Σύνοψη
Ο Ερνέστο Γκεβάρα ήταν ένας από τους πιο σημαίνοντες επαναστάτες του εικοστού αιώνα, αλλά ποια πορεία ακόλουθησε που τον οδήγησε να αγωνιστεί για τα ιδανικά του; Ο μύθος για του Τσε αντανακλάται στα ονόματα των τοποθεσιών που επισκέφθηκε, εκείνους που τον συνόδευαν στον αγώνα του και στα ιστορικά γεγονότα στα οποία συμμετείχε.Σε μια περιοδεία σε έξι χώρες της Λατινικής Αμερικής (Αργεντινή, Βενεζουέλα, Γουατεμάλα, Μεξικό, Κούβα και Βολιβία), διάφοροι ανταποκριτές ακολουθούν τα βήματα του Τσε Γκεβάρα δια θαλάσσης και γης, από τη στιγμή που εγκατέλειψε την Αργεντινή έως τον τελευταίο προορισμό του, τη Βολιβία, αναζητώντας άγνωστες ή κρυφές ιστορίες.Παρουσιάζονται τόποι και τοπία που πέρασε ο Τσε, καθώς και συνεντεύξεις με την οικογένεια, φίλους, τους συναδέλφους και τους ανθρώπους που συναντήθηκαν ή είχαν κάποια επαφή με τον μεγάλο επαναστάτη.
Ανακάλυψαν ιστορίες όπως αυτή του Dr. Baltazar Rodríguez, παππού του ανταποκριτή της ισπανικής RT, Paola Guzmán, που ήταν φίλος με τον Ernesto Che Guevara και ο οποίος συνεργάστηκε μαζί του κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Μεξικό.
Η κόρη του Baltazar Rodríguez, Guille Rodríguez, λέει πως ο Che Guevara συναντήθηκε με τον πατέρα της, ο οποίος θα ήταν ο γιατρός του και επίσης πρωταγωνιστής του γάμου του με τη Hilda Gadea.
«Το πρόσωπό του είναι γνωστό σε όλον τον κόσμο και δεν βρίσκεται μόνο σε μνημεία, αλλά και σε μπούζες και καπέλα. Ένα φαινόμενο που μας δείχνει ότι υπήρχε κάτι σε αυτόν τον άντρα που τον ξεχώριζε σπ’ όλους τους άλλους. Και σε κάθε σημείο που θα επισκεπτόμαστε θα ερευνούμε τα γεγονότα που τον έκαναν έναν μοναδικό άνθρωπο.»
« Όταν ακόλουθησα το ίδιο μονοπάτι μ’ εκείνον, όταν μίλησα με τον κόσμο και βλέποντας την υπάρχουσα κατάσταση εδω (Μπουένος Άιρες), άρχισα να συνειδητοποιώ κάτι παραπάνω για τον Τσε. Δεν ήταν τρελός. Ήταν ένας άνθρωπος με ιδανικά, εξαιρετικά ευφυής και καλλιεργημένος και πάνω απ’ όλα ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Με άλλα λόγια, κάποιος που θα έδινε την μπλούζα του σε αυτόν που την είχε μεγαλύτερη ανάγκη κι εκείνος θα γύρισε τουρτουρίζοντας στο σπίτι του.»
Ignacio Jubilla - Οδοιπόρος στο μονοπάτι του Τσε Γκεβάρα
«Δεν μπορώ να πάω ενάντια στον μύθο. Είναι αδύνατον. Αλλά πρέπει να συμπληρωσουμε αυτά που υπάρχουν μέσα στο μύθο. Ο Μύθος φορούσε πάνες, είχε αδέρφια, έπαιζε ράγμπι, ποδόσφαιρο, σκάκι. Είχε δυο χέρια και δυο πόδια κι έναν πολύ συγκεκριμμένο τρόπο σκέψης.»
Juan Martin Guevara - Μικρός αδερφός του Τσε Γκεβάρα
«Πενήντα χρόνια μετά το θάνατό του, ο Τσε παραμένει μια επικίνδυνη μορφή για τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Το γεγονός ότι οι επαναστατικές του ιδέες είναι καθ’ όλα λογικές, είναι
γι’ αυτούς απειλή. Όταν μελετήσεις την ζωή του Τσε Γκεβάρα, κατανοήσεις πως εξελίχθηκαν
οι πολιτικές του απόψεις, αρχίζεις να κατανοείς το επίπεδο συνοχής του ως επαναστάτη. Ήταν έτοιμος να υπερασπιστεί την ιδεολογία του καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του έως το θάνατό του.»
