Sunday, August 04, 2019

4η Αυγούστου σήμερα και θα μιλήσουμε πάλι για το φασιστικό φαινόμενο (του Θανάση Τσακίρη)

4η Αυγούστου σήμερα και θα μιλήσουμε πάλι για το φασιστικό φαινόμενο στην προσπάθεια μας να το κατανοήσουμε και να μπορέσουμε να το αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά.

Ας θυμηθούμε ότι η Χάνα Άρεντ αναλύει το φασισμό και το ναζισμό με βάση την έννοια του ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ.
Η Αrendt τονίζει ότι ακόμη και ανάμεσα στις κλασικές τυραννίες και στον ολοκληρωτισμό υπάρχει μια ακόμη ουσιαστική διαφορά.
Η τυραννία ή η στρατιωτική δικτατορία αφήνουν – συνειδητά ή ασυνείδητα, αδιάφορο, – έστω και κάποιες ελάχιστες χαραμάδες ελευθερίας στον άνθρωπο να χαρεί την ιδιωτική του ζωή.
Ο ολοκληρωτισμός σκοπεύει στο κλείσιμο κι αυτής της χαραμάδας.
Η αρνητική ελευθερία που ένα της βασικό στοιχείο είναι το «δικαίωμα στο όνειρο» θεωρείται ως η άκρη της κλωστής που άμα την τραβήξει κανείς θα ξεσκιστεί ολόκληρο το ψεύτικο οικοδόμημα του ολοκληρωτισμού.
Γι’ αυτό και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ο άνθρωπος-μάζα οδηγείται στην τέλεια απόγνωση ώστε να μην ελπίζει έστω και σε έναν θεό, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός
Οι έγκλειστοι των στρατοπέδων οδηγούνται στην απόρριψη κάθε έννοιας περί χρησιμότητας ακόμη και του εαυτού τους.
Αισθάνονται άχρηστοι.
Και ως άχρηστοι, χωρίς θεό χωρίς βουλή, οδηγούνται στα κρεματόρια ή αφήνονται στο έλεος της παγωμένης φύσης
Ο ολοκληρωτισμός έκανε τους ανθρώπους να νοιώσουν πως δεν έχουν καμία αξία.
Νομιμοποίησε το έγκλημα όχι μόνο για τους καθ’ έξιν κατά σύστημα εγκληματίες αλλά το έκανε αποδεκτό και από τα ίδια τα θύματα : ο «φονιάς με το θύμα αγκαλιά» κατά την παρανόηση μιας από τις εκδοχές.
Η αντίστοιχη, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό τελειοποιημένη, στρατηγική ακολουθήθηκε και από την άλλη πλευρά, τη Σταλινική. Ας θυμηθούμε τις δίκες της Μόσχας: ο αθώος ομολογούσε το έγκλημα που δεν διανοήθηκε ποτέ να διαπράξει για να σώσει όχι τον εαυτό του αλλά τη «σοσιαλιστική» πατρίδα.
Δεν ήταν οι ομολογίες μονάχα προϊόντα βασανιστηρίων.
Οι Ναζιστές και οι Σταλινικοί βασίστηκαν στη γνήσια ανιδιοτέλεια των στρατευμένων οπαδών τους για να δηλώσουν στον έξω κόσμο ότι τα καθεστώτα τους είναι τόσο τελειοποιημένα που ακόμη και η διαφωνία ως προς μια επιμέρους πολιτική δεν μπορεί παρά να εντάσσεται σε μια ενιαία λογική.
Η διαφωνία είναι και αυτή προγραμματισμένη.
Αντίθετα, πολλές φορές η συμφωνία με την ολοκληρωτική ιδεολογία είναι που βάζει σε υποψία τους ολοκληρωτικούς ηγέτες.
Ενώ η σκέψη απαγορεύεται ρητώς και δια ροπάλου, εν τούτοις υπαγορεύεται στην πράξη, για να είναι σε θέση ο ολοκληρωτικός ηγέτης να χρησιμοποιεί σαν πιόνια μιας πολιτικής σκακιέρας τους υποταγμένους του.
Στο όνομα της αποτελεσματικότητας της πολιτικής του ο ηγέτης κάνει ρουά ματ πριν ακόμα ξεκινήσει την παρτίδα.



