                Ψυχική αντοχή στις ηθικές και σωματικές καταπονήσεις

·                Αυτοέλεγχος και πειθαρχία

·                Σεβασμός για τις αξίες του κοινωνικού συνόλου

·                Εργατικότητα (ακόμη και χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα)

·                Θέληση για υποστήριξη της αλήθειας ανεξαρτήτως συνεπειών.

·                Ανεκτικότητα και κατανόηση προς τον συνάνθρωπο.

 

Η νεοελληνική κρατική δομή που προέκυψε μετά την επανάσταση του 1821 εμπεριείχε σε περίοπτη θέση το στρατό. Η συμπερίληψη μόνο ενός μέρους του θεωρούμενου ως «ελληνικού έθνους» στην επικράτεια του νέου κράτους στο πλαίσιο των εθνικών επαναστάσεων στα Βαλκάνια του 19ου και των αρχών 20ού αιώνα είχε ως συνέπεια την ισχυροποίηση του στρατιωτικού μηχανισμού στο εσωτερικό. Εκτός από την «μεγαλοϊδεατική» πολιτική, που ακολούθησε ένα πολύ μεγάλο φάσμα πολιτειακών παραγόντων και πολιτικών ανδρών, η στρατιωτική σταδιοδρομία υποσχόταν μια κάπως σταθερή ζωή σε σχέση με την φτωχή και επισφαλή κατάσταση πολύ μεγάλων τμημάτων του νεοελληνικού πληθυσμού. Η αστική τάξη (ο «παροικιακός Ελληνισμός») ήταν σχετικά αδύναμη στο εσωτερικό της χώρας ενώ μεγάλο τμήμα της ζούσε και πλούτιζε είτε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Βρετανία, στην Γαλλία και στις παρευξείνιες περιοχές της Ρωσίας (Οδησσός, Μαριούπολη κ.α.). Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις στην «παλιά Ελλάδα» συχνά συνεχίζονταν με τη χρήση της στρατιωτικής βίας μέσω «κινημάτων» και «προνουντισιαμέντων», κοινώς «πραξικοπημάτων». Ο στρατός ενώ ήταν ισχυρό σώμα και γι’ αυτό τον χρησιμοποιούσαν τόσο οι μοναρχικοί όσο και οι αντιμοναρχικοί, οι Κωνσταντινικοί και οι Βενιζελικοί. Όλα συνέβαιναν εν μέσω των συνεχών διευρύνσεων της επικράτειας και του ανοίγματος της καπιταλιστικής οικονομίας και αγοράς. Η συνεχής αναβάθμιση του ρόλου του στρατού έλαβε χώρα ειδικά στη δεκαετία του 1930 με την εκλογική και συγκρουσιακή άνοδο των ακροδεξιών κινημάτων στην Ευρώπη και την κυριαρχία τους πρωτίστως με τη στρατιωτική και παραστρατιωτική βία. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ειδικά στην Ελλάδα, είχε τραγικά αποτελέσματα και εκτός από την ήττα του ναζισμού και του φασισμού σημειώθηκε μια μεγάλης κλίμακας πολεμική σύγκρουση μεταξύ της συνασπισμένης αστικής τάξης γύρω από το στρατό, τη μοναρχία και το κοινοβούλιο από τη μια και της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της πόλης και του χωριού. Σε αυτή την ταξική συμμαχία καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο στρατός με τη σχετική αυτονόμησή του από τις λοιπές αστικές ταξικές μερίδες. Ακόμη πιο συγκεκριμένα, ένα μεγάλο τμήμα των νέων αξιωματικών ανήκε στην στρατιωτική «παράνομη» και συνωμοτική ομάδα του ΙΔΕΑ.[8] Αυτή η συνωμοτική ομάδα προέβη, αξιοποιώντας την κρίση του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος, στην πραξικοπηματική κατάληψη της κρατικής εξουσίας στις 21 Απριλίου 1967 και με πρόσχημα την προστασία της χώρας από τον ανύπαρκτο «κομμουνιστικό κίνδυνο» επέβαλε την επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία 1967-1974. Η ουσιαστική αιτία ήταν η θωράκιση του αστικού καθεστώτος από την άνοδο του εργατικού κινήματος και την επικράτηση πιο ριζοσπαστικών πολιτικών, κάτι που είχε διαφανεί στα γεγονότα του Ιουλίου 1965, τα λεγόμενα «Ιουλιανά» όταν μεγάλες λαϊκές διαδηλώσεις απαιτούσαν την φιλελευθεροποίηση και εκδημοκρατισμό του πολιτικού καθεστώτος, την μεταρρύθμιση του εργατικού δικαίου και αύξηση του βιοτικού επιπέδου.