Juan Lenzo - Καθηγητής Πανεπιστημίου Βενεζουέλας
Ο Τσε από νεαρή ηλικία (μέχρι και λίγες ώρες πριν τη δολοφονία του) συνήθιζε να κρατάει ημερολόγιο στο οποίο κατέγραφε οτιδήποτε ζούσε και συνέβαινε γύρω του. Το ημερολόγιό του για το μεγάλο ταξίδι στη Λατινική Αμερική θα γίνει βιβλίο και θα εκδοθεί σε πολλές χώρες του κόσμου. Τα «Ημερολόγια μοτοσικλέτας», όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου, είναι η καταγραφή των περιπετειών που έζησαν οι δυο φίλοι, των αντιξοοτήτων και δοκιμασιών που βίωσαν, των εντυπώσεων του Τσε και των σκέψεών του, που μέρα τη μέρα τις βλέπουμε να «μπαίνουν» σε μια όλο και πιο ξεκάθαρη ταξική «σειρά».
Τον Δεκέμβρη του 1951 είναι ήδη 23 χρονών όταν με τον 29χρονο φίλο του Αλμπέρτο Γκρανάδο, που ήταν βιοχημικός με ειδίκευση στη λεπρολογία, ξεκινάνε με μια μοτοσικλέτα ένα μακρύ ταξίδι για να γνωρίσουν τη Λατινική Αμερική· από το Μπουένος Άιρες της Αργεντινής καταλήγουν στο Καράκας της Βενεζουέλας, όπου οι δρόμοι τους χωρίζουν.
Ταξιδεύοντας σε χώρες της Λατινικής Αμερικής ο Ερνέστο Γκεβάρα έρχεται σε επαφή με ανθρώπους που ζουν παραπεταμένοι, φτωχοί, πεινασμένοι, με ελλιπή ή καθόλου περίθαλψη και στοιχειώδη δικαιώματα, δίπλα σε κάποιους άλλους, λίγους, που απολαμβάνουν τη χλιδή. Και τότε «…άρχισα να βλέπω ότι υπήρχε κάτι που μου φαινόταν τότε σχεδόν εξίσου σημαντικό με την καριέρα μου ή με τη συμβολή μου στην ιατρική επιστήμη και αυτό ήταν να βοηθήσω εκείνους τους ανθρώπους».
Απόσπασμα από τα «Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας»
Στο χωριό Μπακεδάνο (Χιλή) ο Τσε με τον Αλμπέρτο θα γνωρίσουν ένα ζευγάρι Χιλιανών κομμουνιστών εργατών. Η δύναμη των νέων ιδεών, που παίρνουν σάρκα και οστά μετά την νικηφόρα Οχτωβριανή Επανάσταση των μπολσεβίκων στη χώρα του Λένιν, έχει ήδη αρχίσει να επιδρά καταλυτικά στη συνείδηση του νεαρού Αργεντίνου ιδεολόγου γιατρού.
«Στο φως ενός κεριού που ανάψαμε για να φτιάξουμε ματέ και να φάμε λίγο ψωμοτύρι, τα συσπασμένα χαρακτηριστικά του εργάτη αποκτούσαν κάτι το μυστηριώδες και το τραγικό, ενώ με το απλό και εκφραστικό του λεξιλόγιο μας διηγιόταν για τους τρεις μήνες που πέρασε στη φυλακή, για τη γυναίκα του, που τον είχε ακολουθήσει πιστά, πεινασμένη, για τα παιδιά, που τα είχαν αφήσει σε έναν πονόψυχο γείτονα, για την ανώφελη περιπλάνησή του σε αναζήτηση δουλειάς, για τους συντρόφους που εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς και που, καταπώς έλεγαν, τους είχαν ρίξει στη θάλασσα.