Κατά την Arendt η εξουσία έχασε την πραγματική της έννοια κι έγινε ωμή βία, τρόμος, σιωπή.
Όμως υπήρξαν κραυγές στη σιωπή.
Αν οι ιδεολόγοι του ολοκληρωτισμού νομίζουν πως ο ολοκληρωτισμός ποτέ δεν πεθαίνει, έχουν και δίκιο και άδικο.
Όταν ο Αδόλφος και η Εύα αυτοκτονούσαν σ’ εκείνο το Βερολινέζικο υπόγειο για να μην δώσουν τη χαρά στους Σοβιετικούς στρατιώτες που κατελάμβαναν την πρωτεύουσα του Γ Ράιχ να τους συλλάβουν ήξεραν πως η φυσική τους παρουσία δεν ήταν πλέον απαραίτητη.
Ο Αδόλφος γνώριζε πως σε κάποια άλλη στιγμή της ιστορίας, που είναι γνωστή για τα καπρίτσια της, ίσως σε κάποιο άλλο τόπο και, βεβαίως, υπό άλλες συνθήκες, κάποιος άλλος άνθρωπος με «έμφυτη προσωπικότητα» τόσο ισχυρή ώστε να ξεχωρίζει από το ασήμαντο πλήθος των μαζανθρώπων θα προσπαθήσει να ξαναοργανώσει το πλήθος των ανωνύμων σε ένα νέο ολοκληρωτικό παν-κίνημα με στόχο την κατάργηση της ανθρωπότητας, των ίδιων των ανθρώπων με τα φυσικά τους δικαιώματα.
Και ο ολοκληρωτισμός που τότε δεν δεσμευόταν από τα εθνικά όρια και επεκτεινόταν για χάρη της επέκτασης σε ολόκληρο τον πλανήτη, ίσως αύριο να προσπαθήσει να διευρύνει τα όρια της επέκτασής του και πέρα από τα όρια της τόσο υποτιμημένης στην αντίληψή του ανθρωπότητας.
Οι νέοι Άριοι ίσως να είναι γήινοι στην καταγωγή αλλά όχι στην εμβέλεια.



Η ψυχολογική – ιστορική προσέγγιση της Σχολής της Φρανκφούρτης

Η ανάλυση του ολοκληρωτισμού, ιδίως της φασιστικής εκδοχής του, από την πλειοψηφία των μελών της «Σχολής της Φρανκφούρτης», της Αμερικανικής περιόδου της, χαρακτηρίζεται από την έρευνα των κοινωνιολογικών – ψυχολογικών δομών που τον συγκροτούν.
Η ανάλυση για να πραγματοποιηθεί προϋποθέτει το συνδυασμό στοιχείων τόσο από τον Μαρξισμό όσο και από τον Φροϋδισμό καθώς και στοιχείων κοινωνιολογίας και πολιτικής θεωρίας.
Η συνδυαστική αυτή προσπάθεια αποδίδει έναν ιδιαίτερο ρόλο στους κοινωνικούς επιστήμονες στην αντιφασιστική πάλη.
Bασικός εκπρόσωπος της προσέγγισης αυτής ο Theodore Adorno θεωρεί ότι η προκατειλημμένη, δηλαδή η αυταρχική προσωπικότητα αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο στον επαναστατικό μετασχηματισμό των κοινωνικών και πολιτικών δομών.
Η προκατειλημμένη προσωπικότητα είναι μια υπό έλεγχο προσωπικότητα.
Ο προκατειλημμένος άνθρωπος δεν έχει την ικανότητα να ερευνά τον ίδιο του τον εαυτό, συνεπώς είναι στη δυσάρεστη, που βέβαια δεν τη συνειδητοποιεί, θέση να μην μπορεί να «δει» τον εαυτό του και να «είναι» ο εαυτός του.
Ο άνθρωπος αυτός είναι, ως εκ τούτου, δεκτικός σε κάθε είδους χειραγώγηση που τον στρέφει ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό, ενάντια στα ίδια του τα βασικά συμφέροντα.
Το καθήκον των κοινωνικών επιστημόνων όπως το προσδιόρισε ο Αdorno συνίσταται στην υποβοήθηση των προκατειλημμένων προσωπικοτήτων να αποβάλουν το ημιδιαφανές πέπλο της χειραγώγησης που επιβάλλεται συνήθως εκ των άνω, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκ των κάτω.
Ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι οι άνθρωποι αυτοί να καταστούν ικανοί, μέσω της αυτογνωσίας, να προσδιορίσουν τους αληθινούς τους εαυτούς για να αποκτήσουν τη δυνατότητα του να συμπεριφέρονται ρεαλιστικά σύμφωνα με τα πραγματικά δεδομένα του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Η μεθοδολογική συζήτηση που διεξήχθη στα πλαίσια της ερευνητικής ομάδας που υπό την επιμέλεια των Adorno, Horkheimer και S.H.Flowermann και σε συνεργασία με την Αmerican Jewish Society μελέτησε το ζήτημα της αυταρχικής προσωπικότητας κατέληξε στην απόφαση να χρησιμοποιηθούν οι τεχνικές των ερωτηματολογίων με στόχο να αποσπασθούν πληροφορίες αναφορικά με την κοινωνική κατάσταση των ατόμων χρησιμοποιώντας ως κλίμακα μέτρησης την μέθοδο Lickert.
Η καταγραφή των απόψεων και προδιαθέσεων των ατόμων βοηθά στην πληρέστερη κατανόηση συνθέτοντας μια κοινωνική ψυχολογία της προκατάληψης.