 

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο ίδιος ο στρατός σε συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες, που συνήθως είναι περίοδοι βαθιάς πολιτικής, οικονομικής και, κυρίως, κοινωνικής κρίσης και μετασχηματισμών παρεμβαίνει προσπαθώντας να στηρίξει το άρχον συγκρότημα κοινωνικών τάξεων που αδυνατεί να επιβάλει την δική του θέση πάνω στις αρχόμενες κοινωνικές τάξη. Ουσιαστικά μεταμορφώνεται σε μια ένοπλη ομάδας πίεσης που χάρη στον κεντρικό ρόλο που παίζει στο πολιτικό σύστημα συχνά επιβάλει με τη βία την δική της γραμμή η οποία ενδέχεται να αντιτίθεται στα άμεσα συμφέροντα της κυρίαρχης πολιτικής ελίτ ή μερίδων της, όπως στη στρατιωτική δικτατορία όταν ανεστάλη η ισχύς του Συντάγματος και απαγορεύτηκε η δραστηριότητα των πολιτικών κομμάτων και ουσιαστικά των εργατικών συνδικάτων.



[1] Για την έννοια και κατάσταση της νεολαίας (ή νεότητας κατά τον Σ. Αδραχά) τονίζεται ότι είναι μεταβλητή και ιστορική. Βλ. Ασδραχάς Σπύρος (2010) «Η νεότητα: Σταθερές και ιδιοπροσωπείες» στο Καραμανωλάκης Βαγγέλης, Ολυμπίτου, Παπαθανασίου Ιωάννα (επιμ.) Η ΗηλΗ Ελληνική νεολαία στον 20ό αιώνα: Πολιτικές διαδρομές, κοινωνικές πρακτικές και πολιτιστικές εκφράσεις. Αθήνα: Εκδ. Θεμέλιο, σελ. 11-14.  Για την χρονική –και όχι μόνο- οριοθέτηση του πληθυσμού που εντάσσεται στη νεολαία βλ. Δεμερτζής Νίκος, Μπουμπάρης Νίκος και Σταυρακάκης (2008) «Περί ΄νεολαίας’: σημασίες και συγκυρίες» στο Δεμερτζής Νίκος και Σταυρακάκης Γ. (επιμ) Νεολαία: ο αστάθμητος παράγοντας;» Αθήνα: Εκδ. Πολύτροπον, σελ. 31-52.

[2] Βλ. Schildt Axel and Sigfried Detlef (2006) “Youth, Consumption, and Politics in the Age of Radical Change”, στο Axel and Sigfried Detlef (eds) Between Marx and Coca-Cola: Youth Cultures in Changing European Societies, 1960-1980. New York, NY and Oxford, UK: Berghahn Books,

[3] Για τον «εγκλεισμό» ως μορφή της στρατηγικής πειθάρχησης της νεολαίας, βλ. Φουκό, Μ. (1991), «Πειθαρχική εξουσία και υποτέλεια», στο Η μικροφυσική της εξουσίας, Αθήνα, Ύψιλον και Φουκώ, Μ. (2005), Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Aθήνα, Εκδόσεις Ράππα. Βλ. επίσης Harvey, D. (1989), «H κατάσταση της μετανεωτερικότητας», στο Η νεωτερικότητας σήμερα, Αθήνα Εκδόσεις Σαββάλα..και Ηall, S. (2003), «To ζήτημα της πολιτιστικής ταυτότητας», στο Η νεωτερικότητας σήμερα, Αθήνα, Εκδόσεις Σαββάλα.

[4]Goffman, E. (1961) Asylums: Essays on the Social Situation of Mental Patients and Other Inmates. New York, NY: Doubleday Anchor, [ελλ. εκδ Γκόφμαν, Ε. (1994) Άσυλα. Αθήνα: Εκδ. Ευρύαλος]

[5] Βλ. Καφφές Γεώργιος (1999) Κοινωνιολογία: μαθήματα. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήσης, σελ. 127-146.

[6] Ibid, σελ.132-133.

[7] Ibid, σελ. 142-145.

[8] Για την εκδοχή της σχετικής αυτονόμησης του στρατού, βλ. Χαραλάμπης Δημήτρης (1983) «Η θέση του στρατού στη δομή της κρατικής εξουσίας στην Ελλάδα μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», Θέσεις. Τεύχ. 4, Ιούλιος – Σεπτέμβριος,  http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=54&Itemid=29 καθώς και Χαραλάμπης Δημήτρης (1985) Στρατός και Πολιτική Εξουσία. Η δομή της εξουσίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, Αθήνα: Εξάντας.

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...