Αυτό το ζευγάρι, που τουρτούριζε μέσα στη νύχτα της ερήμου, κολλημένοι ο ένας στον άλλο, ήταν η ζωντανή εικόνα των προλετάριων όλου του κόσμου. Δεν είχαν ούτε μία τριμμένη κουβέρτα να σκεπαστούν. Τους δώσαμε λοιπόν μια από τις δικές μας και εμείς βολευτήκαμε όπως όπως κάτω από την άλλη. Ήταν από εκείνες τις φορές που υπέφερα πολύ από το κρύο, αλλά και που ένιωσα πιο αδελφωμένος με αυτό το, άγνωστο για μένα, ανθρώπινο είδος…
Στις οχτώ το πρωί βρήκαμε ένα φορτηγό που θα μας πήγαινε ως το χωριό Τσουκικαμάτα, και έτσι χωρίσαμε με το ζευγάρι, που θα πήγαινε στο μεταλλείο θείου στην Κορδιλιέρα – έναν τόπο όπου το κλίμα είναι από τα χειρότερα και οι συνθήκες ζωής τόσο δύσκολες, ώστε ούτε σου ζητούν κάρτα εργασίας ούτε ελέγχουν τα πολιτικά σου φρονήματα. Το μόνο που μετράει είναι ο ενθουσιασμός με τον οποίο ο εργάτης πάει να καταστρέψει τη ζωή του, παίρνοντας ως αντάλλαγμα τα ψίχουλα που του επιτρέπουν να επιβιώσει.
(…) Στ’ αλήθεια, είναι κρίμα που πάρθηκαν κατασταλτικά μέτρα εναντίον τέτοιων ανθρώπων. Αν αφήσουμε κατά μέρος τον κίνδυνο που μπορεί να αντιπροσωπεύει ή όχι για τον υγιή βίο ενός συνόλου, το «σκουλήκι του κομουνισμού», που είχε επωαστεί μέσα του, δεν ήταν τίποτ’ άλλο από μια φυσική επιθυμία για κάτι καλύτερο, μια διαμαρτυρία κατά της χρόνιας πείνας, που την εξέφραζε με την αγάπη του προς αυτή την ξένη θεωρία, την ουσία της οποίας δε θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει, μα που η απλή της μετάφραση στο «ψωμί για τον φτωχό» ήταν έννοια του χεριού του και επιπλέον τον γέμιζε με ελπίδα.»
Eρνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα. Ή απλά Τσε.
Ο αργεντίνος γιατρός, κομμουνιστής Μαρξιστής – Λενινιστής επαναστάτης, ένας εκ των αρχηγών των ανταρτών της Κουβανικής επανάστασης. Ο άνθρωπος που ακόμα και σήμερα 52 χρόνια μετά το θάνατο του, στις 9 Οκτωβρίου 1967 στη Βολιβία, ενσαρκώνει το ιδανικό του επαναστάτη.
Συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου που πέτυχε την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος του Φουλχένσιο Μπατίστα στην Κούβα, αρχικά προσφέροντας τις ιατρικές γνώσεις του και αργότερα ως διοικητής των ανταρτών, ενώ υπήρξε μέλος της επαναστατικής κουβανικής κυβέρνησης προωθώντας ριζικές μεταρρυθμίσεις. Το 1965, πιστός στη νίκη της επανάστασης στην Κούβα, έφυγε με στόχο την οργάνωση νέων επαναστατικών κινημάτων στο Κονγκό και αργότερα στη Βολιβία, όπου τραυματίστηκε, συνελήφθη και δολοφονήθηκε.
Ο Ερνέστο Γκεβάρα ανέπτυξε θεωρίες πάνω στη στρατηγική και την τακτική του μοντέρνου ανταρτοπολέμου και προσπάθησε να εφαρμόσει τις θεωρίες στην πράξη.
Το άσθμα και η σκληραγώγηση
Ο Ερνέστο ήταν μόλις δύο ετών όταν διαπιστώθηκε ότι πάσχει από άσθμα. Η ασθένεια αυτή τον συνόδεψε όλη του τη ζωή και συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Αντί να προφυλάσσεται, προσπαθούσε να σκληραγωγηθεί μέσω του αθλητισμού.