Η απόπειρα του έτερου μέλους της σχολής της Φρανκφούρτης, του Erich Fromm εστιάζεται περισσότερο στους ψυχολογικούς παράγοντες που επιτρέπουν την αποδοχή του φασισμού.
Ακόμη πιο διεισδυτικά το ερευνητικό του βλέμμα εισχωρεί στην ψυχή, όχι μόνο του «νευρωτικού ανθρώπου» αλλά και, του «κανονικού» καθημερινού ανθρώπου που διαμορφώνεται ως «αυταρχική προσωπικότητα».
Η κύρια αιτία είναι ο σαδομαζοχιστικός χαρακτήρας του κανονικού ατόμου που από τη μια αρέσκεται στην λατρεία των εξουσιαστών αρχηγών και στην υποταγή σ’ αυτούς και από την άλλη επιθυμεί να υποτάξει στις δικές του εξουσιαστικές διαθέσεις τους άλλους.

Η τοποθέτηση του Gerald M.Platt εντάσσεται στις ψυχολογικές αναλύσεις του φασισμού από μια άλλη, ανεξάρτητη σε σχέση με τη Σχολή της Φρανκφούρτης, πλευρά.

Δεν ερμηνεύει το φασισμό ως απλώς ένα φαινόμενο που αντανακλά τις διαθέσεις της «κατώτερης μεσαίας τάξης» αλλά τον τοποθετεί στο πεδίο της «κρίσης ταυτότητας».

Υπό την έννοια αυτή βρίσκεται πιο κοντά στις απόψεις της Arendt.

Το μοντέλο αυτό είναι ένα πλαίσιο μέσα από το οποίο ορίζονται οι ορίζουσες του ναζισμού ως νέας ιδεολογικής δύναμης που όχι μόνο προσδίδει στους οπαδούς του μια νέα αίσθηση του νοήματος του κόσμου που τους περιβάλλει, αλλά, κι αυτό είναι το επικίνδυνο, δημιουργεί κι επιβάλλει μια αυταπάτη : την αυταπάτη του ανήκειν στο «ίδιο» κίνημα.

Σε μια άλλη δηλαδή εκδοχή του «εμείς» και του «αυτοί» με καθέτως προσδιορισμένες διαχωριστικές γραμμές που οριοθετούν και δημιουργούν την αίσθηση της κοινής ταυτότητας.

Τότε αυτή η ταυτότητα περιελάμβανε το φυλετικό στοιχείο ως προσδιοριστικό και πρωταρχικό.

Σήμερα αυτή η ταυτότητα εστιάζεται στο πολιτισμικό στοιχείο.

Η ουσία όμως της επικίνδυνης και ολοκληρωτικής ομογενοποίησης του κοινωνικού είναι ίδια και απαράλλακτη.

«Η απώλεια των οικείων κοινωνικών νορμών και η τοποθέτηση κάποιου εντός αυτών είναι εν δυνάμει χαοτική. Άνθρωποι που δεν μπορούν να διατηρήσουν μια βιογραφικά κεκτημένη αίσθηση προσωπικής ταυτότητας, συνέχειας, αισθημάτων αξιοσύνης, αυτοεκτίμησης, του ανήκειν σε μια κοινότητα, και άλλων πολλών, εύκολα κυριεύονται από συναισθηματικές εμπειρίες. Όταν αυτές οι συνθήκες διαχέονται ευρέως η κοινωνία υποφέρει από κρίση κατασκευής νοήματος».