Το 1948 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953, χωρίς όμως να ακολουθήσει την κλινική πρακτική που απαιτούταν προκειμένου να είναι σε θέση να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. Στα φοιτητικά του χρόνια δραστηριοποιήθηκε στο φοιτητικό κίνημα, ήρθε σε επαφή με παράνομες αριστερές οργανώσεις, διάβαζε με πάθος Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, Βλαντίμιρ Λένιν, Λέων Τρότσκι και Μάο Τσετούνγκ. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, στα τέλη του 1950, εξασφάλισε άδεια ώστε να εργαστεί ως νοσοκόμος σε εμπορικά πλοία του αργεντινού στόλου. Τους επόμενους μήνες πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στη νότια και κεντρική Αμερική, στη διάρκεια των οποίων έζησε από κοντά τις κοινωνικές συνθήκες στις λατινοαμερικανικές χώρες. Επηρεασμένος από τις εμπειρίες αυτές, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα πολιτικά ζητήματα και τον μαρξισμό ενώ στα αρχικά του σχέδια για τη ζωή κυριαρχούσε η ανθρωπιστική, σχεδόν ιεραποστολική, διάθεση να βοηθήσει τους λαούς της Λατινικής Αμερικής, που μαστίζονταν από τη φτώχεια και τις αρρώστιες της υπανάπτυξης. Ήταν αυτή η αλτρουιστική διάθεση που οδήγησε τα βήματά του στο Περού, όπου πρόσφερε αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του σε τοπικό λεπροκομείο, για να ακολουθήσουν ανάλογα ταξίδια στην Κολομβία και τη Βενεζουέλα. Τα δύο βασικά του γνωρίσματα, που έβρισκαν ήρεμη διέξοδο στην ιατρική, δηλαδή η μέχρι αυτοθυσίας τάση για κοινωνική προσφορά και η αχόρταγη διάθεσή του να γνωρίσει άλλες χώρες και άλλους λαούς, άρχισαν να τον σπρώχνουν σε πιο μαχητικούς δρόμους. Ταξίδεψε σ» όλη τη Λατινική Αμερική, όπου η πολιτική ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη, καθώς οι επαναστάσεις, τα πραξικοπήματα, οι γενικές απεργίες και ο ανταρτοπόλεμος βρίσκονταν διαρκώς στην ημερήσια διάταξη. Συνδέθηκε με αριστερές οργανώσεις στο Περού, τη Βολιβία, τον Ισημερινό, τον Παναμά, την Κόστα Ρίκα, τη Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ.
Επανάσταση στην Κούβα
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1954, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στο Μεξικό, που αποτελούσε κοινό προορισμό εξόριστων Λατινοαμερικανών, από χώρες όπως το Πουέρτο Ρίκο, το Περού, η Βενεζουέλα, η Γουατεμάλα και η Κούβα. Στις αρχές Ιουλίου του 1955, o Γκεβάρα συνάντησε για πρώτη φορά τον Φιντέλ Κάστρο, o οποίος ήταν αρχηγός των «Moνκαντίστας» και ηγέτης της αποτυχημένης ένοπλης επίθεσης στο στρατόπεδο της Μονκάδα το 1953, και είχε καταφύγει στο Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του, αποτέλεσμα της χάρης που του δόθηκε από τον Φουλχένσιο Μπατίστα. Την πρώτη συνάντησή τους ακολούθησαν πολυάριθμες συναντήσεις και συζητήσεις γύρω από την πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική και το ενδεχόμενο της οργάνωσης ενός αντάρτικου αγώνα με στόχο την ανατροπή του διεφθαρμένου, φασιστικού καθεστώτος του Μπατίστα.
Πεπεισμένος πως ο Κάστρο είχε τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα χαρισματικό ηγέτη της κουβανικής επανάστασης, ο Γκεβάρα συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου, με στόχο την ένοπλη δράση για την ανατροπή του κουβανικού καθεστώτος.
Η αποφασιστικότητά του και οι ικανότητές του, σύντομα οδήγησαν στην άνοδό του στην ιεραρχία του αντάρτικου σώματος, κερδίζοντας το σεβασμό των υπολοίπων ανταρτών, χωρίς να απουσιάζει και το αίσθημα του φόβου που προκαλούσε ενίοτε η σκληρότητά του, υπεύθυνος ο ίδιος για εκτελέσεις ανταρτών που λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες του κουβανικού καθεστώτος. Υπήρξε ο πρώτος αντάρτης, στον οποίο δόθηκε το αξίωμα του Κομαντάντε του Επαναστατικού Στρατού της Κούβας, στις 21 Ιουλίου 1957. Στις μάχες που ακολούθησαν, ο Αργεντινός εντυπωσίασε τον Κάστρο όχι τόσο για το θάρρος και τη δεξιοτεχνία του στην εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, όσο για τα στρατιωτικά του χαρίσματα και το πολιτικό του κριτήριο. Αν και μέχρι τότε αποτελούσε έναν απλό οπλίτη, χωρίς να έχει διακριθεί ιδιαιτέρως σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά έχοντας επιδείξει γενναιότητα και αρχηγικές δεξιότητες, ο Κάστρο του εμπιστεύτηκε την ηγεσία της Δεύτερης Φάλαγγας του αντάρτικου στρατού (για λόγους παραλλαγής έφερε τον αριθμό 4), έχοντας έτσι μόνο τον Κομαντάντε εν Σέφε Φιντέλ Κάστρο ως ανώτερό του. Αυτή την περίοδο έγινε η αποφασιστική μεταμόρφωση του ρομαντικού διανοούμενου Ερνέστο Γκεβάρα σε χαρισματικό «Κομαντάντε Τσε».
Η μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιτυχία του Τσε Γκεβάρα υπήρξε η κατάκτηση της Σάντα Κλάρα στις 29 Δεκεμβρίου 1958, μία καθοριστική στιγμή στην ιστορία της κουβανικής επανάστασης.
Είχαν προηγηθεί δύο χρόνια ανταρτοπολέμου στην Σιέρρα Μαέστρα εναντίον του πολύ μεγαλύτερου στρατού του Μπατίστα, o οποίος δεχόταν και την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Με την κατάκτηση της Σάντα Κλάρα, ο δρόμος για την πρωτεύουσα Αβάνα ήταν πλέον ελεύθερος και την 1η Ιανουαρίου του 1959, ο δικτάτορας Μπατίστα εγκατέλειψε την Κούβα, με προορισμό την Δομινικανή Δημοκρατία. Την μάχη στη Σάντα Κλάρα ακολούθησαν και άλλες σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις, πριν την τελική επικράτηση των ανταρτών.
Μέλος της κυβέρνησης της Κούβας
Μαζί με τους Φιντέλ Κάστρο, Ραούλ Κάστρο και Καμίλο Σιενφουέγος, αποτέλεσε μετά την επανάσταση σημαντικό μέλος της νέας κουβανικής κυβέρνησης, η οποία σύντομα ξεκίνησε να πραγματοποιεί ριζικές μεταρρυθμίσεις, καθιερώνοντας για παράδειγμα δωρεάν σύστημα υγείας, όπως και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εξασφάλιζε και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (μέχρι τότε κυρίως αναλφάβητα) σχολική μόρφωση. Στην κυβέρνηση, ο Γκεβάρα υποστήριξε περισσότερο τις κομμουνιστικές ιδέες απ» όσο ο Φιντέλ Κάστρο.
Σε ότι αφορά την οικονομική πολιτική, ο Τσε Γκεβάρα ήταν αντίθετος στην αντιγραφή του σοβιετικού οικονομικού μοντέλου της «οικονομικής αυτοδιαχείρισης», καθώς θεωρούσε πως οι ιδιαίτερες συνθήκες της Κούβας απαιτούσαν διαφορετικές πρακτικές και υπερασπιζόταν το συγκεντρωτισμό στον τομέα της βιομηχανίας.
ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ
Στις 11 Δεκεμβρίου του 1964 εκπροσώπησε την Κούβα στη Συνδιάσκεψη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στην ομιλία του ξεχωρίζει η έντονη διαμαρτυρία του ενάντια στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και τις λατινοαμερικανικές δικτατορίες, η συμπαράταξή του στο θέμα του πυρηνικού αφοπλισμού και το ειρηνευτικό σχέδιο που προτείνει για την Καραϊβική. Λίγες ημέρες αργότερα, ξεκίνησε μία τρίμηνη διεθνή περιοδεία, κατά την οποία επισκέφτηκε την Αλγερία, την Κίνα, τη Γκάνα, τη Γουινέα, το Μάλι, το Κονγκό, την Τανζανία, με μικρές στάσεις στο Παρίσι, την Ιρλανδία και την Πράγα. Στις 24 Φεβρουαρίου, έλαβε μέρος στη διάσκεψη του δεύτερου Οικονομικού Σεμιναρίου Αφροασιατικής Αλληλεγγύης, πραγματοποιώντας την τελευταία δημόσια παρουσία στο διεθνές προσκήνιο. Η ομιλία του προκάλεσε αρκετές εντάσεις στο σοβιετικό μπλοκ, δηλώνοντας πως οι σοσιαλιστικές χώρες όφειλαν να επωμιστούν το κόστος των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων,\ ενώ θεωρείται πιθανό πως προκάλεσε επίσης ρήξη στη σχέση του με τον Κάστρο, αν και δεν υπάρχει καμία σχετική αναφορά στα απομνημονεύματα του ίδιου του Γκεβάρα. Στις 14 Μαρτίου του 1964 επέστρεψε από την Αφρική στην Κούβα και μετά από περίπου μία εβδομάδα παραμονής του στην Αβάνα τα ίχνη του χάθηκαν για αρκετούς μήνες.