Το πρόσωπο που ξεπροβάλλει μέσα από αυτή την κρίση και που μπορεί να συνθέσει σ’ ένα νέο ιδεολογικό πλαίσιο την ερμηνεία της αίσθησης της κρίσης και τον σχεδιασμό των μελλοντικών ανατάσεων, έχει τη δυνατότητα, ελλείψει σημαντικών αντιστάσεων, να ελέγξει τεράστια σύνολα ανθρώπων που αναζητούν ταυτότητα και αίσθηση του ανήκειν.

Ο Ναζισμός, ο Φασισμός και ο Σταλινισμός έπαιξαν επάξια, σε βάρος όμως της έννοιας της ανθρωπότητας, αυτό το παιχνίδι.

Αυτή η κρίση νοήματος συνυφαίνεται με την ανάγκη που νοιώθουν στη φάση αυτή τα άτομα να τύχουν αναγνώρισης, μιας αναγνώρισης που θα τους κάνει εύπιστους απέναντι στον ολοκληρωτικό ηγέτη γιατί αυτός θα προέρχεται απ΄αυτά, θα μιλάει όπως αυτά και θα απαιτεί προσήλωση και σεβασμό που θα καταλήξει στον ολοκληρωτικό τρόμο. Ο I.Berlin είχε δίκιο να τονίζει 30 χρόνια μετά την έναρξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου πού μπορούσε να οδηγήσει μια τέτοια αντίληψη : στην άρνηση κάθε μορφής ελευθερίας, είτε θετικής είτε αρνητικής..




Ο Ν.Πουλαντζάς θεωρεί ότι το βιβλίο της Αrendt «ήταν μια από της βίβλους της αγγλοσαξονικής και της γερμανικής δημοκρατίας στη διάρκεια των ετών του «ψυχρού πολέμου».
Η κύρια ιδεολογικοπολιτική γραμμή του βιβλίου είναι γνωστή : κομμουνισμός = φασισμός, Στάλιν = Χίτλερ, οι «μη φυσιολογικοί , κομμουνιστές – φασίστες, μοιάζουν και ζήτω η αστική δημοκρατία, εδώ είναι πραγματικά η ουσία της υπόθεσης».
Η Αrendt, σύμφωνα με τον Πουλαντζά, εξαφανίζει από το λεξιλόγιό της τις κοινωνικές τάξεις και την αναμεταξύ τους πάλη και επικεντρώνει την ανάλυσή της γύρω από το δίπολο «δημοκρατία-συγκεντρωτικό κράτος».
Είναι αλήθεια πως η Arendt εντάσσεται σε ένα γενικώς και αορίστως αριστερό, κατά την άποψή μου, διανοητικό πόλο που έχει κύριο άξονα της σκέψης του την αντίθεση δημοκρατίας-τυραννίας και που «νοσταλγεί» την αρχαία ελληνική «πόλη» καταδικάζοντας παράλληλα τη σύγχρονη ολοκληρωτική τυραννία και βλέποντας μορφές αναβίωσης των πολιτικών σχέσεων της αρχαίας «πόλης» στα εργατικά συμβούλια που δημιουργήθηκαν στα πλαίσια της εξέγερσης της Ουγγαρίας το 1956 ενάντια στη Σοβιετική εισβολή.
Αυτό το γεγονός ο Πουλαντζάς το θεωρεί αξιοσημείωτο γιατί συμβαδίζει με την φιλελεύθερη και όχι με την συντηρητική τάση των πολιτικών θεωρητικών της ψυχροπολεμικής εποχής.
Οι παρατηρήσεις για το έργο της Arendt που σημειώνει ο Πουλαντζάς είναι οι εξής :
«τόσο ο φασισμός όσο και οι άλλες μορφές αστικού κράτος είναι, όλες, μορφές του κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ο ύ κ ρ ά τ ο υ ς.
Πράγμα, ωστόσο που δε σημαίνει επίσης, πως δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε αυτές τις μορφές, ή πως υπάρχει μια απλή γραμμική συνέχεια μεταξύ τους.
Αλλά η τοποθέτηση, ακριβώς, των σχέσεων και διαφορών και η ερμηνεία τους, είναι κάτι που δεν επιτυγχάνει η Η.Arendt.
Toύτου λεχθέντος, δεν υπάρχει αμφιβολία πως όταν αφοσιώνεται σε συγκεκριμένες αναλύσεις για το φασισμό, βρίσκουμε συχνά στη δουλειά της Arendt εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες και περιγραφές, οι οποίες και ξεχωρίζουν, εξάλλου, από τους παραλογισμούς των επιγόνων της : του Kornhauser, πχ. Αλλά το ζήτημα δεν είναι εκεί».
Το ζήτημα είναι πώς ο φασισμός βρήκε μαζική λαϊκή απήχηση.
Ο φασισμός είναι ένα καθεστώς ανάγκης για τη σωτηρία του καπιταλισμού που, σύμφωνα με τον Πουλαντζά, διαφέρει από τις υπόλοιπες μορφές παρομοίου καθεστώτος (βοναπαρτισμός, στρατιωτικές δικτατορίες).
Η ειδοποιός διαφορά συνίσταται ακριβώς στο ότι έχει λαϊκή απήχηση.
Ποια ήταν η φύση και η έκταση του φαινομένου αυτού και ποιες ήταν οι αιτίες που το προκάλεσαν είναι τα δυο βασικά ερωτήματά του.
Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα σχετικά με το ποιες ήταν εκείνες οι τάξεις που στήριξαν και σε ποιο βαθμό τα φασιστικά καθεστώτα.
Σε σχέση με τη θεωρία περί ολοκληρωτισμού που μιλάει για μια κοινωνία χωρίς τάξεις αποτελούμενης από άτομα-μάζες αντιπαραθέτει την ταξική ανάλυση.
Συμπεραίνει ότι η εργατική τάξη ήταν εκείνη που δέχτηκε τις λιγότερες επιδράσεις από το φασισμό και που, παρά τη φαινομενική έλλειψη ευκρινούς πολιτικής αντίστασης στο καθεστώς, προέβη σε κεκαλυμμένες μορφές αντίστασης (σαμποτάζ, μαζική απουσία, δολιοφθορές, αυθόρμητες απεργίες).
Η αγροτιά υποδιαιρείται και αυτή σε επιμέρους τάξεις με λιγότερο επιδεκτικές στην αφομοίωση του φασιστικού τρόπου σκέψης και δράσης τους αγρεργάτες και τα φτωχά αγροτικά στρώματα.
Μαζική υποστήριξη στον φασισμό παρείχαν τα παλιά και νέα μικροαστικά στρώματα των πόλεων.
Επίσης στο εσωτερικό των μικροαστικών στρωμάτων υπήρξε μαζική υποστήριξη από δυο κοινωνικές κατηγορίες : τους νέους και τις γυναίκες λόγω της κυριαρχίας των θεσμικών μορφών της οικογένειας και του σχολείου καθώς και των ιδεολογικών υποσυστημάτων της εποχής εκείνης στην Ιταλία και στη Γερμανία.
Ο Πουλαντζάς δεν αρκείται στην κοινωνικό-ταξική ανάλυση.
Κρίνει και ιστορικά το ζήτημα περιοδολογώντας τον φασισμό σε διαδικασία εκφασισμού και σε εγκατεστημένο φασισμό.
Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει έντονο το φαινόμενο της μαζικής λαϊκής υποστήριξης του φασισμού ενώ στη δεύτερη μια «εξελικτική διαδικασία απομάκρυνσης».
Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν συγκυρίες κατά τις οποίες σημειώνονται ανοδικές ή καθοδικές τάσεις στη υποστήριξη των καθεστώτων.
Επίσης εξετάζονται οι διάφοροι βαθμοί απήχησης του φασισμού: από την ενεργητική και χωρίς όρους προσχώρηση ως την περιστασιακή υποταγή και παθητική υποστήριξη και, τελικά, στην αναγκαστική ουδετεροποίηση λόγω της έντασης της καταπιεστικής πολιτικής.
Οι καταστάσεις αυτές είχαν την αντανάκλασή τους στο εσωτερικό των ηγετικών φασιστικών κύκλων προκαλώντας αντιθέσεις που, με τη βοήθεια λαθεμένων πολιτικο-στρατιωτικών αποφάσεων, οδήγησαν στην επίσπευση της κατάρρευσης.