Η εξαφάνιση του Γκεβάρα προκάλεσε έντονη φημολογία, τροφοδοτώντας πολλές θεωρίες. Οι περισσότερες από αυτές θεωρούσαν πως ήρθε σε σύγκρουση με τον Κάστρο πάνω στο ζήτημα της εκβιομηχάνισης της χώρας ή της σχέσης της με τη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα. Άλλοι ισχυρίζονταν η σύγκρουση οφειλόταν στο γεγονός πως ο Γκεβάρα ήθελε μία πιο ενεργητική υποστήριξη των επαναστατικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής, ενώ άλλοι ότι εκδιώχθηκε με απαίτηση των Σοβιετικών, που δεν ενέκριναν την ανεξάρτητη από τη Μόσχα γραμμή του και ανησυχούσαν μήπως τους οδηγήσει σε διεθνείς περιπέτειες με τους επαναστατικούς τυχοδιωκτισμούς του. Άλλες φήμες διέρρεαν ότι σκοτώθηκε σε μυστική επαναστατική αποστολή που του ανέθεσε ο Κάστρο στο Κονγκό και άλλες ότι κλείστηκε σε σανατόριο λόγω υποτροπής των χρόνιων προβλημάτων που αντιμετώπιζε με το άσθμα του. Ο ίδιος ο Κάστρο επιχείρησε αρχικά να βάλει ένα τέλος στις φημολογίες στις 18 Απριλίου δηλώνοντας μέσω ραδιοφώνου πως ο Γκεβάρα βρισκόταν πάντα εκεί όπου ήταν πιο χρήσιμος για την επανάσταση, προσθέτοντας επίσης πως ανήκε στους κορυφαίους ηγέτες της Κούβας και πως το ταξίδι του στην Αφρική ήταν εξαιρετικά παραγωγικό. Το επόμενο διάστημα, ωστόσο, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί πολιτικά την εικοτολογία γύρω από την εξαφάνιση του Γκεβάρα από το προσκήνιο, ενισχύοντας για παράδειγμα με δηλώσεις του την ανησυχία καθεστώτων της Λατινικής Αμερικής που φοβούνταν πιθανές επιχειρήσεις του Γκεβάρα και οδηγώντας σε εσφαλμένες εκτιμήσεις ορισμένους Αμερικανούς αξιωματούχους, ειδικά στη CIA, που είχαν πιστέψει πως ήταν νεκρός.
Στις 3 Οκτωβρίου 1965, ο Κάστρο διάβασε σε δημόσια συγκέντρωση, μπροστά στη γυναίκα και τα παιδιά του Γκεβάρα, ιδιόχειρη επιστολή που του παρέδωσε την 1η Απριλίου ο μέχρι τότε υπουργός Βιομηχανίας, παραιτούμενος από όλα τα κρατικά και κομματικά του αξιώματα και διαγράφοντας αχνά τα μελλοντικά του σχέδια.
Με την επιστολή αυτή, ο Γκεβάρα απάλλασε την κουβανική κυβέρνηση από οποιαδήποτε ευθύνη για τη μελλοντική δράση του στο Κονγκό. Οι εικασίες περί ρήξης στις σχέσεις του τον Κάστρο που οδήγησε στην απόφασή του να εγκαταλείψει την Κούβα δεν φαίνεται να έχουν βάση. Οι λόγοι της φυγής του εντοπίζονται, αντίθετα, σε δύο βασικές παραμέτρους: την επιθυμία του Γκεβάρα να μεταφέρει της επανάσταση σε όλον τον κόσμο – κάτι που αισθανόταν ως προσωπική αποστολή ζωής – αλλά και το γεγονός πως κάτι τέτοιο απαιτούσε ελευθερία κινήσεων, την οποία του εξασφάλιζε η αποδέσμευσή του από αξιώματα και κυβερνητικές θέσεις..
Πρώτος σταθμός του Τσε Γκεβάρα, μετά τη φυγή του από την Κούβα υπήρξε το Κονγκό (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό), ενισχύοντας και βοηθώντας οργανωτικά τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό.
Το Φεβρουάριο του 1966 ταξίδεψε μεταμφιεσμένος και με πλαστό διαβατήριο, με προορισμό την Πράγα. Εκεί άρχισε να επεξεργάζεται την ιδέα ενός νέου αντάρτικου στη Λατινική Αμερική, με αρχικό στόχο το Περού και αργότερα εστιάζοντας στη Βολιβία.
Βολιβία
Η προετοιμασία της επιχείρησης οργάνωσης αντάρτικου στη Βολιβία άρχισε το 1966, υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας, σε ένα απομονωμένο μέρος στην επαρχία Πινάρ δελ Ρίο και ειδικότερα στην περιοχή Βινιάλες που διακρίνεται για την παρουσία των ιδιόμορφων λόφων «μογκότες». Εκεί εκπαιδεύτηκε εντατικά ο πρώτος πυρήνας του μελλοντικού αντάρτικου, που αποτελείτο από 10 Κουβανούς και αρκετούς Βολιβιανούς, πρώην μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας αυτής. O Τσε Γκεβάρα έφτασε στη Βολιβία την 1η Νοεμβρίου του 1966 ταξιδεύοντας με αεροπλάνο από το Σάο Πάολο της Βραζιλίας.
Από τη στιγμή που πάτησε τα βολιβιανά βουνά, αποκατέστησε ασύρματη επικοινωνία με τον Κάστρο ο οποίος, παρότι κινδύνευε να επισύρει την οργή της Ουάσινγκτον, έκανε ό,τι μπορούσε για να ενισχύσει την προσπάθεια του παλιού του συντρόφου. Ο Κουβανός ηγέτης πίεζε προσωπικά τον πρώην αντιπρόεδρο της Βολιβίας, Χουάν Λεχίν, ο οποίος, αν και εξόριστος στη Χιλή, ασκούσε καθοριστική επιρροή στους αριστερούς εργάτες των ορυχείων, να συντονίσει το βήμα του με το αντάρτικο του Τσε.
Το αντάρτικο άρχισε τη δράση του έχοντας συγκεντρώσει, στις καλύτερες στιγμές του, μόλις μερικές δεκάδες μαχητές. Στις 27 Μαρτίου ο πρόεδρος Μπαριέντος αναγκάστηκε, σε ραδιοφωνικό του μήνυμα, να παραδεχθεί την ύπαρξη του αντάρτικου, αποδίδοντάς το σε «ξένη δύναμη που επιβουλεύεται τη χώρα». Ωστόσο, αρνήθηκε ότι συμμετείχε σε αυτό ο Γκεβάρα, υπολογίζοντας την επίδραση που θα μπορούσε να ασκήσει στον πληθυσμό η είδηση ότι ένας ήρωας της κουβανέζικης επανάστασης πολεμούσε το διεφθαρμένο καθεστώς του στα βουνά της Βολιβίας.
Θάνατος
Τη νύχτα της 7ης Οκτωβρίου ένας αγρότης διέκρινε κοντά στο χωριό Λα Ιγκέρα, στην περιοχή της χαράδρας Γιούρο, τις φιγούρες μίας ομάδας ανταρτών (συνολικά 17 άνδρες) και έτρεξε να ειδοποιήσει τον τοπικό στρατιωτικό διοικητή και λοχαγό Γκάρι Πράδο Σαλμόν. Ο Γκεβάρα χώρισε τη διμοιρία σε μικρότερες ομάδες, ωστόσο σύντομα αντιλήφθηκαν πως ήταν περικυκλωμένοι. Οι κυβερνητικές δυνάμεις που είχαν κινητοποιηθεί γρήγορα εντόπισαν τους αντάρτες τα χαράματα της 8ης Οκτωβρίου και ακολούθησε μάχη. Η ομάδα του Γκεβάρα, αποτελούμενη από επτά αντάρτες επιχείρησε να οπισθοχωρήσει. Το όπλο του, είτε εξαιτίας εμπλοκής είτε από κάποια εχθρική σφαίρα είχε αχρηστευτεί και ο ίδιος έφερε τραύμα στο κάτω μέρος του ποδιού που τον δυσκόλευε στο περπάτημα. Υποβασταζόμενος από τον Σιμόν Κούμπα («Γουίλι»), έναν επαναστάτη εργάτη από τα ορυχεία του Χουανίνι, έπεσε τελικά στα χέρια τριών στρατιωτών του Πάρδο. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, ο Γκεβάρα διέταξε τους στρατιώτες να μην πυροβολήσουν, αποκαλύπτοντας την ταυτότητά του και υπενθυμίζοντάς πως θα τους ήταν πολυτιμότερος ζωντανός. Πιθανόν, όμως, να ήταν και ο Σιμόν Κούμπα εκείνος που απευθύνθηκε στους στρατιώτες.
Την καταδίωξη του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία παρακολουθούσε επίσης η CIA, με επικεφαλής τον πράκτορα Φέλιξ Ροδρίγκες (Félix Rodríguez), ο οποίος μετέφερε την πληροφορία της σύλληψής του στο αρχηγείο της υπηρεσίας του και σύντομα μετέβη ο ίδιος στη Λα Ιγκέρα. Μετά από μερικές ανακρίσεις στο σχολείο του χωριού, ο αιχμάλωτος Γκεβάρα δολοφονήθηκε, στις 9 Οκτωβρίου 1967, από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού Μάριο Τεράν (Mario Terán). Ο συγκεκριμένος αρχικά δίστασε να εκτελέσει την εντολή για τη δολοφονία του(53) αλλά τελικά πυροβόλησε τον αιχμάλωτο, ο οποίος φέρεται να του είπε «Ήρθατε να με σκοτώσετε. Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις». Ο θάνατός του σημειώθηκε λίγο μετά τη 1:00 το μεσημέρι.
Την επόμενη μέρα, οι δημοσιογράφοι που μεταφέρθηκαν εσπευσμένα με στρατιωτικά ελικόπτερα στο Βαγιεγκράντε, αντίκρισαν ξαπλωμένο σε ένα πρόχειρο κρεβάτι, έναν γενειοφόρο άντρα γυμνό από τη μέση και πάνω, με χακί παντελόνι και στρατιωτική ζώνη. Ήταν ο Τσε Γκεβάρα νεκρός. Όχι από τα μάλλον επιπόλαια τραύματα στο πεδίο της μάχης, αλλά από δύο σφαίρες στο σβέρκο. Ο Τσε, στα 39 του χρόνια, πλήρωσε με τη ζωή του το σχέδιο οργάνωσης αντάρτικου στη Βολιβία, με προοπτική την επέκτασή του και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ακόμα και νεκρός, ο Γκεβάρα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος για το βολιβιανό καθεστώς που δεν διανοήθηκε να ρισκάρει μία δημόσια ταφή του. Ούτε στον αδελφό του, Ρομπέρτο Γκεβάρα, δεν έδειξαν το πτώμα του, με συνέπεια πολλοί να αμφισβητήσουν αν πέθανε πραγματικά ή μήπως επρόκειτο για μπλόφα των αρχών. Στην Κούβα, ο Φιντέλ Κάστρο κράτησε αρχικά επιφυλακτική στάση απέναντι στην είδηση του θανάτου του, ωστόσο στις 15 Οκτωβρίου, αποδέχτηκε το γεγονός, μετά από την εμφάνιση φωτογραφικών αποδείξεων, και κήρυξε τριήμερο πένθος στη δεύτερη πατρίδα του Αργεντινού επαναστάτη.
Το πτώμα του Γκεβάρα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Σαν Χοσέ ντε Μάλτα όπου έγινε και νεκροψία, στο πρακτικό της οποίας καταγράφτηκαν συνολικά εννέα πληγές που είχαν προκληθεί από σφαίρες. Σύμφωνα με τη νεκροψία, ο θάνατός του προκλήθηκε από τα τραύματα που έφερε στο θώρακα και την αιμορραγία. Το πτώμα του έπρεπε για τους στρατιωτικούς να χαθεί δίχως κανένα ίχνος και θάφτηκε κρυφά κοντά στο αεροδρόμιο, 30 χλμ. από την Λα Ιγκέρα. Νωρίτερα, στο νοσοκομείο, είχαν κοπεί τα χέρια του, τα οποία διατηρήθηκαν σε φορμόλη προκειμένου να γίνει αργότερα η οριστική αναγνώρισή του. Το πτώμα του έμεινε στον μυστικό του τάφο μέχρι που ανακαλύφθηκε στις 12 Ιουλίου 1997 στο Βαγιεγκράντε της Βολιβίας. Αφού μεταφέρθηκε στην Κούβα, κηδεύτηκε στη Σάντα Κλάρα, την πόλη που ο ίδιος είχε Απελευθερωσει το 1958.