Οι αιτίες του φαινομένου προσδιορίζονται από τέσσερις συντεταγμένες.
Πρώτον, από την οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου του εγκατεστημένου φασισμού και συνίστατο στην σχετική και όχι απόλυτη εκμετάλλευση για ορισμένες μερίδες των εργατικών-αγροτικών τάξεων και στην πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» που αποδιοργάνωνε την ενιαία έκφραση των λαϊκών τάξεων χρησιμοποιώντας τη μία ενάντια στην άλλη (πχ άνεργοι εναντίον ήδη εργαζομένων) και βοηθούσης της νέας ανάπτυξης της οικονομίας απορρόφησε ένα μεγάλο κομμάτι της ανεργίας.
Η οικονομική αυτή ανάπτυξη είχε δύο αιτίες : τη μετάβαση από τον ανταγωνιστικό και φιλελεύθερο καπιταλισμό στο μονοπωλιακό καπιταλισμό και την ενίσχυση των πολεμικών προετοιμασιών που ευνοούσαν τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και την αύξηση της απασχόλησης.
Δεύτερη αιτία υπήρξε η επιτυχής εκμετάλλευση του «εθνικού ζητήματος» που ετίθετο διαφορετικά απ’ ότι στις συγκροτημένες ήδη από αιώνες σε έθνη-κράτη δυτικές εθνικές κοινωνίες.
Η Ιταλία και η Γερμανία είχαν καθυστερήσει όχι μόνο στην εκβιομηχάνισή τους αλλά και στην εθνική τους ολοκλήρωση.
Οι Χίτλερ και Μουσολίνι άδραξαν την ευκαιρία και έπαιξαν καλά το εθνικιστικό χαρτί με το οποίο κέρδισαν τις λαϊκές τάξεις της υπαίθρου και τις μικροαστικές της πόλης.
Η παρουσίαση του ζητήματος της συμφωνίας των Βερσαλλιών με τέτοιο τρόπο ώστε να εμφανιστούν οι δύο χώρες ως «προλεταριακά έθνη» που μάχονται την ιμπεριαλιστική τάση της Αγγλίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ ήταν τέτοια που ενέταξε στις τάξεις του φασισμού μερίδες της αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς.
Τρίτη αιτία ήταν ότι «μπόρεσε να ξαναπάρει στον ιδεολογικό του λόγο, διαστρέφοντάς τις, μια σειρά από βαθιές λαϊκές επιθυμίες, συχνά ειδικές σε κάθε μια από τις αναφερόμενες τάξεις, τμήματα τάξεων και κοινωνικές κατηγορίες».
Η μελέτη του Πουλαντζά εντοπίζει τις συνθήκες έντονης ταξικής πάλης και στο εσωτερικό των φασιστικών μηχανισμών ως εκφράσεις της διαφοροποίησης της φασιστικής ιδεολογίας.
Κατά κάποιο τρόπο συμφωνεί σε ορισμένα σημεία με τις αντίστοιχες της Αrendt όσον αφορά τις διαμάχες ανάμεσα στις διάφορες φασιστικές οργανώσεις και στις σχέσεις τους με τον κρατικό μηχανισμό, με τη μόνη διαφορά ότι εκεί που ο Πουλαντζάς βλέπει ταξική πάλη η Arendt βλέπει απλώς την κατάρρευση της έννοιας της εξουσίας και την αντικατάστασή της από το αντίθετό της, δηλαδή τη βία.
Ο Πουλαντζάς αντίθετα τονίζει το διφορούμενο της λαϊκής απήχησης που εκφράζει το δίπολο υποταγή-αντίσταση.
Τέλος, η τέταρτη αιτία που εξηγεί τη λαϊκή απήχηση του φασισμού είναι η πολιτική της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς και των κομμάτων της στην Ιταλία και στη Γερμανία που δεν κατάλαβαν τίποτα από το φασιστικό φαινόμενο αφήνοντας στην τύχη του το εργατικό-λαϊκό κίνημα μη διεξάγοντας αποτελεσματική ιδεολογικο-πολιτική μάχη ενάντια στο φασισμό.



ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

No comments:

Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης-ΤΕΤΑΡΤΗ 7/14/2022 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)

 Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ (ΝΤΟΜΑΝΓΚΤΣΙΝ ΓΕΟΤΖΑ)                                                                    του Χονγκ Σανγκ-σου (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡ...